ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Δημητρίου Δημήτρης ν. Έμιλυς Περδίου (2005) 1 ΑΑΔ 1418
Σ. Κ. ν. Ε. Ζ., ΄Εφεση Αρ. 39/2016, 5/3/2020, ECLI:CY:DOD:2020:9
ΜΕΓΑΣ v. KVASNIKOVA, Έφεση Αρ. 26/2019, 10/7/2020, ECLI:CY:DOD:2020:24
ΠΕΤΡΗ v. ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΟΥ, ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 28/2019, 4/6/2021, ECLI:CY:DOD:2021:13
SIDOROV ν. N. KHOVRIN κ.α., Ποινική Έφεση. 26/2019, 9/3/2020, ECLI:CY:AD:2020:B95
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:DOD:2021:31
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Έφεση Αρ. 27/2020
15 Δεκεμβρίου 2021
[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/στές]
xxx ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ,
Εφεσείουσας,
ν.
xxx ΠΟΛΥΒΙΟΥ,
Εφεσίβλητου.
____________________
M Παπαμιχαήλ για Α. Παπαμιχαήλ & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε. για την Εφεσείουσα.
Χρ. Δημητριάδης για Κ. Π. Δημητριάδης Δ.Ε.Π.Ε. για τον Εφεσίβλητο.
____________________
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Ο Εφεσίβλητος με αίτηση του στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας αιτήθηκε τη μείωση του ποσού που δυνάμει διατάγματος κατέβαλλε μηνιαία για τη διατροφή του ανήλικου γιου του. Κατέβαλλε από 1.7.2009 €250 το μήνα και ζήτησε όπως το ποσό μειωθεί σε €100 και διαζευκτικά το διάταγμα να ακυρωθεί. Ζήτησε ακόμα όπως από 1.7.2011 να μην ισχύει η αυτόματη αύξηση του 10%. Πρόκειται για τη νομοθετική πρόβλεψη για την αύξηση του ποσού της διατροφής που διατάσσεται να πληρώνεται, κάθε δύο χρόνια.
Η Εφεσείουσα καταχώρισε ανταπαίτηση αιτούμενη την αύξηση του ποσού και περαιτέρω ζήτησε να της καταβληθούν από τον Εφεσίβλητο τα ποσά που όφειλε να πληρώσει στη βάση της αυτόματης αύξησης και που ο τελευταίος δεν είχε ποτέ καταβάλει.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο Εφεσίβλητος κωλυόταν να ισχυριστεί ότι από την έκδοση του διατάγματος επήλθε μείωση στα εισοδήματα του. Ανάφερε επίσης ότι δεν αποδείχτηκε η μεταβολή των εισοδημάτων του, ούτε απέδειξε μείωση των εξόδων του ανήλικου, αλλά ούτε και αύξηση των εισοδημάτων της Εφεσείουσας στο χρόνο που μεσολάβησε από την έκδοση του διατάγματος μέχρι και την καταχώριση της αίτησης του.
Η διαφοροποίηση στις περιστάσεις της υπόθεσης, ήταν ότι την 9.10.2014 ο Εφεσίβλητος απέκτησε ακόμα ένα παιδί με τη νέα του σύζυγο, που είχε και αυτή εισόδημα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στην σχετική νομολογία (Eleni Elizabeth Georghiou Antoniou etc. v. Georghios Antoniou or Georghios Antoniou Zacharia (1969) 1 C.L.R. 307, 321 και Δημητρίου ν. Περδίου (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 1418, 1422) και σημείωσε ότι εφόσον το δεύτερο παιδί αποκτήθηκε μετά την έκδοση του διατάγματος, είχε σχέση και θα λαμβάνετο υπόψη στην τελική του ετυμηγορία. Σημείωσε ακόμα ότι η Εφεσείουσα λάμβανε επίδομα μονογονέα. Κατέληξε ότι το δεύτερο παιδί του Εφεσίβλητου αποτελούσε «ενισχυτικό παράγοντα» για την υπόθεση του όπως και το γεγονός ότι η Εφεσείουσα λάμβανε επίδομα μονογονέα.
Εξετάζοντας την ανταπαίτηση, το πρωτόδικο Δικαστήριο επανεξέτασε τις επιμέρους παραμέτρους στη βάση της μαρτυρίας της Εφεσείουσας για να καταλήξει ότι τα έξοδα του 12χρονου πλέον ανήλικου είχαν αυξηθεί σε €405 το μήνα, σε σχέση με €290 όταν ήταν ενός χρόνου. Σε σχέση με την εισοδηματική ικανότητα του Εφεσίβλητου, αποφάνθηκε ότι από τη μαρτυρία της Εφεσείουσας δεν μπορούσε να καταλήξει σε ασφαλές συμπέρασμα επί του θέματος. Σε σχέση με την εισοδηματική ικανότητα της Εφεσείουσας, κατέληξε ότι ανέρχεται γύρω στα €1600 το μήνα, ενώ λαμβάνει και επίδομα μονογονιού €180 το μήνα.
Στη βάση των ευρημάτων του, αλλά και της αδυναμίας διαπίστωσης της εισοδηματικής ικανότητας του Εφεσίβλητου, έκρινε ότι ήταν δίκαιο όπως η αύξηση στα έξοδα του ανήλικου καλυφθεί από το επίδομα μονογονέα που λάμβανε η Εφεσείουσα. Ανέφερε στη συνέχεια ότι η μη τεκμηρίωση των εισοδημάτων του Εφεσίβλητου και ο επηρεασμός της εργασίας του λόγω ασθένειας, γεγονός που είχε αποδεχτεί, καθώς και η απόκτηση από αυτόν δεύτερου παιδιού, δικαιολογούσαν τη μη καταβολή εκ μέρους του Εφεσίβλητου οποιουδήποτε ποσού πέραν των €250 το μήνα, που κατέβαλλε. Απέρριψε, δηλαδή, τόσο την αίτηση για μείωση, όσο και την ανταπαίτηση για αύξηση του ποσού της μηνιαίας διατροφής.
Το επίδικο διάταγμα είχε εκδοθεί την 21.1.2009. Διέτασσε τον Εφεσίβλητο να καταβάλλει €230 μηνιαία από 1.2.2009 και €250 μηνιαία από 1.7.2009. Το ποσό δεν αυξήθηκε ποτέ στη συνέχεια. Θα έπρεπε, μέχρι και την καταχώριση της ανταπαίτησης, να είχε αυξηθεί κατά 10% τον Ιούλιο του 2011 και στη συνέχεια τον Ιούλιο του 2013, του 2015 και του 2017 στο ίδιο ποσοστό. Κατά τους υπολογισμούς της Εφεσείουσας, το συσσωρευμένο ποσό ήταν €3.493. Ήταν η θέση του Εφεσίβλητου ότι θα έπρεπε η αύξηση να μην ισχύσει αφού ουδέποτε ζητήθηκε και η Εφεσείουσα παραλάμβανε το ποσό των €250 χωρίς οποιαδήποτε άλλη απαίτηση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι αναφορικά με τη διατροφή ανηλίκων, μπορούν να ανακτηθούν οφειλόμενα ποσά διατροφής πέραν της παρόδου των δύο χρόνων. Εντούτοις, κατέληξε ότι, στα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης, θα ήταν άδικο να κληθεί ο Εφεσίβλητος να καταβάλει το συσσωρευμένο στη βάση της αυτόματης αύξησης ποσό. Και εξέδωσε διάταγμα όπως μη ισχύσει η αυτόματη αύξηση του 10%.
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με τρεις λόγους έφεσης. Με το λόγο έφεσης 1 προσβάλλεται ως εσφαλμένη η επιμέρους κρίση να μην αυξηθεί το ποσό της διατροφής, δεδομένου ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε προβεί σε εύρημα ότι οι ανάγκες του ανήλικου είχαν αυξηθεί. Με το λόγο έφεσης 2 προσβάλλεται ως εσφαλμένη η διαταγή όπως μη ισχύσει η αυτόματη αύξηση του 10%, ενώ με το λόγο έφεσης 3 προσβάλλεται ως εσφαλμένη και αναιτιολόγητη η κατάληξη ότι δεν θα ήταν δίκαιο να διαταχθεί ο Εφεσίβλητος να καταβάλει αναδρομικά τα ποσά των αυξήσεων.
Το διάταγμα σε σχέση με την αυτόματη αύξηση προνοούσε όπως «μη ισχύσει η αυτόματη αύξηση του 10% επί του πιο πάνω ποσού». Το ποσό που αναφερόταν αμέσως πιο πάνω ήταν το ποσό των €250. Συνεπώς, προκύπτει πως ό,τι διατάχτηκε ήταν να μην ισχύσει καμιά αύξηση, από το 2011 και εντεύθεν. Στην περίπτωση λοιπόν που η διαταγή να μην ισχύσει η αύξηση επικυρωθεί, το συσσωρευμένο στη βάση της αύξησης ποσό δεν θα είναι καν πληρωτέο, ενώ στην αντίθετη περίπτωση δεν θα υπάρχει λόγος γιατί να μην πληρωθεί.
Ο Εφεσίβλητος καταχώρησε αντέφεση με δύο λόγους. Καταλογίζει στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εσφαλμένα αποφάσισε ότι δεν συνέτρεχαν λόγοι για μείωση της διατροφής, στη βάση ότι δεν έλαβε υπόψη ότι ο ίδιος ήταν εντελώς ανίκανος για εργασία και στην ουσία δεν είχε οποιαδήποτε εισοδηματική ικανότητα (λόγος αντέφεσης 1) και στη βάση ότι η εισοδηματική ικανότητα της Εφεσείουσας ήταν πολύ μεγαλύτερη από τη δική του (λόγος αντέφεσης 2).
Κρίνεται πρόσφορο να ασχοληθούμε πρώτα με την αντέφεση και το λόγο 1, αφού στην περίπτωση που ο Εφεσίβλητος ήταν εντελώς ανίκανος για εργασία, ανατρέπεται το πραγματικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο αποφασίστηκε η αίτηση.
Σύμφωνα με το Άρθρο 33(1) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990 (Ν.216/1990), οι γονείς έχουν υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, ενώ το Άρθρο 38 του ιδίου νόμου προνοεί ότι: «(1) Αν αφότου εκδόθηκε η απόφαση που προσδιορίζει τη διατροφή μεταβλήθηκαν οι όροι της, το Δικαστήριο μπορεί να τροποποιήσει την απόφαση του ή και να διατάξει τον τερματισμό της διατροφής». Στην Αντρέου ν. Τσίρου, Έφ. Αρ.16/2013, ημερ.21.12.2016, αναφέρθηκε ότι η νομολογία έχει καθορίσει ότι μόνο γεγονότα τα οποία ανακύπτουν μετά την έκδοση του αρχικού διατάγματος είναι δυνατό να ληφθούν υπόψη προς αναθεώρηση του υφιστάμενου διατάγματος και πως: «Είναι η μεταβολή των όρων που καθιστά την αρχική απόφαση μεταρρυθμιστέα». Ο αιτητής έχει το βάρος απόδειξης ότι οι όροι του υφιστάμενου διατάγματος διατροφής έχουν μεταβληθεί ούτως ώστε να είναι αναγκαία η τροποποίηση του (βλ. ακόμα Μέγας ν. Kvasnikova, Αρ. Έφ. 26/2019, ημερ.10.7.2020 και Πετρή ν. Γρηγοριάδου Αρ. Έφ. 28/2019, ημερ.4.6.2021, ECLI:CY:DOD:2021:13). Στην Σ.Κ. ν. Ε.Ζ., Αρ. Έφ.39/2016, ημερ.5.3.2020, ECLI:CY:DOD:2020:9, αναφέρθηκε ότι ο αιτητής είχε υποχρέωση να καταδείξει τις περιστάσεις εκείνες οι οποίες μεσολάβησαν από την έκδοση του διατάγματος και δικαιολογούσαν την τροποποίηση του, αναλόγως. Δεν ήταν, όμως, συγχρόνως, αναγκαίο να αποδειχθούν οι περιστάσεις που οδήγησαν, αρχικά, στην έκδοσή του, δεδομένου, μάλιστα, ότι αυτό είχε εκδοθεί εκ συμφώνου.
Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι το διάταγμα που είχε εκδοθεί την 21.1.2009 ήταν συναινετικό, όπως δε προκύπτει από το περιεχόμενο της πρωτόδικης απόφασης, τα δεδομένα στη βάση των οποίων τα μέρη είχαν τότε καταλήξει στο συγκεκριμένο ποσό δεν ήταν όλα γνωστά. Ό,τι έγινε αποδεχτό από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν η θέση της Εφεσείουσας ότι κατά την έκδοση του επίδικου διατάγματος τόσο ο Εφεσίβλητος, όσο και η ίδια ήταν φοιτητές χωρίς καθόλου έσοδα και περαιτέρω ότι οι ανάγκες του ανήλικου είχαν καθοριστεί σε €290 το μήνα και ο Εφεσίβλητος είχε συμφωνήσει να πληρώνει €230 και στη συνέχεια €250.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβηκε σε εύρημα ως προς την παρούσα εισοδηματική ικανότητα του Εφεσίβλητου. Κατέγραψε τις εκατέρωθεν θέσεις και μελέτησε, όπως σημείωσε, τα έγγραφα που είχε παρουσιάσει ο Εφεσίβλητος, αναφέροντας ότι δεν είχε αποδειχτεί μεταβολή των εισοδημάτων του και ότι ο Εφεσίβλητος κωλυόταν να ισχυρίζεται ότι από την έκδοση του διατάγματος είχε επέλθει μείωση στα εισοδήματα του.
Η μόνη εξήγηση για το κώλυμα στο οποίο αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, θα ήταν ότι εφόσον κατά την έκδοση του διατάγματος τα εισοδήματα του Εφεσίβλητου ήταν μηδενικά, δεν θα μπορούσαν ποτέ στη συνέχεια να μειωθούν. Αυτή είναι μια καθόλου ρεαλιστική προσέγγιση, δεδομένου μάλιστα ότι επρόκειτο για εκ συμφώνου διάταγμα, που δεν βασίστηκε σε εύρημα ως προς τα εισοδήματα του Εφεσείοντα.
Όμως, σε κάθε περίπτωση, απουσίαζαν στην παρούσα υπόθεση τα στοιχεία εκείνα που θα παρείχαν στο πρωτόδικο Δικαστήριο το υπόβαθρο για να αποφανθεί επί του επί μέρους ζητήματος της μείωσης των εισοδημάτων του. Δεν προωθήθηκε από τον Εφεσίβλητο θέση ότι το συναινετικό διάταγμα είχε εκδοθεί στη βάση της εισοδηματικής ικανότητας που επρόκειτο να έχει με την αποπεράτωση των σπουδών του (Δημητρίου ν. Περδίου (2005) 1 Α.Α.Δ. 1418) και ότι είναι αυτή η εισοδηματική ικανότητα που μειώθηκε. Πέραν δε τούτου, ο λόγος αντέφεσης 1 βρίσκεται μετέωρος, αφού, για να έπρεπε το πρωτόδικο Δικαστήριο να ελάμβανε υπόψη ότι ο Εφεσίβλητος ήταν ανίκανος για εργασία και δεν είχε οποιαδήποτε εισοδηματική ικανότητα, θα έπρεπε πρώτα να είχε αποδεχτεί την θέση του, κάτι που δεν προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση. Δεν την απόρριψε, αλλά ούτε και την αποδέχτηκε και δεν υπάρχει λόγος αντέφεσης στη βάση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να προβεί σε εύρημα ως προς την παρούσα εισοδηματική ικανότητα του Εφεσίβλητου. Σημειώνεται πως ο επηρεασμός της εργασίας του Εφεσίβλητου λόγω ασθένειας, γεγονός που είχε αποδεχτεί το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν αφορά στο λόγο έφεσης, ο οποίος περιορίζεται στη θέση περί πλήρους ανικανότητας για εργασία και μηδενική εισοδηματική ικανότητα. Επομένως, ο λόγος αντέφεσης 1 απορρίπτεται.
Ο λόγος αντέφεσης 2 δεν μπορεί να έχει διαφορετική κατάληξη. Εφόσον δεν υπάρχει εύρημα ως προς την εισοδηματική ικανότητα του Εφεσίβλητου, δεν υπήρχε δεδομένο για σύγκριση με την εισοδηματική ικανότητα της Εφεσείουσας και εξαγωγής του συμπεράσματος που εισηγείται ο Εφεσίβλητος, ότι δηλαδή η εισοδηματική του ικανότητα ήταν περίπου 23% και της Εφεσείουσας 77%. Επομένως, απορρίπτεται και ο λόγος αντέφεσης 2.
Προχωρούμε στην εξέταση της έφεσης και στο λόγο έφεσης 1 που αφορά την επιμέρους κρίση να μην αυξηθεί το ποσό της διατροφής, παρά το ότι οι ανάγκες του ανήλικου είχαν αυξηθεί από €290 σε €405 το μήνα. Η καταρχάς προσέγγιση θα ήταν ότι, αν δεν είχε μεταβληθεί η εισοδηματική ικανότητα και υποχρεώσεις του Εφεσίβλητου και της Εφεσείουσας το επιπλέον ποσό θα έπρεπε να επωμιστούν και οι δύο ανάλογα, στη βάση του διατάγματος του 2009. Όμως, υπήρξαν διαφοροποιήσεις. Ο Εφεσίβλητος είχε αποκτήσει και δεύτερο παιδί και είχε οικονομικές υποχρεώσεις έναντι και αυτού. Περαιτέρω, η Εφεσείουσα διαπιστώθηκε να έχει εισόδημα €1780 μηνιαία και το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι, στη βάση ότι ήταν φοιτήτρια χωρίς εισοδήματα κατά την έκδοση του διατάγματος, «θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι επήλθε μεταβολή στην εισοδηματική της κατάσταση». Σημείωσε ακόμα ότι υπήρξε «επηρεασμός της εργασίας του [Εφεσίβλητου] ένεκα της ασθενείας του» και αναφέρθηκε σε «αποδεδειγμένο σοβαρό πρόβλημα υγείας του [Εφεσίβλητου]». Με αυτά τα δεδομένα, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το επιπλέον ποσό εξόδων δεν θα έπρεπε να επωμιστεί ο Εφεσίβλητος, αλλά εκ του αποτελέσματος η Εφεσείουσα, ήταν μια σωστά ζυγισμένη απόφαση στις περιστάσεις της υπόθεσης. Επομένως, ο λόγος έφεσης 1 απορρίπτεται.
Σε σχέση με το ζήτημα του λόγου έφεσης 2, ο περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμος του 1990, Ν.216/1990, όπως έχει τροποποιηθεί με το Ν.68(Ι)/2008,προβλέπει στο Άρθρο 38 ότι:
«(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), το ύψος του ποσού της διατροφής αυξάνεται αυτόματα κατά δέκα τοις εκατόν (10%) ανά περίοδο εικοσιτεσσάρων μηνών:
Νοείται ότι, το Δικαστήριο μπορεί, κατόπιν αίτησης του υπόχρεου διατροφής, να διατάξει όπως μη ισχύσει η αυτόματη αύξηση και/ή το ύψος αυτής περιοριστεί. Σε περίπτωση υποβολής τέτοιας αίτησης, αναστέλλεται η υποχρέωση καταβολής οποιουδήποτε ποσού αύξησης:
Νοείται περαιτέρω ότι, η απόφαση του Δικαστηρίου δυνάμει του παρόντος εδαφίου εκδίδεται εντός τριών μηνών από την καταχώρηση της αίτησης και δυνατόν να έχει αναδρομική εφαρμογή από την ημερομηνία κατά την οποία η αυτόματη αύξηση θα είχε εφαρμογή δυνάμει του παρόντος εδαφίου.»
Ο Νομοθέτης, στη βάση των πραγματικοτήτων της ζωής, αναγνώρισε ότι, κατά κανόνα, όσο μεγαλώνουν τα παιδιά αυξάνονται και οι ανάγκες και τα έξοδα τους. Και θέσπισε τη σχετική πρόνοια, ώστε να ρυθμίζεται το ζήτημα της κάλυψης των εξόδων τους αυτόματα, χωρίς την ανάγκη νέας συμφωνίας ή προσφυγής στο Οικογενειακό Δικαστήριο (Χριστοφόρου ν. Χριστοφόρου, Νομ. Ερωτ. 373, ημερ.2.5.2017, ECLI:CY:AD:2017:C155).
Το αδιάσειστο (δεν προσβάλλεται με την έφεση ή την αντέφεση, παρά το ότι εκφράζεται κάποιο παράπονο στην αιτιολογία του λόγου έφεσης 1,) εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι ανάγκες του ανήλικου είχαν αυξηθεί από €290 σε €405 το μήνα μέσα σε 11 χρόνια (1.7.2009 - 22.6.2020) επιβεβαιώνει τον κανόνα, έστω σε μικρότερο ποσοστό αύξησης στην προκειμένη περίπτωση. Και η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου όπως το επιπλέον ποσό επωμιστεί η Εφεσείουσα, συμπλέκεται. Εφόσον αυτή επιφορτίζεται το επιπλέον ποσό, δηλαδή την αύξηση, ο Εφεσίβλητος ορθά θα έπρεπε να απαλλαγεί από αυτή. Στην ορθότητα της κρίσης αυτής συνηγορούσε και το γεγονός ότι για πολλά χρόνια και ενώ οι ανάγκες του ανήλικου αυξάνονταν, η Εφεσείουσα δεν απαίτησε, ενεργοποιώντας οιαδήποτε διαδικασία, την αύξηση, παρά μόνο το έπραξε μόλις το 2018.
Σύγχυση έχει προκαλέσει η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εξετάσει την αίτηση και την ανταπαίτηση ξεχωριστά, παρά το ότι συνεκδικάστηκαν, και να καταλήξει σε ξεχωριστά συμπεράσματα, που μερικά ήταν και αντιφατικά. Στην αίτηση, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο Εφεσίβλητος δεν απέδειξε αύξηση των εισοδημάτων της Εφεσείουσας στο χρόνο που μεσολάβησε από την έκδοση του διατάγματος μέχρι και την καταχώριση της αίτησης του (κατάληξη που δεν προσβάλλεται με την αντέφεση) ενώ στην ανταπαίτηση διαπίστωσε ότι η Εφεσείουσα έχει εισόδημα €1780 μηνιαία παρατηρώντας ότι, στη βάση ότι ήταν φοιτήτρια χωρίς εισοδήματα κατά την έκδοση του διατάγματος, «θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι επήλθε μεταβολή στην εισοδηματική της κατάσταση». Παρά τη σημειούμενη ως άνω αντιφατικότητα, η τελευταία διαπίστωση ήταν και η ανταποκρινόμενη στην πραγματικότητα.
Ως εκ των ανωτέρω, καταλήγουμε ότι η επιμέρους απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν ήταν εσφαλμένη και ο λόγος έφεσης 2 απορρίπτεται. Κατ' ακολουθία απορρίπτεται και ο λόγος έφεσης 3.
Η έφεση και η αντέφεση απορρίπτονται. Η κάθε πλευρά να επωμιστεί τα έξοδα της.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Δ. Σωκράτους, Δ.