ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:A458
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 166/2012)
15 Οκτωβρίου, 2021
[Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. ΧΧΧ ΠΕΛΑΓΙΑ
2. ARIANA ESTATES LTD
Εφεσείoντες/Ενάγοντες
ν.
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητου/Εναγόμενου
- - - - - - - - -
ΚΑΙ ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΗΜΕΡ.20.01.2020
1. XXX ΠΕΛΑΓΙΑ, ως διαχειρίστρια της περιουσίας του αποβιώσαντος Γεώργιου Πελαγία
2. ΑRIANA ESTATES LTD
Εφεσείοντες/Ενάγοντες
ν.
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑΣ
Εφεσίβλητος/Εναγόμενος
---------------------------
Κ.Μελάς για Μαρκίδη & Μαρκίδη ΔΕΠΕ, για Εφεσείοντες
Αντ. Αντωνίου, για Εφεσίβλητο
_ _ _ _ _ _
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Κατά τον ουσιώδη προς την αγωγή χρόνο, ο εφεσείων 1/ενάγων ήταν ιδιοκτήτης 6 επίδικων ακινήτων, (Πίνακας «Α») ενώ η εφεσείουσα 2/ενάγουσα 48 άλλων επίδικων ακινήτων (Πίνακας «Β»).
Δυνάμει Συμφωνίας Πωλήσεων ημερ. 23.6.2008 οι αντίστοιχοι εφεσείοντες πώλησαν τα ακίνητα των Πινάκων Α΄ και Β΄ με τα ποσά που παραδεκτά δηλώθησαν στην εταιρεία K.Athienitis Contractors -Developers Public Ltd. Όλα τα ακίνητα βρίσκονται στο χωριό Πυρόι της επαρχίας Λευκωσίας, στη νεκρή ζώνη.
Αυτές οι συμφωνίες ματαιώθηκαν, ισχυρίζονται οι εφεσείοντες, λόγω παραλείψεων ή πράξεων του εφεσιβλήτου/εναγομένου. M΄αυτή την προβαλλόμενη βάση αγωγής, οι πρώτοι ζητούσαν γενικές αποζημιώσεις για παράβαση των ΄Αρθρων 23 και 26 του Συντάγματος, δηλαδή του δικαιώματος της ιδιοκτησίας και της ελευθερίας σύναψης συμβάσεων, της Ευρωπαϊκής Συνθήκης περί Προασπίσεως Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Ν.39/1962), καθώς και αποζημιώσεις για ηθική βλάβη.
Ο εφεσίβλητος με την υπεράσπιση του αρνείτο οποιαδήποτε ευθύνη που καταλογιζόταν στο κράτος, ειδικά στο μη καθορισμό του οφειλόμενου Φόρου Κεφαλαιουχικών Κερδών από τα αρμόδια διοικητικά όργανα. Οι εφεσείοντες ισχυρίζονταν ότι, μετά από μήνες που οι ίδιοι προώθησαν τις ως άνω Συμφωνίες για καθορισμό του ως άνω φόρου, τους λέχθηκε εν τέλει, στις 3.10.2008, ότι δεν μπορούσε να γίνει μεταβίβαση «λόγω οδηγιών από το Υπουργείο Εσωτερικών λόγω της τοποθεσίας των Ακινήτων στη νεκρή ζώνη». Εν αντιθέσει, ο εφεσίβλητος προώθησε τη θέση ότι ουδέποτε λέχθηκε κάτι τέτοιο, καθότι η μεταβίβαση ακινήτων δεν εμπίπτει στα καθήκοντα και αρμοδιότητες του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων. Ουδέποτε δε, οι εφεσείοντες προσήλθαν στο Κτηματολόγιο για να υπολογιστεί η αγοραία αξία των ακινήτων. Ούτε κατέθεσαν τις Συμφωνίες στο Κτηματολόγιο, ώστε να δύναται να γίνει λόγος για άρνηση μεταβίβασης ακινήτων.
Η δοθείσα μαρτυρία ήταν εκτεταμένη. Πέντε μάρτυρες για τους εφεσείοντες και ένας μάρτυρας για τον εφεσίβλητο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε σχετική αξιολόγηση μαρτυρίας. Θεώρησε ότι η αμφισβητούμενη μαρτυρία της πλευράς των εφεσειόντων που ήσαν εμπλεκόμενοι στα γεγονότα ήταν γενική και ασαφής. Αποδέχτηκε όμως μέρος της προσκομισθείσας μαρτυρίας, ειδικά του εκτιμητή και του Αθηαινίτη, (εκ των αγοραστών των ακινήτων) η οποία, εξάλλου δεν υπήρξε αμφισβητούμενη. Αντίθετα, αποδέχτηκε πλήρως τη μαρτυρία του ΜΥ1, Γεωργιάδη, ο οποίος εργαζόταν για πολλά έτη - και τον ουσιώδη χρόνο - στο τμήμα Εσωτερικών Προσόδων.
Εντέλει, το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με θέμα που η πλευρά του εφεσίβλητου είχε εγείρει δια της τελικής της αγόρευσης, ότι δηλαδή η διαφορά ενέπιπτε στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος. Θεώρησε ότι ηδύνατο να ασχοληθεί με το θέμα, παρά τη μη έγερση του είτε δικογραφικά είτε κατά την ακρόαση, λόγω του ότι αποτελούσε ζήτημα δημοσίας τάξεως και ως τέτοιο θα μπορούσε να εγερθεί σε οποιονδήποτε στάδιο της διαδικασίας κατ΄επίκλησιν νομολογιακής αρχής (βλ. Takis P. Markides Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα (1997)1(Γ) ΑΑΔ 1424, Παναγιώτου ν. Χ΄Κυριάκου (1991)1 ΑΑΔ 362).
Ως αποτέλεσμα το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με το ΄Αρθρο 172 του Συντάγματος, το οποίο προβλήθηκε από τους εφεσείοντες ως εφαρμοστέον, κατ΄αντιδιαστολή του ΄Αρθρου 146. Κατόπιν υπαγωγής των περιστάσεων της υπόθεσης στα ως άνω ΄Αρθρα, έκρινε τελικά ότι η επίδικη διαφορά εμπίπτει στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (ως ίσχυε τότε) με βάση το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος. Ως εκ τούτου απέρριψε την αγωγή με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.
Οι εφεσείοντες πλήττουν την πρωτόδικη κρίση με 5 λόγους έφεσης.
Οι δύο πρώτοι λόγοι, με παρόμοιο τρόπο, βασίζονται στη θέση της πλευράς των εφεσειόντων ότι η επίδικη διαφορά των διαδίκων δεν συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά ενέπιπτε στην πρόνοια του ΄Αρθρου 172 ανωτέρω και ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε κρίνοντας αντίθετα.
Οι λόγοι έφεσης 3, 4 και 5, με άμεσο ή έμμεσο τρόπο, αφορούν θέματα αξιολόγησης και ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ειδικά ως προς τα κάτωθι:
- Τα ευρήματα επί της μαρτυρίας των ΜΕ3 και 4 σε συνάρτηση με τη μαρτυρία του ΜΥ1 (3ος λόγος έφεσης).
- Την προσβολή της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία του ΜΕ3 «περιέχει ανακρίβειες στις οποίες δεν μπορεί να στηριχθεί το Δικαστήριο» είναι γενική και δεν στηρίζει αιτιολογία (4ος λόγος έφεσης).
- Δεν έλαβε υπόψη δικογραφημένο ισχυρισμό στην υπεράσπιση του εφεσίβλητου με βάση το οποίο ισχυρίζετο ότι οι εφεσείοντες ουδέποτε προσήλθαν στο Κτηματολόγιο για να υπολογισθεί η αγοραία αξία των ακινήτων, ως η συνήθης πρακτική για να καταστεί δυνατός ο υπολογισμός του φόρου Κεφαλαιουχικών Κερδών, γι΄αυτό και ουδέποτε υπολογίστηκε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέδωσε σημασία και δεν σχολίασε ότι ο ισχυρισμός αυτός είχε καταρριφθεί από τη μαρτυρία (5ος λόγος έφεσης).
΄Εχουμε προβληματιστεί εάν οι πιο πάνω λόγοι που αφορούν την αξιοπιστία μπορούν να έχουν οποιανδήποτε επίπτωση ως προς την εφαρμογή ή μη του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος.
΄Εχει βαρύνουσα σημασία στις περιστάσεις της υπόθεσης ότι οι εφεσείοντες είχαν προσφύγει στο αρμόδιο τμήμα για καθορισμό του Φόρου Κεφαλαιουχικών Κερδών και ότι, ως κοινό δεδομένο, η εκτίμηση των ακινήτων - προαπαιτούμενο του καθορισμού του φόρου - δεν μπορούσε να γίνει επειδή ευρίσκοντο στη νεκρή ζώνη.
Αυτά τα δύο γεγονότα προκύπτουν ανεξάρτητα από την εκδοχή που προωθήθηκε από τις δύο πλευρές. Όπως και το ότι η ανενέργεια της Διοίκησης προερχόταν κατ΄αρχήν από την αδυναμία εκτίμησης, ως εκ της ίδιας της τοποθέτησης των ακινήτων στη νεκρή ζώνη.
Με τα πιο πάνω συστατικά στοιχεία της διαφοράς να αναδύονται κοινά, θα μπορούσε το πρωτόδικο Δικαστήριο - και συνεπώς και το Εφετείο - να απαντήσει το ερώτημα εάν πρόκειται για περίπτωση που εφαρμόζεται το ΄Αρθρο 172 ή το 146 του Συντάγματος.
Το ΄Αρθρο 172 του Συντάγματος, έχει ως εξής:
«Η ∆η΅οκρατία ευθύνεται διά πάσαν ζη΅ιογόνον άδικον πράξιν ή παράλειψιν των υπαλλήλων ή αρχών της ∆η΅οκρατίας εν τη ασκήσει των καθηκόντων αυτών ή Κατ'επίκλησιν ασκήσεως των καθηκόντων αυτών. Νό΅ος θέλει καθορίσει τα περί της ευθύνης της ∆η΅οκρατίας».
Το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος (ως ίσχυε) τον ουσιώδη χρόνο, είχε ως εξής:
«1. Tο Aνώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον κέκτηται αποκλειστικήν δικαιοδοσίαν να αποφασίζη οριστικώς και αμετακλήτως επί πάσης προσφυγής υποβαλλομένης κατ' αποφάσεως, πράξεως ή παραλείψεως οιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου ασκούντων εκτελεστικήν ή διοικητικήν λειτουργίαν επί τω λόγω ότι αυτή είναι αντίθετος προς τας διατάξεις του Συντάγματος ή τον νόμον ή εγένετο καθ' υπέρβασιν ή κατάχρησιν της εξουσίας της εμπεπιστευμένης εις το όργανον ή την αρχήν ή το πρόσωπον τούτο».
(Βλ. επίσης τροπ. Νόμο του 2015, Ν.130(Ι)/15, όπου η δικαιοδοσία μεταφέρεται πλέον στα Διοικητικά Δικαστήρια.)
Το ΄Αρθρο 172 ανωτέρω έτυχε νομολογιακής ερμηνείας σε αρκετές υποθέσεις. Εκείνο βεβαίως που προκύπτει είναι ότι η Πολιτεία ευθύνεται για παράνομες πράξεις των Λειτουργών της, όπως, κατά παρόμοιο τρόπο (αλλά όχι αποκλειστικά) θα ίσχυε με τις αρχές που διέπουν το δίκαιο των αδικοπραξιών. Θα πρέπει, εν ολίγοις, να έχει προκληθεί ζημία από άδικη πράξη δημοσίων λειτουργών, η οποία τελέστηκε χωρίς έρεισμα στο Νόμο και εκτός του πλαισίου των καθηκόντων τους, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στη Georghiou v. Attorney General (1982)1Α C.L.R. 938 "without authority or jurisdiction in law".
Στην ίδια υπόθεση λέχθηκαν τα εξής για την εμβέλεια του ΄Αρθρου 172:
"In short it covers acts seemingly attributable to the authority of the actor's office but outside the team of this authority".
Στην Alexandrou v. Attorney General (1983)1 C.L.R. 41 λέχθηκαν και τα ακόλουθα:
«Article 172 defines the prerequisites for liability of the State for acts of its servants as well as the ambit of such liability. What may be regulated by law are matters secondary thereto. For the Republic to be held liable there must in the first place be an unjust ("adikos") act or omission. An unjust act is one committed without authority in law. Where the doing of an act is sanctioned by law, no liability can conceivably attach to the Republic. Secondly, the unjust act or omission must be productive of damage. Thirdly, the injurious act, in the sense above defined, must have been committed in the exercise on purported exercice of the duties of the officers or authorities of the State. The State is liable for acts committed in the exercice of an officer's duties when the latter deviates, exceeds or abuses his authority while carrying out his duties. "Purported exercice of duty" encompasses cases where the officer, while apparently engaged in the process of carrying out his duties, he is not so acting as a matter of law or fact. It was pointed out in the case of Georghiou (supra) that abuse of authority or office lies at the root of liability of the State under Art. 172.»
Ζήτημα δημιουργείται στο πότε εφαρμόζεται το ΄Αρθρο 172 και πότε το ΄Αρθρο 146. Όταν οι ζημιογόνες άδικες πράξεις του Κράτους ή των Λειτουργών του ενέχουν χαρακτήρα εκτελεστής διοικητικής πράξης ή παράλειψης εκτέλεσης δημοσίου καθήκοντος, η απαίτηση εμπίπτει στη σφαίρα του ΄Αρθρου 146.1 και δεν νοείται παράλληλη θεραπεία κάτω από το ΄Αρθρο 172 (βλ. xxx Solomou a.o. 1 R.S.C.C. 96, xxx Hapeshis a.o. (1979)3 C.L.R. 550, xxx Pouros a.a. v. The Attorney General (1980) 1 C.L.R. 411).
Στην Αγρόκτημα Λανίτη Λτδ κ.ά. ν. Γεν. Εισαγγελέα (1991) 1 ΑΑΔ 225 αναφέρθηκε ότι:
«Όπως έχουμε επισημάνει, και επαναλαμβάνουμε, η αρμοδιότητα του Ανωτάτου Δικαστηρίου επεκτείνεται στην αναθεώρηση του συνόλου των πράξεων, αποφάσεων και παραλείψεων, δημόσιας Αρχής ή οργάνου στην άσκηση εκτελεστικής ή διοικητικής λειτουργίας στον τομέα του δημόσιου δικαίου. Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Βλ. μεταξύ άλλων, Kantziais v. Ministry of Interior (1982) 1 C.L.R. 606 και Director of Customs v. Grecian Hotel (1985) 1 C.L.R. 476). αναγνωρίζει ότι χρηματικές απαιτήσεις που προκύπτουν από παράλειψη διοικητικής Αρχής ή οργάνου στην εκπλήρωση νομικών υποχρεώσεων, δε διαφέρουν και δε διακρίνονται από οποιαδήποτε άλλη κατηγορία διοικητικών αποφάσεων ή παραλείψεων. ’λλωστε, όπως επίσης δέχεται η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η ακύρωση διοικητικής πράξης, ενέργειας ή παράλειψης, αποτελεί προϋπόθεση για προσφυγή σε πολιτικό δικαστήριο για τη διεκδίκηση αποζημίωσης ή άλλης θεραπείας. (Βλ. μεταξύ άλλων, Kampis v. Republic (1984) 1 C.L.R. 314 και Philipides & Son v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2588). H βάση της αγωγής, δυνάμει της παραγράφου 6 του άρθρ. 146, δε συναρτάται με την παραβίαση αστικού δικαιώματος, αλλά με την ακύρωση πράξης ή παράλειψης της Διοίκησης που εκδίδεται ή σημειώνεται στον τομέα του δημόσιου δικαίου. Η διευκρίνηση αυτή είναι σημαντική, καθώς και προσδιοριστική του πλαισίου μέσα στο οποίο καθορίζονται οι αποζημιώσεις, βάσει της παραγράφου 6 του άρθρ. 146. (Βλ. μεταξύ άλλων, Frangoulides v. Republic (1982) 1 C.L.R. 462)».
Eίναι ξεκάθαρο από τα πιο πάνω ότι και η παράλειψη διοικητικής αρχής στην εκπλήρωση νομίμων υποχρεώσεων της εμπίπτει στην εμβέλεια του ΄Αρθρου 146.
Περαιτέρω, θα συμφωνήσουμε με την πλευρά του εφεσιβλήτου πως, έστω και εάν η συμπεριφορά της Διοίκησης οφειλόταν σε αδιαφορία, δυστροπία ή σύγχυση, ουδόλως διαφοροποιεί την υφιστάμενη υποχρέωση της να «ενεργήσει», να ασκήσει δηλαδή εξουσία στα πλαίσια των καθηκόντων της, ώστε να καθορίσει ή να υπολογίσει τον ως άνω φόρο. Η φύση της υποχρέωσης ή της παράλειψης να ενεργήσει αφορά τη νομιμότητα εκτελεστής διοικητικής ενέργειας ή και ανενέργειας. Η όποια νομιμότητα κρίνεται στα πλαίσια του ΄Αρθρου 146 και δεν ελέγχεται από το Επαρχιακό Δικαστήριο. Κατ΄αντίθεση της εισήγησης των εφεσειόντων, θεωρούμε ότι οι περιστάσεις της υπόθεσης που δεικνύουν δυστοκία και διστακτικότητα της Διοίκησης δεν ομοιάζουν με τα περιστατικά της υπόθεσης xxx xxx Παναγιώτου ν. xxx Χ΄Κυριάκου (1991)1 ΑΑΔ 362, στην οποία ο δημόσιος υπάλληλος ενήργησε με δόλιο θετικό τρόπο. Εν προκειμένω, δεν έχουμε τέτοια ενέργεια, έχουμε αδράνεια της Διοίκησης, ως έχει εξηγηθεί, που αφορά το θέμα νομιμότητας. Συνεπώς το όλο θέμα εντάσσεται στο ΄Αρθρο 146.
Όπως διαφαίνεται από τη νομολογία, η διακήρυξη της ακυρότητας πράξης ή παράλειψης είναι προϋπόθεση για προσφυγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο εν τη εννοία πλέον του ΄Αρθρου 146.6 προς διεκδίκηση αποζημιώσεων.
Συνεπώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά οδηγήθηκε στην απόρριψη της αγωγής. Για τον ίδιο δε λόγο, δεν έχει καμία σημασία ή αποτέλεσμα, η εξέταση των λόγων έφεσης που αφορούν επιμέρους - αλλά και επουσιώδη για την αξιοπιστία - θέματα.
Η έλλειψη δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου οδηγεί στην απόρριψη και της έφεσης. Η έφεση απορρίπτεται με 3,500 έξοδα υπέρ του εφεσιβλήτου.
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.