ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:D400
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. Ε149/2020)
17 Σεπτεμβρίου, 2021
[ΠΑΝΑΓΗ, Πρόεδρος]
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
Ε. Λ.,
Εφεσείουσα-Ενάγουσα-Αιτήτρια,
ν.
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητου-Εναγομένου-
Καθ' ου η Αίτηση.
________________________
Η εφεσείουσα, κ. Ε. Λ., εμφανίζεται προσωπικά.
Θεανώ Μαυρομουστάκη, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, μαζί με Στέλλα Δαμιανού, Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.
________________________
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα, με γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, το οποίο καταχώρισε στην αγωγή αρ. 2257/2019, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, αξιώνει σωρεία διακηρυκτικών αποφάσεων, (declaratory judgments). Οι εν λόγω αξιώσεις στρέφονται κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας, (η Δημοκρατία), διά του εφεσίβλητου Γενικού Εισαγγελέα, (ο εφεσίβλητος). Σχετίζονται όλες με την «επαγγελματική ασθένεια» της εγκεφαλίτιδας, από την οποία η εφεσείουσα υποφέρει, έχοντας προσβληθεί από αυτήν καθ' ον χρόνο εργαζόταν στο μολυσμένο περιβάλλον των εργοδοτών της, δηλαδή του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου.
Με είκοσι επτά από τις πιο πάνω αξιώσεις, επιδιώκεται να αναγνωριστεί δικαστικώς ότι η Δημοκρατία δεν απέδωσε στην εφεσείουσα ωφελήματα και αποζημιώσεις για την αντιμετώπιση της εν λόγω ασθένειάς της. Τούτο δε, κυρίως, διά της παραλείψεώς της να εισαγάγει, ως είχε υποχρέωση να πράξει, στο ημεδαπό δίκαιο νομοθεσίες, προς ενσωμάτωση των ευρωπαϊκών νομοθεσιών που αφορούν περιπτώσεις όμοιες με τη δική της. Σε μια αξίωση μόνο, υπό την αρίθμηση ΣΤ, η εφεσείουσα αξιώνει ειδικές και γενικές αποζημιώσεις, για, κατ' ισχυρισμό, παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της, ως εκ των πιο πάνω παραλείψεων της Δημοκρατίας, ενώ στη θεραπεία υπό την αρίθμηση ΙΙΙΒ αξιώνει, απλώς, αποζημιώσεις, χωρίς να καθορίζει το λόγο προς τούτο.
Το κλητήριο ένταλμα καταχωρίστηκε, αρχικά, από την ίδια την εφεσείουσα, στις 22.8.2019 και, ακολούθως, καταχωρίστηκε τροποποιημένο από δικηγόρο, στις 9.10.2019. Σε σύντομο χρόνο μετά, καταχωρίστηκε, στις 22.11.2019, από τον τελευταίο και μονομερής αίτηση. Με αυτήν, αξιώνονταν τρεις διαφορετικές θεραπείες, υπό μορφή προστακτικών διαταγμάτων, δυνάμει του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/1960), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί. Λόγω της έκτασής τους, παρατίθενται, πιο κάτω, τα ουσιώδη μέρη τους:-
«(Α) Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου διά του οποίου να διατάσσεται η εναγόμενη Κυπριακή Δημοκρατία να συμμορφωθεί με το άρθρο 4 (πρώην 5) της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης και να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της που υπέχει ως κράτος - μέλος δυνάμει της Αρχής της καλόπιστης συνεργασίας και να εξαλείψει την παράνομη σοβαρή οικονομική βλάβη η οποία προκλήθηκε στην Ενάγουσα-Αιτήτρια συνεπεία της κατάφωρης παραβιάσεως του Κοινοτικού Δικαίου από τις αρμόδιες αρχές ή και τους λειτουργούς της, ...
(Β) Διάταγμα του σεβαστού δικαστηρίου διά του οποίου να διατάσσεται η Κυπριακή Δημοκρατία ... όπως προχωρήσουν αμέσως με την επίδοση του παρόντος διατάγματος ... στην καταβολή στην ενάγουσα του ποσού των 319,223.83 Ευρώ που αφορούν μη καταβληθέντα έξοδα αυτής από θεραπείες της ως και παρεπόμενα έξοδα διακίνησης, διατροφής και συναφή έξοδα της ιδίας και του αναγκαίου συνοδού της που διενεργήθησαν στα πλαίσια των θεραπειών της.
(Γ) Διάταγμα του σεβαστού δικαστηρίου διά του οποίου να διατάσσεται η Κυπριακή Δημοκρατία ... όπως παύσουν αμέσως, με την επίδοση του παρόντος διατάγματος ..., να θέτουν οποιαδήποτε εμπόδια στην συνέχιση της αποθεραπείας και αποκατάστασης της υγείας της ενάγουσας στο νοσοκομείο National Hospital for Neurology & Neurosurgery παραχωρώντας την απρόσκοπτη έγκριση τους γι' αυτό το σκοπό ως επίσης καλύπτοντας όλα τα μελλοντικά έξοδα θεραπείας, αποκατάστασης ως θα απαιτούνται από το πιο πάνω νοσοκομείο και τα παρεπόμενα αυτής έξοδα διακίνησης, μεταφοράς και συναφή έξοδα της ίδιας ...»
Σημειώνεται πως καμιά από τις πιο πάνω θεραπείες δεν αναφέρεται στο, γενικώς, οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα και ως τελική θεραπεία. Ωστόσο, μέχρι προσφάτως, που υπήρχε γνώση, δεν είχε καταχωριστεί έκθεση απαίτησης στην αγωγή.
Μετά από οδηγίες του Δικαστηρίου, η αίτηση επιδόθηκε στον εφεσίβλητο, ο οποίος καταχώρισε ένσταση. Οι δύο πλευρές καταχώρισαν εκτενείς ένορκες δηλώσεις, προς υποστήριξη των εκατέρωθεν εκδοχών τους. Στις ένορκες δηλώσεις της εφεσείουσας, αναφέρονται, σε έκταση, οι περιστάσεις υπό τις οποίες αυτή προσβλήθηκε από την προαναφερθείσα ασθένεια, καθώς, επίσης, οι ενέργειες στις οποίες η ίδια προέβη και εξακολουθεί να προβαίνει, κατά τον ισχυρισμό της, σε σχέση με τη θεραπεία της. Επιπρόσθετα, αναφέρονται οι δαπάνες στις οποίες η εφεσείουσα υποβλήθηκε, για μακρό χρονικό διάστημα, όσον αφορά τον πιο πάνω σκοπό, και οι, κατ' ισχυρισμό, παραλείψεις της Δημοκρατίας να έλθει αρωγός στην όλη προσπάθειά της, ως αυτή, κατ' εφαρμογή συγκεκριμένης ευρωπαϊκής νομοθεσίας, όφειλε να πράξει. Από την πλευρά του εφεσίβλητου, προβάλλεται η θέση ότι η Δημοκρατία ουδεμία παράλειψη επέδειξε, προς εκπλήρωση οποιασδήποτε υποχρέωσής της που απορρέει από το Ενωσιακό Δίκαιο, από το οποίο θα μπορούσε να ωφεληθεί η εφεσείουσα, στο πλαίσιο των προαναφερθεισών διεκδικήσεών της. Αντιθέτως, υποστηρίζεται ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες της Δημοκρατίας έπραξαν ό,τι απαιτείτο από αυτές. Συνακόλουθα, παρέσχαν προς την εφεσείουσα κάθε οικονομική βοήθεια και υπηρεσία που δικαιολογούσε η περίπτωσή της, στα πλαίσια των σχετικών, προς τούτο, εφαρμοζομένων νομοθεσιών. Εμφανώς, οι αντίστοιχες θέσεις των μερών διίστανται ουσιωδώς μεταξύ τους.
Η απόφαση του ευπαιδεύτου Προέδρου, ο οποίος, τελικώς, εκδίκασε την αίτηση inter partes, ήταν και για τα τρία, ως άνω, αιτητικά απορριπτική. Στο πλαίσιο της αιτιολόγησής της, αυτός αναφέρθηκε σε διάφορους λόγους, τους οποίους υποστήριξε με αναφορά σε σχετική νομολογία. Πλέον σημαντική ήταν η διαπίστωσή του πως, δεδομένων της προστακτικής φύσεως των αιτηθέντων διαταγμάτων και του περιεχομένου τους, επιβαλλόταν η εξέταση της ουσίας της υπόθεσης και, δη, της εκτενούς μαρτυρίας, την οποία οι διάδικοι κατέθεσαν στο πλαίσιο της αίτησης και της ένστασης, αντίστοιχα. Συμπλήρωσε δε πως τέτοιος χειρισμός δεν αποτελούσε επιλογή, κατά την άσκηση της εξουσίας του δυνάμει του άρθρου 32 του Ν. 14/1960 και της σχετικής νομολογίας. Στη βάση δε και της διαπίστωσης, ανωτέρω, απέρριψε την αίτηση.
Η εφεσείουσα διαφώνησε με την κρίση, γενικά, του Δικαστηρίου. Η έφεση η οποία καταχωρίστηκε προς αμφισβήτησή της φέρει τη δική της υπογραφή. Οι έξι λόγοι που προβάλλονται είναι, μεταξύ τους, συναφείς. Βασικά, η εφεσείουσα εισηγείται πως, με την αίτησή της, προέβαλε «σοβαρή παραβίαση του Ενωσιακού δικαίου» και «πλημμελή μεταφορά» προνοιών του, οι οποίες επέβαλλαν και συνεχίζουν να επιβάλλουν στη Δημοκρατία την υποχρέωση για άμεση παροχή οικονομικής και άλλης φύσεως βοήθειας, για σκοπούς της θεραπείας στην οποία αυτή υποβλήθηκε και εξακολουθεί να υποβάλλεται. Συνακόλουθα, εισηγείται πως το Δικαστήριο παρέβη το καθήκον του να εκδώσει τα διατάγματα που η ίδια ζητούσε με την αίτησή της, τα οποία θα εξανάγκαζαν τη Δημοκρατία να συμμορφωθεί με τις πιο πάνω υποχρεώσεις της.
Η έφεση και η υποκείμενη σε αυτήν απόφαση εξετάστηκαν με τη δέουσα προσοχή, υπό το φως και των αγορεύσεων των μερών. Αναφέρεται, εξαρχής, ότι δε διαπιστώνεται να υπάρχει οποιοδήποτε σφάλμα στην απόφαση, σχετικά, του Δικαστηρίου. ΄Οπως ορθά επισημαίνεται, προστακτικά διατάγματα, ως αυτά που αξιώνει με την αίτησή της η εφεσείουσα, εκδίδονται, ως παρεμπίπτον μέτρο, μόνο σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν, από τα γεγονότα που επικαλείται ο αιτητής, αποκαλύπτεται «μια ασυνήθιστα δυνατή και καθαρή περίπτωση» προς όφελός του, (βλ. Τσιερκέζου ν. Dragon Tourist Enterprises Ltd (2009) 1 Α.Α.Δ. 734, σελίδα 743). Επομένως, τούτο αποφεύγεται, ειδικά, όταν, προς το σκοπό αυτό, απαιτείται το δικαστήριο να υπεισέλθει στην εξέταση της ουσίας της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων, λαμβανομένων υπόψη των διαφωνιών τους ως προς τα αληθή γεγονότα που διέπουν την υπόθεση. Η πορεία, ανωτέρω, είναι ανεπίτρεπτη, εν πάση περιπτώσει, στο πλαίσιο της εξέτασης των απαιτήσεων του άρθρου 32 του Ν. 14/1960, (βλ. Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248 και Μιχαηλίδης ν. Παπακυριακού (2004) 1 Α.Α.Δ. 209).
Τέτοια προσέγγιση, όπως αυτή που αναφέρεται τελευταία, πιο πάνω, απαιτείται, προς ικανοποίηση και των τριών αιτητικών, Α, Β και Γ. Προς ικανοποίηση των απαιτήσεών τους, πρέπει να διαπιστωθεί, ως ένα στοιχείο τους, η πρόκληση οικονομικής βλάβης στην εφεσείουσα, παρελθούσα, παρούσα και μέλλουσα, ιδιαίτερα, για την ικανοποίηση του αιτητικού υπό το Β της αίτησης. Με αυτό, η εφεσείουσα απαιτεί την απόδοση, ενδιάμεσα, προς την ίδια ποσού €319.223,83, το οποίο φέρεται να αντιπροσωπεύει μη καταβληθέντα έξοδα αναφορικά με τη θεραπεία, τη διατροφή και τη μετακίνησή της κατά τη μετάβασή της για σκοπούς θεραπείας στο εξωτερικό. Αναμφίβολα, για να αποδοθεί το πιο πάνω ποσό, πρέπει, πρωτίστως, να διαπιστωθεί η υποχρέωση για καταβολή του από τη Δημοκρατία. Εν πάση περιπτώσει, με δεδομένη την αμφισβήτηση, από μέρους της τελευταίας, σε σχέση με την υποχρέωσή της στην καταβολή οποιουδήποτε ποσού στην εφεσείουσα, σαφώς, τούτα αποτελούν θέματα τα οποία πρέπει να εξεταστούν κατά την εκδίκαση της υπόθεσης. Τότε, το Δικαστήριο θα έχει την ευκαιρία να αξιολογήσει τη σχετική μαρτυρία, προκειμένου να καταλήξει σε ευρήματα επί γεγονότων, τα οποία να υποστηρίζουν απόφαση για οφειλές προς την εφεσείουσα σε σχέση με παραλείψεις της Δημοκρατίας στον τομέα που αφορά η αγωγή.
΄Οσον αφορά, ειδικά, τα αιτητικά υπό το Α και Γ της αίτησης, εν πάση περιπτώσει, εμφανώς, αυτά δε θα μπορούσαν να είναι πιο γενικά στη διατύπωσή τους και, κατά συνέπεια, ασαφή ως προς το τι είναι που ζητείται από τον εφεσίβλητο να πράξει. Ο κανόνας επιβάλλει πως, με την έκδοση ενός διατάγματος, πρέπει να βεβαιώνεται ότι τούτο είναι απόλυτα σαφές ως προς το απαγορευτικό ή προστακτικό μέρος του. Πρέπει, δηλαδή, να είναι ευλόγως δυνατό το πρόσωπο προς το οποίο το διάταγμα απευθύνεται να αντιληφθεί, με βεβαιότητα, τι είναι που απαιτείται από το ίδιο να αποφύγει ή να πράξει, αναλόγως της περίπτωσης. Η οποιαδήποτε ασάφεια στο διάταγμα καθιστά, εκ προοιμίου, αδύνατη τη δέουσα συμμόρφωση με αυτό. Κατ' επέκταση, αδύνατη είναι και τυχόν αξίωση για εξαναγκασμό, προς τούτο, του προσώπου προς το οποίο το διάταγμα απευθύνεται. Τοιουτοτρόπως, το διάταγμα, ουσιαστικά, είναι άνευ αντικειμένου. Τέτοια είναι η περίπτωση, εν προκειμένω, με τα πιο πάνω, υπό αναφορά, αιτητικά.
Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται. Τα έξοδα, επιδικάζονται υπέρ της Δημοκρατίας και εναντίον της εφεσείουσας. Αυτά να υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Μια τελευταία παρατήρηση: Σε σχέση προς την υπό αναφορά αγωγή, πρέπει να ληφθούν όλα τα απαραίτητα δικονομικά μέτρα, ώστε αυτή, δεδομένης της φύσεως της διεκδίκησης που προβάλλει, να εκδικαστεί κατά προτεραιότητα και να περατωθεί το συντομότερο δυνατό.
Π. Παναγή, Π.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
Α. Πούγιουρου, Δ.
/ΜΠ