ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:D27
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση αρ. 231/2021)
26 Ιανουαρίου 2022
[Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.)
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3, 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ XXX ΠΑΥΛΟΥ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΥΠΟΥ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA AΡΘΡΑ 1A, 15, 17 ΚΑΙ 35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 7, 8, 11 ΚΑΙ 52 ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3, 4, 6 ΚΑΙ 13 ΤΟΥ Ν. 183(Ι)/2007 ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙAΣ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΟΥ 1996 (92(Ι)/1996) ΚΑΙ 2015
ΚΑΙ
ANAΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΜΕ ΑΡ. 44/19 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (ΑΝΩΤΕΡΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗ) ΗΜΕΡ. 22/4/19 ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΠΙΤΡΑΠΗΚΕ Η ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΚΑΙ/Η ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΚΑΙ/Η ΛΗΨΗ ΣΤΑ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ
.........
κα Χρ. Χριστοφή για Δημητρίου & Δημητρίου ΔΕΠΕ, για τον αιτητή
κ. Α. Αριστείδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα
.....
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ: Στις 22/4/2019 εκδόθηκε από Ανώτερο Επαρχιακό Δικαστή, μετά από σχετική αίτηση υπ' αρ. 44/2019 το ακόλουθο διάταγμα:
«Διά του παρόντος Διατάττει, σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 21, 22, 23 των περί Προστασίας του Απορρήτου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόμων του 1996 και 2015 όπως οι αναφερόμενοι επί του Μέρους Ι της αιτήσεως, αποκτήσουν πρόσβαση, επιθεωρήσουν και λάβουν όσα δεδομένα αποτελούν καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας από τα δεδομένα που περιγράφονται στο Μέρος ΙΙ της σχετικής αίτησης, και αποκτήσουν πρόσβαση στα δεδομένα, ως αυτά ορίζονται στον περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων στα άρθρα 6, 7, 8, 9, 10 και 11 με σκοπό τη διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων Νόμου του 2007, τα οποία εύλογα πιστεύεται ότι βρίσκονται καταγεγραμμένα ή περιέχονται στα δεδομένα που αναφέρονται στο Μέρος ΙΙ της σχετικής Αίτησης.
Η εκτέλεση του παρόντος Δικαστικού Εντάλματος να πραγματοποιηθεί σε χρονικό διάστημα που είναι απολύτως αναγκαίο για την επίτευξη του στόχου του και εν πάση περιπτώσει εντός 30 ημερών.»
Με αίτηση η οποία καταχωρήθηκε στις 9/8/2019, επιδιώκετο η έκδοση άδειας για καταχώρηση αίτησης διά κλήσεως για την έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari με το οποίο να ακυρώνετο και/ή παραμερίζετο το εν λόγω διάταγμα.
Επιζητείτο επίσης έκδοση διατάγματος το οποίο ν' απαγόρευε τη χρήση οιωνδήποτε τέτοιων δεδομένων και/ή συνδεδεμένης με αυτά μαρτυρίας τα οποία εξασφαλίστηκαν δυνάμει του ανωτέρω διατάγματος, κατά την εκδίκαση της υπόθεσης υπ' αρ. 19101/19, ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας.
Τα γεγονότα που συνθέτουν την υπόθεση, όπως αυτά καταγράφηκαν στην έκθεση γεγονότων και την συνοδεύουσα την αίτηση, ένορκη δήλωση, ακολουθούν. Ο αιτητής είναι ένας από τους κατηγορουμένους στην ποινική υπόθεση αρ. 19101/2019 ενώπιον του Κακουργιοδικείου το οποίο συνεδρίαζε στη Λευκωσία, η οποία ήταν ορισμένη για απάντηση στις 19/9/2019. Στις 25/7/2019 δόθηκε στους συνηγόρους του αιτητή μαρτυρικό υλικό, συμπεριλαμβανομένου και ενός cd ήτοι ψηφιακού δίσκου στο οποίο σε πίνακες excel εμφαίνονται καταγεγραμμένοι αριθμοί, κλήσεις κ.α. (τεκμ. 3).
Διαπιστώθηκε μετά από ανταλλαγή αλληλογραφίας με τον εκπρόσωπο της Κυπριακής Δημοκρατίας, η ύπαρξη του επίδικου διατάγματος, την ακύρωση του οποίου επιδιώκουν καθόσον αυτό παραβιάζει και αντίκειται στο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, το Σύνταγμα και το Ενωσιακό Δίκαιο, όπως αυτό εκφράζεται με σχετικές οδηγίες και τη Νομολογία του ΔΕΕ. Είναι η θέση του αιτητή ότι η έκδοση του διατάγματος παραβιάζει την ιδιωτική ζωή, την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και το απόρρητο της επικοινωνίας.
Δεδομένης της ιδιαιτερότητας και σπουδαιότητας του θέματος που ήγειρε η παρούσα αίτηση, παραπέμφθηκε για εκδίκαση τόσο αυτή όσο και άλλες οι οποίες είχαν το ίδιο αντικείμενο για εξέταση ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας. Οι αιτητές σε όλες τις αιτήσεις χαρακτήριζαν ανίσχυρα τα ’ρθρα 3, 6, 7, 8, 9, 10 και 13 του περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων με σκοπό τη Διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων Νόμου του 2007, Ν. 183(Ι)/2007, (στο εξής «Ο Νόμος 183(Ι)/2007).
Με απόφαση της ημερ. 27/10/2021, η πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου (κατά πλειοψηφία) στις Πολ. Αιτήσεις αρ. 97/18, 127/18, 140/19-143/19, 154/19, 169/19, 36/20 και 46/20 έκρινε ότι τα υπό αμφισβήτηση άρθρα του Νόμου 183(Ι)/2007 αντιβαίνουν την Οδηγία 2002/58/ΕΚ και την εφαρμοστέα ενωσιακή νομολογία.
Μετά την απόφαση αυτή, οι αιτήσεις 140-143/2019 τέθηκαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου για εκδίκαση. Με βάση τα ανωτέρω, έχοντας υπόψη τη φύση αυτής της διαδικασίας και τις αρχές που καλύπτουν το ζήτημα της παροχής άδειας για καταχώρηση αίτησης διά κλήσεως, δόθηκε άδεια για καταχώρηση τέτοιας αίτησης προς το σκοπό έκδοσης προνομιακού εντάλματος certiorari για ακύρωση του επίδικου διατάγματος.
Αίτηση δια κλήσεως καταχωρήθηκε και επιδόθηκε προς το Γενικό Εισαγγελέα, ο οποίος και αμφισβήτησε τη βασιμότητα του αιτήματος, με το οποίο επιδιώκεται "έκδοση προνομιακού Εντάλματος Certiorari ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς ακύρωση του διατάγματος πρόσβασης και/η αποκάλυψης στα τηλεπικοινωνιακά του δεδομένα και/ή ιδιωτική επικοινωνία ημερομηνίας 22/04/2019 που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στην αίτηση με αρ. 44/19 με το οποίο επιτράπηκε η πρόσβαση και/ή αποκάλυψη αυτών.»
Στην ένσταση που καταχωρήθηκε εκ μέρους του, προβάλλονται πέντε λόγοι για τους οποίους θεωρεί πως η κρινόμενη αίτηση καθίσταται απορριπτέα. Εκείνο που ουσιαστικά εγείρεται είναι πως η αίτηση, δυνάμει της οποίας εξδεδόθη το επίδικο διάταγμα, έρεισμα έχει τον περί Προστασίας του Απορρήτου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας Νόμου, Ν. 92(Ι)/1996 και ουδεμία σχέση έχει με το Νόμο 183(Ι)/2007.
Συναφής είναι και η επιχειρηματολογία η οποία αναπτύχθηκε από τον κ. Αριστείδη, κύριον άξονα, της οποίας αποτέλεσε η εισήγηση πως στην κρινόμενη περίπτωση, αντικείμενο του διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου αποτέλεσε συγκεκριμένη συσκευή για συγκεκριμένο ύποπτο, με σαφή περιγραφή τόσο των αδικημάτων για τα οποία το διάταγμα εκδόθηκε όσο και των στοιχείων του ιδίου του υπόπτου.
Αναφερόμενος στο Νόμο 183(Ι)/2007, υποστήριξε πως σε αντίθεση με εκείνον, ο Νόμος 92(Ι)/96 δίδει πρόσβαση στα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα συγκεκριμένης επικοινωνίας και κατά τρόπο στοχευμένο:
«i. όταν συγκεκριμένη συσκευή, έγγραφο ή αντικείμενο περιέλθει (ή θα περιέλθει) στην κατοχή της Αστυνομίας κατόπιν εκτέλεσης εντάλματος έρευνας (άρθρο 21(2) του Ν. 92(Ι)/96),
ii. για διερεύνηση κάποιου από τα αδικήματα που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 17(2Β) του Συντάγματος (άρθρο 21(4)(β) του Ν.92(Ι)/96)
iii. εφόσον διερευνάται συγκεκριμένο αδίκημα «το οποίο εύλογα πιστεύεται ότι διαπράχθηκε, διαπράττεται ή αναμένεται να διαπραχθεί» (άρθρο 22(β)(i) του Ν. 92(Ι)/96),
iv. κατόπιν έκδοσης δικαστικού εντάλματος όταν (άρθρο 23 Ν.92(Ι)/96:
(α) Υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι πρόσωπο διέπραξε, διαπράττει ή αναμένεται να διαπράξει αδίκημα ή υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα να κινδυνεύει η ασφάλεια της Δημοκρατίας
(β) υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία συνδέεται ή είναι συναφής με το αδίκημα ή με τον κίνδυνο για την ασφάλεια της Δημοκρατίας
(γ) η έκδοση του δικαστικού εντάλματος είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης.»
Για τούτο και ήταν η εισήγηση του, πως διαφοροποιείται η περίπτωση έκδοσης διατάγματος δυνάμει του Ν. 92(Ι)/1996 από την έκδοση με βάση το Ν. 183(Ι)/2007 με την ειδοποιό διαφορά των δύο νομοθετημάτων να έγκειται στο στοιχείο της διατήρησης των δεδομένων. Ενώ, όπως υποστηρίζει στο πλαίσιο του ’ρθρου 21 του Ν.92(Ι)/96 τα εν λόγω δεδομένα βρίσκονται ήδη, χωρίς να μεσολαβήσει ενέργεια οποιουδήποτε άλλου, καταγεγραμμένα σε συσκευές/έγγραφα/αντικείμενα που παραλήφθηκαν ή θα παραληφθούν νομίμως από την Αστυνομία. Οι αποφάσεις του ΔΕΕ δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην περίπτωση του Ν. 92(Ι)/96 αφού συζητούν διαφορετικό θέμα, ήτοι την προληπτική διατήρηση τηλεποικοινωνιακών δεδομένων. Ο Ν. 92(Ι)/96 ουδόλως ασχολείται με το ζήτημα της διατήρησης δεδομένων από παρόχους τηλεπικοινωνιών αλλά ρυθμίζει το θέμα της πρόσβασης σε δεδομένα που έχουν καταγραφεί και βρίσκονται αποθηκευμένα σε συγκεκριμένη συσκευή και αφού υφίσταται εύλογη υποψία ότι συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία συνδέεται ή είναι συναφής με το αδίκημα που διερευνάται.
Η συνήγορος του αιτητή υποστήριξε το δίκαιο του αιτήματος της, παραπέμποντας στις σχετικές οδηγίες της ΕΕ ήτοι Οδηγία 2009/136/ΕΚ και Οδηγία 2002/58/ΕΚ καθώς και στο Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, το άρθρο 8 του οποίου προστατεύει το δικαίωμα στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, της κατοικίας και της αλληλογραφίας. Υπέδειξε πως το ’ρθρο 52, παράγραφος 1 του Χάρτη προβλέπει ότι, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί στην άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζει ο Χάρτης επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι.
Ο περιορισμός μπορεί να είναι αναγκαίος εάν υφίσταται ανάγκη λήψης μέτρων για τον επιδιωκόμενο σκοπό δημόσιου συμφέροντος, αλλά η αναγκαιότητα, όπως ερμηνεύεται από τι ΔΕΕ σημαίνει επίσης ότι τα ληφθέντα μέτρα πρέπει να είναι λιγότερο επεμβατικά σε σύγκριση με άλλες εναλλακτικές δυνατότητες για την επίτευξη του ίδιου σκοπού. Για τους περιορισμούς των δικαιωμάτων στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το ΔΕΕ εφαρμόζει κριτήριο απόλυτης αναγκαιότητας, έχοντας αποφανθεί ότι οι «αποκλίσεις και οι περιορισμοί δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα όρια του απολύτως αναγκαίου». Εφόσον ο περιορισμός κριθεί απολύτως αναγκαίος, πρέπει επίσης να εκτιμηθεί αν είναι ανάλογος.
Αναλογικότητα σημαίνει ότι τα πλεονεκτήματα από τον περιορισμό θα πρέπει να υπερτερούν σε σύγκριση με τα μειονεκτήματα που αυτός συνεπάγεται σε ό,τι αφορά την άσκηση των διακυβευόμενων θεμελιωδών δικαιωμάτων. Για τη μείωση των μειονεκτημάτων και των κινδύνων όσον αφορά την απόλαυση των δικαιωμάτων στην ιδιωτική ζωή και στην προστασία των δεδομένων, είναι σημαντικό οι περιορισμοί να εμπεριέχουν κατάλληλες εγγυήσεις, όπως για παράδειγμα στην παρούσα υπόθεση στην οποία δεν παρέχονται.
Αποτελεί τη θέση της ότι οι δύο υπό αναφορά Νόμοι είναι συναφείς και αλληλένδετοι ως προς τα έννομα αποτελέσματα που επιδιώκουν.
Έχω με ιδιαίτερη προσοχή εξετάσει τις εκατέρωθεν θέσεις των συνηγόρων των διαδίκων, τις οποίες με επιμέλεια εξέθεσαν.
Το απόρρητο της ιδιωτικής επικοινωνίας προστατεύεται από το ’ρθρο 17 του Συντάγματος, το οποίο με το Ν. 51(Ι)/2010 δέκτηκε μια τροποποίηση, σύμφωνα με την οποία, καθίσταται υπό προϋποθέσεις ανεκτή η επέμβαση σε αυτό. Σύμφωνα με το άρθρο 17(2):
«Δε χωρεί επέμβαση κατά την άσκηση του δικαιώματος τούτου, εκτός αν η επέμβαση αυτή επιτρέπεται σύμφωνα με το νόμο, στις ακόλουθες περιπτώσεις:
Α. Προσώπων που τελούν υπό φυλάκιση ή προφυλάκιση.
Β. Κατόπιν δικαστικού διατάγματος που εκδόθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου, μετά από αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, και η επέμβαση αποτελεί μέτρο το οποίο σε μια δημοκρατική κοινωνία είναι αναγκαίο μόνο προς το συμφέρον της ασφάλειας της Δημοκρατίας ή την αποτροπή, διερεύνηση ή δίωξη των ακόλουθων σοβαρών ποινικών αδικημάτων:
(α) Φόνος εκ προμελέτης ή ανθρωποκτονία,
(β) εμπορία ενηλίκων ή ανηλίκων προσώπων και αδικήματα που σχετίζονται με την παιδική πορνογραφία,
(γ) εμπορία, προμήθεια, καλλιέργεια ή παραγωγή ναρκωτικών φαρμάκων, ψυχοτρόπων ουσιών ή επικίνδυνων φαρμάκων,
(δ) αδικήματα που σχετίζονται με το νόμισμα ή το χαρτονόμισμα της Δημοκρατίας και
(ε) αδικήματα διαφθοράς για τα οποία προβλέπεται, σε περίπτωση καταδίκης, ποινή φυλάκισης πέντε ετών και άνω.
Γ. Κατόπιν δικαστικού διατάγματος, που εκδόθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου, για τη διερεύνηση ή δίωξη σοβαρού ποινικού αδικήματος για το οποίο προβλέπεται, σε περίπτωση καταδίκης, ποινή φυλάκισης πέντε ετών και άνω και η επέμβαση αφορά πρόσβαση στα σχετικά με ηλεκτρονική επικοινωνία δεδομένα κίνησης και θέσης και στα συναφή δεδομένα που είναι αναγκαία για την αναγνώριση του συνδρομητή ή και του χρήστη.»
Με τροποποίηση που επήλθε το 2015 στον περί Προστασίας του Απόρρητου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε καταγεγραμμένο περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόμο του 1996, Ν. 92(Ι)/1996 (στο εξής ο Νόμος 92/1996), δόθηκε διά των ’ρθρων 21-23 η ευχέρεια στην Αστυνομία να αιτηθεί έκδοση εντάλματος πρόσβασης σε καταγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας.
Με το άρθρο 2 του Ν. 92(Ι)/96 τίθεται ο ορισμός:
«περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας» σημαίνει οτιδήποτε περιέχεται σε ιδιωτική επικοινωνία και δεν περιλαμβάνει τα δεδομένα ως αυτά ορίζονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 2 του περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων με σκοπό τη Διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων Νόμου.»
«Δεδομένα», σύμφωνα με το Ν. 183(Ι)/2007 σημαίνει «τα δεδομένα κίνησης και θέσης και τα συναφή δεδομένα που είναι αναγκαία για την αναγνώριση του συνδρομητή ή/και του χρήστη και που προσδιορίζονται στα άρθρα 6, 7, 8, 9, 10 και 11 του παρόντος Νόμου».
Ο Ν. 183(Ι)/2007, ο οποίος όπως ανωτέρω λέχθηκε, αποτέλεσε το αντικείμενο εξέτασης στην απόφαση της Ολομέλειας στις Αιτήσεις αρ. 97/18, 127/18, 140/19-143/19, 154/19, 169/19, 36/20 και 46/20 ημερ. 27/10/21 και κρίθηκε ότι αντιβαίνει την Οδηγία 2002/58/ΕΚ αλλά και την ενωσιακή νομολογία, με αποτέλεσμα να είναι αντισυνταγματικός, ανίσχυρος, αντίθετος και υπερβαίνον τα όρια που επιβάλλει η τήρηση της Αρχής της Αναλογικότητας.
Έγινε, προτού η Ολομέλεια αχθεί στην απόφαση της, παραπομπή και εντρύφηση στη νομολογία του ΔΕΕ και των προαναφερόμενων οδηγιών. Aναφέρθηκε συγκεκριμένα:
«Την 21 Δεκεμβρίου 2016, ακολούθησε η απόφαση του ΔΕΕ στην C-203/15, Tele2 Sverige, κατόπιν αιτήσεων προδικαστικής απόφασης από τη Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο, η οποία αφορούσε στην ερμηνεία του άρθρου 15 παρ.1 της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ σχετικά ΅ε την επεξεργασία των δεδο΅ένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 11, καθώς και του άρθρου 52 παρ.1 του Χάρτη. Παρατηρήθηκε, ότι «το σύστημα που καθιερώνει η οδηγία 2002/58 απαιτεί η διατήρηση των δεδομένων να είναι η εξαίρεση», ενώ στις σκέψεις 105-106, ακολουθώντας ουσιαστικά την προσέγγιση στην Digital Rights λέχθηκε πως:
«105 εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη, η οποία καλύπτει κατά τρόπο γενικό όλους τους συνδρομητές και τους εγγεγραμμένους χρήστες και αφορά όλα τα μέσα ηλεκτρονικής επικοινωνίας καθώς και όλα τα δεδομένα κινήσεως, δεν προβλέπει καμία διαφοροποίηση, περιορισμό ή εξαίρεση σε σχέση προς τον επιδιωκόμενο σκοπό. Αφορά εν γένει το σύνολο των προσώπων που κάνουν χρήση των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, χωρίς εντούτοις τα πρόσωπα αυτά να ευρίσκονται, έστω και εμμέσως, σε κατάσταση δυνάμενη να προκαλέσει ποινικές διώξεις.
106 Η ρύθμιση αυτή δεν απαιτεί να υφίσταται σχέση μεταξύ των δεδομένων, των οποίων η διατήρηση προβλέπει, και κάποιας απειλής για τη δημόσια ασφάλεια. Ιδίως, δε, δεν περιορίζεται σε διατήρηση η οποία αφορά είτε δεδομένα σχετικά με μια συγκεκριμένη περίοδο και/ή μια συγκεκριμένη γεωγραφική ζώνη και/ή έναν κύκλο προσώπων που θα μπορούσαν να είναι αναμεμειγμένοι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, σε κάποια σοβαρή παράβαση είτε πρόσωπα που θα μπορούσαν, για άλλους λόγους, να συμβάλουν, μέσω της διατηρήσεως των δεδομένων που τους αφορούν, στην καταπολέμηση του εγκλήματος (βλ., κατ' αναλογίαν, όσον αφορά την οδηγία 2006/24, απόφαση Digital Rights, σκέψη 59)».
Συνέχισε δε η απόφαση επισημαίνοντας πως:
«Στις υποθέσεις La Quadrature du Net κ.ά, το ΔΕΕ επιβεβαίωσε ότι η νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαγορεύει εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει προληπτικώς, για τους σκοπούς του άρθρου 15, παράγραφο 1, της Οδηγίας 2002/58, τη γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση δεδομένων κίνησης και δεδομένων θέσης με σκοπό την καταπολέμηση του εγκλήματος γενικά ή τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας (σκέψη 168), κρίση την οποία επανέλαβε στην πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ C-746/18 Η.Κ. ν Prokuratuur, ημερομηνίας 2 Μαρτίου 2021. Όσον αφορά ειδικά την καταπολέμηση του σοβαρού εγκλήματος και την πρόληψη σοβαρών απειλών για τη δημόσια ασφάλεια, κράτος μέλος μπορεί να προβλέψει για την στοχευμένη διατήρηση αυτών των δεδομένων η οποία, όπως αναφέρεται στην La Quadrature du Net κ.ά στη σκέψη 168, «πρέπει να οριοθετείται βάσει αντικειμενικών στοιχείων που δεν εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις, ανάλογα με τις κατηγορίες των υποκειμένων των διατηρούμενων δεδομένων ή με τη χρήση γεωγραφικού κριτηρίου, μόνο για το χρονικό διάστημα που είναι απολύτως αναγκαίο, με δυνατότητα, όμως παράτασής του». Επεξηγείται δε προηγουμένως στη σκέψη 150 πως τέτοιο μέτρο μπορεί να βασίζεται σε γεωγραφικό κριτήριο:
«... όταν οι αρμόδιες εθνικές αρχές κρίνουν, βάσει αντικειμενικών στοιχείων που δεν εισάγουν διακρίσεις, ότι σε μία ή περισσότερες γεωγραφικές ζώνες υφίσταται κατάσταση χαρακτηριζόμενη από υψηλό κίνδυνο προετοιμασίας ή τελέσεως σοβαρών εγκλημάτων (πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Tele2, C‑203/15 και C‑698/15, EU:C:2016:970, σκέψη 111). Οι ζώνες αυτές μπορούν να είναι, μεταξύ άλλων, τόποι χαρακτηριζόμενοι από μεγάλο αριθμό σοβαρών εγκλημάτων, τόποι ιδιαιτέρως εκτεθειμένοι στη διάπραξη σοβαρών εγκλημάτων, όπως περιοχές ή υποδομές όπου συχνάζει τακτικά πολύ μεγάλος αριθμός προσώπων, ή ακόμη στρατηγικές τοποθεσίες, όπως αερολιμένες, σιδηροδρομικοί σταθμοί ή ζώνες διοδίων.»
Μια τέτοια παρέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα πρέπει να συνοδεύεται από αποτελεσματικές διασφαλίσεις και να εξετάζεται από δικαστήριο.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η σκέψη 167, στην οποία αναφέρεται ότι:
«επιτρέπεται στα κράτη μέλη να προβλέπουν στη νομοθεσία τους ότι η πρόσβαση σε δεδομένα κίνησης και σε δεδομένα θέσης μπορεί, τηρουμένων των ίδιων αυτών ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων, να πραγματοποιείται για την καταπολέμηση του σοβαρού εγκλήματος ή για τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας όταν τα εν λόγω δεδομένα διατηρούνται από τον πάροχο κατά τρόπο σύμφωνο με τα άρθρα 5, 6 και 9 ή, ακόμη, με το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58.»
Στην κρινόμενη περίπτωση δεν προσφέρεται κανένα στοιχείο προσδιοριστικό του χρόνου διατήρησης των δεδομένων αυτών. Δεν προσδιορίζεται ο χρόνος αποθήκευσης των δεδομένων ή ο χρόνος καταγραφής της συνομιλίας σε σχέση και αναφορικά με το χρόνο κατά τον οποίο προέκυψαν υποψίες εναντίον του αιτητή και το χρόνο κατά τον οποίο αντιμετωπιζόταν ως ύποπτος ή υπόδικος.
Σημαντικό είναι επίσης το λεχθέν πως:
«Η εκτίμηση της εγκυρότητας ενός μέτρου, το οποίο, ενώ επηρεάζει δικαιώματα, μπορεί να δικαιολογείται στο πλαίσιο της επιδίωξης κάποιου νόμιμου σκοπού, όπως η καταστολή του σοβαρού εγκλήματος, απολήγει, τελικά, σε ζήτημα αναλογικότητας. Το μέτρο, δηλαδή, δεν πρέπει να εκπίπτει των ορίων του απολύτως αναγκαίου για την επίτευξη του νομίμως επιδιωκόμενου σκοπού της νομοθεσίας. Η στοχευμένη διατήρηση δεδομένων σε αυτό φαίνεται να αποσκοπεί.»
Κρίνεται, με δεδομένη την απόφαση της Ολομέλειας, πως δεν είναι αναγκαίο να λεχθεί οτιδήποτε περαιτέρω ή πέραν αυτής. Η παρούσα περίπτωση, δεν διαφοροποιείται, όπως εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η αίτηση η οποία οδήγησε στην έκδοση του επίδικου διατάγματος, είχε ως νομικό έρεισμα, αμφότερους τους Νόμους ήτοι το Ν. 183(Ι)/2007 και το Ν.92(Ι)/96 και όχι μόνο τον δεύτερον εξ αυτών.
Το αιτητικό αυτού σαφώς παρέπεμπε στο Ν. 183(Ι)/2007, διευκρινίζοντας πως: «Περαιτέρω ζητείται η πρόσβαση σε δεδομένα ως αυτά ορίζονται στον περί Διατήρησιν Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων στα άρθρα 6, 7, 8, 9, 10 και 11 με σκοπό τη διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων νόμου του 2007, τα οποία εύλογα πιστεύεται ότι βρίσκονται καταγεγραμμένα ή περιέχονται στα δεδομένα που αναφέρονται στο Μέρος ΙΙ»
Η παραπομπή στο Ν. 183(Ι)/2007 και τα άρθρα τα συγκεκριμένα δεν έγινε απλά και μόνο για σκοπούς ερμηνείας και επεξήγησης, αλλά για καθορισμό των δεδομένων που εζητούντο και των οποίων ο Ν. 183(Ι)/07, προνοεί τον τρόπο διατήρησης τους και την υποχρέωση του παροχέα υπηρεσιών να τα διατηρεί. Διατήρηση η οποία κρίθηκε ως αντιβαίνουσα το ενωσιακό δίκαιο. Είναι προφανές πως οι δύο Νόμοι έχουν συνάφεια και ότι ο σκοπός του Νόμου Ν. 92(Ι)/96 δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς τα δεδομένα των οποίων τη διατήρηση ο Ν.183/2007 προνοεί.
Το εκδοθέν δε διάταγμα δεν αφήνει καμιά αμφιβολία πως δυνάμει αυτού επιτρέπετο η λήψη τηλεπικοινωνιακών δεδομένων δυνάμει του Ν. 183(Ι)07 επιτρέποντας την πρόσβαση στα δεδομένα, ως αυτά ορίζονται στον περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων στα άρθρα 6, 7, 8, 9, 10 και 11 του Νόμου.
Αποκαλυπτικό της συνάφειας και σχέσης των δυο νόμων αποτελεί το τεκμ. 3 της αίτησης το οποίο περιλαμβάνει τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα που λήφθηκαν όπως προβλέπεται στο Ν. 183(Ι)/07 και τα οποία συμπίπτουν με τα δεδομένα που λήφθηκαν από τη συσκευή τηλεφώνου (τεκμ. 4).
Κρίνεται συνεπώς πως η απόφαση και κρίση της Ολομέλειας στην απόφαση στις Αιτήσεις 97/18, 127/18, 140-19-143/19, 154/19, 169/19, 36/10 και 46/20 (ανωτέρω) ως δεσμευτική, είναι καταλυτικής σημασίας για την κρινόμενη περίπτωση. Εκδίδεται διάταγμα ως η αίτηση.
Δ. Σωκράτους, Δ.
ΚΑς