ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Oρφανίδης Aνδρέας Στέλιου ν. Nίκης Aνδρέα Oρφανίδη (1998) 1 ΑΑΔ 179
Ντίνα Παπαϊωάννου ν. Γιάννης Παπαϊωάννου (2000) 1 ΑΑΔ 656
Θεωρή Αντώνης ν. Δέσποινας Χρυσοστόμου (2003) 1 ΑΑΔ 386
Σοφοκλέους Τζοάνα Πέτρου ν. Πέτρου Χαραλάμπους Σοφοκλέους (2005) 1 ΑΑΔ 1030
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 14/1960 - Ο περί Δικαστηρίων Νόμος του 1960
Ν. 232/1991 - Ο περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμος του 1991
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:DOD:2021:34
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Εφέσεις Αρ. 2/2019 με 3/2019)
20 Δεκεμβρίου, 2021
[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ Δ/ΣΤΕΣ]
(Εφεση αρ. 2/2019)
A. ΜΑΘΗΚΟΛΩΝΗ-ΠΟΥΡΓΟΥΡΙΔΟΥ
Εφεσείουσα,
v.
M. ΣΑΒΒΙΔΗ
Εφεσίβλητου.
(Εφεση αρ. 3/2019)
M. ΣΑΒΒΙΔΗΣ
Εφεσείων,
ν.
A. ΜΑΘΗΚΟΛΩΝΗ-ΠΟΥΡΓΟΥΡΙΔΟΥ
Εφεσίβλητης.
____________________
Λ. Βραχίμης για Βραχίμη & Σία, για την εφεσείουσα στην 2/19 και εφεσίβλητη στην 3/19.
Δ. Παπαχρυσοστόμου για Σ. Παπαχρυσοστόμου ΔΕΠΕ, για τον εφεσίβλητο στην 2/19 και εφεσείοντα στην 3/19.
____________________
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Σωκράτους, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.: Στις 31/10/2018 εξεδόθη απόφαση από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού στην αίτηση επίλυσης περιουσιακών διαφορών με αρ. 9/07 διά της οποίας επιδίκασε υπέρ της αιτήτριας και εναντίον του καθ' ου η αίτηση το ποσό των €429.121 πλέον νόμιμο τόκο από 8/3/2016 μέχρι την πλήρη εξόφληση του εξ αποφάσεως χρέους. Για να αχθεί στην απόφαση του αυτή, το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξέτασε και επέλυσε τα εγειρόμενα ζητήματα όπως τη συνεισφορά της αιτήτριας επί της επαύξησης της περιουσίας του καθ' ου, τις δωρεές του δεύτερου προς την πρώτη καθώς και άλλα επί μέρους θέματα.
Όπως προκύπτει, ουδείς των διαδίκων ικανοποιήθηκε από το αποτέλεσμα, για τούτο αμφότεροι καταχώρησαν έφεση για ανατροπή της.
Εκ μέρους της αιτήτριας καταχωρήθηκε η έφεση 2/19 με τέσσερις λόγους, (στο εξής η εφεσείουσα) ενώ εκ μέρους του καθ' ου η αίτηση η έφεση αρ. 3/19 με δεκατρείς λόγους, (στο εξής ο εφεσίβλητος). Η εφεσείουσα, στα πλαίσια της έφεσης αρ. 3/19 καταχώρησε αντέφεση.
Προτού γίνει ενασχόληση με τους λόγους έφεσης, κρίνεται σκόπιμο να παρατεθεί ένα ιστορικό των γεγονότων, το οποίο είναι αδιαμφισβήτητο και θα βοηθήσει στην κατανόηση της ουσίας της υπόθεσης.
Οι διάδικοι τέλεσαν πολιτικό γάμο στις 9/12/1993 στο Δήμο Λευκωσίας. Για την εφεσείουσα ήταν ο τρίτος ενώ για τον εφεσίβλητο ο δεύτερος γάμος. Από το γάμο τους δεν απέκτησαν παιδιά. Αμφότεροι είχαν ήδη παιδιά από το προηγούμενο τους γάμο, ανήλικα κατά τον επίδικο χρόνο έναρξης της συμβίωσης, τρία η εφεσείουσα και δύο ο εφεσίβλητος.
Ο δεύτερος σύζυγος της εφεσείουσας έπεσε μαχόμενος στις 20/7/1974 στη Λεμεσό και ο εφεσίβλητος, όντας φίλος του συζύγου της εφεσείουσας, της συμπαραστάθηκε και τη βοήθησε. Η συμπάθεια η οποία αναπτύχθηκε μεταξύ τους κατέληξε σε ερωτικό δεσμό και άρχιζαν να συζούν στο σπίτι της εφεσείουσας, από το τέλος του 1976, αρχές του 1977.
Ο εφεσίβλητος πήρε διαζύγιο από την πρώτη σύζυγο του, τον Αύγουστο του 1986, με βάση την οκταετή διάσταση τους. Περί το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους η εφεσείουσα διαγνώστηκε με καρκίνο, υπεβλήθη σε μερική μαστεκτομή και ακολούθησε φαρμακευτική αγωγή. Το 1988 επανεμφανίστηκε πρόβλημα στο στήθος και μετέβη στις ΗΠΑ, όπου βρισκόταν ο ιατρός ο οποίος την είχε ήδη χειρουργήσει και υποβλήθηκε σε νέα επέμβαση, για να ακολουθήσει νέα φαρμακευτική αγωγή.
Οι λόγοι για τους οποίους ο γάμος συνήφθηκε το 1993, μετά πάροδο αρκετών χρόνων από τη συμβίωση, διϊστανται και θα εξεταστούν κατωτέρω.
Η διάσταση των διαδίκων επήλθε τον Ιούνιο του 2006.
Επίκεντρο και βάση επίλυσης των διαφορών αποτελεί ο περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμος του 1991, Ν. 232(Ι)/91 (στο εξής ο Νόμος).
Η εξέταση των λόγων έφεσης αρ. 3/19 πρέπει να προηγηθούν εκείνων της υπ' αρ. 2/19, αφού με την πρώτη πλήττεται η ερμηνεία την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε στους όρους «περιουσία επί τη προοπτική του γάμου», «συνεισφορά» και «δωρεές», που όπως αναφέρει, ήταν η πρώτη φορά που τέθηκαν για ερμηνεία.
Οι εισηγήσεις των διαδίκων βεβαίως διϊσταντο όπως τις είχαν αναπτύξει πρωτοδίκως, με το πρωτόδικο Δικαστήριο να αποφασίζει πως η ορθή ερμηνεία του όρου περιουσία όπως αυτή απαντάται στο άρθρο 14(2) του Νόμου, είναι η κάτωθι:
«Η ερμηνεία την οποία προκρίνω, ως επιτελούσα τον σκοπό του νόμου όπως προαναφέρθηκε ήδη, και η οποία βρίσκεται σε αρμονία με τις διατάξεις του βασικού νόμου, ιδία του άρθρου 14 είναι η πιο κάτω.
Οι αναφορές στο άρθρο 2 του νόμου ότι περιουσία σημαίνει (α) την περιουσία που αποκτήθηκε πριν από το γάμο με την προοπτική του γάμου και (β) την περιουσία που αποκτήθηκε μετά τη σύναψη του γάμου, αφορούν χρονικούς προσδιορισμούς, οι οποίοι οριοθετούν χρονικά την περιουσία, η οποία αποτελεί αντικείμενο διαμοιρασμού μεταξύ των συζύγων, στη βάση της συνεισφοράς των, η οποία συνεισφορά είναι διαφορετικό θέμα και έγκειται ακριβώς στη δυνατότητα ύπαρξης συμβολής του συζύγου στην δημιουργία ή απόκτηση της περιουσίας πριν ή μετά τον γάμο, θέμα πραγματικό, για το οποίο μάλιστα ο νόμος καθιερώνει το σχετικό τεκμήριο. Οι σχετικές προϋποθέσεις που θέτει το εν λόγω άρθρο ήταν (α) απόκτηση περιουσίας (β) η απόκτηση της να έγινε με την προοπτική του γάμου, είναι προϋποθέσεις που δεν προϋποθέτουν μεταξύ τους αιτιώδη συνάφεια.»
Η θέση του συνηγόρου του εφεσιβλήτου, απορρίπτει τη δοθείσα από το Δικαστήριο ερμηνεία εισηγούμενος ότι με αυτή καταστρατηγείται και αλλοιώνεται το σαφές νόημα του Νομοθέτη. Αποτελεί εισήγηση του, πως πρόθεση του Νομοθέτη ήταν να περιλάβει στην περιουσία που θα είναι αντικείμενο διαμοιρασμού, την περιουσία που αποκτήθηκε λόγω του επικείμενου γάμου στα πλαίσια προετοιμασίας του γάμου. Ως παράδειγμα θέτει την απόκτηση κατοικίας ή και οικοσυσκευής από τους μελλονύμφους η οποία θα χρησιμοποιηθεί από αυτούς με την τέλεση του γάμου.
Είναι η θέση του πως στη βάση του ορισμού του Νόμου, μόνο η περιουσία που αποκτήθηκε με την προοπτική του γάμου πριν από το γάμο θεωρείται περιουσία σύμφωνα με τον ορισμό και η απόκτηση της περιουσίας αυτής προϋποθέτει αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της ιδιοκτησίας που αποκτάται πριν από το γάμο με την προοπτική του γάμου. Σύμφωνα με την ίδια εισήγηση η φράση «με την προοπτική του γάμου» δεν αποτελεί χρονικό προσδιορισμό αλλά την αναγκαιότητα ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του λόγου ή/και αιτίας απόκτησης της ιδιοκτησίας με τον επικείμενο μελλοντικό γάμο.
Η αντίθετη θέση του συνηγόρου της εφεσείουσας, όπως και πρωτοδίκως την ανέπτυξε, προβάλλει πως η δοθείσα από το συνήγορο του εφεσίβλητου ερμηνεία είναι η στενότερη δυνατή ερμηνεία, η οποία από μόνη της είναι αντιφατική. Σύμφωνα με τον ίδιο, η αναφορά σε προοπτική του γάμου είναι ένας χρονικός προσδιορισμός που μεταθέτει χρονικά το δικαίωμα διεκδίκησης και σε περιουσιακά στοιχεία που έχουν αποκτηθεί όχι μετά την ημερομηνία τέλεσης γάμου αλλά αφότου δημιουργήθηκε η περιουσία.
Αφού πρόσφερε κάποια παραδείγματα, εισηγείται πως σκοπός του νομοθέτη ήταν να επεκτείνει την εφαρμογή του νόμου και στην περιουσία που αποκτάται πριν από το γάμο και περιλαμβάνει την περιουσία που αποκτάται καθόλη τη χρονική περίοδο που υφίσταται η προοπτική του γάμου. Από τη στιγμή που οι δύο σύζυγοι έχουν συμφωνήσει ότι θα παντρευτούν, από εκείνο το χρονικό σημείο ο νομοθέτης τους αντιμετωπίζει για σκοπούς περιουσιακών διαφορών ως παντρεμένους, γιατί στην πράξη από εκείνο το χρονικό σημείο, η συντριπτική πλειοψηφία των ζευγαριών ξεκινά την κοινή τους ζωή και την εκατέρωθεν άμεση ή έμμεση συνεισφορά αναφορικά με την αύξηση της περιουσίας.
Θεωρούμε ορθή και τεκμηριωμένη την δοθείσα από το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμηνεία η οποία αποδίδει το ορθό νόημα και σκοπό του Νόμου.
Ο Νόμος 232/91 έδιδε τον εξής ορισμό του όρου «περιουσία»: «περιουσία» σημαίνει την κινητή και ακίνητη περιουσία η οποία αποκτήθηκε μετά τη σύναψη του γάμου από οποιοδήποτε από τους συζύγους.
Με το Νόμο 58(Ι)/99 επήλθε τροποποίηση του όρου «περιουσία» η οποία πλέον «σημαίνει την κινητή και ακίνητη ιδιοκτησία η οποία αποκτήθηκε πριν από το γάμο με την προοπτική του γάμου ή οποτεδήποτε μετά τη σύναψη του γάμου από οποιοδήποτε από τους συζύγους».
Αποκαλυπτική αλλά και υποβοηθητική της πρόθεσης και ερμηνείας ενός νομοθετήματος αποτελεί η αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου ή πρότασης Νόμου που οδήγησε στη ψήφιση του, που στην κρινόμενη περίπτωση είναι το τεκμ. 100, με την κάτωθι αναφορά:
«Σκοπός του νόμου που προτείνεται είναι η τροποποίηση του βασικού νόμου για τη ρύθμιση των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων, ώστε στον όρο «περιουσία» να περιλαμβάνεται και η ιδιοκτησία που αποκτήθηκε με την προοπτική του γάμου πριν από την τέλεση του και όχι μόνο η ιδιοκτησία που αποκτήθηκε μετά την τέλεση του γάμου.»
Συνάγεται με σαφήνεια πως εκείνο που στοχεύεται είναι να ανατραπεί η αδικία που δημιουργείτο με τον υπάρχοντα νόμο, ήτοι, περιουσία η οποία αν είχε ημερομηνία απόκτησης μετά το γάμο θα αποτελούσε αντικείμενο διαμοιρασμού ενώ η ίδια περιουσία αν αποκτάτο πριν τη τέλεση του γάμου, δεν θα τύγχανε της ίδιας αντιμετώπισης.
Ρυθμίζεται με τη νέα τροποποίηση η ίδια περιουσία, ώστε να είναι αδιάφορο πότε αυτή αποκτήθηκε.
Δεν νοείται, να ερμηνευθεί πως αντικείμενο διαμοιρασμού αποτελεί η μετά το γάμο οποιασδήποτε φύσεως περιουσία (με τις εξαιρέσεις βέβαια του Νόμου), και πριν το γάμο η περιουσία να περιορίζεται στην «απαραίτητη» για την τέλεση του, όπως το οικογενειακό σπίτι και οικοσυσκευή, ως είναι η εισήγηση του συνηγόρου του εφεσίβλητου.
Η τροποποίηση του νόμου στόχευε ακριβώς στο χρονικό προσδιορισμό απόκτησης της περιουσίας και την συμπερίληψη στον όρο και εκείνης που οι σύζυγοι απέκτησαν με την προοπτική του γάμου τους.
Η φράση στην αιτιολογική έκθεση «και όχι μόνο η ιδιοκτησία που αποκτήθηκε μετά τη τέλεση του γάμου» επιβεβαιώνει την πρόθεση του Νομοθέτη να ενταχθεί στην περιουσία, η οποία αποτελεί αντικείμενο διαμοιρασμού και η περιουσία η οποία με την προοπτική του γάμου, αποκτήθηκε πριν από την τέλεση του. Θα ήταν παράδοξο και μη λογικό, η ίδια περιουσία και αποκτήματα να συνιστούν ή όχι περιουσία στην έννοια του Νόμου, ανάλογα με το χρόνο απόκτησης τους.
Η ερμηνεία αυτή κρίνουμε πως πραγματώνει το σκοπό του Νόμου, ο οποίος δεν είναι άλλος από την απόδοση της συνεισφοράς του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου.
Με τα ανωτέρω δεδομένα οι 1ος και 4ος λόγος έφεσης είναι αβάσιμοι και ως τέτοιοι απορριπτέοι.
Απορριπτέος κρίνεται χωρίς περαιτέρω συζήτηση και ο 2ος λόγος έφεσης ο οποίος αναφέρει:
«Το συμπέρασμα του δικαστηρίου ότι ο ορισμός σύμφωνα με το Άρθρο 2 του Ν. 232/91 της λέξης «σύζυγος» θα πρέπει να ερμηνευθεί διασταλτικά ότι δηλαδή περιλαμβάνει και τους συμβίους των οποίων η συμβίωση κατέληξε σε τέλεση γάμου. Οπότε και η ιδιότητα του συζύγου για σκοπούς του νόμου ανατρέχει στην περίπτωση αυτή στο χρόνο έναρξης της συμβίωσης είναι λανθασμένη.»
Στην παρούσα περίπτωση οι διάδικοι υπήρξαν σύζυγοι, έχουν τελέσει γάμο ο οποίος διαλύθηκε, με αποτέλεσμα την ενεργοποίηση των προνοιών του άρθρου 14 του Νόμου. Όσα το δικαστήριο αναφέρει στην απόφαση του για «συμβίο», δεν διαφοροποιούν την κατάσταση στην οποία οι διάδικοι ευρίσκοντο ούτε και την ερμηνεία του όρου «περιουσία» στην οποία το δικαστήριο κατέληξε.
Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης είναι επάλληλοι και αλληλένδετοι και σχετίζονται με όσα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε για τη συνεισφορά της εφεσείουσας επί της περιουσίας που αποκτήθηκε από τον εφεσίβλητο και η οποία αποτελούσε αντικείμενο διαμοιρασμού.
Το εύρημα του δικαστηρίου ότι οι διάδικοι συμβίωναν από το τέλος του 1976 επί τη προοπτική γάμου, δεν έχει αυτοτελώς προσβληθεί με λόγο έφεσης και συνεπώς η περιουσία του εφεσίβλητου η οποία καταγράφεται στην απόφαση κρίνεται ότι εμπίπτει στις πρόνοιες του Άρθρου 14 του Νόμου, το οποίο διαλαμβάνει:
«14.-(1) Σε περίπτωση που ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί, ή σε περίπτωση διάστασης των συζύγων, και η περιουσία του ενός συζύγου έχει αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσο συνέβαλε με οποιοδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να εγείρει αγωγή στο Δικαστήριο και να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή.
(2) Η συνεισφορά του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη συνεισφορά.
(3) Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν:
(α) Από δωρεά, κληρονομιά, κληροδοσία ή άλλη χαριστική αιτία
(β) με διάθεση περιουσίας που αποκτήθηκε με τις αναφερόμενες στην παράγραφο (α) αιτίες.
Ως συνεισφορά» ορίζεται με το άρθρο 2 του Νόμου «.οποιαδήποτε μορφής συνεισφορά των συζύγων στην απόκτηση ή τη δημιουργία περιουσίας και περιλαμβάνει τη φροντίδα της οικογενειακής εστίας και των μελών της οικογένειας.»
Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε με παραπομπή και άντληση βοήθειας από ελληνικά συγγράμματα (Οικογενειακό Δίκαιο Απόστολου Γεωργιάδη, Έκδοση 2014, σελ. 8 και 9) που πραγματεύονται τον ορισμό της οικογένειας, πώς θα πρέπει να δοθεί μια διασταλτική ερμηνεία στον όρο στον οποίο συμπεριλαμβάνεται η φροντίδα της εστίας που χρησιμοποιούσαν οι συμβίοι και μεταγενέστερα σύζυγοι και των παιδιών που απέκτησαν κατά το χρόνο συμβίωσης.
Θεωρούμε απόλυτα ορθή την προσέγγιση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία συνάδει με τον σκοπό του νόμου και τον όρο «περιουσία» όπως πιο πάνω αναλύθηκε. Η συνεισφορά μπορεί να λάβει οποιαδήποτε μορφή τόσο άμεση όσο και έμμεση. Κατατάσσεται σε αυτή και προσμετρά η συνεισφορά της φροντίδας της οικίας πριν το γάμο όπως και μετά το γάμο. Δεν νοείται διαχωρισμός της έννοιας αυτής όπως την εισηγείται ο συνήγορος του εφεσίβλητο στον 3ο λόγο έφεσης.
Η εξέταση του όρου «συνεισφορά» όπως απαντάται στο ελληνικό δίκαιο (Οικογενειακό Δίκαιο Γ. Κουμάντου, Τόμος Ι, σελ. 203 και 204) υποδεικνύει ότι η συμβολή του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου, μπορεί να γίνει με «οποιοδήποτε τρόπο» και καλύπτει ένα ευρύτατο φάσμα μορφών συμπαράστασης του ενός συζύγου προς τον άλλο, από την εξωτερικά διαπιστώσιμη παροχή υπηρεσιών (π.χ. στο μαγαζί ή στο γραφείο) ως την αδιόρατη βοήθεια που γίνεται με τη διατήρηση καλών κοινωνικών σχέσεων ή με τη φυσική τόνωση σε δύσκολες στιγμές. Η ίδια ερμηνεία προσφέρεται και στο σύγγραμμα του Χαράλαμπου Παπαδάκη «Αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα» στην οποία γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στον όρο «αδιόρατη βοήθεια» και καθορίζεται πως οι καλές κοινωνικές ή γενικότερα επαγγελματικές συναναστροφές πολύ συχνά ευνοούν τον σύζυγο στην επιχειρηματική ή επαγγελματική του δράση. Τονίζεται βέβαια ότι η συμπαράσταση του ενός συζύγου προς τον άλλο, η οποία εξαρτάται από τις συγκεκριμένες συνθήκες της οικογενειακής ζωής και καλύπτουν ευρύ φάσμα μορφών συμπαράστασης, συνεπώς δεν είναι δυνατός ο εξαντλητικός προσδιορισμός των τρόπων συμβολής γι' αυτό επιβάλλεται τελολογικά η διερεύνηση της έννοιας συμβολής (διασταλτική ερμηνεία) έτσι ώστε να μην περιορίζεται η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα. Μέρος της συμβολής αυτής μπορεί να συνίσταται και στη χρήση από τον εναγόμενο σύζυγο της συζυγικής οικίας.
«Η σημασία της «συνεισφοράς» στο πλαίσιο του νόμου, έγκειται στην εξάρτηση από αυτή του μέρους της όποιας αύξησης οφείλεται σ' αυτή. Αποτελεί την προϋπόθεση για την γέννηση δικαιώματος και τον παράγοντα για τον καθορισμό της έκτασής του. Τεκμαίρεται βέβαια ότι σε κάθε γάμο υπάρχει τέτοια συνεισφορά και ότι αυτή ανέρχεται στο 1/3 της αύξησης αλλά το τεκμήριο είναι μαχητό και, πάντως, η θέσπισή του δεν είναι στοιχείο προσδιοριστικό της φύσης της ή της επενέργειάς της.»
(Παπαϊωάννου ν. Παπαϊωάννου κ.α. (2000) 1(Α) ΑΑΔ 656)
Έχει κριθεί από το πρωτόδικο δικαστήριο με αναφορά στο τεκμήριο του νόμου πως η αποδεικτική σημασία της επίκλησης του μαχητού τεκμηρίου του 1/3 ως είναι η αξίωση της εφεσείουσας, έγκειται στο ότι ο δικαιούχος σύζυγος (εδώ η εφεσείουσα) δεν χρειάζεται να αποδείξει τη δική της συμβολή. Έτσι το βάρος απόδειξης μετατίθεται στους ώμους του εναγομένου συζύγου, ο οποίος θα πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ότι το ποσοστό συμβολής του ενάγοντος στην αύξηση περιουσίας του ήταν λιγότερο του 1/3 ή ότι δεν υπήρξε καμιά συμβολή του τελευταίου στην αύξηση της περιουσίας του εναγομένου.
To πρωτόδικο Δικαστήριο για να αποφασίσει την ύπαρξη της συνεισφοράς της εφεσείουσας αναφέρθηκε τόσο στις πρόνοιες του νόμου όσο και στην υπόθεση Ορφανίδης ν. Ορφανίδη (1998) 1 ΑΑΔ 179. Σε αυτήν εξηγείται η πρόνοια του νόμου και το βασικό στοιχείο, η απόδειξη δηλαδή από τον αιτούντα πως συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση της περιουσίας του ή της αντιδίκου συζύγου. Ως προς το θέμα της περιουσιακής αύξησης σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από το Σύγγραμμα της Ε. Κουνουγέρη- Μανωλεδάκη «Οικογενειακό Δίκαιο» Τόμος Ι, Β΄έκδοση, σελ. 249:
«Η περιουσιακή αύξηση του υποχρέου πρέπει να έχει λάβει χώρα κατά τη διάρκεια του γάμου και επομένως, προκύπτει από τη σύγκριση της περιουσίας του κατά την αρχή και το τέλος του γάμου, δηλαδή από την αφαίρεση της αρχικής από την τελική του περιουσία.»
Για διαπίστωση αυτής της αξίας λαμβάνονται βεβαίως υπόψη και οι οικονομικές υποχρεώσεις του ιδιοκτήτη της. (Σοφοκλέους ν. Σοφοκλέους (2005) 1 ΑΑΔ 1030).
Αναφορικά με το τεκμήριο του 1/3 που προβλέπεται στο εδ. 2 του Άρθρου 14 του Νόμου έγινε παραπομπή στην απόφαση Θεωρή ν. Χρυσοστόμου (2003) 1 ΑΑΔ 386, στην οποία αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Ως εκ τούτου εφόσον δεν είχε αποδειχθεί ούτε μεγαλύτερη ούτε μικρότερη αλλά ούτε και ανύπαρκτη συνεισφορά της εφεσίβλητης στην αύξηση της ακίνητης περιουσίας του εφεσείοντος ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε και εφάρμοσε το τεκμήριο του εδ. 2 του Άρθρου 14 του Νόμου σύμφωνα με το οποίο, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη συνεισφορά, η συνεισφορά του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο 1/3 της αύξησης».
Έκρινε δε πως από τη μαρτυρία και τεκμήρια που τέθηκαν ενώπιον του, η εφεσείουσα έχει αποδείξει συμβολή στην αύξηση της περιουσίας του εφεσίβλητου η οποία ικανοποιούσε το μαχητό τεκμήριο του 1/3 απορρίπτοντας συνάμα την αξίωση της εφεσείουσας για μεγαλύτερη συνεισφορά. Παρέθεσε δε αρκετά παραδείγματα από τη δοθείσα μαρτυρία και τόνισε ιδιαίτερα αδιαμφισβήτητα γεγονότα όπως: τη χρήση της κατοικίας της εφεσείουσας ως επαγγελματική στέγη του εφεσίβλητου, ο οποίος είχε τυπώσει επαγγελματικές κάρτες, φάκελο επικοινωνίας και επαγγελματικό επιστολόχαρτο (τεκμ. 11) όπου παρουσιάζεται ως γραφείο της εταιρείας του η διεύθυνση του σπιτιού της εφεσείουσας. Για επίτευξη του σκοπού αυτού, τοποθετήθηκε επιπλέον τηλεφωνική γραμμή και φαξ. Ο εφεσίβλητος διέμενε για όλο το χρόνο της συμβίωσης τους για 30 χρόνια στην οικία της εφεσείουσας στην οποία φιλοξενούνταν κατά καιρούς και τα παιδιά του ενώ ο μικρότερος υιός του Φ. Σαββίδης παραδέχθηκε στη μαρτυρία του ότι από το Σεπτέμβριο του 89 μέχρι το Μαϊο του 90 διέμενε στο σπίτι της εφεσείουσας και η τελευταία μετέφερε τον ίδιο και την μικρότερη της κόρη στο σχολείο και στα ιδιαίτερα μαθήματα τους. Παραδεκτό είναι επίσης το γεγονός από τον ίδιο τον εφεσίβλητο ότι η εφεσείουσα τον ενθάρρυνε να αγοράσει το κτήμα στη Γερμασόγεια καθώς και το λατομείο. Σε μία δε περίπτωση η εφεσείουσα μετέβη αυθημερόν στην Αθήνα για να φέρει εξαρτήματα, τα οποία δεν υπήρχαν στην Κύπρο για επιδιόρθωση μηχανήματος του εφεσίβλητου. Το εύρημα αυτό του δικαστηρίου βασισμένο στην αξιολόγηση στην οποία προέβη δεν αμφισβητείται με αυτοτελή λόγο έφεσης.
Κρίνουμε, αφού διεξήλθαμε τα πρακτικά, πως ηταν απόλυτα λογική η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως:
«Κρίνω αναγκαίο, ως θέμα γενικής αναφοράς, να τονίσω ότι κατά την άποψη μου, η συνύπαρξη και συλλειτουργία του ανδρογύνου σ' όλες τις πτυχές της ζωής του, περιλαμβανομένης και της συνεργασίας τους, άμεσης ή έμμεσης για απόκτηση περιουσίας, δεν μπορεί να προσεγγίζεται και να κρίνεται από το Δικαστήριο ως εάν να πρόκειτο για σχέση εργοδότη, εργοδοτουμένου. Κάτι τέτοιο είναι απαράδεκτο και προσκρούει και απορρίπτεται πρωτίστως από την ίδια τη φύση του γάμου και του ηθικού του περιεχομένου.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία που τέθηκε ενώπιον μου, ότι ο ένας διάδικος συμπαραστάθηκε στον άλλο με όλη του τη ψυχική δύναμη, αποτέλεσμα της αγάπης που ένιωθε ο ένας για τον άλλο. Αυτό κάλυψε αντίστοιχα και τα παιδιά τους. Το οικογενειακό κλίμα ήταν άριστο. Αυτή η κατάσταση πραγμάτων που λάμβανε χώρα στο σπίτι της Αιτήτριας, επέτρεψε κατά την άποψη μου, στον Καθ' ου η αίτηση να συγκεντρωθεί απερίσπαστος στις επιχειρηματικές του δραστηριότητες, έχοντας προς τούτο την ενθάρρυνση, τη στήριξη και τη γνώμη της Αιτήτριας, όπως εξάλλου παραδέκτηκε ο Καθ' ου η αίτηση, αλλά και όπως αναντίλεκτα ανέφερε η μάρτυρας xxx Θεοδώρου, (ΜΑιτ. 6) κοινή τους φίλη και κουμπάρα τους, ότι ο ίδιος ο Καθ' ου η αίτηση έλεγε και συγκεκριμένα για την απόκτηση του μεταλλείου «εντάξει ήταν και η προώθηση της A..»
Συνεπώς οι λόγοι έφεσης 5-7 απορρίπτονται.
Με τους όγδοο και ένατο λόγο έφεσης κρίνεται λανθασμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως για την απόκτηση του κτήματος στη Γερμασόγεια, το Δικαστήριο εμποδίζεται να θεωρήσει ότι χρησιμοποιήθηκαν τα χρήματα τα οποία έφερε από τη Συρία τα οποία εισέπραξε από πώληση μηχανημάτων του. Και αυτό διότι όπως ανέφερε στη σελ. 126 της απόφασης του τα λεφτά της Συρίας υπήρχαν ως «μαύρα λεφτά». Ήσαν κατατεθειμένα σε κρυφό λογαριασμό και αμνηστεύτηκαν με δήλωση αμνηστίας Τεκμ. 69. Από τη δήλωση αυτή ο εφεσίβλητος δεν μπορεί να αποστεί (Ορφανίδης), (ανωτέρω) και να προβάλει διαφορετικούς ισχυρισμούς. Ούτε, κρίνουμε ότι είναι ορθός ο ισχυρισμός του εφεσίβλητου πως η εφεσείουσα αποδέχτηκε πως με τα χρήματα της Συρίας, όπως της δήλωσε ο εφεσίβλητος, καταβλήθηκε το τίμημα της αγοράς του, αφού εντοπίζεται έντονη αμφισβήτηση και αντεξέταση επί του ζητήματος τούτου.
Κατά τα άλλα δεν αμφισβητείται η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την αξία του κτήματος, κατά τη διάσταση - αυτή δηλώθηκε εκ συμφώνου στο ποσό των €3.195.000 - και στη βάση αυτής, αφού προέβη σε αφαίρεση αξίας οικοπέδων τα οποία προορίζοντο για τα παιδιά του εφεσίβλητου, κατέληξε πως το ποσό συνεισφοράς της εφεσείουσας ανήρχετο σε εκείνο των €365.000.
Συνεπώς οι λόγοι έφεσης 8 και 9 απορρίπτονται.
Με τον δέκατο λόγο προσβάλλεται ως λανθασμένο το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι δεν έχει καμία μαρτυρία ότι η αγορά του Λατομείου έγινε με προσωπική περιουσία.
Υπενθυμίζουμε πως αντικείμενο διαχωρισμού δεν είναι, όπως στο αγγλικό δίκαιο, το περιουσιακό στοιχείο αφ' εαυτού, αλλά η αύξηση της περιουσίας των συζύγων .» (Παπαϊωάννου ν. Παπαϊωάννου (ανωτέρω), και πως στην αύξηση αυτή δεν λαμβάνεται υπόψη η δια δωρεάς ή κληροδοσίας περιουσίας στο σύζυγο και το προϊόν της διάθεσης αυτής.
Όπως αναλυτικά καταγράφεται στην Ορφανίδη ν. Ορφανίδη (ανωτέρω), το οποίο εντόπισε τις διαφορές των προνοιών του άρθρου 14 και του προϊσχύοντος της θεσμοθέτησης των αρχών του Κυπριακού δικαίου στο επίμαχο ζήτημα:
«α) Ενώ κατά το Δίκαιο της Επιείκειας κριτήριο για την απόκτηση μεριδίου αποτελεί η ύπαρξη συμφωνίας, ρητής ή εξυπακουόμενης, σύμφωνα με το άρθρο 14, η απόκτηση συναρτάται με τη συνεισφορά στην αύξηση της περιουσίας του ετέρου των συζύγων ανεξάρτητα από οποιαδήποτε συμφωνία. Το κριτήριο για την απόκτηση μεριδίου είναι αντικειμενικό, εκείνο της συνεισφοράς.
(β) Αντικείμενο του διαμοιρασμού δεν είναι, όπως στο Αγγλικό δίκαιο, το περιουσιακό στοιχείο αφ' εαυτού, αλλά η αύξηση της περιουσίας εκάτερου των συζύγων μετά το γάμο. Επομένως, αφετηρία για την επίλυση διαφορών αυτής της φύσης αποτελεί η διαπίστωση των περιουσιακών στοιχείων των συζύγων κατά το χρόνο του γάμου. Σε δεύτερο στάδιο, έρχεται η διαπίστωση της αύξησης, (αν υπάρχει), και σε τρίτο η προέλευση της αύξησης και η συνάρτησή της με τη συνεισφορά του ετέρου των συζύγων στην πραγμάτωσή της.
(γ) Η συνεισφορά αποτελεί, βάσει του άρθρου 14, όπως και στο Αγγλικό δίκαιο το κυρίαρχο στοιχείο στον καθορισμό της αναλογίας του μεριδίου του μη εγγεγραμμένου ιδιοκτήτη. Αντίθετα όμως, από το Αγγλικό δίκαιο, εφόσον δεν αποκαλύπτεται με τρόπο θετικό το ύψος της συνεισφοράς στην αύξηση της περιουσίας, καθιερώνεται τεκμήριο για την έκτασή της ίσο με το ένα τρίτο. Το τεκμήριο αυτό εκτοπίζει την εφαρμογή του αξιώματος της επιείκειας equality is equity.»
Επισημαίνεται δε η θεσμοθέτηση της εξαίρεσης από την αύξηση του μέρους που αντανακλά τον πλουτισμό του ιδιοκτήτη συζύγου από δωρεές και τη διάθεση τους.
Για τον υπολογισμό της αύξησης της περιουσίας πρέπει να συγκριθεί η περιουσία του συζύγου κατά τον επίδικο χρόνο, η αρχική δηλαδή περιουσία και η περιουσία κατά τη διάσταση, η τελική. Η προκύπτουσα μεταξύ των δύο χρονικών σημείων διαφορά, συνιστά την επαύξηση. Ως αρχική περιουσία θεωρείται η «καθαρή» περιουσία (δηλαδή αυτή που απομένει μετά την αφαίρεση του παθητικού από το ενεργητικό της) η οποία υπήρχε κατά το χρόνο της τέλεσης του γάμο (Οικογενειακό Δίκαιο - Έφη Κουνουγέρη-Μάνωλεδάκη, Τόμος Ι Τρίτη Έκδοση σελ. 249), ή αφού υφίστατο η προοπτική του.
Το λατομείο έχει αποκτηθεί μετά τη συμβίωση των διαδίκων επί τη προοπτική του γάμου. Όπως διαπιστώνει, αδιαμφισβήτητα, το πρωτόδικο Δικαστήριο το λατομείο αγοράστηκε από τον εφεσίβλητο στις 4/4/91 (τεκμ. 70) από την Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία. Ακολούθως δημιούργησε την εταιρεία Μ.Σ. ΣΚΥΡΑ (ΒΑΣΑΣ) Λτδ και στις 4/2/92 υπέγραψαν τη συμφωνία με την ΕΜΕ. Το τίμημα της αγοράς ήταν το ποσό των ΛΚ700.000. Έγινε μείωση του ποσού, λόγω του ότι αποκεκαλυμμένη πέτρα αξίας ΛΚ168.000 ήταν ακατάλληλη για παραγωγή θραυστών σκύρων, γεγονός για το οποίο κινήθηκε ποινική δίωξη (τεκμ. 71).
Τελικά, η αγορά του λατομείου μαζί με τους τόκους στοίχησε περίπου ΛΚ550.000, όπως ανέφερε ο εφεσίβλητος, ενώ σύμφωνα με την εκδοχή του υιού του Φ. Σαββίδη, την ουσία επίσης καταγράφει το πρωτόδικο Δικαστήριο, το τελικό ποσό αγοράς του λατομείου ήταν ΛΚ605.000. Το ποσό αυτό δηλώνεται ως αδιαμφισβήτητο και από το συνήγορο της εφεσείουσας.
Τα χρέη της εταιρείας τον Ιούνιο του 2006 ήταν στο ποσό των ΛΚ325.000.
Ως αιτιολογία του λόγου τούτου η οποία προωθήθηκε και με το περίγραμμα αγόρευσης του συνηγόρου του, αναφέρεται πως:
«Η αγορά έγινε για ΛΚ700.000. Πληρώθηκε προκαταβολή ΛΚ100.000 και εγγυητικές τράπεζας με τις οποίες πληρώθηκαν ΛΚ100.000 10/12/1991, ΛΚ200.000 10/6/1992 και ΛΚ100.000 10/6/93 οι υπόλοιπες ΛΚ 200.000 θα πληρώνονταν, ΛΚ100.000 10/6/94 και ΛΚ100.000 10/6/95. Επίσης είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός και στη βάση του πιστοποιητικού έρευνας του Κτηματολογίου τεκμήριο 26 ο καθ' ου η αίτηση την περίοδο 1989-1994 πώλησε κτήματα που προερχόντουσαν από κληρονομιά και δωρεές συναποκομίζοντας ΛΚ478.000 και άλλες ΛΚ 484.000 από διαμερίσματα που κτίστηκαν πάνω σε δύο δικά του οικόπεδα. Έλαβε ΛΚ50.000 αξία των δύο οικοπέδων και άλλες ΛΚ115.000 περίπου από τα κέρδη πώλησης των διαμερισμάτων. Από αυτά τα χρήματα ο καθ' ου η αίτηση πλήρωσε σαν φόρο κεφαλαιουχικών κερδών, σαν φόρο ακίνητης ιδιοκτησίας και σαν αμυντική εισφορά από 1/1/1980-31/12/1993 στη βάση του τεκμ. 90(1-4), ΛΚ39.000 περίπου. Τα υπόλοιπα χρήματα χρησιμοποιήθηκαν για την αγορά του Λατομείου. Το Δικαστήριο αγνόησε τα πιο πάνω γεγονότα που είναι αδιαμφισβήτητα.»
Εν πρώτοις θα πρέπει να σημειωθεί πως τα αναφερόμενα ανωτέρω ως αδιαμφιβήτητα γεγονότα, δεν χαρακτηρίζονται ως τέτοια. Ο εφεσίβλητος αντεξετάστηκε και αμφισβητήθηκε σε σχέση με αυτά και το Δικαστήριο πραγματεύεται τα ζητήματα της προσωπικής περιουσίας του και τα κέρδη από την πώληση των διαμερισμάτων του, στη σελ. 119 και επέκεινα της απόφασης του. Καταγράφει την κτηματική περιουσία που κατείχε ο εφεσίβλητος όπως αυτή αποτυπώνεται στο τεκμ. 26, για το διαχωρισμό οικοπέδων στον οποίο προέβη, στην ανέγερση και πώληση 17 διαμερισμάτων. Αναφέρει σχετικά σχολιάζοντας την εκδοχή του εφεσίβλητου: Οι ημερομηνίες μεταβίβασης των διαμερισμάτων έγιναν μεταξύ των ετών 1990 και 1995. Το συνολικό ποσό που προκύπτει από την πώληση των εν λόγω διαμερισμάτων είναι ΛΚ362.050. Το έργο αυτό το έκανε μαζί με τον αδελφό του. Ο ίδιος, ως ισχυρίζεται, πήραν από ΛΚ115.000, ο ίδιος και ο αδελφός του. Ο καθ' ου η αίτηση πήρε επίσης επιπλέον ΛΚ 50.000 που ήταν η αξία των δύο οικοπέδων πάνω στα οποία κτίστηκε η πολυκατοικία. Το κόστος ανέγερσης της πολυκατοικίας ήταν σύμφωνα με την εκδοχή του, ΛΚ100.000.
Στη συνέχεια, αφού παραθέτει μεγάλο μέρος της αντεξέτασης του εφεσίβλητου, σημειώνει, πως, ο ίδιος όμως αντεξεταζόμενος, ανέφερε ότι δεν έχει κανένα στοιχείο για το πότε κτίστηκε η πολυκατοικία, το κόστος κατασκευής και για το φόρο που πληρώθηκε. Επικαλέστηκε ως προς τα πιο πάνω, τη μαρτυρία του αδελφού του, ο οποίος είναι το πρόσωπο που έκτισε την πολυκατοικία και ο οποίος ήταν ουσιαστικά ο οικονομικός υπεύθυνος της κατασκευής αυτής.
Κατέληξε δε πως «ενόψει όλων πιο πάνω, το Δικαστήριο, εφόσον δεν προσφέρθηκε τελικά στο Δικαστήριο η μαρτυρία του αδελφού του, αδυνατεί να καταλήξει σε ευρήματα, αν τελικά πραγματοποίησε ο Καθ' ου η αίτηση κέρδος απ' αυτή την πράξη, και πόσο ήταν το ύψος αυτού.»
Το Δικαστήριο αξιολόγησε ορθά τη δοθείσα μαρτυρία, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα κατατεθέντα ενώπιον του έγγραφα και τεκμήρια τα οποία συνυπολόγισε και συνέκρινε με τη δοθείσα μαρτυρία, καταλήγοντας στο ανωτέρω εύρημα του για το οποίο δεν υπάρχει πεδίο παρέμβασης του Εφετείου, ούτε και ζητείται. Με αυτό ως δεδομένο, δεν αναδεικνύεται λάθος στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Συνεπώς ο δέκατος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον εντέκατο λόγο έφεσης χαρακτηρίζεται ως λανθασμένο το εύρημα του Δικαστηρίου ότι οι υποχρεώσεις της εταιρείας Μ.Σ. Σκύρα (Βάσας) Λτδ ανέρχοντο κατά την ημερομηνία της διάστασης στο ποσό των ΛΚ 2.260.901. Ως αιτιολογία προβάλλεται πως το εν λόγω ποσό αποτελούσε υποχρέωση της εταιρείας κατά τις 31/12/2006, ενώ την ημερομηνία της διάστασης ήταν ΛΚ 3.251.000. Επικαλείται περαιτέρω ο εφεσίβλητος την αδιαμφισβήτητη όπως την χαρακτηρίζει, μαρτυρία του.
Από την αντίπερα όχθη, ο συνήγορος της εφεσείουσας διαφωνεί με την ανωτέρω διατυπωθείσα θέση περί αδιαμφισβήτητης μαρτυρίας, και παραθέτει μέρος των πρακτικών της αντεξέτασης του εφεσίβλητου, στο οποίο αναδεικνύεται η αμφισβήτηση των λεχθέντων του για τα χρέη και υποχρεώσεις της εταιρείας.
Το πρωτόδικο δικαστήριο είχε ενώπιον του τη μαρτυρία του ΜΑ5 Χρηστίδη και τις οικονομικές καταστάσεις τις οποίες παρουσίασε (τεκμ. 55) καθώς και τον πίνακα των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας (τεκμ. 56). Αφού σχολιάζει πως ο εφεσίβλητος ισχυριζόταν ότι τα χρέη της εταιρείας ανήρχοντο σε μεγαλύτερο ποσό, για το οποίο όμως δεν προσφέρθηκε μαρτυρία, υιοθέτησε τη δοθείσα από τον ΜΑ5 κατάθεση.
Επικροτούμε ως απόλυτα ορθό και τεκμηριωμένο το εύρημα τούτο και συνεπώς ο σχετικός λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Συναφής με την αξία της εταιρείας Μ.Σ. Σκύρα (Βάσας) Λτδ είναι ο τρίτος λόγος της έφεσης αρ. 2/19 την οποία καταχώρησε η εφεσείουσα. Διατείνεται με τούτο το λόγο πως «λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η αξία της γης, των εγκαταστάσεων και του εξοπλισμού της εταιρείας ανερχόταν στο ποσό των ΛΚ 1.000.000 και όχι στο ποσό των ΛΚ 12.219.907,00 που αναφερόταν στην αξία των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας με βάση τους υπολογισμούς και τις οικονομικές καταστάσεις της εταιρείας και προέβηκε σε αριθμητικό λάθος κατά τον τελικό υπολογισμό της αξίας της εταιρείας δηλαδή της Μ.Σ. Σκύρα (Βάσας) Λτδ.
Ο ανωτέρω λόγος, όπως παρουσιάζεται έχει δύο σκέλη. Προτείνεται ως αιτιολογία για το πρώτο μέρος πως το Δικαστήριο θεώρησε ότι η αξία της γης που είχε γίνει παραδεκτή από τα μέρη στο ποσό ΛΚ 1.000.000 αποτελούσε και την αξία των εγκαταστάσεων και τον εξοπλισμό της εταιρείας και κατ' επέκταση δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη η αξία που αναφερόταν στις οικονομικές καταστάσεις.
Με όλη την εκτίμηση προς το συνήγορο δεν ήταν αυτή η θεώρηση του Δικαστηρίου ούτε έκρινε πως η συνολική αξία γης εγκαταστάσεων και εξοπλισμού ανερχόταν στο εν λόγω ποσό.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο πραγματεύεται το ζήτημα στις σελ. 129-131 της απόφασης του. Η αξία της γης δηλώθηκε ως παραδεκτό γεγονός ότι ανήρχετο κατά το χρόνο της διάστασης στο ποσό των €1.732.000 δηλαδή ΛΚ 1.000.000. Αυτές οι δηλώσεις δεσμεύουν τόσο τους διαδίκους όσο και το Δικαστήριο. Ο ΜΑ5 κατά την εκτίμηση αξίας περιουσιακών στοιχείων (τεκμ. 56) έκρινε ότι η αξία των ακινήτων, εγκαταστάσεων και εξοπλισμού ανήρχετο στο ποσό των ΛΚ 12.219.707. Για να καταλήξει όμως στο εν λόγω ποσό δέκτηκε ως αξία της γης ποσό ΛΚ 9.400.000. Χρησιμοποίησε επομένως λανθασμένη βάση, αφού παραδεκτά η αξία της γης ανήρχετο στο ποσό των ΛΚ 1.000.000. Ορθά, συνεπώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφαίρεσε το ποσό των ΛΚ 9.400.000 με αποτέλεσμα η αξία της γης, εγκαταστάσεων και εξοπλισμού να διαμορφώνεται σε εκείνο των ΛΚ 3.766.162 και όχι ΛΚ 1.000.000, όπως αναφέρει ο συνήγορος με αποτέλεσμα το πρώτο σκέλος του λόγου αυτού να μην γίνεται αποδεκτό.
Το δεύτερο σκέλος του 3ου λόγου έφεσης, ως αυτός τροποποιήθηκε, αφορά τους αριθμητικούς υπολογισμούς, οι οποίοι καταλήγουν σε λανθασμένο εύρημα της αξίας της εταιρείας.
Η θέση του συνηγόρου του εφεσίβλητου πως το μέρος της επιχειρηματολογίας του συνηγόρου της εφεσείουσας είναι εκτός δικογράφων, δεν ευσταθεί, αφού λαμβάνει υπόψη το λόγο έφεσης ως παρουσιαζόταν πριν την τροποποίηση.
Κρίνουμε ως βάσιμο το παράπονο της εφεσείουσας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχτηκε ως αξία των ακινήτων, εγκαταστάσεων και εξοπλισμού το ποσό των ΛΚ 3.766.152, στο οποίο όπως αναφέρει, αφού συναθροισθούν τα λοιπά περιουσιακά στοιχεία, τα οποία και συνυπολόγισε, καθορίζουν το ενεργητικό της εταιρείας σε εκείνο των ΛΚ 4.598.775. Όπως ανωτέρω λέχθηκε, δέκτηκε ότι οι υποχρεώσεις της εταιρείας ανέρχονται στο ποσό των ΛΚ 2.260.901.
Συνεχίζοντας στην ίδια σελίδα (131) αφαιρεί, ορθά από το ενεργητικό το παθητικό της εταιρείας και καταλήγει στο καθαρό ενεργητικό, ύψους ΛΚ 1.505.251. Όμως, ενώ αποδέχεται ως ενεργητικό το ποσό των ΛΚ 4.598.775 ωστόσο κατά την τελική πράξη αφαίρεσης παθητικού από ενεργητικού, ως ποσό ενεργητικού χρησιμοποιεί το ποσό των ΛΚ 3.766.152 το οποίο όμως αντιστοιχεί στον εξοπλισμό και εγκαταστάσεις και όχι στο ενεργητικό το οποίο το ίδιο καθόρισε, στις ΛΚ 4.598.775.
Συνεπώς με βάση το σκεπτικό του Δικαστηρίου είμαστε σε θέση να διαμορφώσουμε το ποσό του καθαρού ενεργητικού και της συνεισφοράς της εφεσείουσας ως ακολούθως: Το καθαρό ενεργητικό είναι ΛΚ 4.598.775-ΛΚ 2.260.901 = ΛΚ 2.337.874.
Ο εφεσίβλητος κατείχε το 1/3 των μετοχών της εταιρείας (αυτό το εύρημα και οι υπολογισμοί δεν αμφισβητήθηκαν). Επομένως η επαύξηση της περιουσίας του για το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο είναι ΛΚ 2.337.874:3=ΛΚ 779.291,33 (€1.331.498,90) ή δε συνεισφορά της εφεσείουσας καθορίζεται στο ποσό των ΛΚ 779.291,33:3= ΛΚ 259.763,77 ήτοι σε €4.438.32 αντί €291.764 (δηλαδή €152.068 περισσότερα).
Δεδομένου ότι ο δωδέκατος λόγος της έφεσης 3/19 εγκαταλείφθηκε, ο δέκατος τρίτος λόγος θα εξεταστεί μαζί με τον τέταρτο λόγο της έφεσης 2/19 αφού αμφότεροι σχετίζονται με το ζήτημα των δωρεών του εφεσίβλητου προς την εφεσείουσα.
Ο πρώτος λόγος της έφεσης 2/19 της εφεσείουσας ο οποίος αναφερόταν στο εύρημα του Δικαστηρίου πως δεν έχει οποιαδήποτε αξίωση με δύο διαμερίσματα στο BlueHouse, αποσύρθηκε την ημερομηνία της ακρόασης. Όπως δηλώθηκε εκ μέρους του συνηγόρου της, αυτό έγινε, λόγω της αγάπης που η εφεσείουσα τρέφει προς τα παιδιά του εφεσίβλητου.
Με το δεύτερο λόγο προσβάλλεται ως λανθασμένο το εύρημα πως «η εφεσείουσα δεν έχει οποιαδήποτε αξίωση σε σχέση με τα 2/3 των οικοπέδων που αποκτήθηκαν μετά από διαχωρισμό του κτήματος της Γερμασόγειας και/ή σε σχέση με την αύξηση της περιουσίας του εφεσίβλητου σε σχέση με το κτήμα αυτό.»
Μέρος του σκεπτικού του Δικαστηρίου το οποίο οδήγησε στην κατάληξη αυτή είναι το ακόλουθο από τη σελ. 117 της απόφασης του:
«Είναι παραδεκτό ότι όταν οι διάδικοι άρχισαν να συμβιώνουν είχαν ήδη ανήλικα παιδιά, δύο ο Καθ' ου η αίτηση και τρία η Αιτήτρια. Καθίσταται αντιληπτόν από τη μαρτυρία τους ότι και οι δύο διάδικοι, σαν γονείς ανέλαβαν το καθήκον να σπουδάσουν τα παιδιά τους, να τα αποκαταστήσουν επαγγελματικά, δίδοντας τους και περιουσία. Τούτο εγένετο σύμφωνα με τα κρατούντα, τότε αλλά και σήμερα, στην Κύπρο, κοινωνικά ήθη. Μέσα από τη μαρτυρία, όπως θα εξηγηθεί αναλυτικά για κάθε περιουσιακό στοιχείο ξεχωριστά, προκύπτει ότι αυτή η κοινωνική πραγματικότητα, λήφθηκε υπόψη μεταξύ των διαδίκων, για τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία απέκτησε ο Καθ' ου η αίτηση, ότι δηλαδή τα περιουσιακά στοιχεία προορίζοντο, ανάλογα είτε για τον ίδιο και τα παιδιά του, είτε για τα παιδιά του»
Ακολούθως γίνεται αναφορά στο κόστος αγοράς του συγκεκριμένου ακινήτου και στην καταβολή ποσού προς τους συνιδιοκτήτες του. Το ακίνητο διαχωρίστηκε σε 15 οικόπεδα και όπως καταγράφεται ως γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται «τα οικόπεδα τα μεταβίβασε στα παιδιά του, όπως τους είχε υποσχεθεί, όταν συζούσε με την αιτήτρια και για τα οποία προορίζοντο».
Καταλήγει δε στο επίσης αδιαμφισβήτητο εύρημα πως αυτό το γεγονός ήταν γνωστό στην αιτήτρια και ουσιαστικά δεν αμφισβητήθηκε πως ένα τουλάχιστο μέρος μετά την αξιοποίηση του θα κατέληγε στα παιδιά του, όπως και τελικά έγινε.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί πως η εφεσείουσα αποδέκτηκε αντεξεταζόμενη πως τόσο για τα δύο διαμερίσματα στο Blue House όσο και το ακίνητο στην Γερμασόγεια αποτελούσαν μέρος επένδυσης για εξασφάλιση των παιδιών του εφεσίβλητου, η ίδια το γνώριζε και δεν είχε απαιτήσεις για οτιδήποτε, όπου και αυτά προορίζοντο. Συνεπώς ο δεύτερος λόγος έφεσης ως ανεδαφικός, απορρίπτεται.
O 4ος λόγος έφεσης της 2/19 και δέκατος τρίτος της έφεσης 3/19 άπτονται των γενομένων δωρεών του εφεσίβλητου προς την εφεσείουσα και τα παιδιά της και του τρόπου υπολογισμού αυτών. Είναι αποδεκτό πως ο εφεσίβλητος προέβη σε επέκταση της οικίας της εφεσείουσας, ανεγείροντας όροφο, η αξία της οποίας δηλώθηκε σε τιμές του 2006 στο ποσό των €270.000. Αγόρασε διαμέρισμα για τη Ν., θυγατέρα της εφεσείουσας αξίας €51.000, αυτοκίνητο για τη Ν. αξίας €10.251 και αυτοκίνητο για τον Π., υιό της εφεσείουσας αξίας €25.629. Ήτοι το σύνολο των δωρεών υπολογίσθηκε σε εκείνο των €356.880.
Το ποσό των δωρεών προς τα παιδιά της εφεσείουσας (πλην του διαμερίσματος της Ν. για το οποίο δεν προωθείται ο λόγος έφεσης) σύμφωνα με το συνήγορο της θα πρέπει «να αποδοθεί στην πελάτιδα του», διότι δεν έγιναν προς την ίδια αλλά προς τα παιδιά της, τα οποία ο εφεσίβλητος αγαπούσε και ζούσε μαζί τους από τον καιρό που ήσαν ανήλικα.
Το Άρθρο 16 του Νόμου, υπό τον τίτλο «Δωρεές μεταξύ συζύγων» διαλαμβάνει πως «Το Δικαστήριο κατά την εκδίκαση αγωγής του ενός από τους συζύγους κατά του άλλου δυνάμει του άρθρου 14, θα λαμβάνει υπόψη κατά την επιδίκαση του ποσού το οποίο τυχόν ο ενάγων σύζυγος δικαιούται και την αξία των περιουσιακών στοιχείων τα οποία ο εναγόμενος σύζυγος δώρησε κατά τη διάρκεια του γάμου στον ενάγοντα».
Θεωρούμε επί του θέματος απόλυτα ορθή, λογική και τεκμηριωμένη την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο ανέφερε τα ακόλουθα:
«Στην παρούσα υπόθεση, προκύπτει όπως έχει ήδη λεχθεί, ότι οι διάδικοι έβλεπε ο ένας στο πρόσωπο του άλλου, τον άνθρωπο της ζωής του. Υπήρχε, μεταξύ άλλων, στη σχέση τους και στο γάμο τους, ένας ισχυρός ψυχικός δεσμός. Δε είναι καθόλου υπερβολή να λεχθεί ότι ήταν σαν ένα πρόσωπο. Μέσα στο κλίμα αυτό, εντάχθηκαν και τα παιδιά τους. Ο ένας αγαπούσε και φρόντιζε τα παιδιά του άλλου ως δικά του παιδιά. Σημειώνεται ότι τα δύο παιδιά της Αιτήτριας ήταν ήδη ορφανά λόγω της απώλειας του πατέρα τους στον πόλεμο. Περαιτέρω, έχω ήδη αναφέρει για το σεβασμό και την αγάπη που μιλούσε κατά τη μαρτυρία του ο Φ. Σαββίδης, για την Αιτήτρια, αποκαλώντας την η «θεία Α.»
Επομένως, οι οποιεσδήποτε δωρεάν παροχές έγιναν προς τα παιδιά της Αιτήτριας, ο λόγος των παροχών αυτών, ήταν η Αιτήτρια. Οι παροχές αυτές, έχουν ως αιτιώδη συνάφεια και δικαιολογητικό λόγο το πρόσωπο της Αιτήτριας, δηλαδή την ισχυρή παρουσία της Αιτήτριας στη ζωή του Αιτητή αλλά και των παιδιών του, όπως βεβαίως και το αντίστροφο. Δεν είναι καθόλου υπερβολική η διαπίστωση ότι στην ουσία επρόκειτο για μια οικογένεια με πέντε παιδιά.
Αναμφίβολα η Αιτήτρια η οποία εν πάση περιπτώσει δεν εναντιώθηκε στις δωρεές αυτές, είχε όφελος από τις δωρεές του Καθ' ου η αίτηση είτε αυτές εγίνοντο απ' ευθείας στην Αιτήτρια είτε απευθείας στα παιδιά της, είτε στα παιδιά της διά μέσου της Αιτήτριας.»
Η εφεσείουσα είχε από τις δωρεές αυτές όφελος, αφού απέφυγε να προβεί η ίδια σε οποιαδήποτε δαπάνη για την απόκτηση των αντικειμένων των δωρεών.
Συνεπώς ο τέταρτος λόγος έφεσης 2/19 απορρίπτεται.
Ο τρόπος υπολογισμού των δωρεών αποτελεί το αντικείμενο του δεκατου τρίτου λόγου της έφεσης 3/19. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε καθοδήγηση από το σύγγραμμα του Δ. Παπαδάκη «Αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα» στην σελ. 122 του οποίου αναφέρεται:
«5.4 Τρόπος υπολογισμού. Σε σχέση με το ζήτημα του τρόπου υπολογισμού προτείνεται η δωρεά να περιληφθεί στην τελική περιουσία του υπόχρεου (δωρητή) με αποτέλεσμα η αξίωση του δικαιούχου (δωρεοδόχου) να αυξηθεί και από το τελικό ποσό της αξίωσης αυτού κατά του δωρητή να αφαιρεθεί η αξία της δωρεάς».
Έχοντας υπόψη τα ανωτέρω έκρινε πως:
«η τελική περιουσία του καθ' ού η αίτηση είναι:
€1.065,00 + €875,290 + €60.833=€2.001.123
€2.001.123 + €356.880 (δωρεές) = €2.358.003
Συνεισφορά Αιτήτριας €2.358.003 = €786.001
3
€786.001 - €356.880 = €429.121
Η συνεισφορά της Αιτήτριας, ήτοι το ποσό που δικαιούται, είναι €429.121.»
Ο συνήγορος του εφεσίβλητου θεωρεί λανθασμένη την άντληση καθοδήγησης από το ανωτέρω σύγγραμμα. Εισηγείται πως η υιοθέτηση του συλλογισμού αυτού είναι αντίθετη με τη ρητή διάταξη του άρθρου 16 του Νόμου, η εφαρμογή του οποίου είναι υποχρεωτική, ενώ παρόμοια διάταξη δεν υπάρχει στο Ελληνικό Δίκαιο από το οποίο αντλήθηκε ο τρόπος υπολογισμού. Σύμφωνα με την εισήγηση του, ο ορθός τρόπος υπολογισμού είναι η μη προσθήκη του ποσού των δωρεών στην τελική περιουσία του εφεσίβλητου.
Κρίνουμε ορθή την προσέγγιση την οποία ακολούθησε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Αυτό διότι και οι δωρεές, αποτιμούμενες σε χρήμα αποτελούσαν μέρος της περιουσίας του εφεσίβλητου όπως ήδη την έχουμε ερμηνεύσει, επί της οποίας η εφεσείουσα έχει συνεισφέρει.
Το Άρθρο 16 είναι επιτακτικό όπως εισηγείται ο συνήγορος του εφεσίβλητου, με την έννοια της λήψης υπόψη των δωρεών, χωρίς όμως να καθορίζει τον τρόπο υπολογισμού τους. Κρίνουμε δίκαιη την προσθήκη τους επί της περιουσίας που κατείχε ο σύζυγος και τον υπολογισμό της συνεισφοράς της συζύγου επί του συνόλου αυτής προστιθέμενων των δωρεών. Σημειώνουμε πως το εν λόγω άρθρο δεν ομιλεί για μείωση των δωρεών από το ποσό το οποίο δικαιούται ο ενάγων σύζυγος, ή αφαίρεση του ποσού των δωρεών αλλά ότι η δωρεά θα λαμβάνεται υπόψη κατά την επιδίκαση του ποσού.
Το γεγονός ότι δεν υπάρχει παρόμοια ακριβώς διάταξη στο Ελληνικό Δίκαιο, με το άρθρο 16 του Νόμου δεν έχει ιδιαίτερη καταλυτική σημασία αφού στο εν λόγω σύγγραμμα γίνεται ενασχόληση και εξέταση των δωρεών μεταξύ συζύγων σε σχέση με τον υπολογισμό ή την εξαίρεση τους επί της τελικής περιουσίας για την οποία υπάρχει συνεισφορά του ετέρου των συζύγων.
Έχοντας υπόψη τη διαφοροποίηση που έγινε αναφορικά με το ποσό της εταιρείας Μ.Σ Σκύρα (Βάσας) Λτδ, η τελική περιουσία διαμορφώνεται ως εξής:
€1.065.000 + 1.331.500 + 60.833 = €2.457.333
€2.457.333 + 356.880 (δωρεές) = €2.814.213
Συνεισφορά εφεσείουσας:
€2.814.213:3 = €938.071
€938.071 - 356.880 = €581.191
Συνεπώς η συνεισφορά της εφεσείουσας διαμορφώνεται στο ανωτέρω ποσό.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας το θέμα της επιδίκασης τόκου, έκρινε, πως υπήρξε καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης, για το οποίο βάρυνε κατά μεγάλο ποσοστό την εφεσείουσα, γι' αυτό καθόρισε ως ημερομηνία επιδίκασης την 8η/3/2016. Αυτή η κατάληξη του αποτέλεσε το λόγο αντέφεσης.
Κρίνουμε ανεδαφικό και αβάσιμο το λόγο τούτο. Η επιδίκαση τόκου ρυθμίζεται από το Άρθρο 32, παρ. 2(α) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1969 (Ν. 14/60) και προσφέρεται διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να καθορίσει το χρονικό σημείο από το οποίο η επιδίκαση αρχίζει. Τούτο καθορίζεται από διάφορους παράγοντες, όπως η συμπεριφορά των διαδίκων, ο χρόνος συμπλήρωσης των δικογράφων κ.α.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε στην αρχή της απόφασης του το ιστορικό της πορείας της υπόθεσης, από το οποίο έκρινε, λαμβάνοντας καθοδήγηση από την Μουστάκας ν. Ιωάννου (2001) 1 ΑΑΔ 173, πως η εφεσείουσα είχε μεγάλο μερίδιο ευθύνης στην καθυστέρηση της εκδίκασης της υπόθεσης. Δεν θεωρούμε πως το Δικαστήριο ενήργησε εκτός της κρίσης της διακριτικής του ευχέρειας, ώστε να παρέμβουμε.
Συνακόλουθα:
Η έφεση υπ' αρ. 3/19 απορρίπτεται.
Η αντέφεση της εφεσείουσας στην έφεση αρ. 3/19 απορρίπτεται.
Η έφεση υπ αρ. 2/19 επιτυγχάνει μερικώς ως προς το δεύτερο μέρος του λόγου έφεσης τρία και συνεπώς η πρωτόδικη απόφαση διαφοροποιείται ώστε το υπέρ της εφεσείουσας επιδικασθέν ποσό να διαμορφωθεί σε εκείνο των €581.191.
Με δεδομένο ότι η εφεσείουσα πέτυχε σε μέρος λόγου έφεσης το οποίο εισήχθηκε μετά από τροποποίηση η οποία έγινε σε πολύ προχωρημένο στάδιο, ήτοι στις 3/8/2020, ενώ η αντέφεση της απορρίφθηκε, κρίνουμε δίκαιο όπως κάθε διάδικος επιβαρυνθεί τα έξοδα του.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Δ. Σωκράτους, Δ.
/Κας