ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2021:A514
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ.99/2014)
16 Noεμβρίου, 2021
[Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxx ΟΡΦΑΝΙΔΟΥ
Εφεσείoυσα/Εναγόμενη
και
xxx ΦΥΛΑΚΤΟΥ
Εφεσίβλητος/Eνάγων
_ _ _ _ _ _
Δ.Νικολετόπουλος για Ε.Ευσταθίου, για την εφεσείουσα
Θ.Ιωαννίδης, για τον εφεσίβλητο
_ _ _ _ _ _
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Με βάση τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αρχές του Απριλίου 2007 η εφεσείουσα/εναγόμενη υπέγραψε την επίδικη επιταγή και την παρέδωσε στη σύζυγο της (πρώην πλέον, μετά τον ουσιώδη χρόνο) κενή από τα λοιπά, εκτός της υπογραφής της, στοιχεία. Κατά τον ίδιο περίπου χρόνο, ο εφεσίβλητος/ενάγων προσεγγίστηκε από φιλικό του πρόσωπο, (εν τοις εφεξής ο «Κ») και ερωτήθηκε εάν μπορεί να δανείσει σε κάποιο φίλο του, ήτοι το σύζυγο της εφεσείουσας, το ποσό των ΛΚ5.000. Ο «Κ» ανέφερε στον εφεσίβλητο ότι προς εξασφάλιση του δανείου θα λάμβανε επιταγή της συζύγου του δανειολήπτη. Ο εφεσίβλητος αποδέχτηκε και στη συνέχεια ο «Κ» του παρέδωσε την επιταγή συμπληρωμένη πια με το ποσό των ΛΚ5.000. Όπως δε σημειώνει ο πρωτόδικος Δικαστής, παρέμεινε άγνωστο ποιός συμπλήρωσε το ποσό. Το ποσό των ΛΚ5.000 εδόθη στον «Κ». Ο δε εφεσίβλητος συμπλήρωσε στην επιταγή το όνομα του στη θέση του δικαιούχου καθώς και την ημερομηνία εξαργύρωσης, ήτοι την 10.5.2007.
Όταν έφθασε η ημερομηνία εξαργύρωσης ο «Κ» επικοινώνησε με τον εφεσίβλητο ζητώντας του να μην καταθέσει την επιταγή, γιατί όπως του είπε, ο σύζυγος της εφεσείουσας χρειαζόταν λίγες ημέρες για να του καταβάλει το αντίτιμο.
Όταν όμως στη συνέχεια δεν εμφανίστηκε ο σύζυγος της εφεσείουσας, ο εφεσίβλητος, αφού επιχείρησε μέσω του «Κ», ανεπιτυχώς να τον εντοπίσει, τελικά στις 18.9.2007 κατέθεσε την επιταγή χωρίς όμως αποτέλεσμα, εφόσον επιστράφηκε πίσω με την ένδειξη μη επαρκή υπόλοιπα. Η επιταγή κατατέθηκε άλλες τρεις φορές με αποτέλεσμα να επιστραφεί με την ένδειξη «αποταθείτε στον εκδότη της επιταγής, ακάλυπτη επιταγή». Πέραν των σφραγίδων που η τράπεζα τοποθέτησε επί της επιταγής, αναμφισβήτητο είναι ότι όταν η επιταγή παρουσιάστηκε στην τράπεζα δεν τιμήθηκε, εφόσον ο λογαριασμός της εφεσείουσας δεν διέθετε τα απαιτούμενα κεφάλαια.
Σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο τα πιο πάνω αποτέλεσαν μη αμφισβητούμενες θέσεις. Είχαν δώσει μαρτυρία οι διάδικοι και το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ως αξιόπιστο τον εφεσίβλητο ενώ η εφεσείουσα δεν κατετάχθη ως θετικός μάρτυρας. Μάλιστα ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής επεσήμανε σε πολλά σημεία τις παλινδρομήσεις και τις αντιφάσεις στην υπερασπιστική της γραμμή.
Στο δικόγραφο της αναφέρει ότι δεν εξέδωσε την επιταγή για ΛΚ5,000 αλλά για πολύ μικρότερο ποσό. Συνεπώς, επικαλείται ότι η συμπλήρωση από τον εφεσίβλητο του ονόματος του δικαιούχου για ποσό των ΛΚ5.000 εκφεύγει της εξουσιοδότησης της.
Στην προφορική της εξέταση, η θέση που εξέφρασε ήταν ότι ο σύζυγος της εξασφάλισε την υπογραφή της «κατόπιν πιέσεων», κάτι που δεν υφίσταται στη δικογραφία της. Οπότε και δεν εξετάστηκε.
Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει και τα εξής:
«Πέραν τούτου, ενώ αρχικά η εναγόμενη ανέφερε ότι της λέχθηκε από το σύζυγο της πως η επιταγή θα χρησιμοποιείτο για εξασφάλιση χρηματοδότησης (βλ. τεκμ.Β, 2η παράγραφο), στη συνέχεια διαφοροποιήθηκε δίδοντας πολλές και αντικρουόμενες εκδοχές. Σε μια περίπτωση ανέφερε ότι δεν γνώριζε για ποιον σκοπό ήθελε την επιταγή. Σε άλλη απάντησε ότι την ήθελε επειδή είχε κάποια πράγματα να πληρώσει. Στη συνέχεια επανέλαβε ότι δεν γνώριζε το σκοπό που ήθελε την επιταγή και ότι δεν φανταζόταν πως το ποσό που θα ανέγραφε θα ήταν £5.000. Στο τέλος αναίρεσε και αυτή ακόμη τη θέση της παράδοσης της επιταγής, λέγοντας ότι• «Την πήρε, μπορεί και να μην του την έδωσα».
Από τα πιο πάνω αντιλαμβάνεται κανείς τη σύγχυση που προκαλούν οι αντικρουόμενοι και αντίθετοι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν. Δοθέντος μάλιστα ότι η εναγομένη δέχθηκε πως υπέγραψε την επιταγή και ότι ήταν εις γνώση της πως τη δεδομένη στιγμή ο λογαριασμός της δεν είχε χρήματα, λογαριασμός ο οποίος χρησιμοποιείτο για μικροέξοδα της τάξης των £50 και £100, η θέση ότι δεν γνώριζε το σκοπό που θα χρησιμοποιείτο η επιταγή δεν κάνει νόημα και στερείται λογικής.»
Στη συνέχεια το Δικαστήριο, ενώ αναφέρει πως η εφεσείουσα «έπεσε θύμα επιτήδειων ενεργειών του συζύγου της», τονίζει παράλληλα ότι αυτή συγκατένευσε και έδωσε την επιταγή χωρίς ποσό. Και επ΄αυτού, σημειώνεται πρωτοδίκως, πως η εφεσείουσα απέκρυψε την αλήθεια. Γνώριζε πως η επιταγή θα χρησιμοποιείτο για να λάβει δάνειο ο σύζυγος της και ότι το ποσό που ανεγράφετο σ΄αυτήν δεν θα μπορούσε να πληρωθεί από το λογαριασμό της.
Περαιτέρω, έκρινε ότι με την καταβολή από τον εφεσίβλητο στον «Κ» του ποσού των ΛΚ5.000, ο εφεσίβλητος κατέστη κάτοχος σε αξία. Συνεπώς η ιδιότητα του κατόχου για αξία παρείχε στον εφεσίβλητο εξουσία συμπλήρωσης του ποσού για ΛΚ5.000. Και αυτό παρά το ότι η σχέση των διαδίκων δεν είναι άμεση λόγω του τεκμηρίου που δημιουργεί το άρθρο 30 του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ.262, «τεκμήριο» το οποίο η Υπεράσπιση της εφεσείουσας δεν κατέρριψε. Ως εκ τούτου εξεδόθη απόφαση υπέρ του εφεσιβλήτου και εναντίον της εφεσείουσας για το ποσό των ΛΚ5.000 (€8,543.01) πλέον έξοδα.
Το εφετήριο της παρούσης περιλαμβάνει ένα μόνο λόγο έφεσης με εκτεταμένη αιτιολογία. Θεωρούμε σκόπιμο να μεταφέρουμε επακριβώς το λόγο έφεσης:
«Το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στην απόφαση του ότι ο εφεσίβλητος πέτυχε να αποδείξει «ό,τι όφειλε να αποδείξει» και ότι δικαιούτο απόφαση για το ποσό των ΛΚ5,000, καθότι τα πιο πάνω ευρήματα δεν εδικαιολογούντο με βάση τη μαρτυρία, το Νόμο και τα πραγματικά γεγονότα με συνέπεια το Δικαστήριο να αποφασίσει εσφαλμένα, κατά νομική και πραγματική πλάνη».
Κατ΄αρχάς να παρατηρήσουμε ότι ο λόγος είναι γενικά διατυπωμένος και παρά την ευρύτητα της αιτιολογίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι πλήττει το έργο της αξιολόγησης. Εκείνο που φαίνεται να πλήττεται είναι η νομική προσέγγιση του ευπαίδευτου πρωτόδικου Δικαστή, ειδικά ως προς το συμπέρασμα του ότι ο εφεσίβλητος κατέστη κάτοχος σε αξία και ότι εφαρμοζόμενο το τεκμ. του άρθρου 30, μεταθέτει το βάρος στην εφεσείουσα να καταρρίψει το τεκμήριο της αξίας που δημιουργεί το άρθρο.
Οφείλουμε να αναφέρουμε πως ακόμη και εάν θεωρούσαμε ότι ο λόγος έφεσης καλύπτει και το θέμα αξιοπιστίας, δεν έχουμε δισταγμό να πούμε πως το έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν άμεμπτο και καμμία επέμβαση δεν χωρεί. Εξηγήθηκε με πλήρη λεπτομέρεια γιατί έγινε αποδεκτός ο εφεσίβλητος εν αντιθέσει με την εφεσείουσα. Παραθέσαμε ήδη μέρος της αιτιολογίας που καταδήλως φανερώνει τις παλινδρομήσεις και την αντιφατικότητα των θέσεων της. Το ότι ο πρωτόδικος Δικαστής σχολίασε πως υπήρξε θύμα της επιτηδειότητας του συζύγου της, με όλο το σεβασμό στη θέση των ευπαιδεύτων συνηγόρων της, δεν αλλοιώνει τα πράγματα αφ΄ης στιγμής τα αντικειμενικά μη αμφισβητούμενα γεγονότα και όσα έγιναν αποδεκτά ως προς τη δοσοληψία με τον εφεσίβλητο ήσαν αρκούντως ικανά να θεμελιώσουν την εμπλοκή της, όπως εξηγήθηκε.
Οπότε, παραμένει η εξέταση της νομικής επεξεργασίας των γεγονότων και συνεπακόλουθα του ερωτήματος εάν ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε την εφεσείουσα υπόλογη για τη επίδικη επιταγή.
Το άρθρο 30 του Κεφ.262 που απασχόλησε, έχει ως εξής:
30.-(1) Κάθε μέρος του οποίου η υπογραφή εμφανίζεται σε συναλλαγματική θεωρείται εκ πρώτης όψεως ότι έχει καταστεί μέρος αυτής για αξία.
(2) Κάθε κάτοχος συναλλαγματικής θεωρείται εκ πρώτης όψεως ότι είναι κάτοχος κατά προσήκοντα τρόπο~ αλλά αν σε αγωγή για συναλλαγματική γίνεται δεκτό ή αποδεικνύεται ότι η αποδοχή, έκδοση, ή μεταγενέστερη μεταβίβαση της συναλλαγματικής επηρεάζεται από δόλο, εξαναγκασμό ή βία και φόβο, ή παρανομία, το βάρος απόδειξης μετατίθεται, εκτός αν και μέχρις ότου ο κάτοχος αποδείξει ότι, εν συνεχεία του ισχυριζόμενου δόλου ή της παρανομίας, έχει δοθεί καλή τη πίστει αξία στη συναλλαγματική.
(Βλ. και Halsbury's Laws of England 4η έκδ., τόμος 4(1) παρ.379 και επ.)
Απασχόλησε επίσης το θέμα της ελλιπούς συμπλήρωσης της επιταγής (άρθρο 20 του ιδίου Νόμου). Για το θέμα, στο Halsbury's Laws of England 3η έκδ., τόμος 3, στην παράγραφο 267 αναφέρονται τα εξής σχετικά:
"267. Blank signature. The delivery by the signer of a simple signature upon a blank stamped paper in order that the paper may be converted into a bill or note operates as a prima facie authority to fill the paper up as a complete instrument for any amount that the stamp will cover, using the signature for that of the drawer, acceptor, maker, or indorser.»
Στα περιστατικά της υπόθεσης το πρώτο ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί είναι αναφορικά με τη σημασία του γεγονότος, ότι είναι ο εφεσίβλητος που συμπλήρωσε το όνομα του ως δικαιούχου.
Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι στοιχειοθετείται ευθύνη εκδότη, από ημιτελή ως άνω συμπλήρωση της επιταγής, δυνάμει του ως άνω άρθρου, και είναι θέμα περιστάσεων η απόδοση της στην κάθε υπόθεση. (βλ. Τσιακλίδης ν. Σιάνου (2008)1 Α ΑΑΔ 296). Εν προκειμένω έχει σημασία ότι ο εφεσίβλητος παρέλαβε την υπογεγραμμένη επιταγή και σ΄αυτή αναγράφετο το ποσό των ΛΚ5,000 που είναι το ποσό που αποδεδειγμένα εδόθη προς όφελος του συζύγου της εφεσείουσας, στον οποίο η ίδια παρέδωσε υπογεγραμμένη την επιταγή.
Συνεπώς υπό αυτές τις συνθήκες ορθά εκρίθη πως ο εφεσίβλητος κατέστη κάτοχος για αξία, δηλαδή για το ποσό που είχε καταβάλει και συνεπώς δεν τίθεται κενό ή έλλειψη εξουσίας για συμπλήρωση του ως άνω ποσού ή για τη συμπλήρωση του ονόματος του και της ημερομηνίας από τον ίδιο.
Η δε προβαλλόμενη από την εφεσείουσα «καταλυτική», κατά την άποψη της, σημασία στην απουσία άμεσης σχέσης μεταξύ της ιδίας και του εφεσίβλητου δεν είναι βάσιμη. Οι περιστάσεις της υπόθεσης ενεργοποιούν αδιαμφισβήτητα το τεκμήριο του άρθρ.30 του Κεφ.262 και τίποτα δεν προβλήθηκε που να ανακόπτει την εφαρμογή του στα δεδομένα περιστατικά.
Η πρωτόδικη προσέγγιση ήταν καθόλα ορθή και την επικυρώνουμε.
Η έφεση απορρίπτεται με €1,000 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ του εφεσιβλήτου.
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.