ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παναγή, Περσεφόνη Σάββας Φασουλιώτης για Χρήστος Πουργουρίδης amp;amp;amp; ΣΙΑ ΔΕΠΕ, για την εφεσείουσα. Κώστας Δημητριάδης για Κώστας Π. Δημητριάδης ΔΕΠΕ για την εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2022-01-20 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΦΑΣΑΡΙΑ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΦΑΣΑΡΙΑ v. AMERICAN LIFE INSURANCE COMPANY Ή ALICO AIG LIFE, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ.325/2012, 257/2015, 20/1/2022 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2022:D155

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                      (ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ.325/2012)

(σχ. με 257/2015)

 

20 Ιανουαρίου, 2022

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Πρόεδρος]

[Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

XXXXX ΦΑΣΑΡΙΑ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ

ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ XXXXX ΦΑΣΑΡΙΑ,

Εφεσείουσα,

v.

 

AMERICAN LIFE INSURANCE COMPANY Ή ALICO AIG LIFE,

Εφεσίβλητης.

---------------------

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ.257/2015

(σχ. με 325/2012)

 

XXXXX ΦΑΣΑΡΙΑ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ

ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ XXXXX ΦΑΣΑΡΙΑ,

Εφεσείουσα,

v.

 

AMERICAN LIFE INSURANCE COMPANY Ή ALICO AIG LIFE,

Εφεσίβλητης.

---------------------

Σάββας Φασουλιώτης για Χρήστος Πουργουρίδης & ΣΙΑ ΔΕΠΕ, για την εφεσείουσα.

Κώστας Δημητριάδης για Κώστας Π. Δημητριάδης ΔΕΠΕ για την εφεσίβλητη.

 

------------

 

Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Η εφεσείουσα ενάγει ως διαχειρίστρια της περιουσίας του αποβιώσαντα Α. Φασαρία.  Ο Α. Φασαρίας (εν τοις εφεξής «ο ασφαλισμένος») διατηρούσε ασφαλιστήριο συμβόλαιο ημερ. 19.3.2004 με την εφεσίβλητη, στα πλαίσια του οποίου η τελευταία είχε υποχρέωση, σε περίπτωση θανάτου του, εφόσον βέβαια πλήρωνε τα οφειλόμενα ασφάλιστρα, να καταβάλει στους νόμιμους κληρονόμους του £30.000 («ασφάλεια ζωής»). 

 

          Στις 5.4.2004 ο ασφαλισμένος εκχώρησε όλα τα δικαιώματα του από το εν λόγω συμβόλαιο προς την Ελληνική Τράπεζα.  Το γεγονός αυτό γνωστοποιήθηκε τόσο στην εφεσείουσα όσο και στην εφεσίβλητη. 

Όταν ο ασφαλισμένος απεβίωσε, οι κληρονόμοι/δικαιούχοι, αν και η ασφάλεια είχε εκχωρηθεί, υπέβαλαν έντυπο σχετικής απαίτησης προς την εφεσίβλητη.  Η τελευταία αρνήθηκε να πληρώσει και επέστρεψε ποσό £2.474 που αντιστοιχούσε στα καταβληθέντα ασφάλιστρα, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι ο ασφαλισμένος παρέλειψε να γνωστοποιήσει πληροφορίες κατά την υπογραφή της αίτησης ασφάλισης.  Η εφεσίβλητη ομοίως αρνήθηκε να πληρώσει όταν η Ελληνική Τράπεζα, ως ο εκδοχέας της ασφάλειας, απαίτησε η ίδια την καταβολή της. 

 

Η άρνηση της εφεσίβλητης οδήγησε σε αγωγή της διαχειρίστριας της περιουσίας του ασφαλισμένου-αποβιώσαντος (εφεσείουσα) εναντίον της ασφαλιστικής εταιρείας (εφεσίβλητης).  Στα πλαίσια της αγωγής αυτής το αρχικό ζήτημα που τέθηκε ήταν η κατ'  ισχυρισμό παράλειψη εκ μέρους του ασφαλισμένου για πλήρη αποκάλυψη των ουσιωδών γεγονότων σε μια τέτοια συμφωνία ύψιστης καλής πίστης (uberrimae fidei).  

 

Ακολούθως όμως, με τροποποίηση της υπεράσπισης, η εφεσίβλητη ήγειρε και ζήτημα νομιμοποίησης της εφεσείουσας ως ενάγουσας, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι η εφεσείουσα δεν είχε δικαίωμα αγωγής εναντίον της, λόγω της εκχώρησης στην οποία είχε προβεί ο ασφαλισμένος προς την Ελληνική Τράπεζα. 

 

Κατόπιν τούτου η εφεσείουσα υπέβαλε αίτηση ώστε να προσθέσει στην αγωγή την Ελληνική Τράπεζα ως δεύτερη εναγόμενη και από πλευράς γεγονότων όπως προσθέσει την ακόλουθη παράγραφο:

 

«6. Ο αποβιώσας XXXXX Φασαρίας δυνάμει γραπτής συμφωνίας ημερ. 5/4/2004 εκχώρησε όλα τα δικαιώματα και οφέλη που απορρέουν από το επίδικο ασφαλιστικό συμβόλαιο προς την εναγόμενη 2 η οποία αποδέχθηκε την εν λόγω εκχώρηση.  Ως εκ τούτου, η εναγόμενη 2 ενάγεται ως αναγκαίος διάδικος, έτσι ώστε να υποχρεωθεί και/ή να δεσμεύεται να παραδώσει στην ενάγουσα οποιοδήποτε ποσό επιδικαστεί από το δικαστήριο στα πλαίσια της παρούσας αγωγής καθότι όλες ανεξαιρέτως οι υποχρεώσεις του ως άνω αποβιώσαντα προς την εναγόμενη 2 (οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα τη διενέργεια της πιο πάνω εκχώρησης) έχουν εξοφληθεί από την ενάγουσα και/ή τους νόμιμους κληρονόμους του αποβιώσαντα.»

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αίτηση για προσθήκη διαδίκου οπότε προέκυψε η υπό τον άνω αριθμό και τίτλο έφεση αρ. 325/12. 

 

Ακολούθως το πρωτόδικο δικαστήριο εκδίκασε την αγωγή, περιλαμβανομένου του ζητήματος της νομιμοποίησης σε σχέση με το οποίο αποδέχθηκε την εισήγηση της εφεσίβλητης, παρά ταύτα, για κάθε ενδεχόμενο, εξέτασε και την ουσία, καταλήγοντας ότι υπήρξε μη αποκάλυψη η οποία κατέστησε τη σύμβαση ακυρώσιμη, με δικαίωμα της εφεσίβλητης να την ακυρώσει, όπως και έπραξε. 

 

Από την τελική απόφαση προέκυψε η υπό τον άνω αριθμό και τίτλο έφεση αρ. 257/15.

 

Οι δύο εφέσεις συνεκδικάστηκαν και ρητώς έγινε δεκτό, κατά τρόπο δίκαιο και υπεύθυνο από τον ευπαίδευτο δικηγόρο της εφεσείουσας, ότι τυχόν αποτυχία της εφεσείουσας στην 325/12 θα καθιστούσε χωρίς υπόσταση την 257/15.  Τούτο διότι δεν αμφισβητήθηκε, αλλά αντίθετα αποτέλεσε σαφή θέση στο περίγραμμα αγόρευσης για την εφεσείουσα ότι «αν δεν ανατρεπόταν το αποτέλεσμα της ενδιάμεσης πρωτόδικης απόφασης τότε βάσει της ισχύουσας νομολογίας (βλ. Λουκά ν. Eurolife Ltd (2009) 1 AAΔ 1524) δεν υπήρχε πλέον καμιά πιθανότητα επιτυχίας της ενάγουσας στην αγωγή.»

 

Πρωταρχική, συνεπώς, σημασία έχει η εξέταση της έφεσης 325/12, με την οποία η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε τη νομολογία και ειδικά την απόφαση Λουκά ν. Eurolife.

 

Η εκχώρηση (assignment) στην Κύπρο διέπεται από τις αρχές της επιείκειας από την οποία και προέρχεται (βλ. μεταξύ άλλων την Λουκά (ανωτέρω), την Chrysostomou v. Chalkousi & Sons (1978) 1 CLR 10, Markidou v. Kiliari and Another (1983) 1 CLR 392).  Συνέπεια της εκχώρησης, εάν αυτή είναι απόλυτη (absolute), είναι η μεταβίβαση του χρέους και συνεπακόλουθα του αντίστοιχου αγωγίμου δικαιώματος (chose in action).  Όπως ελέχθη στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστόπουλου (1994) 1 ΑΑΔ 479

 

«Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά αποφάσισε ότι ο εκδοχέας νομιμοποιείται να καταχωρίσει την αγωγή του και να διεκδικήσει αυτοδίκαια τα δικαιώματα από την εκχώρηση, χωρίς να χρειάζεται να συνενώσει τον εκχωρητή (Chrysostomou v. Chalkousi & Sons (1978) 1 CLR 10, Markidou v. Kiliari and Another (1983) 1 CLR 392).»

 

Με δεδομένο ότι δικαίωμα αγωγής έχει απευθείας ο εκδοχέας, στη Λουκά εξετάστηκε κατά πόσο τέτοιο δικαίωμα έχει παράλληλα και από μόνος του ο εκχωρητής.  Το ερώτημα απαντήθηκε με αναφορά στην Three Rivers DC v. Bank of England [1995] 4 All ER 312, όπου ελέχθησαν τα ακόλουθα (αντιγράφουμε από τη Λουκά):

«Where there was an agreement to assign a legal chose, in equity the assignee became the owner and controller of the legal chose and was entitled to sue for the recovery of the chose, although as a matter of practice he was normally required by the court to join the assignor either as plaintiff or, if he refused to give his consent, as defendant. However (Staughton L.J. dissenting), where the assignor wished to sue and it was known that there had been an assignment the court required the assignee to be joined and would not permit the assignor to maintain the action in the absence of the assignee. The assignor was entitled to sue as trustee for the assignee if the assignee so wished, but in that event he was required to reveal his representative capacity . . ."

Σε ελεύθερη μετάφραση:

Όπου υπάρχει συμφωνία εκχώρησης νομικού δικαιώματος αγωγής, σύμφωνα με το δίκαιο της επιείκειας ο εκδοχέας καθίσταται ο δικαιούχος και ελέγχων του δικαιώματος αγωγής και δικαιούται να ενάγει με βάση το δικαίωμα αυτό, παρόλο ότι, ως θέμα πρακτικής, κανονικά θα απαιτηθεί από το Δικαστήριο να συνενώσει τον εκχωρητή είτε ως ενάγοντα είτε, εάν αρνείται να δώσει την συγκατάθεσή του, ως εναγόμενο. Εντούτοις, όπου ο εκχωρητής επιθυμεί να καταχωρήσει αγωγή, όπου είναι γνωστό ότι υπήρξε εκχώρηση, το Δικαστήριο ζητά όπως ο εκδοχέας συνενωθεί και δεν επιτρέπει στον εκχωρητή να συντηρεί την αγωγή στην απουσία του εκδοχέα. Ο εκχωρητής δικαιούται να ενάγει ως εμπιστευματοδόχος του εκδοχέα εάν τούτο επιθυμεί ο εκδοχέας, αλλά σε τέτοια περίπτωση πρέπει να αποκαλύπτει την εκπροσωπευτική του ιδιότητα ...»

 

Στη Λουκά τα ωφελήματα ασφαλιστικού εγγράφου είχαν απολύτως εκχωρηθεί, με όρο παρόμοιο όπως στην παρούσα υπόθεση (τεκμήριο 1 στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση στην αίτηση για προσθήκη διαδίκου), σε τράπεζα η οποία παρέσχε στεγαστικό δάνειο στον εφεσείοντα.  Εκκρεμούσας της οφειλής του εφεσείοντα για αποπληρωμή του στεγαστικού δανείου, αυτός υπέστη ατύχημα και καταχώρισε αγωγή εναντίον της ασφαλιστικής εταιρείας με βάση το ασφαλιστικό συμβόλαιο το οποίο είχε εκχωρήσει απόλυτα στην τράπεζα.  Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε ως άνω στην αρχή της Three Rivers κατέληξε ως εξής:

 

«Όλα τα πιο πάνω είναι καθοδηγητικά και στην υπό κρίση υπόθεση, αφού και εδώ το θέμα αφορούσε «νομικό αντικείμενο αγωγής» (legal chose in action).

Ο εφεσείων-εκχωρητής ενήγαγε προσωπικά, χωρίς να έχει συνενώσει και τον εκδοχέα ως διάδικο, που, φυσιολογικά και νομικά είχε τον πρώτο λόγο στη διαδικασία λόγω της εκχώρησης. Πουθενά δε δεν φαίνεται να τον είχε εξουσιοδοτήσει ο εκδοχέας να τον εκπροσωπεί ως εμπιστευματοδόχος του.

Mε βάση τις πιο πάνω αρχές, καταλήγουμε πως ο εφεσείων-ενάγων δεν είχε δικαίωμα αγωγής προσωπικά εναντίον των εφεσίβλητων-εναγομένων εκτός αν συνένωνε και τον εκδοχέα ή αν ενεργούσε κατ' εντολήν του και ως εκ τούτου η αγωγή του θα έπρεπε να είχε απορριφθεί γι'αυτό το λόγο.»

 

Είναι γεγονός ότι εν προκειμένω η εφεσείουσα (εκχωρητής) επεχείρησε να συνενώσει την τράπεζα (εκδοχέα) ως δεύτερη εναγόμενη. 

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο παρέπεμψε στη Δ.9 κ.10 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών αναφορικά με το ζήτημα της συνένωσης διαδίκων, και αναφέρθηκε στην ευρεία διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, η οποία ασκείται σε συνάρτηση προς τα επίδικα θέματα όπως αυτά προσδιορίζονται στα δικόγραφα, με κριτήριο το κατά πόσο βρίσκονται ενώπιον του δικαστηρίου όλοι οι αναγκαίοι διάδικοι (Οδυσσέως ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (2001) 1 ΑΑΔ 1372, Mepa Underwriting Management v. Αγροτική Ανώνυμη Ελληνική Εταιρεία Γενικών Ασφαλειών (1997) 1 ΑΑΔ 772). Κατέληξε ότι, εφόσον υπήρξε απόλυτη εκχώρηση ολόκληρης της οφειλής και κατ'  επέκταση του νομικού αντικειμένου της αγωγής (legal chose in action), δικαίωμα αγωγής είχε πλέον ο εκδοχέας και όχι ο εκχωρητής και ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις ώστε να μπορούσε ο εκχωρητής να κινήσει την αγωγή ως αντιπρόσωπος και εμπιστευματοδόχος του εκδοχέα.   

 

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος της εφεσείουσας δέχθηκε ότι λανθασμένα κίνησε την αγωγή η εφεσείουσα ως εκχωρητής και ότι αυτό θα ήταν μοιραίο εάν δεν επιτρεπόταν η συνένωση του εκδοχέα.  Ήταν όμως η εισήγηση του ότι μπορούσε ο εκδοχέας να συνενωθεί όπως η εφεσείουσα το ζήτησε. 

Το πρωτόδικο δικαστήριο, με αναφορά στη Λουκά και στην Three Rivers, κατέληξε ότι η εφεσείουσα ως εκχωρητής τότε μόνο θα μπορούσε να κινήσει αγωγή, εάν τούτο επιθυμούσε ο εκδοχέας και νοουμένου ότι, σε τέτοια περίπτωση, θα έπρεπε να αποκαλύψει την αντιπροσωπευτική της ιδιότητα.  Αυτές οι προϋποθέσεις, όπως διαπίστωσε, έλειπαν από τα υφιστάμενα δικόγραφα και από το περιεχόμενο των ενώπιον του ενόρκων δηλώσεων.

 

Θεωρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αντίκρισε ορθά το ζήτημα. Ο εκχωρητής εφόσον εκχωρήσει απολύτως την απαίτηση που έχει εναντίον τρίτου, εκχωρεί και το νομικό αντικείμενο της αγωγής,  με αποτέλεσμα να μην έχει πλέον ο ίδιος δικαίωμα να εγείρει την αγωγή προσωπικά, αλλά μόνο ως αποκαλυπτόμενος αντιπρόσωπος και εμπιστευματοδόχος του εκδοχέα, στοιχείο που εν προκειμένω δεν υπήρχε ή δεν αποκαλύφθηκε.  Η διαπίστωση αυτή ορθά καθόρισε την τύχη της αίτησης και καθορίζει τώρα και την τύχη της έφεσης 325/12.  Εάν η διαχείριση της περιουσίας του αποβιώσαντος έχει πληρώσει αχρεωστήτως οποιοδήποτε ποσό στην τράπεζα, θα μπορούσε ενδεχομένως να στραφεί εναντίον της τελευταίας.  Αλλά το νομικό δικαίωμα αγωγής εναντίον της εφεσίβλητης το έχει, κατ' εφαρμογή της Λουκά και της Three Rivers, απωλέσει.  Συνεπώς δεν ήταν πλέον ζήτημα ευρείας ή μη διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, με σκοπό την απονομή της δικαιοσύνης και την αποφυγή αδικίας, ή ακόμα και καταφυγής στις συμφυείς εξουσίες του δικαστηρίου, όπως το έθεσε ο ευπαίδευτος δικηγόρος της εφεσείουσας, αλλά ζήτημα αγωγής από μη δικαιούμενο πρόσωπο, χωρίς να υπάρχουν οι προϋποθέσεις ώστε να μπορούσε να διασωθεί με την προσθήκη του εκδοχέα. 

 

Το αποτέλεσμα αυτό, ως άνω, καθορίζει και την τύχη της άλλης έφεσης, της 257/15, επί της ένστασης περί μη νομιμοποίησης της εφεσείουσας ως ενάγουσας, ζήτημα που, ως άνω, δεν αμφισβητήθηκε.  Αντίθετα, στην έφεση ρητώς καταγράφεται ότι αν δεν γινόταν δεκτή η προσθήκη της τράπεζας ως αναγκαίου διαδίκου η αγωγή θα υπόκειτο αυτόματα σε απόρριψη.  Πολύ περισσότερο δεν χρειάζεται να εξετάσουμε ούτε την ουσία της υπόθεσης (βλ. Λουκά (ανωτέρω)).

 

Προβάλλεται περαιτέρω στην έφεση 325/12 ότι «η παράλειψη του Εφετείου στην πολιτική έφεση αρ. 325/12 να ακούσει και να αποφασίσει την εν λόγω έφεση εγκαίρως και πριν από την έναρξη ακρόασης στην υπό κρίση αγωγής, είχε ως αποτέλεσμα την απόρριψη της αγωγής από το πρωτόδικο δικαστήριο για το λόγο ότι αυτή δεν είχε προσθέσει ως διάδικο την Ελληνική Τράπεζα Εταιρεία Λτδ, ακολουθώντας δηλαδή την απόφαση Λουκά.  Αποτελεί θέση της εφεσείουσας ότι όλες οι πιο πάνω παραλείψεις ισοδυναμούν με άρνηση ή καταπάτηση του δικαιώματος δια δίκαιη δίκη όπως αυτό διασφαλίζεται από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και το άρθρο 6 της Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών

 

Τα παράπονα αυτά της εφεσείουσας σχετίζονται με το γεγονός ότι το Εφετείο δεν έδωσε οδηγίες για εκδίκαση της έφεσης 325/12 κατά προτεραιότητα, παρά το ότι τούτο είχε ζητηθεί από την εφεσείουσα.  Το αποτέλεσμα ήταν να αρχίσει και να περατωθεί η εκδίκαση της αγωγής και να προκληθεί αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην επίλυση των επιδίκων ζητημάτων.  Κατ'  ουσίαν μας ζητείται να καταστούμε κριτές της απόφασης του Εφετείου υπό άλλη σύνθεση σε σχέση με τον προγραμματισμό εκδίκασης της έφεσης 325/12.  Τέτοια εξουσία δεν παρέχεται.  Αν προκλήθηκε καθυστέρηση από την οποία θα μπορούσε να δημιουργηθούν δικαιώματα, ο Νόμος προβλέπει θεραπεία.  Εκείνο που θα μπορούσαμε να εισηγηθούμε προς την άλλη πλευρά είναι όπως, εν όψει της κατάστασης αυτής, ήτοι της δυνατότητας που υπήρχε να αποφευχθεί η ακρόαση της αγωγής, τουλάχιστον να μην δοθούν έξοδα στην έφεση ή κάθε πλευρά τα έξοδα της.  Προς τούτο παρακαλούμε όπως έχουμε τη θέση του κ. Δημητριάδη.

 

κ. Δημητριάδης:  Συμφωνώ να μην υπάρξει διαταγή για έξοδα.

 

Οι εφέσεις απορρίπτονται χωρίς διαταγή για έξοδα.

                                                                  

 

Π. Παναγή, Π.

 

                                                                   Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

                                                                   Ι. Ιωαννίδης, Δ.

 

/φκ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο