ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Λιάτσος, Αντώνης Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Σωκράτους, Δώρα CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-11-24 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο TOTALPACK (CYPRUS) LTD v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΩΣ ΝΟΜΙΜΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΗΣ, Πολιτική Έφεση αρ. 108/2014, 24/11/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:A529

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Έφεση αρ. 108/2014)

 

24 Νοεμβρίου, 2021

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

TOTALPACK (CYPRUS) LTD

Εφεσείουσα/Ενάγουσα,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ ΤΟΥ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΩΣ ΝΟΜΙΜΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΗΣ

Εφεσιβλήτου/Εναγομένου.

 

--------------------

   Στ. Αυγουστή για Παπαντωνίου & Παπαντωνίου, ΔΕΠΕ,  για

   τους εφεσείοντες

 

Ζ. Κυριακίδου (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον

εφεσίβλητο

 

----------------

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σωκράτους, Δ.

.......

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.:   Η εφεσείουσα/ενάγουσα εταιρεία αξίωνε πρωτόδικα εναντίον του εναγόμενου/εφεσίβλητου ποσό €447.867,02 ως αποζημιώσεις για ισχυριζόμενη ζημιά που υπέστη, συνεπεία παράνομης κατάσχεσης και/ή κατακράτησης και/ή επέμβασης και/ή ιδιοποίησης προϊόντων της, ως και παραδειγματικές και/ή τιμωρητικές αποζημιώσεις.  Η αξίωση για έκδοση διατάγματος με το οποίο να διατάσσεται ο Διευθυντής Τμήματος Τελωνείου να της επιστρέψει τα προϊόντα της που κατακράτησε σε διάφορες ημερομηνίες ήτοι 78342 τεμάχια σαπουνιών «DOVE», αποσύρθηκε στο στάδιο των αγορεύσεων.

 

Τα αδιαμφιβήτητα και παραδεκτά γεγονότα όπως τα κατέγραψε το πρωτόδικο δικαστήριο ακολουθούν:

  

«1.           Στις 19.4.2004, οι Ενάγοντες εισήγαγαν από το Χονκ

     Κονγ 2.600 κιβώτια με 249.600 σαπούνια που έφεραν το

     εμπορικό σήμα «DOVE». Οι Ενάγοντες παρέλαβαν τα

     εμπορεύματα από το Τελωνείο Λεμεσού με τη διασάφηση

     εισαγωγής (Τεκμήριο 8 σελ.5) αφού κατέβαλαν τον

     αναλογούντα για τα σαπούνια Φόρο Προστιθέμενης Αξίας,

     ύψους Λ.Κ. 2.786.

 

2.   Στις 2.6.2004 Λειτουργοί του Επαρχιακού Τελωνείου Λεμεσού, μεταξύ των οποίων και ο ΜΥ3, επισκέφθηκαν τα υποστατικά του xxx Κεττή και της εταιρείας CHRKETTIS TRADING CO LTD στη Λεμεσό, όπου εντόπισαν 63.366 τεμάχια σαπούνια που έφεραν το εμπορικό σήμα «DOVE», τα οποία και κατακράτησαν με το έντυπο Τελ. 71Α αρ. Β053953 (Τεκμήριο 18) προκειμένου να διερευνηθεί κατά πόσο παραβίαζαν το εμπορικό σήμα «DOVE». Ο xxx Κεττής κατονόμασε, ως προμηθευτή του τους Ενάγοντες και παρέδωσε αντίγραφο του τιμολογίου τους ημερ. 20.4.2004 (Τεκμήριο 3).

 

3.   Στις 25.6.2004, αρμόδιος Λειτουργός του Τελωνείου, προ-χώρησε με την κατάσχεση των 63.366 σαπουνιών      από την εταιρεία CHRKETTIS TRADING CO LTD, με το έντυπο Τελ. 71Α με αρ. Β.053892 (Τεκμήριο 5).

 

4.   Στις 28.6.2004 Λειτουργοί του Αρχιτελωνείου, μεταξύ των οποίων και ο Μ.Υ.2, επισκέφθηκαν τα υποστατικά των Εναγόντων στη Βιομηχανική Περιοχή Τσερίου, όπου εντοπίσθηκε ποσότητα 7.488 τεμαχίων (78 κιβώτια) σαπουνιών που έφεραν το εμπορικό σήμα «DOVE», τα οποία κατακρατήθηκαν για περαιτέρω διερεύνηση με το έντυπο Τελ. 71Α με αρ. Β032765 (Τεκμήριο 6).

 

5.   Στις 29.7.2004 ο Μ.Υ.2 προχώρησε με την κατάσχεση 7.488 τεμαχίων σαπουνιών με το έντυπο Τελ.71Α με αρ. Β032772 (Τεκμήριο 7).

 

6.   Οι δικηγόροι των Εναγόντων, με επιστολές τους ημερ. 16.7.2004 και 27.8.2004 [Τεκμήριο 13 (Α)(Β)] αμφισβήτησαν εμπρόθεσμα, εκ μέρους των Εναγόντων, τη δήμευση των 70.854 κατασχεθέντων σαπουνιών.

 

7.    Ενόψει της νομότυπης αμφισβήτησης της δήμευσης των 70.854 τεμαχίων σαπουνιών (63.366+7.488), το Τμήμα Τελωνείων προχώρησε στη λήψη των νενομισμένων μέτρων για τη δικαστική κήρυξη των 70.854 κατασχεθέντων σαπουνιών σε δήμευση.  Προς τούτο ο Εναγόμενος καταχώρησε στις 22.10.2007 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την αγωγή με αρ. 9746/07 (Τεκμήριο 21) και οι Ενάγοντες καταχώρησαν την Υπεράσπιση τους στις 11.9.2008 (Τεκμήριο 26).

 

Σημειώνουμε, προς συμπλήρωση των αδιαμφισβήτητων γεγονότων, πως οι κατακρατήσεις και κατασχέσεις των εμπορευμάτων έγιναν κατόπιν καταγγελίας η οποία δόθηκε στο Τμήμα Τελωνείων, ότι τα σαπούνια ήσαν απομιμήσεις των σαπουνιών «Dove».  Οι κατασχέσεις έγιναν με βάση τις πρόνοιες του Τελωνειακού Κώδικα Νόμου 94(Ι)/2004 (στο εξής ο Νόμος) όσο και του περί Εμπορικών Περιγραφών Νόμο, Ν. 5/1987.

 

Αποτέλεσε πρωτοδίκως τη δικογραφημένη θέση της εφεσείουσας ότι η κατακράτηση και κατάσχεση των σαπουνιών από το Τμήμα Τελωνείων ήταν παράνομη και αδικαιολόγητη.  Διαζευκτικά ισχυρίστηκε, ότι ακόμη και αν, αρχικά η κατακράτηση των προϊόντων της ήταν αιτιολογημένη, αυτή μεταγενέστερα κατέστη παράνομη, αφού το Τμήμα Τελωνείων, παρά την εκ μέρους της αμφισβήτηση της κατάσχεσης, δεν προέβηκε σε διαδικασία εξασφάλισης σχετικών διαταγμάτων δήμευσης και δεν εξασφάλισε τέτοια διατάγματα, εντός ευλόγου χρόνου.

 

Ο εφεσίβλητος ήγειρε με την υπεράσπιση του τρεις προδικαστικές ενστάσεις:

 

α) η Έκθεση Απαίτησης δεν αποκαλύπτει αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του Εναγομένου και/ή εύλογη βάση αγωγής.

 

 β)  η παρούσα Αγωγή αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας και/ή είναι ενοχλητική και/ή επιπόλαια και/ή καταπιεστική διότι καταχωρήθηκε η αγωγή με αρ. 9746/07 εναντίον των Εναγόντων και

 

γ) λανθασμένα η Αγωγή εγείρεται εναντίον του και/ή ο τίτλος είναι λανθασμένος.»

 

 

Προέβαλε, επιπρόσθετα ότι ενήργησε νόμιμα και νομότυπα και στη βάση νομοθετικών προνοιών στα πλαίσια των καθηκόντων του, χωρίς να επιδείξει πλημμέλεια.  Γι' αυτό καταχώρησε την αγωγή υπ' αρ. 9746/2007 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εναντίον της εφεσείουσας, αναφορικά με την κήρυξη των κατασχεθέντων τεμαχίων σαπουνιών σε δήμευση.  Αρνήθηκε την ύπαρξη των ζημιών την οποία η εφεσείουσα επικαλείτο και ισχυρίστηκε ότι τα αξιούμενα ποσά ήταν υπερβολικά και πως ο ίδιος δεν υπείχε οποιαδήποτε ευθύνη για την πρόκληση των ζημιών.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο άκουσε τους μάρτυρες που κλήθηκαν εκατέρωθεν και κατέγραψε τη μαρτυρία τους.

 

Θεώρησε σκόπιμο να εξετάσει και εξέτασε τις δύο πρώτες προδικαστικές ενστάσεις και αποφάσισε ότι:

 

«..οι Ενάγοντες δεν νομιμοποιούνται σε αξίωση αποζημιώσεων ως και στην έκδοση των αιτούμενων Διαταγμάτων ως ανωτέρω, βασιζόμενοι σε παράνομη κατακράτηση και κατάσχεση των επίδικων εμπορευμάτων, εφόσον οι εν λόγω ισχυρισμοί τους - που αποτελούν και την αιτία αγωγής τους - δεν μπορούν επαναλαμβάνω, να αποτελέσουν αντικείμενο εξέτασης και απόφασης του Δικαστηρίου στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, παρά μόνο στα πλαίσια της αγωγής αρ. 9746/07.  Κατ' επέκταση η αξίωση των Εναγόντων παρέμεινε μετέωρη και έκθετη σε απόρριψη, χωρίς να χρειάζεται το Δικαστήριο ούτε και θα ήταν ορθό, να προχωρήσει στην αξιολόγηση της προσκομισθείσας μαρτυρίας και από τις δύο πλευρές.»

 

Αποτέλεσμα τούτου ήταν η απόρριψη της αγωγής της εφεσείουσας με επιδίκαση εξόδων εναντίον της.  Η ανωτέρω κρίση και απόφαση του δικαστηρίου πλήττεται ως λανθασμένη με τέσσερεις λόγους έφεσης, εκ των οποίων ο πρώτος εξ αυτών άπτεται της κρίσης του ότι «οι ενάγοντες δεν νομιμοποιούνται σε αξίωση αποζημιώσεων ..βασιζόμενοι σε παράνομη κατακράτηση και κατάσχεση των επίδικων εμπορευμάτων, εφόσον οι εν λόγω ισχυρισμοί τους .. δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εξέτασης και απόφασης του Δικαστηρίου στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας παρά μόνο στα πλαίσια της αγωγής 9746/07».

 

Θεωρούμε ορθό να καταγράψουμε αυτούσια την αιτιολογία του λόγου αυτού καθόσον αποτέλεσε και την επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε τόσο στο περίγραμμα αγόρευσης, όσο και ενώπιον μας:

 

«(Α)  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ουδόλως διερωτήθηκε τι θα έπραττε αν η αγωγή 9746/07 δεν είχε καταχωρηθεί ή αν αυτή απορρίπτετο (ως έγινε) είτε πριν είτε μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης

 

(Β)  Με τη λογική του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, φαίνεται ότι θεωρεί την αγωγή ως πρόωρη και ότι η Εφεσείουσα έπρεπε να περιμένει να καταχωρηθεί και εκδικαστεί αγωγή δήμευσης πριν καταχωρήσει αγωγή για αποζημιώσεις.  Όμως το πρωτόδικο δικαστήριο παράβλεψε το γεγονός ότι η εφεσείουσα περίμενε 3 και πλέον χρόνια τους εφεσίβλητους να καταχωρήσουν την αγωγή δήμευσης και ότι τους προέτρεπε προς τούτο, και ότι καταχώρησε την παρούσα αγωγή πριν καταχωρηθεί η αγωγή 9746/07.  Ουσιαστικά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η εφεσείουσα δεν έπρεπε να καταχωρήσει αγωγή εκτός εάν οι εφεσίβλητοι καταχωρούσαν αγωγή δήμευσης.  Αυτό είναι λανθασμένο και παράλογο.  Όπως παράλογη και λανθασμένη θα ήταν η θέση ότι η αγωγή δεν ήταν μεν πρόωρη κατά την καταχώρηση της αλλά κατέστει πρόωρη μεταγενέστερα, όταν καταχωρήθηκε η άλλη αγωγή 9746/07.

 

Γ)  Από την αναφερθείσα από το Πρωτόδικο Δικαστήριο απόφαση στην Αριστοτέλους ν. Δημοκρατίας (1995) 3 ΑΑΔ 297 δεν συνάγονται τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Η εν λόγω απόφαση αφορούσε στο κατά πόσο η κατάσχεση προϊόντων συνιστά διοικητική πράξη.  Τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν υποστηρίζονται από την λόγω υπόθεση ή από τη νομολογία και είναι αυθαίρετα και λανθασμένα.

 

Δ)  Η βάση αγωγής της εφεσείουσας δεν ήταν μόνο το παράνομο των κατακρατήσεων και κατασχέσεων των προϊόντων της από τους εφεσίβλητους αλλά και άλλες πράξεις των εφεσιβλήτων οι οποίες δεν ήταν επίδικες στην άλλη αγωγή αρ. 9746/07.

 

Ε)  Το πρωτόδικο δικαστήριο είχε και δικαιοδοσία και υποχρέωση να αποφανθεί κατά πόσο οι κατακρατήσεις κατασχέσεις των επίδικων σαπουνιών από τους εφεσίβλητους ήταν ή και κατέστησαν παράνομες.

 

Αναπτύσσοντας τα επιχειρήματα της η δικηγόρος της Δημοκρατίας ανέφερε πως: «Η θέση μας, η οποία παραμένει αδιάλλακτη επί του θέματος, είναι καταρχάς ότι η καταχώρηση της παρούσας Αγωγής και συνακόλουθα της παρούσας εφέσεως, δεν εμπίπτει στη διαδικασία που καθορίζει ο περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμος Ν.94(Ι)/2004.  Ο εν λόγω νόμος καθορίζει στο Παράρτημα του τη διαδικασία που ακολουθείται μετά από κατάσχεση εμπορεύματος ως υποκείμενου σε δήμευση.»

 

Τονίζει περαιτέρω πως οι ενέργειες του Τελωνείου ήσαν νόμιμες, η εφεσείουσα δεν είχε δικαίωμα κατοχής των σαπουνιών και οι όποιες αιτιάσεις της, περί της δήθεν παράνομης διαδικασίας από το Τελωνείο και/ή η μη ενδεδειγμένη και μη ορθή διαδικασία και καθυστέρηση στην προώθηση της προβλεπόμενης διαδικασίας μπορούσαν να προωθηθούν και να εκδικαστούν μόνο στα πλαίσια της αγωγής υπ' αρ. 9746/2007.

 

Έχουμε εξετάσει τις εισηγήσεις των συνηγόρων των διαδίκων, σε συνάρτηση με τα αποφασισθέντα από το πρωτόδικο Δικαστήριο και τη σχετική νομοθεσία.

 

Δυνάμει σχετικών άρθρων του Νόμου παρέχεται η εξουσία στο Τμήμα Τελωνείων να κατακρατήσει και κατάσχει οποιοδήποτε εμπόρευμα υπόκειται σε δήμευση δυνάμει της τελωνειακής ή άλλης νομοθεσίας (αρ.103(Ι)), όπως στις περιπτώσεις που καταγράφονται στο άρθρο 104 αυτού.  Μεταξύ των περιπτώσεων αυτών αναφέρεται η δυνάμει του εδαφίου (δ) «..εισαγωγής εξαγωγής τους κατά παράβαση απαγορευτικής διάταξης ή περιορισμού που προβλέπονται από την Τελωνειακή ή άλλη νομοθεσία.»

 

Το άρθρο 3 του Παραρτήματος του Νόμου υπό τον τίτλο «αμφισβήτηση δήμευσης» παρέχει το δικαίωμα σε οποιοδήποτε πρόσωπο διεκδικεί εμπόρευμα το οποίο κατασχέθηκε ως υποκείμενο σε δήμευση, να υποβάλλει εντός ενός μηνός από την ημερομηνία της δημοποίησης της κατάσχεσης, έγγραφη αμφισβήτηση σε οποιοδήποτε τελωνείο.

 

Η κατακράτηση και κατάσχεση των επιδίκων προϊόντων είναι παραδεκτή.  Παραδεκτή είναι επίσης η εμπρόθεσμη αμφισβήτηση της διαδικασίας κατάσχεσης και δήλωσης τους από την εφεσείουσα (τεκμ 13 Α και Β) στις 17/7/2004 και 27/8/2004.

 

Μετά την έγγραφη αμφισβήτηση η ακολουθητέα διαδικασία για την κατάσχεση και δήμευση εμπορευμάτων καθορίζεται (όπως προνοεί το άρθρο 103(5)) στο παράρτημα του Νόμου, με τη διάταξη 6, η οποία προνοεί πως:

 

«Σε περίπτωση επίδοσης έγγραφης αμφισβήτησης αναφορικά με οποιοδήποτε εμπόρευμα, σύμφωνα με τις προηγούμενες διατάξεις του Παραρτήματος αυτού, ο Διευθυντής οφείλει να ενεργήσει σε εύλογο χρόνο για έκδοση δικαστικής απόφασης για το θέμα της δήμευσης του εμπορεύματος αυτού και αν το Δικαστήριο αποφασίσει ότι κατά το χρόνο της κατάσχεσης το εμπόρευμα υπόκειτο πράγματι εις δήμευση, κηρύσσεται δικαστικά η δήμευση του.»

 

Παρά το γεγονός ότι η έγγραφη αμφισβήτηση έγινε από την εφεσείουσα στις 17/7/2004 και 27/8/2004 (τεκμ. 13 Α και Β) ως ανωτέρω σημειώθηκε, ωστόσο ο εφεσίβλητος καταχώρησε αγωγή (τεκμ. 21) την υπ' αρ. 9746/2007 με την οποία αξίωνε απόφαση με την οποία να επικυρώνεται η δήμευση, στις 22/10/2007.

 

Εν τω μεταξύ η εφεσείουσα καταχώρησε στις 17/10/2007 την αγωγή 9660/2007 (την επίδικη) διά της οποίας αξιώνονταν αποζημιώσεις λόγω της συνεχιζόμενης κατάσχεσης των προϊόντων της.  Το χρόνο καταχώρησης της, δεν είχε εισέτι καταχωρηθεί εκ μέρους του εφεσίβλητου η αγωγή 9746/07 και βέβαια δεν μπορούσε κατ' εκείνο το χρόνο να λεχθεί ότι (η επίδικη) ήταν πρόωρη ή καταχρηστική.  Βέβαια το αναφερόμενο στην αιτιολογία και στην αγόρευση γεγονός, πως η αγωγή 9746/2007 είχε απορριφθεί κατά το χρόνο έκδοσης της εκκαλούμενης απόφασης, είναι άνευ σημασίας.  Το καθοριστικό για τη συζήτηση της υπόθεσης γεγονός είναι η εκκρεμοδικία της ανωτέρω αγωγής, κατά το χρόνο εκδίκασης της επίδικης.  Με βάση τα πιο πάνω τίθεται το ακόλουθο κύριο και καίριο ερώτημα:

 

Η μεταγενέστερη καταχώρηση της αγωγής 9746/07 προσέδιδε καταχρηστική άσκηση στο δικαίωμα της εφεσείουσας να καταχωρήσει αγωγή και την καθιστούσε πρόωρη;  Ή ανεξαρτήτως τούτου, η εφεσείουσα, υπό τις περιστάσεις που αναφέρθησαν,  δεν είχε αγώγιμο δικαίωμα άσκησης ένδικου μέσου για αποζημίωση της, και θα αποκτούσε τέτοιο, μόνο μετά την καταχώρηση αγωγής για δήμευση όπως ο Ν. 94(Ι)/2004 προνοεί;

 

Ο Νόμος επιβάλλει καθήκον στο Τελωνείο, να προσφύγει στο Δικαστήριο εντός ευλόγου χρόνου μετά την αμφισβήτηση της κατάσχεσης για κήρυξη των κατασχεθέντων σε δήμευση.  Η υποχρέωση αυτή, ενέχει διπλή σημασία και σκοπό: Ήτοι αφενός την εν τέλει διάγνωση των δικαιωμάτων του πολίτη του οποίου τα προϊόντα κατασχέθηκαν και αφετέρου η προσφυγή και κατ' επέκταση η διακρίβωση της νομικής κατάστασης να επιτυγχάνεται έγκαιρα και σε εύλογο χρόνο.

 

Το εύλογο του χρόνου δεν καθορίζεται στο Νόμο, ενώ αντίθετα οριοθετείται το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο πολίτης θα πρέπει να προβεί στη πράξη της αμφισβήτησης της κατάσχεσης, σε 30 μέρες.

 

Δεν ήταν βέβαια έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου - ούτε και δικό μας - να αποφανθεί εάν η αγωγή 9746/2007 είχε δυνατότητα επιτυχίας  ή ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία, ενόψει της εισήγησης της εφεσείουσας η οποία υποδείκνυε πως το εύλογο του χρόνου δεν θα έπρεπε να ξεπερνά τις 30 ημέρες.  Οι πιθανότητες και λόγοι επιτυχίας ή όχι της αγωγής 9746/2007 θα διαπιστώνονταν κατά την εκδίκαση της, όταν θα εξεταζόταν η συγκεκριμένη εισήγηση.

 

Όμως η διαπίστωση, του εάν, το Τελωνείο προέβη στην θεσμοθετημένη υποχρέωση του για κήρυξη των εμπορευμάτων σε δήμευση, σε εύλογο ή όχι χρόνο, ήταν καθοριστικής σημασίας για τα ερωτήματα των προδικαστικών ενστάσεων που εκαλείτο το πρωτόδικο Δικαστήριο, να απαντήσει, εάν δηλαδή ήταν καταχρηστική ή πρόωρη η έγερση αγωγής εκ μέρους της εφεσείουσας.

 

Η αναμονή της εφεσείουσας για τρία και πλέον χρόνια για τη διασαφήνιση της νομικής αλλά και πραγματικής της θέσης και των επιπτώσεων που η καθυστέρηση στη δήμευση ενείχε, αντανακλούντο στα εμπορεύματα της, και της έδιδε το δικαίωμα να καταχωρίσει αγωγή και να διεκδικήσει αποζημιώσεις για την παράνομη κατακράτηση και κατάσχεση των προϊόντων της.  Η υποχρέωση δε του άρθρου έξι (6) του Παραρτήματος του Νόμου διά του οποίου επιβάλλεται στο Τελωνείο, να κηρύξει δικαστικώς τη δήμευση, δεν αφαιρούσε το δικαίωμα από τον πολίτη - εδώ την εφεσείουσα - να προσφύγει στο Δικαστήριο για διεκδίκηση των δικαιωμάτων της, μετά την παρέλευση του εύλογου χρόνου. Δεν είναι νοητό να αναμένεται- για απροσδιόριστο χρόνο - από το Τελωνείο να ενεργήσει και μάλιστα η τυχόν αδράνεια ή ολιγωρία ή καθυστέρηση εκ μέρους του, να δημιουργεί κώλυμα και τροχοπέδη στον πολίτη/εφεσείουσα να προσφύγει στο Δικαστήριο.

 

Η επίδικη αγωγή (9660/2007) έχουσα ως επίδικο θέμα τις αποζημιώσεις λόγω της κατάσχεσης - κατ'  ισχυρισμό παράνομης - και της συνεχιζόμενης κατακράτησης των προϊόντων χωρίς την κήρυξη τους σε δήμευση, δεν ταυτιζόταν με τα επίδικα θέματα που ήγειρε η αγωγή 9746/07 και σίγουρα δεν αποτελούσε, η καταχώριση της, κατάχρηση της διαδικασίας, όπως αποφάσισε, απορρίπτοντας την αγωγή, το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Ο συνήγορος της εφεσείουσας, όπως ήδη αναφέραμε, υπέδειξε πως η απόφαση Αριστοτέλους ν. Δημοκρατίας (1995) 3 ΑΑΔ 297, την οποία επικαλέστηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εφαρμόζεται, διότι εξέταζε, το κατά πόσο η κατάσχεση προϊόντων συνιστά διοικητική πράξη.  Σημειώνουμε επί τούτου πώς ναι μεν εξετάστηκε εκείνο το ζήτημα, πλην όμως το πρωτόδικο Δικαστήριο την επικαλέστηκε για να χρησιμοποιήσει την αναφορά πως "η κατάσχεση εμπορευμάτων δεν επιφέρει από μόνη της τη δήμευση των εμπορευμάτων αλλά είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την δήμευση για την οποία πρέπει να ακολουθηθεί η δικαστική διαδικασία που προνοείται από τον Νόμο..»   Η οποία όμως, επίκληση, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, δεν βοηθά το σκεπτικό της απορριπτικής κατάληξης στην οποία οδηγήθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Συνεπώς ο 1ος λόγος έφεσης επιτυγχάνει.

 

Τούτου δοθέντος, καθίσταται αχρείαστη η εξέταση των λοιπών λόγων έφεσης.  Με δεδομένο ότι το Δικαστήριο δεν εξέτασε τα ουσιαστικά επίδικα θέματα και δεν υπάρχει η κρίση του, ούτε αξιολόγηση της μαρτυρίας και ευρήματα, θα πρέπει να διαταχθεί επανεκδίκαση.

 

Η έφεση επιτυγχάνει.  Διατάσσεται επανεκδίκαση επί όλων των υπόλοιπων επίδικων θεμάτων από άλλο Δικαστή.

Τα έξοδα της έφεσης €2.000 υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου.  Τα έξοδα πρωτοδίκως να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της διαδικασίας. 

 

                                                                   Α. Λιάτσος, Δ.

 

                                                                   Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

 

                                                                   Δ. Σωκράτους, Δ.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο