ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Λιάτσος, Αντώνης Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Σωκράτους, Δώρα Εφεσείων προσωπικά. Κ. Αυγουστής για Λ. Παπαφιλίππου amp;amp;amp; Σία ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-11-16 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΤΣΑΠΠΗΣ v. ΔΗΜΟΥ ΙΔΑΛΙΟΥ, Πολιτική Εφεση Αρ. 177/2020, 16/11/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:A515

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Εφεση Αρ. 177/2020)

 

16 Νοεμβρίου, 2021

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

XXX XXX ΤΣΑΠΠΗΣ,

Εφεσείων,

ν.

 

ΔΗΜΟΥ ΙΔΑΛΙΟΥ,

Εφεσίβλητου.

_ _ _ _ _ _

Εφεσείων προσωπικά.

Κ. Αυγουστής για Λ. Παπαφιλίππου & Σία ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο.

_ _ _ _ _ _

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _


 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Ο Εφεσείων χειρίστηκε προσωπικά την υπόθεση, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ΄ έφεση. Αυτό, όπως θα διαφανεί στη συνέχεια, ενείχε καθοριστικές συνέπειες σε ό,τι αφορά τον τρόπο διατύπωσης των δικογραφημένων του θέσεων, αλλά και σε σχέση με την αποτύπωση των ενώπιόν μας λόγων έφεσης.

 

Το όλο πλέγμα των γεγονότων, που καλύπτουν την υπό κρίση περίπτωση, περιστρέφεται γύρω από δύο τεμάχια, ιδιοκτησίας του Εφεσείοντα, τα οποία βρίσκονται εντός των δημοτικών ορίων του Εφεσίβλητου. Τα τεμάχια αυτά εφάπτονται, στα βορειοανατολικά, του παλαιού δρόμου Λευκωσίας - Λεμεσού και αρχικά ήταν ενταγμένα, όπως και άλλα γειτονικά, στη γεωργική ζώνη. Κατά ή περί το 1990, η υπό αναφορά περιοχή, εντάχθηκε στην οικιστική ζώνη, με αποτέλεσμα να αρχίσει η υποβολή αιτήσεων για διαχωρισμό οικοπέδων και το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως να λαμβάνει τα δέοντα μέτρα, προς τον σκοπό ετοιμασίας σχεδίου οδικού δικτύου, με βάση το οποίο υλοποιούντο οι αναπτύξεις. Στα πλαίσια αυτά, και προκειμένου να προχωρήσει ο διαχωρισμός γειτονικού τεμαχίου σε δώδεκα οικόπεδα, υπεβλήθη αίτηση από την εταιρεία ΝΕΜΕΣΗΣ ΕΡΓΟΛΗΠΤΙΚΗ ΛΤΔ  προς διασφάλιση οδικής προσπέλασης, η οποία επηρέαζε και ένα από τα τεμάχια του Εφεσείοντα. Ο τελευταίος, με προσφυγή του, την 1118/2009, τότε στο Ανώτατο Δικαστήριο, πέτυχε, για λόγους ενδεχόμενης πλάνης, την ακύρωση της απόφασης του Εφεσίβλητου με την οποία είχε καθορισθεί ο τρόπος πρόσβασης. Ακολούθησαν, προς συμμόρφωση με το ακυρωτικό αποτέλεσμα, νέες ενέργειες του Εφεσίβλητου, σε σχέση με τις οποίες είναι αχρείαστη για σκοπούς της ενώπιόν μας υπόθεση, περαιτέρω προέκταση. Ο Εφεσείων, στη συνέχεια, υπέβαλε διάφορες αιτήσεις προς ανάπτυξη της ιδιοκτησίας του, μεταξύ των οποίων και αίτηση προς έκδοση ΄Αδειας Διαχωρισμού, σε σχέση με την οποία καταχώρησε την προσφυγή 757/2011, ισχυριζόμενος καθυστέρηση στην απάντηση παραχώρησης της εν λόγω άδειας. Η προσφυγή απορρίφθηκε στις 11.11.2011, καθότι κρίθηκε ότι στερείται αντικειμένου.

Πρωτοδίκως, ο Εφεσείοντας - στη βάση πολύπλοκης και δυσνόητης δικογράφησης και με πυρήνα τα πιο πάνω γεγονότα - απαιτούσε γενικές, ειδικές και εύλογες αποζημιώσεις για ζημιές, απώλειες και βλάβες που κατ΄ ισχυρισμό του υπέστη λόγω αποφάσεων, παραλείψεων, πράξεων, καθυστερήσεων, αμέλειας, περιορισμού, υπέρβασης εξουσίας, μη συμμόρφωσης με το νόμο και παράνομης επέμβασης του Εφεσίβλητου.

 

Για λόγους που θα αναπτύξουμε στη συνέχεια, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, εξετάζοντας κατά κεφάλαια τις ενώπιόν του αξιώσεις, με αναφορά στη μαρτυρία και στην επιμέρους νομική πτυχή, κατέληξε στην απόρριψη της αγωγής, με έξοδα εις βάρος του ενάγοντα - Εφεσείοντα.

 

Ο Εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση με 14 λόγους έφεσης,  συνοδευόμενους από εκτενή αιτιολογία, η οποία, σε σημαντικό βαθμό, δεν συμπίπτει με τους λόγους έφεσης που καλύπτει. Παρά ταύτα, θα τους εξετάσουμε, επικεντρώνοντας στην ουσία τους.

Με τους εννέα πρώτους λόγους, ο Εφεσείων παραπονείται ουσιαστικά ότι το Δικαστήριο δεν αντιλήφθηκε τα επίδικα θέματα και τις νομικές τους προεκτάσεις και παρέλειψε να επικεντρωθεί στις αξιώσεις που κάλυπτε η αγωγή, τις οποίες αντίκρυσε αποσπασματικά, προχωρώντας, εν τέλει, σε έκδοση ανεπαρκώς αιτιολογημένης απόφασης και χωρίς να αξιολογήσει την ενώπιόν του μαρτυρία.

 

Όπως κατ΄ επανάληψη έχει νομολογηθεί, ο τρόπος συγγραφής δικαστικής απόφασης επαφίεται στην κρίση του Δικαστή. Ο,τι προβάλλει ως απαρέγκλιτα αναγκαίο, είναι ο εντοπισμός σε αυτήν των βασικών χαρακτηριστικών στοιχείων μιας αιτιολογημένης κρίσης, ως αναπόσπαστο μέρος της εγκυρότητας της δικαστικής διεργασίας (Pissouri Farms Ltd v. Αχιλλέας Α. Βουγιουκλάκης Λτδ κ.ά., Π.Ε. 433/2012, ημερ. 27.5.2019), ECLI:CY:AD:2019:A198. Όπως χαρακτηριστικά διατυπώθηκε στην L. Papaphilippou Co Ltd v. Λουκά, (2014) 1 ΑΑΔ, 1193, 1198-1199:

 

«Η δικαστική ανεξαρτησία και το αυτόνομο της δικαστικής κρίσης αφήνουν ευρύ πεδίο επιλογής του τρόπου συγγραφής μιας απόφασης. Η αναδίπλωση, όμως, της δικαστικής σκέψης με λογική αλληλουχία και ορθολογιστική προσέγγιση είναι επιβεβλημένη, ούτως ώστε να αποφεύγεται ο κίνδυνος απώλειας του απαιτούμενου ειρμού στη σκέψη του Δικαστηρίου και να αναδύεται με διαύγεια ο δικαστικός λόγος. Ενώ, λοιπόν, η δομή μιας δικαστικής απόφασης εναπόκειται στον ίδιο το Δικαστή, θα πρέπει η τελική αυτή δικαστική κρίση να διαπνέεται από μια λογική συνοχή έκθεσης μαρτυρίας, ανάλυσης και αξιολόγησης και υπαγωγής των ευρημάτων στο ισχύον νομικό καθεστώς (xxx xxx Στυλιανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 646, Δημήτρης Ευσταθίου και Alpha Bank Ltd, Πολιτική Εφεση Αρ. 241/2008, ημερ. 19.7.2012)».

 

 

 

Στην υπό κρίση περίπτωση, το έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου προς εντοπισμό των επίδικων θεμάτων, μέσα από τα ιδιαιτέρως περιπλεγμένα γεγονότα, που αποτύπωναν οι δικογραφημένες θέσεις του Εφεσείοντα, ήταν επίμοχθο. Υπό το πρίσμα αυτό, η επιλογή του ευπαίδευτου πρωτόδικου Δικαστή να επικεντρωθεί στα ουσιαστικά στοιχεία που κάλυπταν οι αξιώσεις, αποφεύγοντας αχρείαστη επέκταση επί γεγονότων και ζητημάτων που δεν αφορούσαν τα επίδικα ζητήματα, ήταν, υπό τις συνθήκες, επιβεβλημένη. Εξηγούμε σχετικά:

Μέρος της αξίωσης του ενάγοντα-Εφεσείοντα για αποζημιώσεις (υπό στοιχεία Α και μέρος Γ), είχε ως υπόβαθρο τον ισχυρισμό ότι υπέστη ζημιές και στερήθηκε πρόσβασης μέσω δημοσίου δρόμου προς την ιδιοκτησία του, λόγω απόφραξής του με την τοποθέτηση χωμάτων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας τη σχετική μαρτυρία, με αναφορά και σε μαρτυρία του ιδίου του Εφεσείοντα, έκρινε, ορθά, ότι ο Εφεσίβλητος δεν είχε καμία ανάμειξη στην τοποθέτηση χωμάτων. Όπως και ο ίδιος ο Εφεσείοντας κατέθεσε, οι επεμβάσεις έγιναν από άλλο πρόσωπο, την προαναφερθείσα εργοληπτική εταιρεία ΝΕΜΕΣΗΣ. Συνεπώς, ουδεμία ευθύνη είχε ο Εφεσίβλητος και, ως αποτέλεσμα, η εν λόγω αξίωση ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία.

 

Η κατ΄ ισχυρισμό υπερβολική καθυστέρηση και αμέλεια στην έγκριση και έκδοση άδειας διαχωρισμού, καθώς επίσης και οι αναφορές για διαχωρισμό γειτονικών οικοπέδων, κατά παράβαση όρων της αδείας διαχωρισμού (υπό στοιχεία Β, μέρος Γ και Δ), συνιστούσαν τον δεύτερο πυλώνα διεκδίκησης αποζημιώσεων. Το ζήτημα ήταν αμιγώς νομικό. Και, όπως, βάσιμα, κρίθηκε πρωτοδίκως, ήταν θέμα που ενέπιπτε στην αρμοδιότητα του Διοικητικού Δικαστηρίου, κατ΄ εφαρμογή του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος. Μόνο σε περίπτωση επιτυχίας προσφυγής και δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις του ΄Αρθρου 146.6 του Συντάγματος συνέτρεχαν, θα εγειρόταν θέμα διεκδίκησης αποζημιώσεων, με καταχώρηση αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο.

 

Ο Εφεσείων, αξίωνε πρωτοδίκως και αποζημιώσεις για ηθική ζημιά ή και βλάβη προερχόμενη από άγχος, ταλαιπωρία, ψυχική οδύνη, αίσθημα αδικίας αλλά και απόπειρα παραπλάνησης για διάστημα πάνω από οκτώ έτη. Και η εν λόγω αξίωση είχε ως έρεισμα τις, κατ΄ ισχυρισμό, παραλείψεις και παράνομες πράξεις της διοίκησης. Πλην όμως, οι αναφορές στον Εφεσίβλητο αφορούσαν σε διοικητικές πράξεις εκτελεστού χαρακτήρα, η ακύρωση των οποίων θα έπρεπε να επιδιωχθεί μέσω προσφυγής στο αρμόδιο Δικαστήριο. Τότε και μόνο, θα ενεργοποιούνταν οι προϋποθέσεις διεκδίκησης αποζημιώσεων, στη βάση, ως λέχθηκε ήδη, του ΄Αρθρου 146.6 του Συντάγματος.

Ούτε βεβαίως και ήταν δυνατή η απόδοση από το πρωτόδικο Δικαστήριο ποσών, που διεκδικούσε ο Εφεσείων ως έξοδα σε προσφυγή που καταχώρησε στο Ανώτατο Δικαστήριο, συμπεριλαμβανομένων μεταφορικών του εξόδων από το Λονδίνο, για να παρουσιαστεί στο Ανώτατο Δικαστήριο αναφορικά με την προσφυγή αυτή. Ήταν ζήτημα, που ενέπιπτε στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, πρωτοδίκως και κατ΄ έφεση.

 

Ο δέκατος λόγος έφεσης, αφορά σε παράπονο του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «.. δεν ασχολήθηκε με την αξιολόγηση των εκτιμήσεων της ζημίας από τους Εκτιμητές των δύο πλευρών ..». Προβάλλει ότι, σε περίπτωση ανατροπής της πρωτόδικης κρίσης, δεν θα υπάρχει ενώπιόν του Εφετείου το απαραίτητο υλικό για έκδοση απόφασης προς όφελός του.

 

Το υπό εξέταση παράπονο είναι άνευ ουσίας, δεδομένων των λόγων απόρριψης της αγωγής, αλλά και της δυνατότητας που παρέχεται στο Εφετείο, σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης, προς παραπομπή της υπόθεσης για επανεκδίκαση, σε σχέση με το ζήτημα των ζημιών.

 

Μέσω του ενδέκατου λόγου έφεσης, τίθεται ότι έσφαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού στη δικαστική απόφαση δεν γίνεται καμία αναφορά στις προδικαστικές ενστάσεις που ήγειρε ο Εφεσίβλητος.

 

Οι υπό αναφορά προδικαστικές ενστάσεις απεσύρθησαν κατά το στάδιο της τελικής αγόρευσης του συνήγορου του Εφεσίβλητου, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ούτως ή άλλως, αφορούσαν σε ενστάσεις που ήγειρε η αντίδικη πλευρά και, συνεπώς, τυχόν παράλειψη του Δικαστηρίου να τις εξετάσει δεν άφηνε περιθώρια προσβολής της από τον Εφεσείοντα, με λόγο έφεσης.

 

Ο δωδέκατος λόγος πραγματεύεται παράπονο του Εφεσείοντα σύμφωνα με το οποίο, το Δικαστήριο λανθασμένα επέτρεψε την αντεξέτασή του ως προς συγκεκριμένο ζήτημα, ήτοι της συνιδιοκτησίας και της αγοράς μεριδίου ενός εκ των επίδικων τεμαχίων, του 460.

 

Η ίδια η ανάπτυξη του εξεταζόμενου λόγου, μέσω της αιτιολογίας η οποία τον συνοδεύει, οδηγεί στην απόρριψή του. Ο Εφεσείοντας προβάλλει ότι το συγκεκριμένο μέρος της αντεξέτασης δεν έχει καμία σχέση με την υπόθεση. Προσθέτουμε ότι η εν λόγω μαρτυρία, που ας σημειωθεί προσφέρθηκε χωρίς ένσταση, ουδόλως επηρέασε την έκβαση της υπόθεσης ή κάποιο από τα ευρήματα του Δικαστηρίου.

 

Οι δύο τελευταίοι λόγοι έφεσης επαναλαμβάνουν, ουσιαστικά, τη θέση περί εσφαλμένης προσέγγισης του Δικαστηρίου να απορρίψει την αξίωση του Εφεσείοντα για αποζημίωση. Προστίθεται επίσης το παράπονο ότι η επιδίκαση εξόδων εις βάρος του είναι άδικη.

 

Έχουμε ήδη αποφασίσει επί του θέματος των αποζημιώσεων σε αναφορά με τα ευρήματα του Δικαστηρίου και τις προϋποθέσεις διεκδίκησης ζημιάς υπό το φως του ΄Αρθρου 146.6 του Συντάγματος. Προσθέτουμε μόνο ότι η επιδίκαση εξόδων εις βάρος του Εφεσείοντα, ήταν το αναπόδραστο αποτέλεσμα της απόρριψης της αγωγής.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του Εφεσείοντα, καθοριζόμενα στο ποσό των €3.000, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει.

                                                                                           

                                                      Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

                                                      Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

                                                      Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

ΣΦ.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο