ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2021:A571
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. 149/2014)
17 Δεκεμβρίου, 2021
[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. Π. ΑΝΔΡΕΟΥ,
2. Ε. ΑΝΔΡΕΟΥ,
Εφεσείοντες,
ν.
ΛΑΙΚΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΗΣ Ε.Π.Ε.Υ. ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων.
_ _ _ _ _ _
Χρ. Ιωαννίδης για Αγγελίδης, Ιωαννίδης, Λεωνίδου Δ.Ε.Π.Ε. για τους Εφεσείοντες.
Μ. Ηλιάδης, για Τάσσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.
_ _ _ _ _ _
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Το φθινόπωρο του έτους 2000 οι Εφεσείοντες - ενάγοντες αγόρασαν κινητές αξίες, Δικαιώματα Αγοράς Μετοχών (ΔΑΜ), εκδοθείσες από τους Εφεσίβλητους - εναγόμενους, καταβάλλοντας συνολικό ποσό ΛΚ36.711,25. Η υπό αναφορά αγορά κατέληξε ζημιογόνος, με αποτέλεσμα, χρόνια αργότερα, το 2007, οι Εφεσείοντες να καταχωρήσουν αγωγή αξιώνοντας αποζημιώσεις εις βάρος των Εφεσιβλήτων, προβάλλοντας ως βάση διεκδίκησής τους παραπλανητικές και/ή ψευδείς δηλώσεις και/ή ψευδείς παραστάσεις και/ή απάτη και/ή παράβαση των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου, Ν. 14(Ι)/1993, ως αυτός τροποποιήθηκε στη συνέχεια διά του Ν. 74(Ι)/1995 (ο Νόμος) και/ή Κανονισμών και/ή για αμέλεια και/ή παράβαση καθηκόντων.
Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής, αξιολογώντας την ενώπιόν της μαρτυρία, η οποία προερχόταν αποκλειστικά από την πλευρά των Εφεσειόντων, ιδίως την καθοριστική μαρτυρία των ιδίων, έκρινε ότι ουδεμία συμβατική σχέση συνέδεε τους διαδίκους, δεδομένης της αγοράς των ΔΑΜ από το πάτωμα του ΧΑΚ και όχι από τον εκδότη, ήτοι τους Εφεσίβλητους και, κατά προέκταση, δεν ήταν δυνατή η στοιχειοθέτηση ευθύνης των Εφεσιβλήτων προς αποζημίωση στη βάση τυχόν αμελών, ψευδών ή ανακριβών δηλώσεων, οι οποίες περιέχοντο στο Ενημερωτικό Δελτίο, το οποίο εξέδωσε και έθεσε σε κυκλοφορία στα πλαίσια αίτησης για εισαγωγή των τίτλων της στο Χρηματιστήριο. Αποφάσισε, περαιτέρω, απορρίπτοντας ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία των Εφεσειόντων, ότι δεν τεκμηριώθηκε ο κρίσιμος ισχυρισμός τους πως παρακινήθηκαν να αγοράσουν τα επίδικα ΔΑΜ βασιζόμενοι σε οποιεσδήποτε δηλώσεις ή αναφορές που περιέχονταν στο Ενημερωτικό Δελτίο (τεκμήριο 2) ή στα «Αποτελέσματα Πρώτης Εξαμηνίας 2000» (τεκμήριο 3). Αποφάσισε επίσης ότι οι διατάξεις των ΄Αρθρων 57-59 του Νόμου δεν θεσμοθετούσαν οποιαδήποτε αστική ευθύνη, αφού απαραίτητη προϋπόθεση ήταν η διερεύνηση του όλου θέματος από το Συμβούλιο του ΧΑΚ και η εκ μέρους του διαπίστωση παραβιάσεων, στοιχείο που δεν συνέτρεχε στην προκειμένη περίπτωση. Συνακόλουθα, η αγωγή απέτυχε και απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος των Εφεσειόντων.
Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με συνολικά δέκα λόγους έφεσης, οι οποίοι αφορούν σε κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένη επισκόπηση της βάσης απαίτησης, εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας και εξαγωγή λανθασμένων ευρημάτων, εφαρμογή εσφαλμένων αρχών δικαίου, άσχετων με τα επίδικα θέματα και αποτυχία διενέργειας της απαραίτητης αξιολόγησης και εξαγωγής των αναγκαίων ευρημάτων στη βάση των επιδίκων θεμάτων που κάλυπταν την αξίωση.
Όπως με σαφήνεια έθεσε ενώπιόν μας ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων, συνοψίζοντας την ουσία των λόγων έφεσης, δεν τελεί υπό αμφισβήτηση η μη ύπαρξη συμβατικής σχέσης μεταξύ των μερών σε αναφορά με τα επίδικα ΔΑΜ. Επεσήμανε, ως το ουσιαστικό σημείο διαφοράς, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει, ως βάση αγωγής, την παράβαση θέσμιου καθήκοντος διά ψευδών δηλώσεων, ήτοι το καθήκον του εκδότη τίτλων να προβαίνει σε αληθείς δηλώσεις και, κατά προέκταση, παρέλειψε να εξετάσει και αξιολογήσει τη μαρτυρία υπό το πρίσμα αυτό.
Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η προσέγγιση του ευπαίδευτου συνήγορου των Εφεσειόντων. Η αξίωσή τους, όπως προκύπτει από το γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο και την έκθεση απαίτησης που ακολούθησε, εδραζόταν στη διεκδίκηση αποζημιώσεων στη βάση παραπλανητικών ή ψευδών δηλώσεων και/ή για παράβαση του Νόμου και των Κανονισμών, με επίκεντρο την αμφισβήτηση της ορθότητας των στοιχείων που περιλάμβαναν το Ενημερωτικό Δελτίο και η ΄Εκθεση Αποτελεσμάτων των Εφεσιβλήτων. Με αυτά τα δεδομένα, προέβαλαν, ως ουσιαστικό δικογραφημένο ισχυρισμό τους, τον οποίο επιχείρησαν να θεμελιώσουν με την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία τους, ότι, ως συνέπεια παραπλανητικών στοιχείων, εξωθήθηκαν και/ή παροτρύνθηκαν να προβούν στην αγορά των επίδικων δικαιωμάτων των Εφεσειόντων και, κατά προέκταση, εξαπατήθηκαν από αυτούς.
Κατ΄ αρχάς, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέλειψε να εξετάσει την ενώπιόν του υπόθεση υπό το πρίσμα και των διατάξεων 57, 58 και 59 του Νόμου. Τα εν λόγω άρθρα διέπουν την υποχρέωση παροχής πληροφοριών εκ μέρους του εκδότη, ο οποίος επιδιώκει την εισαγωγή των τίτλων του στο Χρηματιστήριο, καθώς επίσης και την αστική ευθύνη, ΄Αρθρο 58 του Νόμου, για τη ζημιά που υφίστανται τρίτοι από την εισαγωγή αυτή. Κρίθηκε πρωτοδίκως, με αναφορά στην ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία, ότι δεν στοιχειοθετήθηκαν οι προϋποθέσεις ενεργοποίησης των πιο πάνω προνοιών. Η κατάληξη της ευπαίδευτης πρωτόδικου Δικαστή ήταν το αναπόδραστο αποτέλεσμα αφενός της απόρριψης της σχετικής μαρτυρίας των εναγόντων και αφετέρου του αναντίλεκτου γεγονότος ότι ο σχετικός έλεγχος του Συμβουλίου του ΧΑΚ δεν θεμελίωνε τις αιτιάσεις των Εφεσειόντων, ούτε και τεκμηρίωνε διαπίστωση παραβιάσεων των διαλαμβανομένων στο προαναφερθέν ΄Αρθρο 58.
Επιπρόσθετα, τα κρίσιμα επίδικα ζητήματα συναρτώνται άμεσα με την αξιολόγηση της μαρτυρίας που αφορούσε τους λόγους που ώθησαν τους Εφεσείοντες να προβούν στην αγορά ΔΑΜ.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας τη σχετική ενώπιόν του μαρτυρία, έκρινε αναξιόπιστους τους μάρτυρες των Εφεσειόντων, προβαίνοντας σε ειδική αναφορά ως προς το κατά πόσο η επίδικη επενδυτική τους δραστηριότητα βασίστηκε στο Ενημερωτικό Δελτίο ή σε οποιοδήποτε άλλο έγγραφο κυκλοφόρησαν οι Εφεσίβλητοι. Διαπίστωσε, επί του προκειμένου, ότι η μεν Εφεσείουσα 2 δεν μελέτησε καθόλου το Ενημερωτικό Δελτίο, αλλά παρακινήθηκε από τον σύζυγό της, Εφεσείοντα 1, ο οποίος και τη συμβούλευσε σχετικά ως προς την αγορά των ΔΑΜ, ο δε Εφεσείων 1, πριν και μετά την κρίσιμη ημερομηνία, είχε επιδείξει έντονη επενδυτική δραστηριότητα, προβαίνοντας σε αγοραπωλησίες κινητών αξιών, που εκδόθηκαν τόσο από τους Εφεσίβλητους όσο και από άλλες εταιρείες. Το πρωτόδικο Δικαστήριο βάσιμα έκρινε ότι ο Εφεσείων 1 κατέθεσε με μόνο σκοπό την προώθηση μιας εκδοχής γεγονότων βοηθητικής για την υπόθεσή του και όχι για να πει την αλήθεια. Ηταν, ως εκ τούτου, η τελική του κρίση ότι το Δελτίο και η ΄Εκθεση των Εφεσιβλήτων δεν επέδρασαν στα επενδυτικά σχέδια του Εφεσείοντα 1.
Όπως έχει κατ΄ επανάληψη νομολογηθεί, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην αξιολόγηση, εκτός όπου τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται τη λογική ή έρχονται σε σύγκρουση με την αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία ή η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων.
Υπό το φως των όσων περιβάλλουν την ενώπιόν μας περίπτωση, δεν εντοπίζουμε να υπάρχει περιθώριο παρέμβασής μας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε στα σωστά πλαίσια την προσφερθείσα μαρτυρία, έχοντας κατά νουν τα επίδικα θέματα επί των οποίων κλήθηκε να αποφασίσει και, ορθά, οδηγήθηκε στην απόρριψη της εκδοχής των Εναγόντων/Εφεσειόντων.
Η κατάληξή μας ως προς το καίριο ζήτημα της αξιολόγησης προδιαγράφει και το αποτέλεσμα της παρούσας έφεσης, καθότι, ως αποτέλεσμα της απόρριψης της μαρτυρίας των Εφεσειόντων, δεν στοιχειοθετήθηκε η αναγκαία συνάφεια μεταξύ της αξιούμενης ζημιάς και της προβληθείσας παράβασης θέσμιου καθήκοντος, εξαιτίας της κατ΄ ισχυρισμόν υποβολής ψευδών δηλώσεων.
Καταληκτικά, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα καθοριζόμενα στο ποσό των €3.000 πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, προς όφελος των Εφεσιβλήτων.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
ΣΦ.