ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Λιάτσος, Αντώνης Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Σωκράτους, Δώρα Α. Σ. Αγγελίδης, για τον εφεσείοντα/αιτητή CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-11-16 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΚΟΥΛΙΑΣ v. ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ, Πολιτική Έφεση αρ. 79/20, 16/11/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:A513

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Έφεση αρ. 79/2013)

 

16 Νοεμβρίου, 2021

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

Z. ΚΟΥΛΙΑΣ

Εφεσείων,

 

v.

 

Κ. ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ

Εφεσίβλητου.

 

--------------------

    Αίτηση ημερ. 21/7/20

Α. Σ. Αγγελίδης,  για τον εφεσείοντα/αιτητή

 

Π. Παπαπέτρου (κα) για Σκορδής και Παπαπέτρου & Σία ΔΕΠΕ,  για τον

Εφεσίβλητο/καθ' ου η αίτηση

 

Θ. Μαυρομουστάκη (κα) Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας και Θ.  Χριστοδουλίδου (κα), Δικηγόρος Α΄ της Δημοκρατίας,  για το Γενικό Εισαγγελέα ως φίλος του Δικαστηρίου

 

----------------

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σωκράτους, Δ.

.......

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.:   Ο εφεσίβλητος είχε καταχωρήσει εναντίον του εφεσείοντα την υπ' αρ. 3775/2006 αγωγή, αξιώνοντας αποζημιώσεις για δυσφήμιση η οποία προήλθε από τον εφεσείοντα σε παρέμβαση στην οποία προέβη από την εκπομπή του Ράδιου Πρώτου «Πρώτη Εκπομπή» στις 26/5/2006.

 

Η αγωγή εκδικάστηκε και απορρίφθηκε με απόφαση ημερ. 30/6/2008.  Αποφασίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι το παράπονο του ενάγοντα/εφεσίβλητου που εστιάζεται στο συγκερασμό των τοποθετήσεων του εναγομένου/εφεσείοντα, ο οποίος του απέδιδε είσπραξη χρηματικού ποσού από τουρκική εταιρεία και των δηλώσεων του εφεσίβλητου που ακολούθησαν της είσπραξης, περί μη ύπαρξης ψευδοκράτους, με τρόπο που να καταδεικνύει στο μέσο λογικό άνθρωπο ότι χρηματίστηκε με σκοπό να προωθήσει δημοσίως την υπό αναφορά  θέση, δεν ευσταθεί.  Ότι επρόκειτο για δύο ξεχωριστά γεγονότα αιτιωδώς ασύνδετα μεταξύ τους. 

 

Η εν λόγω απόφαση εφεσιβλήθηκε με την υπ' αρ. Π.Ε 297/2008.  Το Εφετείο έκρινε (απόφαση ημερ. 24/1/2012) ότι το δημοσίευμα ήταν όντως δυσφημιστικό και ότι μεταξύ των δύο αναφορών του εφεσείοντα σε σχέση με τον εφεσίβλητο, ήτοι της λήψης του ποσού των ΛΚ7,000 από τουρκική εταιρεία και της δήλωσης του που ακολούθησε την επομένη, ότι δεν υπάρχει ψευδοκράτος, υπήρχε συσχετισμός.  Συναφώς παραμερίστηκε η πρωτόδικη απόφαση και διατάχθηκε επανεκδίκαση από άλλο δικαστή, αναφορικά με το θέμα του ύψους των αποζημιώσεων.

 

Η υπόθεση εκδικάστηκε σε σχέση με το εναπομείναν θέμα και το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε στις 23/1/2013 την απόφαση του - αντικείμενο της παρούσας έφεσης αρ. 79/13, την οποίαν ο εφεσείων καταχώρησε - δια της οποίας επιδίκασε αποζημιώσεις ύψους €25.000 πλέον τόκο και έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου.

 

Ο εφεσείων, μετά την έκδοση της απόφασης του Εφετείου (ΠΕ 297/08) προσέφυγε στο ΕΔΑΔ καταχωρώντας την Application no. 48781/12, case of Koulias v. Cyprus επικαλούμενος παραβίαση της Σύμβασης της ΕΣΔΑ (η Σύμβαση) και ιδίως των άρθρων 6(1) και 10 αυτής.  Ήτοι ότι παραβιάστηκαν τα δικαιώματα του για δίκαιη δίκη από αμερόληπτο Δικαστήριο και το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης, αντίστοιχα.

 

Μετά την καταχώρηση περιγραμμάτων και ενώ η παρούσα έφεση ορίστηκε γι' ακρόαση στις 25/6/2020, εξεδόθη στις 28/5/2020 από το ΕΔΑΔ η απόφαση στην εν λόγω ατομική προσφυγή.

 

Αποφασίστηκε ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος της δίκαιης δίκης, ήτοι καταστρατήγησης του Άρθρου 6(1) της Σύμβασης και επιδικάστηκε υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως αποζημίωση ποσό ύψους €9.800, το οποίο ήδη καταβλήθηκε.

 

Ενόψει της εκδοθείσας ως άνω απόφασης, καταχωρήθηκε η κρινόμενη αίτηση, με αξίωση, ουσιαστικά, την ακύρωση της απόφασης του Εφετείου, ημερ. 24/1/2012, την οποία, σύμφωνα με την εισήγηση, «εξαφάνισε» η απόφαση του ΕΔΑΔ καθιστώντας άκυρη την οποιαδήποτε μεταγενέστερη διαδικασία.

 

Αποτελεί τη θέση του εφεσείοντα όπως αυτή προβάλλεται στην ένορκη δήλωση, η οποία συνοδεύει την αίτηση, «πως η κρίση του ΕΔΑΔ ότι η απόφαση του Εφετείου (297/08) έπασχε ως παραβίαση της δίκαιης δίκης επέφερε τη δεσμευτική και προφανή πρόσθετη συνέπεια να πρέπει να αποκατασταθεί η δίκη στο στάδιο που εκκρεμούσε η Αγωγή 3775/06 και η κατ' αυτής Πολιτική Έφεση 297/08 πριν την τότε απόφαση στην εν λόγω Έφεση της 24.1.2012.  Αποκατάσταση που θα υπάρξει με την εφαρμογή της οφειλόμενης υποχρέωσης για συμμόρφωση στο δεδικασμένο σε σχέση με ό,τι επακολούθησε.

 

Η επιβεβλημένη συμμόρφωση προς τη διαπίστωση της απόφασης του ΕΔΑΔ ότι: «that there has been a violation of Article 6(1) of the Convention" καθιστά ανίσχυρο και εξ' αρχής άκυρο οτιδήποτε επακολούθησε της απόφασης 24.1.2012 στην Π.Ε. 297/08.»

 

Με τους προβληθέντες με την ειδοποίηση ένστασης, λόγους,  προβάλλεται πως σκοπός της κρινόμενης αίτησης είναι η καθυστέρηση απόδοσης στον εφεσίβλητο των καρπών της επιτυχίας του στην αγωγή αρ. 3775/2006, και ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ουδέποτε ακύρωσε την απόφαση που είχε εκδοθεί υπέρ του εφεσίβλητου από το Κυπριακό Δικαστήριο και συνεπώς δεν τίθεται θέμα δεδικασμένου ούτε συμμόρφωσης με την απόφαση του ΕΔΑΔ.  Προβάλλεται επίσης ότι ο εφεσείων κωλύεται να αμφισβητεί την ύπαρξη του λιβέλλου, διότι αφενός υπάρχει δεδικασμένο και αφετέρου απέσυρε την υπεράσπιση του περί δικαίου σχολίου και ως εκ τούτου απορρίφθηκε από το Δικαστήριο στα πλαίσια της Πολ. Έφεσης 297/2008.

 

Με οδηγίες του Εφετείου, το οποίο έκρινε ότι η φύση της υπόθεσης και το όλο πλαίσιο των γεγονότων δικαιολογούσαν την παρουσία του Γενικού Εισαγγελέα ως φίλου του Δικαστηρίου για να ακουστεί και η δική του θέση και τη σύμφωνη γνώμη των συνηγόρων των διαδίκων, επιδόθηκε η αίτηση σε αυτόν ο οποίος και εμφανίστηκε στη διαδικασία καταχωρώντας σχετικό Υπόμνημα.

 

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων ανέπτυξαν με περιγράμματα και προφορικές διευκρινίσεις τις θέσεις τους.  Αναπτύσσοντας τα επιχειρήματα του ο συνήγορος του εφεσείοντα, υπέδειξε πως παρά το γεγονός ότι η επιδικασθείσα από το ΕΔΑΔ αποζημίωση καταβλήθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία, ωστόσο παραμένει ανοικτή η συνέπεια περί το κύρος της διαδικασίας που ακολούθησε της τότε κριθείσας από το ΕΔΑΔ, πάσχουσας σύνθεσης του Εφετείου.  Είναι η θέση του πως η διατυπωθείσα παραβίαση επεκτείνεται σε ότι επακολούθησε και εισηγείται πως η «κρίση του ΕΔΑΔ ότι η απόφαση του Εφετείου έπασχε ως παραβίαση της δίκαιης δίκης, προφανώς επέφερε τη δεσμευτική και προφανή πρόσθετη συνέπεια να πρέπει να αποκατασταθεί η νομιμότητα με το να μη θεωρηθεί υπάρχουσα η απόφαση στην ΠΕ 297/08» δηλαδή απαιτείτο αποκατάσταση με επαναφορά της διαδικασίας στο στάδιο που υπήρχε η πρωτόδικη απόφαση στην αγωγή αρ. 3775/06 πριν από την Πολιτική Έφεση και την «μεροληπτική» όπως τη χαρακτηρίζει απόφαση της.

Εισηγείται περαιτέρω ο συνήγορος πως η επιβεβλημένη συμμόρφωση προς τη διαπίστωση της απόφασης του ΕΔΑΔ ότι υπάρχει παραβίαση του άρθρου 6(1) της Σύμβασης, καθιστά ανίσχυρη και άκυρη την οποιαδήποτε διαδικασία έχει ακολουθήσει την απόφαση του Εφετείου.

 

Τούτο γιατί η Κυπριακή Δημοκρατία με το Νόμο 39/1962 κύρωσε την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) προσδίδοντας σε αυτήν κατά τις ανωτέρω συνταγματικές πρόνοιες αυξημένη τυπική ισχύ έναντι του εθνικού νόμου.

 

Αντιθέτως, ο συνήγορος του εφεσίβλητου υποστηρίζει πως η παρούσα πολιτική έφεση θα πρέπει να περιοριστεί μόνο στο ύψος των αποζημιώσεων και να μην ασχοληθεί με οποιοδήποτε άλλο ζήτημα, όπως η απόφαση του Εφετείου διέταξε.  Συνεπώς είναι η εισήγηση του, ότι η απόφαση του ΕΔΑΔ ουδεμία σχέση έχει με το αντικείμενο της παρούσας έφεσης και δεν μπορεί να επηρεάσει την παρούσα διαδικασία.  Υπέδειξε επίσης πως το ΕΔΑΔ ουδέποτε ακύρωσε την απόφαση που είχε εκδοθεί υπέρ του εφεσίβλητου.

 

Τονίζει επίσης το γεγονός πως ο εφεσείων εκτός της αξίωσης του για τη σύνθεση του Εφετείου προέβαλε και αξιώσεις σε σχέση με: (α) την ελευθερία του λόγου και (β) ότι οι δηλώσεις του δεν ήσαν δυσφημιστικές αλλά δίκαιο σχόλιο, οι οποίες όμως απορρίφθηκαν από το ΕΔΑΔ.

 

Με το υπόμνημα το οποίο καταχωρήθηκε εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, αφού γίνεται αναφορά στα γεγονότα, υποδεικνύεται πως το ΕΔΑΔ, αναφορικά με τον ισχυρισμό για παραβίαση του δικαιώματος της δίκαιης δίκης, προσέγγισε το θέμα από τη σκοπιά της αντικειμενικής αμεροληψίας (the case will be examined only from the standpoint of the objective impartiality test, παράγραφος 60 της απόφασης).  Αυτό, γιατί παρατήρησε ότι δεν υπήρξε οτιδήποτε που να υποδηλοί πραγματική προκατάληψη (nothing in the present case indicated any actual prejudice or bias on the part of Judge G.C., παράγραφος 59 της απόφασης).

 

Έχουμε ακούσει με ιδιαίτερη προσοχή τους ευπαιδεύτους συνηγόρους, τους οποίους και ευχαριστούμε για τη βοήθεια τους.

 

Η Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η οποία εισήχθηκε στην Κυπριακή έννομη τάξη με το Νόμο 39/62, με αυξημένη ισχύ έναντι του Συντάγματος και των Νόμων, προνόησε για την ίδρυση Δικαστηρίου, του οποίου η αρμοδιότητα είναι να προβαίνει σε ευρήματα παραβίασης των δικαιωμάτων που καλύπτει η Σύμβαση.

 

Τα συμβαλλόμενα κράτη μέλη σύμφωνα με τα Άρθρα 46(1) και 53 αυτής «αναλαμβάνουν την υποχρέωση να συμμορφώνονται προς τις οριστικές αποφάσεις του Δικαστηρίου επί των διαφορών στις οποίες είναι διάδικοι».

 

Η Σύμβαση έχει δημιουργήσει  επίσης ένα μηχανισμό εποπτείας των αποφάσεων του ΕΔΑΔ υπό την ευθύνη της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης [(Άρθρο 46(2)].

 

Είναι γνωστό και αποδεκτό από τους συνηγόρους των διαδίκων ότι το ΕΔΑΔ δεν λειτουργεί ως τρίτου βαθμού Δικαστήριο.

 

Όπως τονίστηκε στην ίδια τη νομολογία του ΕΔΑΔ οι αποφάσεις του είναι δηλωτικές (declaratory) και επαφίεται πρωτίστως στο κράτος μέλος να επιλέξει τα μέσα που θα χρησιμοποιηθούν προς εκπλήρωση των υποχρεώσεων του, ως το άρθρο 46 προνοεί, υπό την προϋπόθεση ότι τα μέσα αυτά είναι συμβατά με τα συμπεράσματα τα οποία καταγράφονται στην απόφαση του (Egmar v. Cyprus (no. 2) no. 12214/2007 ημερ. 18/9/12 παρ. 28, Ilgar Mammador v. Azerbaijan (GC) αρ. αιτ. 15172/13  απόφαση ημερ. 29/5/2019, παρ. 148 και 153).

 

Στην τελευταία απόφαση Mammador (ανωτέρω) τονίστηκε η δεσμευτικότητα των αποφάσεων του ΕΔΑΔ δυνάμει του Άρθρου 46 και η σημασία της αποτελεσματικής εκτέλεσης τους με καλή πίστη και με τρόπο που είναι συμβατός με τα «συμπεράσματα και το πνεύμα» των σχετικών αποφάσεων (παρ. 149).  Η ανωτέρω απόφαση καυτηριάζει το γεγονός πως ενώ το 2014 το ΕΔΑΔ είχε αποφασίσει την άνευ όρων αποφυλάκιση του αιτητή, ωστόσο αυτή πραγματοποιήθηκε το έτος 2018 και μάλιστα «με όρους».  Γι' αυτό το Δικαστήριο έκρινε ότι το Αζερμπαϊζάν δεν ενήργησε με καλή πίστη ούτε κατά τρόπο που να ήταν  σύμφωνος με τα συμπεράσματα και το πνεύμα της απόφασης.

 

Σύμφωνα με το σύγγραμμα «Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου», ερμηνεία κατ' άρθρο, του Λ.Α. Σισιλιανού, Νομική Βιβλιοθήκη, 2017, σελ. 745, το ΕΔΑΔ έχει κρίνει ότι μια απόφαση του που καταλήγει στη διαπίστωση παράβασης:

 

«. επιβάλλει στο καθ' ου κράτος τη νομική υποχρέωση όχι απλώς να καταβάλει στους δικαιούχους το ποσό που επιδικάστηκε ως δίκαιη αποζημίωση αλλά επίσης να επιλέξει υπό την επιτήρηση της Επιτροπής Υπουργών τα γενικά ή/και ειδικά μέτρα, όπου κρίνεται κατάλληλο, που θα πρέπει να υιοθετηθούν στην εθνική έννομη τάξη, ώστε να τερματισθεί η διαπιστωθείσα παραβίαση και να επανορθωθούν στο μέτρο του δυνατού οι επιδράσεις .»

(Βλ. υπόθεση Scozzari και Guinta k. Ιταλίας, 13.7.2020 παρ. 249).

 

Τα μέτρα συμμόρφωσης τα οποία πρέπει να λαμβάνονται από τα κράτη μέλη και τα οποία εποπτεύονται από την Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης αποτελούνται από (α) την καταβολή της επιδικασθείσας αποζημίωσης και (β) αν απαιτείται (if required) (1) λαμβάνονται ατομικά μέτρα διασφαλίζοντας ότι η παραβίαση έχει τερματιστεί και ότι ο αιτητής τέθηκε στο μέτρο του δυνατού, στην ίδια κατάσταση την οποία θα απολάμβανε πριν από την παραβίαση της ΕΣΔΑ και (2) έχουν υιοθετηθεί γενικά μέτρα αποτρέποντας νέες παραβιάσεις παρόμοιες με εκείνες που καταγράφηκαν από το ΕΔΑΔ στη συγκεκριμένη υπόθεση και τερματίζοντας συνεχόμενες  παραβιάσεις.

 

Αναφορικά με γενικά μέτρα συμμόρφωσης, αυτά περιλαμβάνουν συνήθως τροποποίηση νομοθεσίας, η αναθεώρηση νομολογίας, όπως έγινε μετά την έκδοση απόφασης στην Onoufriou v. Cyprus (αρ. Αιτ. 24407/04), με την τροποποίηση του περί Φυλακών Νόμου, Ν. 112(1)/2018 και των περί Φυλακών (Γενικοί) Κανονισμοί, ΚΔΠ 221/2018.

 

Να σημειωθεί βέβαια, πως ήδη, το Ανώτατο Δικαστήριο έχει εκδώσει Διαδικαστικό Κανονισμό υπ' αρ. 2 ημερ. 15/2/2019, δυνάμει του οποίου ρυθμίζονται τέτοιες περιπτώσεις, οι οποίες δημιουργούν κωλύματα και ζήτημα εξαίρεσης του Δικαστή από την εκδίκαση υπόθεσης στην οποία εμφανίζεται ως δικηγόρος μέλος «της οικογένειας του δικαστή» καθώς και δικηγόροι οι οποίοι είναι εργοδότες ή εργοδοτούμενοι ή συνέταιροι ή δικηγόροι που εργάζονται κάτω από την ίδια επαγγελματική στέγη με το δικηγόρο αυτό.

 

Σε κάποιες εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως προκύπτει από τη Σύσταση της Επιτροπής Υπουργών R/2000) 2, συστήνεται η επανεξέταση ή το επανάνοιγμα μιας υπόθεσης, ώστε να διασφαλίζεται ότι ο αιτητής θα τεθεί, όσο αυτό είναι δυνατόν, στην κατάσταση την οποία απολάμβανε πριν την παραβίαση.

 

Σύμφωνα με τους Jacobs & White, The European Convention on Human Rights, fourth edition, σελ. 497, «Η ανάγκη για ένα τέτοιο μέτρο (επανάνοιγμα) προκύπτει πρωτίστως στις ποινικές διαδικασίες, δεδομένου ότι τα προβλήματα με αστικές διαδικασίες μπορούν συχνά να αντιμετωπιστούν μέσω οικονομικής αποζημίωσης», χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν περιπτώσεις όπου η τυχόν επανεξέταση ή/και επανάνοιγμα δεν απαιτείται ή/και δεν χρειάζεται.

 

Το ερώτημα το οποίο προκύπτει είναι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, η επιτυχία του αιτητή στην ατομική προσφυγή, απαιτεί το επανάνοιγμα της υπόθεσης και δη την επιστροφή στο σημείο πριν την έκδοση της απόφασης του Εφετείου, ημερ. 24/1/2012.  Η απάντηση είναι σαφώς αρνητική.  Για τους ακόλουθους λόγους, οι οποίοι δεν επιβάλλουν ούτε επιτρέπουν την ακυρότητα κάθε επακολουθήσασας διαδικασίας.

 

Με την απόφαση του ΕΔΑΔ διαπιστώθηκε μεν ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6(1) της Σύμβασης «.that there has been a violation of Article 6(1) of the Convention" πλην όμως η διαπίστωση έγκειτο σε εύρημα παραβίασης της αντικειμενικής και όχι υποκειμενικής αμεροληψίας.  Η παραβίαση συνίστατο στο γεγονός ότι η σχέση εργοδότησης του υιού του Δικαστή GC, ο οποίος προήδρευε του Εφετείου, με τη δικηγορική εταιρεία του δικηγόρου ο οποίος εκπροσωπούσε τον αντίδικο του αιτητή, δεν αποκαλύφθηκε.  Ο αιτητής δεν γνώριζε εάν ο υιός του Δικαστή είχε οποιαδήποτε εμπλοκή στην υπόθεση ή εάν είχε οποιοδήποτε οικονομικό όφελος.  Δεν προτάθηκε αλλά ούτε και διαπιστώθηκε από το ΕΔΑΔ να υπήρξαν τέτοια διαδικαστικά λάθη, ελλείψεις ή νομικά σφάλματα τα οποία να μόλυναν τη διαδικασία.  Προσέγγισε το θέμα και το εξέτασε από τη σκοπιά της αντικειμενικής αμεροληψίας (the case will be examine only from the stardpoint of the objective impartiality text, παρ. 60) καθώς παρατήρησε ότι δεν υπήρξε οτιδήποτε που να υποδηλοί ότι υπήρξε πραγματική προκατάληψη (nothing in the present case indicated only actual prejudice or bias actual on the part of Judge G.C. παρ. 59).

 

Συνέκρινε δε την παρούσα περίπτωση με την Nicholas v. Cyprus (αρ. αιτ. 63246/10) όπου και εκεί η σχέση εργοδότησης τέκνου ενός εκ των Δικαστών στο γραφείο του δικηγόρου που εκπροσωπούσε τον αντίδικο δεν αποκαλύφθηκε. 

 

Για την φαινόμενη αντικειμενική αμεροληψία, το ΕΔΑΔ επεδίκασε αποζημιώσεις στον αιτητή, οι οποίες και κατεβληθηκαν από την Κυπριακή Δημοκρατία.

 

Ιδιαίτερης σημασίας είναι το γεγονός ότι το ΕΔΑΔ δεν αποδέχθηκε ισχυρισμό του αιτητή για παραβίαση του δικαιώματος ελεύθερης έκφρασης και ο αιτητής απέσυρε την υπεράσπιση του έντιμου σχολίου κατά την εκδίκαση της πολιτικής έφεσης αρ. 297/2008.  Το ΕΔΑΔ προβαίνει σε ιδιαίτερη αναφορά για την υπαναχώρηση αυτή του αιτητή και παραθέτει αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά της διαδικασίας (παρ. 11) και το σχολιάζει εκ νέου στην παρ. 77 της απόφασης του ως ενισχυτικό της απόρριψης της αξίωσης του για παραβίαση του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης.  Ενδεικτική είναι η επισήμανση του ΕΔΑΔ πως ο αιτητής, καμιά εξήγηση έδωσε για την απόσυρση της υπεράσπισης του αυτής, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη ότι το επιχείρημα του ήταν πως η επίδικη δήλωση έγινε στα πλαίσια πολιτικής συζήτησης δημοσίου ενδιαφέροντος.

Συνεπώς, κατέληξε, το μόνο θέμα που είχε να εξετάσει το Εφετείο ήταν, αν το περιεχόμενο της δήλωσης, ήταν δυσφημιστικό.

 

Έχοντας τα ανωτέρω υπόψη, θεωρούμε πως η απόφαση του ΕΔΑΔ δεν αντικρούει αλλά συμπλέει, κατά τα λοιπά με την απόφαση του Εφετείου.

 

Κρίνεται πως ο αιτητής δεν έχει υποστεί τέτοια παραβίαση η οποία να μην είναι επιδεκτική αποζημίωσης και να μην εξαντλείται με αυτή, ούτε έχει υποστεί, ως η περίπτωση ποινικών υποθέσεων, στέρηση της ατομικής του ελευθερίας η αποκατάσταση της οποία δεν ικανοποιείται με χρηματική αποζημίωση.  Αντίθετα, έχει κριθεί πως δεν υπήρξε υποκειμενική αμεροληψία εναντίον του και δεν παραβιάστηκε το δικαίωμα έκφρασης του. 

 

Δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε, ότι αποδοχή της αίτησης, θα στερούσε από τον εφεσίβλητο, το δικαίωμα να ακουστεί, αφού κατά  την εκδίκαση της ατομικής προσφυγής δεν ήταν διάδικο μέρος και δεν πρόσφερε στον εκδοχή του, ενώ έχει αποκτήσει με καλή πίστη το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και την ισχύ του δεδικασμένου.  Έννοιες οι οποίες αν και όχι απόλυτες, δικαιολογούν απόκλιση όταν είναι απαραίτητο και επιτακτικό για θεραπεία θεμελιωδών ελαττωμάτων ή επανόρθωση δικαστικής πλάνης, που δεν ισχύει εν προκειμένω.  Στην Gudmundur Andri Astradsson v. Iceland (GC) Application no. 26374/18 ημερ. 1/12/2020, παρ. 238, λέχθηκαν:

 

"...According to the Court's settled case-law, while the requirements of the principle of legal certainty, and the force of res judica0ta, are not absolute (see, for an example in the criminal-law sphere, Moreira Ferreira v. Portugal (no. 2) (GC), no. 19867/12 & 62, 11 July 2017), a departure from that principle is justified only when made necessary by circumstances of a substantial and compelling character, such as the correction of fundamental defects or a miscarriage of justice (see, for instance, Ryabykh v. Russia, no. 52854/99, & 52, ECHR 2003-IX, and 000 Link Oil SPB v. Russia (dec.), no. 42600/05, 25 June 2009)."

 

Ενόψει του καινοφανούς ζητήματος που ετέθη ενώπιον μας προς επίλυση, θεωρούμε δίκαιο, κάθε διάδικος να επιβαρυνθεί τα έξοδα του. 

 

Α. Λιάτσος, Δ.

 

Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

 

Δ. Σωκράτους, Δ.

 

/Κας

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο