ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Α.Γιαλελής, για τον Αιτητή. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-08-12 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΦΡΑΓΚΟΥΔΗ, ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΝΤΑΛΜΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI, Πολιτική αίτηση αρ.159/21, 12/8/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:D376

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                   Πολιτική αίτηση αρ.159/21

 

12 Aυγούστου, 2021

 

[Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ XXX ΦΡΑΓΚΟΥΔΗ, ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΝΤΑΛΜΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΑΙ/Ή ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡ.19/07/2021 ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΔΩΣΕ ΟΔΗΓΙΕΣ ΕΠΙΔΟΣΗΣ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ 210/2020 ΗΜΕΡ.15/07/2021 ΑΝΤΙ ΝΑ ΕΚΔΩΣΕΙ ΜΟΝΟΜΕΡΩΣ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ ΤΕΚΜΗΡΙΟΥ

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ Ν.33/64)

------------------

Α.Γιαλελής,  για τον Αιτητή.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

x-tempore)

 

Η παρούσα έχει αντικείμενο αίτημα του ως άνω αιτητή ώστε να του δοθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης με κλήση για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari για παραπομπή και/ή μεταφορά ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου των πρακτικών και/ή του διατάγματος ημερομηνίας 19/07/2021 που εξέδωσε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στην ποινική υπόθεση 210/20 δίδοντας οδηγίες να επιδοθεί η αίτηση ημερ.15/07/2021 «αντί να εκδώσει διάταγμα επιστροφής τεκμηρίου».   

 

Τόσο στην ΄Εκθεση γεγονότων, όσο και στη στηρικτική Ένορκη Δήλωση υπάρχει ασάφεια ως προς τα γεγονότα που ενδιαφέρουν.  Αλλά και αντίφαση που δυσκολεύει το έργο του Δικαστηρίου.  Είναι ορθότερο να ξεκινήσουμε με τη νομική πτυχή που ενδιαφέρει, εν προκειμένω.

 

Αφού η διαδικασία στο Επαρχιακό Δικαστήριο αφορά διαδικασία κατακράτησης τεκμηρίων σε ποινική δίκη και/ή επιστροφή κατακρατηθέντος τεκμηρίου, στο προσκήνιο εντάσσονται πρωτίστως τα άρθ.27-34 της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ.155.

 

Στη CH & G EMPORIUM CARS LTD v. Αστυνομίας, Ποιν.εφ.70/15, 12.7.2016, ECLI:CY:AD:2016:B350 γίνεται αναφορά στα εν λόγω άρθρα αλλά και στην υπάρχουσα νομολογία, οπότε είναι σκόπιμο και επωφελές να παραθέσω ένα εκτενές απόσπασμα:

 

«Η διαδικασία για την έκδοση διαταγμάτων κατακράτησης καλύπτεται από τα άρθρα 27, 32, 32Α, 33 και 34 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφάλαιο 155 (ο Νόμος). Τα παραθέτουμε για σκοπούς ευκολότερης παρακολούθησης:

 

 27. Όταν δικαστής ικανοποιείται με ένορκη έγγραφη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει-

 

(α) οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχτηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχτηκε ή

 

(β) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος ή

 

(γ) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος, ο δικαστής δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο να εκδώσει ένταλμα (το οποίο αναφέρεται στο νόμο αυτό ως "ένταλμα έρευνας"), που εξουσιοδοτεί το πρόσωπο που κατονομάζεται σε αυτό-

 

(ι) να ερευνήσει τον τόπο αυτό προς ανεύρεση οποιουδήποτε τέτοιου πράγματος και να κατάσχει και μεταφέρει αυτό ενώπιον του Δικαστηρίου από το οποίο εκδόθηκε το ένταλμα έρευνας ή ενώπιον άλλου Δικαστηρίου για να τύχει αυτό μεταχείρισης σύμφωνα με το νόμο και

 

(ιι) να συλλάβει και να προσαγάγει ενώπιον Δικαστή τον κάτοχο της οικίας ή του τόπου όπου βρέθηκε το πράγμα ή οποιοδήποτε πρόσωπο εντός ή πέριξ της οικίας αυτής ή του τόπου το οποίο κατέχει τέτοιο πράγμα, αν ο Δικαστής κρίνει σκόπιμο να διατάξει με αυτό τον τρόπο στο ένταλμα.

 

32.-(1) Όταν, κατά την εκτέλεση εντάλματος έρευνας, κατασχεθεί οτιδήποτε και προσκομιστεί ενώπιον Δικαστή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 27, το πράγμα αυτό, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου αυτού, δύναται να κατακρατηθεί από τέτοιο πρόσωπο ως ο Δικαστής ήθελε ορίσει, λαμβανόμενης πάντοτε εύλογης φροντίδας για τη διατήρηση του μέχρι την αποπεράτωση οποιασδήποτε ποινικής διαδικασίας η οποία είναι δυνατό να διεξαχθεί σε σχέση με αυτό.

 

(2) Όταν οτιδήποτε που κατασχέθηκε δυνάμει εντάλματος έρευνας και προσκομίστηκε ενώπιον Δικαστή υπόκειται σε φθορά ή είναι επιβλαβές, το πράγμα αυτό δύναται αμέσως να διατεθεί με τέτοιο τρόπο όπως ο Δικαστής ήθελε ορίσει.

 

(3) Αν ο Δικαστής είναι της γνώμης ότι οτιδήποτε που κατασχέθηκε δυνάμει εντάλματος έρευνας δεν απαιτείται πλέον για οποιαδήποτε ποινική διαδικασία, τότε εκτός αν εξουσιοδοτείται ή υποχρεώνεται από αυτόν ή οποιοδήποτε άλλο Νόμο να διαθέσει αυτό διαφορετικά, διατάσσει-

 

(α) όπως το πράγμα ή οποιοδήποτε μέρος του επιστραφεί στο πρόσωπο το οποίο φαίνεται στο Δικαστή ότι έχει δικαίωμα σε αυτό και, αν το εν λόγω πρόσωπο είναι ο κατηγορούμενος, όπως επιστραφεί στον ίδιο ή σε τέτοιο άλλο πρόσωπο ως ο κατηγορούμενος ήθελε ορίσει ή

 

(β) όπως το πράγμα αυτό, αν ανήκει στον κατηγορούμενο, ή μέρος αυτού, χρησιμοποιηθεί για την πληρωμή οποιωνδήποτε εξόδων ή αποζημιώσεων τα οποία ο κατηγορούμενος διατάχτηκε να πληρώσει.

 

32.Α(1) Κάθε απόφαση δικαστηρίου, η οποία εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 32, υπόκειται σε έφεση.

 

(2) Έφεση δυνάμει του άρθρου αυτού ασκείται με την καταχώριση ειδοποίησης έφεσης στον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου εναντίον της απόφασης του οποίου ασκείται η έφεση εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση.

 

33. Αν κατά την έρευνα κάποιου τόπου δυνάμει εντάλματος, ο εξουσιοδοτημένος να διεξάγει την έρευνα βρει περιουσία που δεν αναφέρεται στο ένταλμα αλλά σε σχέση με την οποία υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι διαπράχτηκε ή σκοπεύεται να διαπραχτεί ποινικό αδίκημα, αυτός δύναται να κατάσχει την περιουσία αυτή και να τη μεταφέρει ενώπιον του Δικαστή που έκδωσε το ένταλμα, ο οποίος δύναται να εκδώσει τέτοιο διάταγμα αναφορικά με την κατακράτηση ή διάθεση της περιουσίας ως ήθελε φανεί σε αυτόν σκόπιμο.

 

34. Αν δυνάμει εντάλματος έρευνας, προσκομίζεται ενώπιον Δικαστή έγγραφο ή πράγμα του οποίου η χρήση ή η κατοχή είναι παράνομη, ο Δικαστής δύναται, ελλείψει κάποιας νόμιμης δικαιολογίας που θα αποδειχτεί από το πρόσωπο που το κατέχει, να προκαλέσει την κατάσχεση, παραμόρφωση, ή καταστροφή του εγγράφου αυτού ή του πράγματος ανεξάρτητα του ότι κανένα πρόσωπο δεν διώκεται σε σχέση με αυτό.»

 

 Το Ανώτατο Δικαστήριο κλήθηκε για πρώτη φορά να εξετάσει τα πλαίσια εφαρμογής των πιο πάνω άρθρων και ιδιαίτερα του άρθρου 32 στην υπόθεση Concrete Mix Ltd v. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 360. Λέχθηκαν, σχετικά, τα εξής:

 

«Το άρθρο 32 (3) του νόμου αποτελεί τμήμα των διατάξεων της ποινικής δικονομίας που διέπουν και ρυθμίζουν την κατάσχεση αντικειμένων για τους σκοπούς των αστυνομικών ανακρίσεων, και την προσαγωγή τους ως μαρτυρία σε ποινική δίκη».


Οι διατάξεις που αφορούν την κατάσχεση και κράτηση αντικειμένων (για ανακριτικούς και αποδεικτικούς σκοπούς) είναι ταξινομημένες με χρονολογική σειρά η οποία αντανακλά τα τρία ξεχωριστά στάδια που οριοθετούνται και ρυθμίζονται από το νόμο. Το άρθρο 27 διέπει την εξουσία για την κατάσχεση αντικειμένων. Αυτά μπορεί να κατασχεθούν κατά την εκτέλεση εντάλματος ερεύνης εφόσο η εξέτασή τους κρίνεται αναγκαία για τους σκοπούς της αστυνομικής έρευνας. Η κατάσχεση αντικειμένου, βάσει του άρθρ. 27, παρέχει μόνο περιορισμένο δικαίωμα κράτησης, μέχρι την παρουσίασή του, το συντομότερο δυνατό, ενώπιον του Δικαστηρίου, όπως προβλέπεται στο άρθρο 32 (1) του νόμου. Κριτής της αναγκαιότητας της περαιτέρω κράτησης του αντικειμένου για τους σκοπούς των ανακρίσεων και μελλοντικής ποινικής διαδικασίας, είναι το Δικαστήριο. Οι πρόνοιες του άρθρ. 32 (1) παρέχουν διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να διατάξει την κράτηση και φύλαξη κατασχεθέντος αντικειμένου από τις αστυνομικές Αρχές μέχρι και την αποπεράτωση ποινικής διαδικασίας η οποία ήθελε προκύψει από τις αστυνομικές έρευνες.

 

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

 

Οι διατάξεις του άρθρ. 32 (1) παρέχουν εξουσία στο Δικαστήριο να διατάξει την κράτηση και φύλαξη αντικειμένων από τις αστυνομικές Αρχές, που κατασχέθηκαν βάσει του άρθρ. 27 για καθορισμένο χρονικό διάστημα ή μέχρι την αποπεράτωση ποινικής διαδικασίας η οποία ήθελε προκύψει από τις ανακρίσεις. Η εξουσία η οποία παρέχεται από το άρθρο 32 (3) για αποδέσμευση των αντικειμένων από την αστυνομική φύλαξη, συναρτάται άμεσα με την προσαγωγή του υπόπτου στο Δικαστήριο με τη διατύπωση κατηγορίας εναντίον του. Η πρόσοψη κατηγορίας οριοθετεί το τρίτο στάδιο της διαδικασίας για την κράτηση κατασχεθέντων αντικειμένων. Το εδάφιο 3 του άρθρ. 32 του νόμου, παρέχει εξουσία για επιστροφή του αντικειμένου στον κάτοχο ή ιδιοκτήτη του, νοουμένου ότι η κράτηση και φύλαξή του δεν απαιτείται για τους σκοπούς της εγερθείσας ποινικής δίωξης.»

 

Στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Ησαϊα κ.ά. ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 669γίνεται ανασκόπηση της προηγούμενης, περιορισμένης, νομολογίας που αφορά τα υπό αναφορά άρθρα και την όλη διαδικασία κατακράτησης τεκμηρίων. Επιβεβαιώνεται ότι η διαδικασία είναι πολιτική και όχι ποινική, εφόσον δεν αποσκοπεί στην τιμωρία προσώπου για οποιοδήποτε αδίκημα. Εντοπίζεται επίσης ότι η έκδοση διατάγματος κατακράτησης δυνάμει του άρθρου 32(1) μέχρι «την αποπεράτωση της ποινικής διαδικασίας» δεν εμπεριέχει ο,τιδήποτε το μεμπτό, υπόκειται όμως στην προϋπόθεση ότι η καταχώρηση ποινικής υπόθεσης θα λάβει χώραν εντός ευλόγου χρόνου. Σε αναφορά με το ζήτημα ορισμού του διατάγματος, που εκδόθηκε μονομερώς, ως επιστρεπτέου, ώστε να δοθεί δυνατότητα στην άλλη πλευρά να ενστεί, κρίθηκε ότι το άρθρο 32 του Νόμου δεν προβλέπει για επίδοση. Αυτό όμως δεν εμποδίζει το Δικαστήριο στην κατάλληλη περίπτωση να διατάξει επίδοση της αίτησης ή μόνο του διατάγματος. Τονίζεται, τέλος, ότι τα άρθρα 27- 36 παρέχουν ευρεία διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να χειριστεί τα κατασχεθέντα αντικείμενα, ανάλογα με τα περιστατικά της υπόθεσης.

 

Στην υπό κρίση περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο χειρίστηκε την αρχική αίτηση στην απουσία της άλλης πλευράς, ως είχε εξουσία. Διέταξε όπως το εκδοθέν διάταγμα επιδοθεί εντός επτά ημερών στην Εφεσείουσα, η οποία, με την επίδοση, θα είχε την ευκαιρία, είτε να εφεσιβάλει την πρωτόδικη απόφαση σύμφωνα με το δικαίωμα που παρέχεται πλέον δυνάμει του άρθρου 32Α του Νόμου, όπως δηλαδή τροποποιήθηκε με τον τροποποιητικό νόμο 219(Ι)/2004, είτε, εάν συνέτρεχαν οι αναγκαίες προϋποθέσεις, να προσέφευγε προς αναζήτηση προνομιακού εντάλματος.

 

Αντί των πιο πάνω, η Εφεσείουσα αποτάθηκε και πάλι στο πρωτόδικο Δικαστήριο με την αίτηση ημερομηνίας 18.11.14, εδραζόμενη ουσιαστικά στο άρθρο 32(3) του Νόμου. Η αίτηση αυτή, το αποτέλεσμα της οποίας συνιστά το αντικείμενο της παρούσας έφεσης, ήταν εκ προοιμίου καταδικασμένη σε αποτυχία. Τούτο διότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις που θα νομιμοποιούσαν την Εφεσείουσα να επικαλεσθεί τις πρόνοιες του άρθρου 32(3) του Νόμου. Όπως κρίθηκε στην υπόθεση Concrete Mix (ανωτέρω), η εξουσία που παρέχεται από το πιο πάνω άρθρο για αποδέσμευση των αντικειμένων από την αστυνομική φύλαξη, συναρτάται άμεσα με την προσαγωγή του υπόπτου στο Δικαστήριο με τη διατύπωση κατηγορίας εναντίον του. Είναι δηλαδή η πρόσαψη κατηγορίας που οριοθετεί το τρίτο στάδιο της διαδικασίας για την κράτηση κατασχεθέντων αντικειμένων, όπως αυτό ρυθμίζεται από το προαναφερθέν εδάφιο 3 του άρθρου 32 του Νόμου. Όπως λέχθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην προαναφερθείσα απόφαση Concrete Mixσελίδες 367-368:

 

«Η ερμηνεία των προνοιών του άρθρ. 32 (3), η οποία υιοθετείται σ' αυτή την απόφαση, επιβάλλεται τόσο από το λεκτικό των διατάξεων του άρθρ. 32 (3), όσο και από την ταξινόμησή του στο πλαίσιο των σχετικών διατάξεων του Κεφ. 155. Η έννοια του όρου "criminal proceedings" (ποινικά μέτρα) προσδιορίζεται από τις διατάξεις του άρθρ. 2 του νόμου και περιλαμβάνει μόνο την κατηγορία ενώπιον του δικαστηρίου και τη διαδικασία που ακολουθεί. Επομένως, συναρτάται η εξουσία που παρέχεται με την πρόσοψη κατηγορίας ενώπιον του δικαστηρίου. Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται και από τις διατάξεις των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου 3 του άρθρ. 32 με την αναφορά που γίνεται στον κατηγορούμενο. Ο όρος "charged" (κατηγορείται), που απαντάται στις δυο αυτές παραγράφους του άρθρ. 32 (3), αναφέρεται αποκλειστικά σε πρόσωπο εναντίον του οποίου έχει προσαφθεί κατηγορία επί δικαστηρίω σύμφωνα με την ερμηνεία που αποδίδεται στον όρο "charge" στο άρθρο 2 του Κεφ. 155.

 

Προς την ερμηνεία του άρθρ. 32 (3) που οριοθετεί η ορολογία του, συγκλίνει και η ταξινόμηση, στο πλαίσιο του Κεφ. 155, των διατάξεων που διέπουν την κατάσχεση και κράτηση αντικειμένων για τους σκοπούς των ανακρίσεων και της δίκης - άρθρα 27, 32 (1) και 32 (3) - καθώς και η σκοπιά των προνοιών κάθε μιας από αυτές τις νομοθετικές διατάξεις. Το άρθρο 27 διέπει και καθορίζει την κατάσχεση αντικειμένων στο προκαταρκτικό στάδιο της έρευνας, το άρθρο 32 (1) την κράτηση και φύλαξή τους από τις αστυνομικές Αρχές μετά την κατάσχεσή τους, και το άρθρο 32 (3) την αποδέσμευσή τους μετά την πρόσοψη κατηγορίας επί δικαστηρίω εάν η περαιτέρω κράτησή τους δεν απαιτείται για τους σκοπούς εγερθείσας ποινικής δίωξης.»

 

Στην Πολυβίου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 61/16, 1.3.2018, ECLI:CY:AD:2018:B95 σημειώνεται πως παρά το ότι στο άρθρο 32(1) του Κεφ.155  η κατακράτηση κατασχεθέντος αντικειμένου διατάσσεται «λαμβανομένης πάντοτε υπόψη εύλογης φροντίδας για διατήρηση του μέχρι την αποπεράτωση οποιασδήποτε διαδικασίας», εντούτοις, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 32 δεν ασκείται με γνώμονα  τα μέτρα που λαμβάνονται για τη φροντίδα της διατήρησης του κατακρατούμενου αντικειμένου.

 

Και οι δύο πιο πάνω υποθέσεις αφορούσαν όχημα, όπως συμβαίνει στην κρινόμενη υπόθεση, το οποίο, ο αιτητής αναφέρει πως αγόρασε διαδικτυακά το Δεκέμβρη 2019 έναντι £43.000. Όταν πληροφορήθηκε το γεγονός της εξασφάλισης από την Αστυνομία διατάγματος κατακράτησης του εν λόγω οχήματος, ημερ. 6.3.2020 (στην Αιτ.44/20) προχώρησε στην καταχώρηση μονομερούς αίτησης, σύμφωνα με τη θέση του, υπό την ιδιότητα του καλόπιστου αγοραστή για ακύρωση του διατάγματος, η οποία ορίστηκε για ακρόαση στις 8.1.2021.

 

Δεν δίδεται άλλη πληροφορία, ενόρκως,  από τον αιτητή για την πορεία της Αιτ.44/20 από τις 8.1.2021 και εντεύθεν.  Εντούτοις, παρακάτω αναφέρει ότι το εκδοθέν στα πλαίσια της αίτησης αυτής διάταγμα κατακράτησης έληξε στις 6.9.2020 χωρίς όμως αυτό να συσχετίζεται με την πορεία της δικής του αίτησης για ακύρωση.  Στη συνέχεια, γίνεται αναφορά σε άλλη αίτηση μέσω της οποίας η Αστυνομία εξασφάλισε μονομερώς έτερο διάταγμα κατακράτησης για περίοδο 20 ημερών, του οποίου τον παραμερισμό ο αιτητής ζητεί με την παρούσα αίτηση (βλ. παρ.5 της Ενόρκου Δηλώσεως του).  Η ημερομηνία αυτού του νέου διατάγματος είναι η 11.12.2020.

 

Το παράπονο του αιτητή διατυπώνεται στη συνέχεια ως εξής:

«7. Με την έκδοση του Διατάγματος ημερ. 11/12/2020 χωρίς πρώτα να γίνει ακρόαση της αίτησης παραμερισμού του πρώτου διατάγματος στην πρώτη αίτηση με αρ. 44/2020 θίγεται το συνταγματικό μου δικαίωμα να τύχω δίκαιης δίκης σύμφωνα με το άρθρο 30.2 του Συντάγματος αφού κατά τον ουσιώδη χρόνο η Αίτηση αυτή είχε σαφή και υπαρκτό αντικείμενο το οποίο έχρηζε δικαστικής κρίσης και το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας είχε καθήκον και υποχρέωση να ακούσει την αίτηση και να αποφασίσει οριστικά επί των επίδικων θεμάτων που τέθηκαν ενώπιον του προς κρίση ήτοι, την εγκυρότητα του διατάγματος του ημερομηνίας 06/03/2020 και την μεταχείριση της περιουσίας μου. Το Δικαστήριο εκδίδοντας το επίδικο διάταγμα υπερέβη την εξουσία και/ή δικαιοδοσία του αφού δεν έπρεπε να συνεχίσει την εκδίκαση της αίτησης αφού εκκρεμούσε υπόθεση σε άλλο δικαστή για το ίδιο θέμα. Έπρεπε να παραπεμφθεί το θέμα στον αρχικό Δικαστή. Το πρώτο Διάταγμα ημερομηνίας 06/03/2020 είχε παύσει να ισχύει και η αστυνομία δεν ενήργησε νομότυπα αφού αντί να το ανανεώσει ζήτησε την περαιτέρω κράτηση του τεκμηρίου από άλλο Δικαστή κάτι το οποίο αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας.

 

8.  Είναι αρκετά ξεκάθαρο ότι η κατάχρηση αυτή "ευλογήθηκε" από το παρών (sic) Δικαστήριο αφού για δεύτερη φορά αφού δεν έχει ανανεωθεί οποιοδήποτε Διάταγμα, το Δικαστήριο αρνήθηκε να μου επιστρέφει την περιουσία μου, βοηθώντας με αυτό τον τρόπο καταχρηστικά την Αστυνομία. Οι δικηγόροι μου ενώ ζήτησαν έκδοση επιστροφής της περιουσίας μου αφού δεν υπάρχει Διάταγμα που να επιβάλλει αυτό και άρα κρατείται παράνομα, εντούτοις το Δικαστήριο αρνήθηκε. Τα πρακτικά της ημερομηνίας 19/7/2021 επισυνάπτονται Τεκμήριο 1».

 

Στο πιο πάνω απόσπασμα γίνεται τονισμός της θέσης ότι δεν υπάρχει διάταγμα για να υποδειχθεί η αντίφαση με την προηγούμενη θέση του αιτητή.  Αναφορικά δε με το τεκμ.1, τα επισυναπτόμενα πρακτικά, ημερ. 19.7.2021, πρέπει να λεχθεί ότι δεν είναι ιδιαίτερα βοηθητικά αφ΄ης στιγμής δεν επισυνάπτεται ούτε η αίτηση του αιτητή αλλά ούτε και τα σχετικά διατάγματα κατακράτησης. 

 

Προκύπτει από τις πιο πάνω θέσεις ότι τα αιτήματα είναι αλληλοσυγκρουόμενα και δεν τίθεται σαφές και πλήρες υπόβαθρο γεγονότων, ώστε να γίνει κατανοητή η θέση του αιτητή αλλά και το κυριότερο - να τεθούν ξεκάθαρα τα γεγονότα που ενδιαφέρουν - με αποτέλεσμα το όλο τοπίο να παραμένει θολό.

 

Το πλέον χαρακτηριστικό είναι πως ενώ στο παρακλητικό της αιτούμενης θεραπείας το παράπονο του αιτητή περιγράφεται στο ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο στην ποινική υπόθεση 210/20 έδωσε οδηγίες να επιδοθεί η αίτηση 15.7.2021, το Δικαστήριο αντί να εκδώσει διάταγμα επιστροφής του τεκμηρίου, στο σώμα της αίτησης του, ο αιτητής αιτείται παραμερισμό του διατάγματος κατακράτησης ημερ. 11.12.2020.  Αυτή η αντίφαση δυσχεραίνει την κατανόηση του παραπόνου του αιτητή.

 

Σημειώνω πάντως και τονίζω πως και η πραγματική βάση της αίτησης είναι εν πάση περιπτώσει πλημμελής γιατί δεν στηρίζεται από το απαιτούμενο υλικό για το οποίο γίνεται αναφορά, (όπως η αίτηση 44/20 και η αίτηση 210/20).  Η δε επισύναψη του πρακτικού ημερ. 19.7.2021, με όλο το σεβασμό, δεν είναι αρκετή.  Η αναγκαιότητα καταχώρησης των απαραίτητων εγγράφων σε διαδικασίες προνομιακών ενταλμάτων έχει νομολογιακή επίστρωση με την οποία εξηγείται ότι δεν πρόκειται για θέμα τύπου, αλλά ουσίας, (βλ. Πολ. αίτηση 117/16, Σωκράτη Ν. Χαραλαμπίδη & Υιοί Λτδ, 13.10.2016). Το αποτέλεσμα των πιο πάνω είναι βεβαίως ότι ο αιτητής δεν έχει αποσείσει το βάρος κατάδειξης συζητήσιμης υπόθεσης.  Περαιτέρω, να προσθέσω ότι, οι οδηγίες του Δικαστηρίου για επίδοση μονομερούς αίτησης, ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια που το Δικαστήριο εγγενώς έχει και ως εκ τούτου δεν θα υπόκειτο σε έλεγχο προνομιακού εντάλματος.  Δεν θα συμφωνήσω με την εισήγηση του κ. Γιαλελή ότι αφού πρόκειται για παράνομο ή ανύπαρκτο διάταγμα, αυτό δεν το αφαιρεί από το πεδίο διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.   Η παρανομία ή όχι ήταν επίδικο θέμα προς απόδειξη.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ως είχε διακριτική εξουσία έδωσε την ευκαιρία και στην άλλη πλευρά να ακουστεί. 

 

Για τους λόγους που έχω εξηγήσει η αίτηση απορρίπτεται.

 

 

                                                          Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου,

                                                                         Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο