ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
PAPAKOKKINOU ν. KANTHER (1982) 1 CLR 65
Κυπριακό Διυλιστήριο Πετρελαίου Λτδ (Αρ. 3) (2004) 1 ΑΑΔ 1676
ΣΠΥΡΟΥ ν. ΞΕΝΗ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 223/2014, 19/7/2019, ECLI:CY:AD:2019:B331
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2022:D24
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 57/2014)
25 Ιανουαρίου, 2022
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.]
[Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
XXX XXX ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ,
Εφεσείουσα
ν.
ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΓΕΩ. ΠΑΥΛΙΔΗΣ ΚΑΙ ΑΡΑΟΥΖΟΣ ΛΤΔ,
Εφεσίβλητης
_________________________
Η Εφεσείουσα εμφανίζεται προσωπικά.
Μ. Βιολάρης για Κλεόπα & Κλεόπα ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη.
________________________
ΠΑΝΑΓΗ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Ι. Ιωαννίδη, Δ.
_______________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.: Η Εφεσείουσα αγόρασε, δυνάμει συμφωνίας ημερ. 5.5.2005, από την Εφεσίβλητη Εταιρεία Γεω. Παυλίδης και Αραούζος Λτδ, ένα καινούργιο αυτοκίνητο μάρκας Chevrolet Lacetti, χρώματος περλέ μαύρου, έναντι του συμφωνηθέντος τιμήματος των Λ.Κ.6.700. Επρόκειτο για το αυτοκίνητο με αριθμούς εγγραφής XXXXX52, το οποίο της παραδόθηκε και το οποίο οδηγούσε για 2 ½ περίπου χρόνια, με το αυτοκίνητο να διανύει περίπου 34.000 χιλιόμετρα. Η θέση της ήταν ότι το αυτοκίνητο που της είχε πωληθεί και παραδοθεί «. ήτο ελαττωματικόν και/ή επικίνδυνον και/ή προβληματικόν από την ημέρα της αγοράς του και/ή παράδοσης του». Ήταν περαιτέρω η θέση της ότι δυνάμει «. της συμφωνίας εγγυήσεων, διαβεβαιώσεων, συμφωνίας Service Guide Warranty and Service και άλλων εγγράφων ότι θα έπρεπε να χρησιμοποιεί, απολαμβάνει άνετα και ήσυχα την ιδιοκτησία και/ή κατοχή και/ή χρήση του εν λόγω αυτοκινήτου», κάτι που δεν συνέβαινε, λόγω ακαταλληλότητας του αυτοκινήτου.
Στις 8.1.2008, καθ΄ ον χρόνο η Εφεσείουσα οδηγούσε το αυτοκίνητο της με προορισμό την Πάφο, έχοντας ως συνεπιβάτιδα την αδελφή της XXX XXX Παπακόκκινου, αυτό παρουσίασε, στον πρώτο κυκλικό κόμβο της Λεμεσού, πρόβλημα. Συγκεκριμένα «δεν έμπαιναν» οι ταχύτητες. Έγιναν διευθετήσεις, και το αυτοκίνητο παραδόθηκε στο συνεργείο της Εφεσίβλητης Εταιρείας. Ήταν η θέση της Εφεσείουσας ότι στις 8.1.2008, με την παράδοση του αυτοκινήτου της στην Εφεσίβλητη Εταιρεία, κατήρτισε συμφωνία με αυτήν για αντικατάσταση του αυτοκινήτου της με άλλο καινούργιο, χωρίς προβλήματα, ή για αποζημίωση της. Η θέση της Εφεσίβλητης Εταιρείας ήταν ότι ουδέποτε καταρτίστηκε τέτοια συμφωνία και ότι στις 8.1.2008 παρέλαβε το αυτοκίνητο για επιδιόρθωση. Αφού αντικατέστησε τον συμπλέκτη του αυτοκινήτου, ειδοποίησε, κατ΄ επανάληψη, την Εφεσείουσα για να παραλάβει το αυτοκίνητο της επιδιορθωμένο και χωρίς πρόβλημα. Η τελευταία όμως αρνήθηκε και αρνείται να το παραλάβει.
Η Εφεσείουσα στις 12.9.2008 και αφού προηγουμένως είχε αγοράσει άλλο καινούργιο αυτοκίνητο (ένα Mercedes το οποίο κατά την ίδια ουδέποτε παρουσίασε πρόβλημα), καταχώρισε Αγωγή (Κλητήριο Ένταλμα 0. 2, r. 1), εναντίον της Εφεσίβλητης Εταιρείας, με την οποία αξίωνε αποζημιώσεις για διάρρηξη συμφωνίας, αποζημιώσεις για πώληση ελαττωματικού και/ή ακατάλληλου αυτοκινήτου, αποζημιώσεις για απάτη και ψευδείς παραστάσεις, αποζημιώσεις για αμέλεια και/ή διάρρηξη καθήκοντος, αποζημιώσεις για οχληρία, ενόχληση, ταλαιπωρία, αποζημιώσεις συνεπεία αδικαιολόγητου πλουτισμού, και αποζημιώσεις για προσβλητική, προκλητική, εξυβριστική και άκρως δυσφημιστική συμπεριφορά του δικηγόρου της Εφεσίβλητης Εταιρείας, κ xxx Κλεόπα, ως αυτή (η συμπεριφορά) εμπεριέχεται στην επιστολή του ημερ. 5.5.2008 προς την ίδια, η οποία, ως αναφέρει (η Εφεσείουσα), θίγει την τιμή, την υπόληψη, τη θέση της στην κοινωνία, στο επάγγελμα της και/ή άλλως πως. Τέλος, αξίωνε διαζευκτικά και σωρευτικά αντικατάσταση του εν λόγω αυτοκινήτου «δι΄ άλλου καινούργιου και παράδοση τούτου στην Ενάγουσα της ιδίας μάρκας, τύπου, δυνάμεως, προδιαγραφών και/ή άλλως πως και χωρίς ελαττώματα».
Η Έκθεση Απαίτησης καταχωρίστηκε στις 18.5.2009 και καταλαμβάνει 11 δακτυλογραφημένες σελίδες. Με αυτή, η Εφεσείουσα αξίωνε το ποσό που κατέβαλε για την αγορά του αυτοκινήτου (Λ.Κ.6.700 (€11.400)) με τόκο προς 9% από 5.5.2005. Αξίωνε ακόμη το πρόσθετο ποσό των €3.300, το οποίο η ίδια δαπάνησε συνεπεία «. ενοικιάσεως αυτοκινήτου Ζ και/ή εκ της χρησιμοποιήσεως ταξί από τις 25.1.2008 μέχρι την 14.5.2008 που αγόρασε καινούργιο αυτοκίνητο, αφού ήταν αναγκασμένη να χρησιμοποιεί αυτοκίνητο δια την διακίνηση της». Τέλος, αξίωνε το ποσό των €49.700 ως αποζημιώσεις για διάρρηξη σύμβασης, για διάρρηξη των δηλώσεων και/ή διαβεβαιώσεων και/ή υποχρεώσεων της Εφεσίβλητης, για απάτη, δόλο, ψευδείς παραστάσεις, για αμέλεια, για επαγγελματική αμέλεια, για υπαιτιότητα, για διάρρηξη καθήκοντος, για μη εκτέλεση των υποχρεώσεων και καθηκόντων της Εφεσίβλητης, για ενόχληση και/ή οχληρία και/ή ταλαιπωρία και/ή άλλως πως. Στην Έκθεση Απαίτησης, δεν διευκρινίζεται πως προέκυψε το ποσό των €49.700.
Η Εφεσίβλητη με το δικόγραφο της αρνήθηκε ως ανακριβή και μη ανταποκρινόμενα στην αλήθεια τα όσα η Εφεσείουσα ανέφερε στην Έκθεση Απαίτησης της. Παραδέχθηκε μόνο ότι η Εφεσείουσα είχε αγοράσει από την ίδια το επίδικο αυτοκίνητο το οποίο και της παρεδόθη. Η Εφεσείουσα, αφού προηγουμένως είχε χρησιμοποιήσει/οδηγήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα το αυτοκίνητο, το παρέδωσε στην Εφεσίβλητη, σε διάφορες ημερομηνίες, για service, αλλαγή λαδιού κλπ., αλλά και για επιδιόρθωση αφού το αυτοκίνητο ενεπλάκη δύο φορές σε τροχαία ατυχήματα. Ήταν η θέση της Εφεσίβλητης, πως τα όποια προβλήματα είχαν παρουσιαστεί, καθ΄ ον χρόνο το αυτοκίνητο εκαλύπτετο από εγγύηση, αυτή ήταν πρόθυμη να τα επιλύσει σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης εγγύησης που κατήρτισε με την Εφεσείουσα. Στην Υπεράσπιση παρατίθεται το ιστορικό του service με συγκεκριμένες ημερομηνίες, ενώ αναφορά γίνεται και στις εργασίες που έλαβαν χώρα επί του αυτοκινήτου. Σύμφωνα πάντα με το δικόγραφο της Υπεράσπισης, το μοναδικό πρόβλημα που παρουσίασε το αυτοκίνητο, ήταν με τον συμπλέκτη του (clutch) στις 15.10.2007, και αυτό, ως καταγράφεται στο δικόγραφο, λόγω φθοράς αλλά και κακής χρήσης του από την Εφεσείουσα. Αρχικά, ο συμπλέκτης ρυθμίστηκε και δόθηκαν οδηγίες στην Εφεσείουσα πώς να χρησιμοποιεί τον συμπλέκτη, συγκεκριμένα της δόθηκαν οδηγίες να μην έχει τοποθετημένο το πόδι της συνεχώς στο πεντάλ του συμπλέκτη. Το αυτοκίνητο παρουσιάστηκε εκ νέου στη συνεργείο της Εφεσίβλητης στις 3.1.2008, όπου διεφάνη ότι δεν υπήρχε λάδι στον συμπλέκτη πράγμα που προκάλεσε περαιτέρω ζημιά σε αυτόν. Η Εφεσίβλητη εξαέρισε το σύστημα του συμπλέκτη και αφού τον συμπλήρωσε με λάδι/υγρό, παρέδωσε το αυτοκίνητο στην Εφεσείουσα. Ταυτόχρονα την ενημέρωσε ότι ο συμπλέκτης είχε φθαρεί από κακή χρήση και ότι σύντομα θα έπρεπε να αντικατασταθεί. Πράγματι, αμέσως μετά, και συγκεκριμένα στις 8.1.2008, διεφάνη ότι ο συμπλέκτης έχρηζε αντικατάστασης, πράγμα που η Εφεσίβλητη έκανε, ενημερώνοντας την Εφεσείουσα για να παραλάβει το αυτοκίνητο της. Η τελευταία αρνήθηκε και αρνείται να το παραλάβει. Να σημειωθεί πως καθ' ον χρόνο το αυτοκίνητο ήταν στο συνεργείο της Εφεσίβλητης για αντικατάσταση του συμπλέκτη, είχε δοθεί στην Εφεσείουσα από την Εφεσίβλητη άλλο αυτοκίνητο, χωρίς χρέωση, το οποίο η Εφεσείουσα αρνείτο να επιστρέψει. Δεν θα παραθέσουμε τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες η Εφεσίβλητη πήρε, κατόπιν νομικής συμβουλής, αυτό το αυτοκίνητο καθ΄ ον χρόνο ήταν σταθμευμένο έξω από την οικία της Εφεσείουσας, στην Ακρόπολη. Θα παραθέσουμε όμως τι είχε αναφέρει η Εφεσείουσα σε σχέση με αυτό το άλλο αυτοκίνητο που της δόθηκε, χωρίς χρέωση, από την Εφεσίβλητη: «Το κράτησα για λίγες μέρες. Κοίταξα στο ταμπλό του αυτοκινήτου και δεν είχε άδεια κυκλοφορίας το αυτοκίνητο. Στην αρχή δεν μου κίνησε την περιέργεια και μετά από λίγο η αδελφή μου, μου λέγει 'Μήπως δεν έχει άδεια κυκλοφορίας'. Πράγματι ήθελα να το διαπιστώσω. Τηλεφώνησα στην Αρχή Αδειών και όντως το αυτοκίνητο δεν ήταν ανανεωμένη η άδεια κυκλοφορίας, δηλαδή μπορούσε η Αστυνομία να με γράψει. Μέχρι τον Μάιο δεν είχαν ανανεώσει την άδεια κυκλοφορίας τούτου του αυτοκινήτου που μου παρέδωσαν». Να σημειώσουμε ότι η Εφεσείουσα επεφύλαξε το δικαίωμα της να κινηθεί δικαστικώς σε σχέση με προσωπικά αντικείμενα της που κατ΄ ισχυρισμόν υπήρχαν στο εν λόγω αυτοκίνητο.
Στην παράγραφο 14 της Υπεράσπισης, η Εφεσίβλητη κατέγραψε και τα ακόλουθα: «Σημειωτέο ότι το επίδικο αυτοκίνητο, όταν οδηγείτο από την Ενάγουσα κατά το 2006, ενεπλάκη δύο διαφορετικές φορές σε σοβαρό αυτοκινητικό δυστύχημα και το κόστος επισκευής υπερέβη τες Λ.Κ.3.500 (πέραν του 50% της τιμής αγοράς του)». Η Εφεσείουσα εξέλαβε την πιο πάνω, ομολογουμένως αχρείαστη, αναφορά, ως μομφή (που δεν ήταν) εναντίον της και εναντίον του τρόπου που αυτή οδηγεί αυτοκίνητα εδώ και χρόνια, με αποτέλεσμα στην Απάντηση της να ισχυριστεί ότι στα δύο συγκεκριμένα τροχαία ατυχήματα:
«. δεν έφταιγε καθόλου, απ΄ εναντίας η μια περίπτωση ήτο στον αυτοκινητόδρομο Λεμεσού-Πάφου όταν σε στροφή δεν υπήρχε ορατότης για να φανεί ένα κουφάρι σκοτωμένου σκύλου που ήταν εντός του αυτοκινητόδρομου και ευρίσκετο στην λωρίδα κυκλοφορίας της Εναγούσης, που ενόψει της θέσεως του ήδη σκοτωμένου σκύλου στο δρόμο, και της μορφολογίας του δρόμου και της κατάστασης του αυτοκινήτου δεν υπήρχε άλλη επιλογή στην Ενάγουσα παρά να περάσει πάνω από το σκοτωμένο σκύλο, που το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης το φέρουν οι Εναγόμενοι διότι λόγω της κατάστασης του αυτοκινήτου, των ελαττωματικών στόπερ και των ελαττωματικών ταχυτήτων, υπήρχε το πρόβλημα και η Ενάγουσα, η συνεπιβάτιδα αδελφή της εκινδύνευσαν σοβαρότατα να ανατραπούν και να κτυπήσουν αλλά συνεπεία της άριστης οδηγήσεως της Εναγούσης απεφεύχθησαν τα χειρότερα.
Και η άλλη περίπτωση ήτο εντός των τειχών Λευκωσίας ενώ υπήρχαν αυτοκίνητα παρκαρισμένα που επέκρυπταν την ορατότητα στην Ενάγουσα για να φανεί παγκάκι του Δήμου Λευκωσίας, που ευρίσκετο μέσα στο δρόμο, κτύπησε το αυτοκίνητο σ΄ αυτό αλλά λόγω της επιδεξιότητας της Εναγούσης παρά την κατάσταση του αυτοκινήτου και των προβλημάτων του απεφεύχθησαν χειρότερα και το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης το φέρουν οι Εναγόμενοι λόγω της κατάστασης του αυτοκινήτου, στόπερ και ταχυτήτων. Συνεπώς δεν ήτο σύγκρουση αυτοκινήτων τρακκάρισμα ή δυστύχημα όπως εσκεμμένα προσπαθούν να παραπλανήσουν οι Εναγόμενοι, αλλά όπως αναφέρεται ανωτέρω, και δεν υπήρξε σε καμία των περιπτώσεων οιοσδήποτε τραυματισμός και πάλι λόγω επιδεξιότητας της Εναγούσης.»
Κατά την ακροαματική διαδικασία, ως ήτο αναμενόμενο, προσκομίστηκε μαρτυρία τόσο για το τροχαίο ατύχημα με το κουφάρι του σκύλου όσο και για το άλλο τροχαίο ατύχημα με το κρυμμένο παγκάκι, εντός των τειχών Λευκωσίας. Να επαναλάβουμε πως επίδικο θέμα δεν ήταν κατά πόσο η Εφεσείουσα είναι νουνεχής οδηγός μηχανοκίνητου οχήματος ούτε κατά πόσο αυτή είχε ευθύνη για τα δύο τροχαία ατυχήματα, για τα οποία έγινε αναφορά πιο πάνω.
Πρώτος μάρτυρας εκ μέρους της Εφεσείουσας ήταν η αδελφή της, xxx xxx Παπακόκκινου, η οποία, ανάμεσα σ΄ άλλα, ανέφερε πως κάποιες φορές οδηγούσε και η ίδια το επίδικο αυτοκίνητο και δεν αισθανόταν ούτε η ίδια αλλά ούτε και η αδελφή της (Εφεσείουσα), ασφάλεια. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε «πρώτη φορά είδα τέτοιο αυτοκίνητο που εγώ προσωπικά φοβόμουν να μπω μέσα». Έκανε αναφορά στο ατύχημα με το κουφάρι του σκύλου, λέγοντας συγκεκριμένα ότι «ο ψοφισμένος σκύλος ήταν σε στρίψιμο και τον είδαμε πολύ κοντά, πήγε να πάρει τα στόπερ (η Εφεσείουσα), δεν έπιαναν τα στόπερ και πάτησε τον σκύλο και πάθαμε τράνταγμα». Ήταν η θέση της ότι αποφεύχθηκαν τα χειρότερα επειδή η αδελφή της είναι μια πολύ καλή οδηγός.
Δεύτερος μάρτυρας εκ μέρους της Εφεσείουσας ήταν ο xxx Γεωργίου, εκτιμητής μηχανοκίνητων οχημάτων εδώ και χρόνια. Ο μάρτυρας αυτός ερωτήθηκε γενικά για τον συμπλέκτη στα αυτοκίνητα, για τα προβλήματα που ενδεχομένως αυτός είναι δυνατόν να παρουσιάσει και πως αυτά μπορούν να αντιμετωπιστούν. Είναι δυνατόν, ανέφερε, ένας συμπλέκτης να παρουσιάσει πρόβλημα και λόγω κακής χρήσης. Δεν γνώριζε εάν εδώ η Εφεσείουσα έκανε κακή χρήση. Ήταν η θέση του όμως ότι η κα xxx (Εφεσείουσα) είναι έμπειρη οδηγός, για να καταλήξει, αντεξεταζόμενος, πως αυτό το είπε «λόγω ηλικίας που οδηγά πολλά χρόνια». Ερωτήθηκε εάν τα προβλήματα τελειώνουν με την αντικατάσταση του συμπλέκτη, για να απαντήσει πως θα πρέπει μετά την αντικατάσταση να οδηγήσει κάποιος το αυτοκίνητο για να δει τη συμπεριφορά του στο δρόμο. Για το συγκεκριμένο αυτοκίνητο, δεν μπορούσε να γνωρίζει οτιδήποτε, αφού δεν επιθεώρησε το αυτοκίνητο μετά την αντικατάσταση του συμπλέκτη. Διευκρίνισε, αντεξεταζόμενος, πως είναι από την κα XXXXX (Εφεσείουσα) που πληροφορήθηκε για τα κατ΄ ισχυρισμόν προβλήματα στο αυτοκίνητο της.
Τρίτος μάρτυρας εκ μέρους της Εφεσείουσας ήταν ο xxx Παύλου, ο οποίος στο παρελθόν εργαζόταν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας και γνώριζε την Εφεσείουσα. Έτυχε στις 31.12.2007 να περνά από τα φώτα του Καλησπέρα και πάνω στα φώτα αντιλήφθηκε ένα αυτοκίνητο που ήταν σταματημένο. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε: «Σαν να πρόσεξα την κα Παπακόκκινου. Αυτή ήταν πρώην συνάδελφος». Σταμάτησε και τη βοήθησε και «έβαλαν το αυτοκίνητο στην άκρια». Ανέφερε πως εισήλθε εντός του αυτοκινήτου «. αλλά δεν έμπαινε η ταχύτητα. Έσπασε το gear box. Δεν ξέρω, δεν είμαι μηχανικός. Και της είπα τηλεφώνησε μιας πλατφόρμας να γίνει η δουλειά σου».
Τέταρτος μάρτυρας εκ μέρους της Εφεσείουσας ήταν ο xxx xxx Παφίτης, ισιωτής/μπογιατζής αυτοκινήτων από το 1960. Ανέφερε ότι προς τα τέλη του 2006 προς 2007 μετέβη στο σπίτι της Εφεσείουσας, κοντά στο Χίλτον, για να πάρει το αυτοκίνητο της για να το επιδιορθώσει αφού αυτό ενεπλάκη σε τροχαίο ατύχημα. Την ώρα που το ξεκίνησε για να φύγει, διαπίστωσε ότι οι ταχύτητες «ήταν σκληρές, σκνιφές και στο δρόμο που το έπαιρνα και το στόπερ δεν ήταν να πιάνει τόσο εύκολα καλά. Της λέω πως είναι έτσι σκληρές οι ταχύτητες και μου λέγει έτσι είναι από την ώρα που το πήρα». Ήταν η θέση του πως τόσο οι ταχύτητες όσο και τα στόπερ όταν αυτά υποστούν φθορά, μπορούν να αλλαχθούν. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε «οτιδήποτε παθαίνει φθορά στο αυτοκίνητο αλλάζεται».
Τελευταίος μάρτυρας, ήταν η ίδια η Εφεσείουσα, στη μαρτυρία της οποίας θα κάνουμε αναφορά πιο κάτω. Να σημειώσουμε από τώρα ότι καταθέτοντας ενόρκως, υιοθέτησε το περιεχόμενο της Έκθεσης Απαίτησης.
Εκ μέρους της Εφεσίβλητης κατέθεσαν δύο μάρτυρες. Πρώτος μάρτυρας ήταν ο xxx Ερωτοκρίτου, ο οποίος εργάζεται στην Εφεσίβλητη ως υπεύθυνος του συνεργείου της για 28 χρόνια. Ανάμεσα στα καθήκοντα του είναι και η επιθεώρηση των αυτοκινήτων που παραδίδονται στο συνεργείο για τη συντήρηση/επισκευή τους. Για το επίδικο αυτοκίνητο ανέφερε ότι αυτό παραδόθηκε στο συνεργείο για πρώτη φορά στις 16.6.2005 για την προκαθορισμένη αλλαγή λαδιού. Αλλαγή λαδιού έγινε επίσης στις 21.7.2005, 19.10.2005 και 16.1.2006. Στις 28.3.2006 το αυτοκίνητο παραδόθηκε στο συνεργείο για «προληπτική συντήρηση» όπου και έγινε ο προβλεπόμενος έλεγχος. Μετά το «service» το αυτοκίνητο οδηγήθηκε από τον ίδιο όπου διαπίστωσε ότι αυτό λειτουργούσε άριστα. Στις 12.5.2006 το αυτοκίνητο παραδόθηκε «για τρακκάρισμα». Αφού επιδιορθώθηκε, με το κόστος επιδιόρθωσης να ανέρχεται σε Λ.Κ.1.016,62, επιστράφηκε στην Εφεσείουσα. Στις 10.7.2016 παραδόθηκε εκ νέου «για άλλο τρακκάρισμα». Οι ζημιές αυτή τη φορά ήταν πιο σοβαρές και το κόστος επιδιόρθωσης ανήλθε σε Λ.Κ.2.509,37. Ο μάρτυρας αναφέρθηκε και σε άλλες εργασίες που έγιναν επί του αυτοκινήτου. Η Εφεσείουσα για πρώτη φορά στις 15.10.2007 παραπονέθηκε για πρόβλημα στον συμπλέκτη του αυτοκινήτου. Διενεργήθηκε έλεγχος χωρίς όμως να διαπιστωθεί η ύπαρξη μηχανικού προβλήματος στο αυτοκίνητο, εκτός από μικρής μορφής φθορά στο συμπλέκτη. Από την πείρα του ως μηχανικός, αυτή η φθορά στον συμπλέκτη οφείλεται στο γεγονός ότι οι οδηγοί έχουν τοποθετημένο το πόδι τους στο πεντάλ του συμπλέκτη κατά τη διάρκεια της οδήγησης, με αποτέλεσμα να ελευθερώνεται ο δίσκος και λόγω της τριβής να προκαλείται φθορά. Αυτό, ως ανέφερε, συμβαίνει συνήθως σε αυτοκίνητα που οδηγούν είτε ηλικιωμένα άτομα είτε γυναίκες. Η Εφεσείουσα του υπέβαλε ότι η ίδια είναι «πάρα πολύ καλή οδηγός από πάρα πολλούς άνδρες οδηγούς», με τον μάρτυρα να απαντά ότι είναι η άποψη της. Του υπέβαλε ακόμη ότι οι γυναίκες είναι πολύ καλύτερες από τους άνδρες στην οδήγηση, και ότι τα ηλικιωμένα άτομα οδηγούν καλύτερα από τους νέους, οι οποίοι τρέχουν.
Τον Ιανουάριο του 2008 αντικαταστάθηκε ο συμπλέκτης και ειδοποίησαν την Εφεσείουσα να παραλάβει το αυτοκίνητο της, η οποία όμως ήθελε καινούργιο αυτοκίνητο, κάτι το οποίο οι ίδιοι απέρριψαν και την κάλεσαν εκ νέου να παραλάβει το αυτοκίνητο της. Έκτοτε, το αυτοκίνητο βρίσκεται έξω από το συνεργείο της Εφεσίβλητης, αφού η Εφεσείουσα αρνείται να το παραλάβει. Απέρριψε ως ανυπόστατους τους ισχυρισμούς της Εφεσείουσας ότι αυτή υπέστη ζημιές λόγω ακαταλληλότητας του αυτοκινήτου. Απέρριψε τις υποβολές της Εφεσείουσας ότι το αυτοκίνητο ήταν ελαττωματικό από την πρώτη ημέρα που το παρέλαβε.
Δεύτερος μάρτυρας υπεράσπισης ήταν ο κ xxx Καραβιώτης, πρώην οικονομικός διευθυντής της Εφεσίβλητης, αφού αυτός έπαυσε από το 2010 να έχει οποιαδήποτε σχέση με αυτή. Ο μάρτυρας αυτός αναφέρθηκε στις τηλεφωνικές επικοινωνίες που είχε με την Εφεσείουσα, για να την πείσει να επιστρέψει το αυτοκίνητο που η Εφεσίβλητη της είχε παραδώσει, χωρίς χρέωση, μέχρι να γίνει η αντικατάσταση του συμπλέκτη στο δικό της αυτοκίνητο. Στην πρώτη τηλεφωνική επικοινωνία, η Εφεσείουσα έδειξε κατανόηση και ο μάρτυρας αντιλήφθηκε ότι αυτή είχε πρόθεση να διευθετήσει την εκκρεμότητα που υπήρχε. Στη δεύτερη τηλεφωνική επικοινωνία διαπίστωσε ότι «η κα Παπακόκκινου ήταν κάπως επιθετική απέναντι μου και δεν είχαμε καταλήξει πουθενά». Ο μάρτυρας αναφέρθηκε και σε επιστολές (τεκ. 24 και 25), τις οποίες τοποθέτησε κάτω από τη θύρα του γραφείου της Εφεσείουσας το οποίο βρίσκεται στον ίδιο όροφο με το δικηγορικό γραφείο του δικηγόρου κ Κλεόπα. Αναφορά έκανε και στους λόγους που αναγκάστηκαν να τοποθετήσουν τις επιστολές κάτω από τη θύρα του γραφείου της Εφεσείουσας. Με τις εν λόγω επιστολές, η Εφεσίβλητη απέρριπτε τις θέσεις της Εφεσείουσας περί ακαταλληλότητας του πωληθέντος και παραδοθέντος αυτοκινήτου, και την καλούσε να παραδώσει το αυτοκίνητο που της είχε δοθεί, χωρίς χρέωση, μέχρι να αντικατασταθεί ο συμπλέκτης του δικού της αυτοκινήτου. Η θέση της Εφεσείουσας ήταν πως τέτοιες επιστολές δεν βρήκε κάτω από τη θύρα του γραφείου της, και κατ΄ επέκταση δεν τις παρέλαβε. Τέλος, αναφορά έκανε και στις περιστάσεις κάτω από τις οποίες η Εφεσίβλητη Εταιρεία μετέβη και πήρε από το χώρο όπου ήταν σταθμευμένο το αυτοκίνητο που είχε δοθεί, χωρίς χρέωση, στην Εφεσείουσα μέχρι να αντικατασταθεί ο συμπλέκτης του δικού της αυτοκινήτου. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, ζήτησε νομική συμβουλή από τον δικηγόρο κ Κλεόπα κατά πόσο μπορούσαν να στείλουν άνθρωπο της Εφεσίβλητης εταιρείας για να πάρουν το αυτοκίνητο. Όταν ο κ Κλεόπας τους συμβούλευσε ότι μπορούσαν να το πράξουν, έστειλαν κάποιον από το συνεργείο ο οποίος και πήρε το αυτοκίνητο από το χώρο που αυτό ήταν σταθμευμένο έξω από την οικία της Εφεσείουσας στην Ακρόπολη.
Αυτή ήταν σε πολύ αδρές γραμμές η προσαχθείσα ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία, το οποίο αξιολόγησε τη μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του, στο σύνολο της. Δεν αποδέχθηκε, για τους λόγους που θα αναφέρουμε πιο κάτω, τη μαρτυρία της Εφεσείουσας, ενώ έκρινε αξιόπιστους και αποδέχθηκε τη μαρτυρία και των δύο μαρτύρων υπεράσπισης. Εν κατακλείδι, για τους λόγους που καταγράφει, βρήκε ότι η Εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει την υπόθεση της εναντίον της Εφεσίβλητης. Έτσι απέρριψε την Αγωγή καταδικάζοντας την Εφεσείουσα στα έξοδα.
Η Εφεσείουσα θεωρεί παντελώς λαθεμένη την πρωτόδικη απόφαση, εξού και με 46 λόγους έφεσης «αιτείται την αποδοχή της εφέσεως της, την ακύρωση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου και την αποδοχή των απαιτήσεων της με έξοδα εναντίον των Εφεσιβλήτων». Μάλιστα, στο έγγραφο της έφεσης υπάρχει ρητή αναφορά ότι «Η Ενάγουσα επιφυλάσσει το δικαίωμα της να επικαλεσθεί και άλλους λόγους όταν λάβει πρακτικά από το Δικαστήριο».
Αναφέρουμε εκ προοιμίου πως έχουμε θέσει ενώπιον μας, και μελετήσαμε, το περιεχόμενο και των 46 λόγων έφεσης, ενώ το ίδιο ισχύει και για την αιτιολογία αυτών. Δεν θα τους παραθέσουμε στην παρούσα απόφαση. Θα κάνουμε ειδική αναφορά σε αυτούς, όπου ήθελε κριθεί αναγκαίο. Θα σημειώσουμε απλώς πως σε όλους σχεδόν τους λόγους έφεσης υπάρχει, αχρείαστα, η εξής αναφορά: «Και δεν έτυχε η Ενάγουσα της δίκαιης δίκης κατά παράβαση του Άρθρου 30 του Συντάγματος και άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης». Νοείται ότι έχουμε θέσει ενώπιον μας, και μελετήσαμε, και το ογδοντασέλιδο περίγραμμα της Εφεσείουσας, και τα όσα ανέπτυξε ενώπιον μας προφορικά. Το ίδιο ισχύει και για τις θέσεις της Εφεσίβλητης.
Ξεκινούμε από τον 4ο λόγο έφεσης, ο οποίος έχει ως εξής: «Σε σχέση με τον μάρτυρα ΜΥ2 ήταν λανθασμένο το Δικαστήριο. Έδειξε επηρεασμό, προκατάληψη και εύνοια στον εν λόγω μάρτυρα και τον πίστεψε. Άλλωστε δήλωσε η Δικαστής ότι ο σύζυγος της έχει επαγγελματική σχέση με τον εν λόγω μάρτυρα, είναι Λογιστής του. Αλλά κανένα Δικαστήριο δεν θα τον πίστευε και εστερήθηκε η Ενάγουσα της δίκαιης δίκης κατά παράβαση του Άρθρου 30 του Συντάγματος και Άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης». Να σημειώσουμε πως η Εφεσείουσα και σε άλλους λόγους έφεσης αναφέρει ότι η Πρωτόδικος Δικαστής «. ήθελε διακαώς να βοηθήσει τους αντιδίκους», είχε «. διακαή πόθο να βοηθήσει την αντίδικο πλευρά με αποτέλεσμα να διαστρεβλώσει την αλήθεια και την πραγματικότητα», απέκρυψε τα πολλά ψεύδη του ΜΥ1 τα οποία θα έβλεπε «. και ένας άσχετος με τα νομικά, όμως ο μόνος που δεν τα είδε είναι η Δικαστής, αλλά τα είδε βέβαια και τα αποκρύπτει καταχρώμενη τη θέση της, τα παρακάμπτει διότι μερολήπτησε υπέρ των αντιδίκων και με προκατάληψη κατέληξε σε λανθασμένα και αβάσιμα συμπεράσματα για να βοηθήσει τον Εναγόμενο και όλους όσους εμπλέκονται στην αντίδικη πλευρά».
Ούτε λίγο ούτε πολύ, η Εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι η ευπαίδευτη Πρωτόδικος Δικαστής αποδέχθηκε, ειδικά τη μαρτυρία του Μ.Υ. 2, όχι γιατί αυτός της έκανε καλή εντύπωση ως μάρτυρας, αλλά επειδή αυτός είχε επαγγελματική σχέση με τον σύζυγο της. Τα ίδια επαναλαμβάνει και για άλλους μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιον της, αφού θεωρεί ότι δεν προσέγγισε τη μαρτυρία τους με αντικειμενικότητα και αμεροληψία. Με άλλα λόγια, εγείρει θέμα πραγματικής μεροληψίας (actual bias) της Δικαστού.
Την απάντηση στον πιο πάνω αβάσιμο λόγο έφεσης, δίδουν, κατ΄ αρχάς, τα ίδια τα πρακτικά που τηρήθηκαν. Συγκεκριμένα, λίγο πριν ξεκινήσει η ακροαματική διαδικασία της Αγωγής, ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσίβλητης ανέφερε ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, στην παρουσία βεβαίως και της Εφεσείουσας, ότι ο συγκεκριμένος μάρτυρας Υπεράσπισης (Μ.Υ. 2) κατά τον επίδικο χρόνο εργαζόταν στην Εφεσίβλητη Εταιρεία και ότι σήμερα έχει επαγγελματική σχέση με τον σύζυγο της Δικαστού. Μάλιστα, ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσίβλητης ήθελε, για δικούς του λόγους, το θέμα αυτό να καταγραφεί στα πρακτικά. Και κατεγράφη. Η ευπαίδευτη Πρωτόδικος Δικαστής ορθά ζήτησε να έχει τις θέσεις της Εφεσείουσας σ΄ αυτό το θέμα. Και τις είχε. Τις παραθέτουμε αυτολεξεί: «Είναι θέμα το οποίο έχετε αναφέρει σε προηγούμενη δικάσιμο ότι ο κ. Καραβιώτης εργάζεται με το σύζυγο σας και είπα εγώ ότι δεν έχω καμία ένσταση στο θέμα ότι εργάζεται με το σύζυγο σας στο να δώσει μαρτυρία. Δηλαδή όσον αφορά το θέμα της εμπιστοσύνης που τρέφει η πλευρά μας προς την Εντιμότητα σας» (Η υπογράμμιση γίνεται από το παρόν Δικαστήριο). Για τη σημασία των πρακτικών του Δικαστηρίου θα παραπέμψουμε απλώς στην υπόθεση Σωτηριάδης ν. Βασιλείου και άλλων (Αρ. 1) (1992) 1(Β) ΑΑΔ, 801.
Η ευπαίδευτη Πρωτόδικος Δικαστής, ανεξάρτητα από την πιο πάνω δήλωση, ορθά εξέτασε κατά πόσο συνέτρεχαν λόγοι αυτοεξαίρεσης της, για να καταλήξει πως δεν συνέτρεχαν. Η απόφαση της αυτή, δεν προσβάλλεται με την υπό εκδίκαση έφεση. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει συγκεκριμένος λόγος έφεσης ότι η απόφαση της Δικαστού να μην εξαιρεθεί, στη βάση των όσων της είχαν τότε λεχθεί, ήταν εσφαλμένη. Εν πάση περιπτώσει, δεν βρίσκουμε ότι τα όσα είχαν τεθεί σε σχέση με τον Μ.Υ. 2 πριν από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, δημιουργούσαν δικαιολογημένη εντύπωση προκατάληψης εκ μέρους της Δικαστού στον νου του μέσου εχέφρονα πολίτη ο οποίος θα είχε ενώπιον του τα συγκεκριμένα γεγονότα. Ούτε και βεβαίως είχε ποτέ τεθεί θέμα άμεσου ή προσωπικού συμφέροντος της Δικαστού από την έκβαση της υπόθεσης, η οποία ουδεμία σχέση είχε με την Εφεσίβλητη ή με τον συγκεκριμένο μάρτυρα.
Να σημειώσουμε το αυτονόητο, πως είναι ένα θέμα να λέγει ένας διάδικος ή ο συνήγορος του ότι ένα Δικαστήριο δεν προσέγγισε ορθά τη μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του ή ότι δεν την αξιολόγησε ορθά, και άλλο θέμα να λέγει ότι ένα Δικαστήριο εσκεμμένα και για αλλότριους σκοπούς έκρινε αξιόπιστους ή αναξιόπιστους τους μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιον του, όπως κάνει τώρα η Εφεσείουσα. Με κάθε σεβασμό προς αυτήν, βρίσκουμε ότι αδικαιολόγητα επανέφερε το θέμα με τον συγκεκριμένο τρόπο, μετά που το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αξιόπιστους τους μάρτυρες υπεράσπισης και απέρριψε τη δική της μαρτυρία. Και δεν είναι ούτε ορθό ούτε δίκαιο ούτε πρέπον, να λέγει τώρα, εκ των υστέρων, και μάλιστα με τέτοια ευκολία, ότι η Πρωτόδικος Δικαστής «Έδειξε επηρεασμό, προκατάληψη και εύνοια στον εν λόγω μάρτυρα και τον πίστεψε», και όλα τα άλλα για τα οποία έγινε αναφορά πιο πάνω, ισχυρισμοί οι οποίοι ουδόλως υποστηρίζονται από συγκεκριμένη μαρτυρία ή γεγονότα.
Στην υπόθεση Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Κύπρου ν. Βουλής (Αρ. 1) (1990) 3(Α) ΑΑΔ, 54, υπεβλήθη αίτημα εξαίρεσης του αείμνηστου Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Λ. Σαββίδη από την σύνθεση του Δικαστηρίου, με το αιτιολογητικό ότι αυτός είχε διατελέσει Πρόεδρος της «Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής για τον Εκσυγχρονισμό του Οικογενειακού Δικαίου». Η υπό εκδίκαση υπόθεση αφορούσε σε Προσφυγή της Ιεράς Συνόδου της Αυτοκεφάλου Αγιωτάτης Ορθοδόξου και Αποστολικής Εκκλησίας της Κύπρου, με την οποία ζητούσε όπως ο περί Πρώτης Τροποποιήσεως του Συντάγματος Νόμος του 1989, Ν. 95/89, κηρυχθεί ως άκυρος και χωρίς νομικό αποτέλεσμα. Εκεί, δεν αμφισβητήθηκε η υποκειμενική αμεροληψία του αείμνηστου Δικαστή ούτε η προσήλωση του στα δικαστικά του καθήκοντα, κάτι για το οποίο το Ανώτατο Δικαστήριο σημείωσε τα εξής: «Χαιρόμαστε διότι δεν έχει αμφισβητηθεί η αμεροληψία του Δικαστή κ. Σαββίδη, υποκειμενικά κρινόμενη». Εμείς, λυπούμαστε που η Εφεσείουσα, η οποία μάλιστα τυγχάνει να είναι Λειτουργός της Δικαιοσύνης εδώ και αρκετά έτη, αμφισβήτησε με αυτόν τον απαράδεκτο τρόπο την υποκειμενική αμεροληψία της Δικαστού. Θα τελειώσουμε με αυτό το θέμα, παραθέτοντας ένα μικρό απόσπασμα από την απόφαση Σπύρου ν. Ξενή, Ποινική Έφεση αρ. 223/14, απόφαση ημερ. 19.7.2019, ECLI:CY:AD:2019:B331, που εξέδωσε η Πούγιουρου, Δ.:
«Εξετάσαμε την εισήγηση με μεγάλη προσοχή ενόψει του ευαίσθητου θέματος που εγείρεται. Όπως αναφέρεται στην υπόθεση Κυπριακό Διυλιστήριο Πετρελαίου Λτδ (Αρ. 3) (2004) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1676, 1684, στην οποία παραπέμπει και η δικηγόρος του Αιτητή με τη γραπτή της αγόρευση, «Ένα είναι το κριτήριο: κατά πόσο, σε συγκεκριμένη περίπτωση, ως εκ της συμμετοχής συγκεκριμένου Δικαστή στη διαδικασία, δημιουργείται δικαιολογημένη εντύπωση ύπαρξης πιθανότητας προκατάληψης από το δικαστή στο νου του μέσου εχέφρονα πολίτη, εφόσον γνωρίζει τα γεγονότα. Εικασίες και καχυποψίες μόνο δεν είναι αρκετές». Προσθέτουμε ότι τέτοιου είδους αιτήματα ή επικρίσεις κατά Δικαστή δεν πρέπει να τίθενται με τέτοια ευκολία χάριν εντυπώσεων. Πρέπει να συνοδεύονται από ικανά στοιχεία και μαρτυρία διαφορετικά μόνο επιζήμιες επιπτώσεις δημιουργούνται στο όλο σύστημα δικαιοσύνης. Και αναμένεται από τους δικηγόρους, λειτουργούς κατά τα άλλα της δικαιοσύνης, να προτάσσουν τέτοια ζητήματα με την αναγκαία περίσκεψη και φειδώ.»
Ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης, ως και οι άλλοι που έχουν συνάφεια με αυτόν, είναι αβάσιμοι και απορρίπτονται.
Προχωρούμε με έναν άλλο λόγο έφεσης, τον πρώτο, ο οποίος επίσης παρουσιάζει ιδιαιτερότητα. Τον παραθέτουμε αυτολεξεί:
«Η Δικαστής που εξεδίκασε την υπόθεση παρενέβη και παρεμπόδισε την Εφεσείουσα κατά παράβαση και υπέρβαση εξουσίας και των καθηκόντων της παρεμποδίζοντας την να προβάλει και αποδείξει την προδικαστική ένσταση υπ΄ αρ. 1 που διαλαμβάνεται στην Απάντηση της ημερ. 21.9.09.
Προβάλλοντας απαράδεκτους δικούς της λόγους η εν λόγω δικαστής παρεμβαίνοντας στη δικαιοσύνη και στην απονομή της και παρεμποδίζοντας την Ενάγουσα να προβάλει τους ισχυρισμούς και τις θέσεις της ενώ είχε και αυτεπάγγελτα υποχρέωση να το εξετάσει. Επιδεικνύοντας ταυτόχρονα εύνοια και προκατάληψη στην πλευρά των Εναγομένων. Καταπατήθηκαν τα ανθρώπινα δικαιώματα της Ενάγουσας. Η Ενάγουσα δεν έτυχε δίκαιης δίκης κατά παράβαση του άρθρου 30 του Συντάγματος και του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης.»
Ας δούμε όμως τι αφορούσε η υπ΄ αρ. 1 προδικαστική ένσταση, η οποία περιέχεται στην Απάντηση της Εφεσείουσας, η οποία καταχωρίστηκε μετά που η τελευταία έλαβε το δικόγραφο της Υπεράσπισης από την Εφεσίβλητη. Παραθέτουμε το περιεχόμενο της αυτολεξεί:
«Το εν λόγω έγγραφο ως Έκθεση Υπεράσπισης το οποίον φαίνεται ότι κατεχωρήθη και υπεγράφη υπό συνεταιρισμού δικηγόρων ως δικηγόροι Εναγομένων τίθεται θέμα ότι κωλύονται να εμφανίζονται υπό την εν λόγω επωνυμίαν και καλούνται σε αυστηράν απόδειξη να ονομάσουν τους συνεταίρους του εν λόγω συνεταιρισμού από της καταχωρήσεως της Αγωγής μέχρι και σήμερον.»
Κατ΄ αρχάς, να σημειώσουμε πως η Εφεσείουσα ουδέποτε υπέβαλε οποιαδήποτε αίτηση για να εκδικαστεί προδικαστικά η συγκεκριμένη ένσταση της. Είναι απαράδεκτο να ισχυρίζεται τώρα, ότι η ευπαίδευτη Πρωτόδικος Δικαστής την παρεμπόδισε να προχωρήσει με την εν λόγω προδικαστική ένσταση «πιέζοντας την αφόρητα να μην την προχωρήσει γιατί θα έβρισκε, όπως της ανέφερε, τον μπελά της και ότι θα τους είχε στο κεφάλι της .».
Δεν έχουμε διαπιστώσει, μελετώντας τα πρακτικά, ότι η Εφεσείουσα παρεμποδίστηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο να προωθήσει τη συγκεκριμένη προδικαστική ένσταση. Μάλιστα, τέτοιο θέμα ουδέποτε είχε εγείρει με την τελική της αγόρευση ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Τουναντίον, τότε είχε αναφέρει: «Το αν δεν επροχώρησα με την Προδικαστική Ένσταση υπ΄ αρ. 1 δεν σημαίνει ότι η εν λόγω Προδικαστική Ένσταση μου είναι λανθασμένη, αλλά είναι ορθή παντελώς και από όλες τις απόψεις .», αφήνοντας να νοηθεί ουσιαστικά πως ήταν δική της απόφαση να μην προχωρήσει με την εν λόγω προδικαστική ένσταση. Να σημειώσουμε, για ό,τι αξίζει, ότι η Εφεσίβλητη Εταιρεία, που διόρισε δικηγόρους για να την εκπροσωπήσουν στην Αγωγή, ουδέποτε ήγειρε θέμα αντικανονικής εκπροσώπησης της στη δικαστική διαδικασία. Ούτε αντιλαμβανόμαστε πως το θέμα αυτό, επηρεάζει το δικαίωμα της Εφεσείουσας για δίκαιη δίκη, η οποία, κατά την ακροαματική διαδικασία, κάλεσε μάρτυρες, αντεξέτασε μάρτυρες, κατέθεσε έγγραφα, ήγειρε ενστάσεις και γενικά προέβαλε τις θέσεις και τα επιχειρήματα της ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, στην παρουσία πάντα των δικηγόρων της Εφεσίβλητης Εταιρείας, χωρίς ποτέ να αμφισβητήσει ότι αυτοί δεν μπορούσαν να εκπροσωπήσουν την αντίδικο της. ΄Αλλωστε, είναι η ίδια η Εφεσείουσα που παρέδωσε την Έκθεση Απαίτησης της προς τους «Κλεόπα και Κλεόπα», τους οποίους περιγράφει ως δικηγόρους των Εναγομένων. Είναι η ίδια που στην παράγραφο 12 της Έκθεσης Απαίτησης της, επεφύλαξε το δικαίωμα της να διεκδικήσει, με άλλην αγωγή, αποζημιώσεις «δια την προσβλητικήν, προκλητικήν, εξιβρυστικήν και άκρως δυσφημιστικήν συμπεριφοράν και προσβλητικούς, προκλητικούς, εξιβρυστικούς και άκρως δυσφημιστικούς, απαράδεκτους και άλλως πως γραπτούς ισχυρισμούς του δικηγόρου των Εναγομένων ονόματι xxx Κλεόπα του δικηγορικού γραφείου Κλεόπας και Κλεόπας που περιέχονται στην επιστολήν του προς την Ενάγουσαν 5/5/08 οι οποίοι θίγουν την Ενάγουσα .». Το αβάσιμο των πιο πάνω θέσεων της, προκύπτει και από το εξής. Λέγει η Εφεσείουσα ότι συνεπεία της κακής εκπροσώπησης της Εφεσίβλητης, η διεξαχθείσα δίκη είναι άκυρη, και ζητά ακύρωση της εκδοθείσας δικαστικής απόφασης. Ταυτόχρονα όμως ζητά να εκδοθεί απόφαση προς όφελος της, αφού θεωρεί ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε «να αποδεχτεί την αγωγή με έξοδα». Μα πως είναι δυνατόν, να ζητά να της χορηγηθούν οι αιτούμενες θεραπείες στη βάση μιας δίκης την οποία η ίδια θεωρεί εξ υπαρχής άκυρη; Καταλήγουμε, χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, ότι και αυτός ο λόγος έφεσης είναι αβάσιμος και απορρίπτεται.
Έχουμε ήδη αναφέρει ότι οι λόγοι έφεσης είναι 46 τον αριθμό. Οι περισσότεροι αφορούν στον τρόπο που το Πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε και αξιολόγησε την μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του. Θεωρεί η Εφεσείουσα ότι κακώς το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τη δική της μαρτυρία και κακώς αποδέχθηκε τη μαρτυρία που προσκομίστηκε εκ μέρους της Εφεσίβλητης. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στην ορθή Νομολογία, σημειώνει στην απόφαση του πως μέσα από τη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει τις αντιδράσεις των μαρτύρων, τον τρόπο που αυτοί απαντούσαν στις ερωτήσεις που τους υποβάλλονταν και την εν γένει συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Ως ελέχθη, έκρινε αξιόπιστους τους μάρτυρες υπεράσπισης. Για την Εφεσείουσα, η οποία είχε καταθέσει ενόρκως, το Πρωτόδικο Δικαστήριο είπε, ανάμεσα σ΄ άλλα, και τα ακόλουθα: «Δεν θεωρώ ότι έχει πει εσκεμμένα ψέματα στο Δικαστήριο σε ότι αφορά τους πλείστους ισχυρισμούς της. Όμως η υπερβολή ήταν διάχυτη σε όλη τη μαρτυρία της και επίσης τα λεγόμενα της δεν επιβεβαιώθηκαν από το μαρτυρικό υλικό που κατατέθηκε». Συμφωνούμε ότι οι υπερβολές ήταν διάχυτες στη μαρτυρία της. Ενδεικτικά και μόνο παραπέμπουμε στη μαρτυρία της ότι «. τα στόπερ ήταν σαν να πατάς στη θάλασσα, να προσπαθώ και να μην μπορώ να στηρίξω το αυτοκίνητο διότι δεν μπορούσα και αναγκαζόμουνα και τραβούσα το χειρόφρενο. .. Ούτε μπορούσα να ξέρω αν θα έφθανα στον προορισμό μου ούτε πότε θα έφθανα. Αυτό το πράγμα ξεκίνησε από την πρώτη στιγμή που το οδήγησα. .. Το αυτοκίνητο ήταν φορτωμένο προβλήματα και το κύριο πρόβλημα ενός αυτοκινήτου είναι να μην μπαίνουν οι ταχύτητες. Οι πελάτες σου μου πούλησαν ένα αυτοκίνητο που δεν έμπαιναν οι ταχύτητες, δεν σταματούσε εύκολα, έτρεμε η ψυχή μου κάθε φορά αν θα σταματούσε και το είπα και εγώ και οι μάρτυρες. . Διήνυσα οποιαδήποτε απόσταση με πόνο ψυχής και φόβο δικό μου και το πρόβλημα δεν ήταν από το χειρισμό ή τη φθορά αλλά από την Εταιρεία διότι ήταν εκ κατασκευής ελαττωματικός ο συμπλέκτης. .. Δεν έχω εμπιστοσύνη να πάρω αυτό το αυτοκίνητο στα χέρια μου. ΄Ηταν προβληματικό εξ αρχής. Εσείς μου δίνατε μια κινούμενη βόμβα να κυκλοφορώ στο δρόμο. Είναι βλάβη η οποία είναι μόνιμη.» Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δικαιολογημένα σημειώνει στην απόφαση του ότι: «. ενώ ο ισχυρισμός της ήταν ότι το αυτοκίνητο ήταν καινούργιο και παρουσίαζε όλα αυτά τα προβλήματα διαφάνηκε τελικά ότι είχε διανύσει αρκετές χιλιάδες χιλιόμετρα πριν να παρουσιαστούν τα προβλήματα με τον συμπλέκτη τον Οκτώβριο του 2007, Δεκέμβριο 2007 και Ιανουάριο 2008».
Για την μαρτυρία που έδωσε ενόρκως η Εφεσείουσα ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, θα προσθέσουμε και τα ακόλουθα: Ήταν αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η Εφεσείουσα, μετά την αντικατάσταση του συμπλέκτη (Ιανουάριος του 2008), δεν παρέλαβε το αυτοκίνητο της από την Εφεσίβλητη. Αντεξεταζόμενη, της υποβλήθηκε ότι μετά την αντικατάσταση του συμπλέκτη, το αυτοκίνητο ήταν απηλλαγμένο από οποιαδήποτε βλάβη. Η απάντηση της παρατίθεται αυτολεξεί: «Εσείς λέτε ότι ήταν απαλλαγμένο από οποιαδήποτε βλάβη. Αν υπήρχε πρόβλημα στο συμπλέκτη γιατί δεν τον αλλάξατε στις 6, γιατί δεν τον αλλάξετε στις 31.12.2007; Γιατί μου ελέγατε ότι είχαν αέρα οι ταχύτητες, γιατί μου ελέγατε ότι δεν καταλαμβαίνατε; Ύστερα μου λέτε ότι αλλάξατε τον συμπλέκτη. Δεν έχω εμπιστοσύνη να πάρω αυτό το αυτοκίνητο στα χέρια μου. Ήταν προβληματικό εξ αρχής. Εσείς μου δίνατε μια κινούμενη βόμβα να κυκλοφορώ στο δρόμο. Είναι βλάβη η οποία είναι μόνιμη». Πώς μπορούσε όμως να γνωρίζει ότι το αυτοκίνητο της, μετά την αντικατάσταση του συμπλέκτη, είχε πρόβλημα και ότι αυτό παρουσίαζε μόνιμη βλάβη, αφού ουδέποτε το παρέλαβε και ουδέποτε το οδήγησε μετά την αντικατάσταση του συμπλέκτη;
Αφήσαμε ως τελευταίο το κυριότερο. Παραπονείται η Εφεσείουσα ότι κακώς το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία της και ειδικότερα τη μαρτυρία της ότι στις 8.1.2008, όταν παρέδωσε για τελευταία φορά το αυτοκίνητο της στην Εφεσίβλητη, καταρτίστηκε μεταξύ της ιδίας και της Εφεσίβλητης συμφωνία για αντικατάσταση του αυτοκινήτου της με καινούργιο, χωρίς προβλήματα, ή για αποζημίωση της. Να επαναλάβουμε πως η θέση της Εφεσίβλητης ήταν πως ουδέποτε καταρτίστηκε τέτοια συμφωνία και ότι το αυτοκίνητο το παρέλαβε από την Εφεσείουσα στις 8.1.2008 για να το επιδιορθώσει και το επιδιόρθωσε, αντικαθιστώντας τον συμπλέκτη του με καινούργιο. Ακολούθως ειδοποίησε στις 11.1.2008, αλλά και μεταγενέστερα, την Εφεσείουσα για να περάσει να παραλάβει το αυτοκίνητο της, με την τελευταία να αρνείται να το παραλάβει. Στις 17.1.2008, η Εφεσείουσα συνέταξε επιστολή την οποία απέστειλε, μέσω ταχυδρομείου, στην Εφεσίβλητη, η οποία παρελήφθη από την τελευταία στις 24.1.2008 (πρόκειται για το τεκμήριο 2 στην πρωτόδικη διαδικασία). Με την εν λόγω επιστολή, εξέφραζε τα πολλά και σφοδρά παράπονα της επειδή η Εφεσίβλητη την άφησε «στο έλεος του Θεού», και για «τις μεγάλες ζημιές, οχληρία, αναστάτωση και ταλαιπωρία» που είχε υποστεί, συνεπεία της κατ΄ ισχυρισμόν ακαταλληλότητας και επικινδυνότητας του αυτοκινήτου που της είχε πωληθεί και παραδοθεί. Στην τελευταία παράγραφο της επιστολής της, κατέγραψε τα ακόλουθα: «Ως εκ των ανωτέρω ζητώ αντικατάσταση του αυτοκινήτου μου με καινούργιο αυτοκίνητο και επίσης ζητώ αποζημιώσεις για τις ζημιές που μου προκαλέσατε και μου προκαλείται συνεπεία των ανωτέρω». Ποίος όμως ο λόγος να διαμαρτύρεται και να ζητά με την επιστολή της ημερ. 17.1.2008 αντικατάσταση του αυτοκινήτου και αποζημιώσεις, όταν η ένορκη θέση της ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, ήταν ότι στις 8.1.2008 συμφώνησε με την Εφεσίβλητη να αντικατασταθεί το αυτοκίνητο της με άλλο καινούργιο ή για καταβολή αποζημίωσης σε αυτή. Συνεπώς, πολύ ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο, με την τελική του απόφαση, σημείωσε, με ευγένεια, ότι η Εφεσείουσα με την επιστολή της ημερ. 17.1.2008 δεν κάνει αναφορά σε σύναψη συμφωνίας αντικατάστασης του αυτοκινήτου της ή σε καταβολή αποζημίωσης, αλλά για πρώτη φορά ζητά αντικατάσταση του αυτοκινήτου της και αποζημιώσεις.
Δεν χρειάζεται να πούμε πολλά για την αξιολόγηση της προφορικής μαρτυρίας. Θα επαναλάβουμε αυτό που έχει κατ΄ επανάληψη λεχθεί, ότι η αξιοπιστία των μαρτύρων και η αξιολόγηση της μαρτυρίας τους, είναι έργο του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, αφού αυτό είναι που βλέπει και ακούει τους μάρτυρες ενόσω αυτοί καταθέτουν ενώπιον του. Το Εφετείο το μόνο που βλέπει είναι καταγεγραμμένη τη μαρτυρία τους στα πρακτικά της διαδικασίας και τίποτε άλλο. Συνεπώς, διάδικος ο οποίος προσβάλλει ενώπιον του Εφετείου ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου που αφορούν σε αξιοπιστία μαρτύρων, έχει να επιτελέσει ένα πολύ δύσκολο έργο. Είναι μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις που δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου (Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Ent. Ltd (1998) 1(Α) ΑΑΔ, 300).
Έχουμε θέσει ενώπιον μας το σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας και τους λόγους για τους οποίους το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε ή απέρριψε τη μαρτυρία των μαρτύρων που κλήθηκαν και κατέθεσαν ενώπιον του. Δεν βρίσκουμε ότι εδώ υπάρχει οτιδήποτε που να δικαιολογεί την επέμβαση μας στα εν λόγω ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο παραθέτει καλούς και πειστικούς λόγους για την απόρριψη ή αποδοχή της μαρτυρίας των προσώπων που κατέθεσαν ενώπιον του. Ως εκ τούτου, οι σχετικοί με το πιο πάνω θέμα λόγοι έφεσης, που είναι και οι περισσότεροι, απορρίπτονται.
Εν κατακλείδι, στη βάση της μαρτυρίας που το Πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη, δικαιολογημένα βρήκε ότι η Εφεσείουσα δεν απέδειξε ότι το πωληθέν και παραδοθέν αυτοκίνητο ήταν ακατάλληλο, τελείως άχρηστο, μη ασφαλές, ελαττωματικό, επικίνδυνο και μη ανταποκρινόμενο στους σκοπούς για τους οποίους αγοράστηκε, ως οι δικογραφημένες θέσεις και η μαρτυρία της. Άλλωστε, η Εφεσείουσα ουδέποτε απέρριψε το αυτοκίνητο ως τέτοιο. Τουναντίον συνέχιζε να το οδηγεί για μεγάλο χρονικό διάστημα και συγκεκριμένα μέχρι και τις 8.1.2008. Δικαιολογημένα βρήκε ότι δεν καταρτίστηκε η κατ΄ ισχυρισμόν συμφωνία για αντικατάσταση του αυτοκινήτου με καινούργιο ή για πλήρη αποζημίωση της Εφεσείουσας. Δικαιολογημένα βρήκε ότι δεν απέδειξε τις κατ΄ ισχυρισμόν ζημιές. Τέλος, δικαιολογημένα βρήκε ότι η Εφεσίβλητη «. σε εφαρμογή των υποχρεώσεων της προς την Ενάγουσα με βάση τους όρους που διέπουν τη συμφωνία πώλησης όπως αντικατοπτρίζονται στο Τεκμήριο 1 προέβηκε στην αντικατάσταση του συμπλέκτη χωρίς να χρεώσει οποιοδήποτε ποσό την Ενάγουσα και την ειδοποίησε να παραλάβει το όχημα της πράγμα το οποίο η Ενάγουσα μέχρι σήμερα αρνείται να πράξει». Να επαναλάβουμε το αυτονόητο, πως στο δικό μας νομικό σύστημα, η Εφεσείουσα ήταν αυτή που είχε το βάρος να αποδείξει την υπόθεση της (Papakokkinou v. Kanther (1982) 1 C.L.R. 65, 74).
Ο τελευταίος λόγος έφεσης (46ος) αφορά στη θέση της Εφεσείουσας ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια καταδικάζοντας την στα έξοδα. Η Εφεσείουσα όμως ήταν η αποτυχούσα διάδικος. Συνεπώς, το Πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά ακολούθησε τον κανόνα, ότι τα έξοδα τα καταβάλλει ο αποτυχών διάδικος.
Όλοι οι λόγοι έφεσης είναι αβάσιμοι. Η Έφεση απορρίπτεται με έξοδα προς όφελος της επιτυχούσας Εφεσίβλητης και εναντίον της αποτυχούσας Εφεσείουσας, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
/ΕΑΠ.