ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
ELLINAS ν. REPUBLIC (1989) 1 CLR 17
Σύνδεσμος για την πρόληψη της βίας στα γήπεδα κ.λ.π. (1996) 1 ΑΑΔ 171
Σιακαλλής Xαράλαμπος (Αρ. 1) (2001) 1 ΑΑΔ 282
Κυπριανού Μάρθα (2013) 1 ΑΑΔ 17
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΓΙΑΤΡΟΥ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 342/2019, 7/2/2020, ECLI:CY:AD:2020:A50
ΚΥΡΙΑΚΟΥ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 355/2019, 16/6/2021, ECLI:CY:AD:2021:A257
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2021:D385
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Aίτηση Αρ.176/2021)
3 Σεπτεμβρίου 2021
[Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ XXX ΤΣΙΑΜΠΑΡΤΑ ΔΤ.XXX, XXX ΤΣΙΑΜΠΑΡΤΑ ΔΤ.XXX, XXX ΒΩΝΙΑΤΗ ΔΤ.XXX ΚΑΙ XXX ΒΟΝΙΑΤΗ ΔΤ.XXX, ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΤΩΝ ΠΙΟ ΠΑΝΩ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 19/07/2021, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΚΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΤΗΣ Α/ΑΣΤ.3XX8 XXX ΖΑΚΟΥ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦΑΛΑΙΟ 155, ΑΡΘΡΑ 18, 19, 20 ΚΑΙ 21
--------------
Α. Κληρίδης, για Φοίβος, Χρίστος Κληρίδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τους Αιτητές.
-------------
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Οι Αιτητές ζητούν άδεια για την καταχώριση αίτησης με κλήση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για την ακύρωση των ενταλμάτων σύλληψης τους ημερ.19.7.2021, τα οποία εκδόθηκαν από Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, «ως δικαστική πράξη παράνομη ή/και αντίθετη με το Σύνταγμα.»
Είναι η πάγια θέση της νομολογίας ότι ο έλεγχος της νομιμότητας εκδοθέντων ενταλμάτων από τα Επαρχιακά Δικαστήρια και εν κατακλείδι της εγκυρότητας τους, ασκείται αποκλειστικά από το Ανώτατο Δικαστήριο με τη διαδικασία των προνομιακών ενταλμάτων (Ellinas ν. Republic (1989) 1 C.L.R. 17, In Re Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207, 212, Σύνδεσμος για την Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα (1996) 1 (Α) Α.Α.Δ. 171, 173, Σύνδεσμος για την Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 1014, 1018, Σιακαλλής (Αρ.1) (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 282, 285 και Αναφορικά με την Αίτηση των ΧΧΧ Γιατρού, Πολ. Έφ. Αρ.342/2019, ημερ.7.2.2020, ECLI:CY:AD:2020:A50). Αυτός είναι και ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορεί να ελεγχθεί η νομιμότητα ενός τέτοιου εντάλματος.
Είναι η θέση των Αιτητών ότι το κατώτερο Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας να εκδώσει το επίδικο ένταλμα σύλληψης, γιατί από το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης της αστυνομικού που υποστήριζε την έκδοση του δεν προέκυπτε εύλογη υποψία για τη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων από τους Αιτητές. Περαιτέρω, διατείνονται ότι δεν υπήρχε αναγκαιότητα για την έκδοση του και ότι εκδόθηκε κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας.
Για την χορήγηση άδειας για καταχώριση αίτησης Certiorari ο αιτητής πρέπει να ικανοποιήσει το Ανώτατο Δικαστήριο ότι έχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση και ότι υπάρχει συζητήσιμο ζήτημα σε σχέση με αυτό που εγείρει (Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, 46), στην προκειμένη περίπτωση της υπέρβασης εξουσίας από το Δικαστή που έκδωσε τα επίδικα εντάλματα.
Στην έκταση που ενδιαφέρει για την παρούσα υπόθεση, για να εκδοθεί ένταλμα σύλληψης πρέπει ο Δικαστής σε πρώτο στάδιο να ικανοποιηθεί, στη βάση των όσων τίθενται ενώπιον του με γραπτή ένορκη δήλωση, ότι υπάρχει εύλογη υπόνοια να πιστεύεται ότι το πρόσωπο εναντίον του οποίου θα στρέφεται το ένταλμα σύλληψης διέπραξε αδίκημα. Αφού έτσι ικανοποιηθεί, θα εκδώσει το σχετικό ένταλμα μόνο εφόσον θεωρήσει τη σύλληψη του υπόπτου εύλογα αναγκαία.[1] Εδώ υπεισέρχεται και η αρχή της αναλογικότητας, που εγείρεται οποτεδήποτε εξετάζεται ζήτημα αναγκαιότητας. Και βέβαια, η πλήρωση της πρώτης προϋπόθεσης, για εύλογη υποψία, δεν οδηγεί χωρίς άλλο στην πλήρωση και της δεύτερης για την αναγκαιότητα (Κυριάκου, Πολ. Έφ.355/2019, ημερ. 16.6.2021, ECLI:CY:AD:2021:A257).
Σύμφωνα με την υποστηρικτική ένορκη δήλωση, οι τέσσερις Αιτητές είχαν λάβει μέρος σε εκδήλωση διαμαρτυρίας κατά των μέτρων που είχαν επιβληθεί από την Κυβέρνηση για την καταπολέμηση της πανδημίας Covid-19, που πραγματοποιήθηκε την 18.7.2021, στη λεωφόρο Προεδρικού Μεγάρου έξω από το Προεδρικό Μέγαρο. Η διαμαρτυρία συνεχίστηκε με πορεία των διαμαρτυρόμενων στη λεωφόρο ’ντη Χατζηκωστή και στο κτίριο του συγκροτήματος «ΔΙΑΣ», όπου προκλήθηκαν ζημιές εντός και εκτός του κτιρίου και σε αυτοκίνητα υπαλλήλων του συγκροτήματος που βρίσκονταν σταθμευμένα εντός του περιφραγμένου χώρου του συγκροτήματος. Οι διαμαρτυρόμενοι προέβησαν και σε εμπρησμούς αριθμού τέτοιων αυτοκινήτων. Μετά την αποχώρηση τους από το χώρο του συγκροτήματος «ΔΙΑΣ», οι διαμαρτυρόμενοι μετέβηκαν εκ νέου στο χώρο του Προεδρικού Μεγάρου όπου συνέχισαν τη διαμαρτυρία τους ρίχνοντας πέτρες, κροτίδες και άλλα αντικείμενα εναντίον αστυνομικών, φωνάζοντας διάφορα συνθήματα.
Μέλος της Αστυνομίας, που βρισκόταν σε καθήκον στο Προεδρικό Μέγαρο, αντιλήφθηκε επτά διαδηλωτές να επιβιβάζονται σε ημιφορτηγό το οποίο διέθετε κλειστή κάσια. Αναφέρεται στην υποστηρικτική ένορκη δήλωση ότι: «Μετά από παρακολούθηση του εν λόγω φορτηγού, διαπιστώθηκε ότι οι επιβαίνοντες του εν λόγω ημιφορτηγού είχαν λάβει μέρος και στην διαμαρτυρία που έγινε στο συγκρότημα του «ΔΙΑ».»
Το ημιφορτηγό ανακόπηκε στη συνέχεια από περίπολο της Αστυνομίας. Σύμφωνα με την υποστηρικτική ένορκη δήλωση: «Τα πρόσωπα τα οποία επέβαιναν του ημιφορτηγού εξήλθαν από την κάσια και επιτέθηκαν στα μέλη της Αστυνομίας.» Οι πρώτοι τρεις Αιτητές, που προφανώς είχαν εξέλθει από την κάσια, συνελήφθηκαν επιτόπου για αυτόφωρα αδικήματα. Ο τέταρτος Αιτητής, που ήταν ο οδηγός του ημιφορτηγού, δεν αναφέρεται να αδικοπράγησε κατά την ανακοπή του ημιφορτηγού και δεν αναφέρεται ότι συνελήφθηκε.
Το περιστατικό της ανακοπής του ημιφορτηγού δεν συνδέεται με τα επίδικα εντάλματα σύλληψης που αφορούσαν σε αδικήματα που φέρονταν να είχαν διαπραχτεί στο χώρο του Προεδρικού Μεγάρου και του συγκροτήματος «ΔΙΑΣ».
Προς συμπλήρωση της εικόνας των γεγονότων, σημειώνεται ότι η υποστηρικτική ένορκη δήλωση αφορούσε ακόμη πέντε πρόσωπα που δεν είχε καταδειχτεί να σχετίζονταν με τους Αιτητές. Το ένα πρόσωπο είχε συλληφθεί για αυτόφωρα αδικήματα στο χώρο του Προεδρικού Μεγάρου, ενώ τα άλλα τέσσερα φέρονται ως οι διοργανωτές της εκδήλωσης.
Από την υποστηρικτική ένορκη δήλωση και με αναφορά στα όσα εξελίχθηκαν στο χώρο του Προεδρικού Μεγάρου και του συγκροτήματος «ΔΙΑΣ», ό,τι φαίνεται εκ πρώτης όψεως να προέκυπτε σε σχέση με τους Αιτητές ήταν ότι είχαν λάβει μέρος στην εκδήλωση διαμαρτυρίας στο χώρο του Προεδρικού Μεγάρου. Η αναφορά ότι «. διαπιστώθηκε ότι οι επιβαίνοντες του εν λόγω ημιφορτηγού είχαν λάβει μέρος και στην διαμαρτυρία που έγινε στο συγκρότημα του «ΔΙΑ»», δεν συνιστά μαρτυρία την οποία θα μπορούσε να αξιολογήσει ο Δικαστής που έκδωσε το ένταλμα, αλλά κατάληξη της ομνύουσας αστυνομικού στη βάση μαρτυρίας που, αν υπήρχε, δεν αποκαλύφθηκε στον Δικαστή. Τα ίδια ισχύουν και σε σχέση με την αναφορά στην τελευταία παράγραφο της υποστηρικτικής ένορκης δήλωσης, για όλα τα πρόσωπα που η αίτηση αφορούσε, ότι: «υπάρχει μαρτυρία που παρέχει εύλογη υποψία ότι ενέχονται στη διάπραξη των πιο πάνω αδικημάτων» (Πολυκάρπου, 216 και Κυπριανού (2013) 1(Α) Α.Α.Δ. 17, 21). Και σε σχέση με το χώρο του Προεδρικού Μεγάρου, η μαρτυρία ότι οι Αιτητές είχαν λάβει μέρος στην εκδήλωση διαμαρτυρίας δεν επεκτείνεται σε οτιδήποτε άλλο, πέραν του ότι παρέστησαν στην εκδήλωση και στο χώρο.
Πέραν της παρουσίας τους στο χώρο του Προεδρικού Μεγάρου και ότι αυτό μπορεί να συνεπάγεται, δεν παρουσιάστηκε καμιά συγκεκριμένη μαρτυρία ότι οι Αιτητές διέπραξαν ως αυτουργοί άλλο αδίκημα ή ότι ήταν συναυτουργοί, βοηθώντας, παρακινώντας, συμβουλεύοντας ή προάγοντας οιονδήποτε άλλον να διαπράξει οιονδήποτε αδίκημα. Κατά πόσο η παρουσία τους στο χώρο, κάτω από τις περιστάσεις που περιγράφονται στην υποστηρικτική ένορκη δήλωση, θα μπορούσε να ήταν ικανοποιητική για να εγείρει εύλογη υποψία ότι ενέχονταν στη διάπραξη των δέκα αδικημάτων σε σχέση με τα οποία εκδόθηκαν τα επίδικα εντάλματα δεν θα κριθεί στο στάδιο αυτό. Για σκοπούς της παρούσας Αίτησης για άδεια αρκεί ότι διαπιστώνεται εκ πρώτης όψεως και συζητήσιμη υπόθεση ότι το υλικό που είχε ενώπιον του ο Δικαστής δεν του επέτρεπε να διαμορφώσει την απαραίτητη εύλογη υπόνοια ότι οι Αιτητές είχαν διαπράξει τα επτά από τα δέκα αδικήματα αναφορικά με τα οποία εξέδωσε τα εντάλματα (κατοχή και μεταφορά εκρηκτικών υλών (άρθρο 4(1)(ε) του περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου, Κεφ.54), πρόκληση κακόβουλης ζημιάς (άρθρο 324(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154), εμπρησμός (άρθρο 315 του Κεφ.154), συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος (άρθρο 371 του Κεφ.154), οχλαγωγία (άρθρα 70 και 72 του Κεφ.154), και διέγερση προς διάπραξη ποινικού αδικήματος (άρθρο 370(β) του Κεφ.154)).
Κατά τον ουσιώδη χρόνο, βρισκόταν σε ισχύ το περί Λοιμοκαθάρσεως (Καθορισμός Μέτρων για Παρεμπόδιση της Εξάπλωσης του Κορωνοϊού COVID-19) Διάταγμα (Αρ. 28) του 2021, που είχε τεθεί σε ισχύ την 9.7.2021 και η ισχύς του θα έληγε την 31.7.2021. Ο Καν.2.4 του Διατάγματος προέβλεπε ότι: «Απαγορεύονται οι μαζικές εκδηλώσεις, συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις, παρελάσεις, συναυλίες, φεστιβάλ, σε δημόσιους ή ιδιωτικούς χώρους, εξαιρουμένων των διοργανώσεων, για τις οποίες εκδίδονται κατευθυντήριες οδηγίες από το Υπουργείο Υγείας.» Το δε άρθρο 7 του περί Λοιμοκάθαρσης Νόμου, Κεφ.260, προβλέπει ότι: «Πρόσωπο το οποίο παραβαίνει οποιοδήποτε από τους Κανονισμούς και/ή τα Διατάγματα που εκδίδονται βάσει του Νόμου αυτού είναι ένοχο αδικήματος και υπόκειται μετά από καταδίκη σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (50.000) ή και στις δύο αυτές ποινές της φυλάκισης και του προστίμου.»
Η μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστή μπορούσε να τον είχε ικανοποιήσει ότι υπήρχε εύλογη υπόνοια να πιστεύεται ότι οι Αιτητές είχαν διαπράξει το αδίκημα του άρθρου 7 του Κεφ.260 και ότι είχαν συνωμοτήσει μεταξύ τους για να το διαπράξουν (άρθρο 372 του Κεφ.154), αλλά και ότι έτσι συναθροίστηκαν παράνομα (άρθρα 70 και 71 του Κεφ.154).
Κατά τη συζήτηση της Αίτησης, ο κ. Α. Κληρίδης αποδέχτηκε ότι υπήρχε μαρτυρία ότι οι Αιτητές μπορεί να είχαν διαπράξει αδίκημα κατά παράβαση της νομοθεσίας για τη λοιμοκάθαρση, επιχειρηματολόγησε όμως ότι, έτσι περιοριζόμενη η άνομη συμπεριφορά των Αιτητών, δεν υπήρχε αναγκαιότητα για την έκδοση του επίδικου εντάλματος σύλληψης και δεν τηρήθηκε η αρχή της αναλογικότητας.
Και στα τέσσερα επίδικα εντάλματα σύλληψης αναφέρεται:
«Με βάση την ενώπιον μου μαρτυρία και συγκεκριμένα το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την αίτηση για έκδοση του παρόντος εντάλματος σύλληψης, το οποίο έχω μελετήσει προσεκτικά:
Έχω ικανοποιηθεί λογικά για (α) την ύπαρξη εύλογης υπόνοιας ότι το πιο πάνω αναφερόμενο πρόσωπο εναντίον του οποίου ζητείται η έκδοση του παρόντος εντάλματος σύλληψης έχει διαπράξει τα αδικήματα που περιγράφονται στο παρόν ένταλμα και (β) τα περιστατικά της υπόθεσης, όπως αναφύονται από την ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση για έκδοση του παρόντος εντάλματος σύλληψης, καθιστούν την έκδοση του εντάλματος αναγκαία και επιθυμητή.»
Ο Δικαστής είχε διαπιστώσει εύλογη υπόνοια για τη διάπραξη του συνόλου των αδικημάτων τα οποία αναφέρονται στα εντάλματα και έκρινε ότι ικανοποιείτο και η προϋπόθεση της αναγκαιότητας για την έκδοση των ενταλμάτων σύλληψης των Αιτητών. Υπήρξε εισήγηση στην τελευταία παράγραφο της υποστηρικτικής ένορκης δήλωσης ότι η σύλληψη των Αιτητών ήταν εύλογα αναγκαία και ανάλογη λόγω της σοβαρότητας των αδικημάτων, προς αποφυγή επηρεασμού μαρτύρων από τους οποίους είχαν ληφθεί ή επρόκειτο να ληφθούν καταθέσεις, διαφυγής των Αιτητών και επέμβασης στο έργο της δικαιοσύνης. Οι εισηγήσεις έγιναν σε σχέση με τα διερευνόμενα αδικήματα όπως παρουσιάζονταν στην αίτηση της Αστυνομίας και σε σχέση με τα πρόσωπα που η υποστηρικτική ένορκη δήλωση αφορούσε.
Λαμβάνοντας ως δεδομένο, για σκοπούς της εξέτασης της επιμέρους πτυχής της Αίτησης, ότι η εύλογη υπόνοια περιοριζόταν στα αδικήματα η διάπραξη των οποίων θα μπορούσε να τεκμηριωθεί με την παρουσία και μόνο των Αιτητών στην εκδήλωση και στο χώρο του Προεδρικού Μεγάρου, προκύπτει εκ πρώτης όψεως υπόθεση και υπάρχει συζητήσιμο ζήτημα ότι το ενώπιον του Δικαστή υλικό δεν μπορούσε να ικανοποιήσει την προϋπόθεση της αναγκαιότητας για την έκδοση των επίδικων ενταλμάτων και ότι δεν τηρήθηκε η αρχή της αναλογικότητας.
Έχουν, εν κατακλείδι, οι Αιτητές καταδείξει, σε σχέση με τα επτά πρώτα προαναφερθέντα αδικήματα τα οποία τα εντάλματα αφορούσαν, εκ πρώτης όψεως υπόθεση για την χορήγηση άδειας για να καταχωρήσουν αίτηση για Certiorari, στη βάση ότι δεν ικανοποιείτο η προϋπόθεση της ύπαρξης εύλογης αιτίας ότι οι Αιτητές τα είχαν διαπράξει και σε σχέση με τα εναπομείναντα τρία στη βάση ότι δεν ικανοποιείτο η προϋπόθεση της αναγκαιότητας για την έκδοση τους και δεν τηρήθηκε η αρχή της αναλογικότητας.
Παρέχεται συνεπώς άδεια στους Αιτητές να καταχωρήσουν αίτηση με κλήση για την έκδοση προνο΅ιακού εντάλ΅ατος Certiorari για τους πιο πάνω λόγους. Η αίτηση να καταχωριστεί μέσα σε πέντε ημέρες και να επιδοθεί στον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τουλάχιστο τέσσερις ημέρες πριν τη δικάσιμο. Ο Πρωτοκολλητής να την ορίσει την 17.9.2021 και ώρα 09:00. Εφόσον τα επίδικα εντάλματα σύλληψης έχουν ήδη εκτελεστεί, παραμένει ως μόνο ζήτημα το κατά πόσο θα ακυρωθούν ή όχι.
Τα έξοδα της παρούσας Αίτησης θα είναι έξοδα στην πορεία της αίτησης με κλήση.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
[1] ’ρθρο11.2 του Συντάγματος: «Ουδείς στερείται της ελευθερίας αυτού, ειμή ότε και όπως ο νόμος ορίζει εις τας περιπτώσεις: . (γ) συλλήψεως ή κρατήσεως ατόμου ενεργουμένης προς τον σκοπόν προσαγωγής αυτού ενώπιον της αρμοδίας κατά νόμον αρχής επί τη ευλόγω υπονοία ότι διέπραξεν αδίκημα ή οσάκις η σύλληψις ή κράτησις θεωρηθή ευλόγως αναγκαία προς παρεμπόδισιν διαπράξεως αδικήματος ή αποδράσεως μετά την διάπραξιν αυτού,»
’ρθρο 18(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155: «Όταν δικαστής ικανοποιείται με γραπτή ένορκη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη υπόνοια να πιστεύεται ότι ένα πρόσωπο διέπραξε αδίκημα ή όταν η σύλληψη ή η κράτηση θεωρηθεί ευλόγως αναγκαία για παρεμπόδιση διαπράξεως αδικήματος ή αποδράσεως μετά τη διάπραξη αυτού, ο δικαστής δύναται να εκδώσει ένταλμα (που θα αναφέρεται στον παρόντα Νόμο ως ένταλμα συλλήψεως) το οποίο να εξουσιοδοτεί τη σύλληψη του ατόμου εναντίον του οποίου στρέφεται το ένταλμα.»