ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Said Shini-Mehrabzadeh ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2015) 1 ΑΑΔ 2404, ECLI:CY:AD:2015:A753
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2021:A564
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 300/2021)
8 Δεκεμβρίου, 2021
[Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
XXX XXX DUMITRY
Εφεσείων/Εκζητούμενος
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητη/Αιτήτρια
- - - - - - - - -
Θ.Παπαθεοδώρου, για Εφεσείοντα
Αγγ.Τιμοθέου, (κα), για Εφεσίβλητη
_ _ _ _ _ _
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Στην πρωτόδικη διαδικασία αποφασίσθηκε η εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης (ΕΕΣ) εναντίον του εφεσείοντα-εκζητούμενου, ρουμάνου υπηκόου, με σκοπό να εκτίσει ποινή φυλακίσεως 6 ετών και 2 μηνών που του επιβλήθηκε στις 19.7.2019, με την απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο Βουκουρεστίου (1ο ποινικό τμήμα) σε σχέση με αδίκημα εμπορίας ανθρώπων και κηρύχθηκε οριστική με την απόφαση του Εφετείου Βουκουρεστίου στις 2.4.2021. Πρόκειται για διαδικασία δυνάμει του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων Μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης Νόμος του 2004, Ν.133(I)/2004 («ο Νόμος»).
Τους σκοπούς και στόχους του Νόμου, τους έχει αναπτύξει η νομολογία και μπορούν να συνοψιστούν στην ανάγκη παροχής δικαστικής συνδρομής μεταξύ των κρατών-μελών ώστε οι εμπλεκόμενοι να συλλαμβάνονται και να παραδίδονται χωρίς πολύπλοκες διαδικασίες ή αχρείαστες καθυστερήσεις σε συνδυασμό πάντα με την ανάγκη για διαφύλαξη των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. (Bλ. Mιχαηλίδης ν. Γεν.Εισαγγελέας (2013)1B AAΔ.1764, και Μεσαρίτη ν. Γεν. Εισαγγελέα πολ.εφ.256/17, 24.10.17).
Ο εφεσείων είχε συλληφθεί βάσει του ΕΕΣ στις 5.8.21 και στις 6.8.21 παρουσιάστηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο, ημερομηνία κατά την οποία επιβεβαιώθηκαν τα στοιχεία του και άλλα τινά, σύμφωνα με το Νόμο. Ζητήθηκε αναβολή από την πλευρά του εφεσείοντα για να καθορίσει τη θέση του, όπως και έγινε με την υποβολή τελικά ένστασης στην παράδοση του. Η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 10.9.2021 και ολοκληρώθηκε με την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης στις 27.10.2021. Να αναφερθεί ότι υπήρξε ανάγκη ενδιάμεσης αναβολής για να ζητηθούν περαιτέρω διευκρινίσεις από τις Ρουμανικές Αρχές, κατόπιν αιτήματος του δικηγόρου του εφεσείοντα. Όπως και έγινε (τεκμ.10).
Είχαν εγερθεί και προωθηθεί από την πλευρά του εφεσείοντα πυλώνες ενστάσεων που βασίζονται στο άρθ.14 του Νόμου στο οποίο προβλέπονται λόγοι για προαιρετική μη εκτέλεση του ΕΕΣ. Οι ενστάσεις αυτές απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο και επαναφέρονται δια της εφέσεως, ενόψει της θεώρησης του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, τις αντιμετώπισε λανθασμένα με αποτέλεσμα η τελική του κρίση να είναι λαθεμένη.
Παραθέτουμε τους λόγους έφεσης και τους εξετάζουμε σε συνάρτηση με τη δικανική κρίση και το πρίσμα των επιχειρημάτων και θέσεων των διαδίκων.
Πρώτος Λόγος ΄Εφεσης:
Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία και/ή παράτυπα και/ή αντικανονικά με αποτέλεσμα να ασκήσει λανθασμένα τη διακριτική του εξουσία και να καταλήξει ότι οι παρασχεθείσες από τις Ρουμάνικες Αρχές εγγυήσεις είναι επαρκείς και/ή διασφαλίζουν τα δικαιώματα του ως προβλέπονται στο άρθρο 14(2) και δη του εδαφίου (δ)(ι) και (ιι) του Νόμου. Αντίθετη είναι η θέση της εφεσίβλητης η οποία υιοθετεί την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο κατέληξε στην κρίση του αξιολογώντας και λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ενώπιον του γεγονότα και τεκμήρια που κατατέθηκαν στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας και κυρίως τις διευκρινίσεις που δόθηκαν.
Στην αιτιολογία του λόγου αυτού, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα εισηγείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ότι στις «εγγυήσεις» ή στις μεταγενέστερες διευκρινίσεις που ζητήθηκαν (τεκμ.10), ουσιαστικά δεν προσφέρθηκαν εγγυήσεις.
Όμως το πρωτόδικο Δικαστήριο αντίκρυσε στην ουσία του τα θέματα αυτά εξηγώντας με απλό αλλά ουσιαστικό λόγο ότι αφ΄ης στιγμής το αιτούν κράτος διαβεβαιώνει επίσημα στο ΕΕΣ (αλλά και με επόμενες του επιστολές) ότι ο εκζητούμενος έχει το δικαίωμα νέας δίκης και/ή άσκησης ενδίκου μέσου για την εξέταση της ουσίας της υπόθεσης αλλά και δικαίωμα άσκησης έφεσης και προσφέρθησαν προς το σκοπό τούτο σχετικά άρθρα της Ρουμανικής Νομοθεσίας, εκλαμβάνεται ότι όντως έχει αυτά τα δικαιώματα. Τονίζεται δε ότι ο τρόπος άσκησης των δικαιωμάτων αυτών ρυθμίζεται από δικονομικούς κανόνες του Ρουμανικού Δικαίου, για τους οποίους το Δικαστήριο της ΄Εκδοσης δεν θα ασχοληθεί - επί της ουσίας - για τον τρόπο άσκησης τους.
Η προσέγγιση είναι ορθή και υποστηρίζεται από τη Νομολογία.
Στη Χατζηκυπριανού ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, (2014)1B AAΔ.1782 λέχθηκαν τα εξής:
«Το παρόν δικαστήριο, όπως και το πρωτόδικο, έχουν υποχρέωση να βεβαιωθούν ότι, στον εκζητούμενο, θα παρασχεθεί δικαίωμα επανεξέτασης της ουσίας των εναντίον του κατηγοριών, στις οποίες καταδικάστηκε ερήμην, αλλά δεν θα ασχοληθεί με τα δικαιώματά του, δυνάμει του ουσιαστικού Ελληνικού Δικαίου, θέμα που εμπίπτει στην αποκλειστικήν αρμοδιότητα των Ελληνικών Δικαστηρίων».
Επίσης στη xxx xxx Μehrabzadeh Said v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, (2015)1Γ ΑΑΔ 2404, ECLI:CY:AD:2015:A753 αναφέρονται:
«Η εμβέλεια του ’ρθρου 14 του Νόμου, το πεδίο εφαρμογής του και οι λόγοι θέσπισής του, έτυχαν εξαντλητικής εξέτασης στην απόφαση Κωνσταντινίδης (ανωτέρω). Όπως εντοπίζεται, το εν λόγω άρθρο παρέχει στη δικαστική αρχή εκτέλεσης διακριτική εξουσία να αρνηθεί την εκτέλεση ΕΕΣ. Το εδάφιο (2) προβλέπει για δυνατότητα άρνησης εκτέλεσης ΕΕΣ που έχει εκδοθεί με σκοπό την εκτέλεση ποινής στερητικής της ελευθερίας, σε περίπτωση που ο εκζητούμενος δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην απόφαση. Στη συνέχεια όμως του κειμένου του εδαφίου (2) παρατίθενται συγκεκριμένες δικονομικές απαιτήσεις, η ικανοποίηση των οποίων αφαιρεί από το Δικαστήριο τη δυνατότητα άσκησης διακριτικής εξουσίας προς την κατεύθυνση άρνησης εκτέλεσης ΕΕΣ.
Η πιο πάνω αντιμετώπιση αποτελεί ένδειξη ότι η δικαστική αρχή εκτέλεσης του ΕΕΣ δεν υπεισέρχεται να ερμηνεύσει τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες του κράτους-μέλους, από το οποίο προήλθε το ΕΕΣ, όσον αφορά το θέμα των νομικών εγγυήσεων για επανεκδίκαση της υπόθεσης εκζητούμενου προσώπου, στο οποίο επιβλήθηκε ποινή στερητική της ελευθερίας του ερήμην. Το ίδιο, ασφαλώς, ίσχυε και πριν από την τροποποίηση που επέφερε η Απόφαση πλαίσιο 2009/299, εφόσον, κατά τα άλλα, δίδονταν οι σχετικές νομικές εγγυήσεις».
(Βλ. επίσης την Γεν.Εισαγγελέας ν. Σταύρου, πολ.εφ.317/20, 17.2.2021), ECLI:CY:AD:2021:A77.
Στον εφεσείοντα είχε επιβληθεί η ποινή ερήμην. Τέθηκαν ζητήματα που αφορούσαν την ερήμην καταδίκη και εάν η κλήση στη διαδικασία έγινε αυτοπροσώπως είτε είχε δι΄ άλλων μέσων ενημερωθεί για τη δίκη ή εάν ο ίδιος έδωσε εντολή για δικηγόρο ή το κράτος.
Σύμφωνα με τις διευκρινίσεις της Ρουμανίας, στην προκείμενη περίπτωση αναφέρεται ότι ο εφεσείων είχε δι΄ άλλων μέσων ενημερωθεί πραγματικά και επισήμως για την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης, κατά τρόπο ώστε να αποδεικνύεται ότι τελούσε εν γνώσει της δίκης και ότι είχε ενημερωθεί επίσης ότι δύναται να εκδοθεί απόφαση εναντίον του, σε περίπτωση που δεν εμφανισθεί στη δίκη. Διαφαίνεται ότι η επίδοση έγινε σύμφωνα με το αρθ.261 της Ρουμανικής Δικονομίας. Το ίδιο συμβαίνει και για το διορισμό δικηγόρου. Οι Ρουμανικές Αρχές δηλώνουν ότι ο εφεσείων είχε δικηγόρο στη δίκη, χωρίς όμως να γνωρίζουν εάν ο εφεσείων είχε επικοινωνήσει μ΄αυτόν ή όχι.
Εν τελευταία αναλύσει σημασία έχουν οι νομικές εγγυήσεις που παρέχονται για αμφισβήτηση όλων των πιο πάνω. Τόσο σε σχέση με το θέμα του νομότυπου της κλήτευσης του στο δικαστήριο, όσο και του διορισμού δικηγόρου. ΄Ολα τα πιο πάνω είναι θέματα που θα προβληθούν αρμοδίως ενώπιον των Ρουμανικών Αρχών, όπου θα τύχουν χειρισμού.
Η όλη πρωτόδικη αντιμετώπιση ήταν ορθή και ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Δεύτερος Λόγος ΄Εφεσης
Με το λόγο αυτό, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία με αποτέλεσμα να ασκήσει λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια. Αυτό, σε σχέση με τον ισχυρισμό πως η αξιόποινη πράξη δεν είχε τελεστεί εξ ολοκλήρου στην Κύπρο και συνεπώς δεν τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 14(1)(στ) του Νόμου.
Για το λόγο αυτό έχει σημασία το ως άνω άρθρο το οποίο έχει ως εξής:
14.(1) Η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλ΅ατος σύλληψης δύναται να αρνηθεί την εκτέλεση του εντάλ΅ατος στις ακόλουθες περιπτώσεις:
.......
(στ) αν το ευρωπαϊκό ένταλ΅α σύλληψης έχει εκδοθεί για αξιόποινη πράξη, η οποία: (i) θεωρείται κατά τον Κυπριακό ποινικό νό΅ο ότι τελέστηκε εξ ολοκλήρου ή εν ΅έρει στο έδαφος της Κυπριακής ∆η΅οκρατίας ή σε εξο΅οιού΅ενο προς αυτό τόπο ή (ii) τελέστηκε εκτός του εδάφους του Κράτους ΅έλους έκδοσης του εντάλ΅ατος και κατά τους Κυπριακούς ποινικούς νό΅ους δεν επιτρέπεται η δίωξη για την ίδια αξιόποινη πράξη που διαπράττεται εκτός του εδάφους της Κυπριακής ∆η΅οκρατίας»,
Όπως διαφαίνεται, παρά τον αρχικό ισχυρισμό ότι υπήρξε σχετική υπόθεση η οποία είχε καταχωρηθεί στην Κύπρο και οι κατηγορούμενοι είχαν αθωωθεί, αυτή η θέση δεν πήρε τη μορφή μαρτυρίας. Συνεπώς ορθά απορρίφθηκε.
Τα αδικήματα για τα οποία εκζητείται ο εφεσείων αφορούν σοβαρά αδικήματα εμπορίας προσώπων στα οποία εμπλέκονται εγκληματικές ομάδες.
Η θέση ότι τα αδικήματα, εκτός της Ρουμανίας, διαπράχθησαν και στην Κύπρο, δεν είναι γεγονός που μπορεί να δικαιολογήσει άρνηση εκτέλεσης του Εντάλματος (βλ. Joannides v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολ.Εφ.226/2017, 5.10.2017). ΄Αλλωστε λεπτομερή περιγραφή των γεγονότων της υπόθεσης ο εφεσείων θα έχει, όταν θα έχει πλήρη πρόσβαση στην όλη δικογραφία. Όπως αναφέρεται πρωτοδίκως οι αξιόποινες πράξεις τελέστηκαν από κοινού και σε συνεργασία εγκληματικών ομάδων που δρούσαν παράλληλα στην Κύπρο και στη Ρουμανία. Όπως καταγράφονται τα γεγονότα στο ΕΕΣ και στα συναφή έγγραφα, δεν μπορούν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι ο τόπος τέλεσης των αδικημάτων εκ μέρους του εφεσείοντα είναι αποκλειστικά η Δημοκρατία ή έστω αν οι πράξεις που συνιστούν τη δική του συμμετοχή στη διάπραξη τους φαίνεται να έλαβαν χώρα στην Κύπρο.
Συνεπώς το θέμα έτυχε σωστής αντιμετώπισης πρωτοδίκως και ο σχετικός λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Τρίτος Λόγος ΄Εφεσης
Με τον τρίτο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία και/ή παράτυπα και/ή αντικανονικά με αποτέλεσμα να ασκήσει λανθασμένα τη διακριτική του εξουσία και να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αποτελούσε θέση του Εφεσείοντα ότι το Ευρωπαϊκό Ένταλμα σύλληψης εκδόθηκε για την έκτιση δύο ξεχωριστών ποινών φυλάκισης.
Ο εφεσείων ουσιαστικά παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία με αποτέλεσμα να ασκήσει λανθασμένα τη διακριτική εξουσία και να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι όφειλε ο εφεσείων να προσκομίσει μαρτυρία για την άγνοια του αναφορικά με την υπόθεση υπ΄αρ.2255/99/2012, η οποία κατέστη τελική με την απόφαση 125.01.04.2014.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επ΄αυτής της θέσης σημειώνει τα ακόλουθα:
«Ένα άλλο σημείο που ήγειρε ο συνήγορος του εκζητούμενου σε σχέση με την επάρκεια των εγγυήσεων άπτεται του περιεχομένου της απόφασης του Εφετείου της Ρουμανίας, απόσπασμα της οποίας μεταφρασμένο στη Αγγλική γλώσσα, αποτελεί μέρος του τεκμ 10. Ήταν η εισήγηση του ότι μέρος του συνόλου της ποινής για την έκτιση της οποίας εκδόθηκε το υπό εξέταση ΕΕΣ, έχει επιβληθεί σε άλλη καταδικαστική απόφαση που εκδόθηκε εναντίον του. Πριν προχωρήσω ανοίγω μία παρένθεση για να σημειώσω ότι η δήλωση του εκζητούμενου, μέσω της αγόρευσης του δικηγόρου του, περί άγνοιας του για την διαδικασία της άλλης καταδικαστικής απόφασης και ότι σε αυτή καταδικάστηκε στην απουσία του, θα ήταν ανεπίτρεπτο να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο δεδομένου ότι η αγόρευση σαφώς και δεν είναι το σωστό μέτρο και βήμα για την εισαγωγή μαρτυρίας. Σε κάθε περίπτωση δεν θα συμφωνήσω με την πιο πάνω εισήγηση του συνηγόρου του εκζητούμενου. Καταρχήν δεν έχει τεθεί ενώπιον μου οποιαδήποτε μαρτυρία και ή άλλα στοιχεία που να υποστηρίζουν ότι το υπό εξέταση ΕΕΣ εκδόθηκε για την έκτιση δύο ξεχωριστών ποινών φυλάκισης, ως ήταν η εισήγηση του συνηγόρου του εκζητούμενου. Το ουσιαστικό είναι ότι στην υπό εξέταση περίπτωση, επιζητείται η έκδοση του εκζητούμενου για την έκτιση της ποινής φυλάκισης που του επιβλήθηκε δυνάμει απόφασης που έγινε οριστική από το Εφετείο της Ρουμανίας, όπως αναφέρεται στο ΕΕΣ και δεν έχει αμφισβητηθεί. Με βάση δε το περιεχόμενο του επίδικου ΕΕΣ πρόκειται για την ποινή φυλάκισης 6 χρόνων και 2 μηνών όπως αναφέρεται και στο προαναφερόμενο απόσπασμα της απόφασης του Εφετείου της Ρουμανίας για την έκτιση της οποίας επιζητείται η έκδοση του εκζητούμενου. Θα πρέπει δε να υπογραμμισθεί ότι στη παρούσα διαδικασία το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία της καταδικαστικής απόφασης του Δικαστηρίου της κράτους έκδοσης του ΕΕΣ ούτε και είναι σε θέση να εξετάσει τις νομοθετικές διατάξεις και ή να υπεισέλθει των κανόνων δικαίου, ουσιαστικών και δικονομικών, βάσει των οποίων επικυρώθηκε από το Εφετείο της Ρουμανίας η απόφαση σε σχέση με την επιβληθείσα ποινή φυλάκισης για την οποία εκδόθηκε το ΕΕΣ, αλλά ούτε και να εξετάσει το νομικό σύστημα της χώρας που το εξέδωσε. Τα όσα υποστηρίχθηκαν κατά την αγόρευση του συνηγόρου του εκζητούμενου σε σχέση με το περιεχόμενο της απόφασης του Εφετείου, απόσπασμα της οποίας οι Ρουμανικές αρχές διαβίβασαν μέσω του τεκμ. 10, είναι προφανές ότι αποτελούν θέματα που στην περίπτωση που εκδοθεί ο εκζητούμενος, θα εγερθούν στα πλαίσια της νέας δίκης που θα διεξαχθεί και τα όσα περιλαμβάνει η απόφαση του Εφετείου της Ρουμανίας είναι ζητήματα τα οποία, μέσω της εγγύησης που παρέχεται για να δικαστεί εκ νέου και ή να ασκήσει ένδικο μέσο, θα δοθεί στον εκζητούμενο η ευκαιρία να τα εγείρει ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου της Ρουμανίας.
Στη βάση συνεπώς των πιο πάνω θεωρώ επαρκείς τις εγγυήσεις που έχουν δοθεί από τις Ρουμανικές αρχές επί του ΕΕΣ.»
Ο εφεσείων είχε το βάρος να καταδείξει εσφαλμένη την πιο πάνω κρίση. Ούτε ο λόγος που προβάλλεται ούτε η αιτιολογία που ακολουθεί δεν κρίνονται ικανά να δικαιολογήσουν επέμβαση μας επί της πρωτόδικης κρίσης αφού αιτιολογημένα και με πλήρη αντίληψη των δεδομένων το Δικαστήριο έκρινε πως από τα πιο πάνω συνάγεται ότι συντρέχουν επαρκείς εγγυήσεις στον εφεσείοντα να εγείρει τα θέματα στη νέα δίκη ή εν γένει στα ένδικα μέσα που του παρέχονται στη Ρουμανία.
Και ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Η έφεση συνολικά απορρίπτεται. H πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται και διατάσσεται όπως ακολουθηθούν οι πρόνοιες του άρθρου 29(1) του Νόμου, το αργότερο εντός 10 ημερών από σήμερα.
Ο εφεσείων εν τω μεταξύ να παραμείνει υπό κράτηση. Ο αρμόδιος Πρωτοκολλητής να κοινοποιήσει την παρούσα απόφαση στις αρμόδιες Aρχές της Ρουμανίας.
Α.ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Δ.ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.