ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
In re Charalambos Th Argyrides (1987) 1 CLR 23
Τζεννάρο Περρέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 ΑΑΔ 692
Tράπεζα Kύπρου Λτδ (Aρ. 6) (1997) 1 ΑΑΔ 1639
Tράπεζα Kύπρου Λτδ (1999) 1 ΑΑΔ 1010
Fastact Developments Ltd και ’λλοι (2002) 1 ΑΑΔ 543
Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 ΑΑΔ 464
Starport Nominees Ltd και ’λλη (Aρ. 1) (2010) 1 ΑΑΔ 1271
Αποστόλου Μάριος και άλλη ν. Ροδούλας Ιωάννου και άλλου (2012) 1 ΑΑΔ 604
Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1 ΑΑΔ 878
ΝΕΔΑ Ν. ΜΟΥΣΤΕΡΗ κ.α., Πολιτική Αίτηση Αρ. 150/2017, 24/10/2017, ECLI:CY:AD:2017:D367
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΜΙΤΕΛΑ , Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 43/2019, 2/4/2019, ECLI:CY:AD:2019:A121
Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2021:D361
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 162/2021)
2 Αυγούστου, 2021
[ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ xxx NIKITOVIC, ΕΚ ΣΕΡΒΙΑΣ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΑΤΑΓΗ ΚΑΙ/Ή ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ (ΧΡ. ΦΙΛΙΠΠΟΥ, Π.Ε.Δ.) ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 23.07.2021 ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ 1814/2021 ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΜΟΝΟΜΕΡΟΥΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 20.7.2021 ΤΩΝ SEBASTAR D.O.O. ΚΑΙ HARAMALK D.O.O. ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΡΒΙΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΟΔΗΓΙΕΣ Ή/ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΓΗ Ή/ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ (ΧΡ. ΦΙΛΙΠΠΟΥ, Π.Ε.Δ.) ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 23.7.2021 ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΔΙΑΤΑΧΘΗΚΕ ΟΠΩΣ ΤΟ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΟΡΙΣΤΕΙ ΕΠΙΣΤΡΕΠΤΕΟ/ΓΙΑ ΕΠΙΔΟΣΗ ΤΗΝ 4.8.2021.
Μ. Σωφρονίου για B. LAZIC & CO LLC, για τον Αιτητή.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(EX-TEMPORE)
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Με την παρούσα Αίτηση αξιώνονται οι πιο κάτω θεραπείες:
«Α. ’δεια του Δικαστηρίου για την καταχώρηση αίτησης με κλήση για την έκδοση ακυρωτικού προνομιακού εντάλματος φύσεως Certiorari για παραπομπή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς ακύρωση της διαταγής ή/και του προσωρινού διατάγματος ημερομηνίας 23.7.2021 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Χρ. Φιλίππου, Π.Ε.Δ.) (το Προσωρινό Διάταγμα) που εκδόθηκε στα πλαίσια της αγωγής υπ' αριθμό 1814/2021 (η Αγωγή) στη βάση της μονομερούς αίτησης ημερομηνίας 20.7.2021 των SEBASTAR D.O.O. και HAMARALK D.O.O., από τη Σερβία και τις οδηγίες ή/και τη διαταγή ή/και απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Χρ. Φιλίππου, Π.Ε.Δ.) ημερομηνίας 23.7.2021 στα πλαίσια της Αγωγής με την οποία διατάχθηκε όπως το Προσωρινό Διάταγμα οριστεί επιστρεπτέο/για επίδοση στις 4.8.2021.
Β. Διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάσσει την αναστολή της ισχύος του Προσωρινού Διατάγματος μέχρι την τελική εκδίκαση της αίτησης του Αιτητή για την έκδοση προνομιακού εντάλματος φύσεως Certiorari για παραπομπή του Προσωρινού Διατάγματος ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς ακύρωση του Προσωρινού Διατάγματος ή/και μέχρι νεότερων οδηγιών από το Δικαστήριο.
Γ. Διαζευκτικά με τα Α και Β ανωτέρω, άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώριση αίτησης με κλήση για την έκδοση ακυρωτικού προνομιακού εντάλματος φύσεως Certiorari για παραπομπή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς ακύρωση του διατακτικού υπό σημείο 2 του Προσωρινού Διατάγματος που εκδόθηκε στα πλαίσια της Αγωγής στη βάση της μονομερούς αίτησης ημερομηνίας 20.7.2021 και των SEBASTAR D.O.O. και HAMARALK D.O.O., από τη Σερβία και τις οδηγίες ή/και τη διαταγή ή/και απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Χρ. Φιλίππου, Π.Ε.Δ.) ημερομηνίας 23.7.2021 στα πλαίσια της Αγωγής με την οποία διατάχθηκε όπως το Προσωρινό Διάταγμα οριστεί επιστρεπτέο/για επίδοση στις 4.8.2021.
Δ. Διαζευκτικά με τα Α και Β ανωτέρω, διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάσσει την αναστολή της ισχύος του διατακτικού υπό σημείο 2 του Προσωρινού Διατάγματος μέχρι την τελική εκδίκαση της αίτησης του Αιτητή για την έκδοση προνομιακού εντάλματος φύσεως Certiorari για παραπομπή του Προσωρινού Διατάγματος ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς ακύρωση του Προσωρινού Διατάγματος ή/και μέχρι νεότερων οδηγιών από το Δικαστήριο.
Ε. Διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάσσει την αναστολή κάθε διαδικασίας στο Ε.Δ. Λευκωσίας αναφορικά με την Αγωγή μέχρι την τελική εκδίκαση της αίτησης του Αιτητή για την έκδοση προνομιακού εντάλματος φύσεως Certiorari για παραπομπή του Προσωρινού Διατάγματος ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς ακύρωση του Προσωρινού Διατάγματος ή/και μέχρι νεότερων οδηγιών από το Δικαστήριο.
Στ. ’δεια για μεταφορά του φακέλου της Αγωγής στο Ανώτατο Δικαστήριο με σκοπό την εξέταση της αίτησης Certiorari.
Ζ. Οποιαδήποτε άλλη θεραπεία ή/και οδηγίες θεωρεί το Σεβαστό Δικαστήριο ως εύλογη ή/και δίκαια υπό τις περιστάσεις.
Η. Έξοδα και ΦΠΑ.»
Το ιστορικό της υπόθεσης προκύπτει από την Έκθεση και την ένορκη δήλωση που συνοδεύουν την Αίτηση. Ο Αιτητής είναι ο Εναγόμενος 2 στην Αγωγή υπ' αρ. 1814/2021 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.
Στο πλαίσιο της εν λόγω Αγωγής, η οποία καταχωρήθηκε με Γενικά Οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα από τους SEBASTAR D.O.O. και HARAMALK D.O.O., από τη Σερβία, εναντίον τριών Εναγομένων, εκδόθηκαν, μετά από μονομερή Αίτηση, προσωρινά Διατάγματα εναντίον του Αιτητή και των Εναγομένων 1 και 3.
Για τους σκοπούς της παρούσας, αυτό που ενδιαφέρει είναι το Διάταγμα που εξεδόθη εναντίον του Αιτητή, το οποίο προνοούσε για αποκάλυψη μέσω καταχώρησης σχετικής ένορκης δήλωσης στο Ε.Δ. Λευκωσίας, εντός δέκα ημερολογιακών ημερών από την επίδοση του εν λόγω Διατάγματος σε αυτόν:
«(α) όλα τα έγγραφα (συμπεριλαμβανομένων συμφωνιών, πληρεξουσίων ή οποιωνδήποτε άλλων εγγράφων) τα οποία υπογράφηκαν από τον Καθ' ου η Αίτηση 2 από τις 26.1.2021 μέχρι την ημέρα της ένορκης αποκάλυψης επισυνάπτοντας όλα τα σχετικά έγγραφα.
(β) όλη την αλληλογραφία που παραλήφθηκε ή στάληκε από τον Καθ' ου η Αίτηση 2 από τις 26.1.2021 μέχρι την ημέρα της ένορκης αποκάλυψης εκ μέρους ή/και για λογαριασμό ή/και σχετικά με την Καθ' ης η Αίτηση 1, επισυνάπτοντας όλα τα σχετικά έγγραφα.
(γ) όλες και όποιες συναλλαγές έλαβαν χώρα από την Καθ' ης η Αίτηση 1, με πλήρεις λεπτομέρειες αναφορικά με τις εν λόγω συναλλαγές, συμπεριλαμβανομένων ημερομηνιών, αντισυμβαλλόμενους, ποσό και τη φύση της συναλλαγής, επισυνάπτοντας όλα τα σχετικά έγγραφα.»
Τα Διατάγματα ορίστηκαν επιστρεπτέα και/ή για επίδοση στις 4/8/2021.
Στις 23/7/2021, μετά από μονομερή Αίτηση, εκδόθηκε Διάταγμα που επέτρεπε την επίδοση εκτός δικαιοδοσίας για υποκατάστατη επίδοση των προσωρινών Διαταγμάτων και άλλων σχετικών δικαστικών εγγράφων.
Την ίδια ημέρα και συγκεκριμένα περί ώρα 4:50:38 π.μ. GMT, οι δικηγόροι των Εναγόντων διαβίβασαν μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προς τον Αιτητή και στον Εναγόμενο 3 τα σχετικά δικαστικά έγγραφα. Στο ηλεκτρονικό μήνυμα αναφέρετο ότι τα προσωρινά Διατάγματα έχουν οριστεί επιστρεπτέα στις 4/8/2021 η ώρα 10:00 π.μ., ημερομηνία κατά την οποία ο Αιτητής θα μπορούσε να εμφανιστεί στο Δικαστήριο και να δείξει λόγο γιατί το Διάταγμα να μην συνεχίσει να ισχύει.
Αποτελεί θέση του Αιτητή ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ορίζοντας το Διάταγμα επιστρεπτέο σε ημερομηνία μεταγενέστερη της επιβληθείσας υποχρέωσης προς αποκάλυψη προσωπικών στοιχείων, αποστέρησε στον Αιτητή τη δυνατότητα να ακουστεί και να ενστεί στο δεύτερο διατακτικό του προσωρινού Διατάγματος, ημερ. 23/7/2021, καθότι η προθεσμία που δόθηκε έληγε στις 2/8/2021 ενώ το προσωρινό Διάταγμα ορίστηκε για επίδοση και είναι επιστρεπτέο στις 4/8/2021.
Περαιτέρω, ο τρόπος με τον οποίο ενήργησε το Δικαστήριο, διατάσσοντας τον Αιτητή να προβεί σε συγκεκριμένες ενέργειες εντός 10 ημερολογιακών ημερών από την επίδοση του Διατάγματος, παραβιάζει τα δικαιώματα του και είναι αντίθετο με τον Κανονισμό για την Προστασία των Φυσικών Προσώπων έναντι της Επεξεργασίας των Προσωπικών Δεδομένων.
Με βάση τη νομολογία ο Αιτητής εισηγείται ότι υπάρχει καταφανής κατάχρηση διαδικασίας του Δικαστηρίου και συζητήσιμο θέμα, καθότι παραβιάζονται οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και περαιτέρω, το ’ρθρο 9(3) του Κεφ. 6, εφόσον διαφαίνεται ότι δόθηκε χρόνος για επίδοση του Διατάγματος πέραν από το ευλόγως επιτρεπτό.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Αιτητών προώθησε τους προαναφερθέντες Λόγους με γραπτή αγόρευση, αλλά και δια ζώσης σήμερα, κατά την επ' ακροατηρίω συζήτηση της Αίτησης, με παραπομπή και σε σχετική νομολογία.
Έχω διεξέλθει με την επιβαλλόμενη προσοχή την προσβαλλόμενη Απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου, καθώς επίσης και ό,τι οι Αιτητές μέσω των συνηγόρων τους έχουν θέσει ενώπιον μου, συμπεριλαμβανομένων και των επιχειρημάτων που αναπτύχθηκαν τόσο γραπτώς, όσο και δια ζώσης.
Να υπενθυμίσω καταρχάς ότι, σύμφωνα με πάγια και διαχρονική νομολογία, το Ανώτατο Δικαστήριο μπορεί να ασκήσει θετικά τη διακριτική του ευχέρεια για χορήγηση άδειας της εξεταζόμενης φύσεως, όπου αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και διαφαίνεται από το πρακτικό του κατώτερου Δικαστηρίου έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη νομική πλάνη, δόλος, προκατάληψη και μη τήρηση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης[1].
Ειδικότερα σε σχέση με τη μη τήρηση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης, σε σωρεία αποφάσεων έχει τονιστεί ότι η μη παροχή στον επηρεαζόμενο της ευκαιρίας να ακουστεί, όταν από τη φύση της διαδικασίας του αναγνωρίζεται το δικαίωμα αυτό, αποτελεί κλασσική περίπτωση παράβασης των αρχών φυσικής δικαιοσύνης (In re Panaretou (1972) 1 C.L.R. 165, In re Antonios Mouskos (1977) 1 C.L.R. 100 και In re Loucis P. Loucaides Ltd (1986) 1 C.L.R. 154, 158).
Στην Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41 αναφέρθηκε από το Εφετείο ότι:
«Για την χορήγηση άδειας ο αιτητής πρέπει να ικανοποιήσει το Ανώτατο Δικαστήριο ότι έχει "εκ πρώτης όψεως" υπόθεση και/ή ότι υπάρχει "συζητήσι΅ο ζήτη΅α", στην έννοια που δόθηκε στις φράσεις αυτές στις Αγγλικές υποθέσεις Sidnell v. Wilson [1966] 1 All E.R. 681 και Land Securities v. Metropolitan Police [1983] 2 All E.R. 254, 258, οι οποίες υιοθετήθηκαν στην υπόθεση In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250. Η πλάνη περί το νό΅ο πρέπει να είναι έκδηλη στο πρακτικό. Το πρακτικό είναι η ελεγχό΅ενη απόφαση και το πρακτικό του Δικαστηρίου χωρίς προσθήκες ή ενόρκους ο΅ολογίες - (Rex v. Nat Bell Liquors Ltd. [1922] 2 A.C. 128, στη σελ. 159, Baldwin & Francis v. Patent Appeal Tribunal [1959] 2 All E.R. 433, In re Argyrides (1987) 1 C.L.R. 23). Πλάνη νό΅ου, (error of law), όπως ειπώθηκε στην υπόθεση R. v. Preston Appeal Tribunal [1975] 2 All E.R. 807, στη σελ. 810 από τον Λόρδο Denning MR., περιλα΅βάνει εσφαλ΅ένη ερ΅ηνεία νό΅ου, ή εσφαλ΅ένη εφαρ΅ογή του νό΅ου στα γεγονότα της υπόθεσης.»
Όπως αναφέρεται στη νομολογία, τυχόν λανθασμένη ερμηνεία νόμου ή λανθασμένη αντίληψη του Δικαστηρίου δεν ελέγχεται με προνομιακό ένταλμα Certiorari, αλλά ελέγχεται ως προς την ορθότητα της με το ένδικο μέσο της έφεσης[2]. Και τούτο, διότι η έκδοση προνομιακού εντάλματος δεν στοχεύει στον έλεγχο της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης αλλά στη νομιμότητα της απόφασης.
Συνιστά πάγια γραμμή της νομολογίας ότι, ακόμη και στις περιπτώσεις εντοπισμού εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπόθεσης, τέτοια άδεια δεν χορηγείται όταν προβλέπεται άλλο υπαλλακτικό ένδικο μέσο ή θεραπεία και ειδικά έφεση, εκτός και εάν καταδειχθούν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις για παρέκκλιση από τον Κανόνα[3] εφόσον η εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου να εκδίδει προνομιακά εντάλματα αφορά σε κατάλοιπο εξουσίας και δεν αποσκοπεί στο να αντικαταστήσει τη διαδικασία της έφεσης[4] και ούτε στοχεύει στον έλεγχο της πρωτόδικης απόφασης αλλά στη νομιμότητα της απόφασης[5].
Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Μιτέλα, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 43/2019, ημερ. 2/4/2019, ECLI:CY:AD:2019:A121, «η έκδοση προνομιακών ενταλμάτων δεν λειτουργεί ως υποκατάστατο της έφεσης ή άλλων ένδικων μέσων, ούτε είναι λόγος ενεργοποίησης της εφεδρείας της δικαιοδοσίας αυτής του Ανωτάτου Δικαστηρίου ο τυχόν σημαντικός χρόνος που απαιτείται για διεκπεραίωση εναλλακτικών διαδικασιών, συμπεριλαμβανομένης της έφεσης».
Δεν έχω διαπιστώσει να αμφισβητείται για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας ότι ορθά εκδόθηκε το Διάταγμα Αποκάλυψης, ούτε επιχειρείται, όπως διαπιστώνεται, η ακύρωση του για το λόγο ότι αυτό δεν εκδόθηκε σωστά. Ειδικότερα δεν προβάλλεται ότι αυτό εξεδόθη χωρίς να υφίσταται ο δικαιοδοτικός όρος του κατεπείγοντος ως διαλαμβάνεται στο ’ρθρο 9(1) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 9[6] και στην ερμηνευτική αυτού νομολογία[7].
Εκείνο που προβάλλεται και είναι η ουσία της υπό κρίση Αίτησης, είναι ότι δεν δόθηκε στον Αιτητή η δυνατότητα να ακουστεί πριν την ημερομηνία συμμόρφωσης. Όπως συγκεκριμένα υποστηρίχθηκε στο πλαίσιο σύντομου γραπτού Υπομνήματος που ο Αιτητής, κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου, καταχώρησε μέσω των συνηγόρων του, υπάρχει συζητήσιμο θέμα και, ενδεχομένως, παραβίαση φυσικής δικαιοσύνης αφού με το δεύτερο Διάταγμα (Διάταγμα αποκάλυψης), το οποίο είναι προστακτικής φύσεως, ο Αιτητής πρέπει να συμμορφωθεί μέχρι τις 2/8/2021 χωρίς να έχει τη δυνατότητα στις 4/8/2021, που είναι επιστρεπτέο, να δείξει λόγο γιατί να μην συνεχίσει να ισχύει, όπως μπορεί να το πράξει με τα υπόλοιπα Διατάγματα ημερ. 23/7/2021.
Παρόμοιο ζήτημα με το υπό εξέταση έχει εξεταστεί στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Μπίτζιος, Πολιτική Αίτηση Aρ. 81/2020, ημερ. 30/7/2020, αν και εκεί τα διατάγματα αποκάλυψης που είχαν εκδοθεί αφορούσαν σε επικουρικής φύσεως διατάγματα τα οποία εκδίδονται για σκοπούς αστυνόμευσης (policing) διαταγμάτων παγοποίησης. Όπως, συναφώς, αναφέρθηκε, Διατάγματα Αποκάλυψης μπορούν να εκδίδονται μονομερώς εκεί όπου κρίνεται ότι με αυτό τον τρόπο εξυπηρετείται το συμφέρον της δικαιοσύνης, στη βάση των δεδομένων της συγκεκριμένης υπόθεσης και ανεξαρτήτως του ότι είναι προστακτικής φύσεως.
Δεν διαφεύγει, βεβαίως, της προσοχής του Δικαστηρίου ότι τα προστακτικά διατάγματα δίδονται σπάνια, με φειδώ και με εξαιρετική περίσκεψη, αλλά, όπως αναφέρεται και στο Σύγγραμμα του David Bean, Injunctions, 8η Έκδοση, σελ. 35-37, η έκδοση τους δεν αποκλείεται όταν υπάρχει ή θεωρείται από το Δικαστήριο ότι υπάρχει επείγον θέμα προς εξέταση ή όπου η φύση των πραγμάτων είναι τέτοια που ενδεχομένως η μη έκδοση τους να επηρεάσει ανεπανόρθωτα την όλη πορεία της διαφοράς. (Αναφορικά με την Αίτηση των Starport Nominees Ltd κ.ά. (Αρ.1) (2010) 1 Α.Α.Δ. 1271). Όπως συναφώς επισημαίνεται και στο Σύγγραμμα Διατάγματα (Injunctions) των Ερωτοκρίτου & Αρτέμη (2016), σελίδες 92-93, «προστακτικά ή παρεμπίπτοντα διατάγματα συνήθως εκδίδονται όταν υπάρχουν ειδικές περιστάσεις ή για να υποβοηθήσουν την ορθή απονομή της δικαιοσύνης ή ως επικουρικά του έργου του δικαστηρίου για να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα άλλου διατάγματος ή απόφαση του δικαστηρίου».
Όπως εν προκειμένω συνάγεται, το Επαρχιακό Δικαστήριο έκρινε, στη βάση των δεδομένων που είχε ενώπιον του, ορθή την έκδοση των προαναφερθέντων συγκεκριμένων προστακτικών Διαταγμάτων.
Ένεκα δε της ίδιας της φύσεως τέτοιων διαταγμάτων, υπάρχει το ενδεχόμενο εναγόμενος να αναγκαστεί σε συμμόρφωση και αργότερα τα υπόλοιπα προσωρινά διατάγματα ή και το διάταγμα αποκάλυψης να ακυρωθούν. Από τη σχετική δε νομολογία εκείνο που προκύπτει είναι πως μπορεί να υπάρξει υποχρέωση συμμόρφωσης με διάταγμα αποκάλυψης, προτού ακόμα εξεταστεί η αίτηση για ακύρωση των εκδοθέντων μονομερώς προσωρινών διαταγμάτων (Αναφορικά με την Αίτηση του Μπίτζιος, ανωτέρω).
Στην προκείμενη περίπτωση δεν τίθεται θέμα έλλειψης εξουσίας του κατώτερου Δικαστηρίου στην έκδοση των εν λόγω Διαταγμάτων Αποκάλυψης, αλλά άσκηση διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Ο Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ενώπιον του οποίου τέθηκε η Αίτηση, η οποία, όπως διαφαίνεται από το συνταχθέν Διάταγμα ημερ. 23/7/2021, συνοδευόταν από σχετική Ένορκη Δήλωση, η οποία Αίτηση και Ένορκη Δήλωση για άγνωστο λόγο δεν κρίθηκε απαραίτητο από τον Αιτητή να τις επισυνάψει στην υπό κρίση Αίτηση, εξέδωσε τα υπό αναφορά Διατάγματα μονομερώς, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια. Εφόσον δε η έκδοση τέτοιων Διαταγμάτων επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του κατώτερου Δικαστηρίου, δεν μπορεί να λεχθεί ότι το Διάταγμα εκδόθηκε είτε καθ' υπέρβαση εξουσίας, είτε κατά παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης [Αναφορικά με την Αίτηση των Starport Nominees Ltd κ.ά. (Αρ.1) (ανωτέρω)].
Μπορεί πιθανόν το κατώτερο Δικαστήριο να ενήργησε λανθασμένα, αλλά αυτό δεν ισοδυναμεί με υπέρβαση εξουσίας ή δικαιοδοσίας. Σε περίπτωση δε που η διακριτική ευχέρεια του κατώτερου Δικαστηρίου ασκήθηκε λανθασμένα, το ζήτημα αυτό εκφεύγει του ελέγχου του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προνομιακή του δικαιοδοσία.
Όσον αφορά το ’ρθρο 9(3) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6[8], το οποίο επικαλέστηκε ο Αιτητής, επισημαίνεται ότι περιορίζει χρονικά την ισχύ του διατάγματος που εκδίδεται σε μονομερή αίτηση και καθορίζει τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται μετά την έκδοσή του. Τούτο παραμένει σε ισχύ για χρόνο όχι μακρύτερο από όσο είναι αναγκαίος για την επίδοση ειδοποίησής του στον επηρεαζόμενο και την παροχή της δυνατότητας σε αυτό να εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου για να ενστεί. Διάταγμα που προβλέπει ισχύ μακρύτερη από όση περιοριστικά ο νομοθέτης έθεσε με το εδάφιο (3) δεν είναι έγκυρο. Επιπλέον, είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι ο καθορισμός του χρόνου που είναι «αναγκαίος», ώστε να δοθεί ο λόγος και στην άλλη πλευρά, γίνεται στη βάση των στοιχείων της κάθε περίπτωσης με αναφορά στο πόσο σύντομα μπορεί να γίνει η επίδοση και πόσο σύντομα μπορεί η άλλη πλευρά να εμφανιστεί και να ενστεί.
Σχετική είναι η ακόλουθη περικοπή από την υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1999) 1 Α.Α.Δ. 1010[9], όπου η Ολομέλεια αναλύοντας το ’ρθρο 9(3) ανωτέρω, ανέφερε τα εξής:
«Το έργο του δικαστηρίου αναφορικά με τον καθορισμό του χρόνου που είναι "αναγκαίος" ώστε να δοθεί ο λόγος και στην άλλη πλευρά, είναι, όπως σαφώς προκύπτει από το λεκτικό του άρθρου 9(3), διαπιστωτικό. Το διάταγμα διατηρεί την ισχύ του μόνο εφόσον δεν εκτείνεται χρονικά πέραν του διαπιστωθέντος ως αναγκαίου χρόνου. Η διαπίστωση γίνεται στη βάση των στοιχείων της κάθε περίπτωσης με αναφορά στο πόσο σύντομα μπορεί να γίνει η επίδοση και πόσο σύντομα μπορεί η άλλη πλευρά να εμφανιστεί και να ενστεί. Μια τέτοια διαπίστωση είναι βέβαια το αποτέλεσμα κρίσης. Η οποία ωστόσο εντάσσεται σε στενά όρια αφού έχει ως μόνο κριτήριο το "αναγκαίο". Η διάταξη δεν επιτρέπει τον ορισμό του διατάγματος επιστρεπτέου σε ό,τι το δικαστήριο θα θεωρούσε ως εύλογο χρόνο οπότε θα επιτρεπόταν να ληφθούν υπόψη και άλλοι παράγοντες, όπως το ενδεχομένως βαρύ δικαστικό πρόγραμμα σε συνάρτηση με το περιεχόμενο του διατάγματος.»
Στην υπόθεση Αποστόλου κ.ά v. Ιωάννου κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 604, ο ορισμός του διατάγματος σε 10 μέρες κρίθηκε ότι δεν παραβίαζε το ’ρθρο 9(3). Περαιτέρω στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου (Αρ.6) (1997) 1 Α.Α.Δ. 1639 ο ορισμός του διατάγματος σε τρείς εβδομάδες κρίθηκε ότι δεν συνιστούσε παραβίαση του ’ρθρου 9(3). Ωστόσο στην υπόθεση Fastact Developments Ltd κ.ά. (2002) 1 A.A.Δ. 543 το Δικαστήριο, αν και δεν θεώρησε ότι ο ορισμός του διατάγματος δύο εβδομάδες μετά την έκδοση του ήταν έξω από τα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, εντούτοις υπενθύμισε την πάγια επιταγή της νομολογίας για ορισμό των διαταγμάτων το συντομότερο δυνατό και όχι μετά από δύο εβδομάδες.
Στην προκείμενη περίπτωση, η μονομερής έκδοση των προσωρινών Διαταγμάτων έλαβε χώρα στις 23/7/2021 και αυτά ορίστηκαν επιστρεπτέα στις 4/8/2021, ήτοι εντός χρονικού διαστήματος 12 ημερών. Δεν θεωρώ ότι, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης και με δεδομένο ότι οι Εναγόμενοι είναι από το εξωτερικό, εξ' ου και της έκδοσης των προσωρινών Διαταγμάτων ακολούθησε, την ίδια ημέρα, η έκδοση Διατάγματος που επέτρεπε την επίδοση εκτός δικαιοδοσίας και υποκατάστατης επίδοσης των εν λόγω προσωρινών Διαταγμάτων, το χρονικό αυτό διάστημα υπερβαίνει τον προβλεπόμενο στο ’ρθρο 9(3) ως «αναγκαίο» χρόνο.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, βρίσκω ότι ο Αιτητής δεν έχει ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι υπάρχει συζητήσιμο θέμα για να δοθεί η αιτούμενη άδεια.
Ως εκ τούτου, η Αίτηση απορρίπτεται.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,
Δ.
[1] Δέστε Kωνσταντινίδη (2003) 1 A.A.Δ. 1298 και Περέλλα (Αρ.2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692.
[2] Δέστε Πέτρου Αρτέμη: Προνομιακά Εντάλματα, σελ. 127-128, Αίτηση της Νέδας Μουστερή κ.ά., Πολιτική Αίτηση Αρ. 150/2017, ημερ. 24/10/2017, ECLI:CY:AD:2017:D367, Αίτηση της Content Union S.A., Πολιτική Αίτηση Αρ. 64/2018, ημερ. 11/6/2018, ECLI:CY:AD:2018:D286 και Αίτηση Γενικού Εισαγγελέα, Πολιτική Αίτηση Αρ. 24/2020, ημερ. 10/3/2020, ECLI:CY:AD:2020:D96.
[3] Δέστε Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535 και Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 878.
[4] Δέστε Αναφορικά με την αίτηση των Junport International Limited κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 321/2017, ημερ. 2/4/2018.
[5] Δέστε, μεταξύ άλλων, Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 42, Global Consolidation Public Ltd (2006) 1 A.A.Δ. 464 και Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 A.A.Δ. 116.
[6] «9.-(1) Κάθε διάταγμα, το οποίο το Δικαστήριο έχει εξουσία να εκδόσει δύναται, όταν αποδειχθεί το κατεπείγον ή άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις, να εκδοθεί με αίτηση του ενός από τους διαδίκους χωρίς ειδοποίηση στον άλλο.»
[7] Όπως έχει αναφερθεί στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Fereos Ltd (1997) 1 Α.Α.Δ. 959, «Tο στοιχείο του κατεπείγοντος ή άλλης ιδιαίτερης περίστασης αποτελεί όρο για ύπαρξη εξουσίας προς έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος μετά από ex parte αίτηση».
[8] «(3) Κανένα διάταγ΅α το οποίο εκδόθηκε χωρίς ειδοποίηση δεν θα παρα΅ένει σε ισχύ για χρόνο ΅αγαλύτερο από τον αναγκαίο για επίδοση ειδοποίησης γι' αυτό σε όλους όσους επηρεάζονται από αυτό και για παροχή δυνατότητας σε αυτούς να ε΅φανιστούν ενώπιον του ∆ικαστηρίου και ενστούν σε αυτό· κάθε τέτοιο διάταγ΅α παύει να ισχύει, ΅ετά τη λήξη της περιόδου αυτής, εκτός αν το ∆ικαστήριο, αφού ακούσει τους διαδίκους ή οποιοδήποτε από αυτούς, διατάξει διαφορετικά· και κάθε τέτοιο διάταγ΅α τυγχάνει ΅εταχείρισης κατά την αγωγή όπως το ∆ικαστήριο κρίνει δίκαιο.»
[9] Δέστε και την υπόθεση της Ολομέλειας στην Ανθίμου (ανωτέρω), όπου λέχθηκαν τα εξής σχετικά:
«Το εδάφιο (3) του ’ρθρου 9 περιορίζει χρονικά την ισχύ του διατάγματος που εκδίδεται σε μονομερή αίτηση και καθορίζει τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται μετά την έκδοσή του. Τούτο παραμένει σε ισχύ για χρόνο όχι μακρύτερο από όσο είναι αναγκαίος για την επίδοση ειδοποίησής του στον επηρεαζόμενο και την παροχή της δυνατότητας σ' αυτό να εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου για να ενστεί. Διάταγμα που προβλέπει ισχύ μακρύτερη από όση περιοριστικά ο νομοθέτης έθεσε με το εδάφιο (3) δεν είναι έγκυρο.»