ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2021:A479
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 217/2013 και 218/2013)
26 Οκτωβρίου, 2021
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π., Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ Δ/στές]
(Πολιτική Έφεση Αρ. 217/2013)
N. ΒΥΡΙΔΟΥ,
Εφεσείουσα/Εναγόμενη
και
ALPHA BANK CYPRUS LTD,
Εφεσίβλητη/Ενάγουσα
και
CLR ASSET MANAGEMENT LTD,
Εφεσίβλητη/Τριτοδιάδικος
____________________
(Πολιτική Έφεση Αρ. 218/2013)
Α. ΒΥΡΙΔΗΣ,
Εφεσείων/Εναγόμενος
και
ALPHA BANK CYPRUS LTD,
Εφεσίβλητη/Ενάγουσα
και
CLR ASSET MANAGEMENT LTD,
Εφεσίβλητη/Τριτοδιάδικος
_________________________
Κ. Παπαστεφάνου (κα) για Μαρκίδη, Μαρκίδη & Σία ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες και στις δύο Εφέσεις.
Ξ. Κόκκινου (κα) για Χρυσαφίνης & Πολυβίου ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη/Ενάγουσα.
_________________________
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Ι. Ιωαννίδη, Δ.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.: Το 1999 και οι δύο Εφεσείοντες, οι οποίοι είναι σύζυγοι, συμφώνησαν με την Εφεσίβλητη Τράπεζα να λάβουν από αυτή δάνεια σε τρεχούμενο και/ή άλλο λογαριασμό, για να τα χρησιμοποιήσουν αποκλειστικά για την αγορά κινητών αξιών στη βάση συγκεκριμένου επενδυτικού σχεδίου που η Εφεσίβλητη τότε προσέφερε. Επρόκειτο για το Επενδυτικό Σχέδιο ALPHA-CLR Stockbrokers, το οποίο και οι δύο Εφεσείοντες αποδέχθηκαν. Ταυτόχρονα με την υπογραφή των συμφωνιών δανείου, έκαστος Εφεσείων συνήψε «Συμφωνία Διαχείρισης» και υπέγραψε «Πληρεξούσιο Έγγραφο» προς όφελος της ALPHA-CLR Stockbrokers Ltd, στη βάση των οποίων η τελευταία θα διαχειριζόταν τις κινητές αξίες που θα προέρχονταν από τη συμμετοχή των Εφεσειόντων στο εν λόγω Επενδυτικό Σχέδιο. Συγκεκριμένα, αυτή εξουσιοδοτείτο από τους Εφεσείοντες να αγοράζει, πωλεί, μεταβιβάζει και αποδέχεται στο όνομα τους κινητές αξίες εγγεγραμμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου.
Δυνάμει συγκεκριμένου όρου των Επενδυτικών Σχεδίων που οι Εφεσείοντες υπέγραψαν και αποδέχθηκαν, όλες οι κινητές αξίες που θα αγοράζονταν για λογαριασμό τους, θα ενεχυριάζονταν προς όφελος της Εφεσίβλητης Τράπεζας για εξασφάλιση των χορηγηθέντων προς τους αυτούς δανείων. Προς τούτο οι Εφεσείοντες υπέγραψαν σχετικές συμφωνίες ενεχυρίασης κινητών αξιών προς όφελος της Εφεσίβλητης.
Στη βάση των πιο πάνω, η Εφεσίβλητη Τράπεζα χορήγησε τελικά στους Εφεσείοντες δάνεια, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για τους σκοπούς για τους οποίους γινόταν αναφορά στο Επενδυτικό Σχέδιο. Ακόμη, στη βάση των καταρτισθεισών συμφωνιών, οι Εφεσείοντες ενεχυρίασαν προς όφελος της Εφεσίβλητης συγκεκριμένο αριθμό μετοχών για την εξασφάλιση των υποχρεώσεων τους, για τις οποίες έγινε αναφορά πιο πάνω.
Επειδή η Εφεσίβλητη Τράπεζα θεωρούσε ότι και οι δύο Εφεσείοντες όφειλαν σ΄ αυτήν συγκεκριμένα ποσά στη βάση των πιο πάνω συμφωνιών, τερμάτισε το 2005 τις συμφωνίες λειτουργίας των τρεχούμενων λογαριασμών, και κάλεσε και τους δύο Εφεσείοντες να καταβάλουν τα οφειλόμενα ποσά, πλέον τόκους. Οι τελευταίοι δεν συμμορφώθηκαν, με αποτέλεσμα να καταχωριστούν εναντίον τους δύο ξεχωριστές αγωγές στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Επρόκειτο για την Αγωγή 3784/2005 και για την Αγωγή 3785/2005, οι οποίες συνενώθηκαν και συνεκδικάστηκαν με απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Με αυτές, η Εφεσίβλητη Τράπεζα αξίωνε εναντίον εκάστου Εφεσείοντα συγκεκριμένο χρηματικό ποσό, πλέον τόκους, και διατάγματα που αφορούσαν στην πώληση και/ή διάθεση των αξιών που είχαν ενεχυριασθεί προς όφελος της στη βάση των καταρτισθεισών συμφωνιών.
Οι Εφεσείοντες με ουσιαστικά πανομοιότυπα δικόγραφα παραδέχθηκαν τη σύναψη όλων των συμφωνιών. Στην παράγραφο 2 της Υπεράσπισης τους είχαν αναφέρει ότι στις 13.9.2000 υπέγραψαν, κατόπιν εισήγησης της Εφεσίβλητης Τράπεζας, συμφωνία με την εταιρεία διαχείρισης χαρτοφυλακίου CLR Asset Management Limited στη βάση της οποίας η τελευταία ανέλαβε τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου των χρηματιστηριακών αξιών τους. Στην παράγραφο 5 της Υπεράσπισης τους είχαν αναφέρει ότι «. λόγω της αμέλειας και/ή των ενεργειών και/ή παραλείψεων της CLR Asset Management Limited και/ή των υπαλλήλων και/ή αντιπροσώπων της υπέστησαν σημαντική ζημιά και/ή απώλεια της αξίας του χαρτοφυλακίου χρηματιστηριακών αξιών τους γι΄ αυτό προτίθενται να καλέσουν την CLR Asset Management Limited και/ή τους υπαλλήλους και/ή αντιπροσώπους της ως τριτοδιαδίκους στην παρούσα αγωγή από τους οποίους δικαιούνται να αποζημιωθούν για οποιοδήποτε ποσόν τυχόν επιδικασθεί σε βάρος τους». Ήταν η θέση τους ότι πριν από την υπογραφή της εν λόγω συμφωνίας, η CLR Asset Management Limited παρέστησε σ΄ αυτούς, μέσω υπαλλήλων και/ή αντιπροσώπων της, ότι είχε την απαιτούμενη εξειδίκευση και/ή γνώση και/ή εμπειρία για τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου τους. Κατ΄ επέκταση θεωρούσαν ότι αυτή είχε καθήκον επιμέλειας προς αυτούς, το οποίο κατά τους ίδιους είχε παραβεί. Και οι δύο Εφεσείοντες ήγειραν τελικά απαίτηση εναντίον της CLR Asset Management Limited, την οποίαν κατέστησαν Τριτοδιάδικο στις δύο συνενωμένες αγωγές. Η τελευταία δεν εμφανίστηκε στην πρωτόδικη διαδικασία και οι απαιτήσεις των Εφεσειόντων εναντίον της προωθήθηκαν εν τη απουσία της. Δεν θα μας απασχολήσει η αξίωση αυτή, την οποία το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε, αφού οι λόγοι έφεσης που αφορούσαν στην εν λόγω αξίωση, έχουν αποσυρθεί και απορριφθεί.
Άλλη δικογραφημένη θέση των Εφεσειόντων ήταν ότι είχαν ζητήσει κατ΄ επανάληψη από την Εφεσίβλητη Τράπεζα να πωλήσει τις ενεχυριασθείσες χρηματιστηριακές αξίες όταν η τιμή τους «ήταν κατά πολύ υψηλότερη της σημερινής αλλά οι Ενάγοντες αρνήθηκαν και/ή παρέλειψαν να το πράξουν». Ισχυρίστηκαν ακόμη ότι η Εφεσίβλητη προέβη σε παράνομες χρεώσεις τόκων και εξόδων, αρνούμενοι ότι ο λογαριασμός τους παρουσίαζε οποιοδήποτε χρεωστικό υπόλοιπο.
Ήταν περαιτέρω δικογραφημένη θέση τους, ότι η Εφεσίβλητη Τράπεζα είχε παραβεί τον Νόμο και/ή τους Κανονισμούς και/ή τις Εγκυκλίους και/ή τις Οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, με αποτέλεσμα η σύσταση και λειτουργία των επενδυτικών τους λογαριασμών, και κατά συνέπεια η συμφωνία επενδυτικού σχεδίου, να είναι παράνομη και συνεπώς εξ υπαρχής άκυρη, με αποτέλεσμα η Εφεσίβλητη να μην νομιμοποίειται να αξιώνει από αυτούς θεραπείες. Η δικογραφημένη αυτή θέση, η οποία, όπως ορθά σημείωσε και το Πρωτόδικο Δικαστήριο προβλήθηκε με γενικότητα, ορθά είχε απορριφθεί με αναφορά στις υποθέσεις Συρίμη ν. Παγκυπριακή Χρηματ. Δημόσια Ετ. Λτδ (2010) 1(Β) ΑΑΔ, 1131 και Καλλικάς ν. Ελληνική Τράπεζα Λτδ (2010) 1(Β) ΑΑΔ, 1238. Ούτε και φαίνεται να υπάρχουν λόγοι έφεσης σε σχέση με την εν λόγω πρωτόδικη κατάληξη.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ως αξιόπιστους τους μάρτυρες που κάλεσε η Εφεσίβλητη Τράπεζα. Για την Μ.Ε. 1 xxx Τριανταφύλλου, σημείωσε τα ακόλουθα:
«. η ΜΕ1 ήταν σαφής και σταθερή στη μαρτυρία της, που δεν κλονίστηκε κατά την αντεξέταση, χωρίς να έχουν αμφισβητηθεί εκ μέρους των εναγομένων τα έγγραφα που αυτή κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου και στοιχειοθετούν τις επίδικες απαιτήσεις εναντίον των εναγομένων, εκ των οποίων άλλωστε και οι δυο εναγόμενοι ως αποδέχθηκαν υπέγραψαν αυτά που φέρουν την υπογραφή τους. Από τη μαρτυρία της ΜΕ1 προκύπτει ότι τα Τεκμήρια 3 και 30 αποτελούν τις έγγραφες συμφωνίες ημερομηνίας 2.12.1999 και 3.12.1999 αντίστοιχα, δυνάμει των οποίων οι ενάγοντες παρεχώρησαν στην εναγομένη και στον εναγόμενο αντίστοιχα, δάνεια σε τρεχούμενο λογαριασμό και/ή πιστωτικές διευκολύνσεις, ενόσω στα Τεκμήρια 4 και 31 καθορίζονται οι όροι συμμετοχής στο επενδυτικό σχέδιο. Δυνάμει των Τεκμηρίων 6 και 33 ενεχυριάσθησαν ως εξασφάλιση των επίδικων πιστωτικών διευκολύνσεων οι μετοχές ιδιοκτησίας των εναγομένων, όπως αυτές για τον εναγόμενο περιγράφονται στο Τεκμήριο 29(β). Με τα πληρεξούσια έγγραφα που υπέγραψαν η εναγομένη (Τεκμήριο 5) και ο εναγόμενος (Τεκμήριο 32), διόρισαν την CLR Stockbrokers, δηλαδή τους χρηματιστές, ως πληρεξούσιο αντιπρόσωπο τους για τη διενέργεια αγοραπωλησιών κινητών αξιών, εγγεγραμμένων στο ΧΑΚ, και με τα πληρεξούσια έγγραφα, που επίσης υπέγραψαν η εναγομένη (Τεκμήριο 7) και ο εναγόμενος (Τεκμήριο 34), εξουσιοδότησαν τους ενάγοντες, μεταξύ άλλων, να εισπράττουν οποιαδήποτε μερίσματα πληρωτέα δυνάμει των ενεχυριασθεισών μετοχών και να καταθέτουν το προϊόν τους έναντι των υποχρεώσεων των εναγομένων προς αυτούς. Αναμφισβήτητα, επίσης, ουσιαστικά παρέμειναν τα κατατεθέντα ως Τεκμήρια 8-26 και 35-47 έγγραφα, που σχετίζονται με τις αγοραπωλησίες μετοχών που διενεργήθηκαν κατά τον επίδικο χρόνο για τους εναγόμενους καθώς και τις χρεωπιστώσεις στους λογαριασμούς που τηρούσαν οι ενάγοντες γι' αυτούς. Ως προς τα Τεκμήρια 27(α)-(β), 48 και 50 καθώς και τις καταστάσεις λογαριασμών- βλ. τα Τεκμήρια 8-26 και 35-47, που αποστέλλοντο στους εναγόμενους, πέραν του ότι δεν αμφισβητήθηκε από τους τελευταίους ότι παρελήφθησαν, είναι αποδεκτή η μαρτυρία της ΜΕ1 ότι μετά την αποστολή τους στους εναγόμενους ουδέποτε επεστράφησαν στους ενάγοντες.»
Για τη μαρτυρία των Εφεσειόντων, σημείωσε τα ακόλουθα:
«Περαιτέρω, από τη μαρτυρία και των δυο εναγομένων - ΜΥ1 και ΜΥ2, προκύπτει ότι δεν αμφισβητείται από αυτούς η ύπαρξη τόσο των επίδικων συμφωνιών με τους ενάγοντες, δηλαδή των Τεκμηρίων 3 και 30, όσο και των Τεκμηρίων 4 - 7 και 29(β) και 31-34, ως πιο πάνω αναφέρθηκε και σχετίζονται με τη λειτουργία του επενδυτικού σχεδίου, έχοντας αποδεχθεί ότι υπέγραψαν τόσο την αίτηση για συμμετοχή στο επενδυτικό σχέδιο-Τεκμήρια 2 και 29, όσο και τα προαναφερθέντα Τεκμήρια. Αποδέχθηκαν ακόμη ότι έγιναν ορθά επί των Τεκμηρίων 53, 54, 8-26 και 35-47 τόσο οι χρεωπιστώσεις συνεπεία των αγορών και πωλήσεων των μετοχών, κατόπιν των εντολών των χρηματιστών που είχαν την διαχείριση των χαρτοφυλακίων τους, όσο και οι χρεώσεις τόκων, καθώς και ότι παρελάμβαναν τις καταστάσεις λογαριασμού κατά τον ουσιώδη χρόνο, χωρίς να έχουν υποστηρίξει σε οποιοδήποτε στάδιο ότι πιέστηκαν από τους ενάγοντες να λάβουν μέρος στο επενδυτικό σχέδιο είτε ότι παραπλανήθηκαν από αυτούς ως προς τους όρους αυτού.
Αξιολογώντας ωστόσο το σύνολο της μαρτυρίας των εναγομένων είναι η αντίληψη μου ότι προσπάθησαν, ανεπιτυχώς όμως, να αποποιηθούν την ευθύνη τους δυνάμει των επίδικων συμφωνιών και τις οφειλές τους προς τους ενάγοντες αναφορικά με τις επίδικες απαιτήσεις. Η αμφισβήτηση εκ μέρους της εναγομένης ως προς την απαίτηση των εναγόντων σχετίζεται ουσιαστικά με τη θέση της ότι οι ενάγοντες, έχοντας την εποπτεία του λογαριασμού της, δεν την προστάτευσαν από τις αγορές μετοχών, οι οποίες δεν καλύπτοντο από τις εξασφαλίσεις που είχαν, χωρίς να θεωρεί ότι ενάγοντες ενεργούσαν εκτός των ορίων της επίδικης συμφωνίας. Αποδέχθηκε ωστόσο ότι οι ενάγοντες προέβαιναν στις χρεωπιστώσεις του λογαριασμού της με βάση τις οδηγίες των χρηματιστών που, έχοντας την διαχείριση του χαρτοφυλακίου της, εκπροσωπούσαν την εναγομένη σε όλα τα στάδια της λειτουργίας του λογαριασμού καθώς και ότι δεν έχει εξοφλήσει το χρέος της προς τους ενάγοντες. Έχοντας γίνει πλήρως αποδεκτή η μαρτυρία των ΜΕ1 και ΜΕ2 που κρίθηκαν απόλυτα αξιόπιστες και υπό το φως των αποδεκτών Τεκμηρίων, θεωρώ ότι η εμμονή της εναγομένης στην πιο πάνω θέση της αποτελεί σκέψη εκ των υστέρων με σκοπό να αποφύγει την επίδικη οφειλή της προς τους ενάγοντες. Είναι προφανές ότι η εναγομένη αποδίδοντας αόριστα ευθύνες στους ενάγοντες και χωρίς να έχει οποιαδήποτε ανταπαίτηση έναντι αυτών, δεν έχει προβάλλει οποιαδήποτε ουσιαστική υπεράσπιση έναντι της απαίτησης των εναγόντων και οι προβληθείσες θέσεις της δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές αναφορικά με την επίδικη απαίτηση των εναγόντων.»
Κατ΄ επέκταση, δικαίωσε την Εφεσίβλητη Τράπεζα και εξέδωσε προς όφελος της αποφάσεις για τα αξιούμενα ποσά ενώ εξέδωσε και τα διατάγματα που αυτή αξίωνε σε σχέση με τις ενεχυριασθείσες αξίες. Ως ήτο αναμενόμενο, καταδίκασε τους Εφεσείοντες και στα έξοδα.
Οι τελευταίοι, με έντεκα λόγους έφεσης, είχαν προσβάλει ως εσφαλμένες τις πρωτόδικες αποφάσεις. Υπήρχαν λόγοι έφεσης που αφορούσαν στο εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν είχε αποδειχθεί ευθύνη εκ μέρους της Τριτοδιαδίκου, οι οποίοι όμως, ως ελέχθη, έχουν αποσυρθεί και απορριφθεί. Ως εκ τούτου, θα επικεντρωθούμε στους λόγους έφεσης που παρέμειναν, και οι οποίοι αφορούν κυρίως στην κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας.
Ξεκινούμε από τη μαρτυρία που είχε δώσει η Εφεσείουσα στην Πολιτική Έφεση αρ. 217/13, κα Ν. Βυρίδου, η οποία καταθέτοντας ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, είχε αναφέρει ότι είναι ιατρός και ότι υπέγραψε όλα τα σχετικά έγγραφα χωρίς να τα διαβάσει. Όπως χαρακτηριστικά είχε αναφέρει: «Ξέρετε πολύ καλά τι γίνεται στις Τράπεζες όταν πάμε για να υπογράψουμε». Αναφέρουμε το αυτονόητο, πως η κατ΄ ισχυρισμόν αυτή παράλειψη της, ουδόλως την απάλλασσε από την ευθύνη που τυχόν αυτή είχε στη βάση των εγγράφων που η ίδια υπέγραψε με την ελεύθερη θέληση της. Ερωτήθηκε, αντεξεταζόμενη, αν ελάμβανε τις μηνιαίες καταστάσεις που η Εφεσίβλητη της απέστελλε σε σχέση με τις χρηματιστηριακές πράξεις που διενεργούνταν στο όνομα της, για να απαντήσει καταφατικά (σελ. 72 από τα πρακτικά). Όταν ισχυρίστηκε ότι δεν ενημερώθηκε έγκαιρα για την αγορά συγκεκριμένων μετοχών, παραπέμφθηκε στις εν λόγω μηνιαίες καταστάσεις που ελάμβανε, και δικαιολογημένα ερωτήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο της Τράπεζας, γιατί τότε δεν διαμαρτυρήθηκε αφού σ΄ αυτές γινόταν σχετική αναφορά. Η απάντηση που έδωσε, και η οποία ομιλεί αφ΄ αυτής, παρατίθεται αυτολεξεί:
«Εγώ το 2000 ήμουν έτοιμη να γεννήσω το τέταρτο μου παιδί που γέννησα 5.8.2000. Άρα είχα την ιατρική μου, είχα την εγκυμοσύνη και όλα τα άλλα προβλήματα των τριών άλλων παιδιών. Όταν έπαιρνα τα statement δεν καθόμουν, εδώ και σήμερα όταν παίρνω τα statement της τράπεζας για τη visa μου δεν θα κάτσω να το ελέγξω γιατί δεν έχω χρόνο. Οπότε από τη στιγμή που για μένα αυτό το χαρτοφυλάκιο λειτουργούσε κάτω από την ευθύνη και επίβλεψη των χρηματιστών στους οποίους εγώ είχα εμπιστοσύνη τότε θεωρούσα ότι ήταν εντάξει, ξέρουν τι κάνουν.»
Παραδέχθηκε, αντεξεταζόμενη, ότι η Εφεσίβλητη Τράπεζα δεν είχε οποιαδήποτε σχέση ή ανάμειξη στην αγορά ή πώληση των μετοχών. Ωστόσο, ήταν η θέση της ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η Εφεσίβλητη Τράπεζα θα έπρεπε να μην άφηνε τον Χρηματιστή να αγοράζει μετοχές για λογαριασμό της όταν δεν υπήρχε εξασφάλιση. Τέτοια δικογραφημένη θέση όμως δεν υπήρχε. Για να καταλήξει ότι «. εγώ έδωσα εντολή στη CLR να πωλήσει τις μετοχές μου όλες αλλά αμέσως μετά αγόρασε δικές της, αν θέλετε να το πω, της Covotsos, που είναι δικές τους μετοχές». Ούτε και εδώ η μαρτυρία της συνάδει με τη δικογραφημένη της θέση, που ήταν πως ζήτησε, και μάλιστα κατ΄ επανάληψη, από την Εφεσίβλητη Τράπεζα να πωλήσει τις ενεχυριασθείσες μετοχές και αυτή αρνήθηκε και/ή παρέλειψε να πράξει κάτι τέτοιο. Δικογραφημένη θέση όμως που η ίδια κατέρριψε με τη δική της μαρτυρία, όταν ερωτήθηκε αντεξεταζόμενη. Παραθέτουμε τη σχετική ερώτηση και απάντηση:
«Ε. Στην υπεράσπιση σας αναφέρεστε στην παράγραφο 8 ότι ζητήσατε κατ΄ επανάληψη από τους ενάγοντες να πωλήσουν τις ενεχυριασμένες μετοχές σας προς την τράπεζα. Συμφωνάτε με αυτή τη θέση; Ζητήσατε από την τράπεζα να πωληθούν οι ενεχυριάσεις προς όφελος αυτής;
Α. Να δω (βλέπει την παράγραφο 8 της υπεράσπισης). Όχι δεν είναι προς της τράπεζα. Στους χρηματιστές ζητήσαμε.»
Η βασική δικογραφημένη της θέση σε σχέση με την απαίτηση της Εφεσίβλητης Τράπεζας, ήταν πως ο λογαριασμός της δεν παρουσίαζε οποιοδήποτε οφειλόμενο ποσό και/ή ότι η τελευταία προέβη σε παράνομες χρεώσεις τόκων και εξόδων. Όμως ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου παραδέχθηκε την οφειλή της προς την Τράπεζα, αφού όταν της υποβλήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο της Τράπεζας ότι: «Συμφωνάτε ότι οφείλετε, παραδέχεσθε ότι υπάρχει ένα χρέος προς την τράπεζα;», αυτή απάντησε ως εξής: «Βεβαίως. Αυτό καταλαμβαίνετε δεν μπορώ να το ...». Για να προσθέσει, σε άλλες ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν «Σίγουρα δεν εξοφλήθηκε το χρέος μας» και ότι η Τράπεζα «δεν βγήκε εκτός ορίων».
Εν κατακλείδι, καταλόγισε ευθύνη για τις ζημιές και/ή απώλειες της, όχι στην Εφεσίβλητη Τράπεζα αλλά στην CLR Asset Management Limited την οποία κατέστησε Τριτοδιάδικο. Μάλιστα παραδέχθηκε πως ήταν «. μεγάλο λάθος που εκάμαμε γιατί συνεχίζαμε να εμπιστευόμαστε τον κ. Παναγιωτίδη ο οποίος έλεγε συνέχεια 'εγώ θα τα κανονίσω, εμείς που είμαστε ειδικοί και θα κάμουμε το ένα και θα κάμουμε το άλλο'». Να σημειώσουμε ότι ο κ. Παναγιωτίδης ήταν εκπρόσωπος της CLR.
Πάνω στην ίδια βάση κινήθηκε και η μαρτυρία που έδωσε ο σύζυγος της κας Βυρίδου, επίσης ιατρός, Εφεσείων στην Πολιτική Έφεση αρ. 218/13. Και αυτός παραδέχθηκε πως υπέγραψε όλα τα σχετικά έγγραφα, λέγοντας όμως πως δεν τα είχε αναγνώσει πριν από την υπογραφή τους. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε «. είναι πολύ δύσκολο για κάποιον που δεν είναι λογιστής να καταλάβει περί τίνος πρόκειται στις λεπτομέρειες». Παραδέχθηκε και αυτός, αντεξεταζόμενος, ότι η Εφεσίβλητη Τράπεζα δεν είχε οποιαδήποτε ανάμειξη στις εντολές και οδηγίες για τις αγοραπωλησίες των μετοχών. Όπως ανέφερε «Τις εντολές και τις οδηγίες τις έδιδε ο χρηματιστής της CLR και οι χρηματιστές οι έμπειροι, οι ικανοί που διαφημίζονταν ως τέτοιοι», για να προσθέσει στη συνέχεια ότι εκείνος που αποφάσιζε για τις αγορές ή πωλήσεις των μετοχών ήταν ο χρηματιστής της CLR και όχι η Εφεσίβλητη Τράπεζα. Όταν του υποβλήθηκε προς το τέλος της αντεξέτασης του ότι οφείλει στην Τράπεζα το αξιούμενο ποσό, ουσιαστικά παραδέχθηκε και αυτός την οφειλή του λέγοντας και τα ακόλουθα: «Εγώ λέω ότι η τράπεζα οφείλει και σε μένα τις μετοχές μου που έβαλα υποθήκη, τη ψυχική οδύνη και ταλαιπωρία που έχω υποστεί και τα έξοδα μου».
Ουκ ολίγες φορές έχει λεχθεί ότι η αξιολόγηση της προφορικής μαρτυρίας είναι έργο του Πρωτόδικου Δικαστηρίου (C & A Pelecanos Associates Ltd v. Πελεκάνου (1999) 1 ΑΑΔ, 1273 και Ελληνική Τράπεζα Λτδ ν. Κυριακίδη (2015) 1(Β) ΑΑΔ, 1840). Το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει σ΄ αυτό το κατ΄ εξοχήν έργο του (C & F Orologas & Sons Ltd v. Μίτα (2015) 1(Α) ΑΑΔ, 107). Η ευπαίδευτη συνήγορος της Εφεσείουσας στην προσπάθεια της να μας πείσει ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας της Εφεσείουσας, στην οποία προέβη το Πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι εσφαλμένη, ανέφερε (πρώτος λόγος έφεσης) ότι: «Η μάρτυρας δέχθηκε ότι οι αγοραπωλησίες έγιναν. Ότι ανέφερε η μάρτυρας είναι ότι τις πράξεις της βλέπει στα τεκμήρια και ότι από το ότι έλεγξε εκ των υστέρων είναι ορθές. Δεν εννοούσε η μάρτυρας ότι όταν οι Ενάγοντες/Εφεσίβλητοι χρέωναν αυτές τις πράξεις στο λογαριασμό της ενεργούσαν νομικά ορθά σύμφωνα με το πληρεξούσιο το οποίο έδωσε, τεκμήριο 5, και τη συμφωνία την οποία υπέγραψε, τεκμήριο 3. Το Δικαστήριο απέτυχε να αντιληφθεί τι εννοούσε η μάρτυρας όταν το ανέφερε αυτό. Η μάρτυρας εννοούσε ότι λογιστικά οι πράξεις είναι ορθές». Με κάθε σεβασμό διαφωνούμε με την πιο πάνω προσέγγιση. Από το σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας, ουδόλως προκύπτει ότι η Εφεσείουσα αμφισβήτησε τη διενέργεια των χρηματιστηριακών πράξεων ή το νόμιμο των χρεώσεων στις οποίες είχε προβεί η Εφεσίβλητη Τράπεζα. Τούτο δε φαίνεται και από την παραδοχή της στην υποβολή της ευπαίδευτης συνηγόρου της Εφεσίβλητης Τράπεζας ότι: «Η Τράπεζα χρεοπίστωνε το λογαριασμό σας σύμφωνα με τα contract notes που λάμβανε από τη CLR και που αφορούσαν αγορά ή πώληση μετοχών».
Εν κατακλείδι, δικαιολογημένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία της Εφεσίβλητης και δικαιολογημένα ανέφερε για τους δύο Εφεσείοντες ότι αυτοί προσπάθησαν να αποφύγουν τις ευθύνες τους στη βάση των συμφωνιών που κατήρτισαν με την Εφεσίβλητη. Τυχόν άλλη προσέγγιση εκ μέρους του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, θα ήταν εσφαλμένη, ενόψει των συγκεκριμένων δικογραφημένων θέσεων των Εφεσειόντων και των παραδοχών στις οποίες αυτοί είχαν προβεί ενώπιον του. Επαναλαμβάνουμε, πως και οι δύο Εφεσείοντες παραδέχθηκαν το αυτονόητο, πως ουδεμία ανάμειξη είχε η Εφεσίβλητη Τράπεζα στις αγοραπωλησίες των χρηματιστηριακών αξιών, αφού στη βάση των συμφωνιών που είχαν συνάψει με αυτή, ο ρόλος της ήταν μόνο η παροχή πιστωτικών διευκολύνσεων και όχι η διεκπεραίωση χρηματιστηριακής φύσεως εντολών, έργο που είχαν αναλάβει άλλοι δυνάμει άλλων συμφωνιών που οι Εφεσείοντες είχαν συνάψει μαζί τους (Γρηγορίου ν. Euroinvestment & Finance Ltd (2011) 1 AAΔ, 2229, Μάτση ν. Ellinas Finance Ltd (2012) 1(Γ) ΑΑΔ, 2400 και Παναγιώτης Ιωάννου ν. Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.α., Πολιτική Έφεση αρ. 181/20, απόφαση ημερ. 3.4.2018). Ούτε αμφισβήτησαν, ως ελέχθη, ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι προέκυψαν τα αξιούμενα από την Εφεσίβλητη Τράπεζα ποσά, συνεπεία των εν λόγω αγοραπωλησιών. Το παράπονο τους ουσιαστικά εστιάστηκε στον τρόπο που η CLR Asset Management Limited (Τριτοδιάδικος) λειτούργησε, με αποτέλεσμα να υποστούν, ως ισχυρίστηκαν, σημαντικές ζημιές, εξού και είχαν εγείρει εναντίον της απαίτηση με την οποία ζητούσαν να αποζημιωθούν «. σε σχέση με την αξίωση της Ενάγουσας και τα έξοδα της παρούσας αγωγής για τον λόγο ότι το οποιοδήποτε ισχυριζόμενο ή/και απαιτούμενο χρεωστικό υπόλοιπο το οποίο εμφαίνεται στον επίδικο τρεχούμενο λογαριασμό είναι αποτέλεσμα της αμέλειας ή/και των ενεργειών ή/και παραλείψεων ή/και κακής διαχείρισης του χαρτοφυλακίου από την Τριτοδιάδικο». Ουσιαστικά οι εν λόγω κατ΄ ισχυρισμόν ζημιές, αφορούσαν στο χρηματικό ποσό που οι ίδιοι οφείλουν τώρα στην Εφεσίβλητη Τράπεζα δυνάμει των συμφωνιών που κατήρτισαν με αυτή.
Τέλος, υπάρχουν λόγοι έφεσης που αφορούν στις συμφωνίες ημερ. 13.9.2000 που οι Εφεσείοντες υπέγραψαν με τη CLR Asset Management Limited. Στα δικόγραφα τους όμως οι Εφεσείοντες ουδόλως είχαν επικαλεστεί τις εν λόγω συμφωνίες για να αμφισβητήσουν τις αξιώσεις της Εφεσίβλητης Τράπεζας, όπως προσπαθούν τώρα να κάνουν με τους συγκεκριμένους λόγους έφεσης. Στα δικόγραφα τους είχαν επικαλεστεί τις εν λόγω συμφωνίες για να εγείρουν (όπως και ήγειραν) απαιτήσεις εναντίον της CLR Asset Management Limited. Επαναλαμβάνουμε, οι λόγοι έφεσης που αφορούσαν στην απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει την απαίτηση τους εναντίον της Τριτοδιαδίκου CLR Asset Management Limited, έχουν αποσυρθεί και απορριφθεί.
Οι εναπομείναντες λόγοι έφεσης είναι αβάσιμοι. Οι Εφέσεις απορρίπτονται. Οι Εφεσείοντες καταδικάζονται στα έξοδα, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
/ΕΑΠ.