ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Σάντης, Νικόλας Ηλ. Στεφάνου μαζί με Γ. Νεάρχου, για Αιτητές. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-11-01 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ amp;amp; ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε. κ.α., Πολιτική Αίτηση Αρ. 186/21, 1/11/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:D491

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 186/21)

 

1 Νοεμβρίου, 2021

 

[ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στής]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ 1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε., 2. ΧΧΧ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ, 3. ΧΧΧ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ, 4. ΧΧΧ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ, 5. ΧΧΧ ΣΥΜΙΛΛΙΔΗ ΚΑΙ 6. ΧΧΧ ΘΕΟΔΩΡΟΥ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ/Η PROHIBITION

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 30/07/2021

--------------------

 

Ηλ. Στεφάνου μαζί με Γ. Νεάρχου, για Αιτητές.

Π. Ευθυβούλου-Ευθυμίου (κα), Aνώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, μαζί με Θ. Παπακυριακού (κα), Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

        ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Την 10.9.21 χορηγήθηκε άδεια στους Αιτητές - με τους Αιτητές 1 να είναι (φερόμενα) δικηγορική εταιρεία δεόντως εγγεγραμμένη στον Έφορο Εταιρειών και στο Μητρώο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, τους Αιτητές 2, 3 και 4 να παρουσιάζονται ως δικηγόροι και μέτοχοι και διευθυντές των Αιτητών 1, την Αιτήτρια 5 ως δικηγόρο εργοδοτούμενη από τους Αιτητές 1 και την Αιτήτρια 6 ως δικηγορική υπάλληλο των Αιτητών 1 (Γραμματειακό Προσωπικό) - για να καταχωρίσουν την παρούσα διά κλήσεως αίτηση ημερομηνίας 15.9.21 («η Αίτηση»), προς έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari με σκοπό την ακύρωση εντάλματος έρευνας που εκδόθηκε σε σχέση προς τους Αιτητές την 30.9.21 («το Ένταλμα Έρευνας») από Επαρχιακό Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας («το Κατώτερο Δικαστήριο»).

 

        Για καλύτερη κατανόηση των επίδικων θεμάτων στην παρούσα Αίτηση, κρίνεται πρόσφορη η αναφορά, σε αυτό το στάδιο, ότι η ένορκη δήλωση (έκτασης 44 σελίδων) που συνόδευσε το αίτημα της Αστυνομίας για την έκδοση του Εντάλματος Έρευνας ο όρκος»), αναφέρει στο αφορών Τεκμήριο 2 τα εξής (με την περικοπή να μεταφέρεται αυτούσια όπως και όλες οι υπόλοιπες στο ανά χείρας κείμενο):

 

«.............................................................................................................................12.Ενόψει των πιο πάνω και για συμπλήρωση των αστυνομικών εξετάσεων, αιτούμαι από το σεβαστό σας Δικαστήριο την έκδοση εντάλματος έρευνας στο Δικηγορικό Γραφείου Ανδρέας Δημητριάδης & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε., με αριθμό συνεταιρισμού ., που βρίσκεται στη ..., Πάφο, του οποίοι συνέταιροι είναι ο . Δημητριάδης Δ.Τ. xxx5 . Δημητριάδης Δ.Τ. xxx7 και . Δημητριάδης Δ.Τ.xxx2, για εξαγωγή των ηλεκτρονικών δεδομένων και ηλεκτρονικών ταχυδρομείων που υπάρχουν σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές, σέρβερ, σε διαδικτυακό αποθήκευσης ηλεκτρονικών δεδομένων της εταιρείας Microsoft που χρησιμοποιείται για το σκοπό αυτό, τα οποία σχετίζονται με την παρούσα υπόθεση όσον αφορά τους πιο κάτω επενδυτές/συζύγους και παιδιά:

....................................................................................

Καθώς και των πιο κάτω εταιρειών:

......................................

και για τα οποία υπάρχει εύλογη υποψία να πιστεύεται ότι θα παράσχουν μαρτυρία για απόδειξη των προαναφερόμενων αδικημάτων. Σημειώνεται ότι τα ηλεκτρονικά δεδομένα και δεδομένα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που θα παραληφθούν από την αστυνομία, θα μεταφερθούν στο δικανικό εργαστήριο ηλεκτρονικών δεδομένων της Αστυνομίας για να τύχουν δικανικής ανάλυσης.

 

Η έκδοση του Εντάλματος Έρευνας είναι ευλόγως αναγκαία προς αποφυγή καταστροφής των τεκμηρίων που αναζητούνται και παράλληλα η αναζήτηση και παραλαβή τους από την Αστυνομία με βάση του Ενταλμάτων Έρευνας είναι απόλυτα αναγκαία και ανάλογη καθότι υπάρχει εύλογη υποψία να πιστεύεται ότι θα παράσχουν μαρτυρία για απόδειξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων. Σε περίπτωση μη έκδοσης του αιτούμενου Εντάλματος Έρευνας, ο κίνδυνος απόκρυψης ή/και καταστροφής των τεκμηρίων από τους υπόπτους είναι ορατός, με αποτέλεσμα την μη αποτελεσματική διερεύνηση της παρούσας υπόθεσης, λαμβάνοντας υπόψη ότι τα δεδομένα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, διατηρούνται σε διαδικτυακό χώρο αποθήκευσης της εταιρείας Microsoft, και υπάρχει η δυνατότητα πρόσβασης στο διαδικτυακό χώρο αποθήκευσης από οπουδήποτε που παρέχεται σύνδεση στο διαδίκτυο, χωρίς ωστόσο να μπορεί να εντοπιστεί τόσο για την πρόσβαση όσο και για τη διαγραφή ή και καταστροφή των ηλεκτρονικών δεδομένων.

        ........................................».

 

 

        Το Κατώτερο Δικαστήριο, εκδίδοντας το Ένταλμα Έρευνας, κατέγραψε και αυτά ως μέρος της αιτιολογίας του:

 

«.....................................Με βάση το περιεχόμενο του όρκου το οποίο έχω μελετήσει προσεκτικά κρίνω ότι υπάρχουν εύλογες υπόνοιες που δικαιολογούν την έκδοση του εντάλματος και ως εκ τούτου:

Έχω ικανοποιηθεί λογικά για την ύπαρξη ανάγκης έκδοσης του παρόντος εντάλματος.

Η έρευνα να περιοριστεί μόνο στην εξαγωγή υλικού σε σχέση με τις υπό αναφορά εταιρείες και πρόσωπα και να ληφθούν όλα τα αναγκαία μέτρα προστασίας προσωπικών δεδομένων πελατών του διερευνώμενου δικηγορικού γραφείου.

                                                                               Υπ. xxx EΔ

.....................................».

 

        Η Αίτηση συνοδεύεται από Ένορκη Δήλωση ημερομηνίας 15.9.21 με ομνύοντα τον Αιτητή 3 υπό την προσωπική του ιδιότητα και ως δεόντως εξουσιοδοτημένου από τους υπόλοιπους Αιτητέςη Ένορκη Δήλωση Αίτησης») και από την Έκθεση Γεγονότων «. που συνόδευσε αίτηση για άδεια στην Αίτηση Αρ. 173/2021» («η έκθεση Γεγονότων»), όπου και περιγράφονται οι λόγοι επί των οποίων βασίζεται το αίτημα.

 

        Οι θέσεις των Αιτητών, ως καταγράφονται στην Ένορκη Δήλωση Αίτησης και στην Έκθεση Γεγονότων, συνοψίζονται στο ότι το Ένταλμα Έρευνας εξουσιοδοτούσε την Αστυνομία να εισέλθει στα γραφεία της δικηγορικής εταιρείας (Αιτητών 1) με σκοπό την πρόσβαση και εξαγωγή ηλεκτρονικών δεδομένων και ηλεκτρονικών ταχυδρομείων σχετικών προς όλους τους Αιτητές, κατονομαζόμενους πελάτες των Αιτητών 1, ως και τρίτων προσώπων, κι όλα αυτά κατά του Περί Προστασίας του Απόρρητου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόμου 92(1)/96 ο Ν92(Ι)/96»). Αυτοί οι χειρισμοί - λανθασμένοι ως ήταν (και ένεκα του ότι μόνον δύο εκ των δώδεκα αδικημάτων που διερευνούνταν θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την πρόσβαση) - συγκροτούν συνάμα και παραβίαση των Άρθρων 15, 17 και 19 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας το Σύνταγμα») που προστατεύουν (αντιστοίχως), το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής, του απορρήτου της επικοινωνίας, και της έκφρασης. Προϊόν αυτού είναι και το ότι το Ένταλμα Έρευνας εκδόθηκε καθ' υπέρβασιν δικαιοδοσίας και κατά εμφανές νομικό σφάλμα στα «. Πρακτικά .». Περαιτέρω, υπέρβαση δικαιοδοσίας εντοπίζεται και στο ότι το Ένταλμα Έρευνας, αφορά σε αδικήματα που διαπράχθηκαν μεταξύ 2011 και 2021. Μέχρι την τροποποίηση του Ν92(Ι)/96 διά του Ν216(Ι)/15 (που τέθηκε σε ισχύ την 31.12.15), ο όρος περιεχόμενο περιελάβανε «. οποιαδήποτε πληροφορία αναφορικά με την ταυτότητα των ατόμων που συνδιαλέγονται ή συμμετέχουν στην επικοινωνία ή την ύπαρξη, ουσία, σκοπό ή έννοια ή σημασία της επικοινωνίας αυτής και περιλαμβάνει τους αριθμούς κλήσεων, όταν πρόκειται για τηλεπικοινωνία .». Τούτο, ξέφευγε από τη δικαιοδοσία του Κατώτερου Δικαστηρίου. Εκτός αυτού, η πρόσβαση των ανακριτών στην ηλεκτρονική και άλλη επικοινωνία των Αιτητών - και εκείνης των υπαλλήλων των Αιτητών 1 (σε ό,τι αφορά σε κατ' ισχυρισμόν αδικήματα που τελέστηκαν πριν από τη συζητούμενη νομοθετική τροποποίηση) - συνιστά πρόσβαση στο περιεχόμενο επικοινωνίας, κάτι που, και αυτό, καθιστά το Ένταλμα Έρευνας ως εκδοθέν πέραν της δικαιοδοσίας του Κατώτερου Δικαστηρίου αλλά και κατά προφανή νομική πλάνη. Επί παρόμοιας βάσης, το Ένταλμα Έρευνας εκδόθηκε καθ' υπέρβασιν δικαιοδοσίας αφού παραβιάζει και το απόρρητο της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρου και πελάτη μια που εξουσιοδοτούσε πρόσβαση-εξαγωγή επικοινωνίας των Αιτητών με πελάτες τους αντιθέτως προς το Άρθρο 30 του Συντάγματος και ό,τι αυτό είναι που διασφαλίζει (δίκαιη δίκη). Οι Αιτητές προτάσσουν επίσης πως καμιά αναφορά στον όρκο δεν θα μπορούσε να διαπλάσει εύλογη υπόνοια ως προς το ότι διέπραξαν ή συνέτειναν στη διάπραξη αδικημάτων κατά τα Άρθρα 2, 3, 7 και 8 της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για Ποινικοποίηση της Διαφθοράς Νόμου 23(ΙΙΙ)/00, αλλά και με βάση τον Περί Πρόληψης Διαφθοράς Νόμο, Κεφ.161. Προσθέτως, δεδομένης της ρητής και σαφούς πρόθεσης της Αστυνομίας να λάβει τεκμήρια που σχετίζονταν με ιδιωτική επικοινωνία, το αίτημα για την έκδοση του Εντάλματος Έρευνας θα έπρεπε να είχε υποβληθεί βάσει του Ν92(Ι)/96 και όχι του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155 το Κεφ.155»). Το Ένταλμα Έρευνας ήταν επίσης γενικό και αόριστο, με συνεπόμενο να δώσει δικαίωμα στους ανακριτές να παραλάβουν και να έχουν πρόσβαση στα προσωπικά δεδομένα όλων των πελατών των Αιτητών 1 τα οποία φυλάσσονται ηλεκτρονικώς στον εξυπηρετητή (server) του δικηγορικού γραφείου και αφορούν σε δεδομένα δικαστικών και εξωδικαστηριακών υποθέσεων άλλων πελατών που δεν σχετίζονται με την υπόθεση. Πέραν αυτών, το Ένταλμα Έρευνας εκδόθηκε κατά παράβασιν του Άρθρου 27, Κεφ.155, αφού δεν ικανοποιούνταν οι εκεί τιθέμενες προϋποθέσεις, πέραν του ότι εντοπίζεται και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας επειδή στον όρκο, τα περί δημιουργίας εύλογης υποψίας για εμπλοκή των Αιτητών αφορούν σε περιορισμένο αριθμό πελατών των Αιτητών 1. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει σύνδεση μεταξύ των περιεχόμενων στον όρκο και του ενδεχόμενου διάπραξης των υπό εξέτασιν αδικημάτων για τις υπόλοιπες πολιτογραφήσεις στις οποίες, υποτιθέμενα, είχαν ανάμειξη οι Αιτητές. Η Αστυνομία δεν αιτήθηκε την έκδοση του Εντάλματος Έρευνας με καθαρά χέρια διότι πριν από την έκδοση του είχαν εκδοθεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας δύο άλλα συναφή εντάλματα έρευνας εναντίον των Αιτητών 1-4 όπου αναφέρονταν καθορισμένοι όροι και περιορισμοί. Συνεπώς, με το Ένταλμα Έρευνας, η Αστυνομία εξουδετέρωσε τους ουσιαστικούς περιορισμούς που έθεσε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στα πρότερα εντάλματα έρευνας, ενεργώντας έτσι παραπλανητικά και αντίθετα προς την αρχή της πλήρους αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων. Για αυτούς τους λόγους, οι Αιτητές (ελλείψει άλλου ένδικου μέσου προσβολής του Εντάλματος Έρευνας), ζητούν, τελικώς, την έκδοση του επιζητούμενου διατάγματος στην Αίτηση.

 

        Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας («ο Καθ' ου η Αίτηση»), ενίσταται στην Αίτηση, υποστηρίζοντας πως το Κατώτερο Δικαστήριο ενέκρινε το αίτημα της Αστυνομίας και εξέδωσε το Ένταλμα Έρευνας ενεργώντας εντός της δικαιοδοσίας του, για συγκεκριμένους και καλυπτόμενους (από τα Άρθρα 27 και 28, Κεφ.155) λόγους και όχι με επίκληση τον Ν92(Ι)/96, ότι το Κατώτερο Δικαστήριο λειτούργησε εντός των εξουσιών του έχοντας ικανοποιηθεί σχετικώς, στη βάση των απαραίτητων προαπαιτούμενων και μαρτυρίας, περιορίζοντας μάλιστα ρητώς τις ανακριτικές αρχές στην εξαγωγή υλικού αναφορικώς προς εταιρείες και πρόσωπα στον όρκο, με τρόπο καθόλου συγκρουόμενο με νομικά ζητήματα προνομιούχων πληροφοριών ή και απορρήτου δικηγόρου-πελάτη, και πως τα όσα αφορούν στην εκτέλεση του Εντάλματος Έρευνας, δεν ενδιαφέρουν στο παρόν στάδιο, αφού «. δεν εμπίπτουν στα πλαίσια του ελέγχου κατά την διαδικασία εξέτασης έκδοσης ή μη προνομιακού διατάγματος, και αφορούν στην ουσία της υπόθεσης, εάν και εφόσον αχθεί ενώπιον ποινικού Δικαστηρίου». Επιπροσθέτως - ως εξάγεται από την Ένσταση ημερομηνίας 27.9.21 («η Ένσταση») και την Ένορκη Δήλωση ίδιας ημερομηνίας που τη συνοδεύει («η Ένορκη Δήλωση Ένστασης») - δεν υπήρξε οποιαδήποτε απόκρυψη γεγονότων στον όρκο και όσα τέθηκαν ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου δικαιολογούσαν την έκδοση του Εντάλματος Έρευνας.

 

        Εκτίμησα το σύνολο των όσων τέθηκαν στην Αίτηση, στην Ένσταση, στις κατατεθείσες ένορκες δηλώσεις, στην Έκθεση Γεγονότων, καθώς και τα τεκμήρια και τις ικανές αγορεύσεις των ευπαίδευτων δικηγόρων.

 

        Πρώτα, οι αρχές που διέπουν τα περί της έκδοσης του επίδικου διατάγματος.

 

        Στην απόφαση με την οποία δόθηκε άδεια για την καταχώριση της Αίτησης (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση των Ανδρέας Δημητριάδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε. και Άλλων, Πολ. Αιτ. 173/21, ημ. 10.9.21, ECLI:CY:AD:2021:D392), παρατέθηκαν και τα ακόλουθα:

«..........................................................................................

Οι αρχές που διέπουν τα περί της ζητούμενης θεραπείας (αλλά και της επί τούτω δικαστικής μεθοδολογίας απόφανσης), απογράφονται σε πληθώρα νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Επιλέγω, σε αυτό το στάδιο, να αναφερθώ στην Αναφορικά με την Αίτηση του Σιακόλα και Άλλου, ΠΕ 7/20, ημ. 7.6.21, ECLI:CY:AD:2021:A239, όπου ειπώθηκαν και αυτά από την Ολομέλεια:

«Υπάρχει, ως παρατηρούμε, κάποια αλληλοεπικάλυψη μεταξύ των πρώτων δύο λόγων έφεσης (ιδιαίτερα στην αιτιολογία που τους συνοδεύει). Μια από τις κοινές αυτές συνισταμένες (στη βασική της μορφή), άπτεται των αρχών που περιστοιχίζουν τη γενικότερη εξουσία του Δικαστηρίου να επιλαμβάνεται και αποφασίζει επί αιτημάτων για προνομιακά εντάλματα certiorari (προπαντός σε ό,τι αφορά στους προϋποθετικούς όρους έκδοσης τους).

Ως εκ τούτου, επιλέγουμε να υπενθυμίσουμε σε αυτό το στάδιο - και προτού αναλύσουμε εξειδικευμένως τους λόγους έφεσης 1 και 2 - το εφαρμοζόμενο πεδίο αρχών εντός του οποίου λειτούργησε το Πρωτόδικο Δικαστήριο (ως συνάγεται και από την απόφαση του), διότι με αυτό τον τρόπο θα καταστεί, ίσως, πιο καθαρή η υπό αναφοράν διασύνδεση πτυχών που συναπαρτίζουν τους λόγους έφεσης 1 και 2.

Το πράττουμε αμέσως δίχως να χρειάζεται να πούμε τίποτε περισσότερο (για ό,τι προς το παρόν ενδιαφέρει) από τα όσα συνόψισε το Ανώτατο Δικαστήριο (υπό Πενταμελή Σύνθεση) στην Αναφορικά με την Bank of Cyprus Public Company Ltd, ΠΕ 12/21, ημ. 6.4.21:

«....................................

Η χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για certiorari ανάγεται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου, η οποία ασκείται μεν δικαστικά αλλά με πολλή φειδώ. Χορηγείται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» και/ή «συζητήσιμη υπόθεση» Αν όμως στον αιτητή προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, τότε ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα, περιθώρια για επιτυχία της αίτησης δεν υπάρχουν, εκτός και αν ο αιτητής ικανοποιήσει για την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων.

 

Η διαδικασία για την έκδοση εντάλματος certiorari δεν έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης, η οποία ελέγχεται στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αλλά της νομιμότητας της απόφασης (βλ. Μιτέλλα, Πολιτική Έφεση Αρ. 43/2019, ημερομηνίας 2/4/2019 και Αυγουστή, Πολιτική Έφεση Αρ.133/2019, ημερομηνίας 12/2/2020), ECLI:CY:AD:2020:A56.

 

Περαιτέρω πρέπει να σημειωθεί ότι η δικαιοδοσία έκδοσης προνομιακού εντάλματος τύπου certiorari δεν αποτελεί εποπτικό μέσο και ούτε παρέχεται η δυνατότητα εξέτασης του κατά πόσο to πρωτόδικο Δικαστήριο αντιλήφθηκε ορθά ή όχι ένα νομικό ζήτημα. Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για χορήγηση άδειας για certiorari ασκείται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις για συγκεκριμένους λόγους (βλ. Ανδρέου Πολιτική Έφεση Αρ. 348/2015, ημερομηνίας 9/6/2017, ECLI:CY:AD:2017:A216 και Πετρίδου Πολιτική Έφεση Αρ. 133/2019, ημερομηνίας 12/2/2020), ECLI:CY:AD:2020:A56.

 

Το νοηματικό εύρος των εννοιών «συζητήσιμη υπόθεση» και «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» οριοθετήθηκε στην υπόθεση In Re Kakos (ανωτέρω) με αναφορά στη Sidnell v. Wilson and Others (1966) 1 All Ε.R 681, στην οποίαν μας παρέπεμψε ο εκ των δικηγόρων της εφεσείουσας κ. Πολυβίου, εισηγούμενος ότι απλά σε διαδικασία παροχής άδειας για προνομιακό ένταλμα το επίπεδο απόδειξης ύπαρξης συζητήσιμης υπόθεσης είναι χαμηλό, αρκεί ο Δικαστής να ικανοποιηθεί ότι ο Αιτητής παρουσιάζει ένα θέμα που κεντρίζει την προσοχή του.

 

Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από τη σελίδα 686 της πιο πάνω Αγγλικής υπόθεσης:

 

"I agree with my brethren that the Court must be satisfied that there is material on which, if it were accepted as accurate, an arguable case can be put forward that the conditions set out in the subsection are fulfilled. I use the expression 'arguable case' rather than the expression 'prima facie case', because the difficulty of the latter expression seems to me to be that it invites an enquiry at the hearing of the application itself into evidence contradicting what in the first in- stance is a prima facie case and therefore would lead to a complete trial of the action or is capable of leading to a complete trial of the action on, the application for leave. It is sufficient that the landlord should show that there is a bona fide arguable case that the conditions or one or other of them set out in the paragraphs of the subsection are fulfilled, and that if he does that, it is no function of the county Court Judge on the application for leave to go into the merits of the matter and hear rebutting evidence, as if the trial were taking place then"».

.........................................................................».

       

        Με αυτά ως αυτοϋπενθύμιση, προχωρώ στην ουσία της Αίτησης.

 

        Έγινε αρκετός λόγος από τους Αιτητές για το ότι το Ένταλμα Έρευνας, στην έκταση που εξουσιοδοτεί πρόσβαση και εξαγωγή ηλεκτρονικής επικοινωνίας ή και αλληλογραφίας, εκδόθηκε ενάντια στην κείμενη νομοθεσία «.και καθ' υπέρβαση της εξουσίας του Επαρχιακού Δικαστή, αφού εξουσία έκδοσης τέτοιου εντάλματος έχει είτε Πρόεδρος είτε Ανώτερος Επαρχιακός Δικαστής, δυνάμει των προνοιών του Ν.92(Ι)/1996 (ο περί Προστασίας του Απόρρητου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόμος του 1996».

 

        Ως αντίλογο, ο Καθ' ου η Αίτηση - διά μιας παραστατικής περιγραφής από την κ. Ευθυβούλου-Ευθυμίου στην προφορική της αγόρευση (όπου και επεξηγούσε τις εναντιώσεις του Καθ' ου η Αίτηση επί του σημείου στην Ένσταση - είπε και αυτά:

 

        «......................................

Ούτε πρόσβαση εν τη εννοία του νόμου και το βάζω πώς το λέει ο νόμος του 1996 ούτε επεξεργασία. Τούτο θα εγίνετο με κάτι άλλο. Είναι εδώ που λέει ο συνάδελφος ότι προσφέρουμε μαρτυρία. Δεν προσφέρουμε μαρτυρία. Λέω ότι ενώπιον του επαρχιακού Δικαστή που είχε να εκδώσει τι; Ένταλμα έρευνας. Να μπουν σε ένα χώρο να εντοπίσουν και να παραλάβουν. Αν είναι σε φακέλους να παραλάβουν τους φακέλους. Αν ήταν σε ηλεκτρονική μορφή να κάνουν δικανικά αντίγραφα και να τα πάρουν στα εργαστήρια. Αν έκαναν πρόσβαση παράνομη είναι θέμα της ουσίας την ώρα που θα έρθει η δίκη αν θα δικαστούν να φέρουν ένσταση να κάνουμε δίκη εντός δίκη να δούμε τη νομιμότητα. Δεν είναι αυτό που έδωσε τη δυνατότητα ο Δικαστής του εντάλματος έρευνας να παν να κάνουν. Τους είπε να πάν να πιάσουν. Αν έκαμαν κάτι παράνομο θα το δούμε κάπου αλλού. Αυτή είναι η δική μας τοποθέτηση για τούτο.

...................................».

 

        Δεν συμφωνώ με τους Αιτητές.

 

        Από όσα τέθηκαν ενώπιον μου, προκύπτει ότι το Ένταλμα Έρευνας δεν επιδιώχθηκε να εκδοθεί για (και ούτε αφορά σε) πρόσβαση, επιθεώρηση και λήψη καταγεγραμμένου περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας κατά τις προβλέψεις του Ν92(Ι)/96, ή ακόμη και του Περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων με Σκοπό της Διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων Νόμου 183(Ι)/07 ο Ν183(Ι)/07»).

 

        Αντιθέτως, από το σύνολο των όσων περιέχονται στον όρκο και την ουσία που εκφράζεται εκεί, αλλά και από τη νομική βάση που αποτυπώνεται στον τίτλο του Εντάλματος Έρευνας (με αυτή να μην είναι άλλη από το Κεφ.155) - με την μνεία στο νομοθέτημα να μην παραπέμπει μόνον στον επιλεχθέντα τύπο του εντάλματος αλλά και στον πυρήνα όσων περιστοιχίζουν το αίτημα έκδοσης του (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Κυριάκου, Π.Ε. 45/20, ημ. 1.7.21) - το Ένταλμα Έρευνας εκδόθηκε δυνάμει του Άρθρου 27, Κεφ.155, με βλέψη την ανεύρεση, κατάσχεση και μεταφορά ενώπιον Δικαστηρίου των πραγμάτων εκείνων που αποτελούσαν το αντικείμενο του εν λόγω εντάλματος («τα πράγματα»).

 

        Το Κατώτερο Δικαστήριο, εκδίδοντας το Ένταλμα Έρευνας, ούτε παραπέμφθηκε, ούτε αναφέρθηκε, μηδέ και άφησε να εκληφθεί αντικειμενικώς (και καθ' οιονδήποτε τρόπο) πως υπήρχε στη σκέψη του προοπτική διάφορη από εκείνη που αναφυόταν ως ουσία από τον όρκο και το αίτημα της Αστυνομίας για έκδοση του Εντάλματος Έρευνας στη βάση του Άρθρου 27, Κεφ.155, μήτε και ποτέ το αίτημα της Αστυνομίας θα μπορούσε, κατά όμοια λογική, να λεχθεί ότι εδραζόταν είτε στον Ν92(Ι)/96 (είτε στον Ν183(Ι)/07), ώστε να ανακύπτει θέμα προς ανάλυση κατά τις προτάσεις των Αιτητών (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Λοϊζίδη, Π.Ε. 455/19, ημ. 8.4.21, ECLI:CY:AD:2021:A141, Αναφορικά με την Αίτηση του Moran, Π.Ε. 346/14, ημ. 31.3.16, ECLI:CY:AD:2016:A185, Αναφορικά με την Αίτηση του Κ.Μ., Πολ. Αίτ. 58/21, ημ. 20.4.21, ECLI:CY:AD:2021:D151).

 

        Κατ' ακολουθίαν, η δικαιοδοτική βάση για την έκδοση του Εντάλματος Έρευνας είναι το Άρθρο 27 του Κεφ.155 το οποίο καθορίζει πως ένταλμα έρευνας δύναται να εκδοθεί όταν ο αρμόδιος Δικαστής ικανοποιείται με ένορκη έγγραφη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται πως σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει οτιδήποτε στο οποίο, ή εν σχέσει προς το οποίο, διαπράχθηκε ποινικό αδίκημα, ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχθηκε, ή οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται πως θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος, ή οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για τον σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος. Με το ένταλμα θα πρέπει να εξουσιοδοτείται το πρόσωπο που κατονομάζεται σε αυτό, να ερευνήσει τον τόπο που ενδιαφέρει ανακριτικώς, προς ανεύρεση οποιουδήποτε τέτοιου πράγματος και να κατάσχει και μεταφέρει αυτό ενώπιον του Δικαστηρίου που έκδωσε το ένταλμα έρευνας, ή ενώπιον άλλου Δικαστηρίου, για να τύχει μεταχείρισης σύμφωνα με τον νόμο, και να προσαγάγει ενώπιον Δικαστή, τον κάτοχο της οικίας ή του τόπου όπου βρέθηκε το πράγμα, ή οποιοδήποτε πρόσωπο εντός ή πέριξ της οικίας αυτής ή του τόπου το οποίο κατέχει τέτοιο πράγμα, αν ο Δικαστής κρίνει σκόπιμο να διατάξει με αυτόν τον τρόπο στο ένταλμα.

 

        Μία ακόμη πρόσθετη επισήμανση για τα περί υπέρβασης δικαιοδοσίας.

          Οι Αιτητές (και το παρέθεσα ήδη αυτό συνοψίζοντας τις θέσεις τους πιο πάνω), λεν ότι το Κατώτερο Δικαστήριο, εκδίδοντας το Ένταλμα Έρευνας, παραβίασε συν τοις άλλοις και το απόρρητο της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρου-πελάτη.

 

        Ούτε και αυτή η θέση των Αιτητών με βρίσκει σύμφωνο.

 

        Στην Αναφορικά με την Αίτηση των Αντώνης Ανδρέου & Σία Δ.Ε.Π.Ε. και Άλλου (2015) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2560, ECLI:CY:AD:2015:D798, 2586-2587, ειπώθηκαν και τα εξής σχετικά:

 

«....................................

Τονίζεται εκ προοιμίου ότι η ιδιότητα των αιτητών ως δικηγόρων δεν αποτελεί αυτοτελώς έρεισμα για την κατάληξη του Δικαστηρίου. Η επαγγελματική αυτή ιδιότητα δεν μπορεί από την άλλη να παραμεριστεί από το όλο σκηνικό. Αντίθετα, επιτείνει την προσοχή που έπρεπε να επιδειχθεί πρωτοδίκως ιδιαιτέρως στα όλως ιδιάζοντα γεγονότα της υπόθεσης. Σαφώς και οι δικηγόροι δεν εξαιρούνται, ούτε και έχουν ασυλία από οποιαδήποτε διερεύνηση ποινικής φύσεως, αλλά θα πρέπει να υπάρχει σαφής, τεκμηριωμένη και ουσιαστική σύνδεση ενός καταλογιζομένου ή υπό διερεύνηση ποινικού αδικήματος με ενέργειες, πράξεις ή παραλείψεις δικηγόρου. Το δικηγορικό απόρρητο που είναι δεδομένο μέσα από πλειάδα αποφάσεων και σ΄ αυτό συμφωνεί και η Δημοκρατία, δεν πρέπει να τυγχάνει εύκολης παραβίασης διότι μετά καταστρατηγείται ο θεσμικός ρόλος του δικηγόρου και ιδιαιτέρως της προστασίας που πρέπει να τυγχάνουν οι εμπιστευτικές ή άλλες πληροφορίες που παρέχονται στον δικηγόρο από τον πελάτη αυτού. Είναι γι΄ αυτό το λόγο που στις υποθέσεις που παρέπεμψε ο κ. Πολυβίου, θεωρείται απαραίτητη η ένθεση στο οποιοδήποτε ένταλμα έρευνας τέτοιων ασφαλιστικών δικλείδων ώστε να αποφεύγεται η άνευ λόγου διείσδυση στο δικηγορικό απόρρητο ή να περιορίζεται αυτή η διείσδυση στο ελάχιστο δυνατό. Στο σύγγραμμα του Τ. Ηλιάδη: Δικηγορική Δεοντολογία υπάρχει στις σελ. 77-83, ανάλυση του δικηγορικού απορρήτου με αναφορά στις ιστορικές καταβολές του από το 1577 με την υπόθεση Berd v. Lovelace (1577) Cary 62. Μετέπειτα, η αρχή του απορρήτου εξετάστηκε και καθιερώθηκε στις Greenough v. Gaskell και Bolton v. Liverpool Corporation (1833) M+K 88. Στην Κύπρο, η αρχή εξετάστηκε στην Δημοκρατία ν. Alan Ford (Αρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232 και έχει περάσει και μέσα στη δικηγορική δεοντολογία με τον Κανονισμό 13 των Κανονισμών Δεοντολογίας του 2002.

.....................................».

        Όσο είναι εδώ επιτρεπτό να τύχει πραγμάτευσης η θεματική αυτή, καταγράφω πως το Κατώτερο Δικαστήριο συνεκτιμώντας αυτά που αναφέρονταν στον όρκο και έχοντας ικανοποιηθεί λογικώς για την ύπαρξη ανάγκης έκδοσης του Εντάλματος Έρευνας, έγραψε (ιδιοχείρως) ότι η έρευνα έπρεπε να περιοριστεί «. μόνο στην εξαγωγή υλικού σε σχέση με τις υπό αναφορά εταιρείες και πρόσωπα και να ληφθούν όλα τα αναγκαία μέτρα προστασίας των προσωπικών δεδομένων πελατών του διερευνώμενου δικηγορικού γραφείου».

 

        Ως εκ των ως άνω, τίποτα δεν υποδείχθηκε από τους Αιτητές που να εντάσσει την παρούσα περίπτωση σε εκείνες που θα πρέπει να προβληματίσουν προς την κατεύθυνση που εισηγήθηκαν.

 

        Τουναντίον, η διαχείριση του ζητήματος από το Κατώτερο Δικαστήριο υπήρξε, στον βαθμό που τώρα διερευνάται, δέουσα, μια και, μεταξύ άλλων, μερίμνησε με τη χειρόγραφη προσθήκη του στο Ένταλμα Έρευνας να συμπεριλάβει μια πρόσθετη ασφαλιστική δικλείδα ώστε να αποφευχθεί ως προοπτική η άνευ λόγου διείσδυση στο δικηγορικό απόρρητο ή και να περιοριστεί στο ελαχίστως απαραίτητο υπό τις περιστάσεις.

 

        Κατ' επέκτασιν όλων των πιο πάνω, οι ισχυρισμοί των Αιτητών περί υπέρβασης δικαιοδοσίας από το Κατώτερο Δικαστήριο απορρίπτονται, με την απόληξη, να συμπαρασύρει και κάθε άλλο επιχείρημα στη βάση του Ν92(Ι)/96, ή των όποιων άλλων παράπλευρων νομοθετικών και νομολογιακών παραμέτρων τους.

          Προχωρώ στα άλλα.

 

 

 

        Αναπτύχθηκε από τους Αιτητές αρκετή επιχειρηματολογία και για το ότι, κατά την άποψη τους, οι ισχυρισμοί του ανακριτή στον όρκο ήσαν ατεκμηρίωτοι και πως, εξετάζοντας κανείς αυτή τη θεματική, δεν πρέπει να συνυπολογίσει μαρτυρία που δόθηκε εκτός περιεχομένου όρκου, και δη στην Ένορκη Δήλωση Ένστασης.

 

        Έναυσμα για το παράπονο των Αιτητών αποτέλεσαν αναφορές στην παράγραφο 5 της περί ης ο λόγος ένορκης δήλωσης, πως:

 

«....................................

Στις 30/07/2021 και ώρα 2110 παρέδωσα στο Δικαστήριο τον όρκο μου Τεκμήριο 1, για έκδοση του σχετικού Εντάλματος Έρευνας. Το Δικαστήριο ζήτησε χρόνο για μελέτη του σχετικού αιτήματος. Αφού μελέτησε τον όρκο μου, την ίδια ημέρα και ώρα 2215 εξέδωσε το σχετικό Ένταλμα Έρευνας, Τεκμήριο 2.

 

Προτού εκδοθεί το υπ' αναφορά Ένταλμα Έρευνας, Τεκμήριο 2, ανέφερα στο Δικαστήριο ότι είχα στην κατοχή μου τα δύο προηγούμενα Εντάλματα Έρευνας τα οποία εκδόθηκαν για το υπό αναφορά Δικηγορικό Γραφείο στις 29/07/2021 και για τα οποία υπάρχει ρητή αναφορά στον όρκο μου και τα παρουσίασα. Ταυτόχρονα το Δικαστήριο ζήτησε, να ξεκαθαρίσω εάν το Ένταλμα Έρευνας ζητείτο αποκλειστικά για την παραλαβή τεκμηρίων και εξαγωγή ηλεκτρονικών δεδομένων και όχι για οποιαδήποτε πρόσβαση και I επεξεργασία ηλεκτρονικών δεδομένων. Τότε, διαβεβαίωσα το Δικαστήριο ότι το Ένταλμα Έρευνας είναι ΜΟΝΟ για την εξαγωγή υλικού και όχι για πρόσβαση και επεξεργασία δεδομένων. Η αναφορά μου στον όρκο (σελ.43) - Τεκμήριο 1 - «....Σημειώνεται ότι τα ηλεκτρονικά δεδομένα και δεδομένα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που θα παραληφθούν από την αστυνομία, θα μεταφερθούν στο δικανικό εργαστήριο ηλεκτρονικών δεδομένων της Αστυνομίας για να τύχουν δικανικής ανάλυσης...», όπως ανέφερα και προφορικά στο Δικαστήριο, γινόταν με στόχο να δοθεί η πραγματική εικόνα στο δικαστήριο για τις μελλοντικές εργασίες που θα γίνουν εκ μέρους της Αστυνομίας.

Περαιτέρω, ανέφερα στο Δικαστήριο ότι η Αστυνομία αφού παραλάβει τα σχετικά τεκμήρια, θα προχωρήσει στην έκδοση Διατάγματος Πρόσβασης σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας, όπως αυτό προνοείται από τον Περί Προστασίας του Απόρρητου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας, Νόμος (Ν.92(Ι)/1996) και θα εξεταστούν με βάση λέξεις κλειδιά. Έγινε ταυτόχρονη αναφορά στο γεγονός ότι αφού παραληφθούν τα τεκμήρια, θα ανοιχθούν στην παρουσία εκπροσώπων του Δικηγορικού γραφείου και του Δικηγόρου τους. Το Δικαστήριο αφού ικανοποιήθηκε, κατέγραψε στο ένταλμα την πιο κάτω αναφορά «Η έρευνα να περιοριστεί μόνο στην εξάγωνη υλικού σε σχέση με τις υπό αναφορά εταιρείες και πρόσωπα και να ληφθούν όλα τα αναγκαία μέτρα προστασίας προσωπικών δεδομένων πελατών του διερευνώμενου δικηγορικού γραφείου.» Όπως ανέφερε το Δικαστήριο, με αυτή την αναφορά, διασφαλίζει ότι η Αστυνομία θα περιοριστεί μόνο στην εξαγωγή του υλικού που θα παραλάβει. Δέον να σημειωθεί ότι όντως στις 06/08/2021, μετέβηκα στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας όπου κατόπιν Αιτήσεως μου, εξασφαλίστηκε πρόσβαση σε καταγεγραμμένο περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας, με αριθμό αίτησης 232/21, η οποία αφορούσε όλα τα τεκμήρια τα οποία είχαν παραληφθεί τόσο με το 1°, 2° αλλά και 3° εντάλματα έρευνας».

 

        Εν μέρει έχουν δίκιο οι Αιτητές.

 

        Εξηγώ.

 

        Το πλαίσιο εντός του οποίου οφείλει να κινηθεί το Δικαστήριο σε διαδικασία όπως η τρέχουσα δεν μπορεί να είναι άλλο από εκείνο που οριοθετείται από τον όρκο και όσα άλλα τυχόν αποτελούν το αίτημα και απογράφονται στο όποιο σχετικό τηρηθέν πρακτικό από το Κατώτερο Δικαστήριο, ειδάλλως η κρίση αυτή, στην κανονική πορεία των πραγμάτων, δεν μπορεί να βασιστεί σε οτιδήποτε άλλο πέραν του όρκου και του όποιου περιεχομένου βρίσκεται αποτυπωμένο στο προς έκδοσιν ένταλμα έρευνας (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση των Αντώνη Ανδρέου & Σία ΔΕΠΕ και Άλλου, Π.Ε. 348/15, ημ. 9.6.17, ECLI:CY:AD:2017:A216).

 

        Τούτα ως προς την αφορώσα αρχή δικαίου.

 

        Ωστόσο, ως προς τα υπόλοιπα και τα αφορώντα γεγονότα, πουθενά στο σώμα του Εντάλματος Έρευνας ή στον όρκο διακρίνεται οποιαδήποτε αναφορά η οποία θα μπορούσε να παράγει προβληματισμό ή αμφιβολία ως προς το τι ακριβώς είναι που συνυπολόγισε το Κατώτερο Δικαστήριο για να εκδώσει το Ένταλμα Έρευνας, εκτός εκείνων, βεβαίως, που αρμοδίως τέθηκαν ενώπιον του για αυτόν τον σκοπό (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Γεωργίου, Πολ. Αίτ. 39/19, ημ. 26.6.19).

 

        Συμπεραίνεται λοιπόν πως μοναδική σταθερά δικαστικής κρίσης στην ενεστώσα περίπτωση είναι μονάχα ο όρκος και όσα άλλα συναποτελούν το Ένταλμα Έρευνας.

 

        Το Κατώτερο Δικαστήριο δεν φαίνεται να έσφαλε - πόσω μάλλον εμφανώς - στον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε τη λήψη της σχετικής μαρτυρίας και την αποτίμηση αυτής, προτού εκδώσει το Ένταλμα Έρευνας, με τις περιστάσεις της υπόθεσης να διαφέρουν κατά πολύ από όσα οδήγησαν σε διαφορετικές δικαστικές σκέψεις στην Αναφορικά με την Αίτηση των Αντώνη Ανδρέου & Σία ΔΕΠΕ και Άλλου, Π.Ε. 348/15, ημ. 9.6.17, ECLI:CY:AD:2017:A216 (στην οποία παρέπεμψαν οι Αιτητές).

 

        Απορρίπτω και αυτές τις θέσεις των Αιτητών.

 

        Οι Αιτητές υποστηρίζουν επίσης ότι ο όρκος ήταν ανεπαρκής για να τους συμπλέξει με τα υπό διερεύνηση αδικήματα και με τα αντικείμενα που αποτελούσαν το κυρίως επιδιωκόμενο με το Ένταλμα Έρευνας. Προς επίρρωση του συλλογισμού, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Αιτητών παρέπεμψαν και στην Αναφορικά με την Αίτηση του Συνδέσμου για την Πρόληψης της Βίας στα Γήπεδα και την Προαγωγή Άλλων Κοινοφελών Σκοπών (1997) 1 Α.Α.Δ. 1014, 1022-1023, όπου αναφέρθηκε πως αποτελεί προϋπόθεση δικαιοδοτικής φύσης η ύπαρξη εύλογης αιτίας συναρτώμενης προς πράγματα (στην ανεύρεση και παραλαβή των οποίων στοχεύει το ένταλμα έρευνας), και ότι (με αναφορά στην εκείνη υπόθεση) «. το ένταλμα δεν είχε στη βάση του τέτοια εύλογη αιτία αλλά την αντίληψη πως υπήρχε εύλογη αιτία ότι διεξαγόταν "παράνομα κυβεία". Kαι εκδόθηκε ένταλμα έρευνας όχι προς ανεύρεση και παραλαβή πραγμάτων σύμφωνα με την εξουσία που παρέχει ο Νόμος, αλλά γενικά προς διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων, που είναι λόγος άγνωστος στο Νόμο. Αυτά σημαίνουν, τελικά, πως το ένταλμα έρευνας εκδόθηκε χωρίς δικαιοδοσία».

 

        Αποκλίνω από τη θέση των Αιτητών.

 

        Τα εδώ γεγονότα διαφέρουν ουσιωδώς από εκείνα στην προειρημένη απόφαση.

 

        Διευκρινίζω.

 

        Στην προκειμένη, το Ένταλμα Έρευνας δεν εκδόθηκε γενικώς, προς διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων, αλλά ειδικώς, για συμπλήρωση των αστυνομικών εξετάσεων - και με αναφορά σε διεξοδικώς προκαθορισμένα ποινικά αδικήματα - οι οποίες με περισσή λεπτομέρεια αιτιολογούνται και δικαιολογούνται στον πολύ εκτενή όρκο (δίχως να υπονοείται πως ο όγκος των πληροφοριών προκαθορίζει άνευ ετέρου και την ποιότητα τους αλλά και τη διασύνδεση αυτών με το αντικείμενο του Εντάλματος Έρευνας).

        Στον όρκο αναφέρεται (ανάμεσα σε άλλα), κατά εύλογη αιτία και πίστη του ομνύοντα ότι «. φυλάγονται, ηλεκτρονικά δεδομένα που υπάρχουν σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές, σέρβερ, σε διαδικτυακό χώρο αποθήκευσης ηλεκτρονικών δεδομένων της εταιρείας Microsoft ή σε οποιαδήποτε άλλη συσκευή αποθήκευσης που χρησιμοποιείται για το σκοπό αυτό που σχετίζονται με την παρούσα υπόθεση .» (και πως τούτα αφορούν σε αριθμό επενδυτών, συζύγους και παιδιά τους καθώς και σε σειρά εταιρειών που αναφέρονται στον όρκο).

       

        Η Αστυνομία αιτήθηκε την έκδοση του Εντάλματος Έρευνας «. για εξαγωγή των ηλεκτρονικών δεδομένων και ηλεκτρονικών ταχυδρομείων που υπάρχουν σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές, σέρβερ, σε διαδικτυακό χώρο αποθήκευσης ηλεκτρονικών δεδομένων της εταιρείας Microsoft που χρησιμοποιείται για το σκοπό αυτό, τα οποία σχετίζονται με την παρούσα υπόθεση όσον αφορά στους πιο κάτω επενδυτές/συζύγους και παιδιά . Καθώς και των πιο κάτω εταιρειών . και για τα οποία υπάρχει εύλογη υποψία να πιστεύεται ότι θα παράσχουν μαρτυρία για απόδειξη των προαναφερόμενων αδικημάτων. Σημειώνεται ότι τη ηλεκτρονικά δεδομένα και δεδομένα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που θα παραληφθούν από την αστυνομία, θα μεταφερθούν στο δικανικό εργαστήριο ηλεκτρονικών δεδομένων της Αστυνομίας για να τύχουν δικανικής ανάλυσης».

 

        Υπάρχει, έτσι, μια ειδοποιός διαφορά μεταξύ των δύο περιπτώσεων, με προεξάρχουσα, τη στόχευση και αιτιολόγηση των πραγμάτων στην περίπτωση που μας αφορά, από εκείνη στην Αναφορικά με την Αίτηση του Συνδέσμου για την Πρόληψης της Βίας στα Γήπεδα και την Προαγωγή Άλλων Κοινοφελών Σκοπών (1997) 1 Α.Α.Δ. 1014.

 

        Δεν είναι όμως μόνον αυτά.

 

        Ο ομνύων απέγραψε στον όρκο και τούτα:

 

«....................................

Η έκδοση του Εντάλματος Έρευνας είναι ευλόγως αναγκαία προς αποφυγή καταστροφής των τεκμηρίων που αναζητούνται και παράλληλα η αναζήτηση και παραλαβή τους από την Αστυνομία με βάση του Ενταλμάτων Έρευνας είναι απόλυτο αναγκαία και ανάλογη καθότι υπάρχει εύλογη υποψία να πιστεύεται ότι θα παράσχουν μαρτυρία για απόδειξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων. Σε περίπτωση μη έκδοσης του αιτούμενου Εντάλματος Έρευνας, ο κίνδυνος απόκρυψης ή/και καταστροφής των τεκμηρίων από τους υπόπτους είναι ορατός, με αποτέλεσμα την μη αποτελεσματική διερεύνηση της παρούσας υπόθεσης, λαμβάνοντας υπόψη ότι τα δεδομένα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, διατηρούνται σε διαδικτυακό χώρο αποθήκευσης της εταιρείας Microsoft, και υπάρχει η δυνατότητα πρόσβασης στο διαδικτυακό χώρο αποθήκευσης από οπουδήποτε που παρέχεται σύνδεση στο διαδίκτυο, χωρίς ωστόσο να μπορεί να εντοπιστεί τόσο για την πρόσβαση όσο και για τη διαγραφή ή και καταστροφή των ηλεκτρονικών δεδομένων.

...................................».

 

 

       

        Επομένως, αυτά που τέθηκαν στο Κατώτερο Δικαστήριο ήσαν λεπτομερή και ικανά για όσα απαιτούνταν προς ενεργοποίηση της δικαιοδοσίας του για έκδοση του Εντάλματος Έρευνας. Τέθηκαν στο Κατώτερο Δικαστήριο πληθώρα μαρτυρίας και στοιχεία που - με κατά νουν και την αρχή της αναλογικότητας και την εκπορευόμενη αναγκαιότητα εξισορρόπησης των εκατέρωθεν επηρεαζόμενων δικαιωμάτων (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση των Αυγουστή και Άλλων, Π.Ε. 376/18, ημ. 1.7.19, ECLI:CY:AD:2019:A265, Αναφορικά με την Αίτηση του Ευδόκα, Π.Ε. 219/15, ημ. 29.12.16, ECLI:CY:AD:2016:A586) - παρείχαν (εκ πρώτης όψεως), ενδείξεις ή και αποδείξεις για τη διάπραξη των υπό διερεύνησιν αδικημάτων και τη σύνδεση αυτών με τους Αιτητές και τα αναζητούμενα πράγματα, με τα τελευταία να προσδιορίζονται εξίσου αρκούντως στο Ένταλμα Έρευνας ως εκ της κατ' ουσίαν ενσωμάτωσης της περιγραφής τους στον όρκο με το κυρίως μέρος του εντάλματος (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Κυριάκου, Π.Ε. 45/20, ημ. 1.7.21).

 

        Επί της έκφανσης αυτής, υπενθυμίζεται πως σημασία για ό,τι τώρα ενδιαφέρει, δεν έχει το αν το περιεχόμενο του όρκου μπορούσε να στοιχειοθετήσει (από μια πρώτη όψη), το καθένα συστατικό στοιχείο ενός εκάστου των διερευνώμενων αδικημάτων, αλλά η ικανοποίηση του Κατώτερου Δικαστηρίου περί ύπαρξης εύλογης αιτίας ή υποψίας (ως τούτη προσδιορίζεται και ορίζεται στο Άρθρο 27, Κεφ.155 και στη συναφή νομολογία), υπό το φως των δεδομένων αυτών στο Ένταλμα Έρευνας (βλ. CPS Freight Services Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Π.Ε. 219/14, ημ. 29.2.16, ECLI:CY:AD:2016:A126).

 

        Η συζητηθείσα θέση των Αιτητών απορρίπτεται.

 

        Προτάχθηκε προσέτι από τους Αιτητές ότι η διατύπωση από το Κατώτερο Δικαστήριο τής απόφασης του για έκδοση του Εντάλματος Έρευνας - ήτοι πως «. υπάρχουν εύλογες υπόνοιες που δικαιολογούν την έκδοση του .» και ότι τούτο ικανοποιήθηκε «. λογικά για την ύπαρξη ανάγκης έκδοσης του . εντάλματος» - καταδεικνύει σαφή πλάνη και δημιουργεί σύγχυση ως προς τη δικαιοδοτική βάση του Εντάλματος Έρευνας.

 

        Δεν συγκλίνω.

 

        Το αποσαφηνίζω.

       

        Κατά τη δική μας νομολογία - και το λέγω αυτό εξ αφορμής σχετικής συζήτησης στις αγορεύσεις με μνεία και στην Αναφορικά με την Αίτηση του Μυλωνά, Πολ. Αιτ. 110/16, ημ. 15.3.17, ECLI:CY:AD:2017:D81 - η φράση εύλογη αιτία θεωρείται συνώνυμη της εύλογης υποψίας και της εύλογης υπόνοιας και έτσι δεν συνιστούν ατέγκτως (ως άφησαν να νοηθεί οι Αιτητές), ασυνταύτιστη μεταξύ τους ορολογία, ή δίχως άλλο ένδειξη εμφανούς νομικού σφάλματος του Κατώτερου Δικαστηρίου επί του ζητήματος (βλ. CPS Freight Services Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Π.Ε. 219/14, ημ. 29.2.16, ECLI:CY:AD:2016:A126, Αναφορικά με την Αίτηση του Μακρίδη (2014) 1(Α) Α.Α.Δ. 756, ECLI:CY:AD:2014:A238, 764, 766-767, Aναφορικά με την Αίτηση του Σιακαλλή (Αρ.1) (2001) 1 Α.Α.Δ. 282, 290).

 

        Το Κατώτερο Δικαστήριο, με βάση τον όρκο (τον οποίο μελέτησε προσεκτικώς), έκρινε ότι υπήρχαν εύλογες υπόνοιες που δικαιολογούσαν και νομιμοποιούσαν την έκδοση του Εντάλματος Έρευνας, με τη νομιμοποίηση αυτή, προσθέτω, να μην είναι νοητό να αποσυναρτάται εν προκειμένω από «. το εύλογο, το λογικό δηλαδή, της υποψίας, όπως αυτή καταγράφεται στο αίτημα .» (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση των Αντώνης Ανδρέου & Σία Δ.Ε.Π.Ε. και Άλλου (2015) 1(Γ) Α.Α.Δ. , ECLI:CY:AD:2015:D7982560, 2583-2584).

        Η ικανοποίηση του Κατώτερου Δικαστηρίου για τα προαπαιτούμενα έκδοσης του Εντάλματος Έρευνας δεν αποτελούσε ζήτημα τύπου - και πολύ σωστά - καθότι κατατάσσεται ως θέμα ουσίας για το αν στη βάση του όρκου υπήρχε εύλογη αιτία (ή υπόνοια) να πιστεύεται πως, δεδομένης της ύπαρξης των υπολοίπων προϋποθέσεων του Άρθρου 27, Κεφ.155, δικαιολογούνταν λογικώς η έκδοση του Εντάλματος Έρευνας (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Κυριάκου, Π.Ε. 45/20, ημ. 1.7.21, Aναφορικά με την Αίτηση του Σιακαλλή (Αρ.1) (2001) 1 Α.Α.Δ. 282, 290).

 

        Το Κατώτερο Δικαστήριο ως εκ τούτου, κατά την ενάσκηση των παρεχόμενων σε αυτό εξουσιών, ενήργησε, προδήλως, εντός των παραμέτρων των Άρθρων 27 και 28, Κεφ.155, ικανοποιούμενο για την ύπαρξη, με βάση τους ενώπιον του τεθέντες ισχυρισμούς στον όρκο, εύλογης αιτίας για έκδοση του Εντάλματος Έρευνας, ως ο όρος αυτός ερμηνεύεται από τη νομολογία (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση των Peter Kraemer Holdings Limited και Άλλων, Πολ. Αίτ. 40/16, ημ. 27.4.16, ECLI:CY:AD:2016:D227).   

 

        Οι θέσεις των Αιτητών απορρίπτονται.

 

        Τέλος, πρόταξαν οι Αιτητές και το ότι στον όρκο - απόδειξη και αυτό (κατά τους δικηγόρους τους), πως η Αστυνομία δεν ενήργησε με καθαρά χέρια - αποκρύφθηκαν δολίως οι όροι που είχαν τεθεί στο πρώτο ένταλμα έρευνας εναντίον των Αιτητών 1-4 την 29.7.21 (βλ. Τεκμήριο 4 στην Ένορκη Δήλωση Αίτησης).

 

        Ούτε και αυτή η θέση των Αιτητών ευσταθεί.

        Το αποσαφηνίζω.

 

        Στην Ένορκη Δήλωση Αίτησης, αποτυπώνονται κι αυτά για ό,τι τώρα απασχολεί:

 

        «....................................

4. Για σκοπούς πληρότητας επισυνάπτω ως Τεκμήριο 4 και Τεκμήριο 5,αντίστοιχα, αντίγραφα δύο Ενταλμάτων Έρευνας, τα οποία εκδόθηκαν την ίδια ημέρα, 29/7/21, στις 09:50 και 14:45 αντίστοιχα, συνοδευόμενα από τις σχετικές αιτήσεις - όρκους που υποβλήθηκαν από την Αστυνομία. Αυτά προηγήθηκαν - σε έκδοση και εκτέλεση- του προσβαλλόμενου Εντάλματος το οποίο είναι το τρίτο σε σειρά.

5.    Για σκοπούς εύκολης αναφοράς, σας επισημαίνω τις ουσιώδεις διαφορές στο λεκτικό της ένορκης μαρτυρίας των ανακριτών που επιζήτησαν τα τρία διαδοχικά εντάλματα έρευνας, καθώς και τις ουσιώδεις διαφοροποιήσεις των ενταλμάτων:

 

α. Στην αίτηση του πρώτου εντάλματος έρευνας (Τεκμήριο 4 / ένορκη δήλωση ημ. 26/7/21) αναφέρονται τα εξής:

 

«Ενόψει των πιο πάνω και για συμπλήρωση των αστυνομικών εξετάσεων, αιτούμαι από το σεβαστό σας Δικαστήριο την έκδοση εντάλματος έρευνας στο Δικηγορικό Γραφείου Ανδρέας Δημητριάδης & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε., με αριθμό συνεταιρισμού 9395, που βρίσκεται στη Νικολάου Νικολάίδη 16, Μέγαρο Τρύφωνος, 3ος όροφος, τ.κ.8100, Πάφο, του οποίοι συνέταιροι είναι ο xxx Δημητριάδης Δ.Τ. xxxxx5, xxx Δημητριάδης Δ.Τ. xxxxx7 και xxx Δημητριάδης Δ.Τ..xxxxx2, με σκοπό των εντοπισμό φακέλων και οποιοδήποτε άλλων εγγράφων που φυλάγονται, ηλεκτρονικά δεδομένα που υπάρχουν σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές, σέρβερ, εξωτερικούς δίσκους αποθήκευσης δεδομένων, ή σε οποιαδήποτε άλλη συσκευή αποθήκευσης που χρησιμοποιείται για το σκοπό αυτό, καθώς και τα κινητά τηλέφωνα του xxx Δημητριάδη και xxx Δημητριάδη αναφορικά με ηλεκτρονική αλληλογραφία, υπάρχει μηχανή πιστωτικών καρτών Six Payment με αριθμό TID24xxxx76, καθώς και άλλα τεκμήρια που σχετίζονται με την παρούσα υπόθεση όσον αφορά τους πιο κάτω επενδυτές/συζύγους και παιδιά».

 ..................................                                                      

Το Δικαστήριο, όπως προκύπτει από το συγκεκριμένο λεκτικό του 1ου εντάλματος, το εξέδωσε επισημαίνοντας, ωστόσο, τα εξής:

«Η έρευνα να περιοριστεί, κατά τον τρόπο που προαναφέρθηκε, στον εντοπισμό των προαναφερόμενων πραγμάτων (ήτοι, των συγκεκριμένων στοιχείων και μαρτυρίας σχετικής με την διάπραξη των προαναφερόμενων αδικημάτων και τα εμπλεκόμενα φυσικά και νομικά πρόσωπα), ώστε να διαφυλαχθεί η προσωπική και επαγγελματική αλληλογραφία/επικοινωνίες και ειδικότερα το επαγγελματικό και δικηγορικό/νομικό απόρρητο που αφορά και σχετίζεται με την δικηγορική εταιρεία και δικηγόρους που κατέχουν το γραφείο σε σχέση με το οποίο το ένταλμα αυτό έχει εκδοθεί. Να επιτραπεί, στο μέτρο του δυνατού, η παρουσία αντιπροσώπου της δικηγορικής εταιρείας και δικηγόρων που κατέχουν το γραφείο σε σχέση με το οποίο το ένταλμα αυτό έχει εκδοθεί, κατά την εκτέλεση του εντάλματος ως ανωτέρω, καθώς και κατά την εξέταση, επιτόπου ή αλλού, ηλεκτρονικών υπολογιστών, σέρβερ, εξωτερικών δίσκων αποθήκευσης δεδομένων ή οποιασδήποτε άλλης συσκευής αποθήκευσης που χρησιμοποιείται για το σκοπό αυτό, που τυχόν να ανευρεθούν, ώστε κατά την έρευνα για τα προαναφερόμενα πράγματα, να επιδιωχθεί συμφωνία της δικηγορικής εταιρείας και δικηγόρων που κατέχουν το γραφείο σε σχέση με το οποίο το ένταλμα αυτό έχει εκδοθεί, ποια έγγραφα ή δεδομένα αφορούν προσωπική και επαγγελματική αλληλογραφία/επικοινωνίες και ειδικότερα ποια καλύπτονται από επαγγελματικό και δικηγορικό/νομικό απόρρητο, και δεν σχετίζονται με την διερευνώμενη υπόθεση. Σε περίπτωση διαφωνίας, αυτά που θα βρεθούν κατά την έρευνα και θα θεωρηθούν ότι καλύπτονται από το παρόν ένταλμα, θα πρέπει να διασφαλιστούν ώστε να μην υπάρξει οποιαδήποτε επεξεργασία τους, προτού αποφασίσει για το ζήτημα αυτό το Δικαστήριο, σύμφωνα με τον Νόμο, μετά που αυτά του παρουσιαστούν».

 

Περαιτέρω, στο πρακτικό, το οποίο ετοίμασε, παράλληλα με την έκδοση

του εντάλματος, το Δικαστήριο, σημείωσε τα εξής:

 

«(...) αν και εκ του περισσού, σημειώνεται ότι το Δικαστήριο, δεν εξουσιοδοτεί την επέμβαση από πλευράς της Αστυνομίας, επί δεδομένων προστατευμένων από τα Άρθρα 15 και 17 του Συντάγματος. Δηλαδή, που αφορούν την αμοιβαία επαφή μεταξύ ατόμων ή τη μεταβίβαση και ανταλλαγή μηνυμάτων στο πλαίσιο ανταλλαγής απόψεων αισθημάτων ή ιδεών, ή την επαγγελματική αλληλογραφία ή άλλα δεδομένα επαγγελματικής φύσης, που δεν σχετίζονται με την υπόθεση αυτή. Αυτά, στο βαθμό που μπορεί να επηρεαστούν από την εκτέλεση από την Αστυνομία του εντάλματος έρευνας, θα πρέπει να διασφαλιστούν από την Αστυνομία, κατά τρόπο που να μην υπάρχει πρόσκρουση στο επαγγελματικό ή άλλο απόρρητο. Για τον λόγο αυτό, πρόνοια γίνεται από το Δικαστήριο σχετικά με την διαδικασία εκτέλεσης του εντάλματος έρευνας από την Αστυνομία, στο ίδιο το ένταλμα.».

 

β. Η μόνη διαφορά στον όρκο της αίτησης για την έκδοση του δεύτερου εντάλματος έρευνας (Τεκμήριο 5) ήταν η προσθήκη της εξής παραγράφου:

 

«Στις 29/07/2021 εκδόθηκε δικαστικό ένταλμα έρευνας από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας η ώρα 0950 για Δικηγορικό Γραφείου Ανδρέας Δημητριάδης & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε., με αριθμό συνεταιρισμού 9395, που βρίσκεται στη Νικολάου Νικολαΐδη 16, Μέγαρο Τρύφωνος, 3ος όροφος, τ.κ.8100, Πάφο. Την ίδια ημέρας και ώρα 1210, πραγματοποιήθηκε έρευνα στο υπ' αναφορά Δικηγορικό Γραφείο, και του xxx Δημητριάδη του επεστήθη η προσοχή του στο νόμο και αυτός απάντησε «Να μιλήσω με τον δικηγόρο μου Ηλία Στεφάνου, κανένα πρόβλημα με το τηλέφωνο μου». Κατά την διάρκεια των ερευνών και γύρω στις 1235 ώρα της ιδίας ημέρας, σε νέα τηλεφωνική επικοινωνία του δικηγόρου Ηλία Στεφάνου με τον πελάτη του xxx Δημητριάδη, και κατόπιν ενημέρωσης που είχε ο Υπαστυνόμος xxx Ανδρέου, τόσο με το δικηγόρο όσο με τον xxx Δημητριάδη, οι φάκελοι που αφορούν τις πολιτογραφήσεις των πελατών τους, δεν βρίσκονται στον τρίτο όροφο του γραφείου του αλλά στο 2ον και πιθανό και στον 1ον και όπως η αστυνομία προβεί στην εξασφάλιση νέου εντάλματος έρευνας».

 

Το εκδοθέν, δεύτερο ένταλμα, αφορούσε και τους τρεις ορόφους του δικηγορικού γραφείου, χωρίς καμία άλλη διαφοροποίηση.

 

Προκύπτει ότι η Αστυνομία, κατά την έκδοση τόσο του δεύτερου όσο και του τρίτου εντάλματος έρευνας, δεν αποκάλυψε στο Δικαστήριο τους περιορισμούς που έθεσε, με το σχετικό πρακτικό, το Δικαστήριο κατά την έκδοση του πρώτου εντάλματος έρευνας. Το γεγονός ότι τα δύο εντάλματα εκδόθηκαν από τον ίδιο Δικαστή δεν διαφοροποιεί τα πράγματα. Αντίθετα, ειλικρινά πιστεύω ότι ο Δικαστής ενήργησε «μηχανιστικά», χωρίς την απαιτούμενη δικαστική διεργασία, επηρεαζόμενος από την προηγηθείσα ενώπιον του διαδικασία, αφού το δεύτερο ένταλμα εκδόθηκε μόλις 15 λεπτά μετά τη λήψη της πολυσέλιδης ένορκης δήλωσης. Με αυτό τον τρόπο, ουσιαστικά, απαλείφθηκαν και για τους 3 ορόφους των Αιτητών 1 όί προηγηθέντες, ουσιαστικοί περιορισμοί ή προειδοποιήσεις, οι οποίες τέθηκαν με το σχετικό πρακτικό που αφορούσε τον 3° όροφο.

 

γ. Με ανάλογο τρόπο, ενήργησε η Αστυνομία και κατά την υποβολή του αιτήματος για το τρίτο ένταλμα έρευνας, το βράδυ της 30ης Ιουλίου 2021. Στον όρκο του τρίτου αιτήματος, νωρίς να ενημερωθεί νια touc όποιους περιορισμούς έθεσαν τα προηνούυενα δικαστήρια (ως κατανοάφεται πιο πάνω) προστέθηκε η εξής παράγραφος η οποία σκόπευε ξεκάθαρα στη λήψη των επικοινωνιών των δικηγόρων των Αιτητών 1 και λοιπών Αιτητών:

 

«Την ίδια ημέρα και ώρα 1430, εκδόθηκε δικαστικό ένταλμα έρευνας από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας για Δικηγορικό Γραφείου Ανδρέας Δημητριάδης & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε., με αριθμό συνεταιρισμού 9395, που βρίσκεται στη Νικολάου Νικολάίδη 16, Μέγαρο Τρύφωνος, στον 1, 2°ν και 3°ν όροφο, τ.κ.8100, στην Πάφο. Από τις 29/07/2021 και ώρα 1210 μέχρι τις 30/07/2021 και ώρα 1717, οι εμπειρογνώμονες της Αστυνομίας εξέτασαν επιτόπου τα ηλεκτρονικά δεδομένα και δεδομένα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και έχει διαπιστωθεί ότι βρίσκονται αποθηκευμένα σε διαδικτυακό χώρο αποθήκευσης και μέρος αυτών συγχρονίζει με διαμετακομιστεί που βρίσκεται εντός του Δικηγορικού Γραφείου. Αποτέλεσμα, οι αναζητήσεις να μην είναι ολοκληρωμένες ή αναλυθείς, και με κίνδυνο να υπάρχει το ενδεχόμενο να χαθεί μαρτυρικό υλικό. Συγκεκριμένα από η ώρα 1210 τις 29/07/2021 μέχρι η ώρα 1717 τις 30/07/2021, έχει εξαχθεί πολύ μικρός όγκος δεδομένων και αναμένεται σύμφωνα με εκτίμηση των εμπειρογνωμόνων της Αστυνομίας, να χρειαστούν μέρες, ίσως και βδομάδες. Συνεπώς, το γεγονός ότι τα δεδομένα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, διατηρούνται σε διαδικτυακό χώρο αποθήκευσης roc εταιρείας Microsoft υπάρχει ο κίνδυνος να καταστραφούν η διαγραφούν ηλεκτρονικά δεδομένα, αφού υπάρχει η δυνατότητα πρόσβασης στο διαδικτυακό χώρο αποθήκευσης από οπουδήποτε που παρέχεται σύνδεση στο διαδίκτυο, χωρίς ωστόσο να μπορεί να εντοπιστεί τόσο νια την πρόσβαση όσο και νια τη διαγραφή ή και καταστροφή των ηλεκτρονικών δεδομένων.».

 

Περαιτέρω, προστέθηκε και συγκεκριμένος σκοπός:

 

«...για εξαγωγή των ηλεκτρονικών δεδομένων και ηλεκτρονικών ταχυδρομείων που υπάρχουν σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές, σέρβερ, σε διαδικτυακό χώρο αποθήκευσης ηλεκτρονικών δεδομένων της εταιρείας Microsoft που χρησιμοποιείται για το σκοπό αυτό, τα οποία σχετίζονται με την παρούσα υπόθεση όσον αφορά τους πιο κάτω επενδυτές/συζυγους και παιδιά:...».

 

Το αίτημα εγκρίθηκε με την εξής χειρόγραφη σημείωση του Δικαστή:

 

«Η έρευνα να περιοριστεί μόνο στην εξαγωγή υλικού σε σχέση με τις υπό αναφορά εταιρείες και πρόσωπα και να ληφθούν όλα τα αναγκαία μέτρα προστασίας των προσωπικών δεδομένων πελατών του διερευνώμενου δικηγορικού γραφείου».

 

Σημειώνεται ότι σε αντίθεση με τα προηγηθέντα εντάλματα, στο τρίτο δεν υπήρχε οποιοσδήποτε άλλος περιορισμός (ως η αναφορά ανωτέρω «Η έρευνα να περιοριστεί....»).

...................................».

        Στον όρκο έγινε αποκάλυψη και των δύο προγενέστερων ενταλμάτων έρευνας  που είχαν εκδοθεί. Τίποτα δεν καταδείχθηκε από τους Αιτητές που θα μπορούσε να οδηγήσει σε συνειρμό καν για το ότι η Αστυνομία επιχείρησε να παραπλανήσει το Κατώτερο Δικαστήριο, ή πως το τελευταίο (ως διατείνεται ο Αιτητής 3 στην Ένορκη Δήλωση Αίτησης) «. ενήργησε «μηχανιστικά», χωρίς την απαιτούμενη δικαστική διεργασία, [επηρεαζόμενο] από την προηγηθείσα ενώπιόν του διαδικασία, αφού το δεύτερο ένταλμα εκδόθηκε μόλις 15 λεπτά μετά τη λήψη της πολυσέλιδης ένορκης δήλωσης .» κατά τρόπον ώστε (πάντα κατά των ομνύοντα) να απαλειφθούν «. και για τους 3 ορόφους των Αιτητών 1 οι προηγηθέντες, ουσιαστικοί περιορισμοί ή προειδοποιήσεις, οι οποίες τέθηκαν με το σχετικό πρακτικό που αφορούσαν τον 3ο όροφο».

 

        Το Κατώτερο Δικαστήριο, ως συνάγεται, αξιολόγησε πάντα όσα του τέθηκαν και αποφάνθηκε ότι το υπό αναφοράν ζήτημα, μαζί με όλα τα άλλα, δικαιολογούσαν την έκδοση του Εντάλματος Έρευνας.

 

        Αυτά που αντιτάσσουν οι Αιτητές, διόλου δεν θα μπορούσαν λελογισμένως να επηρεάσουν την κρίση του Κατώτερου Δικαστηρίου, ούτε και φαίνεται να την επηρέασαν, τοσούτω δε μάλλον να μεταβάλουν τον χειρισμό του Κατώτερου Δικαστηρίου σε φανερό νομικό σφάλμα επί πρακτικού, ή να τον ταξινομήσουν με τρόπο τέτοιο ώστε να μπορεί να οδηγήσει σε έγκριση της Αίτησης.

 

        Απορρίπτω και αυτούς τους ισχυρισμούς των Αιτητών.

       

        Παρομοίως, απορρίπτω και όλες τις υπόλοιπες θέσεις που ξεδίπλωσαν οι Αιτητές αναλύοντας τους λόγους που περιστοιχίζουν την Αίτηση (και με τους οποίους δεν καταπιάστηκα ευθέως), μια και τούτοι, στην ουσία τους, συμπαρασύρονται εκ συμπαθείας από όσα άλλα έτυχαν απόφανσης στο παρόν σκεπτικό.

 

        Οι Αιτητές απέτυχαν να καταδείξουν όσα όφειλαν προς επιτυχία της Αίτησης, κατά τις εφαρμοζόμενες νομοθετικές και νομολογιακές αρχές.

 

          Η Αίτηση απορρίπτεται, με έξοδα ύψους €2.000,00 υπέρ του Καθ' ου η Αίτηση και εναντίον των Αιτητών.

 

 

 

                                                                   Ν. Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

 

 

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο