ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Μαλαχτός, Χάρης Σωκράτους, Δώρα Γ.Γεωργίου, (κα) με Μ.Μιλτιάδου, (κα), για Κ.Χρυσοστομίδη amp;amp;amp; Σια ΔΕΠΕ, για τον εφεσείοντα Αχ.Αιμιλιανίδης με Ειρ.Μιχαήλ (κα), για την εφεσίβλητη CY DOD Κύπρος Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο 2021-10-20 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΤΣΑΓΚΑΡΙΔΗΣ v. ΑΝΤΩΝΙΟΥ, ΄Εφεση Αρ. 40/2018, 20/10/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:DOD:2021:26

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(΄Εφεση Αρ. 40/2018)

 

20 Οκτωβρίου, 2021

 

[Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,  Χ.ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

xxx ΤΣΑΓΚΑΡΙΔΗΣ

Εφεσείων

και

xxx ΑΝΤΩΝΙΟΥ

Εφεσίβλητη

_ _ _ _ _ _

Γ.Γεωργίου, (κα) με Μ.Μιλτιάδου, (κα), για Κ.Χρυσοστομίδη & Σια ΔΕΠΕ, για τον εφεσείοντα

Αχ.Αιμιλιανίδης με Ειρ.Μιχαήλ (κα), για την εφεσίβλητη

 

_ _ _ _ _ _

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την

Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

----------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Με βάση κοινά αποδεκτά γεγονότα οι διάδικοι συζούσαν από τον Γενάρη του 1998, αρραβωνιάστηκαν τον Απρίλη του ιδίου έτους και το 2000 τέλεσαν το γάμο τους από τον οποίο απέκτησαν 4 παιδιά.  Η διάσταση στην έγγαμη σχέση παρατηρήθηκε το Μάη του 2011 και τελικά ο γάμος τους λύθηκε το 2013. 

 

Η διαδικασία πρωτοδίκως αφορούσε αίτηση περιουσιακών διαφορών με αριθμό 38/14, του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, του εφεσείοντα/αιτητή εναντίον της εφεσίβλητης/καθ΄ης η αίτηση. 

 

Μετά την ακρόαση της υπόθεσης το Δικαστήριο εξέδωσε στις 5.10.2018 την εκκαλούμενη απόφαση.  Κατόπιν ευρημάτων που αφορούσε την αξιοπιστία εκ της δοθείσας μαρτυρίας (δηλαδή τη μαρτυρία των διαδίκων και αριθμού άλλων μαρτύρων), όπως επίσης και ανάλυση της νομικής πτυχής, κυρίως του άρθρου 14 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991, Ν.232/91 (o Nόμος) και της σχετικής νομολογίας, κατέληξε ότι μπορεί να τύχει εφαρμογής το τεκμήριο εκ του άρθρου 14(2) και ως εκ τούτου ο εφεσείων εκρίθη ότι δικαιούται επί της ακίνητης περιουσίας το 1/3, ήτοι επί του ποσού των €177,050, το ποσό των €59,016.  Επί της κινητής περιουσίας εκρίθη ότι ο εφεσείων δικαιούται την απόδοση εκ μέρους της εφεσίβλητης του ποσού των €60,000 που αποτελεί το ήμισυ του χρηματικού ποσού που έλαβαν οι διάδικοι ως δώρα από το γάμο τους, πλην όμως του ποσού των €4,245 το οποίο ο εφεσείων είχε αποδεχθεί ότι είχε οικειοποιηθεί.  Ως αποτέλεσμα εξεδόθη απόφαση υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον της εφεσίβλητης για ποσό €114,771 (δηλαδή 59.016 συν  60.000 πλην 4.245), πλέον τόκους και έξοδα.

 

Στη συνέχεια, θα καταγραφεί επίσης σύνοψη των σχετικών ευρημάτων του Δικαστηρίου, ώστε στη συνέχεια να εξεταστούν ευχερέστερα οι σχετικοί λόγοι έφεσης και αντέφεσης. 

«- Στις 16/1/1998 οι διάδικοι άνοιξαν κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς (τεκμ. 23).

-      Στις 10/2/1998 αγοράστηκε το επίδικο οικόπεδο στο όνομα της Καθ' ης η αίτηση και του πατέρα της (τεκμ. 33).

- Το αναφερόμενο οικόπεδο ενεγράφη στο όνομα της Καθ' ης η αίτηση και του πατέρα της κατά 1/2 μερίδιο στις 23/3/1998 (τεκμ. 3).

-      Τον Απρίλιο του 1998 οι διάδικοι αρραβωνιάστηκαν.

Για την εξασφάλιση του δανείου για απόκτηση του μεριδίου επί του οικοπέδου ενεγράφη στις 24/8/1998 υποθήκη για το ποσό των ΛΚ 20.000 προς όφελος του ΣΤΑΚ (τεκμ. 2).

-      Την 1/7/2000 οι διάδικοι τέλεσαν τον γάμο τους.

-      Οι διάδικοι από τον Γενάρη του 1998 μέχρι τον Οκτώβριο του 2010 διέμεναν σε υποστατικό των γονέων της Καθ' ης η αίτηση.

- Η ανοικοδόμηση της επίδικης κατοικίας άρχισε το 2002 και σταμάτησε το 2004 και συνεχίστηκε περί το 2009.

-      Οι διάδικοι μετακόμισαν στη συζυγική κατοικία τον Οκτώβριο του 2010.

-      Οι διάδικοι από τον γάμο τους απέκτησαν τέσσερα παιδιά, το πρώτο τον Αύγουστο του 2001 και το τελευταίο τον Μάιο του 2009.

-      Η διάσταση των διαδίκων επήλθε τον Μάιο του 2011.

-      Για την απόκτηση του μεριδίου της Καθ' ης η αίτηση επί του οικοπέδου συνάφθηκε δάνειο στο Συνεργατικό Ταμιευτήριο Αστυνομικών Κύπρου (ΣΤΑΚ) στο όνομα της Καθ' ης η αίτηση για ΛΚ 14.000 (τεκμ. 5).

-      Από τον λογαριασμό του δανείου (τεκμ. 5) η Καθ' ης η αίτηση έκανε κατά διάφορες ημερομηνίες διάφορες αναλήψεις χρημάτων.

- Πριν την εξόφληση του δανείου (τεκμ. 5) συνάφθηκε νέο δάνειο στη ΣΠΕ Κυπερούντας στο όνομα του Αιτητή (τεκμ. 6) για το ποσό των ΛΚ 19.300.

-      Ακολούθησε η σύναψη 5 άλλων δανείων στη ΣΠΕ Κυπερούντας στο όνομα του Αιτητή (τεκμ. 6-τεκμ. 11) για την περίοδο από 6/7/2002 μέχρι 4/10/2003 για ποσά από ΛΚ 29.000 μέχρι ΛΚ 75.000. Όπως, δε, φαίνεται από τα αναφερόμενα τεκμήρια τα δάνεια ήταν για οικιστικούς σκοπούς.                    

-      Στη συνέχεια συνήφθησαν κι άλλα δάνεια στη ΣΠΕ Κυπερούντας, στο όνομα της Καθ' ης η αίτηση (τεκμ. 12) καθώς επίσης στο όνομα και των δύο διαδίκων (τεκμ. 13-τεκμ. 16), για την περίοδο από 26/10/2009 μέχρι 15/10/2010 για ποσά από €22.000 μέχρι €210.000.

-      Η αξία του οικοπέδου κατά τον χρόνο της διάστασης ήταν €256.320 (τεκμ. 4).

-      Ο Αιτητής διεκδικεί το ½  επί του αναφερόμενου οικοπέδου αφού το υπόλοιπο ½ ήταν δωρεά από τον πατέρα της Καθ' ης η αίτηση.

-      Η αξία της επίδικης κατοικίας κατά τον χρόνο της διάστασης ήταν €318.890 (τεκμ. 4).

-      Στις 24/8/1998 ενεγράφη και το ½ μερίδιο επ' ονόματι της Καθ' ης η αίτηση δυνάμει δωρεάς από τον πατέρα της, με αποτέλεσμα η Καθ' ης η αίτηση να καταστεί η ιδιοκτήτης ολόκληρου του ακινήτου.

-      Οι διάδικοι διατηρούσαν κατάθεση 12μηνης προειδοποίησης στη ΣΠΕ Κυπερούντας (αρ. λογαριασμού xxxx389) για το ποσό των €140.000 (τεκμ. 17) ποσό το οποίο ήταν δεσμευμένο ως μία από τις εξασφαλίσεις του δανείου και το οποίο ποσό διατηρείτο μέχρι τον χρόνο της διάστασης.

-      Ο Αιτητής, κατά τους ουσιώδεις χρόνους διατηρούσε προσωπικούς λογαριασμούς στη ΣΠΕ Τροόδους, ένα τρεχούμενο (τεκμ. 19) και ένα όψεως (τεκμ. 20). Ο λογαριασμός όψεως χρησιμοποιείτο για να καλύπτει τις χρεώσεις του τρεχούμενου λογαριασμού.

-      Ο Αιτητής εργαζόταν σε ιδιωτική εταιρεία με ετήσιες απολαβές από το 1996 (ΛΚ 5.701) μέχρι και το 2011 (€35.988) (τεκμ. 21) ενώ για τις καθαρές απολαβές του κατά την περίοδο από το 1998 μέχρι 2011 προσκομίσθηκε σχετικό αποδεικτικό (τεκμ. 22).

-      Οι διάδικοι διατηρούσαν κοινό λογαριασμό (βιβλιαράκι) στο ΣΤΑΚ (τεκμ. 23-τεκμ. 24(Γ)). Σ' αυτό τον λογαριασμό κατατίθετο κάποιες φορές και ο μισθός του Αιτητή ή διάφορα φιλοδωρήματα του Αιτητή και πήγαιναν στην αποπληρωμή των δανείων (ως η παραδοχή της Καθ' ης η αίτηση στην αντεξέτασή της).

-      Στις 9/9/13 ο λογαριασμός του κοινού δανείου στη ΣΠΕ Τροόδους των διαδίκων είχε υπόλοιπο μηδέν (τεκμ. 30).

-      Για την ανοικοδόμηση της επίδικης κατοικίας έγιναν δάνεια ως διαφαίνεται από τα τεκμήρια 6-16.

-      Τόσο ο Αιτητής όσο και ο πατέρας της Καθ' ης η αίτηση πρόσφεραν προσωπική εργασία στην επίδικη κατοικία.

 -     Καθ' όλους τους ουσιώδεις χρόνους η Καθ' ης η αίτηση εργαζόταν και είχε εισοδήματα (τεκμ.36).

- Η συνεισφορά του Αιτητή στη δημιουργία της επίδικης ακίνητης περιουσίας συνίσταται σε καταβολή χρημάτων από τους μισθούς του για την αποπληρωμή σχετικών δανείων, από προσωπική του εργασία στην ανοικοδόμηση της κατοικίας από τους πιστωτικούς τόκους κοινών τους γραμματίων, από καταβολή χρημάτων για συντήρηση της οικογένειας.

-      Κατά τον χρόνο της διάστασης τα στεγαστικά δάνεια ανέρχονταν στο ποσό των €275.804, δηλαδή €175.804 στη ΣΠΕ Κυπερούντας (τεκμ. 16) και €100.000 στο ΣΤΑΚ (τεκμ. 38).

Η Καθ' ης η αίτηση πρόβαλε τον ισχυρισμό της για την ύπαρξη δύο δανείων στην υπεράσπισή της (παράγρ. 21Β), ο Αιτητής στην απάντηση στην υπεράσπιση (παράγρ. 14) απλά αρνήθηκε το περιεχόμενο της παραγράφου αυτής, αποδεχόμενος, ωστόσο, την ύπαρξη του δανείου των €175.000, η Καθ' ης η αίτηση στη γραπτή της δήλωση (παράγρ. 17 και 18) έκανε αναφορά στα δάνεια καθώς επίσης αντεξετάστηκε επ' αυτών και ειδικότερα για το δάνειο των €100.000 ανάφερε ότι αυτό συνήφθη στις 14/10/2010.

Η θέση της επί των δανείων κρίνεται ως αληθινή, τα τεκμήρια την υποστηρίζουν γι' αυτό και γίνεται αποδεκτή η ύπαρξη των δύο αναφερόμενων οικιστικών δανείων κατά τον χρόνο της διάστασης.

 

Όμως, για σκοπούς της απόφασης λήφθηκε το ποσό των €270.000 αφού η μαρτυρία της Καθ' ης η αίτηση επ' αυτού τη δεσμεύει».

 

Πριν την παράθεση των λόγων έφεσης κρίνουμε σκόπιμο να καταγράψουμε το ως άνω άρθρο 14 του Νόμου, που αφορά το αγώγιμο δικαίωμα των διαδίκων.

«Αξίωση συμμετοχής σε περιουσία».

14.-(1) Σε περίπτωση που ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί, ή σε περίπτωση διάστασης των συζύγων, και η περιουσία του ενός συζύγου έχει αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσο συνέβαλε με οποιοδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να εγείρει αγωγή στο Δικαστήριο και να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή.

(2) Η συνεισφορά του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη συνεισφορά.

(3) Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν:

(α) Από δωρεά, κληρονομιά, κληροδοσία ή άλλη χαριστική αιτία

(β) με διάθεση περιουσίας που αποκτήθηκε με τις αναφερόμενες στην παράγραφο (α) αιτίες».

Οι έννοιες «περιουσία» και «συνεισφορά» εξηγούνται στο άρθρο 2 του ιδίου Νόμου ως εξής:

«περιουσία» σηµαίνει την κινητή και ακίνητη ιδιοκτησία η οποία αποκτήθηκε πριν από το γάµο µε την προοπτική του γάµου ή οποτεδήποτε µετά τη σύναψη του γάµου από οποιοδήποτε από τους συζύγους. 

 

«συνεισφορά» σηµαίνει την οποιασδήποτε µορφής συνεισφορά των συζύγων στην απόκτηση ή τη δηµιουργία περιουσίας και περιλαµβάνει τη φροντίδα της οικογενειακής εστίας και των µελών της οικογένειας.

 

Tα άρθρα αυτά έτυχαν πλούσιας νομολογιακής επεξεργασίας, όπως στις υποθέσεις Ορφανίδη ν. Ορφανίδη (1998)1 ΑΑΔ 179, Βαρνάβα ν. Καλλιτσιώνη, (2014)1 ΑΑΔ 1271, ECLI:CY:DOD:2014:12, καθώς και σε άλλες.

 

Στην ως άνω υπόθεση Ορφανίδη αναφέρθηκε ότι  το κριτήριο για απόκτηση μεριδίου με βάση το ως άνω άρθρο είναι αντικειμενικό και είναι εκείνο της συνεισφοράς.  Πρέπει δε να συντρέχουν τρεις προϋποθέσεις (α)  η διάσταση της σχέσης, (β)  η διαπίστωση της αύξησης της περιουσίας του ενός συζύγου και (γ) η συνεισφορά του άλλου συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του πρώτου, η προέλευση της αύξησης και η συνάρτηση της με τη συνεισφορά του έτερου των συζύγων στην πραγμάτωσή της, όπως χαρακτηριστικά τίθεται στην Ορφανίδη.

 

Στην υπόθεση Κυριάκου ν. Παυλιντήρη (2011)1 ΑΑΔ 1873, έχουν αναφερθεί τα ακόλουθα:

«Στην υπόθεση Παπαϊωάννου κ.ά. v. Παπαϊωάννου κ.ά. (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 656, συζητήθηκε σε έκταση, από την πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η έννοια του όρου συνεισφορά, όπως αυτή ρυθμίζεται στον περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου, του 1991, Ν.232/91, («ο Νόμος») και ιδιαιτέρως η προσπάθεια φιλελεύθερης ερμηνείας των διατάξεων του παρόντος νόμου που στόχο έχουν την παροχή αφενός μεν θεραπείας προς ένα διάδικο και την παράλληλη επιδίωξη περιορισμού της βλάβης που μπορεί να υποστεί ο έτερος σύζυγος ως αποτέλεσμα της διακοπής της εγγάμου σχέσης, στη διάρκεια της οποίας αποκτήθηκε περιουσία ή επήλθε επαύξηση της. Στην ίδια διάταξη του νόμου και αναφερόμαστε στο εδάφιο 3 του Άρθρου 14 η αυτοτέλεια της περιουσίας των συζύγων διατηρείται. Ταυτοχρόνως, με βάση το Άρθρο 16 λαμβάνεται μεν υπόψη κατά την επιδίκαση του ποσού η παραχωρηθείσα δωρεά, αλλά όπως τονίστηκε στην υπόθεση Παπαϊωάννου κατά τον συνυπολογισμό των δωρεών που έγιναν κατά τη διάρκεια του γάμου η κυριότητα των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων διατηρείται από το δωρεοδόχο. Είναι η αξία των περιουσιακών στοιχείων που λαμβάνεται υπόψη ευθέως, για τον προσδιορισμό της αξίωσης του ενός των συζύγων έναντι του άλλου. Στο σημείο αυτό παρεμβάλλουμε το γεγονός ότι υπάρχει ήδη μεταβίβαση του ½ μεριδίου του ακινήτου στην εφεσείουσα πριν από τη διάσταση. Η όλη φιλοσοφία του Νόμου, όπως ερμηνεύτηκε σε σειρά αποφάσεων και αναφερόμαστε στην υπόθεση Ορφανίδης v. Ορφανίδη (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 179 και Παπαϊωάννου (που αναφέραμε πιο πάνω), είναι ότι η αξίωση για ύπαρξη συνεισφοράς δεν αγγίζει την ιδιοκτησία του επιμέρους περιουσιακού στοιχείου αλλά είναι μια ενοχική αξίωση».

 

Στη Σοφοκλέους ν. Σοφοκλέους (2005)1 ΑΑΔ 1033 τονίστηκε πως:

«Η αύξηση της περιουσίας υπολογίζεται στη βάση της διαφοράς της αξίας της κατά το χρόνο του διαζυγίου ή της διάστασης και της αξίας που είχε όταν αποκτήθηκε. Στη διαπίστωση αυτής της αξίας λαμβάνονται βεβαίως υπόψη και οι οικονομικές υποχρεώσεις του ιδιοκτήτη της»

 

Όπως παρατηρείται πρωτοδίκως, ήταν αποδεκτό από την εφεσίβλητη ότι επήλθε αύξηση στην περιουσία της, εκείνο που αμφισβητείτο ήταν ο καθορισμός της συμβολής του εφεσείοντα. 

 

Η δε πρωτόδικη απόφαση ασχολήθηκε επί μακρόν για το οικόπεδο που αγοράσθηκε το 1990 και εάν αυτό έγινε με «προοπτική του γάμου» καθώς και την ανεγειρόμενη οικοδομή ως της συζυγικής οικίας στο πλαίσιο των εισοδημάτων και δανείων των διαδίκων, ως άνω.

 

Η εκκαλούμενη απόφαση προσβάλλεται με τους ακόλουθους λόγους έφεσης:  Το  πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και χωρίς να αξιολογήσει ορθά την ενώπιον του μαρτυρία και ή κατά παράβαση του ως άνω Νόμου και Κανονισμού «αποφάσισε ότι δεν αποδείχθηκε το ύψος της συνεισφοράς του εφεσείοντα και εφάρμοσε εσφαλμένα το τεκμήριο του άρθρου 14(2) του Ν.232/91 που καθορίζει το ύψος της συνεισφοράς στο 1/3 της αξίας της αυξηθείσας ακίνητης περιουσίας»  (1ος λόγος έφεσης), εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο  δεν έλαβε υπόψη και δεν αποδέχθηκε τη θέση του εφεσείοντα ότι το ύψος της συνεισφοράς του ανέρχεται στα 2/3 στην αύξηση της ακίνητης περιουσίας και λανθασμένα αποφάσισε ότι το ύψος της συνεισφοράς του ανέρχεται στο κατά τεκμήριο 1/3 και λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη του την παραδοχή της εφεσίβλητης, ότι ο εφεσείων δικαιούται το ½ τόσο της κινητής όσο και της ακίνητης περιουσίας (2ος λόγος έφεσης), το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφορικά με το γραμμάτιο των €140,000 εσφαλμένα κατά νόμο και κατά μαρτυρία δεν έλαβε υπόψη του ότι η εφεσίβλητη παραδέχτηκε την ανάληψη διαφόρων ποσών, μετά τη διάσταση το Μάιο του 2011, ποσά τα οποία θα έπρεπε να προστεθούν στο ποσό των €140,000 και μετά να αποδοθεί στον εφεσείοντα το ½ του συνόλου (3ος λόγος), εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ότι η εφεσίβλητη παραδέχτηκε ότι κατέθετε κάθε μήνα μόνιμες αποταμιεύσεις, αποκόπτοντας τις από το μισθό της στο Συνεργατικό Ταμιευτήριο Αστυνομικών Κύπρου, (4ος λόγος), εσφαλμένα επίσης κατά νόμο και κατά μαρτυρία  αποφάσισε ότι ο εφεσείων δεν δικαιούται σε οποιοδήποτε ποσό επί του γραμματίου των €5.000 (5ος λόγος) και τέλος, εσφαλμένα κατά νόμο και κατά μαρτυρία δεν έλαβε υπόψη του το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η εφεσίβλητη παραδέχθηκε ότι ο εφεσείων δικαιούται ποσό επί της αύξησης της ακίνητης περιουσίας κατά πολύ μεγαλύτερου του 1/3 (6ος λόγος).

 

Η αντέφεση επίσης περιλαμβάνει 6 λόγους έφεσης, επί τω ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι δεν είχε δικογραφηθεί η θέση της εφεσίβλητης, ότι δημιουργήθηκε ανάγκη να αγοράσουν νέο οικόπεδο το 1998 (1ος λόγος αντέφεσης), ότι το Δικαστήριο έσφαλε νομικά, αφού δεν έκρινε αν το επίδικο οικόπεδο αγοράστηκε με την προοπτική του γάμου ώστε να αποφασίσει αν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας περιουσιακής διαφοράς, αλλά αποφάσισε με γνώμονα την αποπληρωμή του επίδικου οικοπέδου, απορρίπτοντας αναιτιολόγητα τη θέση της εφεσίβλητης και αναιτιολόγητα δεν έκαμε αποδεκτή τη θέση της για την πρόθεση και το σκοπό της απόκτησης του ακινήτου (2ος και 3ος λόγος αντέφεσης), ότι λανθασμένα αποφάσισε, πως μέρος της αγοράς υλικών για την ανέγερση της πρώην συζυγικής οικίας προέκυπτε από τον τρεχούμενο λογαριασμό του εφεσείοντα και δεν συνυπολόγισε τα ποσά που κατέβαλε ο πατέρας της εφεσίβλητης (4ος λόγος αντέφεσης), ότι λανθασμένα αποφάσισε ότι το ποσό που ο εφεσείων οικειοποιήθηκε ήταν το ποσό των €4,245 αντί το ποσό των €38,820 για να υπολογίσει τη συνεισφορά του στην αύξηση της κινητής περιουσίας της εφεσίβλητης (5ος λόγος αντέφεσης), προβάλλεται επίσης, λανθασμένη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου ως προς το ότι επεδίκασε έξοδα εναντίον της εφεσίβλητης ενώ το αποτέλεσμα της αντιδικίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επιτυχία του εφεσείοντα (6ος λόγος αντέφεσης).

 

Οι πρώτοι δύο λόγοι έφεσης έχουν ως κοινό πυρήνα τον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο αντίκρυσε τη δοθείσα μαρτυρία και το πώς κατέληξε στο συμπέρασμα εφαρμογής του τεκμηρίου του Νόμου, (άρθρο 14(2) ότι ο εφεσείων δεν δικαιούται συνεισφοράς πέραν του 1/3 της αξίας της αυξηθείσας περιουσίας.

 

Οι δύο αυτοί λόγοι συμπλέκονται τόσο με τη μαρτυρία που το Δικαστήριο αποδέχθηκε ή δεν αποδέχθηκε καθώς και τα συμπεράσματα του επί της μαρτυρίας αυτής.  Η σύμπλεξη αυτή που γίνεται από την πλευρά του εφεσείοντα δεν είναι επιτυχής, αφού για να πληγεί η μαρτυρία που αποδέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να είχε διαγνωσθεί ουσιωδώς εσφαλμένο έργο του ευπαίδευτου Δικαστή ως προς το έργο της αξιολόγησης.  Κάτι τέτοιο δεν παρατηρείται.  Στην πραγματικότητα ο εφεσείων επιχειρεί κυρίως να πείσει, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε ως υπολογίσιμο κριτήριο το ύψος του μισθού του κάθε διάδικου αφενός και τη σημασία που είχε η διατήρηση προσωπικών λογαριασμών των διαδίκων, αφετέρου.

 

Σ΄αυτό το πλαίσιο ο εφεσείων επικαλείται ομοίως τη σημασία κάποιων παραδοχών της εφεσίβλητης.  Αυτό διερευνάται και σε συνάρτηση με το δεύτερο λόγο έφεσης.

 

Μ΄όλο το σεβασμό, οι εισηγήσεις της πλευράς του εφεσείοντα γίνονται κατ΄απομόνωση του συνόλου της μαρτυρίας, που το πρωτόδικο Δικαστήριο - εξηγώντας αναλυτικά και θα έλεγε κανείς σχολαστικά - τα λεγόμενα, τις ενέργειες των διαδίκων, τη σημασία των μισθών και λογαριασμών σ΄ένα ευρύτερο πλαίσιο σχέσεων, ως όφειλε να κάνει κατά την εκτέλεση του καθήκοντος της αξιολόγησης της μαρτυρίας.  Ακριβώς, μη περιοριζόμενο σε λέξεις ή φράσεις τις οποίες, εν αντιθέσει, η πλευρά του εφεσείοντα ερμηνεύει μ΄ένα συγκεκριμένο, μονοδιάστατο τρόπο, ιδιαίτερα για τη σημασία των ούτω καλούμενων παραδοχών.  Συμφωνούμε με την πλευρά της εφεσίβλητης, ότι η παραδοχή της πως επί κάποιου μέρους της ακίνητης ιδιοκτησίας ο εφεσείων δικαιούται ½ μερίδιο, δεν θα μπορούσε να οδηγήσει, άνευ ετέρου, σε συμπέρασμα ότι ο τελευταίος δικαιούται το ίδιο ποσοστό για όλη την ακίνητη περιουσία, με δεδομένη μάλιστα την παράλληλη θέση πως ο εφεσείων «ουδεμία συνεισφορά είχε στην αγορά του οικοπέδου» και την εν γένει άρνηση της αξίωσης.  Με τα πιο πάνω απαντάται με παραπλήσιο τρόπο, ο τέταρτοςκαι έκτος λόγος έφεσης όπου επανέρχονται τα ίδια ή παρόμοια θέματα με διαφορετικό τρόπο.

 

Αναφορικά δε με τον τρίτο λόγο ομοίως, πλην εμμέσως, πλήττεται το έργο της αξιολόγησης ως προς την αποδοχή της θέσης της εφεσίβλητης, ότι το ποσό των €20,000 από τις €140,000 (κοινό γραμμάτιο) συνιστούσε δάνειο από τον πατέρα της.  Αβάσιμη είναι η θέση του εφεσείοντα για όλα τα εγερθέντα επί του λόγου αυτού σημεία.  Η αιτιολογία που δόθηκε πρωτόδικα για την αποδοχή των θέσεων της εφεσίβλητης ήταν και πλήρης και λογική. 

 

Παραμένει προς εξέταση ο 5ος λόγος έφεσης.

 

Εν τελευταία αναλύσει και ο λόγος αυτός άπτεται στην ουσία του, του τρόπου αξιολόγησης της μαρτυρίας και όπως έχουμε ήδη αναφέρει τίποτε απτό δεν προσφέρεται ώστε να κριθεί ότι, ο εφεσείων απέσεισε το βάρος που έχει να καταδείξει ουσιωδώς πλημμελή εκτέλεση του καθήκοντος του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  (Βλ. Σοφοκλή ν. Λεωνίδου (1993)1 ΑΑΔ 1003 και Φάρμα Ρένος Χ΄Ιωάννου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. DDB (Cyprus) Advertising Ltd, Πολ.εφ. 7/2013, 19.2.20), ECLI:CY:AD:2020:A67.

 

Παραμένει να εξεταστεί η αντέφεση.  Οι τρεις πρώτοι λόγοι, όπως υπέδειξε και ο κ.Αιμιλιανίδης, συπλέκονται και παρουσιάστηκαν ως «ενδιαφέρον και καινοφανές νομικό σημείο» ως προς την ερμηνεία του όρου κτήση περιουσίας πριν το γάμο με την προοπτική του γάμου (αρθ.2 του Νόμου). Με όλο το σεβασμό, για εμάς το θέμα είναι απλό και αφορά πρωταρχικά τη μη δικογράφηση τέτοιας θέσης από την πλευρά της εφεσίβλητης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε το θέμα όχι μόνο σε σχέση με το χρόνο απόκτησης του οικοπέδου αλλά ευρύτερα στη συμβολή του εφεσείοντα στην αποπληρωμή του δανείου, το οποίο έγινε για την απόκτηση του μεριδίου της εφεσίβλητης.  Και σ΄αυτό το πλαίσιο δέχθηκε τις θέσεις του εφεσείοντα ως θέμα αξιολόγησης μαρτυρίας, λαμβάνοντας υπόψη επιμέρους παραδοχές της εφεσίβλητης ως προς τα δάνεια και γενικά στη δικογραφία και τη μαρτυρία.  Παραθέτουμε μέρος της διεργασίας της σκέψης του πρωτόδικου Δικαστή, ως εξής:

«Η δικογραφημένη θέση της Καθ' ης η αίτηση όπως παρατέθηκε και πιο πάνω είναι ότι το οικόπεδο αγοράστηκε χωρίς ο Αιτητής να έχει καταβάλει «οποιαδήποτε χρήματα ή να έχει οποιαδήποτε συμμετοχή στην αγορά του» ούτε και υπήρξε «οποιαδήποτε συνεισφορά» του Αιτητή στην απόκτησή του.

 

Ωστόσο, στην αντεξέτασή της φαίνεται να παραδέχεται ότι τα δάνεια τεκμ. 5-16 έγιναν με σκοπό την αγορά του οικοπέδου και την ανέγερση της συζυγικής κατοικίας. Επίσης, σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την αντεξέτασή της:

«Ε. Άρα από τον κοινό σας λογαριασμό οι καταθετικοί τόκοι προς όφελος σας επηαίναν και πληρωνόταν το δάνειο Τεκμήριο 5, το οποίο είναι για την αγορά του οικοπέδου συμφωνείς;

Α. Ναι.»

Επίσης, στην επανεξέτασή της φαίνεται να αναγνωρίζει ότι στην αποπληρωμή του δανείου για την αγορά του οικοπέδου συνέβαλε και ο Αιτητής ως το ακόλουθο απόσπασμα:

«Ε. Άρα και το Τεκμήριο 5 με το οποίο αγοράστηκε το επίδικο οικόπεδο και το Τεκμήριο 9 με το οποίο αποπληρώθηκε, αποπληρώθηκε κυρίως από εσάς.

Α. Ναι.

Καταδεικνύεται από το μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ότι οι διάδικοι επέλεξαν να διάγουν όχι μόνο κοινό βίο (από Δεκέμβριο του 1997) αλλά και να ανοίξουν κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς. Συγκεκριμένα, στις 16/1/1998 άνοιξαν κοινό λογαριασμό στο ΣΤΑΚ με αρ. xxxxx80-4 (τεκμ. 23) και ένα άλλο λογαριασμό με αρ. xxxx068-2.

 

Φαίνεται να αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι για την εξασφάλιση του δανείου τέθηκε ως υποθήκη (αρ. Υ 9284/98) η οποία ενεγράφη στις 24/8/1998 για το ποσό των ΛΚ 20.000 και η οποία ακυρώθηκε στις 16/1/2003 (τεκμ. 2) καθ' ότι ενεγράφη νέα υποθήκη.

 

Έχω ικανοποιηθεί από το σύνολο της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον μου ότι για την αποπληρωμή του δανείου που έγινε με σκοπό την απόκτηση του μεριδίου της Καθ' ης η αίτηση επί του επίδικου ακινήτου, έχει συμβολή και ο Αιτητής. Από τα εισοδήματά του καταβάλλονταν χρηματικά ποσά για αποπληρωμή του δανείου.

 

Τα όσα αναφέρονται τόσο στη γραπτή κατάθεση της Καθ' ης η αίτηση (παράγρ. 6) αλλά και στη γραπτή κατάθεση του πατέρα της (παράγρ. 3) περί της πρόθεσης και του σκοπού αγοράς του επίδικου οικοπέδου δεν γίνονται αποδεκτά. Αλλά, ακόμα και να γίνονταν αποδεκτά δεν έχει επί του προκειμένου ιδιαίτερη σημασία ο σκοπός για τον οποίο αγοράστηκε το ακίνητό, αλλά σημασία έχει πώς πληρώθηκε το αντίτιμο για την αγορά του και από ποιον».

 

 

΄Ηταν θεμιτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να κρίνει ως ανωτέρω. Συνεπώς δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης μας.  Εφόσον δε, έχει κριθεί ως άνω, δεν θα μας απασχολήσει  θεωρητικά το θέμα ερμηνείας του σχετικού Νόμου.  Οι τρεις πρώτοι λόγοι αντέφεσης απορρίπτονται.  Αδικαιολόγητους θεωρούμε και τους λόγους αντέφεσης 4 και 5.

 

Όπως επανειλημμένα έχουμε αναφέρει, η έφεση δεν αποτελεί μια νέα ευκαιρία για επανεκτίμηση της μαρτυρίας από το Εφετείο.  Δυστυχώς κατά μεγάλο βαθμό και με κοινό τρόπο, αυτό επιζητείται εν προκειμένω τόσο στην έφεση όσο και στην αντέφεση.  Δεν είναι έργο του Εφετείου να «πάρει» - ας μας επιτραπεί ο όρος - κομμάτια του «παζλ» από την ογκώδη μαρτυρία που αφορούσε τόσες οικονομικές πτυχές, για να διαπιστώσει «σφάλματα» ή παραλείψεις» και στη βάση αυτή να εξάξει συμπεράσματα.  Το πρωτόδικο έργο κρίνεται σφαιρικά και δεν γίνεται επανεκτίμηση μαρτυρίας.  (Βλ. Ξιούρος ν. Κωνσταντίνου, εφ.7/2016, 5.12.2019 και Γεωργίου κ.ά. ν. Wideson Bros, πολ.έφ.269/13, 30.4.2020), ECLI:CY:AD:2020:A132.

 

΄Εχουμε εξετάσει και τον 6ο  λόγο αντέφεσης που αφορά ουσιαστικά το παράπονο της εφεσίβλητης για την επιδίκαση εξόδων της διαδικασίας εναντίον της.  Ο εφεσείων υπήρξε ο επιτυχών διάδικος.  Το γεγονός ότι δεν πέτυχε σ΄όλη την εμβέλεια της αξίωσης του δεν σημαίνει αναίρεση της αρχής ότι ο επιτυχών διάδικος δικαιούται τα έξοδα του, ειδικά στις περιστάσεις της υπόθεσης αυτής, όπου η εφεσίβλητη «πολέμησε» την αξίωση του σε μεγάλο βαθμό. Ο βαθμός επιτυχίας του έχει συνέπεια και σημασία στο ύψος των εξόδων αφού αυτό συναρτάται με την κλίμακα του επιδικασθέντος ποσού.  Οπότε ομοίως δεν βλέπουμε να χωρεί πεδίον επέμβασης μας.

 

Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει τόσο η έφεση όσο και η αντέφεση που είχαν ισάριθμους λόγους αποτυγχάνουν.  Η κοινή κατάληξη τους θεωρούμε, ότι θα πρέπει να μας οδηγήσει στο ότι δεν θα είναι ορθή η επιδίκαση εξόδων για καμία των πλευρών.  Συνεπώς, ουδεμία διαταγή για έξοδα.

 

                                            Δ.

 

                                            Δ.

 

                                            Δ.

 

                                           


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο