ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:D48
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙA ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση ΑΡ. E74/2014)
12 Ιανουαρίου, 2022
[ΠΑΝΑΓΗ, Πρόεδρος]
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
1. xxx ΠΟΛΥΒΙΟΥ,
2. xxx xxx ΠΟΛΥΒΙΟΥ,
3. xxx ΠΟΛΥΒΙΟΥ,
Εφεσείοντες/Ενάγοντες,
ν.
1. M.C.N.V. GEORGIOU TRADING CO. LTD,
2. xxx ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
3. xxx xxx ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
4. xxx xxx ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Εφεσιβλήτων/Εναγομένων.
____________________
Αρίστη Κορακίδου (κα), για τους Εφεσείοντες.
Ουδεμία εμφάνιση, για τους Εφεσίβλητους.
____________________
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την Παναγή, Π.
-------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΗ, Π.: Η έφεση στρέφεται εναντίον ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου στην Αγωγή Αρ. XXXXX/2013, με την οποία το Δικαστήριο ακύρωσε παρεμπίπτον απαγορευτικό διάταγμα που είχε εκδώσει κατόπιν μονομερούς αίτησης των εφεσειόντων-εναγόντων.
Η αξίωση των εφεσειόντων στην αγωγή, στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε το παραπάνω διάταγμα, ήταν για διάφορα ποσά που αυτοί διατείνονταν ότι τους όφειλαν οι εφεσίβλητοι-εναγόμενοι δυνάμει προφορικών συμφωνιών δανείων τις οποίες οι τελευταίοι δεν τίμησαν. Μεταξύ των εφεσειόντων και των εφεσιβλήτων 2, 3 και 4 υπάρχει εξ αγχιστείας συγγένεια αφού είναι συμπέθεροι.
Δύο μέρες μετά την καταχώριση της αγωγής, οι εφεσείοντες εξασφάλισαν το υπό εξέταση διάταγμα, στη βάση μονομερούς αίτησης, συνοδευόμενης από ένορκη δήλωση, στην οποία παρατίθενται οι πιο πάνω ισχυρισμοί των εφεσειόντων. Το διάταγμα απαγόρευε στους εφεσίβλητους να «πληρώσουν οιοδήποτε ποσό χρημάτων από το τίμημα που έχουν λαμβάνει από την πώληση της επιχείρησης του πρατηρίου πετρελαιοειδών . [αναφέρεται η διεύθυνση] στην Πάφο, στην εταιρεία Petrolina (Holdings) Public Limited, μέχρι ποσού €131.400,00 σε οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο εκτός από τους ενάγοντες».
Με την ένσταση τους στη συνέχιση της ισχύος του διατάγματος, οι εφεσίβλητοι, μεταξύ άλλων, αρνήθηκαν ότι είχαν οποιαδήποτε συμβατική σχέση με τους εφεσείοντες, ενώ απέδωσαν την οικονομική κατάρρευση τους και του πρατηρίου πετρελαιοειδών ιδιοκτησίας της εφεσίβλητης 1, σε τρίτα πρόσωπα, ιδίως στον Β., γιο των εφεσειόντων 1 και 3 και σύζυγο της εφεσίβλητης 4 ο οποίος, όπως ισχυρίστηκαν, καταχράστηκε μεγάλα ποσά εις βάρος τους, προβαίνοντας και σε πλαστογραφία επιταγών.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, προκειμένου να αποφασίσει κατά πόσο να οριστικοποιήσει το διάταγμα μέχρι την τελική εκδίκαση της αγωγής, εξέτασε αν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις που τίθενται στο άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν.14/1960. Διαπίστωσε ότι πληρούταν η πρώτη προϋπόθεση, υπήρχε, δηλαδή, σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση. Έκρινε, όμως, αναφορικά με τη δεύτερη προϋπόθεση για ορατή πιθανότητα επιτυχίας, με βάση το ενώπιον του υλικό, συμπεριλαμβανομένης της έγγραφης και προφορικής μαρτυρίας που προσκομίστηκε από τις δυο πλευρές στο πλαίσιο της διαδικασίας της αίτησης, ότι δεν διαφαινόταν με ασφάλεια πως η πιθανότητα επιτυχίας της αγωγής των εφεσειόντων ήταν κάτι περισσότερο από απλή πιθανολόγηση, γιατί οι δύο πλευρές ενέπλεκαν «άμεσα» άτομα που δεν είναι διάδικοι και «λόγω των εκτενών και λεπτομερών αντικρουόμενων εκδοχών ως προς τις δοσοληψίες και σχέσεις» μεταξύ τους. Το Δικαστήριο σημείωσε ταυτόχρονα, ότι το κατά πόσο η εφεσίβλητη 1 εταιρεία ήταν συμβατικά υπεύθυνη ήταν «πράγμα που παραμένει ανοικτό στο στάδιο της εκδίκασης της κυρίως υπόθεσης». Αυτό γιατί, όπως διαφάνηκε μέσα από τη μαρτυρία, «κλειδιά» της υπόθεσης ήταν τα φυσικά πρόσωπα, «διάδικοι και μη, λόγω και της συγγένειας που έχουν και τις πρωτοβουλίες που αυτά ανέπτυσσαν και όχι αυτή καθ' εαυτή. η εταιρεία΄.με την άμεση εμπλοκή της δια μέσου των αξιωματούχων της».
Παρά τη διαπίστωση του αυτή, στρέφοντας την προσοχή του στην τρίτη προϋπόθεση, ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο αν δεν εκδοθεί το διάταγμα έκρινε, έχοντας κατά νου την «παραδοχή», όπως τη χαρακτήρισε, του ενόρκως δηλούντα στην ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης, ότι οι εφεσίβλητοι είχαν εισοδήματα από ενοίκια ύψους €4.800 περίπου μηνιαίως και:
«. σε συνδυασμό ότι η συνέχιση της ισχύος του επίδικου διατάγματος θα είχε δραστικές και δυσμενείς συνέπειες στις συμβατικές σχέσεις των εμπλεκόμενων μερών στην πώληση του επίδικου πρατηρίου και εν΄ όψει και των πολλών και πολύπλοκων θεμάτων που παραμένουν ανοικτά προς εξέταση κατά την εκδίκαση της κυρίως υπόθεσης, . ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει υπέρ της ακύρωσης του εκδοθέντος διατάγματος αφού σε περίπτωση επιτυχίας, οι ενάγοντες θα έχουν να λαμβάνουν χρηματική απαίτηση την οποία θα διεκδικήσουν από τους εναγόμενους με αποζημιώσεις με βάση τα εισοδήματα και περιουσία τους, για δε τα εισοδήματα τους οι ενάγοντες γνώριζαν αλλά δεν αποκάλυψαν ως έχει εκτεθεί πιο πάνω και παραβίασαν συνεπώς την υποχρέωση τους να αποκαλύψουν αυτά τα ουσιώδη γεγονότα που αν τα απεκάλυπταν ευθύς εξ΄ αρχής, σίγουρα το Δικαστήριο δεν θα εξέδιδε μονομερώς το επίδικο Διάταγμα (βλ. ενδεικτικά Γρηγορίου εναντίον Χριστοφόρου 1995 1 Α.Α.Δ. σελ. 248, 264, 265 )».
Παρόλο που η έφεση προωθήθηκε στη βάση των τεσσάρων λόγων που διατυπώνονται στην ειδοποίηση έφεσης, οι οποίοι αφορούν όλες της πτυχές της πρωτόδικης απόφασης, η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσειόντων δήλωσε κατά την ενώπιον μας ακρόαση ότι ενόψει της διάθεσης των χρημάτων, αντικείμενο του διατάγματος, σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης, δεν διεκδικούσε πλέον την επαναφορά του διατάγματος, αλλά η έφεση προωθείτο με μόνο σκοπό την ανατροπή της εις βάρος των εφεσειόντων πρωτόδικης διαταγής για τα έξοδα. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι καίτοι οι εφεσίβλητοι εμφανίστηκαν στο στάδιο της προδικασίας, δεν καταχώρησαν περίγραμμα αγόρευσης ούτε εμφανίστηκαν στην ακρόαση της έφεσης.
Έχοντας μελετήσει το υλικό που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, θεωρούμε, ότι η ύπαρξη συγκρουόμενων γεγονότων με εμπλοκή τρίτων προσώπων και πολλών και πολύπλοκων θεμάτων στα οποία αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δικαιολογούν την κατάληξη του περί μη ικανοποίησης της 2ης προϋπόθεσης του άρθρου 32 του Νόμου 14/1960. Όλα αυτά τα θέματα, συμπεριλαμβανομένου του κατά πόσο η εφεσίβλητη 1 εταιρεία είναι συμβατικά υπεύθυνη, ζήτημα που, ως αναφέρθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, «παραμένει ανοικτό κατά το στάδιο της κυρίως υπόθεσης», θα κριθούν από το Δικαστήριο στο τελικό στάδιο της υπόθεσης και αφού η μαρτυρία που θα προσκομιστεί από τις δύο πλευρές τεθεί στη βάσανο της αξιολόγησης από απόψεως περιεχομένου. Εν προκειμένω, η μαρτυρία που οι εφεσείοντες έθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου σαφώς καταδείκνυε την ύπαρξη πιθανότητας απόδοσης θεραπείας.
Όσον αφορά την τρίτη προϋπόθεση, παρόλο που το Δικαστήριο καθοδηγήθηκε ορθά ως προς τη νομολογία, χωρίς να προβεί σε διαπίστωση για τη συνδρομή της ή όχι, έκρινε ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας έκλινε υπέρ της ακύρωσης του διατάγματος για τους λόγους που εξήγησε. Προκύπτει από το λεκτικό του άρθρου 32(1) του Ν. 14/60 και τις σχετικές αρχές της νομολογίας, ότι το Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσο είναι δίκαιο ή πρόσφορο να εκδοθεί παρεμπίπτον διάταγμα εφόσον κρίνει προηγουμένως ότι συντρέχουν οι τρεις προϋποθέσεις που τίθενται στο άρθρο. Όπως τέθηκε το ζήτημα στην υπόθεση Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ κ.ά. ν. xxx Λοϊζίδου, Π.Ε. Ε7/2018, ημερ. 21.3.2019, «Το τρίτο αυτό κριτήριο εξετάζεται προτού το Δικαστήριο ασκήσει τη διακριτική του εξουσία προκειμένου να αποφασίσει κατά πόσο θα είναι δίκαιο ή πρόσφορο να προχωρήσει στην έκδοση διατάγματος», κάτι που δεν έγινε στην προκειμένη προχωρώντας το Δικαστήριο στην εξέταση του ζητήματος της ευχέρειας χωρίς να καταλήξει ως προς τη συνδρομή ή όχι της 3ης προϋπόθεσης.
Εξετάζοντας το ζήτημα της ευχέρειας, το Δικαστήριο αναφέρθηκε γενικά σε δραστικές και δυσμενείς συνέπειες στις συμβατικές σχέσεις των εμπλεκόμενων μερών στην πώληση του επίδικου πρατηρίου, χωρίς να παρέχει εξηγήσεις, ως όφειλε (βλ. Λοϊζίδου ανωτέρω), καθώς και σε μη αποκάλυψη εισοδήματος των εφεσιβλήτων ύψους €4.800 μηνιαίως από την ενοικίαση πολυκατοικίας ιδιοκτησίας στενού συγγενικού προσώπου τους, χωρίς να εξηγήσει το ουσιώδες του γεγονότος τούτου, υπό το φως, ιδιαίτερα, της αδιαμφισβήτητης συνολικής οικονομικής εικόνας των εφεσιβλήτων και της άρνησης τους ότι όφειλαν οποιοδήποτε ποσό στους εφεσείοντες. Για το ζήτημα της ύπαρξης περιουσιακών στοιχείων, χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην xxx Heinrich v Banc De Binary Limited, Πολ. Εφεση Αρ. Ε148/2016, ημερ. 26.11.2021, ECLI:CY:AD:2021:A556, όπου τονίστηκαν τα ακόλουθα:
«Η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων, περιλαμβανομένων χρημάτων κατατεθειμένων σε τράπεζα, δεν αποτελεί, χωρίς άλλο, ικανοποιητική εξασφάλιση ότι δικαστική απόφαση που τυχόν να εκδοθεί σε αγωγή θα τύχει, οπωσδήποτε ικανοποίησης. Εάν ο ίδιος ο εξ αποφάσεως οφειλέτης δεν δεσμευτεί επαρκώς, ως προς τούτο, το Δικαστήριο έχει εξουσία να εκδώσει διάταγμα, όπως το υπό συζήτηση, για παγοποίηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων, ώστε αυτά να μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον πιο πάνω σκοπό. Εν ολίγοις, η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων και μόνο δεν είναι αρκετή»
Υπό το φως των διαπιστώσεων μας δικαιολογείται η παρέμβαση μας προς ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης περιλαμβανομένης της διαταγής για τα έξοδα, χωρίς να απαιτείται η ενασχόληση μας με τις εξουσίες που παρέχονται στο Εφετείο δυνάμει του άρθρου 25(3) του Ν.14/1960, για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί ανωτέρω.
Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση περιλαμβανομένης της διαταγής για έξοδα παραμερίζεται χωρίς να εκδίδεται οποιαδήποτε άλλη διαταγή σχετικά. Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.