ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2021:A448
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 212/20)
12 Οκτωβρίου, 2021
Κ.ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Χ.ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Λ.ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Ν.ΣΑΝΤΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΝΟΜΟΥ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ xxx xxx AL-BITAR ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΚΑΙ/Ή ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡ. 04/11/2019 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1990 (Ν.23/1990)
---------
Μ.Χριστοφή, (κα), για Αντ.Σωτηρίου & Σ/τες ΔΕΠΕ, για την εφεσείουσα
----------------
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.
------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Δοθείσα αυθημερόν)
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα/αιτήτρια την 1.7.2020 καταχώρησε μονομερή αίτηση, αιτούμενη αδείας του Ανωτάτου Δικαστηρίου για καταχώρηση αίτησης με κλήση ώστε να εκδοθεί προνομιακό ένταλμα certiorari με το οποίο να ακυρώνετο απόφαση ημερ. 4.11.2019 του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Υπήρξε εισήγηση της, πρωτοδίκως, ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας στερείτο δικαιοδοσίας να εκδικάσει αίτηση διαζυγίου (επειδή οι διάδικοι είναι μόνιμοι κάτοικοι εξωτερικού, εφόσον η ίδια είναι μόνιμη κάτοικος Αμερικής και ο σύζυγος της δεν είχε ως τόπο διεξαγωγής εργασίας του την Κύπρο, ούτε διέμενε στη χώρα πέραν των 3 μηνών). Συνεπώς, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία δεν στοιχειοθετείτο δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Ειδικότερα, υποστήριξε ότι ο σύζυγος της παρουσίασε ψευδώς στην αίτηση ότι είναι κάτοικος Κύπρου καταγράφοντας στον τίτλο της αίτησης διαζυγίου διεύθυνση εντός της επαρχίας Λευκωσίας στην οποία δραστηριοποιείται λιβανέζικο εστιατόριο, ενώ στο συνοδευτικό διοριστήριο παρουσίασε ως διαμονή του το Λίβανο. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι κατόπιν εξασφάλισης αδείας από το Οικογενειακό Δικαστήριο επιδόθηκε στην ίδια, στις 19.9.2019, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου σχετική δικογραφία με την οποία πληροφορείτο την αίτηση διαζυγίου. Εν τέλει, το Οικογενειακό Δικαστήριο εξέδωσε το διαζύγιο των διαδίκων στις 4.11.2019.
Αδελφός μας δικαστής που επιλήφθηκε της αιτήσεως, θεώρησε ότι αυτή εκφεύγει της προθεσμίας των 45 ημερών που θέτει ο σχετικός Κανονισμός 5(1) του περί Ανωτάτου Δικαστηρίου περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικός Κανονισμός του 2018 (Αρ.5/2018) και ως αποτέλεσμα απέρριψε τη σχετική αίτηση.
Εφόσον σύμφωνα με τη θέση της εφεσείουσας η ίδια έλαβε γνώση της διαδικασίας το Σεπτέμβρη του 2019, η παραβίαση της προθεσμίας υπήρξε αδικαιολόγητη κατά την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η ίδια δια της δικογραφίας της αίτησης, πρωτοδίκως, ανέφερε ότι ο χρόνος που διέρρευσε από την έκδοση της απόφασης ημερ. 4.11.2019 ή 13.9.2019 (ημερομηνία επίδοσης) δεν είναι ενδεικτική της συμπεριφοράς και της στάσης της εφεσείουσας απέναντι στο Δικαστήριο. Εισηγήθηκε ότι η καθυστέρηση δεν διαφοροποιεί το εξαιρετικό της κατάστασης και την υποχρεωτική παρέμβαση του Δικαστηρίου, λόγω της έλλειψης δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Το θέμα είναι, κατά την εφεσείουσα, ζήτημα δημοσίας τάξεως και απαιτεί ενεργοποίηση της εξουσίας του Δικαστηρίου ανεξάρτητα από το θέμα της παρέλευσης της προθεσμίας.
Οι τρεις λόγοι έφεσης περιστρέφονται ακριβώς πάνω στο θέμα που αφορά την προθεσμία. Με τον πρώτο λόγο εισηγείται η εφεσείουσα ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει κατά πόσο υπό τις περιστάσεις δικαιολογείτο η εφαρμογή του Κανονισμού 14 επαναλαμβάνοντας ότι η δικαιοδοσία είναι ζήτημα δημοσίας τάξεως και οι προθεσμίες δεν λειτουργούν με σκοπό την τιμωρία. Με τον 2ο λόγο εισηγείται ότι το Δικαστήριο λανθασμένα αξιολόγησε τη συμπεριφορά της στα πλαίσια του Κανονισμού 5(3)[1] «αφού ουδέποτε υπήρξε ισχυρισμός για εξαιρετικές περιστάσεις που εμπόδισαν την εφεσείουσα να καταχωρήσει την αίτηση σε προγενέστερο χρόνο». Και με τον τρίτο λόγο έφεσης εισηγείται η εφεσείουσα ότι κακώς θεώρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η καθυστέρηση δεν ήταν δικαιολογημένη, επαναλαμβάνοντας και πάλι ότι το συμφέρον της δικαιοσύνης υπαγόρευε την έγκριση αδείας λόγω της ολοκληρωτικής έλλειψης δικαιοδοσίας των Κυπριακών Δικαστηρίων.
Είναι χρήσιμο σ΄αυτό το στάδιο να παραθέσουμε τους επίδικους Κανονισμούς, δηλαδή τον Καν.5 και 14:
«5. (1) Αίτηση για άδεια καταχωρείται το συντομότερο από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, διατάγματος ή πράξης Σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 45 ημέρες από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, διατάγματος ή πράξης
(2) Το Δικαστήρια δύναται να επεκτείνει την προθεσμία που αναφέρεται στην παράγραφο (1) του παρόντος Κανονισμού εάν καταδειχθούν εξαιρετικές περιστάσεις που παρεμπόδισαν τον αιτητή να καταχωρήσει την αίτηση του εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας.
(3) Η αίτηση για Habeas Corpus καταχωρείται το συντομότερο δυνατόν.
(4) Νοείται ότι η προθεσμία για καταχώριση αίτησης για άδεια δύναται να συντμηθεί ή να επεκταθεί εάν υπάρχει σχετική πρόνοια περί τούτου σε άλλο Νόμο ή Κανονισμό».
«14. Σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, είτε αυτή αφορά μονομερή αίτηση για άδεια είτε αίτηση δια κλήσεως, το Δικαστήριο, μπορεί είτε αυτεπαγγέλτως είτε έπειτα από αίτηση οποιουδήποτε διαδίκου να δώσει τις οδηγίες που απαιτεί το συμφέρον της δικαιοσύνης».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε το θέμα ως εξής:
«Ο καθορισμός του πλαισίου προθεσμιών που τίθεται από τον Κανονισμό 5(1), συνάδει με την πάγια νομολογία που διέπει το ζήτημα του χρόνου καταχώρησης αιτήσεων αυτής της μορφής. Το θέμα του χρόνου είναι ουσιώδους σημασίας και η αναζήτηση προνομιακής θεραπείας επιβάλλεται να λαμβάνει χώραν το συντομότερο δυνατό, δεδομένου ότι τα προνομιακά εντάλματα παρέχονται κατά προνόμιο και όχι δικαιωματικά. Σχετική αναφορά μπορεί να γίνει στο σύγγραμμα του Πέτρου Αρτέμη, «Προνομιακά Εντάλματα», σελίδες 169-170 και στην Ευριπίδου, Πολιτική Αίτηση 122/12, ημερ. 4.11.2016, ECLI:CY:AD:2016:A511. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η παροχή από τον Διαδικαστικό Κανονισμό 5(1) προθεσμίας 45 ημερών, είναι διάστημα το οποίο, σε κάθε περίπτωση, κρίθηκε ως ικανοποιητικό προς αναζήτηση θεραπείας, διά της εισαγωγής αίτησης παροχής άδειας προς καταχώρηση αίτησης για λήψη προνομιακού εντάλματος. Η επιφύλαξη δε του Κανονισμού 5(2) προς επέκταση του χρόνου, τελεί υπό την απαραίτητη προϋπόθεση της κατάδειξης εξαιρετικών περιστάσεων.
Στην υπό κρίση περίπτωση, τα όσα παρατίθενται από την πλευρά της αιτήτριας προς κάλυψη του νοηματικού εύρους του όρου «εξαιρετικές περιστάσεις», δεν ικανοποιούν. Το γεγονός ότι κατοικεί στο εξωτερικό, δεν δικαιολογεί την αδράνεια της για πολλούς μήνες να λάβει μέτρα προς διαφύλαξη των δικαιωμάτων της και να προσφύγει έγκαιρα προς αναζήτηση προνομιακής θεραπείας.
Πέραν των πιο πάνω, η Αιτήτρια είχε γνώση της διαδικασίας η οποία εκκρεμούσε. Τα όσα σήμερα επιχειρεί να θέσει περί έλλειψης δικαιοδοσίας, ήταν στοιχεία που ήταν σε γνώση της και είχε κάθε ευχέρεια να τα θέσει ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εάν βεβαίως ελάμβανε τα δέοντα μέτρα για εμφάνισή της στην πρωτόδικη διαδικασία. Οι δικές της παραλείψεις δεν μπορούν να θεμελιώσουν ζήτημα αναζήτησης προνομιακής θεραπείας.
Υπό τις πιο πάνω συνθήκες, η παραβίαση της προθεσμίας είναι αδικαιολόγητη. Δεν μπορεί να θεραπευθεί και οδηγεί σε μοιραία αποτελέσματα, στην απόρριψη δηλαδή του αιτήματός της.
΄Ολοι οι λόγοι έφεσης στην ουσία τους είναι κοινοί και αφορούν το θέμα της προσέγγισης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το αδικαιολόγητο της καθυστέρησης καταχώρησης της αίτησης για παραχώρηση αδείας και την ερμηνεία των πιο πάνω Κανονισμών.
Στην υπόθεση Puhler, Πολιτική ΄Εφεση αρ.404/2019, 10.12.2020, ECLI:CY:AD:2020:A421 η Ολομέλεια απασχολήθηκε με το θέμα της προθεσμίας εκ του πιο πάνω Kαν.5 και ανέφερε τα ακόλουθα:
«Όπως τονίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, η τήρηση των προθεσμιών δεν είναι θέμα τύπου, αλλά ουσίας, η οποία να ανταποκρίνεται στην προνομιακή διαδικασία που επιδιώκει ο αιτητής.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, πρόσφατα, θέσπισε τον περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2018, όπου στον Καν. 5 προβλέπονται προθεσμίες εντός των οποίων θα πρέπει να καταχωρείται η αίτηση για άδεια ως ακολούθως:
«(1)Αίτηση για άδεια καταχωρείται το συντομότερο από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης διατάγματος ή πράξης. Σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 45 ημέρες από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης διατάγματος ή πράξης.
(2)Το Δικαστήριο δύναται να επεκτείνει την προθεσμία που αναφέρεται στην παράγραφο (1) του παρόντος Κανονισμού εάν καταδειχθούν εξαιρετικές περιστάσεις που παρεμπόδισαν τον αιτητή να καταχωρήσει την αίτηση του εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας.»
Με δεδομένη τη φύση της διαδικασίας του Certiorari, οι «εξαιρετικές περιστάσεις», που αναφέρονται στον Κ.5, όπως προκύπτει από τη χρήση της λέξης «εξαιρετικές», πρέπει να είναι υφιστάμενες περιστάσεις, οι οποίες παρεμποδίζουν τον αιτητή από του να αποταθεί έγκαιρα στο Δικαστήριο προς διεκδίκηση θεραπείας. Ο λόγος που επιζητείται παράταση, δυνάμει του Κ.5, θα πρέπει, αντικειμενικά κρινόμενος, να αποτελεί έναν ιδιαίτερο, πέραν του συνηθισμένου, λόγο που δεν επέτρεψε στον αιτητή να αποταθεί στο Δικαστήριο για προνομιακή θεραπεία, εντός του χρόνου που προβλέπεται από τον Κανονισμό και το συμφέρον της δικαιοσύνης να απαιτεί την επέκταση του χρόνου.
Ο χρόνος που ο αιτητής έλαβε γνώση ή θα μπορούσε να λάβει γνώση της διαδικασίας που επιθυμεί να ακυρώσει με τη χρήση του προνομιακού εντάλματος, είναι σημαντικό στοιχείο. Όπου, όπως εν προκειμένω, ο αιτητής έλαβε έγκαιρα γνώση της διαδικασίας εναντίον του, η παράλειψή του να ενεργήσει άμεσα προς επιδίωξη θεραπείας, εναποθέτει στον αιτητή επιπρόσθετο βάρος να πείσει ότι ο λόγος που προβάλλει είναι τέτοιος που αποτελεί ένα σοβαρό πρόσκομμα στην επιδίωξη προνομιακής θεραπείας, έτσι ώστε το συμφέρον της δικαιοσύνης να εξυπηρετείται με την επέκταση του χρόνου.
Εν προκειμένω, ο εφεσείων, λίγες μόνο μέρες μετά την έκδοση του εντάλματος σύλληψης εναντίον του, έλαβε γνώση αυτού, παρά το ότι βρισκόταν στην αλλοδαπή. Παρά ταύτα, η καταχώρηση της αίτησης έγινε ένα χρόνο και δύο μήνες μετά. Η δικαιολογία που δόθηκε ήταν η κατ΄ ισχυρισμό λανθασμένη γνωμάτευση που έλαβε από Κύπριο δικηγόρο. Θεωρούμε ότι οι περιστάσεις που επικαλείται ο αιτητής δεν μπορούν να ενταχθούν στις «εξαιρετικές περιστάσεις» που απαντώνται στο διαδικαστικό κανονισμό. Ο αιτητής έλαβε έγκαιρα γνώση του εντάλματος σύλληψης που είχε εκδοθεί εναντίον του και είχε πρόσβαση σε δικηγόρους, τόσο στην Κύπρο, όσο και στο εξωτερικό, όπως προκύπτει από τα γεγονότα που έθεσε ο ίδιος. Το κατά πόσο η νομική συμβουλή που έλαβε από τον πρώτο δικηγόρο είναι ορθή ή λανθασμένη, όπως ο ίδιος επικαλείται, δε θα κριθεί στα πλαίσια της παρούσας. Το δεδομένο είναι ότι είχε πρόσβαση σε δικηγόρους, γι' αυτό άλλωστε και μπόρεσε να επικοινωνήσει με δύο Κύπριους δικηγόρους και ένα δικηγόρο στην Ολλανδία. Υπό αυτές τις περιστάσεις, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η χαλάρωση της αυστηρότητας του κανόνα ως προς την καταχώρηση τέτοιου είδους αιτήσεων. Ούτε θεωρούμε ότι το συμφέρον της δικαιοσύνης, υπό τις περιστάσεις, επιβάλλει την παράκαμψη της προθεσμίας. Διαφορετικά, όπως ορθά υπεδείχθη από το πρωτόδικο Δικαστήριο, «θα συγχωρούνταν με ευκολία λάθη ή παραλείψεις στην έγκαιρη εισαγωγή του δικονομικού μέτρου σε μια κατ΄εξοχήν προνομιακή δικαιοδοσία.»
Στην προκείμενη περίπτωση θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε απολύτως εντός των πλαισίων του σχετικού Κανονισμού 5 και της συναφούς νομολογίας. Ο λόγος για τον οποίο ζητείτο η παρέμβαση του Δικαστηρίου παρουσιαζόμενος ως λόγος δημοσίας τάξεως ουδόλως διαφοροποιεί την εμβέλεια των πιο πάνω Κανονισμών. Δεν συνάγεται ούτε από το γράμμα ούτε από το πνεύμα του Κανονισμού, διαφοροποίηση ανάλογα με το λόγο δια του οποίου επιζητείται έκδοση προνομιακού εντάλματος. Ούτε βεβαίως ο Καν.14 λειτουργεί ανεξάρτητα από τον Καν.5 και ούτε τον υπερφαλαγγίζει. Εκείνο που οφείλει ο όποιος αιτητής προσφύγει στο Δικαστήριο για τη σχετική άδεια είναι, εφόσον είναι εκτός του προβλεπόμενου χρόνου, να παρουσιάσει γεγονότα που να στοιχειοθετούν τις εξαιρετικές περιστάσεις, όπως ο όρος έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία. Εν προκειμένω, όπως ορθά παρατηρείται πρωτοδίκως, στην πραγματικότητα δεν έχει τεθεί οτιδήποτε που να στοιχειοθετεί τέτοια εξαιρετική περίσταση και η καθυστέρηση είναι πολύμηνη. Επιπλέον, το παρουσιαζόμενο ως θέμα έλλειψης δικαιοδοσίας, με όλο το σεβασμό, είναι θέμα υποκειμενικής θεώρησης της ίδιας της εφεσείουσας, ως προς τη διαμονή των διαδίκων και δεν μπορεί να αναχθεί ως αντικειμενικό γεγονός, εν πάση περιπτώσει. Εξάλλου τα θέματα αυτά θα μπορούσαν να τεθούν από την ίδια, όταν της γνωστοποιήθηκε η αίτηση διαζυγίου.
Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει η έφεση απορρίπτεται.
Κ.ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Χ.ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Λ.ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Ν.ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
[1] (προφανώς εννοείται ο Κανονισμός 5(2) γιατί ο 5(3) αφορά σε αίτηση Habeas Corpus, που δεν είναι η περίπτωση).