ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:DOD:2021:27
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Εφέσεις Αρ. 19/2018 με 20/2018)
20 Οκτωβρίου, 2021
[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ Δ/ΣΤΕΣ]
(Εφεση αρ. 19/2018)
xxx ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Εφεσείουσα,
v.
xxx ΠΟΥΡΓΟΥΡΙΔΗΣ,
Εφεσίβλητου.
(Εφεση αρ. 20/2018)
xxx ΠΟΥΡΓΟΥΡΙΔΗΣ,
Εφεσείων,
ν.
xxx ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
Εφεσίβλητης.
____________________
Γ. Λουϊζίδης, για την εφεσείουσα στην 19/18 και εφεσίβλητη στην 20/18.
Χρ. Τιμοθέου, για τον εφεσίβλητο στην 19/18 και εφεσείοντα στην 20/18.
____________________
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Σωκράτους, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.: Οι διάδικοι υπήρξαν σύζυγοι, των οποίων η λύση του γάμου τους η οποία επήλθε με απόφαση Οικογενειακού Δικαστηρίου στις 25/10/2010, δημιούργησε περαιτέρω δικαστικές διαδικασίες. Συγκεκριμένα, την καταχώρηση εκ μέρους του συζύγου κ. Πουργουρίδη, (εν τοις εφεξής ο εφεσίβλητος) Αίτηση Περιουσιακών Διαφορών, η οποία είχε ως αντικείμενο ακίνητη περιουσία στον Αγ. Αθανάσιο στη Λεμεσό της οποίας ήσαν συνδιοκτήτες από ½ μερίδιο έκαστος. Με την αίτηση επιζητείτο η επ' ονόματι του συζύγου μεταβίβαση της εγγραφής του ½ μεριδίου της συζύγου του κας Χριστοδούλου (εν τοις εφεξής η εφεσείουσα).
Η αίτηση αυτή διευθετήθηκε με την έκδοση εκ συμφώνου απόφασης/διατάγματος στις 20/10/2016, το περιεχόμενο της οποίας, διελάμβανε τα ακόλουθα:
«Εκδοθεί και διά του παρόντος εκδίδεται απόφαση και/ή διάταγμα με το οποίο διατάττεται η Καθ' ης η Αίτηση να μεταβιβάσει επ' ονόματι του Αιτητή το ½ μερίδιο που κατέχει σήμερα επί του ακινήτου με αρ. εγγραφής 1xxx5, Φ/Σχ. 54.35, τεμάχιο 1x4 στην οδό Κ. αρ. x, περιοχή Αγίου Αθανασίου, Λεμεσός. Σε αντάλλαγμα ο Αιτητής θα καταβάλει στην Καθ' ης η Αίτηση το ποσό των €300.000 ως ακολούθως: ποσό €70.000 εντός μιας εβδομάδας από σήμερα (20/10/16) και το υπόλοιπο ποσό εκ €230.000 εντός 4 ετών από σήμερα (20/10/16) με νόμιμο τόκο επί του εκάστοτε υπολοίπου μέχρι τελείας εξοφλήσεως.
2. Παράλληλα με την εξόφληση συμφωνείται μεταξύ των διαδίκων ότι η Καθ' ης η Αίτηση θα μεταβιβάσει αυθημερόν το μερίδιο της επί του ως άνω ακινήτου επ' ονόματι του Αιτητή.»
Πρόσθετα με την παράγραφο 6 της εκ συμφώνου απόφασης/διατάγματος δηλωνόταν ότι «με την πιο πάνω απόφαση έχουν διευθετηθεί όλες οι περιουσιακές διαφορές των διαδίκων και ουδεμία απαίτηση έχει ο ένας εκ του άλλου».
Προκύπτει από τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα πως ο εφεσίβλητος κατέβαλε το ποσό των €70.000 περί την 25η Οκτωβρίου 2016.
Στις 25/1/2017 ο εφεσίβλητος, επέδωσε επιστολή στην εφεσείουσα, με την οποία την καλούσε να παρευρεθεί στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λεμεσού τη Δευτέρα 30/1/2017 ώρα 8.30 π.μ. προκειμένου να της καταβάλει το ποσό των €230.000 πλέον τόκους μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία και εκείνη παράλληλα να μεταβιβάσει επ' ονόματι του το ακίνητο.
Η εφεσείουσα διά του δικηγόρου της, διεμήνυσε στο δικηγόρο του εφεσίβλητου πως δεν θα παρίστατο στο Κτηματολόγιο για τη μεταβίβαση, διότι είχε καταχωρήσει αίτηση, η εκδίκαση της οποίας εκκρεμούσε, για διόρθωση της εκ συμφώνου απόφασης/διατάγματος.
Όντως δεν παρέστη στο Κτηματολόγιο τη συγκεκριμένη ημέρα και ώρα, ενώ ο εφεσίβλητος μετέβη, έχοντας μαζί του, ως ισχυρίζεται, επιταγή με το ποσό των €230.000. Ακολούθησε η εκ μέρους του, καταχώρηση αίτησης εναντίον της εφεσείουσας, ημερ. 1/2/2017 για αστική καταφρόνηση του Δικαστηρίου, στην οποία η τελευταία αντέδρασε καταχωρώντας ένσταση, αρνούμενη ότι υπήρχε ηθελημένη παρακοή του διατάγματος.
Μετά από εκδίκαση της αίτησης, το Οικογενειακό Δικαστήριο, έκρινε ότι η εφεσείουσας παρήκουσε τη διαταγή του Δικαστηρίου και ηθελημένα δεν μεταβίβασε το μερίδιο της στον εφεσίβλητο όταν κλήθηκε προς τούτο.
Η απόφαση αυτή δεν εφεσιβλήθηκε. Ορίστηκε δε σε διάφορες ημερομηνίες για αγορεύσεις για μετριασμό της ποινής. Στις 29/5/2018, μετά τις αγορεύσεις των συνηγόρων, το Οικογενειακό Δικαστήριο επέβαλε στην εφεσείουσα ποινή προστίμου €1.000 αφού δέχθηκε ότι υπήρξε επιθυμία της για συμμόρφωση δεδομένου ότι κάλεσε τον εφεσίβλητο στις 25/5/2018, στο Κτηματολόγιο για να του μεταβιβάσει το ½ μερίδιο και πως δεν παρατηρήθηκε κατάχρηση διαδικασίας εκ μέρους του εφεσίβλητου όπως εισηγήθηκε ο συνήγορος της εφεσείουσας.
Η απόφαση αυτή ουδένα των διαδίκων ικανοποίησε, με αποτέλεσμα, αμφότεροι να καταχωρήσουν έφεση.
Η εφεσείουσα την έφεση αρ. 19/18 και ο εφεσίβλητος την υπ' αρ. 20/18.
Με την πρώτη έφεση προτείνεται με τους πρώτους δύο λόγους, ως εσφαλμένη η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε κατάχρηση της διαδικασίας εκ μέρους του εφεσίβλητου ενώ με τους υπόλοιπους τρεις, προσβάλλεται ως έκδηλα υπερβολική η επιβληθείσα ποινή.
Με τη δεύτερη έφεση, με ένα και μοναδικό λόγο, προβάλλεται η θέση πως «το πρωτόδικο δικαστήριο πλανήθηκε ως προς τα γεγονότα της υπόθεσης και/ή το εφαρμοζόμενο δίκαιο και εν τέλει απέστει από το καθήκον του να εξαναγκάσει την εφεσίβλητη/καθ'ης η αίτηση σε συμμόρφωση με το διάταγμα ημερ. 20/10/2016 και/ή το καθήκον του να επιλύσει τα επίδικα θέματα τελεσίδικα και οριστικά».
Αμφότεροι οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων ανέπτυξαν με τα περιγράμματα αγόρευσης τους τόσο τα γεγονότα όσο και την υπάρχουσα επί του θέματος νομολογία τονίζοντας, ο καθένας για εφαρμογή στην περίπτωση του πελάτη του, την εμβέλεια του άρθρου 42Α και της διαδικασίας παρακοής η οποία αποβλέπει σε εξαναγκασμό σε συμμόρφωση.
Ο μεν κ. Τιμοθέου υποστηρίζοντας πως η εφεσείουσα δε συμμορφώθηκε και δεν εξαναγκάστηκε προς τούτο, ο δε κ. Λουϊζίδης, υποδεικνύοντας πως η συμπεριφορά του εφεσίβλητου ήταν τέτοια, ώστε αφ' ενός να αποτελεί κατάχρηση και αφ' ετέρου να εμποδίζει την εφεσείουσα να συμμορφωθεί με το διάταγμα.
Δεδομένου πως οι λόγοι αμφοτέρων των εφέσεων συμπλέκονται και έχουν ως επίκεντρο την γενομένη ή μη υπό τις περιστάσεις συμμόρφωση της εφεσείουσας, κρίνεται σκόπιμο να εξεταστούν μαζί.
Όπως ανωτέρω λέχθηκε, η εφεσείουσα κρίθηκε ένοχη παρακοής του διατάγματος του δικαστηρίου. Παρά το γεγονός ότι η καλά καθιερωμένη νομολογιακή αρχή που αναπτύχθηκε για την ανάγκη συμμόρφωσης και σεβασμού προς τα διατάγματα του Δικαστηρίου, έχει πολλάκις διατυπωθεί, ώστε η επανάληψη της να είναι αχρείαστη, ωστόσο δεν μπορούμε παρά να τονίσουμε πως:
«Η νομολογία έχει προδιαγράψει με σαφήνεια, διαχρονικότητα και εξαντλητικά, ότι η παρακοή διαταγμάτων δικαστηρίου καταστρατηγεί την ίδια τη βάση του συστήματος και την καλή και απρόσκοπτη λειτουργία και απονομή της ίδιας της δικαιοσύνης. Υποσκάπτει την εξουσία του Δικαστηρίου γι' αυτό και η πρέπουσα, κατά κανόνα, τιμωρία είναι αυτή της ποινής φυλάκισης. Μπορεί να γίνει αναφορά σε υποθέσεις όπως τις Safarino Shoe Industry & Trading Co. Ltd v. Sunshoes Ltd (1984) 1 C.L.R. 738, Kay v. The Municipality of Larnaca (1982) 2 C.L.R. 236 και Krashias Shoe Factory Ltd v. Adidas Sportschuhfabriken Adi Dassier K.G. (1989) 1(E) Α.Α.Δ. 750, όπου λέχθηκαν τα εξής:
«Η υπακοή στα διατάγματα του Δικαστηρίου αποτελεί το θεμέλιο λίθο του κράτους δικαίου. Όταν δε η ανυπακοή αποβλέπει στην προσκόμιση οικονομικών ωφελημάτων η τιμωρία πρέπει να είναι τέτοια ώστε όχι μόνο να στιγματίζει την πράξη, αλλά ταυτόχρονα να καταδεικνύει με τρόπο πρακτικό ότι δεν συμφέρει.»
(Δέστε Δρόσος Μιχαηλίδης ν. Margita Μιχαηλίδου Poliakova (2011) 1 ΑΑΔ 1007).
Ωστόσο η επιγενόμενη συμμόρφωση δύναται να αποτελέσει ισχυρό παράγοντα μετριασμού ποινής και παρέχει τη δυνατότητα για επιεικέστερη αντιμετώπιση του παραβάτη. (Λοϊζου ν. Αστυνομίας (1996) 2 ΑΑΔ 227). Υπό αυτό το πρίσμα, εξετάζεται η ύπαρξη ή όχι συμμόρφωσης, επιγενομένης μετά την έκδοση της απόφασης, προς το σκοπό επιβολής της αρμόζουσας στην εφεσείουσα, ποινής.
Στην υπόθεση Μιχαηλίδη (ανωτέρω), η συμμόρφωση της εφεσίβλητης, η οποία μετά την απόφαση με την οποία κρίθηκε ένοχη παρακοής, μεταβίβασε το ακίνητο επ' ονόματι του συζύγου της, ο οποίος είχε εν τω μεταξύ εκπληρώσει τις οικονομικές του υποχρεώσεις προς αυτήν, είχε ως αποτέλεσμα την επιβολή ποινής προστίμου, το οποίο καθορίστηκε στο ποσό των €1.500.
Στην κρινόμενη περίπτωση, η εφεσείουσα κάλεσε τον εφεσίβλητο σε συγκεκριμένη ημερομηνία και ώρα στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο για τη μεταβίβαση. Ο εφεσίβλητος προσήλθε, προσφέροντας «χαριστικά» ποσό €170.000 αντί του ποσού των €230.000 όπως το διάταγμα διελάμβανε. Η αιτιολογία και ο λόγος που έδωσε προς τούτο είναι πως με την αρχική προσφορά του ποσού, το οποίο η εφεσείουσα δεν παρέλαβε και δεν προσήλθε για τη μεταβίβαση και εκπλήρωση της υποχρέωσης της, τον απάλλαξε από την υποχρέωση καταβολής οποιουδήποτε ποσού.
Αυτά αποτελούν τα γεγονότα, τα οποία η μεν εφεσείουσα επικαλείται ως συμμόρφωση - θέση την οποία αποδέχθηκε ουσιαστικά το πρωτόδικο δικαστήριο χαρακτηρίζοντας την ως προσπάθεια συμμόρφωσης - ο δε εφεσίβλητος ως συνεχιζόμενη παρακοή.
Κρίνουμε ότι η θέση του εφεσίβλητου στερείται ερείσματος. Η επίκληση της θέσης του αυτής έχει ως έρεισμα τον περί Συμβάσεων Νόμο, Κεφ. 148 για υποστήριξη της οποίας κάνει αναφορά στο σύγγραμμα «Το Δίκαιο των Συμβάσεων» του Π. Πολυβίου, Τόμος Β, σελ. 148. Όμως διαφορετική είναι η συμβατική υποχρέωση και άλλη η συμμόρφωση προς δικαστικό διάταγμα.
Οι πρόνοιες του εκδοθέντος επίδικου διατάγματος έχουν ήδη καταγραφεί. Επέβαλε και στους δυο διαδίκους υποχρεώσεις, και η τήρηση της υποχρέωσης πληρωμής του ποσού των €230.000 αποτελούσε προϋπόθεση της εκπλήρωσης της υποχρέωσης για μεταβίβαση του ακινήτου εκ μέρους της εφεσείουσας.
Γι' αυτό και προνοεί πως, παράλληλα με την εξόφληση του ποσού που καθορίστηκε, αυθημερόν η εφεσείουσα θα προβεί στην μεταβίβαση του μεριδίου της επ' ονόματι του εφεσίβλητου. Η μια ενέργεια δηλαδή ακολουθεί και έπεται της άλλης.
Το ίδιο το διάταγμα περιέχει την αναγκαία εκ του νόμου οπισθογράφηση, απευθυνόμενη και στους δύο διαδίκους. Όχι μόνο στον ένα εξ' αυτών.
Σημαντική είναι θεωρούμε η παράγραφος 6 του διατάγματος, με την οποίαν προνοείται πως με την εκπλήρωση των ανωτέρω υποχρεώσεων, όλες οι διαφορές των διαδίκων θεωρούνται διευθετείσες.
Καθίσταται επομένως σαφές, ότι η εκπλήρωση της υποχρέωσης της καταβολής του ποσού των €230.000 αποτελεί προϋπόθεση για την υποχρέωση μεταβίβασης του μεριδίου της εφεσείουσας επ' ονόματι του εφεσίβλητου. Δεν νοείται η συμμόρφωση του ενός χωρίς τη συμμόρφωση του άλλου. Η δε προσφορά του εφεσίβλητου του ποσού των €170,000 «χαριστικά», όπως αναφέρει, δεν αποτελεί εκπλήρωση της δικής του υποχρέωσης σύμφωνα με το επίδικο διάταγμα.
Κρίνουμε πως ορθά το Οικογενειακό Δικαστήριο, θεώρησε πως η επιθυμία της εφεσείουσας να συμμορφωθεί, επέτρεπε την επιβολή σ' αυτήν επιεικέστερης ποινής και όχι την αυστηρότερη. Η επιμονή του εφεσίβλητου στην προώθηση της θέσης ότι εξέλειπε η υποχρέωση καταβολής του ποσού το οποίο καθορίζει το εκ συμφώνου διάταγμα, οδηγεί σε αδυναμία εκπλήρωσης της υποχρέωσης της εφεσείουσας και συμμόρφωσης προς το διάταγμα. Δεν αποτελεί όμως κατάχρηση της διαδικασίας όπως εισηγείται ο συνήγορος της εφεσείουσας, ικανής κατά τα νομολογηθέντα στην Τζενάρο Περέλλα (1995) 1 ΑΑΔ 217, να ακυρώσει την όλη διαδικασία παρακοής. Είχε όμως, η συμπεριφορά αυτή, επιμετρήσει προς όφελος της εφεσείουσας, διά της επιβολής μιας επιεικούς ποινής αναγνωρίζοντας συνάμα πως αυτή ήταν η αιτία της μη δυνατότητας μεταβίβασης του ακινήτου.
Κρίνουμε πως η επιλογή της επιβολής ποινής προστίμου ήταν εύλογη και ορθή υπό τις περιστάσεις. Δεν εντοπίζουμε αυστηρότητα στο ύψος αυτής, όπως εισηγείται ο συνήγορος της εφεσείουσας την οποία χαρακτηρίζει ως έκδηλα υπερβολική και σημειώνουμε πως, σε παρόμοιας φύσεως υπόθεση, όπως η Μιχαηλίδου (ανωτέρω) στην οποία έγινε μεταβίβαση του ακινήτου, και επήλθε συμμόρφωση, επιβλήθηκε πρόστιμο ύψους €1.500.
Δεν εντοπίζουμε λόγο παρέμβασης μας στην εκκαλούμενη απόφαση και οι λόγοι έφεσης αμφοτέρων των εφέσεων κρίνονται απορριπτέοι.
Συνεπώς αμφότερες οι εφέσεις απορρίπτονται.
Ενόψει του αποτελέσματος αυτού κάθε διάδικος να επιβαρυνθεί τα έξοδα του.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Δ. Σωκράτους, Δ.