ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:D54
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 35/2014 και 251/2014)
27 Ιανουαρίου, 2022
[ΠΑΝΑΓΗ, Πρόεδρος]
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 35/2014)
(Σχετική με την Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 251/2014)
xxx ΚΟΝΝΑΡΗΣ,
Εφεσείων-Ενάγων,
ν.
xxx ΛΟΥΚΑΪΔΟΥ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ,
Εφεσίβλητης-Εναγομένης.
____________________
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 251/2014)
(Σχετική με την Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 35/2014)
xxx ΛΟΥΚΑΪΔΟΥ-ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ,
Εφεσείουσα-Εναγομένη 1,
ν.
1. xxx ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Εφεσίβλητου 1-Ενάγοντος,
2. xxx ΚΟΝΝΑΡΗ,
Εφεσίβλητου 2-Εναγομένου 2.
____________________
Γιώργος Ζ. Γεωργίου και Ελένη Προδρόμου, για τον Εφεσείοντα στην Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 35/2014 και τον Εφεσίβλητο 2 στην Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 251/2014.
Αρίστη Κορακίδου, για την Εφεσίβλητη στην Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 35/2014 και την Εφεσείουσα στην Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 251/2014.
Χλόη Τοφαρίδου, για τον Εφεσίβλητο 1 στην Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 251/2014.
____________________
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Τα θέματα που απασχολούν στις υπό τους ως άνω αριθμούς και τίτλους εφέσεις αφορούν σε διαφορές μεταξύ των τριών συνεταίρων του δικηγορικού συνεταιρισμού «Θεοφάνους, Κονναρής, Γεωργίου & Σία», (ο συνεταιρισμός). Αυτός συστάθηκε δυνάμει γραπτής συμφωνίας ημερομηνίας 15.7.1993, (η συμφωνία), και ενεγράφη, δεόντως, με την πιο πάνω επωνυμία. Οι εργασίες του τερματίστηκαν στις 17.1.2001, όταν η εκ των συνεταίρων κ. xxx Λουκαΐδου-Θεοφάνους, εφεσείουσα στην Πολιτική Έφεση αρ. 251/2014, (η εφεσείουσα), με επιστολή της ημερομηνίας 15.1.2001 προς τους άλλους συνεταίρους, τερμάτισε μονομερώς τη συμφωνία. Προφανώς, η απόφασή της, ανωτέρω, έγινε δεκτή από τους συνεταίρους της, κ.κ. xxx Γεωργίου και xxx Κονναρή, εφεσίβλητους 1 και 2 στην προαναφερθείσα έφεση, (οι εφεσίβλητοι 1 και 2). Στη συνέχεια, ο κάθε ένας από αυτούς καταχώρισε ξεχωριστή αγωγή κατά της εφεσείουσας, μέσω της οποίας ανέδειξε τις μεταξύ τους διαφορές και προέταξε εναντίον της τις απαιτήσεις του. Η εφεσείουσα, δραττόμενη της ευκαιρίας, προέβαλε και η ίδια, στο πλαίσιο των εν λόγω αγωγών, πέραν των υπερασπίσεών της, τις δικές της απαιτήσεις εναντίον των συνεταίρων της. Περισσότερα γι' αυτές θα αναφερθούν στη συνέχεια.
Οι διαφορές μεταξύ των μερών στο συνεταιρισμό είναι, κατά βάση, οικονομικής φύσεως. Αφορούν διεκδικήσεις για ισομερή κατανομή, μεταξύ τους, κερδών του συνεταιρισμού που προέκυψαν, κυρίως, από υποθέσεις δικαστηριακής και εξωδικαστηριακής φύσεως. Tα εν λόγω κέρδη προέκυψαν κατά την περίοδο κατά την οποία λειτουργούσε ο συνεταιρισμός. Αυτά, όμως, λόγω της φύσεως των υποθέσεών του, συνέχισαν να προκύπτουν και μετά τον τερματισμό των εργασιών του, για άγνωστη χρονική περίοδο. Σημειώνεται πως, με βάση τον όρο 3 της συμφωνίας, ο συνεταιρισμός ασκούσε τις εργασίες του, αποκλειστικά, στην επαρχία και την πόλη της Πάφου. Για το σκοπό αυτό, διατηρούσε γραφείο στην εν λόγω πόλη, υπό τη διεύθυνση της εφεσείουσας, η οποία είχε την έδρα της εκεί. Παρεμπιπτόντως, ο κάθε ένας από τους άλλους δύο συνεταίρους διατηρούσε δικηγορικό γραφείο σε άλλη, μη κατεχόμενη, πόλη της Κύπρου.
΄Οσον αφορά τις εφέσεις, η κάθε μια από αυτές αφορά σε ξεχωριστή αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, η οποία ηγέρθη μεταξύ των συνεταίρων, όπως αναφέρεται πιο κάτω. Συγκεκριμένα, η Πολιτική ΄Εφεση αρ. 35/2014 αφορά στην αγωγή αρ. 2093/2003, ενώ η Πολιτική Έφεση αρ. 251/2014 αφορά στην παλαιότερη, κατά τρία χρόνια, αγωγή αρ. 2303/2001. Πρόκειται για την έφεση και την αγωγή που θα απασχολήσουν περισσότερο στην παρούσα απόφαση. Η απόφαση, λοιπόν, στην τελευταία αγωγή εκδόθηκε στις 9.4.2014 και αποτελεί προϊόν επανεκδίκασης, μετά από σχετική διαταγή του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την απόφασή του ημερομηνίας 6.6.2011 στην Πολιτική Έφεση αρ. 38/2007[1]. Είναι αξιοσημείωτο πως, όταν η συγκεκριμένη αγωγή καταχωρίστηκε το 2001 από τον εφεσίβλητο 1, ως ενάγοντα, στρεφόταν εναντίον της εφεσείουσας, ως της μοναδικής εναγομένης σε αυτή. Στις 18.4.2005, με σχετική διαταγή του εκδικάσαντος Δικαστηρίου, προστέθηκε, ως εναγόμενος, και ο εφεσίβλητος 2, χωρίς, ωστόσο, να διαταχθεί η ανταλλαγή δικογράφων και με αυτόν. ΄Ηταν η θέση του εφεσίβλητου 1 ότι η συμπερίληψη του εφεσίβλητου 2, ως εναγομένου, ήταν τυπική. Προφανώς, τη θέση τούτη ενστερνίστηκε και το εκδικάσαν Δικαστήριο.
Αργότερα, το Εφετείο, με την απόφασή του στην Πολιτική Έφεση αρ. 38//2007, διαφώνησε με την πιο πάνω θέση. Υπέδειξε πως, αν, μετά την προσθήκη στην αγωγή αρ. 2303/2001, ως εναγομένου, και του εφεσίβλητου 2, γινόταν ανταλλαγή δικογράφων μεταξύ των συνεναγομένων, «... τότε όλες οι διαφορές μεταξύ όλων των συνεταίρων θα αποφασίζοντο ενιαίως και οριστικώς και όχι αποσπασματικώς και κεχωρισμένως σε δύο αγωγές με όλες τις περιπλοκές ως προς θέματα μαρτυρίας, δεδικασμένου και άλλα που πιθανώς να προέκυπταν.», (σελίδα 998). Επομένως, στη βάση, ανωτέρω, επέτρεψε την έφεση και διέταξε την επανεκδίκαση της αγωγής αρ. 2303/2001. Συγχρόνως, διέταξε την ανταλλαγή δικογράφων μεταξύ των συνεναγομένων σε αυτή διαδίκων, εφεσείουσας και εφεσίβλητου 2.
Στην πορεία, έγινε η ανταλλαγή δικογράφων στην αγωγή αρ. 2303/2001, ως η προαναφερθείσα διαταγή του Εφετείου. Ωστόσο, στη συνέχεια, η εναγομένη, με αίτησή της, ζήτησε από το Δικαστήριο τη διαγραφή της ανταπαίτησης, που ο εναγόμενος είχε καταχωρίσει εναντίον της. Το Δικαστήριο, βασιζόμενο στην πιο πάνω απόφαση του Εφετείου, με απόφασή του ημερομηνίας 2.7.2012, απέρριψε, ορθώς, την εν λόγω αίτηση και προχώρησε στην επανεκδίκαση της αγωγής αρ. 2303/2001. Συγχρόνως, προχώρησε και η εκδίκαση της αγωγής αρ. 2093/2003. Στην πορεία, εκδόθηκαν, από διαφορετικούς Δικαστές δύο αντίθετες μεταξύ τους αποφάσεις.
Κατά τη μελέτη των εφέσεων, οι οποίες συνεκδικάστηκαν, διαπιστώθηκε, στη λεπτομέρειά τους, πλέον, η αντίστοιχη πορεία των υπό αναφορά αγωγών και το περιεχόμενο των δικογράφων των διαδίκων σε αυτές. Ιδιαίτερα, διαπιστώθηκε ότι ο εφεσίβλητος 2 και η εφεσείουσα, ενάγων και εναγομένη, αντίστοιχα, στην αγωγή αρ. 2093/2003, ήταν συνεναγόμενοι στην προγενέστερη αγωγή αρ. 2303/2001. Μεταξύ τους προέβαλαν, και σε αυτήν, τις ίδιες, ακριβώς, απαιτήσεις και υπερασπίσεις που είχαν προβάλει στην αγωγή αρ. 2093/2003. Συγχρόνως, η εφεσείουσα, εναγομένη στην αγωγή αρ. 2303/2001, εκτός από την υπεράσπισή της, προέβαλε και ανταπαίτηση εναντίον του εφεσίβλητου 1, ενάγοντος στην εν λόγω αγωγή. Ο τελευταίος, όπως έχει προαναφερθεί, κράτησε ουδέτερη στάση έναντι του εφεσίβλητου 2, εναγομένου στην ίδια αγωγή.
Με δεδομένη τη διαμόρφωση, ως ανωτέρω, της αγωγής αρ. 2303/2001 και την έναρξη της εκδίκασής της ως οι οδηγίες του Εφετείου στην Πολιτική Έφεση αρ. 38/2007, η αγωγή αρ. 2093/2003, εκ των πραγμάτων, κατέστη, πλέον, περιττή, έστω και αν τελούσε υπό εκδίκαση. Ο σκοπός τον οποίο αυτή ήθελε να εξυπηρετήσει, ο οποίος ήταν η επίλυση των διαφορών που προέκυψαν συνεπεία του τερματισμού των εργασιών του συνεταιρισμού μεταξύ δύο εκ των συνεταίρων του, ήταν πανομοιότυπος και υπερκαλυπτόταν από τα δικόγραφα στην αγωγή αρ. 2303/2001. Ως εκ τούτου, οι συνήγοροι των διαδίκων κλήθηκαν να τοποθετηθούν ως προς τη σημασία των πιο πάνω διαπιστώσεων όσον αφορά τις αγωγές και στον περαιτέρω χειρισμό των εφέσεων.
Η ύπαρξη και η προώθηση, συγχρόνως, ξεχωριστών δικαστικών μέτρων, προς επίτευξη του ιδίου σκοπού, συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Τούτο αποτελεί το ratio decidenti στην υπόθεση Beogradska D.D. (1996) 1 Α.Α.Δ. 911. Σαφώς, στη βάση των προαναφερθέντων, αυτό εφαρμόζεται σε σχέση με τις υπό αναφορά αγωγές. ΄Οπως έχει λεχθεί κατά την ακρόαση των εφέσεων, το Δικαστήριο που επιλαμβανόταν της αγωγής αρ. 2093/2003 είχε την ευκαιρία να αναστείλει, τουλάχιστον, την εκδίκασή της, πλην, όμως, δεν έκαμε δεκτή αίτηση που είχε υποβληθεί προς το σκοπό αυτό. Την ίδια άποψη περί καταχρηστικής διαδικασίας διατύπωσαν, κατά το εν λόγω στάδιο, και οι συνήγοροι των διαδίκων, περιλαμβανομένων των συνηγόρων του εφεσίβλητου 2, ενάγοντος στην αγωγή αρ. 2093/2003.
Καταλήγοντας, λοιπόν, διαπιστώνεται, για το λόγο που έχει προαναφερθεί, ότι η αγωγή αρ. 2093/2003 αποτελούσε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Προστίθεται δε πως, σαφώς, εκ των πραγμάτων, η ύπαρξή της δεν εξυπηρετούσε την επίλυση των διαφορών μεταξύ και των τριών συνεταίρων στο συνεταιρισμό και, εν τέλει, την απόδοση δικαιοσύνης μεταξύ τους. ΄Οπως, ουσιαστικά, υποδείχθηκε στην Πολιτική Έφεση αρ. 38/2007, τούτο θα επιτυγχανόταν καλύτερα στο πλαίσιο της αγωγής αρ. 2303/2001, στην οποία μετείχαν, ως διάδικοι, όλα τα μέρη του συνεταιρισμού. Κατά συνέπεια, η αγωγή αρ. 2093/2003 απορρίπτεται, με επακόλουθο την ακύρωση της απόφασης που είχε εκδοθεί σε αυτήν. Ως εκ της πιο πάνω κρίσεως, τερματίζεται, συγχρόνως, και η Πολιτική Έφεση αρ. 35/2014.
Μετά την πιο πάνω κατάληξη, παραμένει, βέβαια, προς εξέταση η Πολιτική Έφεση αρ. 251/2014, η οποία καταχωρίστηκε από την εφεσείουσα, εναγομένη στην αγωγή αρ. 2303/2001, και η οποία, όπως έχει λεχθεί, στρέφεται κατά της διαταγής του Δικαστηρίου στην απόφασή του ημερομηνίας 9.4.2014. Με αυτήν, ευοδώθηκαν η απαίτηση του ενάγοντος, εφεσίβλητου 1, και η όμοια απαίτηση στην ανταπαίτηση του εναγομένου, εφεσίβλητου 2, για απόδοση από την εφεσείουσα λογαριασμών, σε σχέση με «τις οικονομικές καταστάσεις του συνεταιρισμού» και με «τις υποθέσεις του», συγκεκριμένων ετών και περιόδων που αναφέρονται στην απόφαση. Συγχρόνως, στρέφεται κατά του μέρους εκείνου της απόφασης, με το οποίο απορρίφθηκαν συγκεκριμένες απαιτήσεις, οικονομικού περιεχομένου, της εφεσείουσας κατά των εφεσίβλητων.
Τέλος, ανάλογη διαταγή για απόδοση λογαριασμών σε σχέση με τις υποθέσεις του συνεταιρισμού εκδόθηκε και εναντίον του εφεσίβλητου 1, προς όφελος της εφεσείουσας και του εφεσίβλητου 2. Έφεση, όμως, καταχώρισε μόνο η εφεσείουσα, ήτοι την Πολιτική Έφεση αρ. 251/2014, με την οποία προσβάλλει, με αριθμό αιτιάσεων, την ορθότητα της απόφασης, στην έκταση που αυτή στρέφεται εναντίον της, όπως έχει προαναφερθεί. Κατ' ουσία, η εφεσείουσα εισηγείται ότι ο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τη μαρτυρία που η ίδια έθεσε ενώπιόν του και, ειδικά, δεν την αξιολόγησε, ώστε να καταλήξει στα ορθά συμπεράσματα, δεδομένης, όπως θεωρεί, της αξιοπιστίας της. Στη βάση αυτή, εισηγείται, συγχρόνως, ότι η απόφαση στερείτο αιτιολόγησης. Οι πιο πάνω εισηγήσεις βρίσκουν αντίθετη την πλευρά των εφεσιβλήτων, οι οποίοι υποστηρίζουν, ως απόλυτα ορθή, την απόφαση.
Το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του και απέδωσε τις θεραπείες που έχουν προαναφερθεί, στη βάση των δικογράφων των διαδίκων που τις είχαν αιτηθεί, εφεσιβλήτων 1 και 2, ενάντια στη δικογραφημένη θέση, σχετικά, της εφεσείουσας. Συγκεκριμένα, διαπίστωσε ότι οι αποδοθείσες, ως άνω, θεραπείες εύρισκαν έρεισμα στη μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιόν του, ειδικά, από την πλευρά του εφεσίβλητου 1, καθώς, επίσης, σε συγκεκριμένους όρους της γραπτής συμφωνίας από την οποία διέπετο ο συνεταιρισμός. Επιπρόσθετα, δεν έκαμε δεκτές τις απαιτήσεις, ανωτέρω, της εφεσείουσας, στη βάση, αποκλειστικά, της συμφωνίας.
Η μαρτυρία που προσφέρθηκε αντανακλούσε το περιεχόμενο των εκατέρωθεν δικογράφων, επεκτάθηκε, όμως, σε αχρείαστο μάκρος, συνέπεια την οποία το Δικαστήριο απέδωσε στην επαγγελματική ιδιότητα των μερών. Σε κάθε περίπτωση, τα θέματα που αναδείχθηκαν, μέσω αυτής, προς εξέταση ήταν, σχετικά, περιορισμένα. Να λεχθεί δε, εξαρχής, ότι το Δικαστήριο ασχολήθηκε ενδελεχώς με αυτά, η δε απόφαση και, ειδικά, τα ευρήματά του κρίνονται δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένα.
Μέρος των ευρημάτων του Δικαστηρίου αφορούσε τη σύσταση και τον τερματισμό των εργασιών του συνεταιρισμού, όπως αναφέρεται πιο πάνω. Σημειώνεται πως, από την πλευρά της εφεσείουσας, υπήρξε αμφισβήτηση όσον αφορά το χρόνο που συνέβη το δεύτερο πιο πάνω γεγονός· τούτο, ως εκ της θέσεώς της ότι ο εφεσίβλητος 2 είχε αποχωρήσει σιωπηρά από το συνεταιρισμό το 1997, λόγω της μη συμμετοχής του στις εργασίες του. Το Δικαστήριο απέρριψε την πιο πάνω θέση. ΄Οπως, ορθώς, παρατήρησε, δεν υπήρχε πρόνοια για ένα τέτοιο ενδεχόμενο στη συμφωνία, η δε θέση, ανωτέρω, της εφεσείουσας ήταν και αντιφατική. Αυτή, προκειμένου να προέβαινε στη διάλυση του συνεταιρισμού από τις 17.1.2001, ως η επιστολή της ημερομηνίας 15.1.2001, απευθύνθηκε και προς τους δύο άλλους συνεταίρους, εφεσίβλητους 1 και 2. Προηγουμένως, στις 22.12.2000, τούς είχε στείλει επιστολή, με την οποία τούς πληροφορούσε ότι ουδεμία υπόθεση δικού της πελάτη θα αναλαμβανόταν από το συνεταιρισμό. Εμφανώς, η εφεσείουσα θεωρούσε τον εφεσίβλητο 2 ως συνέταιρο μέχρι τον τερματισμό των εργασιών του συνεταιρισμού, από την ίδια, στις 17.1.2001. Αν αυτή πίστευε ότι ο εφεσίβλητος 2 παραβίασε, ως άνω, τη συμφωνία, θα μπορούσε να τήν είχε αποκηρύξει στη βάση τούτη, θεωρώντας τον, συγχρόνως, υπαίτιο για οποιαδήποτε ζημιά η ίδια τυχόν να είχε υποστεί ή τυχόν να υφίστατο στο μέλλον. Κατά συνέπεια, ο εφεσίβλητος 2 συνέχισε να είναι συνέταιρος στο συνεταιρισμό μέχρι τις 17.1.2001, ημερομηνία την οποία η εφεσείουσα όρισε ως χρόνο για τον τερματισμό των εργασιών του.
Το Δικαστήριο, στη βάση της μαρτυρίας που είχε ενώπιόν του, διαπίστωσε, επίσης, ότι η εφεσείουσα είχε την καθημερινή διαχείριση των εργασιών του συνεταιρισμού και, συνεπώς, ήταν σε μοναδική θέση να ετοιμάσει λογαριασμούς, που ήταν το ζητούμενο, δεδομένων των αντίστοιχων απαιτήσεων των εφεσιβλήτων 1 και 2, των ιδίων τελούντων, αντικειμενικά, σε αδυναμία να έχουν πρόσβαση σε οποιαδήποτε οικονομικά στοιχεία του. Τούτο είναι ορθό. Δικαιολογημένα, λοιπόν, οδηγήθηκε στο εύλογο συμπέρασμα, όπως το έθεσε, ότι: «Τους λογαριασμούς αυτούς είναι σε θέση κατά την κρίση μου να ετοιμάσει η εναγομένη η οποία όπως αναφέρει ήταν η ψυχή και η διευθύνουσα τα του συνεταιρισμού και της οικονομικής λειτουργίας και διαχείρισης του συνεταιρισμού και είχε τη γενική διεύθυνση των εργασιών του συνεταιρισμού.» Επομένως, δικαιολογημένα το Δικαστήριο προέβη και στην έκδοση διαταγής για απόδοση, από την εφεσείουσα προς τους εφεσίβλητους, λογαριασμών, ως η απόφασή του.
Η εφεσείουσα, στο πλαίσιο σχετικής αιτιολογίας, εισηγήθηκε, επίσης, ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να εκτιμήσει ορθά τη μαρτυρία και να τής αποδώσει το 70% των κερδών του συνεταιρισμού, καθώς, επίσης, συμφωνηθείσες μηνιαίες πληρωμές, υπό τη μορφή μηνιαίου μισθού. Ως προς το πρώτο θέμα, επικαλέστηκε την πρόνοια στον όρο 6 της συμφωνίας. Σε αυτήν, αναφέρεται ότι τα κέρδη του συνεταιρισμού «θα κατανέμονται εφ' όσον υπάρχουν ... κατά ίση αναλογία μεταξύ των Συνεταίρων ...», δηλαδή ανά ένα τρίτο (1/3) έκαστος. Ακολουθεί πως, «... εν πάση περιπτώσει τα έσοδα της εκ των Συνεταίρων xxx Θεοφάνους (της εφεσείουσας) δεν θα είναι ολιγότερα του ποσού των εσόδων τα οποία θα είχε αυτή αν ασκούσε ατομικά το επάγγελμα της παροχής Νομικών υπηρεσιών πάσης μορφής εντός και εκτός των Δικαστηρίων στην Πόλη και Επαρχία Πάφου.».
Το Δικαστήριο, αφού διάβασε, οπωσδήποτε, τον πιο πάνω όρο, διαπίστωσε ότι αυτός χαρακτηριζόταν από αοριστία. Η διαπίστωσή του είναι ορθή και δεν υπάρχει αμφιβολία ως προς τούτο. Κατ' αρχάς, δεν υπάρχει στον όρο 6 αναφορά σε ποσοστό 70%. Η πρόνοια του εν λόγω όρου, που εδώ ενδιαφέρει, αναφέρεται σε άγνωστο ποσό εσόδων, τα οποία η εφεσείουσα τυχόν να είχε, σε μη καθορισμένο χρόνο, στο μέλλον, αν ασκούσε μόνη το επάγγελμα της δικηγόρου. Σαφώς, οι πρόνοιες αυτές καθιστούν παντελώς αδύνατο τον υπολογισμό οποιουδήποτε ποσού εσόδων. Ως εκ τούτου, η πιο πάνω πρόνοια είναι άκυρη, κατά το άρθρο 29 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, ως η διαπίστωση, σχετικά, του Δικαστηρίου.
΄Οσον αφορά την άλλη οικονομική απαίτηση της εφεσείουσας για μηνιαίες πληρωμές, εμφανώς, δεν υπάρχει τέτοια πρόνοια, και πάλι, στη συμφωνία, ήτοι ότι αυτή θα δικαιούτο σε οποιοδήποτε τέτοιο ποσό. Η μόνη πρόνοια που μπορεί να θεωρηθεί σχετική είναι η περιλαμβανόμενη στον όρο 10, με την οποία προβλέπεται ότι: «΄Εκαστος συνεταίρος δικαιούται διαρκούντως του Συνεταιρισμού να αποσύρη λογικόν ποσόν μηνιαίως έναντι των κερδών, εκτός εάν άλλως ήθελε μεταγενεστέρως συμφωνηθή, ...» Το Δικαστήριο διαπίστωσε, με βάση τη μαρτυρία που είχε ενώπιόν του, ότι δεν αποδεικνυόταν μεταγενέστερη συμφωνία μεταξύ των συνεταίρων, στη βάση της οποίας η εφεσείουσα να δικαιούτο να λαμβάνει οποιαδήποτε μηνιαία πληρωμή. Αν δε αυτή λάμβανε οποιοδήποτε ποσό σε μηνιαία βάση, τούτο ήταν συνέπεια διευθέτησης, η οποία δικαιολογείτο στη βάση του όρου 10, για απόσυρση λογικού ποσού μηνιαίως έναντι των κερδών. Αυτό, βεβαίως, κρίνεται λογικό, προκειμένου η εφεσείουσα να είχε μηνιαίο εισόδημα από το συνεταιρισμό, ως η διευθύνουσα, επί καθημερινής βάσεως, των εργασιών του.
Καταλήγοντας, ορθώς διαπιστώθηκε, από το Δικαστήριο, ότι η εφεσείουσα δεν απέδειξε τις απαιτήσεις της εναντίον των εφεσιβλήτων, για οποιοδήποτε ποσό. Το δικαίωμά της στα κέρδη του συνεταιρισμού καθοριζόταν στο ένα τρίτο (1/3) αυτών, όπως και του καθενός από τους άλλους δύο συνεταίρους. Το Δικαστήριο, υπό τις περιστάσεις, έκρινε ορθό ότι τούτο μπορούσε να ικανοποιηθεί, εφόσον δίδονταν από την εφεσείουσα οι αναγκαίοι λογαριασμοί, προς διαπίστωση του ακριβούς ποσού των κερδών του συνεταιρισμού. Υπό το φως των πιο πάνω, η κρίση του ήταν ορθή.
Για τους πιο πάνω λόγους, η Πολιτική ΄Εφεση αρ. 251/2014 αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον της εφεσείουσας. Αυτά να υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Υπό τις περιστάσεις που έχουν προαναφερθεί, δεν επιδικάζονται οποιαδήποτε έξοδα σε σχέση με την Πολιτική ΄Εφεση αρ. 35/2014. Ωστόσο, υπό τις ίδιες περιστάσεις, επιδικάζονται έξοδα, κατά το ένα δεύτερο (1/2), πλέον Φ.Π.Α., στην αγωγή αρ. 2093/2003, υπέρ της εφεσείουσας, και εναντίον του εφεσίβλητου 2, εναγομένης και ενάγοντος, αντίστοιχα, σε αυτήν. Τούτα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου και να τύχουν της έγκρισης του Δικαστηρίου.
Π. Παναγή, Π.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
Α. Πούγιουρου, Δ.
/ΜΠ
[1] Πρόκειται για τη δημοσιευμένη υπόθεση Θεοφάνους ν. Γεωργίου κ.ά. (2011) 1 Α.Α.Δ. 991.