ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:A484
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε181/2013)
27 Οκτωβρίου, 2021
[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΕΛΕΝ (ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ) ΛΤΔ
Εφεσείουσα
και
XXXXX ΚΑΝΝΑΟΥΡΙΔΗΣ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ XXXXX ΦΩΤΙΑΔΗ ΤΕΩΣ ΕΚ XXXXX, ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡ. 12.6.2019 ΓΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΕΓΓΡΑΦΩΝ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ (LIMITED GRANT OF LETTERS OF ADMINΙSTRATION)
Εφεσίβλητος
_________________________
Δ. Καλλής για Καλλής & Καλλής ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.
Κ. Μιχαηλίδης με Μ. Κατσελλή (κα) για Κ. Μιχαηλίδης & Σία, για τον Εφεσίβλητο.
_________________________
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Ι. Ιωαννίδη, Δ.
______________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.: Η πιο κάτω συμφωνία, το περιεχόμενο της οποίας θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτολεξεί, συνιστούσε τη βάση των δύο συνενωμένων αγωγών (Αρ. XXXXX/06 και Αρ. XXXXX/08) που είχαν εκδικαστεί από Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ο οποίος στις 6.9.2013 εξέδωσε την τελική του απόφαση, με την οποία απέρριψε και τις δύο αγωγές με έξοδα υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον της Εφεσείουσας Εταιρείας:
«Συμφωνία που έγινε σήμερα 1.3.2002 στη Λευκωσία αλληλέγγυα και προσωπικά μεταξύ των DCC Ανώνυμης Εταιρείας Ηλεκτρονικών Υπολογιστών και του XXXXX Φωτιάδη εκ Λευκωσίας ενεργούντων ατομικά και δια λογαριασμό των διαδόχων και ή προσωπικών αντιπροσώπων και ή κληρονόμων αυτών εν τοις εφεξής καλουμένων ο Α' Συμβαλλόμενος και της Εταιρείας Χριστελέν Επενδύσεις Λτδ εκ Λευκωσίας εκπροσωπούμενης δια του δικηγόρου XXXXX Κληρίδη εν τοις εφεξοίς καλουμένη η Β' Συμβαλλόμενη.
ΜΑΡΤΥΡΕΙ ΤΑ ΑΚΟΛΟΥΘΑ ΣΥΜΦΩΝΗΘΕΝΤΑ
1. Ο Α' Συμβαλλόμενος θα καταβάλει στη Β' Συμβαλλόμενη, η οποία ενεργεί προς όφελος και ή λογαριασμό τρίτου προσώπου το οποίο επιθυμεί να παραμείνει ανώνυμο, σαν οφειλόμενο και συμφωνηθέν ποσό, ποσόν ίσον με ποσοστό ανερχόμενο σε 12% επί παντός εισπραχθησομένου ποσού συμπεριλαμβανομένων και τόκων σε μετρητά ή με δόσεις ή εις είδος, επί της αξίας αυτού, είτε δυνάμει δικαστικής απόφασης είτε δυνάμει συμβιβασμού είτε άλλως πως με οποιονδήποτε τρόπο από τη «DCC Ανώνυμη Εταιρεία Ηλεκτρονικών Υπολογιστών εξ Ελλάδος (εφεξής «DCC») ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου ως εκ της δικαστικής της διενέξεως δίκης, διαφορά και αγωγής, κατά της «Digital» Oμίλου Εταιρειών και/ή διαδόχων και/ή αγοραστών αυτής Compaq ή άλλων διαδόχων ή σχετιζομένων.
2. Το πιο πάνω ποσό είναι καταβλητέο σε μετρητά, εντόκως μετά του εκάστοτε ισχύοντος νόμιμου επιτοκίου, και θα είναι καταβλητέο ευθύς άμα τη εισπράξει η καταβολή του όλου εισπραχθησομένου εκ μέρους της DCC ποσού. Σε περίπτωση τμηματικής είσπραξης το 12% να καταβάλλεται επί του εκάστοτε τυχόν εισπραχθησομένου ποσού/δόσης αυτού.
3. Ο Α' Συμβαλλόμενος αναγνωρίζει αναντιρήτως και αμετακλήτως, και άνευ προβολής οιασδήποτε ενστάσεως, ότι η Β' Συμβαλλόμενη νομιμοποιείται στο όνομα της να διεκδικεί και εισπράττει το πιο πάνω ποσό.
4. Ο Α' Συμβαλλόμενος αναγνωρίζει ότι το πιο πάνω ποσό οφείλει για προσφερθείσες υπηρεσίες και τις οποίες σε καμία περίπτωση δεν δικαιούται να αμφισβητήσει με οποιονδήποτε τρόπο έναντι της Β΄Συμβαλλόμενης ή τρίτου.
5. Εκ του πιο πάνω συνολικά εισπραχθησομένου και καταβλητέου προς τη Β Συμβαλλόμενη ποσού θα αφαιρεθεί από την πρώτη δόση το ποσό ίσο με 132.100 Εuro, ως ήδη καταβληθέν έναντι αμοιβής εξόδων και δαπανών.
6. Η παρούσα εμπερικλείει όλους τους όρους αποκλειστικά της συμφωνίας μεταξύ των συμβαλλομένων και οποιεσδήποτε άλλες προφορικές και ή παράλληλες συμφωνίες, παραστάσεις, δηλώσεις και/ή υποσχέσεις οποιασδήποτε μορφής, κατά την υπογραφή και/ή προ της υπογραφής της συμφωνίας αυτής καταργούνται διά της παρούσης και καθίστανται άνευ οποιασδήποτε νομικής συμφωνίας και εξαιρούνται από κάθε άποψη.
7. Η παρούσα συμφωνία θα διέπεται από το Κυπριακή Δίκαιο και τα Κυπριακά Δικαστήρια θα έχουν αποκλειστική δικαιοδοσία για οποιονδήποτε θέμα απορρέει, συνδέεται, σχετίζεται με οποιοδήποτε τρόπο ή βασίζεται επ΄αυτής όπως και για τυχόν διεκδικήσεις επί αστικών αδικημάτων οι οποίες σχετίζονται με οποιονδήποτε τρόπο με την παρούσα.
8. Η συμφωνία έγινε σε δύο πρωτότυπα και έλαβε ο κάθε συμβαλλόμενος ένα εξ αυτών. Υπογράφη ενώπιον ενός μάρτυρα, ήτοι του XXXXX Μακρή, δικηγόρου εξ Αθηνών.
9. Η συμφωνία αυτή δεσμεύει, ως ανωτέρω αναφέρθη, τους προσωπικούς αντιπροσώπους, διαδόχους και νόμιμους κληρονόμους του Α' Συμβαλλομένου, η δε Β' Συμβαλλόμενη έχει το αποκλειστικό δικαίωμα εκχώρησης της παρούσης συμφωνίας διά απλής εγγράφου γνωστοποίησης οποτεδήποτε με την οποία εκχώρηση ο Α' Συμβαλλόμενος συμφωνεί, δεσμεύεται και αναγνωρίζει και δεν θα αμφισβητήσει.»
Προκύπτει από το περιεχόμενο της πιο πάνω συμφωνίας, πως δεν αποκαλύπτεται ούτε το όνομα ούτε η ιδιότητα του τρίτου προσώπου για λογαριασμό του οποίου η εταιρεία ΧΡΙΣΤΕΛΕΝ (ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ) ΛΤΔ (Εφεσείουσα), είχε συνάψει την επίδικη συμφωνία. Ούτε αποκαλύπτεται η φύση των προσφερθεισών υπηρεσιών για τις οποίες γίνεται αναφορά στη συμφωνία. Ούτε διευκρινίζεται ποιος έχει προσφέρει τις εν λόγω υπηρεσίες και για λογαριασμό ποιού.
Η εν λόγω εταιρεία επικαλούμενη την πιο πάνω συμφωνία, η σύναψη της οποίας δεν αμφισβητείται, καταχώρισε σε διαφορετικές ημερομηνίες τις δύο αγωγές, για τις οποίες έγινε αναφορά πιο πάνω, και οι οποίες συνενώθηκαν με διάταγμα του Δικαστηρίου. Με την Αγωγή XXXXX/08 αξίωνε εναντίον του Εφεσίβλητου τις ακόλουθες θεραπείες (παρατίθενται αυτολεξεί):
«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι δικαιούται σε ποσοστό 12% επί παντός εισπραχθησομένου ή εισπραχθέντος ποσού ως ανωτέρω δυνάμει συμφωνίας κατά ή περί την 1.3.2002.
Β. €492.000 δυνάμει συμφωνίας κατά ή περί την 1.3.2002 ως ανωτέρω και ή οιονδήποτε ποσό ίσον προς 12% επί παντός εισπραχθέντος ως ανωτέρω και ή οιονδήποτε ποσό ίσον προς 12% επί παντός εισπραχθέντος ως ανωτέρω ποσού.
Γ. Τόκο προς 8% από καταχώρησης της παρούσας αγωγής και/ή ως το Δικαστήριο ήθελε αποφασίσει.
Δ. Λογαριασμό για κάθε οφειλόμενο ποσό προς όφελος της Ενάγουσας ως ανωτέρω.
Ε. Διάταγμα για πλήρεις και αληθείς λογαριασμούς και απόδοση/απόφαση προς όφελος της Ενάγουσας παντός ποσού διαπιστωθέντος ως οφειλομένου ως ανωτέρω.
ΣΤ. Οποιονδήποτε Διάταγμα/θεραπεία/απόφαση υπό τις περιστάσεις.»
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της ΄Εκθεσης Απαίτησης, η ενάγουσα είναι εταιρεία δεόντως εγγεγραμμένη στην Κύπρο. Ο εναγόμενος είναι επιχειρηματίας και ασκεί δραστηριότητες στην Κύπρο και Ελλάδα. Στην Ελλάδα ελέγχει την Ελληνική Εταιρεία DCC A.E., και ως πρόεδρος της εν λόγω εταιρείας και/ή διευθυντής της, διαχειρίζεται κατά αποκλειστικότητα αγωγή ή αγωγές που καταχωρίστηκαν «κατά της εταιρείας Digital και νυν Ομίλου Εταιρειών HEWLETT-PACKARD COMPANY Εταιρείες Ηλεκτρονικών Υπολογιστών και Προγραμμάτων για αποζημιώσεις/τόκους για διάφορες αδικοπραξίες και με απαίτηση πολλών εκατομμυρίων Ευρώ. Η εν λόγω Αγωγή εκδικάστηκε ενώπιον της Ελληνικής Δικαιοσύνης και τελεσίδικα απόφαση Εφετείου εκδόθηκε κατά ή περί τον Οκτώβριο του 2007».
Σύμφωνα με τις παραγράφους 6-8 της ΄Εκθεσης Απαίτησης, τις οποίες παραθέτουμε αυτολεξεί:
«6. Η Ενάγουσα θα ισχυριστεί ότι κατά ή περί την 3.7.2006 η εν λόγω DCC A.E. εισέπραξε δυνάμει της υπ.αρ. XXXXX/2005 Απόφασης του Αρείου Πάγου και/ή άλλως πως διάφορα ποσά ως επίσης και οφειλόμενους τόκους υπερημερίας και τόκους επί των κεφαλαιοποιηθέντων τόκων συνολικού ύψους 1.960.000EURO. Για τα ποσά αυτά και ποσοστό της Ενάγουσας καταχωρήθηκε η υπ΄αριθμό αγωγή XXXXX/06 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.
7. Ακολούθησε η εκδίκαση στο Εφετείο Αθηνών περισσότερων/περαιτέρω απαιτήσεων της εν λόγω DCC A.E. για την αποθεματική ζημία και πρόσφατα κατά ή περί την 12.7.2007 εκδόθηκε περαιτέρω δικαστική απόφαση προς όφελος της DCC ως ανωτέρω για €566.022,01 πλέον τόκο. Το δε ποσό ανέρχεται σε €4.100.000. ΄Απαντα τα πιο πάνω ποσά έχουν εισπραχθεί από το DCC A.E. και ή τον Εναγόμενο.
8. Η Ενάγουσα θα ισχυριστεί ότι με βάση την εν λόγω συμφωνία συμφωνήθηκε ότι ο Εναγόμενος αναγνώρισε αναντιρρήτως και αμετακλήτως και άνευ προβολής οιασδήποτε ενστάσεως ότι η Ενάγουσα νομιμοποιείται να διεκδικεί και να εισπράττει το 12% επί παντός εισπραχθησομένου ποσού και/ή ακόμη τμηματικής είσπραξης το οποίο ο Εναγόμενος αναγνώρισε ενυπογράφως ότι οφείλεται για προσφερθείσες υπηρεσίες τις οποίες σε καμία περίπτωση δεν δύναται ο Εναγόμενος με οποιονδήποτε τρόπο να αμφισβητήσει.»
Παρόμοιες δικογραφημένες θέσεις και θεραπείες, υπήρχαν και στην άλλη Αγωγή, την XXXXX/06, στην οποία μάλιστα η Εφεσείουσα επεφύλασσε το δικαίωμα της να διεκδικήσει μελλοντικά το 12% επί τυχόν άλλων εισπραχθησομένων ποσών δυνάμει της πιο πάνω συμφωνίας, εξού και η καταχώριση της Αγωγής XXXXX/08, για την οποία έγινε αναφορά πιο πάνω.
Δεν αμφισβητείται ότι η Εφεσείουσα Εταιρεία, Ενάγουσα και στις δύο συνενωμένες αγωγές, είναι μετοχική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με μετόχους τον δικηγόρο κ XXXXX Κληρίδη και τη σύζυγό του. Ως ελέχθη, ο κ XXXXX Κληρίδης ως Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας, ήταν το πρόσωπο που υπέγραψε εκ μέρους της την επίδικη συμφωνία.
Ο Εφεσίβλητος με το δικόγραφο του είχε αναφέρει, ανάμεσα σε πολλά άλλα, ότι η επίδικη συμφωνία αφορούσε σε αμοιβή του κ XXXXX Κληρίδη, του κ XXXXX Μακρή (Δικηγόρου εξ Ελλάδος) και του κ XXXXX Σταματόπουλου (Συμβούλου εξ Ελλάδος), ο οποίος ήταν πρώην XXXXX. Ήταν περαιτέρω η θέση του ότι η εν λόγω συμφωνία είναι παράνομη, είναι εναντίον των χρηστών ηθών και εναντίον της δημόσιας πολιτικής αφού το 12% για το οποίο κάνει αναφορά, αποτελεί μερίδιο δικηγορικής αμοιβής «υπολογιζομένης ως ποσοστό επί του ποσού που θα επεδικάζετο εις την DCC δυνάμει και ως αποτέλεσμα της δικαστικής διαδικασίας και κατά το Κυπριακόν Δίκαιον, που διέπει τη συμφωνία, δεν μπορεί ο δικηγόρος ή η Ενάγουσα εκ μέρους του και δια λογαριασμόν του να αμείβεται με ποσοστόν επί του επιδικασθησομένου ποσού. Και είναι πασίδηλον ότι η επίδικος συμφωνία έγινε για να κρύψη την συμφωνίαν για δικηγορικήν αμοιβήν αφού εγνώριζαν, όπως παρεδέχθη και ο κ XXXXX Κληρίδης ενώπιον του δικαστηρίου ότι τέτοια αμοιβή ήτο παράνομος». Τέλος, είχε αναφέρει ότι επειδή δεν υπήρχε αντιπαροχή στη συμφωνία, η οποία μάλιστα ήταν προϊόν εκβιασμού, «ο κ Κληρίδης, που ήτο και ο δικηγόρος του Εναγομένου, έγραψε στην ως άνω 'συμφωνίαν' τον ανεφάρμοστον και ανίσχυρον και πρωτοφανή όρο ότι η DCC και ο Εναγόμενος αναγνωρίζουν ότι 'οφείλουν το ως άνω ποσόν για προσφερθείσες υπηρεσίες τις οποίες σε καμιά περίπτωση δεν δικαιούται να αμφισβητήσει(η DCC ή ο Εναγόμενος) με οποιονδήποτε τρόπο έναντι της Εναγούσης ή τρίτου'».
Η Εφεσείουσα με την Απάντηση στην Υπεράσπιση ισχυρίστηκε ότι το πρόσωπο που κρυβόταν πίσω από την επίδικη συμφωνία, ήταν ο κ. Σταματίου, και ότι αυτή αφορούσε σε υπηρεσίες που αυτός προσέφερε στον Εφεσίβλητο και στην Εταιρεία DCC.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αφού καταγράφει στην απόφαση του τα επίδικα θέματα, σημειώνει πως για άγνωστο λόγο η συμβαλλόμενη DCC Εταιρεία Ηλεκτρονικών Υπολογιστών DATA Ανώνυμος Εταιρεία (που στο εξής θα αναφέρεται ως «DCC») δεν είχε εναχθεί ούτε στη μια ούτε στην άλλη αγωγή παρόλο που, όπως αναφέρει, αυτή ήταν πάντοτε στο επίκεντρο της όλης υπόθεσης. Αναφέρουμε από τώρα ότι ήταν δικαίωμα της Εφεσείουσας να μην κινηθεί δικαστικώς εναντίον της «DCC», και η παράλειψη της αυτή, ορθά δεν είχε οποιαδήποτε επίδραση στην τελική απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Κατά την ακροαματική διαδικασία, η Εφεσείουσα κάλεσε ως μάρτυρα την κα XXXXX Κοσσυβάκη, Αθηναία δικηγόρο, η οποία κατέθεσε ακριβή αντίγραφα των σχετικών αποφάσεων των Ελληνικών Δικαστηρίων, οι οποίες είχαν εκδοθεί προς όφελος της DCC. Κατέθεσε επίσης αντίγραφο της αγωγής ανατοκισμού. Τα πιο πάνω έγγραφα σημειώθηκαν ως τεκμήρια ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η εν λόγω μάρτυρας αναφέρθηκε στους υπολογισμούς που είχε προβεί για τους δεδουλευμένους τόκους και για τον ανατοκισμό, χρησιμοποιώντας ειδικό λογισμικό την εφαρμογή του οποίου εξήγησε. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε στην ολότητα τη μαρτυρία της, και αυτό το εύρημα του δεν φαίνεται να προσβάλλεται με την υπό εκδίκαση έφεση.
Βασικός μάρτυρας της Εφεσείουσας ήταν ο κ xxx Σταματίου, ο οποίος είναι γαμβρός του Εναγόμενου XXXXX Φωτιάδη, αφού αυτός είχε νυμφευθεί τη θυγατέρα του xxx, την οποία απέκτησε από τον πρώτο του γάμο. Όπως αναφέρει το Πρωτόδικο Δικαστήριο, η μαρτυρία του κ Σταματίου ήταν η μόνη που είχε προσκομισθεί από την πλευρά της Εφεσείουσας προς απόδειξη των όσων κατ΄ ισχυρισμόν είχαν συμβεί και οδήγησαν στην κατάρτιση της συμφωνίας ημερ. 1.3.2002 για την οποία έγινε αναφορά πιο πάνω. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει πως ο άλλος καλός ή και καλύτερος γνώστης των γεγονότων, ο δικηγόρος κ XXXXX Κληρίδης, δεν κλήθηκε ως μάρτυρας στη δίκη.
Η θέση του κ xxx Σταματίου κατά την ακροαματική διαδικασία ήταν ότι η επίδικη συμφωνία είχε καταρτιστεί στο όνομα της Εφεσείουσας για δικό του λογαριασμό και ότι αυτή αφορούσε σε υπηρεσίες που ο ίδιος είχε προσφέρει. Όπως εξήγησε, επειδή ο ίδιος δεν επιθυμούσε να συμβληθεί απευθείας με τον Εφεσίβλητο, δέχθηκε την εισήγηση του κ XXXXX Κληρίδη όπως «η συμφωνία γίνει στο όνομα της δικής του προσωπικής εταιρείας, και ο κ Κληρίδης υπογράψει ως Διευθυντής αυτής». Οι λόγοι που δεν ήθελε να συμβληθεί με τον Εφεσίβλητο, αφορούσαν στην εν γένει συμπεριφορά του τελευταίου «τόσο έναντι μου, αλλά και έναντι της συζύγου μου κόρης του σε σχέση με οικογενειακές υποθέσεις. Ούτε και ίδιος πιστεύω το ήθελε». Ισχυρίστηκε πως όταν ο Εφεσίβλητος αρνήθηκε να τιμήσει τη συμφωνία, έδωσε οδηγίες στην Εφεσείουσα να προχωρήσει δικαστικώς. Έδωσε λεπτομέρειες για τις κατ΄ ισχυρισμόν προσφερθείσες υπηρεσίες και για τη σχέση του με την DCC και με τον Εφεσίβλητο πεθερό του.
Τελείως διαφορετικούς ισχυρισμούς είχε προβάλει ο Εφεσίβλητος με τη μαρτυρία του ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Μίλησε για συμμαχία μεταξύ του κ xxx Σταματίου και του κ XXXXX Κληρίδη για να εισπράξουν αδικαιολόγητα από τον ίδιο το ποσό των €750.000.- Είπε, ότι ο κ Κληρίδης «ανακάλυψε και χρησιμοποίησε τον κ Σταματίου», μετά που ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι η επίδικη συμφωνία είναι παράνομη. Απέρριψε ως «παιδαριώδη παραμύθια» τους ισχυρισμούς του κ Σταματίου ότι δεν ήθελε να εμφανισθεί το δικό του όνομα στην επίδικη συμφωνία και γι΄ αυτό ανέθεσε το ρόλο του στην Εφεσείουσα.
Ισχυρίσθηκε ότι αναγκάστηκε να υπογράψει την επίδικη συμφωνία, αφού αν δεν την υπέγραφε, δεν θα καταχωρούνταν οι προτάσεις στην εκκρεμούσα ενώπιον των Ελληνικών Δικαστηρίων έφεση, που αφορούσε στη διαφορά για την οποία έγινε αναφορά πιο πάνω. Ως ανέφερε, η συμφωνία υπεγράφη την 1.3.2002 και στις 6.3.2002 κατατέθηκαν οι προτάσεις της DCC ενώπιον του Εφετείου, που ήταν και η τελευταία προθεσμία.
Αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι προέβη σε συμφωνία, γραπτή ή προφορική, με τον κ xxx Σταματίου για 12%. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε στην κυρίως εξέταση του, «Ούτε μου αναφέρθηκε ποτέ από τον κ Κληρίδη οποιαδήποτε απαίτηση του κ Σταματίου μέχρι που ο κ Κληρίδης διαπιστώνοντας κατόπιν υποδείξεων του δικηγόρου μου και της κατάθεσης μου ότι η συμφωνία της 1.3.2002 είναι παράνομη και κυρίως όταν οι άλλοι δικηγόροι εξ Ελλάδος από ευσυνειδησία παραιτήθηκαν από κάθε απαίτηση για το 12% ανακάλυψε τον 'ανύπαρκτον' κ Σταματίου». Για να καταλήξει, ότι η Εφεσείουσα «ήτο και είναι μια εταιρεία παντελώς ξένη και άσχετη. Ουδεμίαν υπηρεσίαν μου προσέφερε. Εχρησιμοποιήθη από τον κ XXXXX Κληρίδη σαν όργανον απόσπασης χρημάτων. Ουδέν ποσόν της οφείλω .».
Η Εφεσείουσα Εταιρεία με 16 λόγους έφεσης, αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Να σημειώσουμε ότι μετά την καταχώριση της έφεσης, ο Εφεσίβλητος, XXXXX Φωτιάδης, απεβίωσε εξού και η τροποποίηση στον τίτλο της έφεσης.
Με τον 1ο λόγο έφεσης αναφέρει ότι: «Η ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου να μην επιτρέψει την παρουσία του XXXXX Κληρίδη, Διευθυντή και Εκπρόσωπου της Ενάγουσας κατά την εκδίκαση της υπόθεσης ήταν λανθασμένη και αντίθετη με το Νόμο και το Σύνταγμα και βασικές πρόνοιες της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων». Να διευκρινίσουμε από τώρα πως ουδέποτε το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε όπως μη παρίσταται ο κ XXXXX Κληρίδης «κατά την εκδίκαση της υπόθεσης».
Κατά την ακροαματική διαδικασία των δύο συνενωμένων αγωγών, και ενώ θα άρχιζε η αντεξέταση του δεύτερου μάρτυρα της Εφεσείουσας, του κ xxx Σταματίου, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσίβλητου, ο οποίος και θα αντεξέταζε τον εν λόγω μάρτυρα, ζήτησε όπως ο Διευθυντής της Εφεσείουσας, δικηγόρος κ XXXXX Κληρίδης, εξέλθει από την αίθουσα του Δικαστηρίου. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσίβλητου έθεσε το αίτημα του στη βάση ότι αυτό ήταν προς το συμφέρον της δικαιοσύνης. Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσείουσας έφερε ένσταση στο αίτημα. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 7.1.2011 έκανε δεκτό το αίτημα με το ακόλουθο σκεπτικό:
«Στο παρόν στάδιο ενώπιον μου υπάρχουν τα γεγονότα τα οποία αναφέρονται στα δικόγραφα και με αυτά προσδιορίζεται η διαφορά των αντιδικούντων μερών. Επίσης, μέχρι στιγμής έχω ενώπιον μου και τη μαρτυρία κατά την κυρίως εξέταση του κ. Σταματίου. Έχει επίσης δηλωθεί από το συνήγορο της ενάγουσας ότι δεν είναι βέβαιο ότι ο κ. XXXXX Κληρίδης θα καταθέσει ως μάρτυρας στη δίκη αλλά δεν ήταν σε θέση να λάβει οριστική απόφαση επί τούτου. Έχοντας λοιπόν υπόψη ιδιαίτερα τη δικογραφία είναι η εντύπωση μου ότι τόσο ο κ. Σταματίου όσο και ο κ. Κληρίδης εφόσον καταθέσουν ως μάρτυρες θα είναι επί των ιδίων θεμάτων και επομένως θα είναι και οι δύο μάρτυρες της αλήθειας. Η μαρτυρία τους θα έχει ως απώτερο σκοπό να αποδείξει την υπόθεση της ενάγουσας εταιρείας. Λαμβάνοντας δε περαίτερω υπόψη τη φύση της υπόθεσης όπως αυτή δικογραφείται και η οποία διαγράφει μια έντονη διαμάχη μεταξύ των δύο μερών, καταλήγω στην άποψη ότι θα είναι μάλλον προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, στην προκειμένη περίπτωση, όπως ο κ. Κληρίδης εξέλθει της αίθουσας του Δικαστηρίου καθ΄ ον χρόνο θα καταθέτει κατά την αντεξέταση του ο κ. Σταματίου. Θεωρώ, όπως είπα, ότι αυτό είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης και δεν αποτελεί, βεβαίως, οποιαδήποτε μομφή ή υπαινιγμό ότι τα δύο πρόσωπα δεν θα καταθέσουν στο Δικαστήριο όπως απαιτείται από μάρτυρα. Δηλαδή, με προοπτική τη διαφώτιση του δικαστηρίου όσον αφορά τα γεγονότα της δεδομένης αντιδικίας.
Το γεγονός ότι ο κ. Κληρίδης είναι παρών ως εκπρόσωπος της ενάγουσας δεν διαφοροποιεί ποσώς την κατάσταση. Ίδια θα ήταν η απόφαση μου πιστεύω και αν ήταν ο ίδιος ενάγοντας βασιζόμενος, όπως είπα και προηγουμένως, στο ότι θεωρώ πως αυτό είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης.»
Η Εφεσείουσα θεωρεί λανθασμένη την εν λόγω ενδιάμεση απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου και ισχυρίζεται ότι συνεπεία αυτής παραβιάστηκε το Άρθρο 30 του Συντάγματος. Ξεκινούμε από τον κανόνα ότι κάθε διάδικος σε αστική υπόθεση δικαιούται να παρίσταται σε όλα τα στάδια της ακροαματικής διαδικασίας. Για συγκεκριμένους λόγους, που αφορούν στο συμφέρον της δικαιοσύνης, είναι δυνατό να υπάρξει απόκλιση από τον πιο πάνω κανόνα. Δεν συμφωνούμε με τη θέση της Εφεσείουσας ότι με την πιο πάνω ενδιάμεση απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου «διατάχθηκε η έξωση του κ XXXXX Κληρίδη και άρα της Εφεσείουσας από την αίθουσα του Δικαστηρίου». Η Εφεσείουσα, νομικό πρόσωπο, σε όλα τα στάδια της διαδικασίας εκπροσωπήθηκε από συνήγορο της δικής της επιλογής, και συνεπώς ουδέποτε παραβιάστηκε το δικαίωμα προσφυγής στο Δικαστήριο, το οποίο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 30 του Συντάγματος. Ο Διευθυντής αυτής, κ XXXXX Κληρίδης, δεν ήταν διάδικος. Διάδικος ήταν η εταιρεία, η οποία ενεργεί δι΄ αντιπροσώπων. Για το θέμα αυτό θεωρούμε σκόπιμο να παραπέμψουμε στην Lindos Constr. Ltd v. Διευθ. Κοιν. Ασφαλ. (1993) 1 ΑΑΔ, 17, όπου ο Κωνσταντινίδης, Δ. σημείωσε τα ακόλουθα:
«Το Άρθρο 30 του περί Δικηγόρων Νόμου, κατοχυρώνει το δικαίωμα κάθε διαδίκου να εμφανίζεται στο Δικαστήριο αυτοπροσώπως και να διευθύνει την υπόθεση του.
Η εταιρεία, ως νομικό πρόσωπο, αποτελεί πλάσμα δικαίου. Δεν έχει ύπαρξη στο φυσικό χώρο και είναι δυνατό να ενεργεί μόνο δι' αντιπροσώπων. Η άποψη πως, όπως τα φυσικά έτσι και τα νομικά πρόσωπα έχουν δικαίωμα να επιλέγουν αυτοπρόσωπη ενέργεια και εμφάνιση στο Δικαστήριο, είναι λανθασμένη ως αντι-νομική προς τη φύση των πραγμάτων. Το νομικό πρόσωπο στερείται εγγενώς τις δυνατότητας αυτοπρόσωπης παρουσίας και ενέργειας. Ο ιδιαίτερος δεσμός του Διευθυντή με την εταιρεία δεν εξομοιώνει τα δυο. Η σύμπτωση των ιδιοτήτων του Διευθυντή και του μετόχου, έστω του κύριου μετόχου, στο ίδιο πρόσωπο, δεν διαφοροποιεί την κατάσταση. Είναι βαθειά εμπεδωμένη στο εταιρικό δίκαιο η έννοια της αυτοτέλειας της εταιρείας ως αυθύπαρκτης νομικής οντότητας ξεχωριστής από τους μετόχους της. (Salomon v. Salomon [1897] A.C. 22)».
Στην A. Efthymiou Enter. Ltd κ.α. ν. Ιεράς Αρχιεπ. Κύπρου κ.α. (Αρ. 2) (1998) 1(Γ) ΑΑΔ, 1596, επαναλαμβάνεται ότι το ισχύον δίκαιο αναφορικά με την εκπροσώπηση εταιρείας σε πολιτική διαδικασία κατοπτρίζεται στην Lindos Constr. Ltd (πιο πάνω). Εδώ, ο κ XXXXX Κληρίδης παρίστατο στη δικαστική διαδικασία υπό την ιδιότητα του Διευθυντή της Εφεσείουσας.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσείουσας μας παρέπεμψε στην υπόθεση DA COSTA & ANR v. ARGACO & ANR [2016] EWCA Civ 764, όπου εκεί λέχθηκε πως «. starting point must always be that a party is entitled to be present throughout the hearing of a civil trial». Ωστόσο θα πρέπει να υποδείξουμε ότι στην ίδια απόφαση λέχθηκαν και τα ακόλουθα:
«I do not read Al Rawi as authority for the proposition that in order for a party to have a fair trial, there is an absolute requirement that he or she has the opportunity to be present personally throughout the entirety of the hearing. In so far as anything said in Al Rawi does suggest that, it must be remembered that the context was a very particular one, involving a process which would have restricted the participation of a party to a far greater extent than occurred in the present case. Moreover, an absolute rule would be difficult to square with Lord Dyson's express acknowledgement that there are classes of case where a departure from the norm may be justified for special reasons in the interests of justice. It is of note also that in the two examples that Lord Dyson gave of such cases (see my paragraph 48 above), a party was being wholly excluded from access to some of the evidence, not just excluded from the court room whilst a certain limited portion of the evidence was given but with an entitlement to be told of the evidence thereafter and, of course, to have his representative present whilst the evidence in question was given.»
Εν κατακλείδι, στην εν λόγω απόφαση το Εφετείο βρήκε, προσεγγίζοντας τη συγκεκριμένη δίκη στην ολότητα της, πως αυτή δεν κατέστη άδικη λόγω της απόφασης του Δικαστή να αποκλείσει τον πρώτο Απαιτητή από την αίθουσα του Δικαστηρίου καθ΄ ον χρόνο θα έδιδε μαρτυρία ο δεύτερος Απαιτητής. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται: «Reviewing this particular trial as a whole, therefore, I have not been persuaded that it was rendered unfair by the judge's decision to exclude the first claimant from court whilst the second claimant gave evidence».
Εν προκειμένω, ο αποκλεισμός του κ XXXXX Κληρίδη από την αίθουσα του Δικαστηρίου, έγινε υπό την έννοια του αποκλεισμού σκοπούμενου μάρτυρα, ζήτημα που εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Στην Κρέντου ν. General Constr. Co. Ltd κ.α. (1997) 1(Γ) ΑΑΔ, 1270, με αναφορά στην Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 ΑΑΔ, 984, επαναλαμβάνεται ότι εκεί όπου η επίλυση επίδικου θέματος ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, αποκλειστικός κριτής της άσκησης της εξουσίας είναι ο Δικαστής στον οποίο εναποτίθεται η δικαιοδοσία. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο εκεί που διαπιστώνει ότι κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας υπεισήλθαν εξωγενείς παράγοντες και η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδήγησε σε πασιφανή αδικία. Εδώ, το Πρωτόδικο Δικαστήριο για να αποκλείσει τον κ XXXXX Κληρίδη από την αίθουσα του Δικαστηρίου καθ΄ ον χρόνο θα αντεξεταζόταν ο κ xxx Σταματίου, επικαλέστηκε την έντονη δικογραφημένη διαμάχη, και ότι τόσο ο κ XXXXX Κληρίδης όσο και ο κ xxx Σταματίου «εφόσον καταθέσουν ως μάρτυρες θα είναι επί των ιδίων θεμάτων και επομένως θα είναι και οι δύο μάρτυρες της αλήθειας». Υπό τέτοιες περιστάσεις, ακόμη και αν βρίσκαμε ότι η διακριτική ευχέρεια του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ασκήθηκε λανθασμένα, το θέμα δεν τελειώνει εδώ, αφού η Εφεσείουσα θα πρέπει να αποδείξει πως η ενδιάμεση απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου εξουδετέρωσε τα δικαιώματα της ή οδήγησε σε άρνηση δικαιοσύνης, ή ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης. Κατ΄ αρχάς να σημειώσουμε πως ουδέποτε η Εφεσείουσα στερήθηκε πρόσβασης σε οποιοδήποτε μαρτυρικό υλικό συνεπεία της ενδιάμεσης απόφασης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποκλείσει τον κ XXXXX Κληρίδη από την αίθουσα καθ΄ ον χρόνο θα αντεξεταζόταν ο κ xxx Σταματίου. Ούτε έχουμε ικανοποιηθεί, προσεγγίζοντας την ακροαματική διαδικασία στο σύνολο της, ότι η Εφεσείουσα δεν έτυχε δίκαιης δίκης ή ότι παραβλάφθηκαν καθ΄ οιονδήποτε τρόπο δικαιώματα ή συμφέροντα της. Να σημειώσουμε ότι ο ευπαίδευτος συνήγορος της, ο οποίος την εκπροσώπησε σε όλα τα στάδια της δίκης, ουδέποτε έθεσε θέμα ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν μπορούσε να παρακολουθήσει τη μαρτυρία του κ Σταματίου (Μ.Ε. 2) χωρίς την παρουσία του κ XXXXX Κληρίδη. Στο τέλος της ημέρας, όχι μόνο την παρακολούθησε αλλά αρκετές φορές είχε εγείρει ενστάσεις και είχε προβάλει θέσεις για διάφορα θέματα, που τώρα δεν ενδιαφέρουν. Ούτε μετά την ολοκλήρωση της αντεξέτασης του συγκεκριμένου μάρτυρα, ζητήθηκε χρόνος για να επικοινωνήσει ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσείουσας με τον κ XXXXX Κληρίδη για να τον ενημερώσει σε σχέση με τη μαρτυρία που έδωσε ο κ Σταματίου (Μ.Ε. 2) αντεξεταζόμενος, ή σε σχέση με οτιδήποτε άλλο έλαβε χώρα κατά την διάρκεια της αντεξέτασης. Τουναντίον, η Εφεσείουσα μέσω του δικηγόρου της, δήλωσε αμέσως μετά την αντεξέταση, πως δεν επιθυμούσε να προβεί σε επανεξέταση του μάρτυρα αλλά ούτε και υπέβαλε οποιοδήποτε αίτημα. Στο τέλος της ημέρας δεν κάλεσε ως μάρτυρα, ενώ μπορούσε, τον κ XXXXX Κληρίδη, Διευθυντή της Εφεσείουσας.
Υπό το φως των πιο πάνω, ο 1ος λόγος έφεσης είναι αβάσιμος και απορρίπτεται.
Ο 2ος λόγος έφεσης αφορά στην καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στην έκδοση της επιφυλαχθείσας τελικής απόφασης. Η απόφαση επιφυλάχθηκε στις 4.7.2012 και εξεδόθη στις 6.9.2013. Η θέση της Εφεσείουσας είναι ότι η καθυστέρηση στην έκδοση της επιφυλαχθείσας απόφασης για περίοδο πέραν των 12 μηνών, παραβιάζει την αρχή της δίκαιης δίκης, και καθιστά αναγκαία την επανεκδίκαση των αγωγών.
Να επαναλάβουμε το αυτονόητο, ότι η απονομή της δικαιοσύνης σε εύλογο χρόνο, αποτελεί πρωταρχική ευθύνη της δικαστικής εξουσίας. Δεν υπάρχει άτεγκτος κανών ότι εκεί όπου παρατηρείται καθυστέρηση πέραν των 6 μηνών στην έκδοση απόφασης, περίοδος για την οποία γίνεται σχετική αναφορά σε Διαδικαστικό Κανονισμό του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την έγκαιρη έκδοση των αποφάσεων των Δικαστηρίων, η ετυμηγορία του Δικαστηρίου καθίσταται άκυρη ή ακυρώσιμη. Στη Χρυσοστόμου ν. Σοφοκλέους κ.α. (2014) 1(Β) ΑΑΔ, 1985, με αναφορά στη Νομολογία που αφορά στην έκδοση δικαστικών αποφάσεων με καθυστέρηση, απορρίφθηκε σχετικός λόγος έφεσης, αφού το Εφετείο βρήκε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο είχε προβεί σε λεπτομερή παράθεση και ανάλυση της προσαχθείσας μαρτυρίας. Εδώ, η Εφεσείουσα δεν ισχυρίζεται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε λεπτομερή παράθεση και ανάλυση της προσαχθείσας μαρτυρίας. Με την αιτιολογία του πιο πάνω λόγου έφεσης, αυτό που αναφέρει είναι ότι «Είναι δύσκολο ή αδύνατο να θεωρηθεί αντικειμενικά ότι μπορούσε να υπάρξει ορθή αξιολόγηση της μαρτυρίας και της αξιοπιστίας της μετά την πάροδο τέτοιου χρονικού διαστήματος». Πρόκειται περί υποθέσεως και όχι θέσεως η οποία υποστηρίζεται από συγκεκριμένα γεγονότα.
Μελετώντας προσεκτικά την πρωτόδικη απόφαση, διαπιστώνουμε πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε, ανέλυσε και αξιολόγησε τη μαρτυρία, έχοντας κατά νου τα επίδικα θέματα. Δεν βρίσκουμε ότι η καθυστέρηση στην έκδοση της απόφασης, έχει οδηγήσει αφ΄ εαυτής σε λανθασμένη ετυμηγορία του Δικαστηρίου. Συνακόλουθα και αυτός ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Ο 3ος λόγος έφεσης αφορά στην ενδιάμεση απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερ. 9.5.2012 να απορρίψει αίτημα της Εφεσείουσας για κλήτευση του εξ Ελλάδος δικηγόρου κ XXXXX Μακρή για σκοπούς αντεξέτασης του. Σύμφωνα με την ενδιάμεση απόφαση, η πλευρά της Εφεσείουσας δήλωσε, όταν ολοκληρώθηκε η μαρτυρία του Εφεσίβλητου (του μοναδικού μάρτυρα υπεράσπισης), ότι ζητούσε την άδεια του Δικαστηρίου για να κλητευθεί ως μάρτυρας και αντεξεταστεί ο εν λόγω δικηγόρος σε σχέση με δηλώσεις που του είχε αποδώσει στα πλαίσια της μαρτυρίας του ο Εφεσίβλητος.
Ουσιαστικά το αίτημα της Εφεσείουσας, βασιζόταν στο άρθρο 26(1) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, το οποίο έχει ως εξής:
«26(1) Σε περίπτωση κατά την οποία οποιοσδήποτε διάδικος προσάγει εξ ακοής μαρτυρία και δεν κλητεύει ως μάρτυρα στη διαδικασία το πρόσωπο, το οποίο είχε προβεί στην αρχική δήλωση, τότε οποιοσδήποτε άλλος διάδικος δύναται, με την άδεια του Δικαστηρίου, πριν ο διάδικος που έχει προσάξει την εξ ακοής μαρτυρία κλείσει την υπόθεσή του, να κλητεύει το εν λόγω πρόσωπο για να το αντεξετάσει σε σχέση με την αρχική του δήλωση:
Νοείται ότι το Δικαστήριο δύναται να μην επιτρέψει την κλήτευση, αν κρίνει ότι η κλήτευση του εν λόγω προσώπου δεν είναι, υπό τις περιστάσεις, εύλογη και εφικτή ή ότι δεν είναι αναγκαία για σκοπούς ορθής απονομής της δικαιοσύνης.»
Συνάγεται από τις πιο πάνω πρόνοιες, ότι η άδεια κλήτευσης ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου το οποίο δύναται, στη βάση των ιδιαίτερων γεγονότων της υπόθεσης, να μην επιτρέψει την κλήτευση, αν κρίνει ότι αυτή δεν είναι αναγκαία για σκοπούς ορθής απονομής της δικαιοσύνης.
Στην Κουλλαπής ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2015) 1(Γ) ΑΑΔ, 2376, το Εφετείο αρνήθηκε να παρέμβει στον τρόπο που το Πρωτόδικο Δικαστήριο επέτρεψε, στη βάση των ιδιαίτερων γεγονότων της υπόθεσης, να κλητευθούν για αντεξέταση δύο πρόσωπα στα οποία ο Εναγόμενος-Εφεσείων είχε κάνει αναφορά στη μαρτυρία του. Επρόκειτο για ουσιώδη εξ ακοής μαρτυρία, αφού ο Εφεσείων, καταθέτοντας, ισχυρίστηκε ότι δύο υπάλληλοι της Εφεσίβλητης-Ενάγουσας Τράπεζας «του παρέστησαν συγκεκριμένα πράγματα και του έδωσαν συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις που τον ώθησαν να λάβει μέρος στο Σχέδιο Εθνοεπενδυτής» σε σχέση με το οποίο η Τράπεζα αξίωνε εναντίον του θεραπείες. Με την εν λόγω εξ ακοής μαρτυρία, ο Εναγόμενος-Εφεσείων στόχευε σε απόδειξη συγκεκριμένων δικογραφημένων ισχυρισμών του.
Εδώ, το Πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά σημειώνει στην ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 9.5.2012, ότι η αντεξέταση του Εφεσίβλητου ήταν πολύ μακρά και κάλυψε όλη τη μαρτυρία που αυτός είχε δώσει κατά την κυρίως εξέταση του. Ορθά επίσης σημειώνει ότι το αίτημα «Περιορίστηκε στο να επιζητείται η αντεξέταση του κ Μακρή επί των φερομένων ως δηλώσεων του όπως αυτές είχαν κατά το αρχικό εκείνο στάδιο. Δεν εξετάστηκε κατά πόσο υπήρξε οποιαδήποτε διαφοροποίηση σε σχέση με αυτές, τουλάχιστον όσον αφορά τις δύο παραγράφους 62 και 92 της γραπτής δήλωσης του Εναγομένου. Και τότε, το αίτημα θα αφορούσε στις εξ ακοής δηλώσεις ως είχαν και μετά την αντεξέταση». Το Πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά και στην υπόθεση Γιαπατός ν. Σάββα κ.α. (2010) 1(Β) ΑΑΔ, 1324, σημειώνει ότι «Αίτημα το οποίο υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 26(1) πρέπει να παραπέμπει σε συγκεκριμένη εξ ακοής δήλωση η οποία εξακολουθεί να αμφισβητείται μετά το πέρας και της αντεξέτασης του μάρτυρα ο οποίος την έχει προσφέρει». Εν κατακλείδι, βρήκε πως δεν είχε τεθεί ενώπιον του «. ολοκληρωμένη εικόνα όσον αφορά τα σχετικά γεγονότα επί των οποίων καλείται να ασκήσει τη διακριτική του εξουσία δυνάμει του άρθρου 26(1), ανωτέρω».
Βρίσκουμε, στη βάση των πιο πάνω, ότι θα μπορούσε να είχε ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της απόρριψης του αιτήματος, όπως και έπραξε. Ούτε και εδώ υπάρχει περιθώριο παρέμβασης μας στον τρόπο που το Πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε, εντός των πλαισίων του Νόμου, τη διακριτική του ευχέρεια. Εν πάση περιπτώσει, δεν συμφωνούμε με την Εφεσείουσα ότι συνεπεία της πιο πάνω ενδιάμεσης απόφασης, η δίκη δεν ήταν δίκαιη ή ότι στέρησε το δικαίωμα της Εφεσείουσας να παρουσιάσει τις θέσεις της ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Να επαναλάβουμε ότι η Εφεσείουσα για να αποδείξει τις δικογραφημένες της θέσεις και απαιτήσεις κάλεσε ως βασικό μάρτυρα τον κ XXXXX Σταματίου. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ως αναξιόπιστο τον βασικό αυτό μάρτυρα της Εφεσείουσας για συγκεκριμένους λόγους που καταγράφει στην απόφαση του, και οι οποίοι ουδόλως αφορούν στη μαρτυρία του εξ Ελλάδος δικηγόρου κ Μακρή. Να υπενθυμίσουμε ακόμη πως ο κ XXXXX Σταματίου, είχε ισχυριστεί πως αυτός ήταν που κρυβόταν πίσω από τη συμφωνία ημερ. 1.3.2002 και ότι αυτή καταρτίστηκε για παρασχεθείσες εκ μέρους του υπηρεσίες, που δεν ήταν νομικές. Ούτε βεβαίως το Πρωτόδικο Δικαστήριο στην τελική του απόφαση χρειάστηκε να αξιολογήσει τη βαρύτητα της εν λόγω εξ ακοής μαρτυρίας, η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, δεν είχε την ίδια δυναμική που είχε στην υπόθεση Κουλλαπής (πιο πάνω), αφού δεν βασίστηκε πάνω σ΄ αυτή. Συνεπώς, δεν μας βρίσκει σύμφωνους η θέση της Εφεσείουσας ότι «Έστω και αν το Δικαστήριο δεν στηρίχθηκε κατά αποκλειστικότητα στην εν λόγω μαρτυρία επετράπη η παράθεση της εν λόγω μαρτυρίας και καταγραφή αυτής στα εν λόγω πρακτικά και παραμένει άγνωστο σε ποιο βαθμό εκτός ως ανωτέρω αναφέρεται το Δικαστήριο επηρεάστηκε από τη μαρτυρία αυτή». Ούτε συμφωνούμε ότι «Το Δικαστήριο όφειλε υπό τας περιστάσεις να κάμει συγκεκριμένη αναφορά στην εν λόγω μαρτυρία και ισχυρισμούς του Εναγομένου που στηρίζονται στην εν λόγω μαρτυρία και να την αξιολογήσει δυνάμει των προνοιών του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, ως τροποποιήθηκε». Αυτό θεωρούμε θα συνέβαινε, εάν το Δικαστήριο ήταν διατεθειμένο να βασιστεί πάνω στη συγκεκριμένη εξ ακοής μαρτυρία, και δεν μπορεί να προβάλλεται ισχυρισμός ότι όφειλε να είχε κάνει ειδική αναφορά στην εν λόγω μαρτυρία, όταν δεν ήταν πρόθεση του να βασιστεί πάνω σ΄ αυτή και ούτε βεβαίως προκύπτει ότι βασίστηκε.
Η υπόθεση Λευκόνοικο Χρηματιστηριακή Λτδ ν. xxx άλλως xxx Χριστοδούλου, Πολιτική Έφεση αρ. 6/11, απόφαση ημερ. 15.7.2016, ECLI:CY:AD:2016:A364, στην οποία παρέπεμψαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της Εφεσείουσας, δεν βοηθά. Εκεί εξετάστηκε η αξιολόγηση της βαρύτητας εξ ακοής μαρτυρίας από το Δικαστήριο, όταν αυτό καλείται να εκδώσει την απόφαση του στη βάση του μαρτυρικού υλικού που είχε τεθεί ενώπιον του. Μάλιστα εκεί το Εφετείο, ανατρέποντας την πρωτόδικη απόφαση, θεώρησε πως ήταν λάθος του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να λάβει υπόψη μόνο τον παράγοντα της καλύτερης δυνατής μαρτυρίας κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας συγκεκριμένης εξ ακοής μαρτυρίας. Έτσι, βρήκε πως κακώς δεν είχε αποδοθεί βαρύτητα σε εξ ακοής μαρτυρία που είχε προσκομισθεί από συγκεκριμένο μάρτυρα κατά την ακροαματική διαδικασία. Κατ΄ επέκταση βρήκε ότι το παράπονο της Εφεσείουσας, η οποία είχε προσκομίσει εξ ακοής μαρτυρία, ήταν βάσιμο. Εδώ δεν παραπονείται ο Εφεσίβλητος ότι κακώς το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε βαρύτητα σε εξ ακοής μαρτυρία που ο ίδιος είχε προσκομίσει.
Ούτε βρίσκουμε ότι χρησιμοποιήθηκε εξ ακοής μαρτυρία για να κριθεί αναξιόπιστος ο βασικός μάρτυρας της Εφεσείουσας, ο κ xxx Σταματίου. Άλλωστε, όπως ορθά αναφέρει και το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ο τελευταίος δεν αναφέρθηκε, και προφανώς δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει, σε οτιδήποτε που αφορούσε σε δικηγορική αμοιβή. Αυτός ο οποίος θα μπορούσε να είχε δώσει μαρτυρία γι΄ αυτό το θέμα, ως ορθά αναφέρει και το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν ο κ XXXXX Κληρίδης, ο οποίος όμως δεν κλήθηκε ως μάρτυρας στη δίκη.
Η δε μαρτυρία του Εφεσίβλητου ότι η επίδικη συμφωνία αφορούσε σε δικηγορική αμοιβή και όχι σε υπηρεσίες του κ xxx Σταματίου, έγινε δεκτή όχι στη βάση της συγκεκριμένης εξ ακοής μαρτυρίας. Έγινε δεκτή, αφού λήφθηκε υπόψη, ανάμεσα σ΄ άλλα, η επαφή που είχε ο Εφεσίβλητος με το δικηγόρο κ XXXXX Κληρίδη και οι επιστολές οι οποίες είχαν ανταλλαγεί μεταξύ τους, ανάμεσα σ΄ αυτές και η επιστολή ημερ. 4.6.2002 (τεκμήριο 26). Επαναλαμβάνουμε, πως ο κ XXXXX Κληρίδης, ο οποίος ήταν γνώστης των γεγονότων και είχε υπογράψει την επίδικη συμφωνία εκ μέρους της Εφεσείουσας, θα μπορούσε κάλλιστα να διαψεύσει τις θέσεις του Εφεσίβλητου και να υποστηρίξει αυτές του κ xxx Σταματίου. Ως ελέχθη αυτός δεν κλήθηκε ως μάρτυρας στη δίκη.
Και ο 3ος λόγος έφεσης είναι αβάσιμος και απορρίπτεται.
Λόγοι Έφεσης 9-15.
Οι πιο πάνω λόγοι έφεσης αφορούν ουσιαστικά στον τρόπο που το Πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε και αξιολόγησε τη μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο για μια σειρά από καλούς λόγους, τους οποίους παραθέτει στην απόφαση του, βρήκε ότι ο κ XXXXX Σταματίου, τον οποίο η Εφεσείουσα κάλεσε ως μάρτυρα, ήταν αναξιόπιστος. Όπως χαρακτηριστικά καταγράφει στην απόφαση του:
«Με βάση την πιο πάνω ανάλυση η μαρτυρία του κ. Σταματίου κρίνεται παντελώς αναξιόπιστη. Επομένως, απορρίπτεται ως αναληθής η εκδοχή ότι το ποσοστό 12% που προβλέπεται στην επίδικη συμφωνία αποτελεί αμοιβή του για τις προαναφερθείσες υπηρεσίες τις οποίες δήθεν προσέφερε στην DCC για προβολή και στοιχειοθέτηση των απαιτήσεων της εναντίον της Digital. Είναι βέβαιο ότι η εν λόγω εκδοχή αποτελεί εκ των υστέρων σκέψη, όταν η πλευρά της ενάγουσας βρέθηκε αντιμέτωπη με την υπεράσπιση του εναγόμενου και τα θέματα τα οποίο εγείρονται σε αυτή. Στην προσφορά δε ως μαρτυρίας της πιο πάνω εγγενώς αναξιόπιστης εκδοχής συνέτειναν προφανώς και οι αδυναμίες τις οποίες παρουσιάζει η ίδια η συμφωνία, προκειμένου να εστηρίζετο η απαίτηση της ενάγουσας εναντίον του εναγομένου αποκλειστικά σε αυτή. Θα γίνει αναφορά ειδικά στις πρόνοιες της συμφωνίας σε άλλο σημείο πιο κάτω.»
Επαναλαμβάνουμε πως ο κ xxx Σταματίου είχε ισχυριστεί, ανάμεσα σ΄ άλλα, ότι αυτός ήταν το πρόσωπο προς όφελος του οποίου είχε καταρτιστεί η επίδικη συμφωνία. Δεν θα παραθέσουμε όλους τους λόγους για τους οποίους ο κ Σταματίου κρίθηκε αναξιόπιστος μάρτυρας. Ενδεικτικά και μόνο θα αναφέρουμε πως ένας από τους λόγους ήταν και το γεγονός ότι, όπως σημειώνει και το Πρωτόδικο Δικαστήριο «. πότε ισχυρίζετο ότι το ποσοστό 12% αφορούσε σε αμοιβή για τις υπηρεσίες του σε σχέση με την ετοιμασία και προώθηση της αγωγής της DCC εναντίον της Digital και πότε ότι κυρίαρχο στοιχείο σε αυτή ήταν η κατοχύρωση του ποσοστού του 25% που του αναλογούσε στο μετοχικό κεφάλαιο της DCC. Ενώ σε άλλο σημείο ισχυρίζετο ότι βασικά η εν λόγω συμφωνία κατοχύρωνε και τις δύο πιο πάνω απαιτήσεις έναντι του εναγομένου. Και, μάλιστα ότι το 12% ήταν το αποτέλεσμα συμβιβασμού ο οποίος επιτεύχθηκε στα πλαίσια διαπραγμάτευσης που είχε με τον εναγόμενο για λογαριασμό του ο κ Κληρίδης και αφού ο πρώτος αρνείτο να του αποδώσει το 25% που ήταν το ποσοστό που του αναλογούσε στο μετοχικό κεφάλαιο της DCC». Ένας άλλος λόγος ήταν και το γεγονός ότι ενώ είχε ισχυριστεί πως στη δικαστική διαδικασία που έλαβε χώρα στην Ελλάδα είχε ένσταση να καταθέσει ως μάρτυρας ο δικηγόρος κ XXXXX Κληρίδης και άλλα πρόσωπα, χωρίς προηγουμένως να έχουν εξασφαλιστεί οι οικονομικές του απαιτήσεις για τις υπηρεσίες που κατ΄ ισχυρισμόν είχε προσφέρει, τελικά τόσο ο κ Κληρίδης όσο και τα άλλα πρόσωπα, έδωσαν μαρτυρία στη δίκη που εκκρεμούσε στην Ελλάδα πριν από την υπογραφή της επίδικης συμφωνίας. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει το Πρωτόδικο Δικαστήριο «Τόσο η μαρτυρία του κ Κληρίδη όσο και η μαρτυρία των κκ Κουλέτση και Μαρνέρου είχαν προηγηθεί κατά αρκετούς μήνης της ημερομηνίας αυτής (πρόκειται να την ημερομηνία σύναψης της επίδικης συμφωνίας). Επομένως, διαψεύδεται έτσι ο κ Σταματίου ο οποίος δήλωσε πως με την υπογραφή της εν λόγω συμφωνίας που θα κατοχύρωνε την δήθεν αμοιβή του υπολογιζόμενη σε 12% επί του προϊόντος της αγωγής, θα απέσυρε την ένσταση του στο να καταθέσει ο κ Κληρίδης και εφόσον δεν θα κατέθετε πλέον ο ίδιος ως μάρτυρας στη δίκη. Μάλιστα, ενώ είχε από τις 3.2.1999 ζητήσει από τον εναγόμενο, με την επιστολή του τεκμήριο 13, να γινόταν συμβόλαιο πριν έδινε οποιαδήποτε στοιχεία στους δικηγόρους σε σχέση με τη δικαστική διένεξη της DCC. Εντούτοις, δόθηκε η μαρτυρία χωρίς να έχει προηγηθεί η υπογραφή της επίδικης συμφωνίας αν και θεωρείτο αυτό «κεφαλαιώδους σημασίας» για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων του κ Σταματίου. Δεν εδόθη οποιαδήποτε εξήγηση κατά την κυρίως εξέταση γι΄ αυτή την αντινομία». Ούτε φαίνεται να έπεισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο ο κ Σταματίου όταν ισχυρίστηκε ότι της γραπτής συμφωνίας προηγήθηκε η σύναψη προφορικής συμφωνίας, χωρίς να διευκρινίζει ποια ήταν τα συμβαλλόμενα μέρη στην κατ΄ ισχυρισμόν προφορική συμφωνία. Το ίδιο ισχύει και για τον ισχυρισμό του ότι «δέχθηκα εισήγηση του κ Κληρίδη η συμφωνία να γίνει στο όνομα της δικής του προσωπικής εταιρείας και να την υπογράψει ο ίδιος σαν Διευθυντής της και τα ποσά που θα εισπράξει να μου τα δώσει σε αντάλλαγμα όλων που ανέφερα πιο πάνω και που έδωσα στην DCC και κ Φωτιάδη».
Η Εφεσείουσα θεωρεί ότι κακώς το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αναξιόπιστο τον κ xxx Σταματίου. Ως γνωστό, η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι έργο του Πρωτόδικου Δικαστηρίου και όχι του Εφετείου. Αυτός που είδε και άκουσε τους μάρτυρες είναι ο Πρωτόδικος Δικαστής ο οποίος είναι και ο κατ΄ εξοχήν αρμόδιος να προβεί σε ευρήματα αξιοπιστίας στα οποία η παρέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται μόνο για συγκεκριμένους λόγους, που δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε. Εδώ, το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας συσχέτισε τη μαρτυρία εκάστου μάρτυρα και με το σύνολο της μαρτυρίας που αφορούσε στα κρίσιμα σημεία της. Απέρριψε για πολλούς και για καλούς λόγους, κάποιους από αυτούς έχουμε ήδη παραθέσει πιο πάνω, ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία του κ xxx Σταματίου. Για τη μαρτυρία του Εφεσίβλητου, την οποία επίσης σχολιάζει, κάνει ειδική αναφορά. Αποδέχεται τη θέση του ότι πίσω από την επίδικη συμφωνία, κρυβόταν δικηγορική αμοιβή και όχι απαίτηση του κ xxx Σταματίου και κατ΄ ισχυρισμόν υπηρεσίες αυτού. Να σημειώσουμε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο παραθέτει και εδώ πειστικούς λόγους γιατί αποδέχεται αυτό το μέρος της μαρτυρίας του Εφεσίβλητου.
Έχουμε μελετήσει πολύ προσεκτικά την πρωτόδικη απόφαση, και ειδικότερα το μέρος που αφορά στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, προσεγγίζοντας την απόφαση ως ενιαίο σύνολο. Δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα κριτήρια κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας. Συνεπώς, δεν διαπιστώνουμε να υπάρχει λόγος που να δικαιολογεί την παρέμβαση μας σε σχέση με τον τρόπο που το Πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τους μάρτυρες για ανατροπή των ευρημάτων αξιοπιστίας και των γεγονότων στα οποία το Πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη.
Οι πιο πάνω λόγοι έφεσης είναι αβάσιμοι και απορρίπτονται.
Με τον 4ο λόγο έφεσης η Εφεσείουσα αναφέρει πως ακόμη και στην περίπτωση που το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η επίδικη συμφωνία αφορούσε σε δικηγορική αμοιβή, τότε θα έπρεπε να είχε εκδώσει απόφαση υπέρ της. Όπως καταγράφεται στην αιτιολογία του συγκεκριμένου λόγου έφεσης «Το είτε αφορούσε υπηρεσίες τρίτου για λογαριασμό του οποίου έγινε η συμφωνία είτε αφορούσε δικηγορική αμοιβή ουδόλως αλλοιώνει την υποχρέωση του Εναγομένου να τηρήσει τη συμφωνία που υπέγραψε και να καταβάλει τα συμφωνηθέντα στην Ενάγουσα». Δεν συμφωνούμε. Κατ΄ αρχάς υιοθέτηση των πιο πάνω θέσεων, θα συνιστούσε εκτροχιασμό από τη δικογραφημένη θέση της Εφεσείουσας η οποία ρητά είχε αναφέρει στην Απάντηση στην Υπεράσπιση ότι οι αγωγές «δεν έχουν σχέση με δικηγορική αμοιβή αφού η Εφεσείουσα δεν είναι δικηγόρος». Συνεπώς, πως θα ήταν δυνατό να επιδικαστούν στην Εφεσείουσα τα αξιούμενα ποσά ως δικηγορική αμοιβή, όταν αυτή ουδέποτε αξίωσε με τις δύο συνενωμένες αγωγές δικηγορική αμοιβή και ουδέποτε ισχυρίστηκε ότι πίσω από την επίδικη συμφωνία κρυβόταν ο δικηγόρος κ XXXXX Κληρίδης και/ή άλλοι δικηγόροι και/ή σύμβουλοι. Επαναλαμβάνουμε, πως ο κ XXXXX Κληρίδης ουδέποτε κατέθεσε ως μάρτυρας στα πλαίσια των δύο συνενωμένων αγωγών, και συνεπώς ουδέποτε ισχυρίστηκε ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επίδικη συμφωνία, την οποία ο ίδιος υπέγραψε, αφορούσε σε δικηγορική αμοιβή του ιδίου και συνεργατών του. Ούτε είναι δυνατό να εξετάζεται τώρα κατά πόσο «Συμφωνία συναρτώμενη στο αποτέλεσμα εκδίκασης υπόθεσης είναι νόμιμη προς όφελος του δικηγόρου νοουμένου ότι το ποσοστό δεν είναι παράλογο», ως η θέση της Εφεσείουσας.
Ο 4ος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Με τον 5ο και 8ο λόγο έφεσης η Εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι κακώς το Πρωτόδικο Δικαστήριο είχε δεχθεί εξωγενή μαρτυρία για να διαπιστώσει την πραγματική φύση της συμφωνίας. Ισχυρίζεται ακόμη ότι ο Εφεσίβλητος εμποδιζόταν «να αμφισβητήσει την ύπαρξη ανταλλάγματος και δεν συνέτρεχε οποιοσδήποτε λόγος αποδοχής εξωγενούς μαρτυρίας επί του θέματος».
Δεν συμφωνούμε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να μην επιτρέψει να προσκομισθεί μαρτυρία σε σχέση με τις κατ΄ ισχυρισμόν προσφερθείσες υπηρεσίες, επειδή κάτι τέτοιο απαγορευόταν από την ίδια τη συμφωνία. Να υπενθυμίσουμε ότι τα Δικαστήρια μας δεν εφαρμόζουν συμβάσεις οι οποίες ρητά ή εξυπακουόμενα απαγορεύονται από το Νόμο (White v. Α.Ε.Κ. κ.α. (2007) 1(Β) ΑΑΔ, 742). Να σημειώσουμε ακόμη πως εδώ δεν προσκομίστηκε μαρτυρία για να αποδειχθεί ότι η φύση των υπηρεσιών ήταν άλλη από αυτή που καταγράφεται στη συμφωνία, αφού στη συμφωνία δεν αποκαλύπτεται η φύση των κατ΄ ισχυρισμόν προσφερθεισών υπηρεσιών. Με δεδομένο ότι ο Εφεσίβλητος αμφισβήτησε το νόμιμο της συμφωνίας, ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε μαρτυρία τόσο για το τι αυτή αφορούσε όσο και σε σχέση με τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες αυτή είχε συναφθεί. Εν πάση περιπτώσει, να υπενθυμίσουμε πως αυτή που πρώτη επεδίωξε να προσκομίσει, και προσκόμισε, μαρτυρία για να αποδείξει τη φύση των υπηρεσιών, οι οποίες δεν αποκαλύπτονταν στην επίδικη συμφωνία, ήταν η ίδια η Εφεσείουσα. Συνεπώς, δεν είναι ορθό να υποστηρίζει τώρα πως ο Εφεσίβλητος δεν μπορούσε να προσκομίσει μαρτυρία για να αντικρούσει την μαρτυρία που η ίδια η Εφεσείουσα είχε προσκομίσει σε σχέση με τη φύση των υπηρεσιών.
Ως εκ τούτου, ο 5ος και ο 8ος λόγος έφεσης είναι αβάσιμοι και απορρίπτονται.
Με τον 7ον λόγο έφεσης η Εφεσείουσα αναφέρει ότι «Το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι δεν είχε locus standi στις δύο αγωγές είναι λανθασμένος». Να υπενθυμίσουμε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελ. 56 της απόφασης του αναφέρει ότι «.. Αλλά, η απαίτηση της Ενάγουσας και η μαρτυρία την οποία έχει προσφέρει για την απόδειξη της αφορά σε υπηρεσίες τις οποίες ο κ. Σταματίου είχε δήθεν προσφέρει στην DCC. Η απαίτηση αυτή και η ανάλογη μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα έχουν απορριφθεί για τους λόγους που αναφέρονται προηγουμένως».
Συνάγεται από τα πιο πάνω, ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέρριψε τις δύο αγωγές γιατί η Εφεσείουσα δεν είχε locus standi σ΄ αυτές, αλλά γιατί η μαρτυρία που προσκόμισε για απόδειξη των υπηρεσιών είχε κριθεί αναξιόπιστη. Μάλιστα βρήκε ότι η επίδικη συμφωνία «. χρησιμοποιήθηκε ως δούρειος ίππος για συγκάλυψη της αλήθειας που είναι ότι το ποσοστό του 12% το οποίο προβλέπεται σ΄ αυτήν, στην πραγματικότητα αφορά δικηγορική αμοιβή του δικηγόρου κ XXXXX Κληρίδη και των συνεργατών του, δικηγόρων της DCC στην Αθήνα». Ως εκ τούτου, δεν χρειάζεται να εξετάσουμε κατά πόσο, σε περίπτωση που η μαρτυρία που είχε προσκομίσει η Εφεσείουσα ήταν αξιόπιστη, αυτή θα ενομιμοποιείτο να εξασφαλίσει στο όνομα της απόφαση για τα αξιούμενα ποσά.
Και αυτός ο λόγος έφεσης είναι αβάσιμος και απορρίπτεται. Το ίδιο ισχύει και για τον 6ο λόγο έφεσης, ο οποίος έχει συνάφεια με τον 7ο λόγο έφεσης.
Ο 16ος και τελευταίος λόγος έφεσης, αφορά στην απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να καταδικάσει την αποτυχούσα Εφεσείουσα στα έξοδα. Είναι η θέση της πως δεν έπρεπε να καταδικαστεί στα έξοδα «γιατί στην παρανομία εν γνώσει του συμμετείχε και ο Εναγόμενος».
Να επαναλάβουμε ότι η επιδίκαση εξόδων στον επιτυχόντα διάδικο αποτελεί τον κανόνα. Η έκδοση διαφορετικής διαταγής δικαιολογείται μόνο εκεί όπου υπάρχουν καλοί λόγοι. Ως ελέχθη, η Εφεσείουσα ουδέποτε ισχυρίστηκε ότι η επίδικη συμφωνία, με τις συγκεκριμένες πρόνοιες, αφορούσε σε δικηγορική αμοιβή και κατ΄ επέκταση ουδέποτε κάλεσε το Πρωτόδικο Δικαστήριο να αποφανθεί κατά πόσο τέτοια συμφωνία είναι νόμιμη ή όχι. Τουναντίον, προώθησε αξιώσεις για κατ΄ ισχυρισμόν παροχή άλλων υπηρεσιών εκ μέρους του κ xxx Σταματίου, κάτι που τελικά δεν κατάφερε να αποδείξει. Από την άλλη, ο Εφεσίβλητος ουδέποτε αξίωσε θεραπεία κατ΄ επίκληση της συγκεκριμένης συμφωνίας. Με αυτά τα δεδομένα, δεν βλέπουμε γιατί το Πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε, απορρίπτοντας τις δύο αγωγές, να είχε αποστεί από τον κανόνα. Ούτε βρίσκουμε ότι εδώ είχε υποχρέωση να ακούσει τους διαδίκους στο θέμα των εξόδων πριν αποφασίσει, ως η θέση της Εφεσείουσας. Τα γεγονότα στη βάση των οποίων κλήθηκε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια στο θέμα των εξόδων, υπήρχαν στην τελική του ετυμηγορία.
Και αυτός ο λόγος έφεσης είναι αβάσιμος και απορρίπτεται.
Εν κατακλείδι, όλοι οι λόγοι έφεσης, το περιεχόμενο των οποίων έχουμε θέσει ενώπιον μας, είναι αβάσιμοι. Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα προς όφελος του Εφεσίβλητου και εναντίον της Εφεσείουσας, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
/ΕΑΠ. Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.