ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:A558
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. 167/2014)
24 Νοεμβρίου, 2021
[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxx ΚΑΠΕΔΙΩΤΟΥ,
Εφεσείουσα,
ν.
xxx ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ,
Εφεσίβλητης.
_ _ _ _ _ _
Αλ. Πατσαλίδης για A. Patsalides & Associates LLC, για την Εφεσείουσα.
Χρ. Ματθαίου, για την Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η Εφεσείουσα-ενάγουσα ήταν, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, ιδιοκτήτρια επιχείρησης εστιατορίου στη Λευκωσία (η επιχείρηση). Στις 28.6.2002 συμφώνησε να την πωλήσει στην Εφεσίβλητη-εναγόμενη, για ΛΚ12.500. Δεν τελούσε υπό αμφισβήτηση ότι έναντι του τιμήματος αγοράς καταβλήθηκε, σε διάφορες ημερομηνίες, δυνάμει επιταγών, το συνολικό ποσό των ΛΚ8.860 (€15.138). Ο,τι συνιστούσε επίμαχο ζήτημα, ήταν η καταβολή του υπολοίπου ποσού των €6.219 (ΛΚ3.640). Αυτό ήταν και το αντικείμενο της πρωτόδικης διαδικασίας.
Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής, απορρίπτοντας την μαρτυρία της Εφεσείουσας και αποδεχόμενη αυτήν που πρόσφερε η πλευρά της Εφεσίβλητης, έκρινε ότι το υπόλοιπο του τιμήματος ξοφλήθηκε σε μετρητά και απέρριψε την αξίωση με έξοδα εις βάρος της Εφεσείουσας. Η κατάληξη αυτή προσβάλλεται ενώπιόν μας με ένα λόγο έφεσης, ο οποίος περιστρέφεται γύρω από την εισήγηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει σωστά την δοθείσα μαρτυρία, με αποτέλεσμα να καταλήξει σε λανθασμένα συμπεράσματα, ως προς τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης.
Η μαρτυρία που προσφέρθηκε προς προώθηση των θέσεων των διαδίκων στα πλαίσια της πρωτόδικης διαδικασίας ήταν απλή στη βάση της. Συνίστατο από τα όσα κατέθεσε η Εφεσείουσα, η οποία πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι ουδέποτε έλαβε μετρητά προς εξόφληση της οφειλής και στα όσα κατέθεσε η Εφεσίβλητη και η μητέρα της, σύμφωνα με τις οποίες, σε τακτά χρονικά διαστήματα, η Εφεσείουσα επισκεπτόταν τον χώρο της επιχείρησης και λάμβανε διάφορα ποσά σε μετρητά για τα οποία δεν εξέδιδε αποδείξεις, πλην όμως σχετικές, πρόχειρες, σημειώσεις λάμβανε η Εφεσίβλητη. Προσθέτουμε ότι η μαρτυρία του τρίτου μάρτυρα υπεράσπισης, που ήταν ο λογιστής της Εφεσίβλητης, δεν πρόσθεσε οτιδήποτε ουσιαστικό, αφού δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει αν έλαβαν χώραν άλλες πληρωμές, σε μετρητά, εκτός από όσες έγιναν με τραπεζικές επιταγές.
Η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο εντοπίζεται στις σελίδες 5 και 6 της απορριπτικής απόφασης και έχει ως εξής:
«Η ΜΕ1 δεν μου προξένησε ιδιαίτερη καλή εντύπωση. Η μαρτυρία της ήταν νεφελώδης και στερείτο πειστικότητας. Οι απαντήσεις της ήταν ασαφείς και αόριστες σε πολλά δε σημεία απέφυγε να απαντήσει ευθέως σε ερωτήσεις. Η μάρτυρας δεν ήταν σε θέση από μόνη της να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό της για οφειλόμενο υπόλοιπο π.χ. με αποδείξεις που έκδοσε η ίδια, ενδεικτικό δε τούτου είναι το γεγονός ότι το μόνο έγγραφο που παρουσίασε ήταν αυτό του λογιστή της εναγομένης (ΜΥ3). Στο οποίο όμως μηδαμινή βαρύτητα μπορεί να δοθεί αφού όπως ο ίδιος ο ΜΥ3 κατέθεσε ετοιμάστηκε με βάση τα βιβλία της εναγομένης τα οποία όμως δεν ήταν ενημερωμένα. Προκαλεί επιπλέον ερωτηματικά γιατί η ΜΕ1 χρειαζόταν σύμφωνα με τη μαρτυρία της την κατάσταση του λογιστή για να γνωρίζει το υπόλοιπο το οποίο κατά τη θέση της αφορούσε μόνο τις επιταγές του Τεκμηρίου 2. Πλην του γεγονότος ότι εκδόθηκαν οι επιταγές που αναφέρονται στο Τεκμήριο 2, δεν αποδέχομαι τη μαρτυρία της.
Η ΜΥ1 μου έκανε καλή εντύπωση. Η μαρτυρία της ήταν σταθερή και απλή, κατέθεσε χωρίς υπεκφυγές, πείθοντας με πως επρόκειτο για μάρτυρα της αλήθειας. Η θέση της ότι είναι παράλογο να μην έχει κινηθεί τόσα χρόνια (από το 2007) νομικά η ενάγουσα βρίσκει έρεισμα στη λογική και ανθρώπινη πείρα, συνάδει δε με τον ισχυρισμό της ότι έδινε κατά καιρούς όσα λεφτά μπορούσε στην ενάγουσα. Πλην του μέρους της μαρτυρίας της που αφορά τις τέντες το οποίο δεν φαίνεται να έχει συνδέσει επαρκώς με την παρούσα υπόθεση και/ή τεκμηριώσει αποδέχομαι τη μαρτυρία της.
Η ΜΥ2 μου έκανε εξαιρετική εντύπωση. Κατέθεσε με απλότητα και φυσικότητα η δε προσήλωση της στην αλήθεια προκύπτει έκδηλα και από τα λεχθέντα της που παραθέτω πιο πάνω. Η μαρτυρία της, την οποία αποδέχομαι ενισχύει τη μαρτυρία της ΜΥ1.
Ερχομαι τώρα στη μαρτυρία του ΜΥ3. Η εντύπωση που μου έκανε ήταν πενιχρή. Ο μάρτυρας ο οποίος κλήθηκε βασικά για να αναφερθεί στο Τεκμήριο 2 εξηγώντας τις πληρωμές της εναγομένης δεν ήταν σε θέση να το πράξει. Με βάση τη μαρτυρία του δεν μπορεί να δοθεί βαρύτητα στο Τεκμήριο 2 αφού σύμφωνα με τον ίδιο αυτό ετοιμάστηκε με βάση λογιστικά βιβλία που δεν ήταν ολοκληρωμένα και με βάση κάποιες πληρωμές που υπέθεσε πως του λέχθηκαν από την εναγομένη. Συνεπώς θεωρώ ότι το υπόλοιπο που εμφανίζεται στο Τεκμήριο 2 δεν μπορεί να αποδειχθεί. Συναφώς με τούτο αναφέρω ότι για τον ίδιο λόγο η προσπάθεια της ΜΕ1 να αποδείξει το κατά τον ισχυρισμό της οφειλόμενο υπόλοιπο με βάση το Τεκμήριο 2 έπεσε στο κενό. Ο λογαριασμός Τεκμήριο 2 δεν αποτελεί αφ΄ εαυτού απόδειξη των γεγονότων που καταγράφει αλλά τα γεγονότα που απεικονίζει θα πρέπει να αποδειχτούν (βλ. σχετικά την υπόθεση A.L. Mantovani & Sons Ltd v. Christis Travel & Tourism Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 156).»
Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας και η διαπίστωση των πρωτογενών γεγονότων αποτελεί κατ΄ εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο, στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης και έχοντας το μοναδικό προνόμιο να παρακολουθήσει την ανάπτυξη των αντικρουόμενων ισχυρισμών, ιδιαιτέρως όπου υπάρχουν δύο, απλές, εκδοχές ως προς τα γεγονότα, βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση να αξιολογήσει την ενώπιόν του μαρτυρία σε όλες της τις διαστάσεις και στο σωστό πλαίσιο. Παρέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται τότε και μόνο όταν οι πρωτογενείς διαπιστώσεις, κρινόμενες αντικειμενικά, αποδεικνύονται ανυπόστατες. Κάτω από το πρίσμα αυτό, η δικαιοδοσία του Εφετείου επιβάλλεται όπως ασκείται με μεγάλη προσοχή.
Υπό το φως των πιο πάνω αρχών, ενδιατρίψαμε στα όσα περιβάλλουν την υπό κρίση έφεση. Δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα, ικανό να ενεργοποιήσει την εξουσία μας προς παρέμβαση στον τρόπο αξιολόγησης και στα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η μαρτυρία που πρόσφερε η Εφεσείουσα κρίθηκε αναξιόπιστη για βάσιμους λόγους, όπως, επίσης αιτιολογημένα, αξιολογήθηκε ως αξιόπιστη η μαρτυρία της Εφεσίβλητης και της μητέρας της. Το γεγονός αυτό αναπόδραστα οδήγησε και στην απόρριψη της απαίτησης, αφού δεν θεμελιώθηκε με αποδεκτή μαρτυρία η δικογραφημένη αξίωση περί ύπαρξης οφειλόμενου ποσού.
Κατ΄ ακολουθίαν, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €1500 εις βάρος της Εφεσείουσας.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
ΣΦ.