ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:D386
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 171/21
2 Σεπτεμβρίου, 2021
[Ν.Γ. ΣΑΝΤΗ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4, 15, 17 ΚΑΙ 30 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ XXX ΠΕΤΑΗ ΚΑΤΟΧΟΥ Δ.Τ. XXX ΑΠΟ XXX, ΟΔΟΣ XXX (Ο «ΑΙΤΗΤΗΣ») ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΔΙΑ ΚΛΗΣΕΩΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΗΜ. 12/08/2021 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΣΤΗΝ ΜΟΝΟΜΕΡΗ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕ ΑΡ. 48/21 ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 21, 22 ΚΑΙ 23 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ (ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΣΥΝΔΙΑΛΕΞΕΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΕ ΚΑΤΑΓΕΓΡΑΜΜΕΝΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ) ΝΟΜΟΙ ΤΟΥ 1996 ΚΑΙ 2015 ΠΑΡΕΧΟΝΤΑΣ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΣΕ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ ΜΕΛΗ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗΣ ΔΥΝΑΜΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΝΑ ΑΠΟΚΤΗΣΟΥΝ ΠΡΟΣΒΑΣΗ, ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΟΥΝ ΚΑΙ ΝΑ ΛΑΒΟΥΝ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ ΚΑΙ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΕΥΡΙΣΚΟΝΤΟ ΚΑΤΑΓΕΓΡΑΜΜΕΝΑ Ή ΕΜΠΕΡΙΕΧΟΝΤΑΙ ΣΤΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΤΟΥ ΚΙΝΗΤΟΥ ΤΗΛΕΦΩΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΦΟΡΗΤΟΥ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ ΟΠΩΣ ΑΥΤΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΣΤΙΣ 13/8/2021 ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΑΔΙΚΗΜΑ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ ΜΕ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥΣ ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΥΠΟΔΗΛΩΝΟΥΝ ΔΙΑΦΘΟΡΑ ΚΕΦ. 161 ΑΡΘΡΑ 2, 3(γ) ΩΣ ΕΧΕΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ ΑΠΟ ΤΟΝ Ν.97(Ι)/2012
.......
Α. Μυλωνάς, για τον Αιτητή.
ΑΠΟΦΑΣΗ
(Δοθείσα Αυθημερόν)
Ν. Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Με την υπό κρίσιν μονομερή αίτηση ημερομηνίας 23.8.21 («η Αίτηση»), o Αιτητής - με αναφορά σε αντίστοιχες αποφάσεις του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας («το Κατώτερο Δικαστήριο») - αιτείται τα εξής (με την περικοπή να παρατίθεται αυτούσια όπως και όλες οι άλλες που έπονται):
«................................................1. Άδεια του Σεβαστού Δικαστηρίου για καταχώρηση αίτησης δια κλήσεως για έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari για μεταφορά του φακέλου της Αιτ. Αρ. 48/21 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (σε συνδυασμό με όλα τα σχετικά πρακτικά) στο Ανώτατο Δικαστήριο Κύπρου με σκοπό του ακύρωση του δικαστικού εντάλματος ημ. 12/8/2021 για πρόσβαση σε καταγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας του Αιτητή και το οποίο εκδόθηκε από Ανώτερο Επαρχιακό δικαστή σε μονομερή αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα δυνάμει των άρθρων 21, 22 και 23 του περί Προστασίας του Απορρήτου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόμοι του 1996 και 2015.
2. Άδεια του Σεβαστού Δικαστηρίου για καταχώρηση αίτησης δια κλήσεως για έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari δια ακύρωση του εντάλματος σύλληψης του Αιτητή ημ. 13/8/2021 το οποίο εκδόθηκε από Επαρχιακό Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας σε σχέση με το αδίκημα Συναλλαγές με Αντιπροσώπους οι οποίες Υποδηλώνουν Διαφθορά δυνάμει των άρθρων 2, 3(γ) του Κεφ.161 ως έχει τροποποιηθεί από τον Ν.97(Ι)/2012.
...............................................».
Η Αίτηση βασίζεται μεταξύ άλλων στον Περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικό Κανονισμό 5/18, συνοδεύεται δε (κατά τα δικονομικά ειωθότα), από Έκθεση Γεγονότων ημερομηνίας 23.8.21 («η Έκθεση Γεγονότων») και ένορκη δήλωση του Αιτητή ίδιας ημερομηνίας («η Ένορκη Δήλωση»).
Για καλύτερη κατανόηση του εκτυλισσόμενου σκεπτικού (αλλά και των θέσεων που αναπτύχθηκαν για τον Αιτητή από τον ευπαίδευτο συνήγορο του), παραθέτω σχετικά αποσπάσματα από την Ένορκη Δήλωση:
«...............................................
3. Στις 6/8/2021 και ώρα 20.50 συνελήφθηκα δυνάμει δικαστικού εντάλματος σύλληψης από μέλη του ΤΑΕ Λάρνακας στην οικία μου στην οδό . για τα αδικήματα Συνομωσίας προς διάπραξη Κακουργήματος, Πλαστογραφίας επίσημου εγγράφου, Κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, εξασφάλισης εγγραφής με ψευδείς παραστάσεις, άλλες αμελείς πράξεις που προκαλούν σωματική βλάβη και Παραβάσεις του περί Γενικού Συστήματος Υγείας Νόμου. Επισυνάπτω τον σχετικό όρκο που υποστήριξε την έκδοση του εντάλματος που μου παραδόθηκε από την αστυνομία ως Τεκμήριο Β.
4. Κατά την σύλληψη μου μου αφαιρέθηκε το κινητό μου τηλέφωνο μάρκας "SAMSUNG'.Με δική μου συγκατάθεση ερευνήθηκε η οικία μου από την Αστυνομία και από όπου παραλήφθηκε μεταξύ άλλων ο φορητός μου ηλεκτρονικός υπολογιστής μάρκας "LENOVO"
5. Στις 7/8/2021 εκδόθηκε διάταγμα προσωποκράτησης μου για 7 μέρες από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας προς διευκόλυνση της διερεύνησης της κατ' ισχυρισμό διάπραξης των αδικημάτων για τα οποία εκδόθηκε το αναφερθέν δικαστικό ένταλμα σύλληψης.
6. Στις 13/8/2021 ενώ ευρισκόμουν σε αστυνομική κράτηση στον Αστυνομικό Σταθμό . εκτελέστηκε εναντίον μου νέο ένταλμα σύλληψης το οποίο εκδόθηκε την ίδια μέρα από Επαρχιακό Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας ο οποίος δεν κατονομάζεται στο ένταλμα. Κατά την εκτέλεση του εντάλματος μου παραδόθηκε από τον αστυνομικό που εκτέλεσε το ένταλμα πιστό αντίγραφο του εντάλματος σύλληψης και του όρκου βάσει του οποίου εκδόθηκε και τα οποία επισυνάπτω ως Τεκμήριο Γ.
7. Στις 14/8/2021 η αστυνομία με μετάφερε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου xxx όπου ζητήθηκε η ανανέωση της κράτησης μου και το Δικαστήριο ανανέωσε την κράτηση μου για 5 ημέρες. Ο ανακριτής της υπόθεσης κατά την μαρτυρία του αποκάλυψε ότι στις 12/8/2021 εξασφαλίστηκε διάταγμα/ένταλμα πρόσβασης στην ιδιωτική μου επικοινωνία δυνάμει των άρθρων 21,22 και 23 του περί Προστασίας του Απορρήτου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόμοι του 1996 και 2015.
............................................
|
11. Στις 18/8/2021 και ώρα 22.00 περίπου αφέθηκα ελεύθερος από τις αστυνομικές αρχές χωρίς να μου προσαφθεί οποιαδήποτε κατηγορία.
12. Στις 21/8/21 η αστυνομία μου επέστρεψε το κινητό τηλέφωνο και τον φορητό ηλεκτρονικό υπολογιστή μου και τα περισσότερα από τα τεκμήρια που είχαν παραλάβει.
13. Όπως με συμβουλεύουν οι δικηγόροι μου το αναφερόμενο διάταγμα /ένταλμα πρόσβασης στην ιδιωτική μου επικοινωνία υπόκειται σε ακύρωση για τους ακόλουθους λόγους:
α. Το Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας έκδοσης του επίδικου διατάγματος για τον λόγο ότι αντικειμενικά δεν υφίστατο πιθανότητα διάπραξης από εμένα του αδικήματος Συναλλαγές από Αντιπροσώπους που υποδηλώνουν διαφθορά δυνάμει των άρθρων 2 και 3(γ) του Κεφ.161 ως έχει τροποποιηθεί καθώς καθ' όλον τον ουσιώδη χρόνο των κατ' ισχυρισμό αδικήματος δεν ενεργούσα ως αντιπρόσωπος ή υπάλληλος οιουδήποτε και ειδικά της κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η σχέση μου με τον ΟΑΥ περιγράφεται ρητά στο άρθρο 7 της σύμβασης που έχουμε υπογράψει και η οποία αναφέρει ότι θα ενεργώ ως ανεξάρτητος ελεύθερος επαγγελματίας. (Βλ. Τεκμήριο Α).
β. Η αίτηση του Γενικού εισαγγελέα και η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει αυτή καμία αναφορά δεν κάνουν και δεν περιέχουν οιονδήποτε ισχυρισμό ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο ενεργούσα ως υπάλληλος ή αντιπρόσωπος της κυβέρνησης ή οιουδήποτε δημόσιου οργανισμού.
γ. Η αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα η οποία υπογράφεται από τον ίδιο είναι παράτυπη και αντινομική καθώς δεν με κατονομάζει ως τον ύποπτο του οποίου ζητείται η άρση της ιδιωτικής επικοινωνίας και δεν επιχειρείται να με συσχετίσει με καθ' οιονδήποτε τρόπο με το κατ' ισχυρισμό αδίκημα.
δ. Ο Ανώτερος Επαρχιακός Δικαστής που εξέδωσε το διάταγμα ενέργησε μηχανιστικά και προχώρησε στην έκδοση του χωρίς να εξετάσει το ίδιο και να κάνει εύρημα κατά πόσο ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 23(1) του Ν. 92(l)/1996.
ε. Ο Ανώτερος Επαρχιακός Δικαστής ειδικά δεν εξέτασε κατά πόσο υπάρχει εύλογη πιθανότητα να έχει διαπραχθεί το κατ' ισχυρισμό αδίκημα από εμένα και ότι υπάρχει εύλογη υποψία ότι η υπ' αναφορά ιδιωτική επικοινωνία μου να συνδέεται ή να είναι συναφής με το συγκεκριμένο αδίκημα.
στ. Είναι προφανές ότι οι αστυνομικές αρχές πρόσθεσαν στα υπό διερεύνηση εναντίον μου αδικήματα το αδίκημα Συναλλαγές από Αντιπροσώπους που υποδηλώνουν διαφθορά δυνάμει των άρθρων 2 και 3(γ) του Κεφ.161 ως έχει τροποποιηθεί αποκλειστικά και μόνο για να έχουν την δυνατότητα να ζητήσουν το επίδικο διάταγμα άρσης του απορρήτου της ιδιωτικής μου επικοινωνίας και χωρίς αυτό να δικαιολογείται από τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους.
ζ. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι στις 12/8/21 οι αστυνομικές εξασφάλισαν διάταγμα κατακράτησης του τηλεφώνου και του φορητού ηλεκτρονικού υπολογιστή μου δια την διερεύνηση των αδικημάτων Συνομωσίας προς διάπραξη Κακουργήματος, Πλαστογραφίας επίσημου εγγράφου, Κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου , εξασφάλισης εγγραφής με ψευδείς παραστάσεις, άλλες αμελείς πράξεις που προκαλούν σωματική βλάβη και Παραβάσεις του περί Γενικού Συστήματος Υγείας Νόμου και την ίδια ημέρα εξασφάλισαν επίσης διάταγμα πρόσβασης στην καταγραμμένη ιδιωτική μου επικοινωνία στο κινητό τηλέφωνο και στον φορητό ηλεκτρονικό υπολογιστή μου προς διερεύνηση του αδικήματος Συναλλαγές από Αντιπροσώπους που υποδηλώνουν διαφθορά δυνάμει των άρθρων 2 και 3(γ) του Κεφ.161 ως έχει τροποποιηθεί.
η. Δεν έγινε οποιαδήποτε αναφορά στην αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα και στην ένορκη δήλωση στα προσώπων και την ιδιότητα αυτών των οποίων το διάταγμα θα επέτρεπε πρόσβαση στη ιδιωτική επικοινωνία τους. Ο Γενικός Εισαγγελέας και οι αστυνομικές αρχές γνώριζαν ότι το διάταγμα θα επηρέαζε πρόσωπα τα οποία ήταν ασθενείς μου και στην ιδιωτική επικοινωνία που είχαμε μαζί αναπόφευκτα θα υπήρχαν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα των προσώπων αυτών.
θ. Το επίδικο διάταγμα/ ένταλμα άρσης του απορρήτου της ιδιωτικής μου επικοινωνίας ευρίσκεται εκτός των πλαισίων του Άρθρου 17 (2) (Β) του Συντάγματος με αποτέλεσμα η έκδοση του να παραβιάζει τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα μου για σεβασμό της ιδιωτικής μου επικοινωνίας και της ιδιωτικής μου ζωής όπως αυτά διασφαλίζονται από τα άρθρα 17(1) και 15 του Συντάγματος.
14. Όπως με συμβουλεύουν οι δικηγόροι μου το ένταλμα σύλληψης ημ. 13/8/2021 υπόκειται σε ακύρωση για τους ακόλουθους λόγους:
α. Ο Επαρχιακός Δικαστής που εξέδωσε το επίδικο ένταλμα σύλληψης δεν είχε εξουσία και ή δικαιοδοσία να το εκδώσει καθώς δεν υπήρχε εύλογη πιθανότητα να είχα διαπράξει το αδίκημα Συναλλαγές από Αντιπροσώπους που υποδηλώνουν διαφθορά δυνάμει των άρθρων 2 και 3(γ) του Κεφ.161 ως έχει τροποποιηθεί καθώς καθ' όλον τον ουσιώδη χρόνο του κατ' ισχυρισμό αδικήματος δεν ενεργούσα ως αντιπρόσωπος ή υπάλληλος οιουδήποτε και ειδικά της κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας ή του ΟΑΥ ή οιουδήποτε άλλου δημόσιου οργανισμού.
β. Ο όρκος βάσει του οποίου εκδόθηκε το επίδικο ένταλμα σύλληψης δεν περιέχει οιονδήποτε στοιχείο ή ισχυρισμό ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο ενεργούσα ως αντιπρόσωπος η υπάλληλος Συναλλαγές από Αντιπροσώπους που υποδηλώνουν διαφθορά δυνάμει των άρθρων 2 και 3(γ) του Κεφ.161 ως έχει τροποποιηθεί καθώς καθ' όλον τον ουσιώδη χρόνο του κατ' ισχυρισμό αδικήματος δεν ενεργούσα ως αντιπρόσωπος ή υπάλληλος οιουδήποτε προσώπου και ειδικά της κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας ή του ΟΑΥ.
γ. Ο Επαρχιακός Δικαστής που εξέδωσε το ένταλμα σύλληψης ενέργησε μηχανιστικά και προχώρησε στην έκδοση του χωρίς να εξετάσει το ίδιο και να κάνει εύρημα κατά πόσο ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που θέτουν τα άρθρα 18 και 19 της περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος Κεφ. 155 και συγκεκριμένα ότι υπήρχε εύλογη υπόνοια ότι είχα διαπράξει το αδίκημα Συναλλαγές από Αντιπροσώπους που υποδηλώνουν διαφθορά δυνάμει των άρθρων 2 και 3(γ) του Κεφ.161 ως έχει τροποποιηθεί και ότι είχε ικανοποιηθεί για την ανάγκη έκδοσης του.
δ. Στο επίδικο ένταλμα σύλληψης παρά το γεγονός ότι είναι υπογραμμένο δεν υπάρχει αναφορά στο όνομα του Επαρχιακού Δικαστή που το έκδωσε αλλά επίσης δεν φέρει οποιαδήποτε υπογραφή στις χειρόγραφες τροποποιήσεις στο λεκτικό του εντάλματος σύλληψης.
15.Όπως με συμβουλεύει ο δικηγόρος δεν έχω στην διάθεση μου άλλο ένδικο μέσο πέραν της διαδικασίας έκδοσης προνομιακού εντάλματος.
..............................................».
Αξιολόγησα - στο επιτρεπτό επίπεδο για ό,τι ενεστώτως απασχολεί - τα όσα τέθηκαν μαρτυριακώς (αλλά και ως δικηγορική επιχειρηματολογία), προς επίρρωση της Αίτησης.
Οι αρχές που περιβάλλουν την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων Certiorari είναι εμπεδωμένες. Ενδεικτικώς, παραπέμπω στην Αναφορικά με την Αίτηση του Σιακόλα και Άλλου, ΠΕ 7/20, ημ. 7.6.21, ECLI:CY:AD:2021:A239, όπου ειπώθηκαν και αυτά από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου:
«..................................................................................................................
Υπάρχει, ως παρατηρούμε, κάποια αλληλοεπικάλυψη μεταξύ των πρώτων δύο λόγων έφεσης (ιδιαίτερα στην αιτιολογία που τους συνοδεύει). Μια από τις κοινές αυτές συνισταμένες (στη βασική της μορφή), άπτεται των αρχών που περιστοιχίζουν τη γενικότερη εξουσία του Δικαστηρίου να επιλαμβάνεται και αποφασίζει επί αιτημάτων για προνομιακά εντάλματα certiorari (προπαντός σε ό,τι αφορά στους προϋποθετικούς όρους έκδοσης τους).
Ως εκ τούτου, επιλέγουμε να υπενθυμίσουμε σε αυτό το στάδιο - και προτού αναλύσουμε εξειδικευμένως τους λόγους έφεσης 1 και 2 - το εφαρμοζόμενο πεδίο αρχών εντός του οποίου λειτούργησε το Πρωτόδικο Δικαστήριο (ως συνάγεται και από την απόφαση του), διότι με αυτό τον τρόπο θα καταστεί, ίσως, πιο καθαρή η υπό αναφοράν διασύνδεση πτυχών που συναπαρτίζουν τους λόγους έφεσης 1 και 2.
Το πράττουμε αμέσως δίχως να χρειάζεται να πούμε τίποτε περισσότερο (για ό,τι προς το παρόν ενδιαφέρει) από τα όσα συνόψισε το Ανώτατο Δικαστήριο (υπό Πενταμελή Σύνθεση) στην Αναφορικά με την Bank of Cyprus Public Company Ltd, ΠΕ 12/21, ημ. 6.4.21:
«.....................................................
Η χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για certiorari ανάγεται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου, η οποία ασκείται μεν δικαστικά αλλά με πολλή φειδώ. Χορηγείται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» και/ή «συζητήσιμη υπόθεση» Αν όμως στον αιτητή προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, τότε ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα, περιθώρια για επιτυχία της αίτησης δεν υπάρχουν, εκτός και αν ο αιτητής ικανοποιήσει για την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων.
Η διαδικασία για την έκδοση εντάλματος certiorari δεν έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης, η οποία ελέγχεται στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αλλά της νομιμότητας της απόφασης (βλ. Μιτέλλα, Πολιτική Έφεση Αρ. 43/2019, ημερομηνίας 2/4/2019 και Αυγουστή, Πολιτική Έφεση Αρ.133/2019, ημερομηνίας 12/2/2020), ECLI:CY:AD:2020:A56.
Περαιτέρω πρέπει να σημειωθεί ότι η δικαιοδοσία έκδοσης προνομιακού εντάλματος τύπου certiorari δεν αποτελεί εποπτικό μέσο και ούτε παρέχεται η δυνατότητα εξέτασης του κατά πόσο to πρωτόδικο Δικαστήριο αντιλήφθηκε ορθά ή όχι ένα νομικό ζήτημα. Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για χορήγηση άδειας για certiorari ασκείται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις για συγκεκριμένους λόγους (βλ. Ανδρέου Πολιτική Έφεση Αρ. 348/2015, ημερομηνίας 9/6/2017, ECLI:CY:AD:2017:A216 και Πετρίδου Πολιτική Έφεση Αρ. 133/2019, ημερομηνίας 12/2/2020), ECLI:CY:AD:2020:A56.
Το νοηματικό εύρος των εννοιών «συζητήσιμη υπόθεση» και «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» οριοθετήθηκε στην υπόθεση In Re Kakos (ανωτέρω) με αναφορά στη Sidnell v. Wilson and Others (1966) 1 All Ε.R 681, στην οποίαν μας παρέπεμψε ο εκ των δικηγόρων της εφεσείουσας κ. Πολυβίου, εισηγούμενος ότι απλά σε διαδικασία παροχής άδειας για προνομιακό ένταλμα το επίπεδο απόδειξης ύπαρξης συζητήσιμης υπόθεσης είναι χαμηλό, αρκεί ο Δικαστής να ικανοποιηθεί ότι ο Αιτητής παρουσιάζει ένα θέμα που κεντρίζει την προσοχή του.
Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από τη σελίδα 686 της πιο πάνω Αγγλικής υπόθεσης:
"I agree with my brethren that the Court must be satisfied that there is material on which, if it were accepted as accurate, an arguable case can be put forward that the conditions set out in the subsection are fulfilled. I use the expression 'arguable case' rather than the expression 'prima facie case', because the difficulty of the latter expression seems to me to be that it invites an enquiry at the hearing of the application itself into evidence contradicting what in the first in- stance is a prima facie case and therefore would lead to a complete trial of the action or is capable of leading to a complete trial of the action on, the application for leave. It is sufficient that the landlord should show that there is a bona fide arguable case that the conditions or one or other of them set out in the paragraphs of the subsection are fulfilled, and that if he does that, it is no function of the county Court Judge on the application for leave to go into the merits of the matter and hear rebutting evidence, as if the trial were taking place then."
.........................................................................».
Προσθέτως, στο σύγγραμμα Πέτρου Αρτέμη, Προνομιακά Εντάλματα: Αρχές και Υποθέσεις, 2004, σελ. 205-208, αναπτύσσονται τα ακόλουθα:
«.............................................
Για την υποβολή αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος, είναι αναγκαία η άδεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ο λόγος είναι προφανής: Η δικαιοδοσία αυτή είναι το κατάλοιπο της εξουσίας του Δικαστηρίου και ασκείται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, για καθορισμένους λόγους.
Για τη χορήγηση άδειας ο αιτητής πρέπει να ικανοποιήσει το Ανώτατο Δικαστήριο ότι έχει "εκ πρώτης όψεως" υπόθεση και/ή ότι υπάρχει "συζητήσιμο ζήτημα", στην έννοια που δόθηκε στις αποφάσεις αυτές στις Αγγλικές υποθέσεις Sidnell v. Wilson [1966] 1 All E.R. 681 και Land Securities v. Metropolitan Police [1983] 2 All E.R. 254, 258, οι οποίες υιοθετήθηκαν στην υπόθεση In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250.
Στο παρόν στάδιο, το δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία της αίτησης. Είναι ικανοποιητικό για την παραχώρηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος Certiorari να φαίνεται στην αίτηση και στις ενόρκους δηλώσεις που την υποστηρίζουν και γενικά το υλικό των πρακτικών που τη συνοδεύει, πως υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση για συζήτηση ώστε να δοθεί άδεια. [Attorney General of the Republic v. Christou (1962) C.L.R. 129, στις σελίδες 133 και 134, Papadopoulos (Ex Parte) (1968) 1 C.L.R. 496, In re Panaretou (1972) 1 C.L.R. 165 και In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250].
Και αν ακόμα ο αιτητής ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση, αυτό δεν είναι αρκετό από μόνο του για να δοθεί η αναγκαία άδεια. Όπου προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο, και/ή διαδικασία έφεσης, το Ανώτατο Δικαστήριο σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις, παραχωρεί άδεια.
Το Ανώτατο Δικαστήριο είχε πρόσφατα την ευκαιρία να ασχοληθεί με τα θέματα αυτά και συγκεκριμένα στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του xxx Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, για άδεια να καταχωρήσει αίτηση για ένταλμα Certiorari.
Απαραίτητη προϋπόθεση για τη χορήγηση άδειας είναι η αποκάλυψη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης με την έννοια της συζητήσιμης υπόθεσης, χωρίς αναφορά προς ο,τιδήποτε θα μπορούσε να αντιταχθεί: βλ. In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250. Η ύπαρξη ωστόσο αυτής της προϋπόθεσης δεν προεξοφλεί την έκβαση. Διότι όπου προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο, άδεια δεν χορηγείται εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις ενόψει των οποίων το άλλο ένδικο μέσο να εμφανίζεται μη ευχερές και μη αποτελεσματικό. Όπως εξήγησε η Ολομέλεια στην Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, (στις σελ. 48-49):
"Και αν ακόμα ο αιτητής ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση, αυτό δεν είναι αρκετό από μόνο του για να δοθεί η αναγκαία άδεια. Όπου προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο, και/ή διαδικασία έφεσης, το Ανώτατο Δικαστήριο σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις, παραχωρεί άδεια. Πρέπει, επίσης, να αποδείξει ότι υπάρχουν εξαιρετικές συνθήκες. Όπου προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο και, ειδικά, διαδικασία έφεσης, το Ανώτατο Δικαστήριο σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις, δίδει άδεια."
.................................................».
Με όλα αυτά κατά νουν (ως αυτοκαθοδήγηση), αρχίζω με τη θέση του κ. Μυλωνά - την οποία ο συνήγορος υποστήριξε με παραπομπή και στην παράγραφο 13(γ) της Ένορκης Δήλωσης - ότι η αίτηση ημερομηνίας 12.8.21/Τεκμήριο ΣΤ («η Αίτηση Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων») για έκδοση του επίδικου διατάγματος («το Διάταγμα») βάσει του Περί Προστασίας του Απορρήτου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόμου 92(Ι)/96 («ο Νόμος 92(Ι)/96»), δεν αναφέρει στο σώμα της το όνομα του υπόπτου (σε αντίθεση με ό,τι παρατηρείται στη συνοδευτική ένορκη δήλωση).
Πράγματι, το όνομα του Αιτητή, δεν αναφέρεται στην Αίτηση Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων.
Εντούτοις, αυτό, δεν αποτελεί εν προκειμένω ζήτημα που επηρεάζει τη νομιμότητα του Διατάγματος, ή που κατατάσσει την περίπτωση στην κατηγορία εκείνη όπου η περί ης ο λόγος παρασπονδία - αν πρόκειται περί τέτοιας - θα μπορούσε να απολήξει σε απόρριψη της Αίτησης.
Αναμφισβητήτως, η ένορκη δήλωση στην Αίτηση Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων, περιγράφει με καθαρότητα το άτομο στο οποίο τούτη αφορά (και που δεν είναι άλλο από τον Αιτητή).
Τίποτα δεν προκύπτει από τα πιο πάνω, για ό,τι τώρα ενδιαφέρει.
Η θέση απορρίπτεται.
Εισηγήθηκε προσέτι ο κ. Μυλωνάς - με επίκεντρο και την παράγραφο 13(α) και (β) της Ένορκης Δήλωσης - πως η ένορκη δήλωση στην Αίτηση Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων, δεν αποκαλύπτει γεγονότα ή περιστάσεις που να συνάδουν με τα συστατικά στοιχεία τού υπό διερεύνηση ποινικού αδικήματος κατά το άρθρο 3(γ) του Περί Πρόληψης Διαφθοράς Νόμου, Κεφ.161 («Κεφ.161») και ότι η διαπίστωση αυτή, εκδύει το Διάταγμα από οποιαδήποτε νομιμοποιητική βάση.
Δεν συγκλίνω με τη θέση.
Εξηγώ.
Το άρθρο 3(γ), Κεφ.161, προβλέπει ότι αν «. (γ) οποιοδήποτε πρόσωπο εν γνώσει του δίνει σε οποιοδήποτε αντιπρόσωπο, ή αν οποιοσδήποτε αντιπρόσωπος εν γνώσει του χρησιμοποιεί, με πρόθεση να εξαπατήσει τον προϊστάμενο του, οποιαδήποτε απόδειξη, λογαριασμό, ή άλλο έγγραφο σε σχέση με το οποίο ο προϊστάμενος έχει συμφέρον και το οποίο περιέχει οποιαδήποτε δήλωση η οποία είναι ψευδής ή παραπλανητική ή ελλιπής σε οποιαδήποτε ουσιαστική λεπτομέρεια, και το οποίο γνωρίζει ότι προορίζεται για να παραπλανήσει τον προϊστάμενο, είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα επτά έτη, ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις εκατόν χιλιάδες ευρώ (€100.000), ή και στις δύο αυτές ποινές της φυλάκισης και του προστίμου».
Περιπλέον, κατά τα προνοούμενα στο άρθρο 2, Κεφ.161, ο όρος «αντιπρόσωπος» περιλαμβάνει οποιοδήποτε πρόσωπο εργοδοτείται ή ενεργεί για άλλον, και οποιοδήποτε πρόσωπο που υπηρετεί τη Δημοκρατία ή οποιονδήποτε δημόσιο οργανισμό ή αλλοδαπό δημόσιο υπάλληλο ή υπάλληλο διεθνούς οργανισμού, με τον όρο «προϊστάμενος» (πάλι στο ίδιο νομοθέτημα), να περιλαμβάνει εργοδότη (οι εμφάσεις είναι του Δικαστηρίου).
Οι όροι αυτοί παρουσιάζονται επομένως να μην είναι ερμηνευτικώς αμετάβολοι.
Χωρίς άλλα ιδιαίτερα σχόλια, παραθέτω συναφώς, απόσπασμα από την ένορκη δήλωση στην Αίτηση Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων, όπου αναφέρονται και τούτα:
«................................................
1. Συναλλαγές με αντιπροσώπους οι οποίες υποδηλώνουν διαφθορά, Κεφ.161, Ανακ.307, Νόμος 97(Ι)/2012, Άρθρα 2, 3(γ) (ταξινομείται ως κακούργημα και επιφέρει ποινή 7 έτη) που διαπράχθηκε μεταξύ των ημερομηνιών 26/4/2021-06/08/21 στη Λάρνακα.
Συγκεκριμένα στις 06/08/21 και περί ώρα 1000 καταγγέλθηκε στο ΤΑΕ Λάρνακας από τον . από την Λάρνακα, ότι ο υιός του . 41 ετών από . βρισκόταν στην Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του Γενικού Νοσοκομείου Αμμοχώστου από τις 31/07/21 σε σοβαρή κατάσταση λόγω της νόσου Covid-19 και στις 06/08/2021, λόγω της σοβαρότητας της κατάστασης του, διασωληνώθηκε και αναμενόταν να μεταφερθεί στην ΜΕΘ του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας. Σύμφωνα με τον ., πληροφορήθηκε ότι ο γιος του εκμυστηρεύτηκε σε νοσηλευτικό προσωπικό στην Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του Γενικού Νοσοκομείου Αμμοχώστου ότι, παρά το ότι είχε εξασφαλίσει πιστοποιητικό εμβολιασμού για την νόσο Covid-19, δεν είχε πραγματικά εμβολιαστεί. Όπως ανάφερε ο ., ο προσωπικός ιατρός του γιου του και το πρόσωπο που του εξέδωσε το εν λόγω πιστοποιητικό είναι ο . (ύποπτος).
Διενεργήθηκαν εξετάσεις μέσω της Διευθύντριας Ιατρικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Υγείας όπου διαπιστώθηκε ότι ο . είναι καταχωρημένος στο σύστημα του ΟΑΥ ως εμβολιασμένος με το εμβόλιο AstraZeneca από τον ύποπτο, ο οποίος είναι καταχωρημένος ως ο προσωπικός του Ιατρός στο Γενικό Σύστημα Υγείας (ΓΕ.Σ.Υ.).
Στα πλαίσια διερεύνησης της υπόθεσης λήφθηκαν καταθέσεις από νοσηλευτές και Ιατρούς της ΜΕΘ Αμμοχώστου όπου διαπιστώθηκε ότι ο νοσηλευόμενος ενώ αρχικά κατά την εισαγωγή του είχε δηλώσει ότι ήταν εμβολιασμένος με δύο δόσεις εμβολίου AstraZeneca, όταν η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε σημαντικά τους αποκάλυψε ότι τελικά δεν ήταν εμβολιασμένος. Μάλιστα ο ασθενής όταν αντιλήφθηκε την σοβαρότητα της κατάστασης του, πριν να διασωληνωθεί χαρακτηριστικά ανάφερε στους νοσηλευτές ότι «Μακάρι να ήμουν εμβολιασμένος» και δεσμεύτηκε όταν εξέλθει από το Νοσοκομείο και αποφύγει τον κίνδυνο ότι θα εμβολιαστεί με πέντε εμβόλια.
Περαιτέρω, εξασφαλίστηκε μαρτυρία από λειτουργό του Οργανισμού Ασφάλισης Υγείας, ότι στις 26/04/21 ο ύποπτος έλαβε κατόπιν αίτησης του εξουσιοδότηση από τον ΟΑΥ για διενέργεια εμβολιασμών με το σκεύασμα της AstraZeneca. Από τις 26/04/21 μέχρι σήμερα ο ύποπτος παρήγγειλε και έλαβε συνολικά 200 δόσεις εμβολίου AstraZeneca, ενώ φαίνεται μέσω του συστήματος να εμβολιάστηκαν από αυτόν 102 ασθενείς στους οποίους συμπεριλαμβάνεται και ο ..
Επίσης εξασφαλίστηκε μαρτυρία από την σύζυγο του. η οποία ανάφερε ότι κατά τον χρόνο της 1ης δόσης εμβολιασμού του συζύγου της μετέβηκαν μαζί στο ιατρείο του υπόπτου, όπου κατά την διάρκεια του εμβολιασμού της ζητήθηκε να παραμείνει εκτός του ιατρείου. Με το πέρας του εμβολιασμού ο σύζυγος της εξήλθε του ιατρείου με τον ύποπτο φέροντας τσιρότο στο μπράτσο και της ανέφεραν ότι προχώρησαν στην πρώτη δόση του εμβολίου AstraZeneca και ο σύζυγος της, της υπόδειξε το πιστοποιητικό εμβολιασμού που του χορήγησε ο ύποπτος.
...............................................».
Δεν ήταν αναγκαίο να παρατεθεί στον αστυνομικό όρκο το λεκτικό του άρθρου 3(γ), Κεφ.161, ή άλλη παρόμοια διατύπωση. Εκείνο που έπρεπε να παρατεθεί - και έτσι έγινε - ήσαν στοιχεία ή και μαρτυρία που να ενέτασσαν αντικειμενικώς την περίπτωση στις κρίσιμες παραμέτρους του εν λόγω άρθρου, γνωρίζοντας και το ότι η νομολογία δέχεται πως δεν απαιτείται, στο στάδιο που βρισκόμαστε, η στοιχειοθέτηση κάθε συστατικού στοιχείου των υπό εξέτασιν αδικημάτων, αλλά η παράθεση, τουλάχιστον, εκείνων των στοιχείων μαρτυρίας που να είναι ικανά να δημιουργήσουν στο Κατώτερο Δικαστήριο εύλογη υπόνοια ή υποψία ως προς τη διάπραξη των αδικημάτων (βλ. CPS Freight Services Ltd v Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ΠΕ 219/14, ημ. 29.2.16), ECLI:CY:AD:2016:A126.
Τούτο, έγινε.
Και μάλιστα, με τρόπο που απέχει από το να μπορούσε να ταξινομηθεί εκ πρώτης όψεως ως ενέργεια (κατά τις θέσεις, στην Έκθεση Γεγονότων), καταδεικνύουσα σε «. προφανές νομικό σφάλμα (error of law on the face of the record) .», ή ακόμη ως υπέρβαση δικαιοδοσίας και εξουσίας, ή ως ανυπαρξία δικαιοδοσίας έκδοσης του εντάλματος, ή να την προσδιορίσει και ως απόρροια μηχανιστικής διεργασίας από πλευράς Κατώτερου Δικαστηρίου κατά την έκδοση του Διατάγματος (δίχως κιόλας να συντρέχουν οι προς τούτο νομοθετικές και συνταγματικές απαιτήσεις).
Απορρίπτω την ως άνω θέση του Αιτητή.
Το ίδιο συμβαίνει και με όλες τις έτερες θέσεις του Αιτητή - ως καταγράφονται στην παράγραφο 13(η) και (θ) της Ένορκης Δήλωσης - οι οποίες άπτονται γενικότερα τού υπό συζήτησιν θέματος, όπως η απουσία στάθμισης των δικαιωμάτων του Αιτητή με εκείνα άλλων προσώπων που θα μπορούσαν πιθανώς να επηρεαστούν από την έκδοση του Διατάγματος (και την αποκάλυψη των δικών τους τηλεπικοινωνιακών δεδομένων), αλλά και των δικαιωμάτων του Αιτητή συναρτώμενων προς τις προβλέψεις των Άρθρων 15 και 17 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας (στον βαθμό που η θεματική αυτή είναι αρμόζον να τυγχάνει εντρύφησης σε τούτο το στάδιο).
Υπό παρόμοια οπτική, αντικρίζονται ως στερημένες κατάλληλου μαρτυριακού υποβάθρου και οι (εκ των πραγμάτων πλέον) εικασίες που προωθήθηκαν εκ πλευράς Αιτητή - με έρεισμα και όσα συμπεριλαμβάνονται στην παράγραφο 13(στ) και (ζ) - για ύπαρξη αλλότριων κινήτρων ή και τακτικισμών της Αστυνομίας στην παρουσίαση της υπόθεσης ώστε να ενταχθεί εντός των προνοιών του Άρθρου 17.2 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και να συνδεθεί με το αδίκημα/αδικήματα διαφθοράς και να συμπλεύσει έτσι με τις περί ων ο λόγος συνταγματικές πρόνοιες οι οποίες προβλέπουν για τη δυνατότητα έκδοσης τέτοιων διαταγμάτων όπου διερευνώνται «. (ε) αδικήματα διαφθοράς για τα οποία προβλέπεται, σε περίπτωση καταδίκης, ποινή φυλάκισης 5 ετών και άνω».
Απορρίπτω όλες τις θέσεις του Αιτητή για τη νομιμότητα του Διατάγματος.
Έρχομαι στα περί έκδοσης του Διατάγματος και στο παράπονο του Αιτητή (ως τούτο διατυπώνεται και στις παραγράφους 13(δ) και (ε) της Ένορκης Δήλωσης), πως το Κατώτερο Δικαστήριο, πράττοντας τοιουτοτρόπως «. ενήργησε μηχανιστικά . χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Νόμου για έκδοση του προσβαλλόμενου εντάλματος .».
Δεν συμφωνώ.
Το Κατώτερο Δικαστήριο, με βάση το επίδικο πρακτικό/απόφαση (βλ. Τεκμήριο ΣΤ), εμφανίζεται να αποφάνθηκε για την έκδοση του Διατάγματος, μελετώντας την Αίτηση Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων, τη συνοδευτική ένορκη δήλωση και το εκεί συνημμένο Παράρτημα Α, ικανοποιούμενο τελικώς «. ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του Νόμου για την έκδοση του εν λόγω διατάγματος».
Η ένορκη δήλωση που συνόδευσε την Αίτηση Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων (και έχει τη δική του σημασία αυτό), απάρτισε (ως συνάγεται) - και δεν υπήρξε εξάλλου αντίθετη θέση από τον Αιτητή - αλληλένδετο, αναπόσπαστο και ενσωματωμένο μέρος του Διατάγματος (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Κ., ΠΕ 45/20, ημ. 1.7.21 [Ολομέλεια]).
Με άλλα λόγια, το τι κατέγραψε το Κατώτερο Δικαστήριο ως αιτιολογία για έκδοση του Διατάγματος, δεν ήταν τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από το ότι στη βάση όσων τέθηκαν ενώπιον του ικανοποιήθηκε, διά δικού του αυτόνομου και ανεξάρτητου λογισμού, πως υπήρχε εύλογη υποψία ή πιθανότητα ο ύποπτος να διέπραξε το υπό διερεύνησιν αδίκημα και ότι οι αναφερόμενες ιδιωτικές τηλεπικοινωνίες συνδέονταν ή και ήσαν αρκούντως συναφείς με το διερευνώμενο ποινικό αδίκημα, αλλά και για το ότι η έκδοση του Διατάγματος ήταν προς το συμφέρον της δικαιοσύνης (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση της Εταιρείας ΟΠΑΠ Κύπρου Λτδ, ΠΕ 133/18, ημ. 17.12.18).
Δεν υφίσταται ιδιαίτερη λογική - και το εκφράζω αυτό με κάθε σεβασμό - στο να υποστηρίζεται πως αν το Κατώτερο Δικαστήριο μετέφερε αυτολεξεί στην απόφαση του ημερομηνίας 12.8.21/Τεκμήριο ΣΤ το περιεχόμενο των εφαρμοζόμενων νομοθετικών διατάξεων, τούτο θα συνέθετε μια πιο αποδεκτή, πειστική ή και αρμόζουσα αποτύπωση της δικαστικής σκέψης και αιτιολογίας.
Η αφορώσα προβληματική συνιστά θέμα ουσίας και όχι τύπου.
Άπτεται της δυναμικής τής δικαστικής αιτιολογίας και όχι της μηχανιστικής (κατά την ορολογία του Αιτητή), επανάληψης των απαιτούμενων κατά τη νομοθεσία.
Καμία αναφορά στον Νόμο 92(Ι)/96 - μήτε και στη σχετική νομολογία - επιβάλλει, ως μεθοδολογία, τα όσα ο Αιτητής ισχυρίζεται πως όφειλε να πράξει και δεν έπραξε το Κατώτερο Δικαστήριο (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Gillie, Πολ. Αίτ. 126/21, ημ. 28.6.21, ECLI:CY:AD:2021:D280).
Απορρίπτω όλους τους σχετικούς ισχυρισμούς του Αιτητή.
Περνώ στα του εντάλματος σύλληψης (βλ. Τεκμήριο Γ) και στα όσα αναπτύχθηκαν στην παράγραφο 14 της ΄Ένορκης Δήλωσης.
Το ένταλμα σύλληψης δεν επισυνάφθηκε στην Ένορκη Δήλωση ως πιστό αντίγραφο.
Τούτο, κατά παράβασιν του Κανονισμού 3(2) του Περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικού Κανονισμού 2018, που ορίζει πως «. πρέπει να επισυνάπτονται ως τεκμήρια πιστά αντίγραφα των προσβαλλόμενων αποφάσεων, διαταγμάτων ή πράξεων».
Η προϋπόθεση αυτή - και αυτό ίσχυε νομολογιακώς με την ίδια ένταση πολύ πριν από τη θέσπιση του υπό αναφοράν κανονιστικού πλαισίου - είναι εξόχως σημαίνουσα και καθοριστική.
Το θέμα δεν είναι αυστηρώς τυπικό.
Απεναντίας, συνθέτει ζήτημα λογικής και νομικής τάξης.
Ως τέτοιο λοιπόν, ταξινομείται ως ουσιαστικό και ουσιώδες, αφού αφορά και στην ίδια τη βασιμότητα του αιτήματος (πόσω μάλλον όταν καθάπτεται, όπως εδώ, πράξεων που σκοπείται να ακυρωθούν). Η τάξη τούτη ανατρέπεται όταν ζητείται από το Ανώτατο Δικαστήριο να αποφασίσει επί αντιγράφων (όπως το Τεκμήριο Γ), πιθανολογώντας με αυτόν τον τρόπο απαραδέκτως περί της έκδοσης και του περιεχόμενου τού αφορώντος εντάλματος (βλ. Blue Ribbon Shipping Limited και Άλλων ν Αιμιλιανού και Άλλου, ΠΕ 108/18, ημ. 16.5.19, ECLI:CY:AD:2019:A187, Αναφορικά με την Αίτηση των Νικολάου και Κωνσταντίνου, Πολ. Αιτ. 6/21, ημ. 18.1.21, ECLI:CY:AD:2021:D10).
Kατ' ακολουθίαν, όσα σχετίζονται ευθέως προς το ένταλμα σύλληψης/Τεκμήριο Γ (κατά τις θέσεις του Αιτητή), απορρίπτονται.
Μια υποσημείωση.
Ακόμη και αν ήθελεν επικρατήσει διάφορη δικαστική άποψη για το υπό ανάλυσιν θέμα (του πιστοποιημένου αντιγράφου), υπογραμμίζω πως - βάσει του ίδιου σκεπτικού που παρέθεσα εν σχέσει προς το Διάταγμα και την αιτιολογία από μέρους του Κατώτερου Δικαστηρίου - το τελευταίο ενάσκησε (ως παρουσιάζεται στο Τεκμήριο Γ), προσήκουσα κρίση, την οποία ο Αιτητής απέτυχε να κατατάξει ως ισοδυναμούσα προς «. προφανές νομικό σφάλμα (error of law on the face of the record) .», ή σε οιανδήποτε άλλη κατηγορία από εκείνες που προβάλλει στην Αίτηση.
Παρεμπιπτόντως, η τοποθέτηση του κ. Μυλωνά περί ελλιπούς ή και πάσχοντος δικαστικού πρακτικού επί του εντάλματος σύλληψης (Τεκμήριο Γ) - διότι φερ' ειπείν απουσιάζει σε αυτό η υπογραφή ή μονογραφή του Δικαστή που το εξέδωσε (δίπλα σε κάποιες χειρόγραφες προσθέσεις) - συγκροτούν συνιστώσες που δεν μπορούν να έχουν, εδώ, ξεχωριστή βαρύτητα, μια που ιδωμένες στο σύνολο τους, δεν καταδείχθηκε πώς ισοδυναμούν με πασιφανή πλάνη, νομικό σφάλμα, ή ουσιώδη αντικανονικότητα στη διαδικασία που ακολούθησε το Κατώτερο Δικαστήριο (βλ. Prime International Alliance Inc v Erin Resources SA και Άλλων (2014) 1(Α) ΑΑΔ 55, ECLI:CY:AD:2014:A10, 65, Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολ. Αίτ. 62/21, ημ. 20.4.21, ECLI:CY:AD:2021:D162).
Ο Αιτητής απέτυχε να καταδείξει εκ πρώτης όψεως υπόθεση (ή συζητήσιμη υπόθεση), για όσα επιδιώκει με την Αίτηση.
Δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για έγκριση του αιτήματος.
Η Αίτηση απορρίπτεται.
Ν. Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
/κβπ