ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:DOD:2022:6
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Έφεση Αρ. 3/2020
24 Φεβρουαρίου 2022
[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/στές]
Α.Γ.,
Εφεσείοντα,
ν.
Σ.Α.Τ.,
Εφεσίβλητης.
____________________
Γ. Κουκούνης, για τον Εφεσείοντα.
Στ. Μαυρομάτης, για την Εφεσίβλητη.
____________________
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Ο Εφεσείων διεκδίκησε ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου, το πρωτόδικο Δικαστήριο, μεγάλο αριθμό θεραπειών εναντίον της πρώην συζύγου του, Εφεσίβλητης. Συγκεκριμένα επιμέρους ποσά, στη βάση ότι η περιουσία της είχε αυξηθεί με τις απαιτούμενες αξίες, που συνιστούσαν δική του συνεισφορά, λόγω παροχών προς τον ίδιο από τους γονείς του και επιδοτήσεων που έλαβε από την Υπηρεσία Μέριμνας και Αποκατάστασης Εκτοπισμένων και τον Φορέα Ισότιμης Κατανομής Βαρών. Επικαλέστηκε και καταπιστεύματα και τις αρχές της επιείκειας, ως βάσεις για τις αξιώσεις του. Απαίτησε ακόμα να διαταχτεί η Εφεσίβλητη να πληρώσει το ήμισυ των δανείων, που είχαν συνάψει μαζί, σε σχέση με την απόκτηση μιας κατοικίας και ενός διαμερίσματος, των οποίων κατέστησαν οι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες εξ ημισείας και να απαλλαγεί ο ίδιος από συνοφειλέτης και οι γονείς του από εγγυητές. Διαζευκτικά να πωληθεί η κατοικία και το καθαρό προϊόν της πώλησης να διατεθεί για την αποπληρωμή των δανείων και αν δεν αρκούσε, να εξοφληθούν από την Εφεσίβλητη. Αξίωσε ακόμα όπως του μεταβιβαστεί το μερίδιο της Εφεσίβλητης στο συνιδιόκτητο διαμέρισμα και να κατανεμηθεί η κινητή τους περιουσία.
Η Εφεσίβλητη καταχώρησε ανταπαίτηση που, με δήλωση του δικηγόρου της στο στάδιο των τελικών αγορεύσεων, περιόρισε στη διεκδίκηση του μισού εξοπλισμού της κατοικίας όπου διέμεναν.
Τόσο η αίτηση όσο και η ανταπαίτηση απορρίφθηκαν με έξοδα εναντίον του Εφεσείοντα στην αίτηση και εναντίον της Εφεσίβλητης στην ανταπαίτηση. Ο Εφεσείων καταχώρησε έφεση με δεκατέσσερις λόγους, ενώ η Εφεσίβλητη αντέφεση μόνο σε σχέση με την κλίμακα των εξόδων που επιδικάστηκαν εναντίον της στην ανταπαίτηση.
Κάποια ζητήματα επιβάλλεται να εξεταστούν πρώτα.
Με το λόγο έφεσης 1 προσβάλλεται ως εσφαλμένη η απόφαση της πρωτόδικης Δικαστού, τόσο σε ενδιάμεσο στάδιο όσο και με την τελική της απόφαση, να μην εξαιρεθεί από την εκδίκαση της υπόθεσης, στη βάση ότι αυτή εκφράστηκε επί της ουσίας της αίτησης πρόωρα, μεροληπτούσε υπέρ της Εφεσίβλητης και έδειχνε προκατάληψη εναντίον του Εφεσείοντα.
Με το λόγο έφεσης 3, εγείρεται παρεμφερές ζήτημα ότι η πρωτόδικη Δικαστής όφειλε να μην αναλάβει την εκδίκαση της υπόθεσης, εφόσον είχε εκδικάσει την Αίτηση 78/2014, Δικαιοδοσία Γονικής Μέριμνας, που αφορούσε τα τρία ανήλικα παιδιά των διαδίκων.
Με το λόγο έφεσης 2, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποτελούμενο από Δικαστή Οικογενειακού Δικαστηρίου, σε αντιπαραβολή με Πρόεδρο Οικογενειακού Δικαστηρίου, στερείτο καθ' ύλη εξουσίας να εκδικάσει την υπόθεση λόγω κλίμακας του αντικειμένου της, ενώ με το πρώτο σκέλος του λόγου έφεσης 14, ότι υπήρξε υπέρμετρη καθυστέρηση στην έκδοση της απόφασης σχεδόν οκτώ μήνες μετά που επιφυλάχτηκε.
Η εισήγηση ότι η Δικαστής όφειλε να είχε εξαιρεθεί εδράζεται στην προσέγγιση που, σύμφωνα με το δικηγόρο του Εφεσείοντα, είχε σε συζήτηση που είχε γίνει στο γραφείο της, αλλά και στον τρόπο αντιμετώπισης των διαδίκων κατά τη διάρκεια της ακρόασης της υπόθεσης.
Την 14.3.2017, και ενώ η ακρόαση της υπόθεσης συνεχιζόταν, έγινε συζήτηση στο γραφείο της πρωτόδικης Δικαστού με τους δικηγόρους των διαδίκων. Η Τράπεζα Κύπρου είχε κινηθεί δικαστικά εναντίον τους λόγω μη συμμόρφωσης με τις δανειακές τους υποχρεώσεις και αφορμή για την συζήτηση ήταν η πληροφόρηση από τον δικηγόρο της Εφεσίβλητης ότι υπήρχε ενδιαφερόμενος αγοραστής για την κατοικία τους. Αποτέλεσμα της συζήτησης ήταν ο δικηγόρος του Εφεσείοντα να προβάλει ότι η δικαστής είχε προαποφασίσει την υπόθεση και να ζητήσει την εξαίρεση της.
Προκύπτει ότι κατά τη συζήτηση στο γραφείο της Δικαστού δεν λαμβάνονταν πρακτικά και το αίτημα που ακολούθησε για εξαίρεση της ήταν προφορικό και δεν υποστηριζόταν από ένορκη δήλωση ως προς το τι, κατ' ισχυρισμό αξιόμεμπτο, ειπώθηκε από τη Δικαστή κατά την συζήτηση. Από τις δηλώσεις του δικηγόρου του Εφεσείοντα, όταν επανάρχισε η επ' ακροατηρίου διαδικασία, προκύπτει ότι το παράπονο του ήταν ότι ενώ η θέση της πλευράς του ήταν ότι η Εφεσίβλητη δεν ανταποκρινόταν στις δανειακές υποχρεώσεις τους, η Δικαστής είχε πει να πωληθεί η κατοικία. Ό,τι άλλο φαίνεται να είχε προκαλέσει την αντίδραση του δικηγόρου του Εφεσείοντα, ήταν τα έξοδα της ημέρας, τα οποία η πλευρά της Εφεσίβλητης διεκδικούσε και που το Δικαστήριο διάταξε να είναι στην πορεία. Στην Ενδιάμεση Απόφαση ημερ.18.5.2017 με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα, αναφέρεται ότι: «Το Δικαστήριο δεν έπραξε τίποτα περισσότερο από την αξιοποίηση του ρόλου του, στα πλαίσια συζήτησης της υπόθεσης προκειμένου και τα δύο μέρη να αποφύγουν να εγκλωβιστούν σε ατέρμονες δικαστικές διαδικασίες, κρατώντας συνειδητά διακριτό ρόλο προκειμένου και οι δύο πλευρές να βοηθηθούν». Δεν υπάρχει ενώπιον μας μαρτυρία στην οποία θα μπορούσαμε να στηριχτούμε ώστε να ανατρέψουμε την διαπίστωση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τη συζήτηση που έγινε την 14.3.2017.
Ως προς το δεύτερο σκέλος, έχουμε ενώπιον μας τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας, από τη μελέτη των οποίων διαπιστώνουμε ότι τα παράπονα του Εφεσείοντα δεν δικαιολογούνται, ούτε κατ' ελάχιστο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο διατήρησε σε όλη τη διαδικασία τον ανεξάρτητο δικαϊκό του ρόλο και έδωσε στα μέρη δίκαια ευκαιρία και ισότιμα να προβάλουν την υπόθεση τους, χωρίς να χάσει τον έλεγχο της διαδικασίας και παρά την ένταση που επικράτησε κατά διαστήματα. Στο μυαλό του μέσου εχέφρονα πολίτη, ο οποίος θα γνώριζε όλα τα γεγονότα, δεν θα δημιουργείτο δικαιολογημένη εντύπωση ύπαρξης πραγματικής πιθανότητας προκατάληψης από τη Δικαστή (Χ''Μάμας (2007)1(Β) Α.Α.Δ. 689, 691). Η διατύπωση στην απόφαση της εντύπωσης του Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των διαδίκων και των μαρτύρων τους δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως μεροληψία υπέρ του ενός ή προκατάληψη εναντίον του άλλου. Αν ήταν έτσι, το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να εκτελέσει ένα από τα πλέον βασικά του καθήκοντα, της διαπίστωσης των πραγματικών γεγονότων μέσα από αντικρουόμενες εκδοχές. Και αν είχε την όποια σημασία, όπως εξηγείται στη συνέχεια, η υπόθεση κρίθηκε στη βάση κοινού πραγματικού εδάφους. Κατά συνέπεια, ο λόγος έφεσης 1 απορρίπτεται.
Για να μπορούσε να εξεταστεί η περαιτέρω εισήγηση ότι η Δικαστής όφειλε να μην αναλάβει την εκδίκαση της υπόθεσης αυτής στη βάση ότι ταυτόχρονα επιλαμβανόταν άλλης αίτησης γονικής μέριμνας σε σχέση με τα ανήλικα παιδιά των διαδίκων, θα έπρεπε να είχε μαρτυρηθεί το σχετικό πραγματικό υπόβαθρο. Δεν είναι αρκετό να αναφέρεται στην αίτηση εκείνη ο δικηγόρος του Εφεσείοντα στην αγόρευση του. Δεν είναι γνωστό κατά πόσο στην αίτηση εκείνη παρουσιάστηκαν μάρτυρες, σε σχέση με ταυτόσημα ή παρόμοια επίδικα θέματα, αν ναι κατά πόσο ήταν μάρτυρες και στην παρούσα υπόθεση και κατά πόσο έτυχαν και στη διαδικασία εκείνη αξιολόγησης από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Με αυτά τα δεδομένα, ο λόγος έφεσης 3 απορρίπτεται.
Σε σχέση με τη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου ενημερώσαμε κατά τη συζήτηση της έφεσης τον δικηγόρο του Εφεσείοντα ότι υπάρχει πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας (Αναφορικά με την Αίτηση της Λούη, Πολ. Έφ. Αρ.45/2021, ημερ.20.7.2021) που εκθεμελιώνει την επιμέρους επιχειρηματολογία του. Δεν απέσυρε το λόγο έφεσης. Δεν έχουμε παρά να παραπέμψουμε στην Λούη και στη συζήτηση που εκεί γίνεται, με κατάληξη ότι δικαστής του Οικογενειακού Δικαστηρίου, όχι κατ' ανάγκη Πρόεδρος του, έχει σε σχέση με την αξία της περιουσίας απεριόριστη δικαιοδοσία να εκδικάσει αίτηση περιουσιακών διαφορών. Κατ' ακολουθία, ο σχετικός λόγος έφεσης 2 απορρίπτεται.
Σε σχέση με το πρώτο σκέλος του λόγου έφεσης 14, είναι η θέση του Εφεσείοντα ότι η καθυστέρηση στην έκδοση της απόφασης «τον έφερε σε περαιτέρω δεινή θέση, πλουτίζοντας έτι περαιτέρω την Εφεσίβλητη».
Δεν αντιλαμβανόμαστε πώς, δεδομένου και του αποτελέσματος, αλλά και των περιστάσεων της υπόθεσης, μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο. Καθυστέρηση παρατηρήθηκε στην έκδοση της πρωτόδικης απόφασης, που επέτεινε την όποια αναστάτωση και αγωνία τόσο του Εφεσείοντα όσο και της Εφεσίβλητης, ώστε να ήταν ότι πιο άδικο για την τελευταία και άσκοπο και για τους δύο, ενόψει των διαπιστώσεων μας που ακολουθούν, να παραμεριστεί η απόφαση και να ακολουθήσει νέα δίκη. Επομένως, το πρώτο σκέλος του λόγου έφεσης 14 απορρίπτεται.
Οι λόγοι έφεσης 7-9, 12 και 13 αφορούν στην αξιοπιστία μαρτύρων. Με το λόγο έφεσης 7 προσβάλλεται ως εσφαλμένη η αποδοχή της θέσης της Εφεσίβλητης ως προς τον τρόπο αγοράς του διαμερίσματος, γιατί δεν καλυπτόταν από τη δικογραφία της. Ο λόγος έφεσης 8 αφορά στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αναφερθεί στη στάση της Εφεσίβλητης αναφορικά με τα δάνεια στα οποία ήταν πρωτοφειλέτης ο Εφεσείων και η ίδια εγγυήτρια. Στο λόγο έφεσης 9 αναφέρεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε τις δικογραφημένες θέσεις της Εφεσίβλητης «οι οποίες ήταν εντελώς ψευδείς και ατεκμηρίωτες» και θα έπρεπε η Εφεσίβλητη να κριθεί αναξιόπιστη. Οι λόγοι έφεσης 12 και 13 αφορούν στην κρίση της αξιοπιστίας του Εφεσείοντα και της μητέρας του αντίστοιχα.
Όπως διαπιστώνεται στη συνέχεια, δεν είχε σημασία και άλλωστε το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε προχωρήσει στην κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων για σκοπούς πληρότητας της απόφασης του, που είχε ήδη κριθεί επί κοινού εδάφους. Συνοπτικά αναφέρουμε ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε όλες τις περιπτώσεις των μαρτύρων ήταν δικαιολογημένη και αιτιολογημένη κατά τρόπο πειστικό, ώστε να μην παρέχεται κανένα περιθώριο αμφισβήτησης της από το Εφετείο. Κατ' ακολουθία οι λόγοι έφεσης 7-9, 12 και 13 απορρίπτονται.
Οι λόγοι έφεσης 4-6, 10 και 11 αφορούν στην ουσία της πρωτόδικης απόφασης.
Με το λόγο έφεσης 4, καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν έλαβε υπόψη του τις πρόνοιες των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (3) του Άρθρου 14 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991, Ν.232/1991, που εξαιρούν από την αυξημένη περιουσία το μέρος εκείνο που αποκτήθηκε από δωρεές κ.λπ., προς τον σύζυγο από τον οποίο διεκδικείται περιουσία. Γίνεται και αναφορά σε συγκεκριμένο αυτοκίνητο που αγοράστηκε με κοινά δάνεια και γράφτηκε στο όνομα της Εφεσίβλητης και η οποία το χρησιμοποιεί.
Με το λόγο έφεσης 5 προσβάλλεται η επιμέρους κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν εγειρόταν προς συζήτηση θέμα συνεισφοράς του Εφεσείοντα, εφόσον δεν είχε αποδειχτεί αύξηση της περιουσίας της Εφεσίβλητης. Υπήρχε επαύξηση που κατά τον Εφεσείοντα συνίστατο στο πιο πάνω αυτοκίνητο και την αξία του οικιακού εξοπλισμού που πήρε η Εφεσίβλητη όταν εγκατέλειψε την κατοικία τους.
Με το λόγο έφεσης 6 προσβάλλεται η επιμέρους κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων δεν θα δικαιούτο να πάρει πίσω τα χρήματα που επένδυσε στο γάμο, αν δεν αποδείκνυε πρώτα αύξηση στην περιουσία της Εφεσίβλητης. Διατείνεται πως ότι αξίωσε ήταν τις δωρεές και τις επιδοτήσεις που ο ίδιος έλαβε και που επωφελήθηκε η Εφεσίβλητη.
Με το λόγο έφεσης 10 αναφέρεται ότι εσφαλμένα δεν του αποδόθηκε ό,τι νόμιμα δικαιούτο στη βάση ότι οι συνεισφορές του συνιστούν αύξηση της περιουσίας της Εφεσίβλητης. Με το λόγο έφεσης 11 προβάλλει ότι είχε αποδείξει την υπόθεση του και δεν δικαιολογείτο η απόρριψη της.
Όταν ο Εφεσείων και η Εφεσίβλητη παντρεύτηκαν το 2002 δεν είχαν περιουσία, αλλά ούτε και οφειλές. Κατά τη διάρκεια του γάμου τους απέκτησαν ένα διαμέρισμα και μια κατοικία, που κατά το χρόνο της διάστασης τους, το 2014, και κατά την καταχώριση των εκατέρωθεν απαιτήσεων τους έναντι του άλλου στο Οικογενειακό Δικαστήριο, ήταν εγγεγραμμένα επ' ονόματι τους εξ' ημισείας. Χρωστούσαν όμως σε τράπεζες πολύ μεγάλα ποσά. Τόσα, που όταν, εκκρεμούσας της πρωτόδικης διαδικασίας, τόσο η κατοικία, όσο και το διαμέρισμα πωλήθηκαν και μεταβιβάστηκαν, όπως εξηγείται πιο κάτω, το προϊόν της πώλησης δεν ήταν αρκετό για να εξοφληθούν όλα τους τα χρέη.
Το μεγαλύτερο χρέος ήταν στην Τράπεζα Κύπρου, η οποία αφού εισέπραξε ποσό €9.800 από ασφάλεια που διατηρούσε η Εφεσίβλητη, συμφώνησε στη συνέχεια μαζί τους και εισέπραξε άλλες €400.000 προς εξόφληση της οφειλής των διαδίκων που ήταν μεγαλύτερη. Η Εφεσίβλητη πώλησε τα μερίδια της στην κατοικία και το διαμέρισμα στους γονείς του Εφεσείοντα για το ποσό των €200.000 που καταβλήθηκε στην τράπεζα. Τις υπόλοιπες €200.000 κατέβαλε ο Εφεσείοντας, που μεταβίβασε τα δικά του μερίδια στους γονείς του δυνάμει δωρεάς. Η Εφεσίβλητη παρέμεινε χωρίς καθόλου ακίνητη περιουσία και εγγυήτρια σε τρία δάνεια με πρωτοφειλέτη τον Εφεσείοντα, που κατά το χρόνο της διάστασης ξεπερνούσαν τις €88.000. Παρέμεινε οφειλόμενο και προσωπικό της δάνειο που είχε στη Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα Λτδ, που κατά το χρόνο της διάστασης είχε χρεωστικό υπόλοιπο €14.118,84.
Είχε καταστεί πρόδηλο ότι, κατά τη διάσταση η περιουσιακή τους κατάσταση δεν είχε θετικό πρόσημο, εφόσον επιβεβαιώθηκε με τις πωλήσεις ότι η αξία των ακινήτων ήταν μικρότερη των χρεών τους και επομένως κανενός η περιουσία δεν είχε αυξηθεί κατά τη διάρκεια του γάμου τους και μέχρι τη διάσταση. Στην Ο. ν. Ο. (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 179, 190, αναφέρθηκε ότι: «Η αύξηση, η οποία υπόκειται σε διανομή, δεν είναι η αξία των περιουσιακών στοιχείων του ιδιοκτήτη συζύγου, αλλά η καθαρή αξία της περιουσίας του η οποία ανευρίσκεται μετά από συνυπολογισμό των περιουσιακών του στοιχείων αφενός, και των χρηματικών του υποχρεώσεων αφετέρου».
Όταν δεν υπάρχει περιουσία στο όνομα του συζύγου δεν μπορεί, κάτω από οιεσδήποτε περιστάσεις να τελεσφορήσει αξίωση στο Οικογενειακό Δικαστήριο εναντίον του από τον άλλο σύζυγο. Ακόμα και όταν αποκλειστικά με χρήματα του τελευταίου αποκτήθηκε περιουσία που εγγράφηκε επ' ονόματι του πρώτου και που αυτός πώλησε, αποξένωσε και κατασπατάλησε. Αντικείμενο της αξίωσης, κατά το Άρθρο 14(1) του Ν.232/1991, είναι η αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου (Ο. ν. Ο. (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 179, 187) στην έκταση που αυτή προέρχεται από τη δική του (του απαιτητή) συμβολή. Το Οικογενειακό Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να εξετάσει άλλες αιτίες στη βάση των οποίων θα μπορούσαν, ίσως, να διεκδικηθούν χρηματικές αποζημιώσεις ή άλλες συναφείς θεραπείες. Το Άρθρο 14(1) του Ν.232/1991 «ρυθμίζει εξαντλητικά τα της συμμετοχής εκάτερου των συζύγων στην αύξηση, μετά το γάμο, της περιουσίας του άλλου και τις προϋποθέσεις για την απόκτηση μεριδίου σ' αυτή» (Ο. ν. Ο. (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 179, 184 και 186).
Ο Εφεσείων αναφέρει ότι η Εφεσίβλητη επωφελήθηκε γιατί η κατοικία και το διαμέρισμα πωλήθηκαν και εξοφλήθηκε το χρέος προς την Τράπεζα Κύπρου, από το οποίο απαλλάχτηκε και η ίδια. Καλυτέρευσε έτσι η οικονομική της κατάσταση. Ο συλλογισμός του φαίνεται να εδράζεται στο ότι η Εφεσίβλητη χρωστούσε ένα τεράστιο ποσό στην τράπεζα και είχε στο όνομα της τα μερίδια στην κατοικία και το διαμέρισμα στα οποία δικαιούτο ο ίδιος λόγω της συνεισφοράς του, ενώ τώρα δεν έχει τα ακίνητα, που θα έπρεπε να αποδώσει στον ίδιο, αλλά δεν έχει ούτε το συγκεκριμένο χρέος.
Οι συλλογισμοί του δεν βρίσκουν έρεισμα στις πρόνοιες του Ν.232/1991 και σε κάθε περίπτωση ό,τι θα έπρεπε να αντιπαραβάλλει ήταν την κατάσταση της Εφεσίβλητης κατά την διάσταση με την κατάσταση στην οποία εισήλθε στο γάμο, χωρίς περιουσία, αλλά και χωρίς οικονομικές υποχρεώσεις. Καμιά σημασία δεν θα μπορούσε να έχει η όποια δωρεά των γονιών του ή οι επιδοτήσεις που έλαβε, εφόσον δεν υπήρχε αύξηση στην περιουσία της Εφεσίβλητης.
Εάν έπρεπε να εξεταστεί κατά πόσο κατά τον χρόνο της διάστασης η πραγματική αξία των ακινήτων θα μπορούσε να καλύψει όλες τις υποχρεώσεις (εκ των πραγμάτων αδύνατο), ώστε η Εφεσίβλητη να έχει θετικό πρόσημο ως προς την περιουσία της, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά είχε διαπιστώσει ότι ο Εφεσείων δεν είχε προσφέρει μαρτυρία για την αξία των δύο ακινήτων κατά τη διάσταση. Ούτε για το εγγεγραμμένο στο όνομα της Εφεσίβλητης αυτοκίνητο, που ισχυρίστηκε ότι άξιζε €6.000 κατά τη διάσταση προσκόμισε μαρτυρία, αλλά ούτε και για την αξία της επίπλωσης που πήρε η Εφεσίβλητη, ώστε να ήταν δυνατό να διαφαινόταν ότι η Εφεσίβλητη είχε περιουσία πέραν των χρεών που είχε κατά το χρόνο της διάστασης.
Η διευθέτηση που είχε γίνει έπρεπε να οδηγήσει στη διακοπή της διαδικασίας γιατί είχε πλέον διαφανεί με τον πλέον εμφαντικό τρόπο ότι δεν είχε αντικείμενο. Ο Εφεσείων φαίνεται να μην το αντιλήφθηκε, ούτε και στη συνέχεια αφού καταχώρησε την παρούσα έφεση, περιλαμβάνοντας και λόγους ώστε να διεκδικήσει επανεκδίκαση μιας αξίωσης χωρίς αντικείμενο, που μόνο περαιτέρω έξοδα θα μπορούσε να του επιφέρει. Οι λόγοι έφεσης 4-6, 10 και 11 απορρίπτονται.
Τέλος με το δεύτερο σκέλος του λόγου έφεσης 14 ο Εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα τον καταδίκασε στα έξοδα της αίτησης.
Ακατανόητη βρίσκουμε τη δυσαρέσκεια του Εφεσείοντα, δεδομένου ότι η αίτηση του απορρίφθηκε. Στην Θρασυβούλου ν. Arto Estates Ltd (1993) 1 A.A.Δ. 12, 15 αναφέρθηκε ότι:
«Είναι θεμελιωμένο ότι ο βασικός παράγοντας που διέπει την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα, είναι το αποτέλεσμα της δίκης. Θεωρείται ασύννομο ο δικαιωθείς διάδικος να επωμίζεται τα έξοδα της υπεράσπισης των δικαιωμάτων του και εύλογο να τα επωμίζεται ο αποτυχών διάδικος, η αδικαιολόγητη προσφυγή του οποίου στο Δικαστήριο (όπως τεκμηριώνεται από το αποτέλεσμα) αποτέλεσε τη γενεσιουργό αιτία των εξόδων. Κλασσικό παράδειγμα εξαίρεσης από τον κανόνα αποτελεί η περίπτωση επιτυχόντα διαδίκου ο οποίος συμβάλλει με το χειρισμό της υπόθεσής του στην αύξηση των εξόδων της δίκης· σ' εκείνη την περίπτωση δικαιολογείται ο μετριασμός της εφαρμογής του κανόνα (τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα) και η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, ώστε να αντανακλάται η συμβολή του επιτυχόντα διαδίκου στη διόγκωση των εξόδων. Δεν είναι όμως παραδεκτή η αποστέρηση των εξόδων του επιτυχόντα διαδίκου χωρίς αποχρώντα λόγο».
(βλ. ακόμα: Δημοκρατία ν. Milouca Motor Trading Ltd (2000) 1(A) A.A.Δ. 630, 633 και Πισσούριος ν. Golden Hand Ltd (2000) 1(A) A.A.Δ. 543, 545).
Και δεν παρατηρείται απουσία αιτιολογίας, όπως εισηγείται ο Εφεσείων. Στην Ζαβρού ν. Μιχαηλίδου (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 477, 481, αναφέρθηκε ότι ο κανόνας λογικής σύμφωνα με τον οποίο τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της υπόθεσης «είναι τόσο ισχυρός που από μόνος του παρέχει την αιτιολόγηση στην κάθε αντίστοιχη εξέλιξη χωρίς να παρίσταται ανάγκη εξειδίκευσης. Παρέκκλιση δικαιολογείται μόνο εφόσον συντρέχει άλλη επαρκής περίσταση που πρέπει βεβαίως να εκτίθεται» (βλ. ακόμα Φιλίππου ν. Γιαννήταη κ.ά. (Αρ.2) (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1314, 1316). Κατά συνέπεια και το δεύτερο σκέλος του λόγου έφεσης 14 απορρίπτεται.
Με την αντέφεση η Εφεσίβλητη παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν καθόρισε ρητά στην απόφαση του ότι τα σε βάρος της έξοδα στην ανταπαίτηση θα έπρεπε να υπολογιστούν στη βάση της κλίμακας της ανταπαίτησης. Εισηγείται την κλίμακα €10.000 - €50.000 στη βάση ότι η Εφεσίβλητη είχε περιορίσει την ανταπαίτηση της στον εξοπλισμό και επίπλωση της συζυγικής κατοικίας.
Αυτό είχε γίνει στο στάδιο των τελικών αγορεύσεων όταν πλέον τα έξοδα είχαν δημιουργηθεί. Όπως καταχωρίστηκε η ανταπαίτηση περιλάμβανε και άλλες ανταπαιτήσεις, όπως δηλωτικές αποφάσεις σε σχέση με τα μερίδια της Εφεσίβλητης στην κατοικία και το διαμέρισμα, χωρίς να καθορίζεται κλίμακα ανταπαίτησης διαφορετική από αυτή της απαίτησης. Επομένως, δεν προκύπτει εσφαλμένη άσκηση διακριτικής ευχέρειας σε σχέση με τα έξοδα της ανταπαίτησης και η αντέφεση απορρίπτεται.
Η έφεση και η αντέφεση απορρίπτονται. Λαμβάνοντας υπόψη το εύρος θεμάτων που η κάθε μια αφορούσε, επιδικάζονται €2.000 μειωμένα έξοδα της έφεσης υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα. Ουδεμία διαταγή για έξοδα στην αντέφεση.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Δ. Σωκράτους, Δ.