ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:D370
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 234/2020)
2 Αυγούστου, 2021
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ JCC PAYMENTS SYSTEMS LTD ΓΙΑ THN ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ ΗΜΕΡ. 6/11/2020 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΑΡ. 379/2020 ΚΑΙ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΚΑΘ΄ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ 1-30 (ΣΥΜΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΗΣ ΤΗΣ JCC PAYMENTS SYSTEMS LTD (ΚΑΘ΄ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ 30), ΚΑΤΟΠΙΝ ΑΙΤΗΣΗΣ ΧΩΡΙΣ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ, ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 45 ΚΑΙ 46 ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΑΡΕΜΠΟΔΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟ ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΝΟΜΩΝ ΤΟΥ 2007 ΕΩΣ 2019 (Ν. 188(Ι)/2007).
_ _ _ _ _ _
Π. Πολυβίου με Π. Μακρίδη, για Χρυσαφίνη και Πολυβίου
ΔΕΠΕ, για τους Αιτητές.
Μ. Μασούρα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του
Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η
Αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Μετά από σχετική άδεια οι αιτητές καταχώρησαν την παρούσα αίτηση, με την οποία αξιώνουν την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, με σκοπό την ακύρωση του διατάγματος αποκάλυψης, ημερομηνίας 6.11.2020, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που εκδόθηκε στα πλαίσια της Αίτησης Αρ. 379/2020. Στα πλαίσια της αίτησης για άδεια διατάχθηκε και η αναστολή της ισχύος του επίδικου διατάγματος.
Σημειώνεται ότι το επίδικο διάταγμα στρεφόταν και εναντίον αριθμού τραπεζών, οι οποίες επίσης καταχώρησαν ανάλογες αιτήσεις με σκοπό την ακύρωσή του.
Η άδεια δόθηκε αναφορικά με τους πιο κάτω λόγους:
(1) Παραπλάνηση του κατώτερου Δικαστηρίου και μη αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων κατά την έκδοση του διατάγματος.
(2) Έλλειψη και υπέρβαση δικαιοδοσίας, αλλά και νομικό σφάλμα εμφανές από τα πρακτικά, καθότι το διάταγμα αποκάλυψης εκδόθηκε προς υποβοήθηση ποινικών ερευνών για ανύπαρκτο ποινικό αδίκημα.
(3) Έλλειψη και υπέρβαση δικαιοδοσίας, αλλά και νομικό σφάλμα εμφανές από τα πρακτικά, καθότι το κατώτερο Δικαστήριο ενήργησε μηχανικά.
Καταχωρήθηκε ένσταση εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, με την οποία υπεραμύνθηκε της ορθότητας της απόφασης για έκδοση του επίδικου διατάγματος. Η ένσταση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του Υπαστυνόμου Αζά που είχε προβεί και στην ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αρχικής αίτησης.
Η νομική βάση επί της οποίας στηρίζετο η αίτηση για την έκδοση του επίδικου διατάγματος είναι τα άρθρα 45 και 46 του περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμων του 2007 έως 2013 (Ν.188(Ι)/2007), τα οποία προνοούν τα εξής:
«45. (1) Άνευ επηρεασμού των διατάξεων άλλων Νόμων, σε σχέση με τη λήψη πληροφοριών ή εγγράφων κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής ανακρίσεων για το ενδεχόμενο διάπραξης αδικημάτων, για σκοπούς ανάλυσης χρηματοοικονομικών συναλλαγών ή έρευνας σχετικά με τη διάπραξη καθορισμένων αδικημάτων ή σχετικά με έρευνα για διακρίβωση εσόδων ή μέσων, περιλαμβανομένου του εντοπισμού άλλων συναφών περιουσιακών στοιχείων για σκοπό δέσμευσης και/ή δήμευσης, το δικαστήριο δύναται κατόπιν μονομερούς αίτησης του ανακριτή της υπόθεσης να εκδώσει διάταγμα αποκάλυψης σύμφωνα με τις πρόνοιες του παρόντος Μέρους.
(2) Για σκοπούς του παρόντος άρθρου έρευνα περιλαμβάνει και έρευνα που διεξάγεται στο εξωτερικό και ανακριτής της υπόθεσης σε σχέση με έρευνα που διεξάγεται στο εξωτερικό περιλαμβάνει οποιοδήποτε ανακριτή δυνάμει του σχετικού νόμου της Δημοκρατίας ο οποίος συνεργάζεται με τον ανακριτή της υπόθεσης.
(3) Πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται διάταγμα αποκάλυψης δυνάμει του άρθρου 46 έχει υποχρέωση να γνωστοποιεί πάραυτα στον ανακριτή και οποιαδήποτε μεταγενέστερη αλλαγή στις πληροφορίες που έχουν ήδη παρασχεθεί δυνάμει του άρθρου αυτού και/ή οποιεσδήποτε μεταγενέστερες πληροφορίες που αφορούν το αντικείμενο του διατάγματος αποκάλυψης.
Προϋποθέσεις για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης
46. (1) Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου υποβάλλεται αίτηση για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης δύναται, αν πεισθεί ότι συντρέχουν οι αναφερόμενες στο εδάφιο (2) προϋποθέσεις, να εκδώσει διάταγμα το οποίο καλείται διάταγμα αποκάλυψης, απευθυνόμενο προς το πρόσωπο το οποίο, κατά την άποψή του, έχει στην κατοχή του την πληροφορία που αναφέρεται στην αίτηση με το οποίο καλεί το εν λόγω πρόσωπο όπως αποκαλύψει ή παραδώσει την πληροφορία στον ανακριτή ή/και σε άλλο κατονομαζόμενο στο διάταγμα πρόσωπο μέσα σε επτά ημέρες ή μέσα σε άλλη μεγαλύτερη ή μικρότερη προθεσμία την οποία ήθελε ορίσει το δικαστήριο στο διάταγμα αν ήθελε κρίνει αυτό υπό τις περιστάσεις σκόπιμο.
(2) Οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) είναι οι ακόλουθες -
(α) (i) Η ύπαρξη εύλογης υποψίας ότι συγκεκριμένο πρόσωπο διέπραξε ή έχει ωφεληθεί από τη διάπραξη καθορισμένου αδικήματος, ή η ύπαρξη χρηματοοικονομικής συναλλαγής η οποία δημιουργεί εύλογη υποψία ότι πρόσωπο ενέχεται σε αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ή ότι η συναλλαγή ενδέχεται να σχετίζεται με τέτοια αδικήματα˙
(ii) [Διαγράφηκε]˙
(β) η ύπαρξη εύλογης υποψίας ότι η εν λόγω πληροφορία είτε μόνη της είτε σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία ενδέχεται να είναι ουσιαστικής σημασίας στις έρευνες για τις οποίες έχει υποβληθεί η αίτηση για αποκάλυψη˙
(γ) το ότι η πληροφορία δεν εμπίπτει στην κατηγορία των προνομιούχων πληροφοριών˙
(δ) η ύπαρξη εύλογης αιτίας ότι είναι προς το δημόσιο συμφέρον να παρασχεθεί ή να αποκαλυφθεί η πληροφορία, λαμβανομένου υπόψη-
(i) του οφέλους το οποίο ενδέχεται να προκύψει για την έρευνα από την αποκάλυψη ή παροχή της εν λόγω πληροφορίας˙ και
(ii) των συνθηκών κατοχής της εν λόγω πληροφορίας από τον κάτοχό της.
(3) Το διάταγμα αποκάλυψης-
(α) Εκδίδεται και σε σχέση με πληροφορία που βρίσκεται στην κατοχή κρατικού λειτουργού˙
(β) εφαρμόζεται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε νομική ή άλλη διάταξη δυνάμει της οποίας δημιουργείται υποχρέωση για τήρηση μυστικότητας ή επιβάλλονται οποιοιδήποτε περιορισμοί στην αποκάλυψη πληροφορίας˙
(γ) δεν παρέχει δικαίωμα αποκάλυψης ή παράδοσης πληροφοριών οι οποίες είναι προνομιούχες˙
(δ) επιδίδεται μόνον στο πρόσωπο το οποίο έχει στην κατοχή του την πληροφορία που αναφέρεται στην αίτηση.»
Στην υπόθεση Edritio Ltd κ.ά., Πολ. Έφεση Αρ. 363/2012, ημερομηνίας 3.7.2015, ECLI:CY:AD:2015:D477, συνοψίστηκαν οι προϋποθέσεις έκδοσης διαταγμάτων αποκάλυψης, δυνάμει της πιο πάνω νομοθετικής διάταξης, ως ακολούθως:
«Η έκδοση διατάγματος αυτής της μορφής, ήτοι διατάγματος αποκάλυψης πληροφοριών κατ΄ ακολουθία των προαναφερθέντων άρθρων 45 και 46 του Νόμου, δεν αποτελεί μια μηχανιστική διαδικασία. Το Δικαστήριο, σύμφωνα με τον ίδιο το Νόμο, θα πρέπει να πεισθεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 46(2) προκειμένου να ασκήσει την εξουσία του για παροχή του διατάγματος. Ως πρώτη προϋπόθεση καταγράφεται η κατάδειξη ύπαρξης εύλογης υποψίας διάπραξης καθορισμένου αδικήματος από συγκεκριμένο πρόσωπο. Περαιτέρω, σύμφωνα με το εδάφιο (δ) του άρθρου 46, θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί η ύπαρξη εύλογης αιτίας ότι είναι προς το δημόσιο συμφέρον να παρασχεθεί ή να αποκαλυφθεί η πληροφορία. Εύλογη αιτία που συνδέεται, σύμφωνα με την υποπαράγραφο (i) του εν λόγω εδαφίου, με την αντιστάθμιση του οφέλους το οποίο ενδέχεται να προκύψει για την έρευνα από την αποκάλυψη ή παροχή της εν λόγω πληροφορίας αλλά, κατ΄ ακολουθία της υποπαραγράφου (ii), και των συνθηκών κατοχής της εν λόγω πληροφορίας από τον κάτοχό της.Θεωρώ ότι θα πρέπει να προηγηθεί η εξέταση του δεύτερου λόγου για τον οποίο δόθηκε άδεια, καθότι, τυχόν επιτυχία του είναι καθοριστική για την πορεία της αίτησης.»
Η κατάδειξη ύπαρξης εύλογης υποψίας διάπραξης καθορισμένου αδικήματος από συγκεκριμένο πρόσωπο είναι το πρώτο που εξετάζεται. Προς τούτο θα πρέπει, στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει μία τέτοια αίτηση, να προβάλλονται τα υπό διερεύνηση αδικήματα και τα στοιχεία που έχουν περιέλθει στην αντίληψη της Αστυνομίας σχετικά με τη διάπραξή τους. Εν προκειμένω, οι αιτητές προβάλλουν ότι δεν αποκαλύπτεται ποινικό αδίκημα το οποίο θα μπορούσε να διερευνηθεί σε σχέση με συναλλαγές που έλαβαν χώρα κατά την «κλειστή περίοδο» που καλύπτει το επίδικο διάταγμα. Η Αστυνομία στηριζόταν μόνο σε παραβάσεις της σχετικής εγκυκλίου της Κεντρικής Τράπεζας, κάτι που δε δημιουργεί ποινικό αδίκημα. Το κατώτερο Δικαστήριο, κατά την εισήγηση, ενήργησε υπό νομική πλάνη και χωρίς δικαιοδοσία και αρμοδιότητα όταν εξέδιδε το επίδικο διάταγμα, αφού δεν υπήρχε η απαραίτητη διασύνδεση με ποινικό αδίκημα.
Το πρώτο ερώτημα, συνεπώς, που θα πρέπει να απαντηθεί είναι κατά πόσο από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου αποκαλύπτονται αδικήματα, η διερεύνηση των οποίων απαιτούσε την έκδοση του επίδικου διατάγματος αποκάλυψης.
Στην ένορκη δήλωση του Υπαστυνόμου Αζά, η οποία συνόδευε την αίτηση για έκδοση του επίδικου διατάγματος, αναφέρονται τα υπό διερεύνηση αδικήματα, ως ακολούθως:
«(1) Ο περί εργασιών πιστωτικών ιδρυμάτων Νόμος 66(1)/1997 άρθρα 2, 30, 41 και 43.
(2) Ο περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμος 138(Ι)/02 άρθρα 2, 6, 48 και 65.
(3) Ο περί της επιβολής περιοριστικών μέτρων στις συναλλαγές Νόμος 12(1)/13 άρθρα 4, 5 και 7.
(4) Ο περί της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Ποινικοποίηση της Διαφθοράς Νόμος 23(ΙΙΙ)/2000 άρθρα 2, 3, 4, 7, 8 και 14.
(5) Ο περί Πρόληψης Διαφθοράς Νόμος (ΚΕΦ. 161) άρθρα 2, 3, 4 και 5.
(6) Ο περί του ποινικού κώδικα Νόμος Κεφ. 154 άρθρα 133 - Δόλος και κατάχρηση εμπιστοσύνης από δημόσιο λειτουργό.
(7) Ο περί του ποινικού κώδικα Νόμος Κεφ. 154 άρθρα 105 - Κατάχρηση εξουσίας.
(8) Ο περί του ποινικού κώδικα Νόμος Κεφ. 135(1)(3) - Παραβίαση υπηρεσιακού απορρήτου και αποκάλυψη κρατικού απορρήτου.
(9) Ο περί του ποινικού κώδικα Νόμος Κεφ. 154 άρθρο 302 - Συνομωσία για καταδολίευση.
(10) Ο περί αθέμιτης κτήσης περιουσιακού οφέλους από αξιωματούχους και λειτουργού του δημοσίου Νόμος 51(1)/04 άρθρα (2) (3) και (4).
(11) Αδικήματα Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες κατά παράβαση των Άρθρων 4 και 5, του Περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες δραστηριότητες Νόμος 188(1)/2007 όπως τροποποιήθηκε μέχρι σήμερα.»
Οι συνήγοροι των δύο πλευρών επικεντρώθηκαν στα αδικήματα που προνοούνται στις παραγράφους 1 και 2, πιο πάνω, και σ΄ αυτά θα επικεντρωθεί η εξέταση της παρούσας αίτησης.
Το εν λόγω διάταγμα, το οποίο είχε εκδοθεί εναντίον των αιτητών και άλλων τραπεζικών οργανισμών, τους διέτασσε να αποκαλύψουν έγγραφα και στοιχεία που αφορούσαν την «κλειστή περίοδο» μεταξύ 16.3.2013 - 27.3.2013, κατά την οποία τα εποπτευόμενα από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ιδρύματα παρέμειναν κλειστά και απαγορεύτηκε η διενέργεια συναλλαγών.
Η αίτηση συνοδευόταν από μακροσκελή ένορκη δήλωση του Υπαστυνόμου Αζά. Σ΄ αυτήν αναφέρεται πως, μετά από την απόφαση του Eurogroup στις 15.3.2013, ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας αποφάσισε, μεταξύ άλλων, την προσωρινή αναστολή των συστημάτων πληρωμών και συναλλαγών που διατηρούσαν τα τραπεζικά ιδρύματα. Προς τούτο, απέστειλε στα τραπεζικά ιδρύματα, την 16.3.2013, επιστολή, Τεκμήριο 3, καλώντας τους σε πιστή εφαρμογή και συμμόρφωση προς την απόφαση προς προστασία του δημοσίου συμφέροντος για τη διασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος. Στις 28.3.2013 οι τράπεζες επαναλειτούργησαν με περιοριστικά μέτρα, δυνάμει διατάγματος του Υπουργού Οικονομικών, με βάση τον περί της Επιβολής Περιοριστικών Μέτρων στις Συναλλαγές σε Περίπτωση Έκτακτης Ανάγκης Νόμο του 2013 (Ν.12(Ι)/2013).
Σημειώνεται, επίσης, ότι παρατηρήθηκαν εκροές καταθέσεων από το Φεβρουάριο του 2013, μετά από δημοσιεύματα του εγχώριου και διεθνή τύπου, με ειδική αναφορά σε άρθρα των Financial Times. Υπήρξε μείωση καταθέσεων και διαπιστώθηκαν εκροές κεφαλαίων μεταξύ 8.3.2013 και 15.3.2013 και θεωρήθηκε ότι οι συναλλαγές έγιναν μετά τις 15.3.2013, φέροντας όμως προηγούμενη ημερομηνία, σε μία προσπάθεια των Τραπεζών να μεταφέρουν κεφάλαια εκτός Κύπρου, κατά παράβαση της απόφασης της 16.3.2013 και των οδηγιών της Κεντρικής Τράπεζας, γνωστές ως «backdated» συναλλαγές.
Από το σύνολο του όρκου είναι προφανές ότι η όλη υπόθεση στηρίζεται στην παράβαση της εγκυκλίου του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας, ημερομηνίας 16.3.2013. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να εξεταστεί πρώτα, κατά πόσο η παράβασή της εγκυκλίου συνιστά ποινικό αδίκημα. Σημειώνεται ότι η εν λόγω εγκύκλιος δε δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και, σύμφωνα με τους αιτητές, ουδέποτε τους κοινοποιήθηκε, ενώ στην ένορκη δήλωση Αζά αναφέρεται ότι «πιθανόν να μην απεστάλη» στους αιτητές.
Για σκοπούς εξέτασης του εγειρόμενου θέματος, παρατίθεται το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής:
«Θέμα: Λήψη μέτρων δυνάμει των περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμων του 2002 έως 2007
Ενεργώντας με βάση -
(α) τις διαλαμβανόμενες στις παραγράφους (ε) και (ζ) του εδαφίου (2) του άρθρου 6 των περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμων αρμοδιότητες της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου αναφορικά με τη διασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος και τη ρύθμιση της ομαλής λειτουργίας των συστημάτων πληρωμών, εκκαθάρισης ή και διακανονισμού συναλλαγών, και
(β) την εξουσία που της παραχωρεί το εδάφιο (3) του άρθρου 48 των αυτών Νόμων περί της έκδοσης αποφάσεων αναφορικά με την αναστολή λειτουργίας των συστημάτων πληρωμών, εκκαθάρισης ή και διακανονισμού συναλλαγών,
η Κεντρική Τράπεζα δια της παρούσης -
α) απαγορεύει προσωρινά και μέχρι νεωτέρας, την εισαγωγή, είτε από ιδρύματα υποκείμενα στην εποπτεία της Κεντρικής Τράπεζας ή και άλλον τρόπο, εντολών πληρωμής ή μεταφοράς κεφαλαίων σε οιοδήποτε σύστημα πληρωμών, εκκαθάρισης ή και διακανονισμού συναλλαγών που λειτουργεί εντός ή εκτός της Δημοκρατίας, συμπεριλαμβανομένων εντολών εντός του ιδίου πιστωτικού ιδρύματος (intra-bank transactions),
β) αναστέλλει προσωρινά, και μέχρι νεωτέρας, το διακανονισμό εντολών που έχουν ήδη εισαχθεί προς εκτέλεση σε οιοδήποτε σύστημα πληρωμών, εκκαθάρισης ή και διακανονισμού συναλλαγών που λειτουργεί εντός ή εκτός της Δημοκρατίας, συμπεριλαμβανομένων εντολών εντός του ιδίου πιστωτικού ιδρύματος (intra-bank transactions).
Τα ως άνω μέτρα ισχύουν από την κοινοποίηση της παρούσας επιστολής στους παραλήπτες της.
Το άρθρο 48(3) του περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου, Ν.138(Ι)/2002, επί του οποίου στηρίζει την εξουσία του ο Διοικητής για την αποστολή της επιστολής προνοεί τα ακόλουθα:
«48.-(3) Η Τράπεζα δύναται να αναστέλλει τη λειτουργία οποιουδήποτε συστήματος πληρωμών, εκκαθάρισης ή και διακανονισμού συναλλαγών ή να τερματίζει τη συμμετοχή οποιουδήποτε μέλους σε οποιοδήποτε σύστημα πληρωμών, εκκαθάρισης ή και διακανονισμού συναλλαγών που βρίσκεται υπό την επίβλεψη της, με επιστολή προς τα μέλη του συστήματος υπό όρους που καθορίζονται από την ίδια και περιέχονται στη σχετική επιστολή.
Νοείται ότι, η σχετική απόφαση της Τράπεζας δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.»
Στο εδάφιο (4) του ιδίου άρθρου προνοείται η εξουσία της Τράπεζας να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο σε περίπτωση παράβασης συμμόρφωσης με οποιοδήποτε όρο λειτουργίας του συστήματος αυτού.[1]
Οι καθ΄ ων η αίτηση επικαλούνται το άρθρο 65 του ιδίου Νόμου, προς υποστήριξη των θέσεων τους περί ύπαρξης ποινικού αδικήματος, το οποίο αναφέρει τα εξής:
«65. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις, οι οποίες περιλαμβάνουν ειδική προς τούτο πρόβλεψη και στην έκταση που δεν προβλέπεται αποκλειστική αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να επιβάλλει κυρώσεις, όποιος παραβαίνει οποιαδήποτε από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου είναι ένοχος αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του τιμωρείται με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες λίρες και εάν το αδίκημα συνεχίζεται, με περαιτέρω χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες για κάθε ημέρα για την οποία συνεχίζεται η παράβαση.»
Στην υπόθεση Συρίμη ν. Παγκυπριακή Χρηματοδοτική Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2010) 1 ΑΑΔ 1331 εξετάστηκε το ζήτημα της παράβασης των εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας από εμπορικές τράπεζες, σε συνάρτηση με τις συμβατικές υποχρεώσεις των τραπεζών με τους πελάτες τους, όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:
«.οι Εγκύκλιοι της Κεντρικής Τράπεζας αποσκοπούσαν στο να παράσχουν υποδείξεις προς τις Τράπεζες και άλλους οργανισμούς που υπόκεινται στον έλεγχο της, για τον καλύτερο τρόπο χειρισμού διαφόρων θεμάτων ώστε οι ενέργειες τους να συνάδουν με την ευρύτερη δημοσιοοικονομική πολιτική της Κεντρικής Τράπεζας και του κράτους. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τυχόν παραβίαση της θα οδηγούσε αυτόματα σε ακύρωση οποιασδήποτε συμβατικής πράξης που προκύπτει ως αποτέλεσμα τυχόν παραβάσεως της Εγκυκλίου. Τέτοιου είδους παραβάσεις, αποτελούν εσωτερικό θέμα μεταξύ της Κεντρικής Τράπεζας και των Εμπορικών Τραπεζών και συχνά επιβάλλονται διοικητικές κυρώσεις στις Τράπεζες από την Κεντρική Τράπεζα, για παραβιάσεις όρων των Εγκυκλίων. Αν το περιεχόμενο της Εγκυκλίου σκοπούσε να θέσει ρητή απαγόρευση, αυτό θα μπορούσε να συμβεί με νομοθετική ρύθμιση.»
Εν προκειμένω, ο πυρήνας των όσων επικαλείται ο κ. Αζάς στην ένορκη του δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης για την έκδοση του επίδικου διατάγματος και με τον τρόπο που προωθήθηκε η υπόθεση των καθ΄ ων η αίτηση, είναι πως υπήρξε εκ μέρους των αιτητών και των άλλων τραπεζικών ιδρυμάτων παράβαση της εγκυκλίου του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας. Το άρθρο 48(3) ουσιαστικά παραχωρεί εξουσία στην Κεντρική Τράπεζα να προβαίνει στα μέτρα που αναφέρονται σ΄ αυτό στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της, ως αυτές καθορίζονται στο άρθρο 6 του Νόμου. Σε περίπτωση δε που δεν υπάρχει συμμόρφωση με την εγκύκλιο, τότε προβλέπεται επιβολή διοικητικού προστίμου. Το άρθρο 65 ποινικοποιεί την παράβαση οποιασδήποτε διάταξης του Νόμου και όχι την παράβαση οποιασδήποτε εγκυκλίου ή οδηγίας της Κεντρικής Τράπεζας. Το εν λόγω άρθρο θα μπορούσε να ενεργοποιηθεί σε περίπτωση που υπήρχε στο Νόμο ρητή απαγόρευση της παραβίασης της απόφασης της Κεντρικής Τράπεζας.
Οι καθ' ων η αίτηση παραπέμπουν, επίσης, στο άρθρο 43 του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, Ν.66(1)/1997, ως ίσχυε κατά την επίδικη περίοδο, προς υποστήριξη των θέσεών τους. Το άρθρο αυτό προνοεί ότι «η παράβαση οποιασδήποτε από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδομένων Κανονισμών ή οδηγιών της Κεντρικής Τράπεζας, εκτός από τις διατάξεις των άρθρων που αναφέρονται στο εδάφιο (2), συνιστά αδίκημα τιμωρούμενο με.».
Ούτε αυτή η νομοθετική διάταξη εφαρμόζεται στα υπό κρίση γεγονότα. Δεν έχει καταδειχθεί οποιαδήποτε παράβαση του εν λόγω Νόμου, ούτε βέβαια η παράβαση της εγκυκλίου που εκδόθηκε δυνάμει του περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου μπορεί να θεωρηθεί παράβαση του εν λόγω Νόμου.
Ο Διοικητής στην επιστολή του επικαλείτο συγκεκριμένες διατάξεις του Νόμου 138(Ι)/2002 και θεωρώ ότι δεν θα μπορούσαν να εφαρμοστούν κυρώσεις που προνοούνται σε άλλο Νόμο σε περίπτωση παράβασης της Εγκυκλίου.
Ενόψει των πιο πάνω, είναι σαφές ότι δεν διαπιστώνεται ύπαρξη ποινικού αδικήματος στη βάση του οποίου θα έπρεπε να εξεταστούν οι υπόλοιπες προϋποθέσεις του Ν.188(Ι)/2007. Το κατώτερο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με αυτό το θέμα και δεν διαπίστωσε κατά πόσο υπήρχε αδίκημα που θα του έδιδε τη δυνατότητα να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια για έκδοση ή μη του αιτούμενου διατάγματος. Ως εκ τούτου, ενήργησε καθ΄ υπέρβαση εξουσίας και το εκδοθέν διάταγμα είναι έκθετο σε ακύρωση, χωρίς να απαιτείται η εξέταση οποιουδήποτε άλλου θέματος.
Η αίτηση επιτυγχάνει. Εκδίδεται προνομιακό ένταλμα Certiorari, με το οποίο το επίδικο διάταγμα ακυρώνεται. Τα έξοδα της αίτησης, καθώς και της αίτησης για άδεια, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ των αιτητών και εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση.
Κ. Σταματίου,
Δ.
/ΧΤΘ
[1] «(4)(α) Σε περίπτωση, κατά την οποία διαπιστώνεται ότι μέλος ή διαχειριστής συστήματος πληρωμών, εκκαθάρισης ή και διακανονισμού συναλλαγών που βρίσκεται υπό την επίβλεψη της Τράπεζας παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιοδήποτε όρο λειτουργίας του συστήματος αυτού, η Τράπεζα έχει εξουσία να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο, το οποίο δεν υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες λίρες (ΛΚ100.000), ανάλογα με τη σοβαρότητα της παράβασης.
(β) Σε περίπτωση δεύτερης παράβασης η Τράπεζα δύναται, ανάλογα με τη σοβαρότητα της παράβασης, να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο το οποίο δεν υπερβαίνει τις διακόσιες χιλιάδες λίρες (ΛΚ200.000).
(γ) Σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής του κατά το παρόν άρθρο επιβαλλόμενου από την Τράπεζα διοικητικού προστίμου, η Τράπεζα λαμβάνει δικαστικά μέτρα και εισπράττει το οφειλόμενο ποσό ως αστικό χρέος οφειλόμενο προς τη Δημοκρατία.»