ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:A21
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε136/2020)
24 Ιανουαρίου, 2022
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]
ΑEROCANDIA AVIATION SERVICES CY LTD,
Εφεσείοντες,
ν.
xxx ΓΚΙΟΚΑ,
Εφεσίβλητος,
......
(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε165/2020)
xxx ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗ,
Εφεσείων,
ν.
ΑEROCANDIA AVIATION SERVICES CY LTD,
Εφεσίβλητοι.
......
Π. Σπανός, για Μάρκος Π. Σπανός & Σία, για Εφεσείοντες στην Π.Ε. Ε136/20 και Εφεσίβλητους στην Π.Ε. Ε165/20.
Χρ. Μάρκου (κα), για Μάρκου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσίβλητο στην Π.Ε. Ε136/20 και Εφεσείοντα στην Π.Ε. Ε165/20.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από τον Σάντη, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Oι ως άνω εφέσεις συνεκδικάστηκαν αφού, ως συμφώνησαν και οι διάδικοι, τούτες παρουσιάζουν κοινά σημεία μεταξύ τους. Το κυριότερο από αυτά είναι αν η επίδικη διαφορά («η διαφορά»), στην οποία θα αναφερθούμε πιο κάτω, είναι εργασιακής φύσης, με συνεπόμενο, δικαιοδοσία εκδίκασης της, κατά τον Κανονισμό (EE) 1215/12 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη Διεθνή Δικαιοδοσία, την Αναγνώριση και την Εκτέλεση Αποφάσεων σε Αστικές και Εμπορικές Υποθέσεις («ο ΕΚ 1215/12») - αν και εφόσον βεβαίως τούτος εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση - να έχουν (αναλόγως της απάντησης), είτε τα Δικαστήρια της Κυπριακής Δημοκρατίας είτε τα Δικαστήρια της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Προέχει μια αδρή αποτύπωση της δικονομικής εικόνας των δύο εφέσεων.
Αρχίζουμε με την Πολιτική Έφεση Ε136/20 («η Π.Ε. Ε136/20»).
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας («το Πρωτόδικο Δικαστήριο») - στην αγωγή 479/19 («η αγωγή 479/19») - εκδίκασε διά κλήσεως αίτηση ημερομηνίας 3.1.20 («η πρώτη ενδιάμεση αίτηση») που καταχώρισε ο Εναγόμενος/Αιτητής («ο Γκιόκας»). Με αυτή, ο Γκιόκας αιτείτο εναντίον των Εναγόντων/Καθ' ων η Αίτηση («η Εταιρεία»), διάταγμα ακύρωσης ή και παραμερισμού του διατάγματος «. ημερομηνίας 7/11/2019 το οποίο εκδόθηκε δυνάμει αίτησης ημερομηνίας 25/10/2019 και το οποίο επέτρεψε την επίδοση της ειδοποιήσεως του κλητηρίου εντάλματος εκτός δικαιοδοσίας λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας του Κυπριακού δικαστηρίου να εκδικάσει την . αγωγή .». Ζητούσε προσέτι, διάταγμα για ακύρωση ή και παραμερισμό της αγωγής 479/19, ή του κλητηρίου εντάλματος στην ίδια αγωγή, ή και της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος ή και της επίδοσης τους «. εκτός δικαιοδοσίας και/ή του διατάγματος που επέτρεψε τη σφράγιση του και/ή του διατάγματος που επέτρεψε την επίδοση της ειδοποιήσεως του κλητηρίου εντάλματος εκτός δικαιοδοσίας και/ή τη σφράγιση του κλητηρίου και/ή [την] σφράγιση του κλητηρίου λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας και/ή αρμοδιότητας του Κυπριακού Δικαστηρίου να εκδικάσει την . αγωγή» (οι περικοπές είναι αυτούσιες, ως και οι υπόλοιπες στο ανά χείρας κείμενο).
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο την 31.7.20 εξέδωσε την απόφαση του επί της πρώτης ενδιάμεσης αίτησης («η Πρώτη Πρωτόδικη Απόφαση»), ακυρώνοντας το διάταγμα με το οποίο επιτράπηκε η επίδοση της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος εκτός δικαιοδοσίας, αλλά και το διάταγμα για σφράγιση του κλητηρίου, παραμερίζοντας συν τω χρόνω το κλητήριο ένταλμα και την επίδοση του.
Προχωρούμε στα δικονομικά τής Πολιτικής Έφεσης Ε165/20 («η Π.Ε. Ε165/20).
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, υπό διαφορετική σύνθεση από εκείνη στην αγωγή 479/19, επιλήφθηκε και αυτό - στο πλαίσιο της αγωγής 480/19 («η αγωγή 480/19») - διά κλήσεως αίτηση του Εναγόμενου/Αιτητή («ο Κοντογιώργης») ημερομηνίας 3.1.20 («η δεύτερη ενδιάμεση αίτηση»), όμοιας (στον νομικό πυρήνα της) και παρόμοιας (στα γεγονότα της) με την πρώτη ενδιάμεση αίτηση.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη δεύτερη ενδιάμεση αίτηση με απόφαση ημερομηνίας 10.11.20 («η Δεύτερη Πρωτόδικη Απόφαση»).
Δυο λόγια για τα γεγονότα.
Αυτά, σε μεγάλο βαθμό (με εξατομικευμένες και παρεμφερείς αποκλίσεις σε κάποιες λεπτομέρειες τους), παρουσιάζονται ενιαία και στις δύο υποθέσεις.
Οι Γκιόκας και Κοντογιώργης είναι μηχανικοί αεροσκαφών. Το 2017, εργοδοτήθηκαν από την Εταιρεία. Τούτη, είναι κυπριακή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με έδρα τη Λάρνακα. Προσφέρει υπηρεσίες συντήρησης αεροσκαφών στα αεροδρόμια Κύπρου και Ελλάδας. Η εργοδότηση έγινε διά διαφορετικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου («οι συμβάσεις εργασίας»). Κατά τη λήξη τής εκάστοτε σύμβασης εργασίας, οι συμβαλλόμενοι υπέγραφαν καινούργια σύμβαση εργασίας. Εκτός από τις συμβάσεις εργασίας, η Εταιρεία συνήψε με τους Γκιόκα και Κοντογιώργη δύο (ξεχωριστά) Ιδιωτικά Συμφωνητικά Εκπαιδεύσεως («οι συμβάσεις εκπαίδευσης»). Με αυτές τις συμβάσεις εκπαίδευσης, η Εταιρεία ανέλαβε να τους προσφέρει, ιδίοις εξόδοις, εκπαιδεύσεις επί διαφόρων τύπων αεροσκαφών. Εις αντάλλαγμα, οι Γκιόκας και Κοντογιώργης θα παρείχαν τις υπηρεσίες τους μόνον προς την Εταιρεία για χρονικό διάστημα τριών ετών « . από του πέρατος της εκπαιδεύσεως». Διά της σύμβασης εκπαίδευσης, οι συμβαλλόμενοι (και διάδικοι στην αγωγή 479/19), συμφώνησαν επίσης πως «. κατά την συμπλήρωση του προαναφερθέντος χρονικού διαστήματος απασχόλησης, θα επέλθει απόσβεση του δαπανηθέντος εκ μέρους της Εταιρείας χρηματικού ποσού των 6.000€». Περιπλέον, συμφωνήθηκε ότι εάν ο Γκιόκας δεν παρέμενε στην υπηρεσία της Εταιρείας για ολόκληρη την περίοδο των τριών ετών (για να αποσβεστεί έτσι η δαπάνη εκπαίδευσης), τούτος όφειλε να επιστρέψει προς την Εταιρεία μέρος της δαπάνης (αναλόγως του χρόνου αποχώρησης του από την Εταιρεία), και δη (αν αποσυρόταν ή απέρριπτε πρόταση της Εταιρείας για ανανέωση της σύμβασης του μετά από το πρώτο έτος και πριν από το πέρας του δεύτερου έτους από τη συμπλήρωση της εκπαίδευσης του), ποσοστό «. 75% εκ του συνόλου της δαπάνης εκπαιδεύσεως του και το 75% της ως άνω ποινικής ρήτρας των 3.000€, ήτοι συνολικά το ποσό των 6.750€ (4.500 + 2.250)». Κατά παρόμοιο τρόπο, οι συμβαλλόμενοι (διάδικοι στην αγωγή 480/19), συμφώνησαν ότι ο Κοντογιώργης εάν αποχωρούσε από την Εταιρεία (πριν από τη συμπλήρωση του πρώτου έτους μετά από την περάτωση της εκπαίδευσης του), θα απέδιδε «. προς την Εταιρεία κατά την ημέρα της αποχώρησής του το σύνολο της δαπάνης εκπαιδεύσεως ήτοι ποσό 6.000€, πλέον ποσοστού 50% επί του παραπάνω κόστους δηλ. 3.000€, ως ποινική ρήτρα λόγω μη τήρησης της δέσμευσης της παρ. 6, δηλ. συνολικά 9.000€». Προτού εκπνεύσουν οι προβλεπόμενοι χρόνοι στις συμβάσεις εκπαίδευσης, οι Γκιόκας και Κοντογιώργης παραιτήθηκαν και αποχώρησαν από την Εταιρεία. Παρενθέτεται - με τη δική του συνάφεια προς ό,τι ενεστώτως απασχολεί - πως στις συμβάσεις εκπαίδευσης συμπεριλήφθηκε ρητή πρόνοια ως ρήτρα δικαιοδοσίας, ότι αυτές διέπονται «. από το Κυπριακό Δίκαιο, κάθε δε διένεξη, ερμηνεία, ή διαφορά, η οποία ήθελε προκύψει από αυτήν, θα επιλύεται από τα δικαστήρια της πόλης της Λάρνακας» («η ρήτρα δικαιοδοσίας»).
Η Εταιρεία (στην Π.Ε. Ε136/20), προσβάλλει την Πρώτη Πρωτόδικη Απόφαση με επτά λόγους έφεσης. Διά των λόγων έφεσης 1-4, προτάσσει ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρερμήνευσε την αφορώσα νομολογία σφάλοντας στην κρίση του πως η διαφορά εμπίπτει στην κατηγορία εκείνων που πηγάζουν από ατομικές συμβάσεις εργασίας εν τη εννοία του Άρθρου 20, ΕΚ 1215/12, όπως και για το ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την αγωγή 479/19. Αναφορικώς προς τους λόγους έφεσης 5, 6 και 7, η Εταιρεία λέγει πως λαθεμένως το Πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με το αν η σύμβαση εργασίας και η σύμβαση εκπαίδευσης είχαν ουσιαστική σχέση μεταξύ τους και ότι τούτο δεν έπρεπε να εκλάβει πως ένεκα του Άρθρου 23, ΕΚ 1215/12, η ρήτρα δικαιοδοσίας δεν τυγχάνει εφαρμογής.
Ο Κοντογιώργης (στην Π.Ε. Ε165/20), αμφισβητεί την Δεύτερη Πρωτόδικη Απόφαση με τρείς, τελικώς, λόγους έφεσης. Ένας άλλος λόγος έφεσης (ο πρώτος στη σειρά), αποσύρθηκε στις αγορεύσεις. Παραπονείται, πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ερμήνευσε καλώς (ή δεν εφάρμοσε) τον ΕΚ 1215/12 «. που τύγχανε εφαρμογής με αποτέλεσμα να καταλήξει στο συμπέρασμα . ότι χωρούσε εφαρμογή της Tony & Guy Limassol Ltd και Άλλοι ν. Κυριάκου Θεοδώρου (2008) 1 Α.Α.Δ. 496 και ότι κατ' επέκταση, η παρούσα διαφορά δεν εμπίπτει στις «διαφορές από ατομικές συμβάσεις εργασίας» εν τη έννοια του άρθρου 20 του Κανονισμού 1215/2015[sic].» (λόγος έφεσης 2), και πως εξίσου σφαλερώς αποφάνθηκε ότι «. το αγώγιμο δικαίωμα των εναγόντων δεν βασίζεται ή εγείρεται από την σύμβαση εργασίας και ότι «ξεκάθαρα πρόκειται για παράβαση της ξεχωριστής συμφωνίας εκπαίδευσης» χωρίς στενή σχέση με τη σύμβαση εργασίας» (λόγος έφεσης 3). Τέλος, εισηγείται πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο λάθεψε και στο συμπέρασμα του ότι, επειδή «. η υποχρέωση του εναγόμενου δεν προέκυψε κατά τη διάρκεια της εργοδότησης του αλλά κατά τον τερματισμό της και ή μετά τον τερματισμό», δεν εφαρμόζεται αγγλική νομολογία που αφορά στην «. ερμηνεία και εφαρμογή του Κανονισμού 1215/12 .» (λόγος έφεσης 4).
Για καλύτερη κατανόηση όσων ακολουθούν, μεταφέρουμε τις πρόνοιες του ΕΚ 1215/12, που κυρίως ενδιαφέρουν στην παρούσα:
«..................................Άρθρο 7
Πρόσωπο που έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος:
1) α) ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή·
β) για τους σκοπούς της εφαρμογής της παρούσας διάταξης, και εφόσον δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, ο τόπος εκπλήρωσης της επίδικης παροχής είναι
— εφόσον πρόκειται για πώληση εμπορευμάτων, ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παράδοση των εμπορευμάτων,
— εφόσον πρόκειται για παροχή υπηρεσιών, ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παροχή των υπηρεσιών·
γ) το στοιχείο α) εφαρμόζεται, εφόσον δεν εφαρμόζεται το στοιχείο β)∙
....................................
Άρθρο 20
1. Ως προς διαφορές από ατομικές συμβάσεις εργασίας, η διεθνής δικαιοδοσία καθορίζεται από τις διατάξεις του παρόντος τμήματος, με την επιφύλαξη του άρθρου 6, του άρθρου 7 σημείο 5 και, όταν η διαδικασία κινείται κατά εργοδότη, του άρθρου 8 σημείο 1.
2. Όταν εργαζόμενος συνάπτει ατομική σύμβαση εργασίας με εργοδότη ο οποίος δεν έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος, αλλά διαθέτει υποκατάστημα, πρακτορείο ή οποιαδήποτε άλλη εγκατάσταση σε κράτος μέλος, τότε ο εργοδότης θεωρείται ότι για διαφορές σχετικές με τις εργασίες του υποκαταστήματος, πρακτορείου ή άλλης εγκατάστασης έχει την κατοικία του σ' αυτό το κράτος μέλος.
..................................
Άρθρο 23
Παρέκκλιση από τις διατάξεις του παρόντος τμήματος είναι δυνατή
μόνο με συμφωνία που:
1) είναι μεταγενέστερη της γένεσης της διαφοράς· ή
2) επιτρέπει στον εργαζόμενο να προσφύγει σε άλλα δικαστήρια εκτός από τα προβλεπόμενα στο παρόν τμήμα.
....................................».
Στις πρόνοιες τούτες θα επανέλθουμε κατά τις ανάγκες.
Απαρτίζει το μεδούλι των τοποθετήσεων της Εταιρείας ότι η αιτία αγωγής (στις αγωγές 479/19 και 480/19), σύγκειται αποκλειστικώς στην παράβαση των συμβάσεων εκπαίδευσης από τους Γκιόκα και Κοντογιώργη και όχι σε οιαδήποτε παράβαση των συμβάσεων εργασίας. Με άλλα λόγια, η παράβαση συνίσταται στην παράλειψη των Γκιόκα και Κοντογιώργη να εξοφλήσουν το χρέος τους προς την Εταιρεία, ως οι συμβάσεις εκπαίδευσης. Το χρέος, υποστηρίζει η Εταιρεία, είναι πληρωτέο στην Κύπρο (δοσμένου πως η Εταιρεία είναι εγγεγραμμένη στη χώρα μας), αλλά και γιατί οι συμβάσεις εκπαίδευσης συνομολογήθηκαν εδώ (όπου και παραβιάστηκαν από τους Γκιόκα και Κοντογιώργη), δίχως κιόλας να προβλέπεται στις πρόνοιες τους καθορισμένος τόπος πληρωμής του χρέους. Τούτη η κατάσταση πραγμάτων, σε συνδυασμό με την ρήτρα δικαιοδοσίας, δίδουν, κατά την εκδοχή, δικαιοδοσία στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας. Τέτοια δικαιοδοσία παρέχεται και διά των προβλέψεων του Άρθρου 7, ΕΚ 1215/12, αφού οι Γκιόκας και Κοντογιώργης (ως κατά παραδεκτό γεγονός μόνιμοι κάτοικοι Ελλάδος), μπορεί να εναχθούν σε άλλο Κράτος Μέλος (ήτοι στην Κύπρο), αφού η φερόμενη παράβαση αφορά σε υποχρέωση (καταβολής του οφειλόμενου ποσού), που έπρεπε να εκπληρωθεί στην Κύπρο. Έτσι, η αξίωση της Εταιρείας δεν έχει καμιά σχέση με εργατική ή εργασιακή διαφορά αλλά, απεναντίας, απορρέει καθαρώς από αθέτηση των συμβάσεων εκπαίδευσης από τους Γκιόκα και Κοντογιώργη.
Οι Γκιόκας και Κοντογιώργης αντιτάσσουν ως σωστή πραγμάτευση, εκείνη στην Πρώτη Πρωτόδικη Απόφαση (σε αντίθεση προς τη λανθασμένη Δεύτερη Πρωτόδικη Απόφαση). Ισχυρίζονται πως δυνάμει του Άρθρου 20, ΕΚ 1215/12, δικαιοδοσία για εκδίκαση των αγωγών 479/19 και 480/19 έχουν τα Δικαστήρια της Ελληνικής Δημοκρατίας όπου αυτοί διαμένουν μονίμως. Τούτο, γιατί, η διαφορά συνδέεται ευθέως και ενιαίως με τις συμβάσεις εργασίας (και) τις συμβάσεις εκπαίδευσης. Ως εκ τούτου, η αξίωση της Εταιρείας αφορά σε ατομικές συμβάσεις εργασίας και αποστερεί τουτέστιν τα Κυπριακά Δικαστήρια από την όποια δικαιοδοσία εκδίκασης των αγωγών, προσδίδοντας δικαιοδοσία στα Δικαστήρια της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Μελετήσαμε τις επιμελείς αγορεύσεις των ευπαίδευτων δικηγόρων.
Υπενθυμίζουμε πως σε διαδικασίες αιτήσεων για άδεια επίδοσης κλητηρίου εντάλματος αγωγής εκτός δικαιοδοσίας (ως και στις αιτήσεις παραμερισμού των όποιων σχετικών διαταγμάτων ακολουθούν) και όσα τις συναποτελούν κατά βάσιν, το Δικαστήριο πρέπει να ικανοποιείται (δίχως να εξετάζει εις βάθος την ουσία της υπόθεσης στην πραγματική και νομική της διάσταση ή και να προχωρεί σε ευρήματα), για τη συνύπαρξη καθορισμένων κανονιστικών και νομολογιακών προϋποθέσεων ως τούτες αναφέρονται στην Δ.6 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών (βλ. Τηλέτυπος Α.Ε. v. Mega Channel Management Ltd (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1863, 1865). Ανάμεσα στα προαπαιτούμενα, είναι και το καθήκον του αιτούντος να καταδείξει αντικειμενικώς - κατά τους αναφερόμενους στο κλητήριο ένταλμα ισχυρισμούς και κατά την προτασσόμενη μαρτυρία στις ένορκες δηλώσεις που συνοδεύουν την αίτηση (ή και την όποια ένσταση) - ότι τούτος/τούτη έχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση (καλή αιτία αγωγής) εναντίον του εναγόμενου και πως το Δικαστήριο είναι δικαιοδοτικώς αρμόδιο να επιληφθεί την επίμαχη διαφορά (βλ. Tlais Enterprises Ltd v. Her Majesty's Revenue & Customs (2015) 1(Α) A.A.Δ. 616, 631, Powertools Electro SRL v. Black & Decker (Ελλάς) ΑΕ (2013) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2182, 2192-2194, Digimed Communications Ltd v. Asa και Άλλων (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 625, 637, SPP Projects Limited v. Integral Equipment Sarl (1993) 1 A.A.Δ. 762, 764, Sekavin S.A. v. The Ship «Platon Ch» και Άλλων (1987) 1 C.L.R 297, 300).
Ειδικώς επί αιτημάτων που αφορούν στον ΕΚ 1215/12 - που αντικατέστησε χωρίς αναδρομική ισχύ τον αντίστοιχο ομότιτλο Κανονισμό (ΕΕ) 44/01 την 10.1.15 (βλ. Alpha Bank Cyprus Ltd v. Popple και Άλλων (2015) 1(Α) Α.Α.Δ. 746, ECLI:CY:AD:2015:D215, 752) - το Δικαστήριο (επιλαμβανόμενο αιτήματος για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας), πρέπει να εκτιμά τα ενώπιον του στοιχεία και (όπου τούτο κρίνεται θεμιτό), τις αντίδικες αντιρρήσεις (βλ. Universal Music International Holding BV v. Schilling and Others [2016] EUECJ C-12/15).
Κατά κανόναν, δικαιοδοσία εκδίκασης, έχει το Δικαστήριο της χώρας όπου ο εναγόμενος διατηρεί την κατοικία του, όσα δε προβλέπονται στο Άρθρο 7(2), ΕΚ 1215/12 συνιστούν παρέκκλιση και έτσι, ως τέτοια, πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικώς (βλ. Robbins v. Buzzfeed UK Ltd [2021] IEHC 433, Zuid-Chemie BV v Philippo's Mineralenfabriek NV/SA [2009] EUECJ C-189/08).
Συνδεδεμένο με τα υπό συζήτησιν, είναι και το Άρθρο 3 του Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.6, που ορίζει πως το Δικαστήριο δύναται να διατάξει επίδοση κλητηρίου εντάλματος εκτός Κυπριακής Δημοκρατίας όταν κρίνει ότι η βάση αγωγής ανεφύει από παράβαση (στην Κυπριακή Δημοκρατία) σύμβασης που συνάφθηκε οπουδήποτε, ή σε σχέση προς περιουσία που υπόκειται στους νόμους της Κυπριακής Δημοκρατίας, ή προέκυψε στην Κυπριακή Δημοκρατία και πως σε οποιαδήποτε από αυτές τις περιπτώσεις η αγωγή δεν μπορεί να εκδικαστεί αλλού παρά μόνον (και ευχερέστερα) στην Κυπριακή Δημοκρατία.
Εν προκειμένω, έχοντας διεξέλθει τις εκκαλούμενες αποφάσεις, θεωρούμε - έχοντας στο μυαλό τους λόγους έφεσης στην καθεμία από τις συνεκδικασθείσες εφέσεις - ότι εκφράσθηκαν σε αυτές, σε ενδιάμεσο δικονομικό στάδιο θυμίζουμε, δικαστικά ευρήματα και καταλήξεις επί κομβικών θεμάτων απτόμενων της ουσίας των αγωγών 479/19 και 480/19, στην απουσία κοινώς παραδεκτών και κατάλληλων για αυτό γεγονότων μεταξύ των μερών.
Αυτό δεν ήταν ορθό.
Επεξηγούμε.
Στην πρώτη ενδιάμεση αίτηση (αντικείμενο θυμίζουμε της Π.Ε. Ε136/20), το Πρωτόδικο Δικαστήριο αντί να επικεντρωθεί στο αν είχε καταδειχθεί από την Εταιρεία, εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση ή καλή αιτία αγωγής εναντίον του Γκιόκα, κατά τρόπον που να δικαιολογείται (τηρουμένων των υπόλοιπων προαπαιτούμενων) η εκτός δικαιοδοσίας επίδοση ή ο παραμερισμός της επίδοσης - ή ακόμη και ο παραμερισμός της αγωγής 479/19 - προχώρησε στη σύνταξη ευρημάτων, τέτοιων που, εν τέλει, φαίνεται να έκριναν και όσα η Εταιρεία θεωρούσε μέχρι τη στιγμή εκείνη ως βάθρο της αγωγής 479/19, αλλά και ως πεμπτουσία των όσων αντέτασσε στις θέσεις του Γκιόκα, δηλαδή στο αν, φέρ' ειπείν, η εναντίον του απαίτηση σχετιζόταν ουσιωδώς με ατομική σύμβαση εργασίας. Κάτι που, σε συνταίριασμα με το ότι τούτος παρουσιάζεται ως Έλλην πολίτης που ζει μονίμως στην Ελλάδα, αποστερεί από τα Κυπριακά Δικαστήρια τη δικαιοδοσία εκδίκασης τής αγωγής 479/19, ως οι προβλέψεις του ΕΚ 1215/12.
Προς τούτο, το Πρωτόδικο Δικαστήριο (με κατά νουν τα «. περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, όπως αυτά προκύπτουν τόσο από την Έκθεση Απαίτησης όσον και από τις ένορκες δηλώσεις που παρουσίασαν οι δύο πλευρές .») και καταγράφοντας πως καμία «. πλευρά δεν αμφισβητεί ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο της υπό κρίση αγωγής ο Εναγόμενος εργαζόταν στους Ενάγοντες δυνάμει σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία ανανεωνόταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Ήταν ρητός όρος των συμβάσεων εργασίας ημερομηνίας 16.12.15 και 30.11.2017 (βλ. όρο 12) ότι οι Ενάγοντες μπορούν να προβαίνουν σε εκπαιδεύσεις επί διαφόρων τύπων αεροσκαφών για τη βελτίωση των επαγγελματικών δεξιοτήτων και προσόντων του Εναγομένου. Προνοείται επίσης ρητά ότι για τους όρους κάθε εκπαίδευσης θα καταρτίζεται ιδιαίτερη σύμβαση μεταξύ Εναγόντων και Εναγόμενου .», απέληξε ότι ήταν «. σε αυτό το πλαίσιο .» που «. υπογράφθηκαν οι συμφωνίες εκπαίδευσης .» και πως, αυτό από μόνο του, δείχνει «. την ουσιαστική σχέση μεταξύ της σύμβασης εργασίας αφενός και των συμβάσεων εκπαίδευσης αφετέρου» (οι εμφάσεις, όπως και όσες έπονται, είναι δικές μας).
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έμεινε όμως σε αυτά.
Επεκτάθηκε.
Αποφάσισε πως «. η συνδυασμένη ανάγνωση των συμφωνιών εργασίας και των συμφωνιών εκπαίδευσης, καταδεικνύει ότι η εκπαίδευση του Εναγομένου θα γινόταν ώστε ο τελευταίος να είναι περισσότερο χρήσιμος στους Ενάγοντες. Συγκεκριμένα, σκοπός ήταν να αποκτήσει ο Εναγόμενος πιστοποιημένη επάρκεια στην συντήρηση αεροσκαφών που χειρίζονται οι Ενάγοντες, ώστε να μπορεί να παρέχει τις υπηρεσίες του ως υπάλληλος τους, τουλάχιστον για τα επόμενα 3 χρόνια .».
Τούτων δοθέντων (και με διακριτά χαρακτηριστικά υποδηλώνοντα εύρημα) - το Πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως είναι «. για αυτό ακριβώς τον λόγο που η συμφωνία εκπαίδευσης προνοεί ρητά ότι ο Εναγόμενος θα παρείχε αποκλειστικά τις υπηρεσίες του στους Ενάγοντες για περίοδο 3 ετών από το πέρας κάθε εκπαίδευσης».
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι δεν μπορούσε να παραγνωρίσει πως «. η σύμβαση εκπαίδευσης είχε χρησιμότητα και για τον ίδιο τον Εναγόμενο .», εξειδικεύοντας ότι με «. τον όρο 5 της εν λόγω συμφωνίας, ο Εναγόμενος αναγνωρίζει ότι η εκπαίδευση γίνεται πρωτίστως προς όφελός του και συγκεκριμένα για διεύρυνση του επαγγελματικού του πεδίου .».
Από αυτή τη σκοπιά, το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε (πάλι με εύρημα), ότι τα πιο πάνω δεν μπορούσαν να ιδωθούν «. αποσπασματικά και ανεξάρτητα από οποιαδήποτε άλλη υποχρέωση που πηγάζει από τις σχέσεις των μερών .», και αυτό γιατί η «. υποχρέωση του Εναγομένου να συνεχίσει να εργάζεται στους Ενάγοντες για 3 χρόνια μετά το πέρας της εκπαίδευσης του, δείχνει ακριβώς ότι σκοπός των συμφωνιών ήταν να επωφεληθούν οι Ενάγοντες από την μεγαλύτερη επάρκεια του Εναγομένου. Από την άλλη, οι συμφωνίες εκπαίδευσης ήταν για τον Εναγόμενο ένα ωφέλημα πέρα και επιπρόσθετα (over and above) της μισθοδοσίας που θα λάμβανε δυνάμει της σύμβασης εργασίας .».
Εξαγόμενο από αυτή τη συλλογιστική είναι (ως επεσήμανε το Πρωτόδικο Δικαστήριο), και το ότι οι συμβάσεις εκπαίδευσης συγκροτούσαν «. Με άλλα λόγια . κίνητρο για τον Εναγόμενο να παραμείνει στην υπηρεσία των Εναγόντων τουλάχιστον για τα 3 χρόνια που αυτές προνοούσαν».
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, επεξέτεινε την αιτιολογική του σκέψη.
Είπε:
«...................................Συνεπώς, υπήρχε μια αμφίδρομη σχέση ανάμεσα στις συμβάσεις εργασίας και τις συμβάσεις εκπαίδευσης αφετέρου. Τούτο ενισχύεται έτι περαιτέρω από το ότι στην περίπτωση που η σύμβαση εργασίας δεν ανανεωθεί για λόγους που αφορούν τους Ενάγοντες, τότε ο Εναγόμενος δεν θα υποχρεούται στην καταβολή οποιουδήποτε ποσού (βλ. όρο 8 υπό τον τίτλο «Ειδικός Όρος»). Αν από την άλλη, ο Εναγόμενος απορρίψει πρόταση για ανανέωση της σύμβασης εργασίας εντός 3 ετών, θα έχει ως συνέπεια την πληρωμή της δαπάνης εκπαίδευσης αλλά και ποινικής ρήτρας (βλ. ο όρο 6). Η υποχρέωση καταβολής ποινικής ρήτρας σε περίπτωση αποχώρησης του Εναγομένου από την εργασία του, δείχνει με εμφαντικό τρόπο την άρρηκτη σχέση μεταξύ της σύμβασης εργασίας και της σύμβασης εκπαίδευσης. Πρέπει εξάλλου να επισημανθεί ότι ο όρος 8 της σύμβασης εργασίας ημερομηνίας 30.11.2017 κάνει ειδική αναφορά στην υποχρέωση για απόδοση των δαπανών εκπαίδευσης και ποινικής ρήτρας σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης πριν τη λήξη της διάρκειας της (αρχική ή κατά παράταση).
......................................».
Τα ανωτέρω, αποτελούν (και τούτα) εύρημα.
Υπάρχουν κι άλλα.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, διαφοροποιώντας το δικαστικό σκεπτικό στην Toni & Guy Limassol Ltd και Άλλων ν. Θεοδώρου (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 496 - στο οποίο στηρίχθηκε η Εταιρεία προκειμένου να πείσει για τις θέσεις της - συνόψισε τις γενικότερες καταλήξεις του, ως εξής:
«...................................
Έτσι, το γεγονός ότι οι συμφωνίες εκπαίδευσης υπογράφθηκαν στην βάση του όρου 12 των συμφωνιών εργασίας, το ότι η εκπαίδευση του Εναγομένου θα γινόταν ώστε ο τελευταίος να είναι περισσότερο χρήσιμος στους Ενάγοντες στα πλαίσια της εργασίας του σε αυτούς, η δέσμευση του Εναγομένου να συνεχίζει να εργάζεται στους Ενάγοντες για 3 έτη, το ότι οι συμφωνίες εκπαίδευσης ήταν για τον Εναγόμενο ένα ωφέλημα επιπρόσθετο του μισθού του και τέλος το γεγονός ότι τόσο οι συμβάσεις εργασίας όσο και οι συμβάσεις εκπαίδευσης προνοούν για την υποχρέωση του Εναγομένου να καταβάλει ποινική ρήτρα σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης εργασίας πριν τη λήξη των τριών ετών, είναι στοιχεία που επιβεβαιώνουν ότι οι συμβάσεις εκπαίδευσης είναι απόρροια της σχέσης εξάρτησης του Εναγομένου από τους Ενάγοντες, λόγω της εργασιακής σχέσης που προϋπήρχε ανάμεσα τους.
..................................».
Πέραν των όσων έχουμε πει, δεν είναι ανάγκη να συμπληρώσουμε κάτι.
Εντούτοις, υπό ένα κάπως διάφορο φακό (πλην όμως εντός της αναλυόμενης θεματικής), χρήζουν αναφοράς τρεις επισημάνσεις επί της Πρώτης Πρωτόδικης Απόφασης.
Η πρώτη επισήμανση, αφορά στο ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο συζητώντας τη διασύνδεση μεταξύ σύμβασης εργασίας και σύμβασης εκπαίδευσης - και όσα τούτη σήμαινε κατά τη δικαστική αντίληψη - έκανε αναφορά και στην «. τροποποίηση του Κλητηρίου Εντάλματος, που έλαβε χώρα μετά την καταχώρηση της υπό κρίσης Αίτησης .», τονίζοντας πως έτσι «. η πλευρά των Εναγόντων προσπάθησε να περιορίσει οποιεσδήποτε αναφορές στην σύμβαση εργασίας και να απομονώσει την απαίτηση με αναφορά μόνο στις συμφωνίες εκπαίδευσης .» και ότι η Εταιρεία ενήργησε τοιουτοτρόπως λόγω του ότι είχε «. ως σκοπό με αυτό τον τρόπο να αποφύγει την εφαρμογή των διατάξεων του Κανονισμού 1215/2012 .», κάτι που το Πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως η Εταιρεία απέτυχε να πράξει, καθότι οι «. συμβάσεις εκπαίδευσης δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να ιδωθούν απομονωνόμενα .». Αυτό, γιατί (ως ανέδειξε το Πρωτόδικο Δικαστήριο) «. και στην Έκθεση Απαίτησης, όπως αυτή τροποποιήθηκε, γίνεται και πάλι αναφορά τόσο στην σύμβαση εργασίας όσο και στην αποχώρηση του Εναγομένου από την εργασία του (βλ. παραγράφους 3, 4(ε)(ζ) και (η), 5(ε)(ζ) και (η), 7 και 9)».
Υπήρξε και εδώ εκφορά ευρημάτων και μάλιστα απόδοση αθέμιτων τρόπον τινά ελατηρίων στην Εταιρεία η οποία ενάσκησε κατά τα φαινόμενα παρεχόμενο δικονομικό δικαίωμα, εξηγώντας την επιλογή της προς το Πρωτόδικο Δικαστήριο, χωρίς πάντως αντίλογο από τον Γκιόκα, τέτοιο τουλάχιστον που να στηρίζει τη μομφή (έστω και συνειρμική ως ήταν).
Η δεύτερη επισήμανση, έχει να κάνει με το ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο, συνδυάζοντας τα προγενέστερα ευρήματα και διαπιστώσεις του, κατέληξε πως «.οποιαδήποτε διαφορά ανακύπτει από την σύμβαση εκπαίδευσης είναι στην ουσία και στην πραγματικότητα (in reality and substance), διαφορά στην οποία ο Εναγόμενος μπορεί να θεωρηθεί ως το αδύναμο συμβαλλόμενο μέρος. Αυτό το αδύναμο μέρος ήθελε να προστατέψει ο Κανονισμός 1215/2012 με τις πρόνοιες των άρθρων 20 έως 23. Καταληκτικά, θεωρώ ότι η επίδικη διαφορά εμπίπτει στην κατηγορία «διαφορές από ατομικές συμβάσεις εργασίας» εν τη έννοια του άρθρου 20 του Κανονισμού 1215/2012. Συνεπώς, με δεδομένο ότι ο Εναγόμενος διαμένει μόνιμα στην Ελλάδα, κρίνω ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας δεν έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει την παρούσα υπόθεση».
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο υπήγαγε ενδιαμέσως - και ιδίως πρόωρα υπό τις συνθήκες της υπόθεσης (και αυτό αφορά και στη Δεύτερη Πρωτόδικη Απόφαση) - τη διαφορά ως εμπίπτουσα στην κατηγορία των ατομικών συμβάσεων εργασίας, αποφαινόμενο με αυτό τον τρόπο (και σε απόκλιση από εμπεδωμένες αρχές), επί της θεμελίου της διαφοράς. Σε ένα τομέα, μάλιστα, που χαρακτηρίζεται και από ερμηνευτική ρευστότητα, και όπου τα Δικαστήρια - εθνικά, ενωσιακά και άλλα (σε διάφορα επίπεδα και δικαιοδοσίες) - καλούν επί τούτω σε φειδωλό δικαστικό λόγο και εξατομικευμένη εξέταση της κάθε περίπτωσης, αναλόγως των γεγονότων της (βλ. FS Cairo (Nile Plaza) LLC v. Brownlie [2021] UKSC 45, BU v. Markt24 GmbH [2021] EUECJ C-804/19, Semtech Corporation and Others v. Lacuna Space Limited [2021] EWHC 1143 (Pat), Bosworth and Another v. Arcadia Petroleum Limited and Others [2019] EUECJ C-603/17, Yukos International UK BV & Others [2019] EWCA Civ 830, Petronas Lubricants Italy SpA v. Guida [2018] EUECJ C-1/17, Holterman Ferho Exploitatie BV v. Bullesheim [2015] EUECJ C-47/14, Petter v. EMC Europe Limited and Others [2015] EWCA Civ 828, Oterom Ltd και Άλλων ν. Χριστοδουλίδη και Άλλων (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2072, Alfa Laval Tumba AB v. Separator Spares International Ltd [2012] EWCA Civ 1569, Παναγιώτης Κουντουρίδης Λτδ ν. Awadalla και Άλλων (2008) 1(A) Α.Α.Δ. 852, Belcy Company Ltd ν. Λουκά (2003) 1(Β) A.A.Δ. 871).
Η τρίτη επισήμανση, σχετίζεται με αναφορά του Πρωτόδικου Δικαστηρίου πως η κρίση του δεν θα μπορούσε να μεταβληθεί από το γεγονός ότι στη σύμβαση εκπαίδευσης περιλαμβάνεται η ρήτρα δικαιοδοσίας. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτοντας κατ' ουσίαν τελεσιδίκως τη θέση της Εταιρείας - ότι το αγώγιμο δικαίωμα στην αγωγή 479/19 ανέκυψε όταν τερματίστηκε η κατ' ισχυρισμόν εργασιακή σχέση με τον Γκιόκα και πως, για αυτό τον λόγο η επίδικη αξίωση δεν μπορεί να αποτελεί εργασιακή διαφορά αλλά χρέος ή και παράβαση σύμβασης εξαιτίας μη εξόφλησης χρέους - κατέγραψε ότι το «. άρθρο 23 του Κανονισμού 1215/2012 προνοεί ότι δεν είναι δυνατή η παρέκκλιση από τις διατάξεις των άρθρων 20 και 22 παρά μόνο με συμφωνία μεταγενέστερη της γένεσης της διαφοράς. Κατ' εφαρμογή της ερμηνευτικής αρχής lex specialis derogate legi generali, τo εν λόγω άρθρο υπερισχύει οποιονδήποτε άλλων γενικών διατάξεων, περιλαμβανομένου του άρθρου 25 του Κανονισμού 1215/2012, που προνοεί για παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας κατόπιν συμφωνίας των μερών».
Μήτε και οι κρίσεις αυτές άρμοζαν στο στάδιο που έγιναν.
Αφορούσαν στην ουσία.
Η αντιμετώπιση των επίδικων ζητημάτων στην Πρώτη Πρωτόδικη Απόφαση δεν ήταν, με τον δέοντα σεβασμό, η προσήκουσα.
Η απόληξη μας συμπεριλαμβάνει εννοείται και το μέρος εκείνο της Πρώτης Πρωτοδίκης Απόφασης που παραμέρισε το κλητήριο ένταλμα στην αγωγή 479/19, χωρίς θεμελίωση σε κοινώς παραδεκτά και επαρκή για την επιλογή γεγονότα, ή και νομιμοποιητικό υπό τις περιστάσεις κανονιστικό και νομικό υπόβαθρο (βλ. Gabov v. Bakardi Ltd και Άλλων, Π.Ε. Ε148/20, ημ. 20.12.21, Bibbs v. PP Dolphin Boat Safari Ltd και Άλλου, Π.Ε. 111/14, ημ. 2.6.21, ECLI:CY:AD:2021:A210, Λοΐζος Λουκά & Υιοι Λτδ ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος ΑΕ (1999) 1(Β) Α.Α.Δ 1316).
Κατ' ακολουθίαν, οι λόγοι έφεσης 1-7 στην Π.Ε. Ε136/20 επιτυγχάνουν (υπό το φάσμα που αναπτύχθηκε ανωτέρω).
Ομοίως καταλήγουμε και εν σχέσει προς την Δεύτερη Πρωτόδικη Απόφαση.
Εξηγούμε.
To Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε (δίκην ευρήματος), πως η εκπαίδευση του Κοντογιώργη «Σαφώς . θα γινόταν αφενός ώστε . να είναι περισσότερο χρήσιμος στους Ενάγοντες, όμως είναι αυτονόητο και το ότι η εν λόγω εκπαίδευση θα αποτελεί προσόν για τον Εναγόμενο ακόμα και μετά την αποχώρηση του από τους Ενάγοντες. Ας σημειωθεί εδώ ότι με βάση τη συμφωνία εκπαίδευσης ο εναγόμενος ρητά αναγνωρίζει ότι, πρωτίστως, η εν λόγω εκπαίδευση γίνεται προς όφελος του (βλ. όρο 5)».
Προσθέτως, το Πρωτόδικο Δικαστήριο (με υπόψιν και όσα του είχαν τεθεί), αποτυπώνοντας εύρημα είπε: «. ευθέως αναφέρω ότι στην παρούσα περίπτωση δεν θεωρώ ότι βρισκόμαστε ενώπιον μιας διαφοράς εργασιακής φύσης .».
Επεκτείνοντας τον συλλογισμό, το Πρωτόδικο Δικαστήριο είπε πως (ως συνέβη, κατά την οπτική του, στην Toni & Guy Limassol Ltd και Άλλων ν. Θεοδώρου (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 496), ούτε και στην ενώπιον του υπόθεση «. το αγώγιμο δικαίωμα των εναγόντων βασίζεται ή εγείρεται από την ίδια τη σύμβαση εργασίας. Ξεκάθαρα πρόκειται για παράβαση της ξεχωριστής συμφωνίας εκπαίδευσης. Το γεγονός δε ότι προνοείται στις συμβάσεις εργασίας ότι οι ενάγοντες θα μπορούσαν να προβαίνουν σε εκπαιδεύσεις, για τους όρους των οποίων θα καταρτιζόταν ξεχωριστή σύμβαση, δεν αλλάζει θεωρώ την ουσία του πράγματος».
Επιπροσθέτως, το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέγραψε (διατυπώνοντας για μια ακόμη φορά ευρήματα), πως:
«.....................................Με ξεχωριστή συμφωνία που καταρτίστηκε μεταξύ εναγόντων και εναγόμενου, οι ενάγοντες ανέλαβαν να καλύψουν το κόστος εκπαίδευσης του εναγόμενου με αντάλλαγμα την υποχρέωση του τελευταίου να παρέχει υπηρεσίες ως μηχανικός αεροσκαφών αποκλειστικά στους Ενάγοντες ή προς εταιρεία του ομίλου στον οποίο ανήκουν ή είναι συνδεδεμένοι για χρονικό διάστημα 3 ετών από το πέρας κάθε εκπαιδεύσεως, σύμφωνα με τις επιμέρους μελλοντικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που θα συναφθούν μεταξύ των συμβαλλομένων. Ρητά δε συμφωνήθηκε μεταξύ τους ότι σε περίπτωση μη εκπλήρωσης εκ μέρους του εναγόμενου της συμφωνηθείσας αντιπαροχής ήτοι της κατ' αποκλειστικότητα παροχής της εργασίας του προς τους ενάγοντες για διάστημα 3 ετών, θα γεννάται συγκεκριμένη υποχρέωση για τον εναγόμενο έναντι των εναγόντων ανάλογα με τη χρονική στιγμή της αποχώρησης. Και οι ενάγοντες ακριβώς, με βάση τους όρους της συμφωνίας εκπαίδευσης ή και προβάλλοντας ότι ο εναγόμενος παρέβη τους όρους της εν λόγω συμφωνίας και ή αποχώρησε πριν το πέρας του 1ου έτους μετά την ολοκλήρωση της εκπαίδευσης, αξιώνουν από τον εναγόμενο συγκεκριμένο ποσό που καθορίζεται στη συμφωνία.
Έχει σημασία δε να τονιστεί ότι η υποχρέωση του εναγόμενου, όπως και στην Toni & Guy ανωτέρω, δεν προέκυψε κατά την διάρκεια της εργοδότησης του αλλά κατά τον τερματισμό της και ή μετά τον τερματισμό. Είναι γι' αυτό που θεωρώ ορθή τη θέση των εναγόντων ότι οι δύο αγγλικές αποφάσεις που επικαλείται η πλευρά του εναγόμενου . οι οποίες αφορούν δικαιώματα που αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια της εργασιακής σχέσης, δεν εφαρμόζονται εδώ.
...................................».
Στη βάση αυτή, καταλήγοντας ξανά σε κατηγορηματικές εξακριβώσεις, το Πρωτόδικο Δικαστήριο συμπλήρωσε την απόφαση του κατά τα ακόλουθα:
«...................................Δεν θεωρώ συνεπώς ότι η επίδικη διαφορά εμπίπτει στην κατηγορία «διαφορές από ατομικές συμβάσεις εργασίας» εν τη έννοια του άρθρου 20 του Κανονισμού 1215/2012. Έχοντας λοιπόν υπόψη το γεγονός ότι η αγωγή αφορά οφειλόμενο ποσό που προέκυψε λόγω παράβασης συμφωνίας που υπεγράφη στην Κύπρο και πρέπει να πληρωθεί στην Κύπρο όπου έχουν την έδρα τους οι ενάγοντες, εφαρμόζοντας τον γενικό κανόνα με δεδομένο ότι στη σύμβαση δεν καθορίζεται τόπος πληρωμής (βλ. Πολ.Εφ.11641 Πιττής v. Progress Electronics Co Ltd (2005) 1 ΑΑΔ 50 και τη νομολογία που σε αυτήν αναφέρεται, και το άρθρο 7 (1) (α) του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/12), καθώς και την πρόνοια στη συμφωνία ότι διέπεται «από το Κυπριακό Δίκαιο, κάθε δε διένεξη, ερμηνεία, ή διαφορά, η οποία ήθελε προκύψει από αυτή, θα επιλύεται από τα Δικαστήρια της πόλης της Λάρνακας» (βλ. και το άρθρο 25 (1) (5) του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/12), κρίνω ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει την παρούσα υπόθεση.
...................................».
Εξάγεται από όσα είπαμε, πως οι ευπαίδευτοι πρωτόδικοι Δικαστές (στις δύο υπό έφεσιν αποφάσεις), αντί να προβούν, απλώς, σε αποτίμηση και εκτίμηση της (γραπτής και προφορικής) μαρτυρίας προκειμένου να κατασταλάξουν επιτρεπτώς εντός των παραμέτρων της εθνικής και ενωσιακής νομολογίας αν καταδείχθηκε εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση (καλή αιτία αγωγής) ενεπλάκησαν σε ενδελεχή και υποκειμενική αξιολόγηση στοιχείων, μαρτυρίας και εκδοχών (αλλά και συνάμα σε έκφραση πρόωρων απόψεων και ευρημάτων επί της πραγματικής και νομικής ουσίας των αγωγών 479/19 και 480/19), η οποία απείχε αισθητώς από όσα αναμένονταν μεθοδολογικώς σε εκείνο το στάδιο (βλ. Gabov v. Bakardi Ltd και Άλλων, Π.Ε. Ε148/20, ημ. 20.12.21, Παγωτά Παπαφιλίππου & Πατισερί Παναγιώτης Λτδ ν. Regis Milk Industries Ltd, Π.Ε. Ε127/20, ημ. 29.11.21, Hazlewood Investment & Finance Ltd v. Manuel και Άλλων, Π.Ε. Ε14/19 και Ε209/19, ημ. 16.7.19, ECLI:CY:AD:2019:D502, Cyprus Trading Corporation Ltd ν. Ζim Israel Navigation Co Ltd και Άλλου (1999) 1(Β) A.A.Δ. 1168, 1181).
Τίποτα δεν δικαιολογούσε τον πρωτόδικο χειρισμό.
Αντί άλλων σχολίων παραθέτουμε (ως γενικότερη παρατήρηση για τις δύο εφέσεις), τα όσα καίρια - και εφαρμοζόμενα εδώ - υπέδειξε το Εφετείο στην Nozaki & Co Ltd και Άλλη ν. Σιουκιούρογλου & Υιοί Λτδ (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1689, 1694-1695:
«.....................................
Η εντύπωση που αποκομίσαμε από τις θέσεις που ανέπτυξε ο συνήγορος των εφεσειουσών στο πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά και ενώπιόν μας, είναι πως παρεξηγεί το στάδιο της διαδικασίας στο οποίο προβάλλει τους ισχυρισμούς του και προτείνει τις εισηγήσεις του. Συγκεκριμένα, ζητά ουσιαστικά από το Δικαστήριο, σ' αυτό το στάδιο, να κρίνει ότι δεν έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί της αγωγής. Δεν είναι όμως τούτο το θέμα που εξετάζεται στην επίδικη αίτηση. Το ερώτημα που ανακύπτει στην υπό συζήτηση αίτηση είναι αν η εφεσίβλητη έχει δείξει εκ πρώτης όψεως καλή αιτία αγωγής, και συνδρομή βεβαίως των προϋποθέσεων της Δ.6 θ.1, για να επιτραπεί η επίδοση της ειδοποίησης του κλητηρίου στο εξωτερικό.
..................................».
Τα επικροτούμε και τα υπερθεματίζουμε.
Οι λόγοι έφεσης 2-4 στην (Π.Ε. Ε165/20), γίνονται αποδεκτοί (υπό τη γωνία ανάλυσης που προηγήθηκε).
Εν κατακλείδι.
Η Π.Ε. Ε136/20 επιτυγχάνει.
Η Πρώτη Πρωτόδικη Απόφαση παραμερίζεται.
Η Π.Ε. Ε165/20 επίσης επιτυγχάνει.
Η Δεύτερη Πρωτόδικη Απόφαση παραμερίζεται.
Υπό τις περιστάσεις, δεν εκδίδουμε διαταγή για τα έξοδα.
Αναμένουμε ότι και οι δύο αγωγές θα εκδικαστούν το συντομότερον, με λελυμμένο πρώτα - και στην πιο δόκιμη δικονομική στιγμή και στάδιο - το όποιο δικαιοδοτικό ζήτημα ήθελεν προκύψει.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
Ν. Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
/κβπ