ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Bank of Scotland ν. Geodrill Ltd κ.ά. (1993) 1 ΑΑΔ 753
Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 ΑΑΔ 248
Λυσιώτη Ανδρέας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 1 ΑΑΔ 364
Mammous Yiannis Georgios και άλλοι ν. Mike Willstrop και άλλων (2012) 1 ΑΑΔ 90
Χρίστου Ανδρέας ν. Ζήνας Μηλλιού και Άλλων (2013) 1 ΑΑΔ 1210
ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΜΠΟΥΛΟΥΤΑ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 51/2016, 26/10/2017, ECLI:CY:AD:2017:A377
Xαραλαμπίδης Mιχάλης Aναξαγόρα ν. Aστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 330
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2021:A572
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε148/20)
20 Δεκεμβρίου, 2021
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]
xxx xxx GABOV
Εφεσείων.
ν.
1. BAKADRI LIMITED
2. TEKBIRD LIMITED
3. xxx ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ
4. xxx ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΟΥ
5. xxx ΠΙΤΤΑ
6. ABACUS SECRETARIAL LIMITED
7. ALFA CAPITAL HOLDINGS (CYPRUS) LIMITED
8. xxx ΚΟΥΠΕΠΙΔΗ
9. xxx ΡΑΟΥΝΑ
Εφεσίβλητοι.
--------------------
Μ. Κωνσταντίνου (κα) μαζί με Μ. Μπαρούτη (κα), για Μιχάλης Βορκάς & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Κυπριανού, για Μichael Kyprianou & Co LLC, για Eφεσίβλητους 1 και 2.
Κ. Ιωαννίδης μαζί με Γ. Κακούρη (κα), για Χατζηαναστασίου Ιωαννίδης ΔΕΠΕ, για τους Eφεσίβλητους 3-6, 8 και 9.
Ε. Χριστοφίδης μαζί με Α. Κόρτα (κα), για Λ. Παπαφιλίππου & Σία ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους 7.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από τον Σάντη, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: O Eφεσείων/Ενάγων 1 («ο Εφεσείων»), με δύο λόγους έφεσης, βάλλει κατά ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 29.10.20 («η Πρωτόδικη Απόφαση»), με την οποία απορρίφθηκε αίτηση του - και ενός άλλου Ενάγοντα («ο Ενάγων 2») ημερομηνίας 28.12.18 («η ενδιάμεση αίτηση») για έκδοση σειράς προσωρινών παρεμπίπτοντων διαταγμάτων (όπως τύπου Mareva και Norwich Pharmacal), προς υποστήριξη της αγωγής 3596/18 («η αγωγή»). Mε την ίδια απόφαση, το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε και την αγωγή (σε σχέση προς τον Εφεσείοντα).
Συμφώνως των βασικών γεγονότων, ως τα συγκεφαλαίωσε εισαγωγικώς το Πρωτόδικο Δικαστήριο, οι Ενάγοντες (και ο Εφεσείων εννοείται), την 27.12.18 καταχώρισαν την αγωγή κατά των Εναγόμενων («Εφεσίβλητων»), με πυρήνα της αξίωσης, κατ' ισχυρισμόν παραβίαση σύμβασης ενεχυρίασης μετοχών από τους Εναγόμενους 9 και το ότι οι τελευταίοι (ως δανειστές/πιστωτές), ενεργώντας ανέντιμα, καταπιεστικά και ζημιογόνα για τα συμφέροντα του Εφεσείοντα και του Ενάγοντα 2, συνωμότησαν με τους υπόλοιπους Εφεσίβλητους και κατά παράβασιν της σύμβασης ενεχυρίασης μετοχών εξαπάτησαν τον Εφεσείοντα και τον Ενάγοντα 2 διά δόλιου σχεδίου, καταφέρνοντας να αποξενώσουν παρανόμως τις 999 μετοχές που κατείχε ο Εφεσείων στους Εφεσίβλητους 1 επιφέροντας τοιουτοτρόπως την καταστροφή «. του ενάγοντος αρ.1 και της εναγόμενης αρ.3 εταιρείας η οποία περιήλθε σε καθεστώς εκκαθάρισης, αλλά και σε απώλειες για τον ενάγοντα αρ.2, ένα από τους πιστωτές της εναγομένης αρ.3 εταιρείας» (η περικοπή είναι αυτούσια όπως και όλες οι υπόλοιπες στο ανά χείρας κείμενο).
Με τον λόγο έφεσης 1, ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο «. λανθασμένα και/ή πεπλανημένα και/ή βασιζόμενο σε λανθασμένη νομική αρχή και/ή αδικαιολόγητα και/ή κατά παράβαση του Άρθρου 169.3 του Συντάγματος, εξέλαβε ως δεδομένο το γεγονός πως ο Ενάγων 1 όντας πτωχεύσας στη Ρωσία δεν νομιμοποιείται να εγείρει την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή και ενδιάμεση αίτηση για προσωρινά διατάγματα ημερομηνίας 28/12/2018 και/ή λανθασμένα και/ή πεπλανημένα εφάρμοσε τις πρόνοιες του Κυπριακού Περί Πτώχευσης Νόμου (ΚΕΦ.5), ενώ η απόφαση πτώχευσης του ενάγων 1 του Ρωσικού Δικαστηρίου . δεν έχει εγγραφεί και/ή αναγνωριστεί στην Κύπρο». Το παράπονο του, σύγκειται κατ' ουσίαν στο ότι η απόφαση από Ρωσικό Δικαστήριο διά της οποίας αυτός κηρύχθηκε σε πτώχευση («η Ρωσική Απόφαση»), δεν κατατέθηκε ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ως μαρτυρία, μα ούτε αποδείχθηκε κατά τα αποδεικτικά πρέποντα, δοσμένου και του ότι δεν καταδείχθηκε αν η Ρωσική Απόφαση είχε εγγραφεί για αναγνώριση και εκτέλεση στην Κύπρο με βάση τον Περί Αποφάσεων Αλλοδαπών Δικαστηρίων (Αναγνώριση, Εγγραφή και Εκτέλεση Δυνάμει Συμβάσεως) Νόμο 121(Ι)/00 («Ν.121(Ι)/00»). Περιπλέον, το ίδιο λαθεμένα, το Πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε τον Περί Πτώχευσης Νόμο, Κεφ.5 («ο Κεφ.5»), αποφασίζοντας πως ο Εφεσείων δεν νομιμοποιείτο να εγείρει την αγωγή και την ενδιάμεση αίτηση, απλώς και μόνον επειδή παραδέχθηκε σε ένορκη δήλωση ημερομηνίας 28.12.18 που καταχώρισε στο πλαίσιο της ενδιάμεσης αίτησης («η ένορκη δήλωση»), ότι είναι πτωχεύσας, δηλώνοντας σχετικώς στην παράγραφο 103 της ένορκης δήλωσης πως την «. 25/12/2017 κηρύχθηκα σε πτώχευση, άρχισε η διαδικασία πώλησης της περιουσίας» («η παραδοχή»).
Με τον λόγο έφεσης 2, ο Εφεσείων υποστηρίζει πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο - εκτός του ότι εξέδωσε την επίδικη απόφαση «. με υπέρμετρη καθυστέρηση» - στέρησε (με την απόρριψη τής αγωγής κατά την εκδίκαση της ενδιάμεσης αίτησης) από τον Εφεσείοντα το δικαίωμα για δίκαιη δίκη παραβιάζοντας με αυτό τον τρόπο και την αρχή της ισότητας, αποστερώντας του την πρόσβαση του στα κυπριακά δικαστήρια.
Οι Εφεσίβλητοι προτείνουν πως οι θέσεις του Εφεσείοντα είναι ανυπόστατες καθότι η πτώχευση αποτελούσε πρωτοδίκως κοινό έδαφος μεταξύ των διαδίκων (μη έχοντας αμφισβητηθεί από οποιαδήποτε πλευρά), και πως δεν ήταν αναγκαία η εγγραφή και αναγνώριση τής Ρωσικής Απόφασης αφού «. για την αναγνώριση της προσωπικής κατάστασης ή ιδιότητας (status) ενός διαδίκου και της ικανότητας του (capacity) να συμμετέχει ως διάδικος σε Κυπριακή διαδικασία, αυτό που απαιτείται είναι σχετική μαρτυρία και όχι αναγνώριση οποιασδήποτε αλλοδαπής απόφασης», με το Πρωτόδικο Δικαστήριο να λειτουργεί εντός των παραμέτρων της εφαρμοζόμενης δικονομίας και ουσιαστικού δικαίου, και χωρίς αργοπορία στην έκδοση της Πρωτόδικης Απόφασης.
Θα επιληφθούμε των λόγων έφεσης σωρευτικώς.
Το δικαιολογεί αυτό η φύση και το περιεχόμενο τους.
Το πράττουμε αμέσως.
Κατ' αρχάς, στην προκειμένη περίπτωση δεν ήταν απαραίτητη η εγγραφή και αναγνώριση της Ρωσικής Απόφασης στην Κύπρο προκειμένου να συνεκτιμηθεί η παραδοχή του Εφεσείοντα (ότι ήταν πτωχεύσας). Εκείνο που επιμάχως αφορούσε η ενδιάμεση αίτηση, από τη στιγμή τουλάχιστον που εντοπίστηκε ως σημαίνον το γεγονός της πτώχευσης, δεν ήταν αυτή καθεαυτή η εγγραφή και αναγνώριση της Ρωσικής Απόφασης αλλά το αν ο Εφεσείων ήταν ή όχι πτωχεύσας, ή και το αν η αναφορά του ότι ήταν πτωχεύσας συνέθετε ικανό βάθρο επί του οποίου μπορούσε λελογισμένως να βασισθεί το Πρωτόδικο Δικαστήριο για να καταλήξει σε συναφές συμπέρασμα στο ενδιάμεσο στάδιο που βρισκόταν η υπόθεση. Ο διαχωρισμός τούτος, λεπτός ως μπορεί να θεωρηθεί πως είναι - σαφής μολαταύτα ως προς το τι προσδιορίζει - έγινε πάντως σε επίπεδο Ολομέλειας στην Seamark Consultancy Services Limited και Άλλων v. Lasala και Άλλων (2007) 1(A) A.Α.Δ. 162, 183-184, όπου λέχθηκαν και τα ακόλουθα σχετικά:
«....................................
Άλλοι λόγοι εφέσεως είναι ότι η αγωγή των εφεσιβλήτων ήταν class action αλλά δεν τηρήθηκαν οι σχετικοί θεσμοί και ότι οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες για να επιτύχουν στην αγωγή τους στην Κύπρο θα έπρεπε να είχαν εγγράψει την απόφαση του Αμερικανικού Δικαστηρίου δυνάμει της οποίας δημιουργήθηκε το προαναφερόμενο καταπίστευμα και οι ίδιοι διορίστηκαν ως συνδιαχειριστές του, αλλά δεν το έπραξαν. Και αυτά τα θέματα τα εξέτασε και τα αποφάσισε το πρωτόδικο δικαστήριο με ικανοποιητικό τρόπο. Ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε πως δεν ήταν αναγκαία η εγγραφή και αναγνώριση οποιασδήποτε Αμερικανικής δικαστικής απόφασης, δεδομένου ότι δεν εκδόθηκε οποιαδήποτε τελεσίδικη δικαστική απόφαση στις Η.Π.Α. την οποία οι εφεσίβλητοι επεδίωκαν να εκτελέσουν στην Κύπρο. Οι εφεσίβλητοι προωθούν τις αξιώσεις τους στην Κύπρο με στόχο να επιτύχουν στο μέλλον απόφαση υπέρ τους. Η επίκληση απ' αυτούς της Αμερικανικής δικαστικής απόφασης σύμφωνα με την οποία δημιουργήθηκε στις Η.Π.Α. το προαναφερόμενο καταπίστευμα και οι ίδιοι διορίστηκαν συνδιαχειριστές του δεν επέβαλλε στους εφεσίβλητους την υποχρέωση να εγγράψουν στην Κύπρο τη σχετική Αμερικανική απόφαση.
...................................».
Δεν έχουμε να προσθέσουμε οτιδήποτε στο πιο πάνω σκεπτικό.
Ούτε και τέθηκε κατιτί που να το διαφοροποιεί από τα ενεστώτα.
Κατ' ακολουθίαν, απορρίπτουμε την επιχειρηματολογία του Εφεσείοντα, στην έκταση που αφορά είτε άμεσα είτε έμμεσα τη συζητούμενη θεματική, και προπάντων τα παράπονα του για την αποδιδόμενη παράλειψη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να εφαρμόσει τον Ν.121(Ι)/00.
Εκεί όμως που έχει δίκαιο ο Εφεσείων είναι στο ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο, με την υπόθεση να βρίσκεται σε ενδιάμεσο στάδιο, αξιολόγησε τη μαρτυρία και απέδωσε βαρύτητα, για να μην πούμε υπέρμετρη βαρύτητα, στην παραδοχή θεωρώντας πως, ό,τι τούτη εξέφραζε, ήταν τέτοιας εμβέλειας που καθιστούσε θνησιγενή την αγωγή (σε ό,τι τον αφορούσε στον Εφεσείοντα) και κατ' επέκτασιν απορριπτέα την ενδιάμεση αίτηση.
Ως υπέδειξε η ευπαίδευτη συνήγορος του Εφεσείοντα, οι διαπιστώσεις του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως διατυπώθηκαν, ισοδυναμούν - και συγκλίνουμε με τούτο - με ευρήματα επί γεγονότων, κάτι που δεν ήταν επιτρεπτό στο στάδιο που εκδικαζόταν η ενδιάμεση αίτηση, με δοσμένη και την αρχή, που πρέπει να τηρείται ευλαβικώς, ότι το Δικαστήριο που εκδικάζει αίτημα βάσει του Άρθρου 32, Ν.14/60 δεν πρέπει να υπεισέρχεται σε αξιολόγηση και κατάληξη επί της ουσίας, πέραν του αναγκαίου για τους περιορισμένους σκοπούς της διαδικασίας, και πως η πλήρης εξέταση του πραγματικού και νομικού καθεστώτος κάθε υπόθεσης κρίνεται κατά την εκδίκαση της ουσίας της αγωγής (βλ. Zondran v. Bonaldo Fiduciaries Ltd και Άλλων, Π.Ε. Ε64/15, ημ. 20.7.21, Λόρδος και Άλλων ν. Σιακόλα και Άλλων, Π.Ε. Ε143/15, ημ. 23.3.17).
Στην Δημοκρατία της Σλοβενίας ν. Beogradska Banka DD (1999) 1(A) A.A.Δ. 225, 232 - στην οποία δεν παραπέμφθηκε ευθέως το Πρωτόδικο Δικαστήριο (ενώ θα έπρεπε) - η Ολομέλεια, τόνισε και τα εξής:
«..................................
Το αρχικό μας σχόλιο, προτού ασχοληθούμε με τα ζητήματα που εγείρονται στην έφεση, είναι πως η συζήτηση της υπόθεσης, στην πρωτόδικη κυρίως διαδικασία, αλλά και εδώ, ξέφυγε από το καθιερωμένο νομικό πλαίσιο, που ουσιαστικά θεσμοθετείται στο άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60, όπου καθιερώνεται η εξουσία των Δικαστηρίων να εκδίδουν παρεμπίπτοντα διατάγματα. Θα υπενθυμίσουμε τις διατάξεις του άρθρου, μεταφέροντας εδώ αυτούσιο το εδάφιο 1, και τη σημαντική, για την υπόθεση που μας απασχολεί, επιφύλαξη σ' αυτό.
«Τηρουμένου οποιουδήποτε διαδικαστικού κανονισμού, κάθε δικαστήριο, κατά την άσκηση της πολιτικής αυτού δικαιοδοσίας, δύναται να εκδίδει απαγορευτικό διάταγμα (παρεμπίπτον, διηνεκές, ή προστακτικό) ή να διορίζει παραλήπτη σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες το δικαστήριο κρίνει αυτό δίκαιο ή πρόσφορο, αν και δεν αξιώνονται ή χορηγούνται μαζί με αυτό αποζημιώσεις ή άλλη θεραπεία:
Νοείται ότι παρεμπίπτον απαγορευτικό διάταγμα δεν θα εκδίδεται εκτός εάν το δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση κατά τη διαδικασία επί ακροατηρίου, ότι υπάρχει πιθανότητα ότι ο ενάγων δικαιούται σε θεραπεία, και ότι, εκτός εάν εκδοθεί παρεμπίπτον απαγορευτικό διάταγμα, θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο.»
(Η υπογράμμιση μας δηλώνει και τη σημασία που έχει η προϋπόθεση αυτή στα γεγονότα της υπό συζήτηση έφεσης).
Οι αγορεύσεις των δικηγόρων των διαδίκων κάλυψαν την ουσία της υπόθεσης σε όλες τις λεπτομέρειες, ενώ παρουσιάστηκε και όγκος αποδεικτικού υλικού. Είναι γι' αυτό το λόγο που, προφανώς, ο πρωτόδικος δικαστής μολονότι χειρίστηκε ορθά την κατάληξη της ετυμηγορίας του, ακυρώνοντας δηλαδή το διάταγμα που εκδόθηκε με τη μονομερή αίτηση, εντούτοις στο σκεπτικό της απόφασης του παρουσιάζονται σημεία που καταδεικνύουν πως διέλαθε της προσοχής του ότι στη διαδικασία που διηύθυνε δεν εξεταζόταν η ουσία της αγωγής. Η δικαιοδοσία του περιοριζόταν στη συζήτηση του ερωτήματος, αν το προσωρινό διάταγμα θα γινόταν απόλυτο ή θα ακυρωνόταν. Δεν είχε αρμοδιότητα να διαγνώσει την ουσία της αγωγής. Το άρθρο 22(4)(β) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, παρέχει εξουσία στους δικαστές Επαρχιακού Δικαστηρίου, ανεξάρτητα από βαθμό, να εκδίδουν οποιοδήποτε διάταγμα σε αγωγή, εφόσο όμως δεν διαγιγνώσκεται σ' αυτό η ουσία της.
....................................».
Δεν υφίσταται λόγος απόκλισης από το ως άνω σκεπτικό και όσα υπενθυμίζει.
Το ότι η παραδοχή δεν αμφισβητήθηκε αντεξεταστικώς ή αντικρούστηκε από τους Εφεσίβλητους (ως πρότειναν οι δικηγόροι τους), δεν υποδηλοί πως μετουσιώθηκε αναποφεύκτως και σε κοινό παραδεκτό γεγονός, ή, ως το έθεσε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, σε «. κοινό τόπο μεταξύ των πλευρών» (βλ. Περατικού ν. Ελληνικής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ, Π.Ε. 287/13, ημ. 16.6.21, ECLI:CY:AD:2021:A254).
Διασαφηνίζουμε.
Ο Εφεσείων - και το έχουμε θίξει ήδη αυτό υπό ένα κάπως διαφορετικό φακό - στην παράγραφο 103 της ένορκης δήλωσης ομιλεί για κήρυξη του σε πτώχευση την 25.12.17. Παρά ταύτα, στην παράγραφο 108 της ένορκης δήλωσης λέγει (ή υπονοεί), πως τον Φεβρουάριο 2018 η διαδικασία πτώχευσης εξακολουθούσε να τρέχει. Δεν αποσαφηνίστηκε στην Πρωτόδικη Απόφαση η διάσταση τούτη, με αποτέλεσμα να υπεισέρχεται αντικειμενικώς αβεβαιότητα ως προς το συμπαγές της θέσης του Εφεσείοντα (ότι είχε κηρυχθεί σε πτώχευση με όσα αυτό συνεπάγει).
Παραθέτουμε πιο κάτω το περιεχόμενο των παραγράφων 103 και 108 της ένορκης δήλωσης, για να καταστεί εναργέστερη η παρατήρηση:
«..................................
103. Η θέση της Alfa Bank κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας ήταν εν συντομία ότι οι υποχρεώσεις μου έναντι της ΕΤΚ επιβεβαιώνονται με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της Περιοχής Meshchansky της Μόσχας (Meshchansky District Court) υπ' αριθ. 2-15864/2016 της 13/10/2016 και αριθ. 2-713/2017 της 16/03/2017 και ότι ενεργούσα κακόπιστα, απέφυγα εκ προθέσεως την αποπληρωμή του χρέους, έλαβα μέτρα για να αποκρύψω την περιουσία μου, ωστόσο τα αποδεικτικά στοιχεία για τέτοιους ισχυρισμούς δεν παρασχέθηκαν ποτέ από την Alfa Bank. Υποστήριξαν επίσης ότι η Alfa Bank είχε προβεί σε νόμιμη πώληση μετοχών, σύμφωνα με τη Σύμβαση Ενεχυρίασης. Επισυνάπτω αντίγραφο των εν λόγω αποφάσεων ημερομηνίας 13/10/2016 και 16/3/2017 ως Τεκμήρια 26 και 27 αντίστοιχα στα ρωσικά και τις πιστές μεταφράσεις τους στα αγγλικά ως Τεκμήρια 26Α και 27Α αντίστοιχα. Στις 25/12/2017, κηρύχθηκα σε πτώχευση, άρχισε η διαδικασία πώλησης της περιουσίας.
108. Επιπλέον, τον Φεβρουάριο του 2018, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας πτώχευσης, ανακάλυψα ότι οι μετοχές της Bakadri μεταβιβάστηκαν το Νοέμβριο του 2015 από την Alfa Bank στην Tekbird και αυτό είχε προκαλέσει την αλλαγή ελέγχου και τα επεισόδια στην Περμ, τα οποία έχω περιγράψει πιο πάνω, διότι τα αντίγραφα των εγγράφων μεταβίβασης που αφορούσαν τη μεταβίβαση μετοχών υποβλήθηκαν από την τράπεζα κατά τη διάρκεια της ανωτέρω διαδικασίας. Η θέση μου είναι ότι τα πρωτότυπα έγγραφα εξακολουθούν να βρίσκονται στην κατοχή των Εναγομένων.
....................................».
Εκτός τούτου, οι συνήγοροι του Εφεσείοντα στη συμπληρωματική αγόρευση τους πρωτοδίκως επί του θέματος έθεσαν καθαρά ζήτημα επάρκειας της παραδοχής ως αποτιμήσιμης μαρτυρίας αλλά και προβληματισμό για την ερμηνευτική της παραδοχής, υποβάλλοντας ότι από αυτή «. δεν προκύπτει κατά πόσο έχει εκδοθεί διάταγμα πτώχευσης και δη κατά πόσο η διαδικασία αυτή έχει τελεσιδικήσει ή όχι».
Δεν φαίνεται να υπήρχε κοινώς παραδεκτή μαρτυρία, πόσω δε μάλλον τέτοιας σαφήνειας και λεπτομέρειας ώστε να μπορούσε πιθανώς να κατηύθυνε τα πράγματα προς διαφορετικούς δικαστικούς συλλογισμούς ως προς την ευχέρεια απόρριψης της αγωγής σε ενδιάμεσο στάδιο ένεκα μη νομιμοποίησης του Εφεσείοντα να την προωθεί. Κάτω από αυτό το πρίσμα, η παραδοχή - όπως και όλα τα έτερα θέματα που, επί ενός γενικότερου επιπέδου, άπτονταν της νομιμοποίησης του Εφεσείοντα και της όποιας επακόλουθης δικαιοδοτικής προβληματικής - μπορούσε να αξιολογηθεί (υπό τις υποδειχθείσες περιστάσεις), με δικονομική ασφάλεια στην επί της ουσίας δίκη (ίσως ως προδικαστικό ζήτημα) - ή μέσω άλλης κατάλληλης διαδικασίας, εφόσον υπήρχε προς τούτο το επιβαλλόμενο και αμοιβαίως αποδεκτό πραγματικό υπόβαθρο (βλ. Δίγκλης και Άλλου ν. Total Fit Ltd, Π.Ε. E135/15, ημ. 12.9.18) - και όχι με τον τρόπο που έλαβεν χώραν (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση της Ελληνικής Τράπεζας Λτδ, Πολ. Αίτ. 92/18, ημ. 20.9.18, ECLI:CY:AD:2018:D412).
Έτσι, μονάχα στη δίκη είναι που μπορούσε να συμπεραθεί - όπως έγινε επί παραδείγματι (υπό διαφορετική οπωσδήποτε στόχευση και δικαιοδοσία) στην Χαραλαμπίδης ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 330, 362 όπου το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη προσέγγιση να αξιολογήσει ερμηνευτικώς παραδοχή του κατηγορούμενου («έκαμα πλαστές σφραγίδες») με επιφύλαξη, υποδεικνύοντας πως δεν περιείχε την αναμενόμενη σαφήνεια για να κατασταλάξει δίχως άλλο στα ευρήματα που επιδιώκονταν εκεί - το κατά πόσον η παραδοχή ήταν δυνατόν να εκληφθεί ως απόδειξη έκδοσης διατάγματος πτώχευσης εναντίον του Εφεσείοντα αλλά και του καθεστώτος και σταδίου στο οποίο βρισκόταν (ή βρίσκεται) η υπό αναφοράν πτωχευτική διαδικασία εν σχέσει προς τον Εφεσείοντα κατά το Ρωσικό Δίκαιο, το οποίο, συν τοις άλλοις (για ό,τι αφορά στην ενδιάμεση αίτηση που τώρα εξετάζεται), παρέμεινε και αναπόδεικτο και ασυσχέτιστο προς ό,τι συγκεκριμένως ενδιαφέρει, και ιδίως, αλλά όχι μόνον, ως προς το νόημα και τις όποιες συνέπειες επιφέρει (ή θα μπορούσε να επιφέρει) το εφαρμοζόμενό Ρωσικό Δίκαιο σε όσους πτωχεύουν ή τελούν εν γένει υπό πτωχευτική διαδικασία στη χώρα εκείνη ώστε να κριθεί ως γεγονός και η εννοιολογική συνάρτηση της παρουσιαζόμενης πτώχευσης του Εφεσείοντα με το Κεφ.5 (βλ. Bullock και Άλλων ν. Gorsoan Limited και Άλλων, Π.Ε. Ε40/13, ημ. 20.7.21, Αναφορικά με την Αίτηση των Μπουλούτα και Άλλων, Π.Ε. 51/16, ημ. 26.10.17, ECLI:CY:AD:2017:A377 (Ολομέλεια), Royal Bank of Scotland PLC v. Geodrill Co Ltd και Άλλων (1993) 1 Α.Α.Δ. 753, 759-761).
Υπάρχει και κάτι άλλο.
Απότοκο και τούτο της αξιολόγησης στο ενδιάμεσο στάδιο.
Αυτό, αφορά στον τρόπο με τον οποίο το Πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε και μια άλλη έκφανση της νομιμοποίησης (ούτω καλουμένης), του Εφεσείοντα ως ενάγοντα, τονίζοντας ότι από τα γεγονότα και τη φύση των αξιώσεων στην αγωγή, τούτος δεν μπορούσε να διεκδικεί υπό την προσωπική του ιδιότητα αποζημιώσεις για ζημιές που «. υπέστησαν οι εταιρείες με τις οποίες κατά τον πιο πάνω τρόπο σχετίζονται. Είναι γεγονός ότι μέτοχος, υπό προϋποθέσεις, έχει την δυνατότητα έγερσης και προώθησης παράγωγης αγωγής. (βλ. Foss v. Harbottle (1843) 67 E.R. 189, Πιριλλής κ.α. v. Κουή (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 136 και Mammous κ.α. v. Willstrop κ.α. (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 90). Ως άλλωστε ξεκάθαρα έχει υποδειχθεί στην υπόθεση Χρίστου ν. Σμιρνιού κ.ά. (2013) 1 Α.Α.Δ. 1210 : «Θα πρέπει να λεχθεί ότι σε παράγωγή αγωγή δεν μπορεί να συνδυαστεί η αξίωση προς όφελος του ίδιου του ενάγοντα (μετόχου ή μειοψηφίας, ανάλογα).». Η υπό συζήτηση όμως αγωγή, ρητά διακηρύσσεται από την πλευρά των εναγόντων-αιτητών ότι αποτελεί προσωπική αγωγή (παράγραφος 7 της ένορκης δήλωσης Gabov .», περαίνοντας πως:
«.....................................Στο βαθμό που οι απαιτήσεις των εναγόντων - όπως αυτές επεξηγούνται και προωθούνται στην πολυσέλιδη ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτησή τους αλλά και στην Έκθεση Απαίτησης που στο μεσοδιάστημα καταχωρήθηκε - αφορούν αποκατάσταση ζημιών που κατ' ισχυρισμό υπέστησαν οι εμπλεκόμενες και συνδεόμενες με τους ίδιους εταιρείες κατά τον τρόπο που εξηγούν, είναι προφανές ότι δικαίωμα προώθησης αυτών των αξιώσεων έχουν οι εμπλεκόμενες εταιρείες και όχι οι ίδιοι οι ενάγοντες. Αντίθετα, στην έκταση που τουλάχιστον από τον ενάγων αρ.2, επιζητείται αποκατάσταση και αποζημιώσεις σε προσωπικό επίπεδο, για λόγους που ως προκρίνεται έχουν να κάνουν με υποχρεώσεις έναντι του ιδίου, ως έχοντα στη βάση της αρχής του equity of redemption, προσωπικό συμφέρον στο ενεργητικό και την περιουσία της εταιρείας, ο τελευταίος δεν φαίνεται να στερείται νομιμοποίησης στην προώθηση της.
....................................».
Δεν απαιτείται ιδιαίτερη εντρύφηση για να επιρρωθεί παραπάνω η θέση του Εφεσείοντα πως, όντως, υπήρξε πρωτοδίκως αξιολόγηση μαρτυρίας και εκδοχών αλλά και κατάληξη επί δυσεπίλυτων νομικών ζητημάτων, στο πλέον απρόσφορο, υπό τα δεδομένα, ενδιάμεσο στάδιο της διαδικασίας.
Πέραν τούτου - ξανά συναρτώμενο με τα προηγηθέντα αλλά με τη ξεχωριστή του σημασία - είναι και το ότι, ως ευστόχως υπέδειξε η συνήγορος του Εφεσείοντα, εφόσον το Πρωτόδικο Δικαστήριο επέλεξε να επιστρατεύσει το Κεφ.5, όφειλε να συνεκτιμήσει και τα προνοούμενα στο Άρθρο 6, Κεφ.148, το οποίο προβλέπει πως, ανεξαρτήτως των διατάξεων του Κεφ.5:
«..................................
6. (.) πτωχεύσας δύvαται vα εvάγει και vα εvάγεται σε σχέση με αστικό αδίκημα και καμιά αγωγή δεv εγείρεται σε σχέση με αυτό για λoγαριασμό ή κατά της περιoυσίας oπoιoυδήπoτε πτωχεύσαvτα:
Νoείται ότι -
(α) τo δικαίωμα αγωγής σε σχέση με αστικό αδίκημα τo oπoίo πρoκάλεσε ή πρoκαλεί ειδική ζημιά στηv περιoυσία πτωχεύσαvτα, μεταβιβάζεται στo διαχειριστή της πτώχευσης ή ασκείται από αυτόv͘͘ και
(β) δικαστική απόφαση σε σχέση με αστικό αδίκημα πoυ εκδόθηκε κατά πτωχεύσαvτα πριv από τηv ημερoμηvία τoυ διατάγματoς παραλαβής είvαι δεκτική επαλήθευσης σε πτώχευση.
....................................».
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, προχωρώντας στη διαπίστωση ότι ο Εφεσείων δεν μπορούσε να διεκδικεί υπό την προσωπική του ιδιότητα αποζημιώσεις για ζημιές που υπέστησαν οι εταιρείες με τις οποίες σχετιζόταν, ασχολήθηκε με την ουσία της διαφοράς αποτυπώνοντας ευρήματα. Τούτο, ανεξαρτήτως από το γεγονός ότι είχε ενώπιον του μαρτυρία - και δικογραφημένους ισχυρισμούς στις παραγράφους 50-64 της Έκθεσης Απαίτησης - πως τα αστικά αδικήματα που περιλαμβάνονται στη νομική βάση της ενδιάμεσης αίτησης, ήτοι εκείνα της παράνομης πρόκλησης άλλου σε παράβαση σύμβασης (Άρθρο 34, Κεφ.148), της απάτης (βλ. Άρθρο 36, Κεφ.148) και της ιδιοποίησης κινητής ιδιοκτησίας (Άρθρο 42, Κεφ.148), δεν προκάλεσαν ειδική ζημιά στην περιουσία του Εφεσείοντα (έστω ως πτωχεύσαντα), αφού αυτός διεκδικεί γενικές αποζημιώσεις και όχι ειδικές αποζημιώσεις, και ότι πτώχευσε μετά από την υποτιθέμενη διάπραξη των εν λόγω αδικημάτων.
Εκτός αυτού, ο Εφεσείων είχε προτείνει πρωτοδίκως πως «. μέχρι να κηρυχθεί ο χρεώστης σε πτώχευση και να διοριστεί Διαχειριστής, η περιουσία παραμένει στο χρεώστη ο οποίος κατ' επέκταση διατηρεί το δικαίωμα να ενάγει και να ενάγεται .», θέση που οι δικηγόροι του Εφεσείοντα επεξέτειναν ενώπιον μας λέγοντας ότι θα μπορούσε να εξεταστεί «. όπως κατ' αναλογίαν διευθυντής της εταιρείας διατηρεί κατάλοιπο εξουσίας να ενάγει για λογαριασμό της εταιρείας, εξουσία την οποία διατηρούσε και ο Εφεσείοντας ως πτωχεύσας .». Μήτε και με αυτό καταπιάστηκε το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρότι, ως εισηγήθηκε η δικηγόρος του Εφεσείοντα, θα μπορούσε να το οδηγήσει σε άλλους στοχασμούς κατά τη νομολογία (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Χατζηρούσου (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 1703, 1713).
Καθίσταται φανερό ότι παρ' όλη την αποφασιστικότητα και επάρκεια με την οποία το Πρωτόδικο Δικαστήριο χειρίστηκε τη διαδικασία, απαιτητική και επίπονη ως ήταν, αλλά και την επιμέλεια με την οποία σύγγραψε την απόφαση - χωρίς το γεγονός ότι η Πρωτόδικη Απόφαση επιφυλάχθηκε ένα σχεδόν έτος πριν από την εκφώνηση της την 29.10.20 να συγκροτεί υπό τα δεδομένα βλαπτική καθυστέρηση στα δικαιώματα του Εφεσείοντα, κατά τα προτασσόμενα στον λόγο έφεσης 2 (βλ. Επίσημος Παραλήπτης και Άλλου ν. Κυπριακής Τράπεζας Αναπτύξεως Λτδ (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 322) - τούτο ενήργησε εκτός του παρεχόμενου νομοθετικού και νομολογιακού πλαισίου, ενασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια με τρόπο που επέφερε εκ των πραγμάτων πασιφανή αδικία στον Εφεσείοντα.
Αυτά, συνηγορούν εδώ σε εφετειακή παρέμβαση (βλ. Ανδρονίκου και Άλλης ν. Μαυρόπουλου, Π.Ε. 14/14, ημ. 30.9.21, ECLI:CY:AD:2021:A415, Λυσιώτη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 364, 379, Γρηγορίου και Άλλοι ν. Χριστοφόρου και Άλλων (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, 267).
Υπό τις αιρέσεις που αποτυπώσαμε για μέρος αυτών, οι λόγοι έφεσης 1 και 2 γίνονται αποδεκτοί.
Η έφεση επιτυγχάνει.
Η Πρωτόδικη Απόφαση (αναφορικώς προς τον Εφεσείοντα) παραμερίζεται.
Επιδικάζουμε έξοδα - συν ΦΠΑ (αν υπάρχει) - υπέρ του Εφεσείοντα και εναντίον των Εφεσίβλητων, ως τούτα θα υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
/κβπ