ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2021:A451
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 383/2014)
12 Οκτωβρίου, 2021
[Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στες]
KALLINIKA DEVELOPING LIMITED,
Εφεσείοντες/Καθ' ων η Αίτηση,
v.
1. xxx ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
2. xxx ΘΕΟΧΑΡΟΥΣ,
Εφεσίβλητων /Αιτητριών.
--------------------
Κώστας Χατζηκωστής, για Κώστας Π. Χατζηκωστής & Σία Δ.Ε.Π.Ε. για Εφεσείοντες
Ζένιος Νικολάου, για Εφεσίβλητες
Ανδρέας Χριστοφόρου, ανώτερος δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού
--------------------
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Α. Πούγιουρου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.: Μετά από ακροαματική διαδικασία στις συνενωμένες Αιτήσεις Αρ. 231/2009 και 232/2009 το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο τερματισμός της απασχόλησης των Εφεσιβλήτων/Αιτητριών δεν έγινε κάτω από πραγματικές συνθήκες πλεονασμού αλλά παράνομα από την Εφεσείουσα, εργοδότη τους, επιδικάζοντας προς όφελος τους αποζημιώσεις.
Τα ουσιώδη γεγονότα που συνθέτουν την υπόθεση ήταν βασικά παραδεκτά, πλην των συνθηκών τερματισμού της εργασιακής σχέσης, τα οποία συνοψίζονται στα εξής:
Οι εφεσίβλητες 1 και 2 εργοδοτούντο από την 1/6/1992 μέχρι 3/7/2009 και 12/3/1990 μέχρι 2/7/2009 αντίστοιχα στην ξενοδοχειακή μονάδα με την ονομασία «Navaria» στη Λεμεσό από την Εφεσείουσα, διαχειρίστρια του ξενοδοχείου.
Στις 8/5/2009 και 7/5/2009 οι Εφεσίβλητες 1 και 2 αντίστοιχα έλαβαν πανομοιότυπες επιστολές από την Εφεσείουσα με τις οποίες η τελευταία τις πληροφορούσε ότι η θέση της Εφεσίβλητης 1 στο τμήμα υποδοχής και εκείνη της Εφεσίβλητης 2 στο τμήμα καθαρισμού του ξενοδοχείου είχαν καταστεί για διάφορους λόγους πλεονάζουσες και επειδή δεν υπήρχε άλλη κατάλληλη θέση να τις απασχολήσει γι' αυτό και τερμάτιζε την απασχόληση τους με άμεση ισχύ, ως πλεονάζον προσωπικό.
Όπως γίνεται αντιληπτό και εντόπισε επίσης και το Δικαστήριο, το ερώτημα που τίθετο πρωτόδικα προς εξέταση ήταν κατά πόσο με την προσκομισθείσα μαρτυρία η Εφεσείουσα κατάφερε να αποδείξει ότι η απόλυση των Εφεσιβλήτων, εργοδοτούμενων της, οφείλετο σε πραγματικές συνθήκες πλεονασμού λόγω μείωσης του όγκου των εργασιών της και/ή αναδιοργάνωσης.
Υπό το φως των ισχυρισμών της Εφεσείουσας κατά την πρωτόδικη διαδικασία, κλήθηκε και έλαβε μέρος και το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού (στο εξής «Το Ταμείο») ως αναγκαίος διάδικος.
Το Δικαστήριο αφού εξέτασε τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του δηλαδή του κ. Παπαγεωργίου, διευθυντή της Εφεσείουσας εταιρείας, του κ. Βασιλείου επίσης διευθυντή της και των Εφεσιβλήτων 1 και 2 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο τερματισμός της εργασιακής σχέσης μεταξύ τους δεν ήταν προϊόν πλεονασμού αλλά παράνομης και αδικαιολόγητης απόλυσης από πλευράς Εφεσείουσας. Με αποτέλεσμα να εκδώσει εναντίον της Εφεσείουσας και υπέρ των Εφεσιβλήτων 1 και 2 απόφαση για τα ποσά των €15.942 ,15 και €25.721,28 αντίστοιχα, πλέον έξοδα.
Η Εφεσείουσα θεώρησε εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση την οποίαν προσέβαλε με την υπό κρίση έφεση αρχικά με τρεις λόγους.
Στην πορεία η Εφεσείουσα εγκατέλειψε το δεύτερο και τρίτο λόγο προωθώντας μόνο τον πρώτο.
Προβάλλει συναφώς με τον εναπομείναντα λόγο έφεσης ότι η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του δεν είχε στοιχειοθετηθεί μείωση του όγκου εργασιών της, που ήταν καταλυτική για την τύχη της εισήγησης της Εφεσείουσας ότι ο τερματισμός των εργασιών των Εφεσιβλήτων έγινε υπό συνθήκες πλεονασμού, ήταν λανθασμένη.
Είναι η θέση της Εφεσείουσας ότι η μαρτυρία που προσκόμισε πρωτόδικα και ιδιαίτερα το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 7, Κατάσταση Συνολικών Εισοδημάτων της Εφεσείουσας που ετοιμάστηκε από τους εγκεκριμένους λογιστές της εταιρείας για τα έτη 2007 μέχρι και 2010, καταδείκνυαν σταδιακή αισθητή μείωση του όγκου των εργασιών της με αποκορύφωμα το 2009, όπου οι ζημιές ανέρχοντο σε €154.730.
Παραπονείται επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του λανθασμένα έλαβε υπόψη και δεδομένα που προέκυψαν εκ των υστέρων δηλαδή την Κατάσταση Εισοδημάτων για το 2010 (Τεκμήριο 7) που δείχνει αύξηση των πωλήσεων. Εκτός του ότι η συγκεκριμένη εισήγηση δεν συνιστά λόγο έφεσης γι' αυτό και θα πρέπει να αγνοηθεί, δεν ευσταθεί για τους λόγους που θα εξηγήσουμε κατωτέρω.
Οι θέσεις της Εφεσείουσας ως προς την λανθασμένη αξιολόγηση των γεγονότων σε σχέση με τον όγκο εργασιών της, βρήκαν πλήρη υποστήριξη και από τις Εφεσίβλητες, προβάλλοντας τις ίδιες θέσεις, με παραπομπή σε νομολογία (βλ. Valentine Estates Ltd v. Bασιλείου και Ταμείου Πλεονασμού, Έφεση Αρ. 238/2012, ημερομηνίας 19/3/2019), ότι δηλαδή το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε στοιχεία που δεν ήσαν ενώπιον της Εφεσείουσας κατά τον τερματισμό των υπηρεσιών των Εφεσιβλήτων. Αντίθετη όμως είναι η θέση του Ταμείου, το οποίο υποστηρίζοντας την ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης εισηγήθηκε ότι το προβαλλόμενο συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι προϊόν αξιολόγησης του ενώπιον του μαρτυρικού υλικού και ως εκ τούτου δεν δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου στη βάση της νομολογίας (βλ. Λοΐζου ν. Stylson Engineering Co Ltd (1998) 1 (Δ) A.A.Δ. 2077).
Έχουμε εξετάσει τις εκατέρωθεν εισηγήσεις υπό το φως της νομολογίας και των γεγονότων της υπόθεσης όπως διαγράφοντο από τον πρωτόδικο Φάκελο.
Μελετώντας την πρωτόδικη απόφαση καθίσταται φανερό ότι το Δικαστήριο αξιολογώντας την ενώπιον του μαρτυρία ανέλυσε όλα τα στοιχεία και τεκμήρια που παρουσιάστηκαν ενώπιον του, δίνοντας στο καθένα την ανάλογη βαρύτητα, περιλαμβανομένου και του Τεκμηρίου 7. Σημειώνει στην απόφαση του ότι, όπως προκύπτει από το συγκεκριμένο τεκμήριο, για τους τελευταίους επτά μήνες του 2007 οι πωλήσεις του ξενοδοχείου ανήλθαν σε €1.317.391, το 2008 σε €1.832.170 το 2009 σε €1.677.846 και το 2010 σε €1.789.432 διαπιστώνοντας ότι κατά το 2009 σε σχέση με το 2008 υπήρξε μια μείωση περίπου 8% αλλά το 2010 υπήρξε αύξηση περίπου 6% συγκρίνοντας το με το 2009. Συνεχίζει δε ότι δεν τέθηκαν ενώπιον του στοιχεία σε σχέση με τους πρώτους μήνες του 2008 και του 2009 για να προβεί σε σύγκριση, εξ ου και δεν μπορούσε να λάβει υπόψη τις Οικονομικές Καταστάσεις του 2009 και 2010. Θα πρέπει να λεχθεί ότι το Τεκμήριο 7 δεν ήταν το μοναδικό στοιχείο που έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο προς τεκμηρίωση του πραγματικού λόγου απόλυσης. Στην απόφαση του το Δικαστήριο ασχολήθηκε και με την εξέταση της πληρότητας του ξενοδοχείου, όπως διαγράφετο από τα Τεκμήρια 20, 21 και 22 που αφορούσαν στις διανυκτερεύσεις. Διαπίστωσε συγκεκριμένα από τη μελέτη του Τεκμηρίου 22, ότι οι διανυκτερεύσεις στο ξενοδοχείο τον Ιούνιο του 2009 παρουσίαζαν αύξηση από τον αντίστοιχο μήνα του 2008 (Τεκμήριο 21) της τάξης του 54% και ότι οι διανυκτερεύσεις αυξάνοντο σταδιακά κατά τους τρεις μήνες μετά την απόλυση γεγονός παραδεκτό από τον κ. Βασιλείου στη μαρτυρία του, ο οποίος υποστήριξε ότι δεν υπήρξε μείωση της πληρότητας του ξενοδοχείου για τα έτη 2008 μέχρι 2010.
Το Δικαστήριο σημειώνει επίσης στην απόφαση του, προς επίρρωση της διαπίστωσης του περί παράνομης απόλυσης, το γεγονός ότι η Εφεσείουσα προσέλαβε δύο νέους υπαλλήλους τόσο στο τμήμα υποδοχής όσο και στο τμήμα καθαριότητας, σε σύντομο χρονικό διάστημα, προς αντικατάσταση των Εφεσιβλήτων. Αξιολόγησε περαιτέρω τον ισχυρισμό των δύο διευθυντών της Εφεσείουσας ότι έκαμαν προσπάθειες για αύξηση της κερδοφορίας της επιχείρησης του ξενοδοχείου όπου παραπέμποντας σε νομολογία (βλ. Τρύφωνος ν. Takis Vashiotis Ltd (1990) 1 A.A.Δ. 1953), σημειώνει ότι η ζημιά μιας επιχείρησης και μάλιστα η λογιστική μπορεί να οφείλεται σε πληθώρα άλλων λόγων άσχετων με τον όγκο εργασίας.
Από τα πιο πάνω είναι φανερό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν κατέληξε στο προσβαλλόμενο συμπέρασμα βασιζόμενο αποκλειστικά στα λογιστικά της στοιχεία, Τεκμήριο 7, ως η εισήγηση της Εφεσείουσας, από τα οποία επαναλαμβάνουμε ότι δεν έλαβε υπόψη εκείνα του 2008, 2009 και 2010, για τα οποία παραπονείται η Εφεσείουσα.
Προσθέτει δε στην απόφαση ότι η Εφεσείουσα δεν παρουσίασε πειστικά στοιχεία που να αποδεικνύουν περιορισμό του όγκου εργασίας της, σημειώνοντας μάλιστα ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν δικογραφείτο, διαπίστωση που αν και καταλυτική για την τύχη του ισχυρισμού εν τούτοις τον εξέτασε.
Δεν παρουσιάστηκε κανένα ικανό στοιχείο που να καθιστά την πιο πάνω προσέγγιση του Δικαστηρίου τρωτή.
Είναι γνωστή η αρχή ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το Εργατικό Δικαστήριο ανάγεται στο πλαίσιο της αποκλειστικής του αρμοδιότητας και συνεπώς δεν παρέχεται δυνατότητα επέμβασης του Εφετείου (βλ. Στέγη Ευγηρίας «Αρχάγγελος Μιχαήλ» Καιμακλίου ν. Αργυριάδου Πολιτική Έφεση 32/2014, ημερομηνίας 29.9.2021, ECLI:CY:AD:2021:A430 και Πολλύς Γρηγορίου Λτδ ν. Μιχάλη Κονναφή κ.ά. Πολιτική Έφεση Αρ. 321/2012, ημερομηνίας 25/1/2018), ECLI:CY:AD:2018:A44. Τέτοια επέμβαση είναι επιτρεπτή όταν η αξιολόγηση είναι προϊόν εσφαλμένης νομικής καθοδήγησης. Το άρθρο 12(11Α)του περί Ετησίων Αδειών μετ' Απολαβών Νόμου του 1967 (Νόμος 8/67) όπως τροποποιήθηκε, οι αποφάσεις του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών είναι εφέσιμες μόνο για νομικό σημείο, που προφανώς δεν ισχύει στην παρούσα περίπτωση (βλ. Terra Santa College v. Παπαπαρασκευά και Άλλου, Πολιτική Έφεση 93/2013, ημερομηνίας 21.12.2020 και Λοΐζου ν. Stylson Engineering Co Ltd (ανωτέρω)).
Για όλους τους πιο πάνω λόγους κρίνουμε ότι δεν παρέχεται δυνατότητα επέμβασης του Εφετείου στην πρωτόδικη απόφαση.
Η έφεση απορρίπτεται με €2000 έξοδα υπέρ του Ταμείου. Καμιά διαταγή για έξοδα σ' όσον αφορά τις Εφεσίβλητες εφόσον συντάχθηκαν με την πλευρά της Εφεσείουσας κατ' έφεση.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.,
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.,
Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
/Α.Λ.Ο.