ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Πιριλλής Θεόδωρος και Άλλοι ν. Ελευθέριου Κουή (2004) 1 ΑΑΔ 136
Αλκιβιάδου Σταυρούλα ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και Άλλου (2011) 1 ΑΑΔ 2350
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2022:A18
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ. Ε94/2019
19 Ιανουαρίου, 2022
[Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Ν. ΣΑΝΤΗΣ, ΔΔ]
1. INVERSIONS GESTIONS I ESTUDIS INTERNACIONAL L, SLU
2. ELECTRON INTERNACIONAL, SLU
3. INDIMMO INVEST SA
4. FORLI BV
5. MIN WOODGATE S.C.A., SICAV-FIS
6. REMONET INVESTMENT S.A.
Εφεσείοντες/Αιτητές
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ S.A.R.E PUBLIC COMPANY LIMITED
Εφεσίβλητη/Καθ' ης η Αίτηση
----------------------
Ανδρέας Ερωτοκρίτου μαζί με Ελ. Νικολαΐδου (κα) για A. G. Erotocritou LLC, Για τους Εφεσείοντες
Γιώργος Τριλλίδης για Πολάκη Σαρρή και Σία ΔΕΠΕ, Για τους Εφεσίβλητους 1 και 2
Γιώργος Μίτλετον για Χρυσαφίνης και Πολυβίου ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους 3 και 4
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Α. Πούγιουρου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ: Οι Εφεσείοντες στις 14/6/2017 καταχώρησαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού την Εναρκτήρια Αίτηση Εταιρειών υπ. αρ. 554/2017 εναντίον επτά (7) Καθ' ων η Αίτηση με την οποία επιδιώκουν:
«Α. Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου που να διατάζει την εκκαθάριση της Εταιρείας S.A.R.E. PUBLIC COMPANY LIMITED με βάση τα Άρθρα 202, 203, 211 (στ) και 214 του Περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113.
Β. Διαζευκτικά της θεραπείας που εκτίθεται στην παράγραφο Α ανωτέρω, διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου που να διατάζει την εταιρεία DUET ASSET MANAGEMENT LTD και/ή την εταιρεία DUET PRIVATE EQUITY LIMITED και/ή τους κ.κ. XXXXX Gupta και/ή XXXXX Gabay και/ή την εταιρεία SOUTH ASIAN ASSET MANAGEMENT LIMITED και/ή την εταιρεία S.A.R.E. PUBLIC COMPANY LIMITED να αγοράσουν τις μετοχές που οι Αιτητές κατέχουν στην Εταιρεία S.A.R.E. PUBLIC COMPANY LIMITED σε τιμή που θα καθορίσει το Σεβαστό Δικαστήριο, με βάση το Άρθρο 202 του Περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113.
Γ. Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου που να καθορίζει τη τιμή στην οποία θα εξαγοραστούν οι μετοχές που οι Αιτητές κατέχουν στην εταιρεία S.A.R.E. PUBLIC COMPANY LIMITED από την εταιρεία DUET ASSET MANAGEMENT LTD και/ή την εταιρεία DUET PRIVATE EQUITY LIMITED και/ή τους κ. κ. κ. κ. XXXXX Gupta και/ή XXXXX Gabay και/ή την εταιρεία SOUTH ASIAN ASSET MANAGEMENT LIMITED και/ή την εταιρεία S.A.R.E. PUBLIC COMPANY LIMITED και/ή διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου που να διορίζει τον λογιστικό οίκο PRICEWATERHOUSE COOPERS CYPRUS και/ή DELOITTE CYPRUS και/ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ήθελε αποφασίσει να διορίσει το Σεβαστό Δικαστήριο ως ειδικό και/ή πραγματογνώμονα για να υπολογίσει και/ή να καθορίσει την αξία της κάθε μετοχής της Εταιρείας S.A.R.E. PUBLIC COMPANY LIMITED σε ημερομηνία προγενέστερη της συμφωνίας Total Return Swap, μεταξύ της S.A.R.E. PUBLIC COMPANY LIMITED και της SOUTH ASIAN ASSET MANAGEMENT LIMITED.
Δ. Οποιονδήποτε άλλο διάταγμα και/ή θεραπεία ήθελε κρίνει ορθή και δίκαια υπό τις περιστάσεις το Σεβαστό Δικαστήριο.
Ε. Έξοδα πλέον ΦΠΑ.».
Οι Καθ' ων η Αίτηση 2, 3, 5 και 6 υπέβαλαν δύο ξεχωριστές αιτήσεις, στα πλαίσια της πιο πάνω εναρκτήριας αίτησης, με την οποία ζητούσαν διάταγμα για παραμερισμό και/ή ακύρωση και/ή διαγραφή αφ' ενός της εναρκτήριας αίτησης και αφ΄ ετέρου της ενδιάμεσης αίτησης, ημερομηνίας 29/8/2017, μαζί με το διάταγμα ημερομηνίας 4/9/2017, που εκδόθηκε επί της αίτησης αυτής, με το οποίο δόθηκε άδεια για την έκδοση, σφράγιση και επίδοση εκτός δικαιοδοσίας της εναρκτήριας αίτησης, για το λόγο ότι α) δεν αποκαλύπτετο εύλογη αιτία αγωγής και/ή αγώγιμο δικαίωμα εναντίον τους και β) γιατί τόσο η εναρκτήρια αίτηση όσο και η ενδιάμεση αίτηση ήταν επιπόλαιες και/ή ενοχλητικές.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως εκ της ταυτότητας των εγειρομένων θεμάτων στις δύο αιτήσεις, έκρινε σκόπιμο όπως συνεκδικαστούν στην ίδια διαδικασία, όπως και έγινε. Κατόπιν ακρόασης ενέκρινε τις αιτήσεις και απέρριψε την εναρκτήρια αίτηση εναντίον των εφεσιβλήτων/Καθ' ων η Αίτηση 2, 3, 5 και 6, μαζί με το διάταγμα επίδοσης της εκτός δικαιοδοσίας, με έξοδα υπέρ των τελευταίων και εναντίον των εφεσειόντων.
Οι εφεσείοντες αντέδρασαν με την καταχώρηση της υπό κρίση έφεσης προβάλλοντας τέσσερεις λόγους, οι οποίοι είναι συναφείς και η αιτιολογία τους ως επί το πλείστο συμπλέκεται.
Κεντρικός άξονας των εισηγήσεων των εφεσειόντων αποτελεί η από πλευράς πρωτόδικου Δικαστηρίου λανθασμένη ερμηνεία του Άρθρου 202 του περί Εταιρειών Νόμου ΚΕΦ. 113, (αντίστοιχο του Άρθρου 210 του Company's Act 1948), επί του οποίου εδράζοντο οι θεραπείες υπό στοιχεία Α, Β, Γ που προωθούντο με την εναρκτήρια αίτηση, με βασικό πυλώνα τη διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι το Άρθρο αυτό δεν του προσέδιδε δικαιοδοσία να διατάξει όπως μη μέτοχος εταιρείας εξαγοράσει μέτοχο μειοψηφίας, θεωρώντας ότι δεν μπορούσε να αντλήσει καθοδήγηση από την αγγλική νομολογία σ' ό,τι αφορά το Άρθρο 994 του Company's Act 2006, που αποτελεί τη μετεξέλιξη του Άρθρου 210 του Company' s Act 1948. Σημειώνεται ότι η διαπίστωση αυτή σε συνάρτηση με την απουσία άλλης εξειδικευμένης θεραπείας ήταν καταλυτική για την τύχη της εναρκτήριας αίτησης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε, υπό το φως των αδιαμφισβήτητων ουσιαστικών γεγονότων, ότι πυρήνας του πραγματικού υπόβαθρου και των δύο αιτήσεων παραμερισμού της εναρκτήριας αίτησης αποτελούσε το παραδεκτό γεγονός ότι οι Εφεσίβλητοι δεν ήταν καθ' οιονδήποτε χρόνο μέλη (μέτοχοι) της εταιρείας S.A.R.E. Public Company Limited (Καθ' ης η Αίτηση 1), της οποίας ζητείτο η εκκαθάριση. Με αυτό ως δεδομένο έκρινε ότι δεν θα μπορούσαν να τύχουν εφαρμογής οι πρόνοιες του Άρθρου 202 του ΚΕΦ. 113 για εξαγορά των μετοχών της μειοψηφίας, επί του οποίου στηρίζοντο οι θεραπείες με αποτέλεσμα, να μην αποκαλύπτετο αγώγιμο δικαίωμα εναντίον των εφεσιβλήτων.
Στην αντίπερα όχθη οι εφεσείοντες, πρωτόδικα και κατ' έφεση, προώθησαν τη θέση ότι δεν αποτελούσε προϋπόθεση για τους αδικοπραγήσαντες, Καθ' ων η Αίτηση 2, 3, 5 και 6, να είναι μέτοχοι της εταιρείας για να εκδοθεί οποιοδήποτε διάταγμα εναντίον τους στη βάση του Άρθρου 202, και δη εξαγοράς των μετοχών της μειοψηφίας, που κατ' ισχυρισμόν έχει καταπιεστεί από τις αδικοπραξίες. Θα πρέπει να λεχθεί ότι με την εναρκτήρια αίτηση τους αποδίδουν στους εφεσίβλητους να εμπλέκονται στη διάπραξη αδικοπραξιών εναντίον της εταιρείας S.A.R.E. Public Company Limited, (στο εξής S.A.R.E.) και κατ' επέκταση σε άσκηση καταπίεσης των εφεσειόντων, ως μετόχων της μειοψηφίας. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, οι αδικοπραξίες οδήγησαν την S.A.R.E. σε πολύ άσχημη οικονομική κατάσταση που είχε ως αποτέλεσμα το διορισμό παραλήπτη και διαχειριστή της με τελική κατάληξη την οικονομική κατάρρευση της.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας τις αιτήσεις και ενστάσεις προέβη κατ' αρχάς σε εκτενή ανάλυση των θέσεων των δύο πλευρών που προβλήθηκαν με αυτές και στην παράθεση της νομικής πτυχής σε ό,τι αφορά τους Θεσμούς της Πολιτικής Δικονομίας για τη διαγραφή δικογράφου, παραπέμποντας σε σχετική νομολογία, ξεκινώντας από τη Δ.27 θ. 3 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών που αναφέρεται στην περίπτωση που δεν αποκαλύπτεται καλή βάση αγωγής ή αυτή είναι επιπόλαια και ενοχλητική∙ προχώρησε στη συνέχεια στη Δ.27 θ.6 για τη διαγραφή δικογράφου που είναι αχρείαστο ή σκανδαλώδες ή τείνει να επηρεάσει δυσμενώς ή να προκαλέσει αμηχανία ή καθυστέρηση της δίκης και τέλος στη Δ.6 θ.1 σε σχέση με την εξασφάλιση άδειας επίδοσης Κλητηρίου Εντάλματος εκτός δικαιοδοσίας. Πολύ ορθά επισημαίνει ότι τέτοια δικαιοδοσία, διαγραφής δικογράφου, ασκείται με φειδώ και μόνο στην περίπτωση που δεν αποκαλύπτεται μια εύλογη αιτία αγωγής.
Ενόψει της φύσης των θεραπειών που ζητούντο με την εναρκτήρια αίτηση και της νομικής τους βάσης, που αδιαμφισβήτητα ήταν το Άρθρο 202 του Μέρους ΙV του περί Εταιρειών Νόμου, το Δικαστήριο προχώρησε σε προσεκτική ανάλυση του συγκεκριμένου άρθρου δίνοντας έμφαση στις θεραπείες που προβλέπονται σ' αυτό στην περίπτωση που αποδεικνύεται καταπίεση της μειοψηφίας των μετόχων μιας εταιρείας από την πλειοψηφία, που αυτό αφορά, παραπέμποντας σε νομολογία (βλ. Πιριλλής κ.ά ν. Κουή (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 136 και Pelmako Development Ltd (1999) 1 (Β) Α.Α.Δ. 369), σημειώνοντας ότι η περίπτωση των εφεσειόντων δεν αναφέρετο σε εξαγορά των μετοχών της υπό καταπίεση μειοψηφίας από την πλειοψηφία, ως η σαφής πρόνοια του Άρθρου 202. Έκρινε επίσης ότι ούτε η αναφορά στο τέλος του εδαφίου 2 του Άρθρου 202 της πρότασης «ή διαφορετικά» προσέδιδε στο Δικαστήριο τέτοια ευρεία εξουσία, ως η εισήγηση των εφεσειόντων, ώστε να μπορεί να εκδώσει διάταγμα εξαγοράς των μετοχών της μειοψηφίας από πρόσωπα που δεν είναι μέτοχοι της εταιρείας. Το Δικαστήριο προέβη στην τελευταία διαπίστωση θεωρώντας την προσθήκη «ή διαφορετικά» ότι γίνεται σε συνάρτηση με την περίπτωση που το Δικαστήριο για σκοπούς επίλυσης θεμάτων για τα οποία υποβλήθηκε παράπονο, αποφασίσει τελικά να εκδώσει διάταγμα αγοράς μετοχών από την εταιρεία, στη βάση των τρόπου που προβλέπεται στο άρθρο, δηλαδή με «ανάλογη μείωση του κεφαλαίου ή διαφορετικά», που δεν ήταν η παρούσα περίπτωση. Απορρίπτοντας περαιτέρω και την εισήγηση των εφεσειόντων ότι η Αγγλική νομολογία που επιτρέπει την εξαγορά μετοχών της μειοψηφίας από μη μετόχους εφαρμόζετο και στην παρούσα περίπτωση, ενέκρινε τις αιτήσεις και προέβη σε παραμερισμό και ακύρωση της εναρκτήριας αίτησης σ' όσον αφορά τους εφεσίβλητους και συνακόλουθα του διατάγματος ημερ. 4.9.2017, με το οποίο δόθηκε άδεια για επίδοση της εναρκτήριας αίτησης εκτός δικαιοδοσίας.
Στο σημείο αυτό παραθέτουμε τα εδάφια (1) και (2) του Άρθρου 202, που μας ενδιαφέρουν, για σκοπούς καλύτερης κατανόησης του θέματος που ηγέρθηκε:
«(1) Οποιοδήποτε μέλος εταιρείας που παραπονείται ότι οι υποθέσεις της εταιρείας διεξάγονται με τρόπο καταπιεστικό μέρους των μελών (περιλαμβανομένου του ιδίου), ή, σε περίπτωση που εμπίπτει στο εδάφιο (3) του άρθρου 163, το Υπουργικό Συμβούλιο, δύναται να μεριμνήσει για την υποβολή αίτησης στο Δικαστήριο για διάταγμα σύμφωνα με το άρθρο αυτό.
(2) Αν σε τέτοια αίτηση το Δικαστήριο έχει τη γνώμη-
(α) ότι οι υποθέσεις της εταιρείας διεξάγονται όπως προαναφέρθηκε και
(β) ότι η εκκαθάριση της εταιρείας θα επηρέαζε δυσμενώς εκείνο το μέρος των μελών, αλλά διαφορετικά, τα γεγονότα θα δικαιολογούσαν την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης για το λόγο ότι ήταν δίκαιο και σύμφωνα με τους κανόνες της επιείκειας όπως η εταιρεία εκκαθαριστεί,
το Δικαστήριο δύναται, για το σκοπό επίλυσης των θεμάτων αναφορικά με εκείνα που υποβλήθηκε παράπονο, να εκδώσει τέτοιο διάταγμα που θεωρεί σωστό, είτε για τη ρύθμιση της μελλοντικής διεξαγωγής των υποθέσεων της εταιρείας ή για την αγορά των μετοχών οποιωνδήποτε μελών της εταιρείας από άλλα μέλη της εταιρείας ή από την εταιρεία και, σε περίπτωση αγοράς από την εταιρεία, για την ανάλογη μείωση του κεφαλαίου της εταιρείας, ή διαφορετικά.
[.]».
Χρήσιμη επίσης κρίνουμε την παράθεση του ιστορικού της εξέλιξης του Άρθρου 210 του Company's Act 1948, επί του οποίου βασίζονται κυρίως οι εισηγήσεις των εφεσειόντων, όπως πολύ ορθά καταγράφεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο στο ακόλουθο απόσπασμα της απόφασης του:
«Mέσω των ως άνω νομοθετημάτων, (άρθρο 75 του Companies Act 1980, άρθρο 459 του Companies Act 1985 και άρθρα 994 και 996 του Companies Act 2006) ουσιαστικά αντικαταστάθηκε το τεστ της «καταπίεσης της μειοψηφίας» (oppression of the minority) που υπήρχε στο άρθρο 210 του Companies Act 1948 και το οποίο εξακολουθεί να ισχύει στη Δημοκρατία μέσω του άρθρου 202 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, με το τεστ της «αθέμιτης προκατάληψης» (unfair prejudice). Ως αποτέλεσμα των ως άνω νομοθετικών παρεμβάσεων, - αποτέλεσμα ως διαφαίνεται οι τελευταίες και εισηγήσεων σχετικής επιτροπής που συστάθηκε το 1959 στην Αγγλία επί τούτου (Jenkins Committee) ως ενημερωτικά καταγράφεται στο σύγγραμμα Pennington's Company Law, 4η έκδοση (1979), σελ. 607, ειδικότερα την παράγραφο υπό τον τίτλο «Recommended reforms») - δόθηκε η δυνατότητα στο Αγγλικό δικαστήριο, στα πλαίσια απεριόριστης πλέον διακριτικής ευχέρειάς του, το τελευταίο να εκδίδει οποιοδήποτε διάταγμα θεωρεί πρέπον όταν τούτο δικαιολογείται κατά την κρίση του, ανεξάρτητα μάλιστα αν τούτο ζητήθηκε ή όχι από την πλευρά του εκάστοτε αιτητή, (προσέγγιση αντίθετη με την Κυπριακή νομολογία, η οποία υποδεικνύει πως σε αιτήσεις που εδράζονται στο άρθρο 202 του Κεφ. 113, ο αιτητής έχει υποχρέωση να εξειδικεύει επακριβώς τη θεραπεία που επιζητεί και ότι σε αντίθετη περίπτωση η διαδικασία είναι μεμπτή) περιλαμβανομένου και του διατάγματος εξαγοράς μετοχών μετόχου μειοψηφίας από μη μέτοχο μιας εταιρείας.
Η διαφοροποίηση του όλου ζητήματος και της εν γένει προσέγγισης του νομοθέτη επί τούτου, μέσω των σχετικών τροποποιήσεων και αντικαταστάσεων του σχετικού Αγγλικού νόμου, αναδεικνύεται από τον χαρακτηριστικό λόγο του δικαστή Nourse στην υπόθεση Re R A Noble & Sons (Clothing) Ltd (1983) BCLC 273 όπου μεταξύ πολλών άλλων υπέδειξε:
«Although the authorities on s 210 of the 1948 Act are, and will continue to be, of importance in cases where relief is sought under s 75 of the 1980 Act, it is unnecessary for me to refer to any of them in this case. I merely desire respectfully to adopt the following observation of Slade J in Re Bovey Hotel Ventures Ltd (31July 1981 unreported).
«For my own part, while I can think of many hypothetical cases that might fall within s75 but would not fall within s 210, I can think of no hypothetical cases which, though giving rise to the court's jurisdiction under s 210, would not give rise to such jurisdiction under s. 75»»
Σύμφωνα με το άρθρο 996 του Companies Act 2006, ως και σήμερα ισχύει:
996. Powers of the court under this Part
(1) If the court is satisfied that a petition under this Part is well founded, it may make such order as it thinks fit for giving relief in respect of the matters complained of.
(2) Without prejudice to the generality of subsection (1), the court's order may —
(a) regulate the conduct of the company's affairs in the future;
(b) require the company —
(i) to refrain from doing or continuing an act complained of, or
(ii) to do an act that the petitioner has complained it has omitted to do;
(c) authorise civil proceedings to be brought in the name and on behalf of the company by such person or persons and on such terms as the court may direct;
(d) require the company not to make any, or any specified, alterations in its articles without the leave of the court;
(e) provide for the purchase of the shares of any members of the company by other members or by the company itself and, in the case of a purchase by the company itself, the reduction of the company's capital accordingly».
Ως καταγράφεται στο ως άνω άρθρο του Companies Act 2006, σε συνδυασμό θεωρούμενο τούτο με το άρθρο 994 του ίδιου Αγγλικού νομοθετήματος, εντασσόμενα και τα δύο άρθρα στο Μέρος («Part») 30 του ως άνω νόμου που τιτλοφορείται «Protection of members against unfair prejudice», παρέχεται η δυνατότητα στο Αγγλικό δικαστήριο, στην κατάλληλη πάντα περίπτωση, να εκδίδει γενικότερα οποιοδήποτε διάταγμα θεωρεί πρέπον, εφόσον διαπιστωθεί ζήτημα «αθέμιτης προκατάληψης» (unfair prejudice), σε βάρος του συνόλου ή μέρους των μελών μιας εταιρείας. Σημειώνεται ότι ο όρος «αθέμιτη προκατάληψη» (unfair prejudice), έχει εισαχθεί στην σχετική Αγγλική νομοθεσία αντικαθιστώντας έκτοτε τον όρο «καταπίεση της μειοψηφίας» (oppression of the minority) που υπήρχε στο άρθρο 210 του Companies Act 1948 ήδη μέσω του Companies Act 1980, ειδικότερα με το άρθρο 75 του εν λόγο νομοθετήματος.
Μετά την παράθεση του ιστορικού του Αγγλικού Άρθρου 210, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε με κάθε επιμέλεια και εν εκτάσει την εισήγηση των εφεσειόντων ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής της Αγγλικής νομολογίας σε σχέση με το Άρθρο 210 του Company's Act 1948, όπως αυτό έχει μετεξελιχθεί μέσω μεταγενέστερης νομοθεσίας. Μελέτησε το κάθε επιχείρημα προς υποστήριξη της σε συνάρτηση με το νομικό πλαίσιο επί του οποίου στηρίζετο. Παρά την κάπως μεγάλη έκταση που καταλαμβάνει στην πρωτόδικη απόφαση η ενασχόληση του Δικαστηρίου με το θέμα, κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτούσιο το απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση για να διαφανεί το σκεπτικό του Δικαστηρίου που το οδήγησε στην απόρριψη της εισήγησης ότι η Αγγλική νομολογία σ' ό,τι αφορά το Άρθρο 996 του Company's Act 2006 εφαρμόζεται και στην περίπτωση του δικού μας Άρθρου 202.
«Η Αγγλική νομολογία την οποία ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ' ου η αίτηση στις υπό συζήτηση αιτήσεις παραμερισμού με πολλή επιμέλεια εντόπισε και αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων τις υποθέσεις Apex Global Management Limited v. Fi Call Limited and others (2013) EWHC 1652 (Ch), Lowe v. Fahey (1996) 1 BCLC 262 και F & C Alternative Investments (Holdings) Ltd v. Barthelemy and another (No 2) (2012) Ch. 613 κ.α., αποτελεί νομολογία που εδράζεται σε μεταγενέστερη Αγγλική νομοθεσία. Με δεδομένο το διαφοροποιημένο νομικό καθεστώς που ισχύει στην Αγγλία από αυτό που εξακολουθεί να ισχύει στην Δημοκρατία, η εισήγηση ότι τα δικαστήρια της Δημοκρατίας μπορούν να αντλήσουν καθοδήγηση από την Αγγλική νομολογία που εδράζεται πλέον σε νομοθεσία διαφορετική από αυτή που ισχύει στη Δημοκρατία, δεν μπορεί να υιοθετηθεί. Κάτι τέτοιο θα ήταν δυνατόν μόνο στην περίπτωση που υπήρχε αν όχι πλήρης ταύτιση, ασφαλής συνάφεια μεταξύ της Κυπριακής νομοθεσίας και της Αγγλικής. Ως έχει ήδη πιο πάνω καταδειχθεί, η Αγγλική νομοθεσία ήδη από το 1980 έχει διαφοροποιηθεί επί του ζητήματος, εξέλιξη που προφανώς επέτρεψε στην Αγγλική νομολογία ανάλογα να διαμορφωθεί, επιτρέποντας πλέον την έκδοση διαταγμάτων εξαγοράς μετόχων μειοψηφίας από τρίτους και όχι μόνο από άλλα μέλη της εταιρείας ή την ίδια την εταιρεία. Η παρατήρηση του Ανωτάτου δικαστηρίου στην υπόθεση Αλκιβιάδου v Γενικού Εισαγγελέα κ.α., (2011) 1(Γ) ΑΑΔ 2350, ότι κανένα νομοθέτημα άλλης χώρας δεν μπορεί να επηρεάζει την ισχύουσα νομική πραγματικότητα στη Δημοκρατία και ότι ενόψει της ύπαρξης ξεκάθαρων νομικών ρυθμίσεων για ένα ζήτημα στη Δημοκρατία δεν εξυπηρετεί η καταφυγή σε νομοθεσία άλλων κρατών, έχει και στην υπό συζήτηση περίπτωση τη δική της σημασία. Την ως άνω προσέγγιση, ενισχύει αισθάνομαι το γεγονός ότι στην υπόθεση Pelmako Development Ltd (ανωτέρω), υπόθεση που εξετάστηκε το 1999 και ενώ ήταν σε ισχύ στην Αγγλία η μεταγενέστερη νομοθεσία επί του συζητούμενου, το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας άντλησε καθοδήγηση από τον καταργημένο ήδη στην Αγγλία Companies Act του 1948, πλην όμως πανομοιότυπο με τον νόμο που ίσχυε και εξακολουθεί να ισχύει για το συζητούμενο στην Δημοκρατία.»
Παραπέμποντας στη συνέχεια στα συγγράμματα Pennington's, The Principles of Company Law, έκδοσης του 1959, σελ. 453-454, Buckley on the Companies Acts, 13ης έκδοσης (1957), σελ. 422 και Palmer's Company Law, 21ης έκδοσης, σελ. 512, ως προς το ζήτημα προστασίας της μειοψηφίας των μετόχων μιας εταιρείας, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι τόσο το δικό μας Άρθρο 202 όσο και το Αγγλικό 210 του Company's Act 1948 δεν φαίνεται να επεκτείνουν το δικαίωμα ενός μετόχου μειοψηφίας να ζητά την εξαγορά των μετοχών του από τρίτα πρόσωπα που δεν είναι μέτοχοι της εταιρείας, προσθέτοντας ότι το Άρθρο 202 παραμένει το ίδιο σε αντίθεση με το Αγγλικό Άρθρο 210 που είχε υποστεί μετεξέλιξη, στη βάση του οποίου στηρίχθηκε η μετέπειτα Αγγλική νομολογία και τα νεότερα συγγράμματα.
Έχοντας εξετάσει με προσοχή τις εκατέρωθεν εισηγήσεις υπό το φως των ικανών περιγραμμάτων αγόρευσης των δικηγόρων και των γεγονότων της υπόθεσης, η έφεση δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη. Και εξηγούμε.
Στην εμπεριστατωμένη απόφαση του, επαναλαμβάνουμε, το Δικαστήριο προέβη σε εκτενή και λεπτομερή ανάλυση των εισηγήσεων και επιχειρημάτων από πλευράς εφεσειόντων, σε συνάρτηση με τη νομολογία στην οποία αυτοί παρέπεμψαν. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι το Άρθρο 202 του ΚΕΦ. 113 παρέμεινε ως έχει από τη θέσπιση του, χωρίς να έχει υποστεί τις διάφορες τροποποιήσεις του αντίστοιχου Αγγλικού Άρθρου παρά τις παγκόσμιες εξελίξεις στο εταιρικό δίκαιο κατά το χρόνο που μεσολάβησε.
Όμως, όπως ορθά σημειώνει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, τα Κυπριακά Δικαστήρια δεν έχουν άλλη εκλογή κατά την εκτέλεση του δικαστικού τους έργου, απονομής της δικαιοσύνης, από του να εφαρμόζουν τον Νόμο όπως αυτός ερμηνεύεται στη βάση του λεκτικού του. Αυτό βεβαίως επιτάσσει και η νομολογία (βλ. Frakapor Courier Ltd κ.ά ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Πολιτική Έφεση 9/2011, ημερομηνίας 15/6/2016), ECLI:CY:AD:2016:A286.
Συνεπώς η Αγγλική νομολογία στην οποίαν παρέπεμψε ο δικηγόρος των εφεσειόντων πρωτόδικα και κατ' έφεση (βλ. Apex Global Management v. Fi Call Limited and Others (2013) EWHC 1652 (Ch) κ.ά.) που στηρίχθηκε σε νεότερη Αγγλική νομοθεσία, με την οποίαν δόθηκε εξουσία στο Δικαστήριο εφόσον διαπιστώσει «δυσμενή προκατάληψη ("unfair prejudice")» να εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα κρίνει σκόπιμο (as it thinks fit) αντικαθιστώντας τον όρο «καταπίεση της μειοψηφίας» που αφορούσε το Άρθρο 210 του Company's Act 1948 δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση. Ο δικός μας νομοθέτης προφανώς με το Άρθρο 202 του ΚΕΦ. 113 αποσκοπούσε στο να θέσει ορισμένους περιορισμούς, που καταγράφει στο άρθρο, ως προς τα διατάγματα που μπορεί να εκδώσει που αφορούν «είτε για τη ρύθμιση της μελλοντικής διεξαγωγής των υποθέσεων της εταιρείας ή για την αγορά των μετοχών οποιωνδήποτε μελών της εταιρείας από άλλα μέλη ή από την εταιρεία ή διαφορετικά».
Οι ίδιοι περιορισμοί περιέχοντο και στο Άρθρο 210 του Company's Act 1948. Στη δε υπόθεση Πιριλλής κ.α. ν. Κουή (2004) 1 (Α) ΑΑΔ 136, που αφορούσε σε παράγωγη αγωγή που καταχωρήθηκε από τον ένα μέτοχο της εταιρείας εναντίον (1) του άλλου μετόχου, (2) της εταιρείας που ανήκε στον άλλο μέτοχο χωρίς η ίδια να είναι μέτοχος και (3) της εταιρείας, τονίστηκε, και όχι obiter, ως η εισήγηση των εφεσειόντων, ότι σε εναρκτήρια αίτηση στη βάση του Άρθρου 202 δεν μπορούν να περιληφθούν τρίτα πρόσωπα. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από τη σελ. 144:
«Εξάλλου, σε αίτηση βάσει του Άρθρου 202, αλλά και του Άρθρου 211, δεν θα μπορούσε να περιληφθεί, ως καθ' ου η αίτηση, τρίτο πρόσωπο, ήτοι η εφεσείουσα 2, ως όχημα απάτης (fraud vehicle)»
Σε ό,τι αφορά το παράπονο των εφεσειόντων για λανθασμένη ερμηνεία από πλευράς πρωτόδικου Δικαστηρίου της πρότασης «ή διαφορετικά» στο Άρθρο 202 που κατά τη γνώμη τους, δίνει εξουσία στο Δικαστήριο διαφορετικής ρύθμισης δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Το λεκτικό και του σημείου που τέθηκε δηλαδή αμέσως μετά την πρόταση «και, σε περίπτωση αγοράς από την εταιρεία, για την ανάλογη μείωση του κεφαλαίου της εταιρείας, ή διαφορετικά» καθιστά σαφές ότι συνδέεται με την περίπτωση που το Δικαστήριο αποφασίσει να εκδώσει διάταγμα αγοράς των μετοχών από την εταιρεία. Ούτε επίσης η εισήγηση ιδωμένη σε συνάρτηση με την εξουσία έκδοσης οποιουδήποτε διατάγματος θεωρεί σωστό, μπορεί να δώσει τέτοια ευρεία εξουσία στο Δικαστήριο, στη βάση του άρθρου αυτού, ώστε να συμπεριλάβει και εξαγορά της υπό καταπίεση μειοψηφίας από τρίτους, μη μετόχους, ως η εισήγηση των εφεσειόντων, ενόψει της σαφούς πρόνοιας στο άρθρο για εξαγορά των μετοχών από άλλα μέλη της εταιρείας ή από την εταιρεία. Μια πρόνοια νομοθετήματος θα πρέπει να ερμηνεύεται όχι απομονωμένα αλλά σε συνάρτηση με το σύνολο των προνοιών του άρθρου.
Οι εφεσείοντες παραπονούνται επίσης και για τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν θα μπορούσε να εκδώσει άλλες ή εναλλακτικές θεραπείες στα πλαίσια της εναρκτήριας αίτησης εφόσον δεν συγκεκριμενοποιούντο στο δικόγραφο οι θεραπείες.
Ειδικά προβάλλουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι μόνο οι θεραπείες που καθορίζονται στην εναρκτήρια αίτηση μπορούσαν να δοθούν, δηλαδή η εκκαθάριση της S.A.R.E. και εναλλακτικά η εξαγορά των μετοχών της υπό καταπίεση μειοψηφίας στη βάση του Άρθρου 202. Η διαπίστωση αυτή είναι το αντικείμενο του λόγου έφεσης 4. Προτάσσουν ότι εκτός από τις πιο πάνω θεραπείες υπήρχε στο παρακλητικό και η θεραπεία Δ της εναρκτήριας αίτησης τους, που προνοεί «Οιανδήποτε άλλη διαταγήν ή θεραπεία ήθελε το Δικαστήριο κρίνει δίκαιη και εύλογη υπό τις περιστάσεις» οπότε, κατά την άποψη τους, σε συνάρτηση με την εξουσία που του δίνει το Άρθρο 202 έκδοσης οποιουδήποτε διατάγματος θεωρεί σωστό, διευρύνετο η εξουσία του Δικαστηρίου απόδοσης θεραπειών που δεν προνοούνται ρητά στο Άρθρο 202 του ΚΕΦ. 113. Σημειώνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στη βάση της θεώρησης ότι δεν εξειδικεύετο συγκεκριμένη άλλη θεραπεία στην εναρκτήρια αίτηση, εκτός από εκείνες των παραγράφων Α, Β και Γ του παρακλητικού, και στην ενδιάμεση αίτηση για εξασφάλιση άδειας επίδοσης της εναρκτήριας αίτησης εκτός δικαιοδοσίας, έκρινε, με παραπομπή σε νομολογία και συγγράμματα (βλ. Palmer's Company Law, 21η έκδ., σελ. 512, Buckley on the Companies Acts, 13η έκδ., σελ. 423 και Pelmaco Development Ltd (ανωτέρω), ότι δεν είχε εξουσία να προβεί το ίδιο σε επέκταση των θεραπειών.
Ως προς την ανάγκη εξειδίκευσης των θεραπειών σε τέτοιες διαδικασίες σχετικά είναι τα αποσπάσματα από τα πιο πάνω συγγράμματα Palmers και Buckley, στα οποία παρέπεμψε και το πρωτόδικο Δικαστήριο. Στο μεν σύγγραμμα Palmers' Company Law (ανωτέρω) σχετικά με το Άρθρο 210 του Company's Act 1948, στη σελίδα 512 αναφέρονται τα εξής:
«The petition should set out with some particularity the relief which is sought, if necessary in alternative form. It will always be necessary for the affidavit supporting the petition to be of some greater detail than the normal statutory affidavit supporting a winding-up petition»
Στο δε σύγγραμμα Buckley on the Companies Acts (ανωτέρω) σελ. 423:
«The petition ought to state in clear terms in the prayer the general nature of the relief sought"
Η ανάγκη εξειδίκευσης των θεραπειών που ζητούνται στο δικόγραφο στη βάση του Άρθρου 202, υπήρξε αντικείμενο εξέτασης και στην Κυπριακή υπόθεση Pelmaco Ltd (ανωτέρω), που αφορούσε σε εξαγορά μετοχών του αιτητή από την εταιρεία, όπου παρά το γεγονός ότι δεν εξειδικεύετο στο δικόγραφο τέτοια θεραπεία, μετά από ανασκόπηση της Αγγλικής νομοθεσίας και νομολογίας, στις σελίδες 1375-1377 αναφέρθησαν τα εξής από το Εφετείο:
« Το άρθρο 202 του νόμου εκτός από κάποιες τυπικές και επουσιώδεις λεκτικές διαφορές αποτελεί αντιγραφή του άρθρου 210 του αγγλικού Company's Act 1948. Αυτό σημαίνει πως μπορεί να αντληθεί καθοδήγηση επί του θέματος από την αγγλική νομολογία. Έτσι, στην Re Antigen Laboratories Ltd [1951] 1 All E.R. 110 αποφασίστηκε ότι το παρακλητικό (prayer) της αίτησης πρέπει να περιέχει αρκετές λεπτομέρειες ώστε να μη δημιουργείται οποιαδήποτε αμφιβολία για ό,τι ο αιτητής επιθυμεί να πράξει το Δικαστήριο. Αυτή η προσέγγιση συνάδει με τη λογική του πράγματος γιατί αν συνέβαινε το αντίθετο, το Δικαστήριο, θα ήταν υποχρεωμένο να αναζητεί λύσεις προσφερόμενες ως θεραπεία διά της εκδόσεως ενός εκ των τριών προβλεπομένων υπό του άρθρου 202(2) διαταγμάτων χωρίς να έχει ενώπιόν του οτιδήποτε το οποίο να αντανακλά την επιθυμία των αιτητών επί του πρακτέου. Είναι αυτονόητο πως μια τέτοια υποχρέωση θα καθιστούσε εξαιρετικά δύσκολο το έργο του Δικαστηρίου με κίνδυνο να μη απονεμηθεί σωστά η δικαιοσύνη. ..............................
Στην προκείμενη περίπτωση το αίτημα των αιτητών διατυπώθηκε στην αίτηση ως εξής:
"α) Θεραπεία ή διάταγμα με βάση το άρθρο 202 του περί Εταιρειών Νόμου ως το Δικαστήριο θα κρίνει δίκαιο.
(β) Διαζευκτικά όπως η εταιρεία διαλυθεί υπό του Δικαστηρίου με βάση τις πρόνοιες του Κεφ. 113."
Προκύπτει από την πιο πάνω διατύπωση ότι οι αιτητές δεν εξειδικεύουν τη θεραπεία που ζητούν. Γενικά και αόριστα ζητούν θεραπεία με βάση το άρθρο 202 του νόμου χωρίς να εξειδικεύουν το ζητούμενο.
Πρόκειται για σοβαρή δικονομική πλημμέλεια η οποία διατηρήθηκε μέχρι το τέλος της πρωτόδικης διαδικασίας. Οι επιπτώσεις από την πλημμέλεια φάνηκαν στο τέλος διά της εκδόσεως του διατάγματος αγοράς των μετοχών των αιτητών από μετόχους της εταιρείας οι οποίοι εσφαλμένα θεωρήθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι αποτελούσαν την πλειοψηφία των μετόχων της εταιρείας και οι οποίοι ουδέποτε ..................................
Στην Scottish Co-operative Wholesale Society Ltd ν. Mayer [1959] A.C. 324 η οποία αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση, το Δικαστήριο αποδέχθηκε το αίτημα των αιτητών για αγορά των μετoχών της καταπιεζόμενης μειοψηφίας από την πλειοψηφία. Το αίτημα ήταν συγκεκριμένο και εξειδίκευε ρητά το ζητούμενο. Στον Pennington's Company Law, 4th ed., στη σελ. 606 αναφέρονται τα εξής επί του θέματος:
"The petitioners must state in their petition what orders they wish the court to make, however and a petition will not be held if it merely asks the Court to make an order regulating the company's affairs or such order as the Court thinks just."
Η παράλειψη των αιτητών να εξειδικεύσουν την επιδιωκόμενη από αυτούς θεραπεία με βάση το άρθρο 202 του νόμου καθώς και την εξ υπαιτιότητας των αιτητών μη εμπλοκή των μετόχων της πλειοψηφίας στη διαδικασία σε συνάρτηση προς την εναντίον τους έκδοση του επίδικου διατάγματος καθιστούν την πρωτόδικη διαδικασία νομικά μεμπτή. Γι' αυτούς και μόνο τους λόγους η έφεση πρέπει να επιτύχει ..........».
Δεν τέθηκε από πλευράς εφεσειόντων κανένα ικανό στοιχείο ώστε να αποστούμε από την αρχή που έθεσε η δική μας πιο πάνω νομολογία για το θέμα.
Σε ό,τι αφορά την εισήγηση ότι ήταν πρόωρη η εξέταση του θέματος των θεραπειών, προτού αποφασιστεί δηλαδή το θέμα καταπίεσης της μειοψηφίας, που οι εφεσείοντες ενέταξαν με την ένσταση τους στη μη ικανοποίηση των προϋποθέσεων για παραμερισμό της εναρκτήριας αίτησης τους, ούτε με αυτή συμφωνούμε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έκρινε ότι στη βάση των ενώπιον του γεγονότων και διαπιστώσεων, ιδιαίτερα ως προς την εμβέλεια του Άρθρου 202 επί του οποίου εδράζοντο οι θεραπείες, ήταν ικανά να καθορίσουν την τύχη της αίτησης. Σημειώνουμε ότι διαφορετική προσέγγιση δεν θα ήταν σύμφωνη με το νόημα και το σκοπό για τον οποίον θεσπίστηκαν οι πιο πάνω θεσμοί, όπου χωρίς τη διεξαγωγή δίκης, στη βάση αδιαμφισβήτητων και παραδεκτών γεγονότων μπορεί το Δικαστήριο να απορρίψει την αγωγή όταν δεν αποκαλύπτεται καλή βάση αγωγής (βλ. Liberty Life Insurance Public Co Ltd v. Παναγιώτου κ.ά (2014) 1 (Α) Α.Α.Δ. 558).
Ενόψει όλων των πιο πάνω η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν είχε αποκαλυφθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση σε βάρος των εφεσειόντων στη βάση του Άρθρου 202 του ΚΕΦ. 113, επί του οποίου εδράζοντο οι θεραπείες, καθοριστική για την τύχη και πορεία των αιτήσεων παραμερισμού, δεν ενέχει οτιδήποτε το μεμπτόν. Δεν παρουσιάστηκε εξάλλου κανένα στοιχείο από πλευράς εφεσειόντων που να καθιστά την προσέγγιση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου καθ' οιονδήποτε τρόπο μεμπτή.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €3.500 έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
/Α.Λ.Ο.