ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:A396
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 363/20)
13 Σεπτεμβρίου, 2021
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π., Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΚΑΤ' ΕΦΕΣΙΝ ΕΞ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ) ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΊ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ 196/2020 (CERTIORARI), ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 10.12.2020
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΝΟΜΟΥ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΊΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ XXX ΚΑΝΤΟΥΝΑ ΚΑΙ ΤΗΣ XXX ΚΑΝΤΟΥΝΑ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΤΙΜΗΣ ΔΙΚΑΣΤΟΥ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΥΡΙΑΣ Ε. ΓΑΒΡΙΗΛ, ΗΜΕΡ. 26 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ, 2020, ΤΗΝ ΟΠΟΙΑΝ ΕΞΕΔΩΣΕ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΕΚΔΙΚΑΣΗΣ ΤΩΝ ΣΥΝΕΝΩΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΑΡ. 1/2016 Κ.Α. XXX ΚΑΝΤΟΥΝΑΣ Κ.Α. V. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ, ΚΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑΝ ΑΠΕΡΡΙΨΕ ΑΙΤΗΜΑ ΤΩΝ ΑΙΤΗΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ
-----------
Κ. Καντούνας, για τους εφεσείοντες.
---------
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες ήσαν προσφεύγοντες στο Διοικητικό Δικαστήριο σε έξι συνενωμένες προσφυγές. Στα πλαίσια αυτά είχαν υποβάλει αίτημα τροποποίησης της προσφυγής το οποίο το Διοικητικό Δικαστήριο απέρριψε στις 21/9/2020. Στη δε απόφαση του το Διοικητικό Δικαστήριο χρησιμοποίησε τη φράση «υπό το πρόσχημα καλύτερης επεξήγησης των λόγων που καθιστούν επιτακτική την τροποποίηση της αίτησης ακυρώσεως .» («η επίμαχη φράση»). Ως αποτέλεσμα της φράσης αυτής, οι εφεσείοντες θεωρώντας ότι το Διοικητικό Δικαστήριο ήταν αρνητικά προκατειλημμένο ενάντια τους και της υπόθεσης τους, υπέβαλαν αίτημα εξαίρεσης της δικαστού από την περαιτέρω εκδίκαση των προσφυγών τους. Η διοικητική δικαστής απέρριψε το αίτημα με απόφαση της ημερ. 26/10/2020.
Στη συνέχεια οι εφεσείοντες υπέβαλαν αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο υπό μονομελή βεβαίως σύνθεση («το πρωτόδικο Δικαστήριο») για να τους δοθεί άδεια για καταχώριση αίτησης δια κλήσεως με σκοπό την ακύρωση της πιο πάνω απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου ημερ. 26/10/2020. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση λόγω μη κατάδειξης συζητήσιμης υπόθεσης αλλά και της ύπαρξης άλλου ένδικου μέσου προς θεραπεία, αυτού της έφεσης, ούτε θεώρησε ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις για να παρακάμψει τον κανόνα. Επ΄ αυτής της κρίσης έχει καταχωρηθεί η παρούσα έφεση.
Να σημειωθεί ότι επί της άρνησης του Διοικητικού Δικαστηρίου να επιτρέψει την τροποποίηση καταχωρήθηκε ομοίως έφεση των εφεσειόντων.
Σκόπιμο είναι πριν να ασχοληθούμε με τους λόγους έφεσης να παραθέσουμε το απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση με το κύριο αιτιολογικό της απόρριψης του αιτήματος των εφεσειόντων:
«Έχοντας υπόψιν όλα όσα τέθησαν ενώπιον μου είναι η κρίση μου ότι δεν έχει καταδειχθεί συζητήσιμο θέμα και η Αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί. Ισχυρισμοί για προκατάληψη θα πρέπει να προσβάλλονται μετά από μεγάλη περίσκεψη και να στοιχειοθετούνται με σαφήνεια και λεπτομέρεια. Η πρωτόδικος Δικαστής στην προσβαλλόμενη πρωτόδικη απόφαση ημερ. 26.10.2020 κινήθηκε και καθοδηγήθηκε εντός των επιτρεπτών ορίων που καθορίζονται από την νομολογία και Αρχές που πηγάζουν από αυτήν. Τα γεγονότα της υπόθεσης δεν υποδεικνύον προκατάληψη, ως οι Αιτητές προβάλλουν. Το κριτήριο είναι αντικειμενικό, ήτοι κατά πόσο στο νου του μέσου εχέφρονος πολίτη ο οποίος γνωρίζει τα γεγονότα δημιουργείται φόβος ή δικαιολογημένη ύπαρξη πραγματικής πιθανότητας προκατάληψης (βλ. Αίτηση xxx Συμεού (2012) 1 Α.Α.Δ. 974). Όσα ανέφερε η πρωτόδικος Δικαστής στην Ενδιάμεση Απόφαση της, λέχθηκαν στην προσπάθεια του Δικαστηρίου να εξετάσει την Αίτηση των Αιτητών και σε καμία περίπτωση δεν προέβη, σε εκείνο το στάδιο, σε οποιαδήποτε τελεσίδικη αξιολόγηση των όσων αναφέρθηκαν από τους Αιτητές. Η χρησιμοποίηση των λέξεων "υπό το πρόσχημα" υπό του Δικαστηρίου στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης δεν καταδεικνύουν, σε καμία περίπτωση, προκατάληψη εις βάρος των Αιτητών. Επίσης, οι παρατηρήσεις του Δικαστηρίου στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι αιτήματα για εξαίρεση Δικαστή πρέπει να υποβάλλονται μετά από αρκετή περίσκεψη και φειδώ, ουδόλως αποκαλύπτει προκατάληψη ή οιονδήποτε άλλο στοιχείο προς την ίδια κατεύθυνση εναντίον των Αιτητών. Αποτελούσαν οι παρατηρήσεις αυτές επανάληψη παραινέσεων σε αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Κύπρου ν. Βουλή (Αρ.2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 69, Αίτηση Συμεού xxx (άνω), Αχτάρ κ.α. ν. Αστυνομία (2010) 2 Α.Α.Δ. 397). Η υπόθεση, Κυπριακές Αερογραμμές Δημόσια Λτδ (2010) 1 Α.Α.Δ. 2025 (και όχι xxx Χρυσάνθου ως την αναφέρουν οι Αιτητές) την οποία επικαλούνται οι Αιτητές δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση. Εκεί αποφασίστηκε το θέμα στα γεγονότα της υπόθεσης που ήταν εντελώς διαφορετικά».
΄Οσο δε αφορά την ύπαρξη εναλλακτικού ένδικου μέσου ή συνδρομής εξαιρετικών περιστάσεων, ώστε να επιτρέπεται παράκαμψη του κανόνα για αποκλεισμό θεραπείας προνομιακού εντάλματος, όταν συντρέχουν τέτοιες περιστάσεις, αναφέρθηκαν πρωτοδίκως τα ακόλουθα:
«Πέραν όμως τούτου έστω και αν κατάληγα ότι κατεδείχθει συζητήσιμο θέμα και πάλι δεν θα χορηγούσα την αιτούμενη άδεια ενόψει του ότι στη διάθεση των Αιτητών υπάρχει άλλο ένδικο μέσο, αυτό της έφεσης ακόμη και αν αυτό είναι στο τέλος της πρωτόδικης διαδικασίας (Αίτηση Amsteso Electric Ltd Π.Ε. 64/2015, ημερ. 10.7.2015) . Έχει ήδη καταχωρηθεί έφεση εναντίον της απόφασης ημερ. 21.9.2020. Δεν έχει καταδειχθεί η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων ώστε να είναι δυνατή η παράκαμψη του κανόνα (βλ. Αίτηση xxx Άνθιμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41) αλλά ούτε και προβλήθηκαν ισχυρισμοί ύπαρξης τέτοιων περιστάσεων στην Αίτηση των Αιτητών.»
Οι εφεσείοντες εγείρουν 8 λόγους έφεσης εναντίον της εκκαλούμενης απόφασης.
Οι δύο τελευταίοι αφορούν τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στη διάθεση των εφεσειόντων υπάρχει άλλο ένδικο μέσο, αυτό της έφεσης (7ος λόγος) και ότι δεν έχουν καταδειχθεί εξαιρετικές περιστάσεις ώστε να παρακαμφθεί ο κανόνας (8ος λόγος).
Οι υπόλοιποι 6 λόγοι ουσιαστικά αφορούν το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν έχει καταδειχθεί συζητήσιμη υπόθεση ως ακολούθως:
Ο πρώτος λόγος πλήττει γενικά αυτό το συμπέρασμα, στον δεύτερο λόγο ειδικά προσβάλλεται η διαπίστωση-συμπέρασμα του πρωτόδικο Δικαστηρίου ότι η διοικητική δικαστής στην απόφαση ημερ. 26/10/2020 κινήθηκε εντός των επιτρεπτών ορίων, όπως καθορίζονται από τη νομολογία. Ο τρίτος λόγος πλήττει το συναφές εύρημα πως όσα ανέφερε η διοικητική δικαστής λέχθηκαν στην προσπάθεια να εξετάσει την αίτηση και δεν προέβη «σε τελεσίδικη αξιολόγηση». Ο τέταρτος λόγος αφορά και πάλι το ίδιο βασικά πρωτόδικο συμπέρασμα αλλά δίδεται ιδιαίτερη σημασία στην χρησιμοποίηση των λέξεων «υπό το πρόσχημα», και ότι δηλαδή δεν καταδεικνύουν σε καμιά περίπτωση προκατάληψη σε βάρος των εφεσειόντων. Ο πέμπτος λόγος αφορά την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι παρατηρήσεις του Διοικητικού Δικαστήριού πως αιτήματα για εξαίρεση δικαστή πρέπει να υποβάλλονται μετά από αρκετή περίσκεψη και φειδώ, δεν αποκαλύπτουν προκατάληψη. Ο έκτος λόγος αφορά την κρίση ότι η υπόθεση Κυπριακές Αερογραμμές (2010) 1 ΑΑΔ 2025 δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής.
Απασχόλησε κατά πόσον οι αποφάσεις Διοικητικών Δικαστηρίων μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο διαδικασιών Προνομιακών Ενταλμάτων. Και αυτό στη βάση ότι δεν υπάρχει δικαιοδοσία για έκδοση προνομιακού εντάλματος όπως το mandamus για διοικητικές πράξεις που εμπίπτουν στο ΄Αρθρο 146.1 του Συντάγματος. (Βλ. Darimplex Ltd, πολ.εφ. 216/20, 7.6.2021 και Λοϊζου, πολ.εφ.138/18, 20.7.2018).
Παρά το ότι λοιπόν επί της ουσίας της δικαιοδοσίας του Διοικητικού Δικαστηρίου δεν θα μπορούσε να υφίσταται έλεγχος τουλάχιστον μέρους προνομιακών ενταλμάτων, όπως το mandamus, ωστόσο, επί της διαδικασίας του Διοικητικού Δικαστηρίου και του τρόπου ασκήσεως των δικαστικών του καθηκόντων, δεν υπάρχει αποκλεισμός από τον έλεγχο αυτό, αφού έχει τον χαρακτήρα κατώτερου Δικαστηρίου (βλ. περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμου του 2015, Ν.131(Ι)/2015). Υπό αυτή την έννοια λοιπόν ήταν δυνατός ο έλεγχος και η αίτηση των εφεσειόντων ενέπιπτε στη δυνατότητα ελέγχου του Διοικητικού Δικαστηρίου με προνομιακό ένταλμα.
Κατά την ακροαματική διαδικασία απασχόλησε την Ολομέλεια εάν η έφεση που καταχωρήθηκε επί της απόρριψης του αιτήματος τροποποίησης θα μπορούσε να καλύπτει - και με ποιον τρόπο - τα θέματα που καλούμαστε να αποφασίσουμε δι΄ αυτής της έφεσης. Γι' αυτό τον σκοπό ζητήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειόντων να καταθέσει το εφετήριο και να τοποθετηθεί σχετικά.
Μετά από σχετική αναβολή που δόθηκε προσκομίστηκε το εφετήριο στην έφεση ΕΔΔ Αρ. 153/20, καταχωρηθείσα στις 2/10/2020. Ο κ. Καντούνας εισηγήθηκε πως η αναφορά που γίνεται στην αιτιολογία κάποιων λόγων έφεσης αφορά την «ουσία της απόφασης». Η δε ειδική αναφορά στο εφετήριο της επίμαχης φράσης που πυροδότησε την αντίδραση της πλευράς του, τέθηκε απλώς στην αιτιολογία κάποιων λόγων και δεν επηρεάζει τη διαδικασία certiorari η οποία ήταν η μόνη αρμόζουσα εν προκειμένω, αφού η σκοπούμενη να ελεγχθεί πράξη αφορούσε ευρύτερα θέμα προκατάληψης και γι΄αυτό ζητείτο η εξαίρεση της Δικαστού από την εκδίκαση των προσφυγών.
΄Εχουμε εξετάσει αυτή τη θεώρηση του κ. Καντούνα. Eνόψει του ότι πρόκειται για ξεχωριστή απόφαση που αφορά το αίτημα εξαίρεσης, για την περαιτέρω εκδίκαση των προσφυγών, θεωρούμε, εν τέλει ότι παρά την αναφορά στο εφετήριο σημείων που απασχολούν και εν προκειμένω, η παρούσα διαδικασία δεν άπτεται του περιεχομένου της ορθότητας της απόφασης επί της τροποποίησης και ως εκ τούτου θα προχωρήσουμε στη συνέχεια στην εξέταση των λόγων έφεσης.
Παρατηρούμε αρχικά ότι οι πρώτοι έξι λόγοι αφορούν τα ίδια θέματα και αφορούν τη γενική και επιμέρους αιτιολογία της κρίσης του πρωτοδίκου Δικαστηρίου να καταλήξει στη μη ύπαρξη συζητήσιμης υπόθεσης ακριβώς λόγω της θεώρησης του ότι δεν είχε πεισθεί πως η απόφαση της διοικητικού δικαστή ήταν απόρροια προκατάληψης και η απόρριψη του αιτήματος εξαίρεσης της κινήθηκε στα ορθά πλαίσια. Είναι συνεπώς απόρροια της μεταξύ τους συνάφειας, η ανάγκη να εξετασθούν σε ομοούσιο πλαίσιο οι πρώτοι έξι λόγοι έφεσης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας την απόφαση της Δικαστού να μην εξαιρεθεί της εκδίκασης των προσφυγών, δεν εντόπισε στοιχεία προκατάληψης εναντίον των εφεσειόντων.
Η νομολογία μας προσεγγίζει το θέμα της εξαίρεσης Δικαστή με τον προσήκοντα σεβασμό που συναρτάται κυρίως με το θέμα της αμεροληψίας. Κάθε διάδικος έχει δικαίωμα να κρίνεται από αμερόληπτο Δικαστήριο, αυτό ως σύμφυτο με την ανθρώπινη ιδιότητα. Όπως επισημαίνεται στη Μιχαηλίδη κ.ά. ν. Δημοκρατίας ποιν. εφέσεις 125/17 κ.ά. 26.4.2018 το δικαίωμα αυτό προστατεύεται ως θεμελιώδες και ως εχέγγυο του δίκαιου της δίκης τόσο από την Ευρωπαϊκή Συνθήκη Δικαιωμάτων του Ανθρώπου όσο και από το Σύνταγμα. Δεν είναι νέο στην κυπριακή έννομη τάξη αφού εφαρμόστηκε με ευλάβεια ως θεμελιακή αρχή του Κοινοδικαίου.
Σκόπιμο είναι να παραθέσουμε σχετικό απόσπασμα από την Μιχαηλίδη ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) όπου τίθεται το ιστορικό και αιτιολογικό υπόβαθρο των αρχών που διέπουν το θέμα. Αναφέρονται τα εξής:
«Η έλλειψη αμεροληψίας μπορεί κατ΄αρχάς να λάβει τη μορφή ύπαρξης αμέσου ή προσωπικού συμφέροντος (direct or personal interest) του δικαστή από το αποτέλεσμα της υπόθεσης. Σε τέτοια περίπτωση δημιουργείται τεκμήριο πραγματικής έλλειψης αμεροληψίας (actual bias) (Locabail (UK) Ltd v. Bayfield Properties Ltd [2000] QB 451) και η εξαίρεση του δικαστή επέρχεται αυτόματα (automatic disqualification), ανεξάρτητα από το κατά πόσον το συγκεκριμένο συμφέρον προκαλεί εύλογη υπόνοια για την ύπαρξη προκατάληψης εκ μέρους του (Dimes v. Proprietor of Grand Junction Canal (1852) 3 HL Cas 759) ή ανεξάρτητα από το κατά πόσον το συμφέρον που έχει είναι οικονομικής φύσεως (R. v. Bow Street Metropolitan Stipendiary Magistrate, Ex p Pinochet Ugarte (No 2) [1999] 1 All ER 577, HL). Τούτο, εφόσον η ύπαρξη συμφέροντος του δικαστή από το αποτέλεσμα της υπόθεσης αντίκειται ευθέως στη θεμελιακή αρχή της φυσικής δικαιοσύνης, nemo judex in causa sua.
Ανεξάρτητα όμως από τη, σπάνια αναφερόμενη, περίπτωση πραγματικής έλλειψης αμεροληψίας, αναγνωρίζεται και η περίπτωση της «φαινόμενης έλλειψης αμεροληψίας» (apparent bias). Όπως διακηρύχθηκε στην υπόθεση R. v. Sussex Justices, Ex p McCarthy [1923] All ER Rep 233, από τον Lord Hewart CJ:
«Justice should not only be done, but should manifestly and undoubtedly be seen to be done. »
H αρχή αυτή ενσωματώθηκε από ενωρίς στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του ανθρώπου (ΕΔΔΑ) (Delcourt v. Belgium (1970) 1 EHRR 355, 369, para 31).
Η κυπριακή επίσης νομολογία με σταθερότητα έχει επιβεβαιώσει ότι ο δικαστής δεν πρέπει μόνο να είναι, αλλά και να φαίνεται ότι είναι αμερόληπτος. Όπως τέθηκε από τον Γ.Μ. Πική, Δ. (ως ήτο τότε) στην xxx Πίτσιλλος ν. xxx Ευγενίου (1989) 1 ΑΑΔ, 691, 695:
«Όχι μόνο ο δικαστής δεν πρέπει να διακατέχεται από προκατάληψη εναντίον του διαδίκου αλλά επίσης η σχέση του με την υπόθεση ή οποιοδήποτε από τους διαδίκους δεν πρέπει να είναι τέτοια ώστε να εγείρει αμφιβολίες ως προς την αμεροληψία του στον μέσο λογικά σκεπτόμενο άνθρωπο. Συνεπώς, η αμεροληψία δεν συναρτάται μόνο με υποκειμενικά αλλά και με αντικειμενικά κριτήρια.»
Ως κριτήριο διάκρισης περιπτώσεων φαινόμενης προκατάληψης, η αγγλική νομολογία υιοθέτησε αρχικά την έννοια του πραγματικού κινδύνου να υφίσταται έλλειψη αμεροληψίας υπό τις περιστάσεις (real danger test ή Gough test) (R v. Gough [1993] A.C. 646).
Η προσέγγιση όμως αυτή δεν ακολουθήθηκε σε άλλες δικαιοδοσίες του κοινοδικαίου, όπως της Σκωτίας, της Αυστραλίας και της Νότιας Αμερικής όπου υιοθετήθηκε ως κριτήριο το κατά πόσον ένας αντικειμενικός παρατηρητής, έχοντας γνώση των ουσιωδών γεγονότων, θα σχημάτιζε εύλογη υπόνοια ότι ο δικαστής δυνατόν να μην είναι αμερόληπτος (reasonable suspicion or reasonable apprehension test). Πρόκειται για αντικειμενικό κριτήριο που εναρμονίζεται με τη νομολογία του ΕΔΔΑ (βλ. Nicholas v. Cyprus, no. 63246/10, απόφαση ημερ. 9.2.2018).
Αλλά και στην Αγγλία, μετά από διακυμάνσεις (βλ. Locabail, para 17 και In Re Medicaments and Rolates Classes of Goods (No. 2) [2001] 1 W.L.R. 700, para 85), η νομολογία φαίνεται να κατέληξε, επίσης, στο αντικειμενικό κριτήριο της εύλογης πιθανότητας. Ειδικότερα στην Porter v. Magill [2002] 2 A.C. 359, ο Lord Hope, αφού ανασκόπησε την αγγλική νομολογία υπό το φως της σχετικής νομολογίας του ΕΔΔΑ, εξοβέλισε την έννοια του «πραγματικού κινδύνου» λέγοντας τα εξής:
«Those words no longer serve a useful purpose here and they are not used in the jurisprudence of the Strasbourg Court. The question is whether a fair-minded and informed observer having considered the facts would conclude that there was a real possibility that the tribunal was biased.»
Η παραπάνω προσέγγιση έχει υιοθετηθεί και στην Κύπρο όπου έγινε δεκτό ότι:
«το κριτήριο για εξαίρεση Δικαστή είναι η δημιουργία δικαιολογημένης εντύπωσης ύπαρξης πραγματικής πιθανότητας προκατάληψης από το Δικαστή στο νου του μέσου εχέφρονα πολίτη, ο οποίος γνωρίζει όλα τα γεγονότα.» (Πίτσιλλος ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, σελ. 274)
Σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, η προσωπική αμεροληψία του δικαστή τεκμαίρεται μέχρι αποδείξεως του εναντίου (De Cubber v. Belgium (1984) 7 EHRR 236). Εάν δεν στοιχειοθετείται επί υποκειμενικής βάσης πραγματική έλλειψη αμεροληψίας, μπορεί, παρά ταύτα, να εξεταστεί πλέον, με το προαναφερθέν αντικειμενικό κριτήριο, κατά πόσον:
«. quite apart from the judge's personal conduct, there are ascertainable facts which may raise doubts as to his impartiality. In this respect even appearances may be of a certain importance. What is at stake is the confidence which the courts in a democratic society must inspire in the public and above all, as far as criminal proceedings are concerned, in the accused. Accordingly, any judge in respect of whom there is a legitimate reason to fear a lack of impartiality must withdraw (see, mutatis mutandis, the De Cubber judgment previously cited, Series A no. 86, p. 14, para. 26).
This implies that in deciding whether in a given case there is a legitimate reason to fear that a particular judge lacks impartiality, the standpoint of the accused is important but not decisive (see the Piersack judgment of 1 October 1982, Series A no. 53, p. 16, para. 31). What is decisive is whether this fear can be held objectively justified.»
(Hauschildt v. Denmark (1990) 12 E.H.R.R. 226)
Από την άλλη, η εγρήγορση για διασφάλιση των δικαιωμάτων ενός διαδίκου και ιδιαίτερα ενός κατηγορουμένου και η αδιαμφισβήτητη ανάγκη για διαφάνεια στην απονομή της δικαιοσύνης δεν είναι επιτρεπτό να οδηγήσουν το δικαστή σε αβασάνιστη ή, εν πάση περιπτώσει, αδικαιολόγητη παραίτηση από το καθήκον του να εκδικάσει την υπόθεση που του αναλόγισε και σε αναγνώριση δικαιώματος ενός διαδίκου να επιλέγει το δικαστή που θα τον δικάσει, κάτι που χαρακτηρίστηκε ως συνέπεια ολέθρια για το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης (xxx Evangeli (1992) 1 CLR 1443, Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για Απόλυση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας δια Ανάρμοστη Συμπεριφορά, Αίτηση Αρ. 1/2015, ημερ. 23.6.2015). Κριτήριο δεν είναι η προσωπική ευαισθησία του δικαστή, αλλά η ορθή εκτίμηση του δικαστικού καθήκοντος. Σ΄ αυτά τα πλαίσια οι εικασίες και η απλή καχυποψία δεν είναι αρκετές (Πίτσιλλου ν. Δημοκρατίας, ανωτ., 273-274, Κωνσταντίνου ν. Κωνσταντίνου (2009) 1 ΑΑΔ, 761, 766, Markides v. Republic (1984) 3 CLR 304)».
Στην κρινόμενη περίπτωση δεν αποδίδεται στην ευπαίδευτη Διοικητική Δικαστή υποκειμενική αμεροληψία. Πρόκειται για ισχυρισμό περί παραβίασης της αντικειμενικής αμεροληψίας. (Βλ. Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Κύπρου ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (αρ.1) (1990) 3 ΑΑΔ 54, όπου γίνεται διαχωρισμός των σχετικών εννοιών). Συνεπώς στο σκηνικό των δεδομένων απαραιτήτως «εισβάλλει» το λεγόμενο αντικειμενικό κριτήριο που, όπως επισημαίνεται πιο πάνω, εναρμονίζεται με την ευρωπαϊκή νομολογία.
Κατ΄ ακολουθίαν, η ερώτηση που πρέπει να τεθεί και να απαντηθεί είναι το κατά πόσον ένας αντικειμενικός παρατηρητής, έχοντας υπόψη τα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης θα θεωρούσε ότι συντρέχει ή μη λόγος εξαίρεσης. Συνεπώς θα πρέπει να εξεταστεί τι γεγονότα έχουν σημασία, εν προκειμένω.
Η Διοικητική Δικαστής είχε να αντιμετωπίσει μία αίτηση τροποποίησης προσφυγών. Θεώρησε με τη δοθείσα αιτιολογία ότι δεν θα επέτρεπε την αίτηση αυτή, η οποία ας σημειωθεί, ήταν η δεύτερη αίτηση τροποποίησης. Ασκώντας την εξουσία της όφειλε να αιτιολογήσει την απόρριψη της αίτησης. Η ορθότητα βεβαίως της διεργασίας της κρίσης του Διοικητικού Δικαστηρίου δεν εξετάζεται και ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο περιόρισε τα πλαίσια της ανάλυσης του, επί της επίμαχης φράσης, που ήταν ο πυρήνας του αιτήματος εξαίρεσης.
Σε απόλυτη συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν βρίσκουμε ότι η επίμαχη φράση θα δημιουργούσε στο μέσο αντικειμενικό παρατηρητή που είχε υπόψη του τα δεδομένα, υποψία ή σκιά προκατάληψης της Δικαστού έναντι των εφεσειόντων.
Ισχύουν αυτά που λέχθηκαν στη Pal v. Δημοκρατίας (2010)2 ΑΑΔ 551:
«Στην υπόθεση Typye - ανωτέρω - έγινε εισήγηση ότι το εκεί Κακουργιοδικείο είχε τέτοια σύνθεση που το ένα μέλος του θεωρείτο από το συνήγορο του εφεσείοντος προκατειλημμένο κατά του ιδίου ή του δικηγόρου του. Αυτό διότι ο δικηγόρος είχε προβεί σε προηγούμενη καταγγελία εναντίον του συγκεκριμένου μέλους του Κακουργιοδικείου με αφορμή ανατροπή απόφασης του Δικαστή σε άλλη ασύνδετη με την ενώπιον του Κακουργιοδικείου υπόθεση, λόγω έλλειψης αντικειμενικής αμεροληψίας του ως εκ της επαφής του με μάρτυρες. (δέστε Παπακυριακού κ.ά. ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 133). Λέχθηκαν από το Εφετείο τα εξής:
«Ο αντικειμενικός παρατηρητής δεν είναι ασφαλώς ο τυχαίος απληροφόρητος άνθρωπος που θα μπορούσε να σχηματίσει μια βεβιασμένη εντύπωση παρασυρόμενος από την υποκειμενική του μονομερή και αποσπασματική αντίληψη, αλλά εκείνος ο οποίος, με ολοκληρωμένη πληροφόρηση και κατανόηση του τρόπου λειτουργίας των διαδικασιών στα πλαίσιά τους, μπορεί έτσι να καταλήξει σε μια αντάξια της αντικειμενικότητας του άποψη ως προς το ζητούμενο.»
Το κριτήριο επανατοποθετήθηκε και σχετικά πρόσφατα στην υπόθεση Helow (AP) v. Secretary of State and Another [2008] UKHL 62, όπου η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων έδωσε τον ορισμό του δίκαιου σκεπτόμενου και πληροφορημένου παρατηρητή. Λέχθηκε ότι αυτό το άτομο δεν λαμβάνει βεβιασμένες αποφάσεις, αλλά επιφυλάσσει την απόφαση του σε κάθε σημείο μέχρι να είναι πλήρως ενήμερο των γεγονότων και να έχει σφαιρική αντίληψη των εκατέρωθεν επιχειρημάτων. Ταυτόχρονα δεν είναι υπέρμετρα ευαίσθητο ή καχύποπτο, δύναται να αποστασιοποιηθεί από την ενώπιον του υπόθεση, είναι δε και επαρκώς πληροφορημένο. Η ουσία παραμένει ότι η θεώρηση εκ μέρους του παραπονούμενου ατόμου ως προς την ύπαρξη φαινομενικής προκατάληψης, θα πρέπει στο τέλος της ημέρας να είναι δυνατόν να αιτιολογηθεί κατά αντικειμενικό τρόπο.
Η έγερση εκ μέρους του συνηγόρου των εφεσειόντων του ζητήματος της φαινομενικής προκατάληψης στην παρούσα υπόθεση, δείχνει την προσοχή με την οποία τα Δικαστήρια γενικώς πρέπει να αντιμετωπίζουν τα ενώπιον τους θέματα, ούτως ώστε να μην αφήνεται να αιωρείται έστω και σκιά ως προς το αμερόληπτο της κρίσης τους, όπως αυτή βέβαια η αμεροληψία δύναται να αναδυθεί από τον τρόπο γραφής της απόφασης, είτε ενδιάμεσης, είτε τελικής. Με αυτές τις γενικές παρατηρήσεις, και με δεδομένο ότι η όλη διαδικασία που ακολουθήθηκε, δηλαδή, με την αλλαγή απάντησης από τη Μάρθα από μη παραδοχή σε παραδοχή, την επιβολή ποινής σε αυτή από το Κακουργιοδικείο και τη συνακόλουθη προσθήκη της ως μάρτυρα κατηγορίας ήταν βεβαίως απόλυτα θεμιτή και νομότυπη, κρίνεται ότι δεν συντρέχουν λόγοι που θα οδηγούσαν τον καλώς πληροφορημένο αντικειμενικό παρατηρητή που έχει ταυτόχρονα ισορροπημένη και δίκαιη τη σκέψη, να θεωρήσει ότι το Κακουργιοδικείο με τα πιο πάνω αποσπάσματα είχε καθ' οιονδήποτε τρόπο προαποφασίσει είτε τη συμμετοχή των εφεσειόντων στα υπό κρίση αδικήματα ή ότι ήσαν μεγαλέμποροι ναρκωτικών τους οποίους το Κακουργιοδικείο έπρεπε πάση θυσία να εύρει ενόχους και να τιμωρήσει αναλόγως. Άλλωστε είναι φανερό από το σκεπτικό της τελικής απόφασης του Κακουργιοδικείου, ότι οι εφεσείοντες κρίθηκαν ένοχοι μετά από την αναγκαία περίσκεψη κρίνοντας τη Μάρθα γενικώς ως αξιόπιστη, αλλά και με την περαιτέρω ασφαλιστική δικλείδα, ότι η μαρτυρία της ενισχύετο ουσιωδώς από άλλη ανεξάρτητη μαρτυρία εμπλέκουσα τους εφεσείοντες, της Μάρθας ορθά θεωρούμενης ως συναυτουργής.
Ο κ. Πικής αναφέρθηκε και σε σχετικές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όπως τις Saint Marie v. France (A 253 - A para 32 [1992]), Hauschildt v. Denmark, Application No. 10486/83, Απόφαση Ολομέλειας ΕΔΑΔ ημερ. 24/05/1989, Ferantelli and Santangelo v. Italy, Application No. 19874/92, Απόφαση ημερ. 07/08/1996 και Nestak v. Slovakia, Application No. 65559/01, Απόφαση ημερ. 27/02/2007. Στην τελευταία των υποθέσεων, τη Nestak, το ΕΔΑΔ αποφάσισε ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος για αμερόληπτο Δικαστήριο διότι το Regional Court είχε προηγουμένως σε διαδικασία εφέσεως από απόφαση για κράτηση Επαρχιακού Δικαστηρίου εκδώσει απόφαση που περιείχε δηλώσεις υπονοούσες ότι τα αδικήματα είχαν διαπραχθεί από τον κατηγορούμενο.
Δεν υπάρχουν όμως τέτοια δεδομένα, όπως ήδη αναφέρθηκε, στην υπό κρίση υπόθεση που δικαιολογούν ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης όπως αυτή εκφράστηκε στις δύο ενδιάμεσες αποφάσεις που εκδόθηκαν μια από τον Πρόεδρο του Κακουργιοδικείου και μια από τα δύο Μέλη αυτού, ώστε να τίθεται καν ζήτημα συζήτησης για φαινομενική προκατάληψη. Η μεν αναφορά του Κακουργιοδικείου ότι η Μάρθα ανέφερε όλα τα γεγονότα και κατονόμασε όλα τα εμπλεκόμενα πρόσωπα δεν μπορεί να δείχνει προκατάληψη διότι, εκτός των όσων αναφέρθηκαν και προηγουμένως, υπήρχε και το μη αμφισβητούμενο δεδομένο ότι ήσαν οι εφεσείοντες τα δύο άλλα άτομα που επέβαιναν του οχήματος που ανεκόπη από την αστυνομία μαζί με τη Μάρθα, η οποία επ' αυτοφόρω συνελήφθη για κατοχή ναρκωτικών επί του σώματος της. Άλλωστε και η αναφορά από το Κακουργιοδικείο σε άλλα εμπλεκόμενα πρόσωπα δεν θα μπορούσε παρά μόνο με στρέβλωση της χρησιμοποιηθείσας γλώσσας, να θεωρηθεί ότι ισοδυναμούσε με πρόσωπα που εκ προοιμίου ήσαν ένοχα. Η δε δεύτερη αναφορά σε οργανωμένους εμπόρους ναρκωτικών δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί από οποιοδήποτε αντικειμενικό παρατηρητή ως ισοδυναμούσα με προειλημμένη απόφαση ως προς το ποιόν των εφεσειόντων ή φαινομενική προκατάληψη εναντίον τους. Με όλη την εκτίμηση στο επιχείρημα του συνηγόρου των εφεσειόντων δεν προκύπτει καμία απολύτως φαινομενική προκατάληψη του Κακουργιοδικείου εκ των όσων αναφέρθησαν κατά την επιβολή της ποινής.
Όπως έχει τεθεί και στην απόφαση του ΕΔΑΔ Coeme and Others v. Belgium (judgment of 22 June 2000), Application No. 32492/96, paragraph 121):
«In deciding whether there is a legitimate reason to fear that a court lacks independence or impartiality, the standpoint of the accused is important but not decisive (see, mutatis mutandis, the Hauschildt judgment .....»
Στην υπόθεση Saraiva de Carvalho v. Portugal (judgment of 22 April 1994, Series A No. 286-B p. 38, paragragh 33), λέχθηκε ότι η διαπίστωση της αμεροληψίας υπόκειται σε ένα υποκειμενικό έλεγχο στη βάση της προσωπικής πεποίθησης του εκδικάζοντος Δικαστή και σε ένα αντικειμενικό έλεγχο που έγκειται στην παροχή επαρκών εγγυήσεων για την απόσβεση οποιασδήποτε νόμιμης αμφιβολίας ως προς τούτο».
Η φράση, εντασσόμενη στο σύνολο της κρίσης, δεν φαίνεται να δημιουργεί στον αντικειμενικό παρατηρητή υποψία προκατάληψης. Συνεπώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε το θέμα στις ορθές του παραμέτρους κρίνοντας ότι όσα λέχθησαν από το κατώτερο Δικαστήριο ήσαν μέρος μιας αιτιολογίας χωρίς προκατάληψη και χωρίς βλάβη των δικαιωμάτων των εφεσειόντων. Ως εκ τούτου ορθά απορρίφθηκε το αίτημα εξαίρεσης και κατά προσέγγιση σωστά το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν στοιχειοθετείτο συζητήσιμη υπόθεση για να δοθεί άδεια. Δεν παρατηρείται, όπως ισχυρίζονται οι εφεσείοντες, οποιαδήποτε πεπλανημένη αντίληψη της νομολογίας και των σχετικών αρχών. Αναφορικά δε με την ειδική θέση ότι οι Κυπριακές Αερογραμμές (ανωτέρω) διαφοροποιείται της παρούσης αναφέρουμε ότι εκτός του ότι είναι απόφαση μονομελούς σύνθεσης και συνεπώς δεν δέσμευε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η εξήγηση που δόθηκε για τη διαφοροποίηση ήταν ορθή. Στην Κυπριακές Αερογραμμές ο Δικαστής που θα εκδίκαζε την υπόθεση εξέφρασε και μάλιστα με απερίφραστο τρόπο, πικρία που οι εκεί αιτητές είχαν ασκήσει ένα ένδικο μέσο προς προάσπιση των νομικών συμφερόντων τους. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει εδώ οπότε ο παραλληλισμός γεγονότων δεν έχει θέση. Σίγουρα δε, δεν υπάρχει τίποτε το μεμπτό στην παρατήρηση που έγινε ότι αιτήματα εξαιρέσεων πρέπει να γίνονται με φειδώ.
Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει, οι σχετικοί λόγοι έφεσης απορρίπτονται.
Αναφορικά με τους λόγους έφεσης που αφορούν ως πιο πάνω ελέχθη, την κρίση ότι υπάρχει εναλλακτικό μέσο θεραπείας και ότι δεν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις για να παρακαμφθεί ο Κανόνας, κρίνουμε αλυσιτελή την εξέταση τους, αφού η αποτυχία των λόγων που αφορούν τη μη στοιχειοθέτηση συζήτησης υπόθεσης, καθιστά το όλο θέμα ακαδημαϊκό.
Η έφεση απορρίπτεται.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.,
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ