ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μαυρονύχης ν. Αρχής Βιομ. Καταρτίσεως (1995) 1 ΑΑΔ 612
Δημοκρατία ν. Success Advert. Co Ltd (1996) 1 ΑΑΔ 153
Rosary Gardens Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2006) 1 ΑΑΔ 230
Savvas & Leonidas Motors Ltd. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας (2012) 1 ΑΑΔ 795
Πήττα Αναστασία και Άλλοι ν. Δήμου Στροβόλου (2015) 1 ΑΑΔ 867, ECLI:CY:AD:2015:A286
Kυπριακή Δημοκρατία ν. The Philips College και Άλλων (2000) 3 ΑΑΔ 723
Cyprus College ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2010) 3 ΑΑΔ 65
Κυπριακή Δημοκρατία ν. Χριστάκη Παπαγιάννη (2015) 3 ΑΑΔ 342, ECLI:CY:AD:2015:C454
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 1/1987 - Ο περί Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης Νόμος του 1987
Ν. 1/1987 - Ο περί Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης Νόμος του 1987
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2021:A406
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση αρ. 323/2013
15 Σεπτεμβρίου, 2021
[Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/στές]
PRIVATE GRAMMAR & MODERN SCHOOLS (PGMS) LTD
Εφεσείοντες/Ενάγοντες
ΚΑΙ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητου/Εναγομένου
........
Α. Σ. Αγγελίδης, για τους εφεσείοντες
Κα Ε. Φλουρέντζου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον εφεσίβλητο
----------------
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δ. Σωκράτους, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.: Αγωγή την οποία καταχώρησαν οι εφεσείοντες εναντίον του εφεσίβλητου για απόδοση σε αυτούς αποζημιώσεων δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος για ζημιές τις οποίες υπέστησαν βασιζόμενοι σε δύο ακυρωτικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίφθηκε από Πρόεδρο Επαρχιακού Δικαστηρίου.
Ήταν η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως δεν έχει διαπιστωθεί ότι οι εφεσείοντες είχαν υποστεί οποιαδήποτε ζημιά συνεπεία των δύο ακυρωτικών αποφάσεων και ότι η αγωγή ήταν πρόωρη, αφού δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη απαίτησης προς την Διοίκηση, πριν την καταχώρηση αγωγής. Η εν λόγω απόφαση, αντικείμενο της κρινόμενης έφεσης, προσβάλλεται με τέσσερεις (4) λόγους.
Χαρακτηρίζεται ως εσφαλμένη η συλλογιστική του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία έκρινε ότι «η βλάβη και/ή ζημιά των εναγόντων δεν προέκυπτε απευθείας από τις ακυρωτικές αποφάσεις και το χρόνο που διέρρευσε μέχρι ο εναγόμενος να ενεργήσει επί του αιτήματος των εναγόντων» (πρώτος λόγος έφεσης).
Προσβάλλεται με το δεύτερο λόγο έφεσης η κρίση του Δικαστηρίου ότι η προσφερθείσα μαρτυρία δεν ήταν ικανοποιητική για απόδειξη των ζημιών των εφεσειόντων.
Εσφαλμένο χαρακτηρίζεται με τον τρίτο λόγο έφεσης το εύρημα, περί πρόωρου της αγωγής συνεπεία της μη υποβολής απαίτησης προς τη Διοίκηση με καταγεγραμμένη την απαίτηση των εφεσειόντων.
Τέλος, πλήττεται ως εσφαλμένη η ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην επιτρέψει την προσφορά εκ μέρους των εφεσειόντων, απαντητικής μαρτυρίας, σε μαρτυρία που είχε προσφερθεί εκ μέρους του εφεσίβλητου και η οποία σχετιζόταν με τις αποζημιώσεις που αξίωναν οι εφεσείοντες.
Προτού γίνει ενασχόληση με τους εγερθέντες λόγους έφεσης κρίνεται σκόπιμο να παρατεθούν τα σχετικά με την υπόθεση γεγονότα, όπως αυτά καταγράφονται - και δεν αμφισβητούνται - στη πρωτόδικη απόφαση.
«Κατά τον ουσιώδη, σε σχέση με την παρούσα αγωγή, χρόνο οι ενάγοντες, οι οποίοι αποτελούν εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, λειτουργούσαν τριτοβάθμια ιδιωτική σχολή υπό την επωνυμία «Cyprus College». Ο ουσιώδης χρόνος που αναφέρεται πιο πάνω καλύπτει την περίοδο μεταξύ των ετών 1992 έως 2000. Για την ακρίβεια, η εν λόγω σχολή υπήρχε και λειτουργούσε πριν ακόμα και από τη θέσπιση του περί Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαιδεύσεως Νόμου 1/1987. Όμως, στη συνέχεια η ύπαρξη και η λειτουργία της εντάχθηκαν κάτω από τις πρόνοιες του Νόμου αυτού. Με βάση δε το άρθρο 30 παρήχετο η δυνατότητα σε ιδιοκτήτες σχολής, όπως αυτή των εναγόντων, να ζητήσουν από την αρμόδια αρχή, δηλαδή τον Υπουργό Παιδείας - εδώ θα αναφέρεται ως ο Υπουργός - την εκπαιδευτική αξιολόγηση-πιστοποίηση οποιουδήποτε κλάδου σπουδών προσφερομένου υπό αυτής.
Στις 17.11.1992 οι ενάγοντες υπέβαλαν γραπτώς τέτοιο αίτημα προς τον Υπουργό σε σχέση με διάφορους κλάδους σπουδών. Η απόφαση του Υπουργού, η οποία τους κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 24.2.1995, ήταν αρνητική. Οι ενάγοντες την προσέβαλαν καταχωρώντας προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο, την υπ' αριθμό 266/1995. Σε σύντομο χρόνο από την καταχώρηση της, και συγκεκριμένα στις 29.3.1995, εκδόθηκε απόφαση με την οποία ακυρώθηκε η προαναφερθείσα απόφαση του Υπουργού, βασιζόμενη σε δήλωση η οποία έγινε εκ μέρους του εναγόμενου από τον Γενικό Εισαγγελέα. Συγκεκριμένα, είχε δηλωθεί ότι αναγνωρίζετο πως η αξιολόγηση του προαναφερθέντος αιτήματος των εναγόντων είχε διενεργηθεί στη βάση κανονισμών οι οποίοι είχαν θεσπιστεί καθ' υπέρβαση νομοθετικής εξουσίας (ultra vires). Με δεδομένη την πιο πάνω ακυρωτική απόφαση, ο Υπουργός πληροφόρησε τους ενάγοντες ότι η απόφαση του ημερομηνίας 24.2.1995 ανακαλείτο και ότι θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι ουδέποτε ελήφθη.
Οι ενάγοντες, θεωρώντας ότι είχαν ζημιωθεί από την πιο πάνω ακυρωθείσα απόφαση ζήτησαν με επιστολή μέσω του δικηγόρου τους προς τον Υπουργό, ημερομηνίας 5.4.1995, όπως ο προαναφερθείς νόμος τύχει εφαρμογής. Αυτό συνεπάγετο τη σύννομη αξιολόγηση - πιστοποίηση των κλάδων σπουδών ως το αρχικό αίτημα τους, ημερομηνίας 17.11.1992. Δεν έλαβαν οποιαδήποτε απάντηση. Γι' αυτό στις 11.8.1995 προχώρησαν με την καταχώρηση, εναντίον του εναγομένου, της αγωγής 7573/1995 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, αξιώνοντας δίκαιη και εύλογη αποζημίωση, δυνάμει του Άρθρου 146.6.
Κατά τον ίδιο χρόνο και στη βάση ότι η διοίκηση είχε καθυστερήσει να προβεί σε ενεργό συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση, προς άρση της παρανομίας, οι ενάγοντες καταχώρησαν νέα προσφυγή, την υπ' αριθμό 725/1995, σε σχέση με την πιο πάνω παράλειψη. Στις 9.5.1997 το Ανώτατο Δικαστήριο αποδέχθηκε την προαναφερθείσα προσφυγή και εξέδωσε διακηρυκτική απόφαση ότι η αρμόδια αρχή όφειλε να συμμορφωθεί με το Νόμο και να προβεί στη σύννομη αξιολόγηση του υπό αναφορά αιτήματος των εναγόντων. Η Α.Ε. 2454, η οποία καταχωρίστηκε από τον εναγόμενο σε σχέση με την πιο πάνω διακηρυκτική απόφαση, απορρίφθηκε στις 8.12.2000.
Ακολούθησε στις 6.11.2001 επιστολή εκ μέρους των εναγόντων προς το Γενικό Εισαγγελέα με την οποία εκαλείτο ο εναγόμενος να προβεί στην αποκατάσταση της βλάβης την οποία οι ενάγοντες, κατ' ισχυρισμό, είχαν υποστεί. Δεν υπήρξε ανταπόκριση. Όπως αναφέρεται, ουδεμία αποζημίωση προσφέρθηκε από τον τελευταίο, γι' αυτό στις 23.5.2002 οι ενάγοντες απέσυραν άνευ βλάβης την αγωγή 7573/1995 και καταχώρησαν την ίδια ημέρα την παρούσα.
Με αυτή αξιώνουν αποζημιώσεις για το σύνολο της βλάβης που ισχυρίζονται ότι έχουν υποστεί λόγω των προαναφερθέντων δύο ακυρωτικών αποφάσεων, στις οποίες γίνεται αναφορά προηγουμένως Τελικώς, εκκρεμούσης της αγωγής, ο Υπουργός προέβη σε επανεξέταση του προαναφερθέντος αρχικού αιτήματος των εναγόντων, για εκπαιδευτική αξιολόγηση - πιστοποίηση των κλάδων σπουδών τους. Η απόφαση ελήφθη, και πάλι, στη βάση των προνοιών του προαναφερθέντος Νόμου 1/1987. Βέβαια, αφού είχαν ληφθεί, στο μεταξύ, κάποια διορθωτικά μέτρα προς συμμόρφωση ειδικά με τις διαπιστώσεις στην ακυρωτική απόφαση της προσφυγής 266/1995. Η απόφαση του Υπουργού ήταν και τούτη τη φορά απορριπτική του εν λόγω αιτήματος των εναγόντων. Τους κοινοποιήθηκε δε με επιστολή ημερομηνίας 7.7.2003.
Οι ενάγοντες προσέβαλαν και την απόφαση αυτή με την προσφυγή αριθμός 859/2003 η οποία, όμως, απορρίφθηκε με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 13.10.2005. Είχε αποφασιστεί ότι ο εναγόμενος είχε συμμορφωθεί με το ακυρωτικό δεδικασμένο της προσφυγής 725/1995 και ότι παράλληλα είχε επιληφθεί και της ουσίας του αιτήματος για εκπαιδευτική αξιολόγηση - πιστοποίηση των κλάδων σπουδών των εναγόντων. Αναθεωρητική Έφεση, με αριθμό 136/2005, η οποία καταχωρίστηκε εναντίον της τελευταίας πιο πάνω απόφασης απορρίφθηκε και αυτή, στις 10.3.2010, στην βάση που είχε κριθεί και η εφεσιβληθείσα απόφαση.»
Προστίθενται στα ανωτέρω γεγονότα, πως, όπως προκύπτει από το κείμενο της απόφασης στην προσφυγή (Private Grammar & Modern Schools (PGMS) Ltd v. Δημοκρατίας (1997) (4) ΑΑΔ 1126 και στην απόφαση Κυπριακή Δημοκρατία ν. Philips College (2000) 3 AAΔ 723, ότι στις 3/5/1996 δημοσιεύτηκε ο νέος νόμος ο περί Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης Νόμος του 1996 (Ν. 67(Ι)/1996), ο οποίος κατάργησε τον προηγούμενο και προέβη σε διάφορες νέες ουσιαστικές ρυθμίσεις. Για την εκπαιδευτική αξιολόγηση-πιστοποίηση αρμοδιότητα δεν είχε πλέον ο Υπουργός, αλλά νέο-ιδρυθέν Συμβούλιο.
Η κρίση του Δικαστηρίου, η σχετική με τον πρώτο λόγο έφεσης, καταγράφεται εναργώς από αυτό, αφού προέβηκε σε ανάλυση της σχετικής επί του θέματος νομολογίας.
Κατέληξε πως, όπως προέκυπτε από τα γεγονότα διαπιστώθηκε ότι υπήρξε συμμόρφωση από τον Υπουργό με το ακυρωτικό δεδικασμένο της προσφυγής 725/1995 στις 10/3/2010 με την απόφαση στην Α.Ε. 136/2005 και δεν ήταν δυνατό να στοιχειοθετηθεί δικαίωμα αγωγής σε σχέση με την πρώτη απόφαση, στην προσφυγή αρ. 266/1995. Θεώρησε πως, στην καλύτερη περίπτωση, το δικαίωμα το οποίο απέκτησαν οι ενάγοντες συνεπεία της ακυρωτικής απόφασης ήταν η επανεξέταση του αιτήματος τους για αξιολόγηση - πιστοποίηση των κλάδων σπουδών τους. Γεγονός το οποίο έλαβε χώραν σε κάποιο χρόνο και η σχετική απόφαση τους κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερ. 7/7/2003. Ήταν και πάλιν αρνητική, και η ορθότητα της κρίσης επιβεβαιώθηκε με την απόφαση στην ΑΕ 136/2005 ημερ. 10/3/2010. Η διαδικασία της επανεξέτασης είχε ως αποτέλεσμα να τεθούν τα πράγματα ως ήσαν κατά το χρόνο της λήψης της προαναφερθείσας διοικητικής απόφασης, με το αναφερθέν αποτέλεσμα. Δοθέντος αυτού, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως δεν διαπιστώνεται να έχουν αποδείξει οι ενάγοντες ότι υπέστησαν οποιαδήποτε ζημιά σε σχέση με την ακυρωθείσα αρχικά διοικητική απόφαση και δη, οικονομικής φύσεως.
Αναλύοντας τον πρώτο λόγο έφεσης ο συνήγορος των εφεσειόντων υποστήριξε ότι η συλλογιστική του Δικαστηρίου ήταν λανθασμένη και υπέδειξε πως το ζήτημα της ύπαρξης ζημιάς και βλάβης έπρεπε να εξεταστεί με βάση το νομικό καθεστώς που ίσχυε τον ουσιώδη χρόνο και να ληφθεί υπόψη πως ο εφεσίβλητος δεν θεράπευσε ούτε επανεξέτασε - ως λανθασμένα αναφέρει το Δικαστήριο - με βάση το Νόμο 1/1987, αλλά η επανεξέταση έγινε με τον τροποποιητικό Νόμο του 1996.
Ισχυρίζεται ότι ο εφεσίβλητος δεν πρόσφερε θεραπεία δυνάμει των δυο ακυρωτικών αποφάσεων και του δεδικασμένου που δημιούργησαν και ότι «το καθήκον επανεξέτασης της διοίκησης εν προκειμένω αφορούσε τον τότε χρόνο της αίτησης λόγω των δύο ακυρωτικών αποφάσεων. Όποια απόφαση υπήρξε μετά το νέο νόμο δεν αφορά στην τότε ζημιά των εφεσειόντων». Επικαλέστηκε δε, προς υποστήριξη των επιχειρημάτων του, την απόφαση Rosary Gardens Ltd v. Δημοκρατίας, (2006) 1 ΑΑΔ 230.
Η συνήγορος της εφεσίβλητης, αντιθέτως υποστήριξε πλήρως την πρωτόδικη απόφαση υπογραμμίζοντας ότι
«..τα γεγονότα της υπόθεσης όπως ανωτέρω αναφέρθηκαν είναι τέτοια που η ύπαρξη απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου στην Αναθεωρητική Έφεση 136/2005 ότι η διοίκηση με το να συγκαλέσει κατά την επανεξέταση της ακυρωτικής απόφασης την επιτροπή που εξέταζε τότε το αίτημα και την έκδοση εκ νέου απορριπτικής απόφασης για εκείνη τη συγκεκριμένη ακαδημαϊκή περίοδο, θεωρείται ότι συμμορφώθηκε με το δεδικασμένο της απόφασης στην υπόθεση 725/95 και επομένως καθιστά οποιαδήποτε αξίωσή τους άνευ αντικειμένου, ειδικότερα αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η αναγνώριση των τίτλων έγινε σε προγενέστερο στάδιο, το 2000, σε διαδικασία αναγνώρισης που ξεκίνησε το 1996-1998»
Έχοντας υπόψη όσα οι συνήγοροι έχουν εκθέσει, σε συνάρτηση με το περιεχόμενο του φακέλου και των σχετικών εισηγήσεων, εγγράφων και στοιχείων, προβαίνουμε στην εξέταση του προαναφερθέντος λόγου έφεσης, αφού καταγράψουμε το νομικό καθεστώς που διέπει την επίδικη περίπτωση.
Το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος δυνάμει του οποίου διεκδικούνται αποζημιώσεις προνοεί:
«146.6 Παν πρόσωπον ζημιωθέν εξ αποφάσεως ή πράξεως ή παραλείψεως κηρυχθείσης ακύρου κατά την τετάρτην παράγραφον του παρόντος άρθρου δικαιούται, εφ' όσον η αξίωσις αυτού δεν ικανοποιήθη υπό του περί ου πρόκειται οργάνου, αρχής ή προσώπου, να επιδιώξη δικαστικώς αποζημίωσιν ή άλλην θεραπείαν επί τω τέλει, όπως επιδικασθή εις τούτο δικαία και εύλογος αποζημίωσις καθοριζομένη υπό του δικαστηρίου ή παρασχεθή εις τούτο άλλη δικαία και εύλογος θεραπεία ήν το δικαστήριον έχει την εξουσίαν να παράσχη.»
Το εν λόγω άρθρο δημιουργεί ένα ιδιόρρυθμο ή ιδιώνυμο (sui generis), ως έχει χαρακτηριστεί, δικαίωμα για αποζημίωση, το οποίο είναι εντελώς ανεξάρτητο από οποιοδήποτε άλλο αγώγιμο δικαίωμα, το οποίο δημιουργεί μια κατηγορία ευθύνης που σκοπεί στο να καταστήσει το διοικητικό έλεγχο αποτελεσματικό. Πρόκειται για ένα σημαντικό συνταγματικό δικαίωμα για το οποίο έχει αρμοδιότητα το Επαρχιακό Δικαστήριο (Κυπριακή Δημοκρατία ν. Success Advertising Co. Ltd (1996) 1 AAΔ 153).
Το Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει εάν η ζημιά προκλήθηκε από την ακυρωθείσα απόφαση ή προέκυψε ως άμεση συνέπεια της, αφού μόνον τότε εγείρεται δικαίωμα για αποζημίωση. Έχει υποδειχθεί στη νομολογία ότι η ζημιά, η οποία πρέπει ν' αποδειχθεί, συνίσταται στην απώλεια ή βλάβη, την οποία ο ενάγων υφίσταται, λόγω της πράξης που στοιχειοθετεί το αγώγιμο δικαίωμα. Η δίκαιη και εύλογη αποζημίωση δεν έχει σκοπό την ολική υλική αποκατάσταση του ζημιωθέντα. Ο όρος «δίκαια και εύλογος αποζημίωσις» στο πλαίσιο του ΄Αρθρου 146 ταυτίζει την αποζημίωση με το δίκαιο του αιτήματος στο πλαίσιο της σχέσης μεταξύ διοικούμενου και Διοίκησης ώστε η υπαιτιότητα των μερών για την πρόκληση της να καθίσταται ζωτικής σημασίας για τον καθορισμό της αποζημίωσης.
(Δέστε Savvas & Leonidas Motors Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα (2012) 1 ΑΑΔ 795 και xxx Πίττα ν. Δήμου Στροβόλου, Πολ. Εφ. 126/10 ημερ. 24/4/2015).
Επισημάνθηκε στις ανωτέρω αποφάσεις ότι το μέτρο της δίκαιης και εύλογης αποζημίωσης είναι διαφορετικό από εκείνο του Αγγλικού δικαίου που έχει ως λόγο την ολική υλική αποκατάσταση του ζημιωθέντα (restitutio ad integrum).
Αντίθετα έχει περιγραφεί ως ένα sui generis μέτρο αποζημιώσεων. Η υπαιτιότητα του κάθε διαδίκου είναι παράγων που λαμβάνεται υπόψη. Η ζημιά δε που διεκδικείται πρέπει να προκύπτει άμεσα από την απόφαση που ακυρώθηκε.
Η άρνηση της διοικήσεως να συμμορφωθεί προς απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου διοικητικού δικαστηρίου δεν αποτελεί παράνομη πράξη ή παράλειψη επειδή παραβιάζει δεδικασμένο (που δεν είναι πηγή δικαίου) αλλά επειδή παραβαίνει τις διατάξεις του Συντάγματος και του νόμου που επιβάλλουν στη διοίκηση να συμμορφώνεται στις αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων, όπως έχει επισημανθεί στο σύγγραμμα «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο» του Π.Δ. Δαγτόγλου, 6η Έκδοση, σελ. 822 παρ. 1421β». Συνεπώς εκείνο που χρήζει εξέτασης είναι η συνάφεια της ζημιάς με την ακυρωτική απόφαση και αν αυτή προκύπτει ως άμεσο αποτέλεσμα της.
Έχει ήδη γίνει αποδεκτό γεγονός από το συνήγορο των εφεσειόντων αλλά και του εφεσίβλητου πως το 2000, έγινε αναγνώριση, μετά από αξιολόγηση, κάποιων προγραμμάτων σπουδών 4ετούς διάρκειας των εφεσειόντων καθώς και άλλων σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η αναγνώριση έγινε με βάση το καθεστώς της νέας νομοθεσίας του 1996, και την Κ.Δ.Π. 26/2000.
Σημαντικό για την υπόθεση αποτελεί το γεγονός πως το Υπουργικό Συμβούλιο, συμμορφούμενο με το ακυρωτικό δεδικασμένο, προχώρησε στον αναδρομικό διορισμό του Συμβουλίου Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης με ιδία σύνθεση, όπως και το προηγούμενο. Κοινοποιήθηκε στους διορισθέντες ο νέος διορισμός όπως και το αίτημα για επανεξέταση του αιτήματος των εφεσειόντων.
Το Συμβούλιο Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης προέβη στις 6/4/2002 σε έλεγχο των ομάδων αξιολόγησης που είχε διορίσει προηγουμένως. Διαπίστωσε ότι δεν έπασχε ο διορισμός τους και ως εκ τούτου επαναβεβαίωσε με αναδρομική ισχύ το διορισμό κάθε συγκεκριμένης ομάδας με την ιδία σύνθεση, αποδεχόμενο ταυτόχρονα τις εκθέσεις που υπέβαλε κάθε ομάδα, κατά τον χρόνο αξιολόγησης του εκπαιδευτικού προγράμματος των εφεσειόντων. Το Συμβούλιο εφάρμοσε τις διαδικασίες που προνοούντο στην ΚΔΠ 201/92, χωρίς να λάβει υπόψη της τους Καν.95, 96 και 97 οι οποίοι κηρύχθηκαν ultra vires και κατέληξε σε συμπεράσματα τα οποία εγκρίθηκαν από τον Υπουργό Παιδείας στις 3.9.2002. Ο Γενικός Διευθυντής του συγκεκριμένου Υπουργείου με επιστολή του ημερ. 7.7.2003 γνωστοποίησε στους εφεσείοντες τον αναδρομικό διορισμό του Συμβουλίου Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης και την επανεξέταση των αποφάσεων που είχαν ληφθεί. Στην ιδία επιστολή γίνεται αναφορά σε απουσία αναγκαιότητας πληρωμής οποιουδήποτε ποσού, ως τέλους.
Tα ανωτέρω περιλαμβάνονται ως πραγματικά γεγονότα στην απόφαση Cyprus College v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Παιδείας και Πολιτισμού (2010) 3 ΑΑΔ 65, γι' αυτό έγινε η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο Νόμο 1/87, την οποία κρίνουμε ότι δεν αποτελεί λάθος το οποίο να επηρέασε την κρίση του, αφού αυτή βασίστηκε στο αποτέλεσμα και λόγο της ανωτέρω υπόθεσης.
Η αναζήτηση αποζημίωσης μετά από ακυρωτική απόφαση δεν αποτελεί αυτοσκοπό και δεν είναι η μόνη θεραπεία η οποία προσφέρεται γι' αποκατάσταση του διοικούμενου. Η Διοίκηση διατηρεί το δικαίωμα αλλά και την υποχρέωση να άρει την οποιαδήποτε παρανομία και να ικανοποιήσει το οποιοδήποτε αίτημα επανεξετάζοντας το. Ούτε η επιτυχία της πρώτης προσφυγής με την οποία με συναίνεση του εφεσίβλητου, οι κανονισμοί κηρύχθηκαν ultra vires ισοδυναμούσε ή σήμαινε πως η εφεσείουσα εδικαιούτο άνευ ετέρου αναγνώρισης των τίτλων σπουδών της.
Ορθά γίνεται αναφορά στην Μαυρονύχης ν. Αρχής Βιομηχανικής Καταρτίσεως (1995) 1 ΑΑΔ 612, στην οποία αναφέρονται:
«..Όσα θεωρήθηκαν ως ιδιαίτερα περιστατικά, δεν αλλοίωναν το θεμελιωμένο πως η δικαστική ακύρωση διορισμού δεν εμπεριέχει και δήλωση για παράλειψη διορισμού άλλου ούτε, βέβαια, γεννά με οποιοδήποτε τρόπο δικαίωμα διορισμού ώστε να προδεσμεύεται η διακριτική εξουσία της διοίκησης που καθηκόντως θα επανεξετάσει το ζήτημα.»
Και παρακάτω αναφέρονται τα εξής:
«Η αξίωση, που εφόσον δεν ικανοποιηθεί δημιουργεί δικαίωμα επιδίκασης αποζημίωσης, πρέπει να θεμελιώνεται στην ίδια την απόφαση που κηρύχθηκε άκυρη. Τίθεται ζήτημα αποζημίωσης μόνο εφόσον η ζημιά προκλήθηκε από την ακυρωθείσα απόφαση ή προέκυψε ως άμεση συνέπειά της.»
Συνεπώς η «συλλογιστική» του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν ήταν μεμπτή όταν έκρινε πως δεν ήταν δυνατό να στοιχειοθετηθεί δικαίωμα αγωγής σε σχέση με την πρώτη ακυρωθείσα απόφαση στην προσφυγή αρ. 266/1995. Ορθή η επισήμανση πως «Στην καλύτερη περίπτωση το δικαίωμα το οποίο απέκτησαν οι ενάγοντες συνεπεία της ακυρωτικής απόφασης ήταν για επανεξέταση του αιτήματος τους για αξιολόγηση - πιστοποίηση των κλάδων σπουδών τους. Αυτό συνέβηκε σε κάποιο χρόνο, και η σχετική απόφαση τους κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερ. 7.7.2003. Ήταν και πάλιν αρνητική, και η ορθότητα της επιβεβαιώθηκε με την απόφαση στην Α.Ε. 136/2005 της 10/3/2010. Η διαδικασία της επανεξέτασης είχε ως αποτέλεσμα να τεθούν τα πράγματα ως ήσαν κατά το χρόνο της λήψης της προαναφερθείσας διοικητικής απόφασης, με το αποτέλεσμα που αναφέρεται προηγουμένως. Δοθέντος αυτού, δε διαπιστώνεται να έχουν αποδείξει οι ενάγοντες ότι υπέστησαν οποιαδήποτε ζημιά σε σχέση με την ακυρωθείσα αρχικά διοικητική απόφαση, και δη οικονομικής φύσεως.»
Το εύρημα αυτό βρίσκει έρεισμα στο λόγο της απόφασης Cyprus College v. Κυπριακής Δημοκρατίας (ανωτέρω) όπου καταγράφεται πως το «δεσμευτικό προηγούμενο» που δημιουργήθηκε με την απόφαση στην προσφυγή αρ. 725/95 (Private Grammar & Modern Schools (PGMS) Ltd v. Δημοκρατίας (ανωτέρω) και επικυρώθηκε με την ΑΕ2453 (Κυπριακή Δημοκρατία ν. Philips College (ανωτέρω), επέβαλλε υποχρέωση στο Υπουργικό Συμβούλιο να προχωρήσει στο διορισμό της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης, με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 30(2) του Ν. 1/87. Κάτι το οποίο έγινε με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 17/1/2002.
Στην ίδια ως άνω απόφαση, κρίνεται πως η εφεσίβλητη είχε συμμορφωθεί με το δεδικασμένο που επέφερε η απόφαση αρ. 725/95 και απέρριψε την έφεση των εφεσειόντων.
Θεωρούμε ορθή την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως το δικαίωμα το οποίο απέκτησαν οι εφεσείοντες στο χρονικό διάστημα το οποίο μεσολάβησε μεταξύ των δυο αρνητικών αποφάσεων της διοίκησης, ήταν όπως το αίτημα τους επανεξεταστεί. Δεν είχαν ποτέ δικαίωμα για θετική τοποθέτηση της διοίκησης επί του εν λόγω αιτήματος τους οπότε και η ζημιά από την καθυστέρηση στη λήψη τέτοιας απόφασης να δικαιολογείτο να καταστεί αντικείμενο απαίτησης δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος. Η προοπτική και μόνο η οποία ενδεχομένως υπήρχε για θετική απαίτηση στο αίτημα των εφεσειόντων σε σχέση με το οποίο είχαν δικαίωμα επανεξέτασης, δεν θα μπορούσε να αποτελέσει πηγή ζημιάς, η οποία να είχε προκληθεί από την επιβεβαιωθείσα με την προσφυγή αρ. 725/95 παράλειψη της διοίκησης ή να προέκυψε άμεσα συνεπεία αυτής.
Θεωρούμε πως η απόφαση Rosary (ανωτέρω) την οποία έχει επικαλεστεί ο συνήγορος των εφεσειόντων, διαφοροποιείται από την παρούσα, καθόσον εκεί, οι ενάγοντες επικαλέστηκαν ως βάση της αξίωσης τους την γενόμενη κατακράτηση από τον Έφορο ΦΠΑ του ποσού της πρώτης φορολογίας, παρά την ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου.
Με γνώμονα τα αποφασισθέντα στην υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία ν. Cyprus College (ανωτέρω) η εφεσίβλητη έχει συμμορφωθεί με το δεδικασμένο που επέφερε η απόφαση αρ. 725/95. Δεν εντοπίζουμε οτιδήποτε το μεμπτό στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και συνεπώς ο πρώτος λόγος έφεσης αποτυγχάνει.
Ο ως άνω λόγος, αφορούσε ουσιαστικά τη μη ύπαρξη αγώγιμου δικαιώματος των εφεσειόντων. Δεδομένης της ως άνω διατυπωθείσας κρίσης μας περί μη ύπαρξης τέτοιου δικαιώματος, οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης δεν έχουν αυτόνομη συνέπεια, όντες παρεπόμενοι του πρώτου λόγου έφεσης. Συνεπώς παρέλκει η εξέταση τους, αφού θα απουσίαζε το υπόβαθρο ύπαρξης αγώγιμου δικαιώματος.
Η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται €3.000 έξοδα, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον των εφεσειόντων.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
Α. Πούγιουρου, Δ.
Δ. Σωκράτους, Δ.
/ΚΑΣ