ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:A342
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙA ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. E64/2015
20 Ιουλίου, 2021
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π., Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ZONDRVAN GROUP LTD,
Εφεσείουσας/Ενάγουσας,
- ΚΑΙ -
1. BONALBO FIDUCIARIES LTD,
2. BLUE MARTINI INTERNATIONAL LTD,
3. xxx ΛΑΡΚΟΥ,
4. xxx DEVLEDIAN,
Εφεσιβλήτων/Εναγομένων.
-----------------------------
Χρίστος Γαλανός για Μιχαλάκης Κυπριανού & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.
Μάριος Σοφοκλέους για Χαβιαράς & Φιλίππου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.
--------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την Π. Παναγή, Π.
-------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΗ, Π.: Στις 15.5.2014 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εγκρίνοντας μερικώς αίτηση της εφεσείουσας - ενάγουσας, εξέδωσε απαγορευτικό διάταγμα εναντίον του εφεσίβλητου 3 - εναγομένου 3, εμποδίζοντας τον από του να αποξενώσει ή επιβαρύνει την περιουσία του, κινητή ή ακίνητη, μέχρι το ποσό των €360.029,41, στην Κύπρο ή στο εξωτερικό (αιτητικό Β). Με το ίδιο αιτητικό ζητείτο παρόμοιας φύσης διάταγμα εναντίον του εφεσίβλητου 4 - εναγομένου 4, αίτημα το οποίο δεν εξετάστηκε μονομερώς. Το Δικαστήριο έδωσε οδηγίες όπως η αίτηση, ως προς το αίτημα αυτό και τα αιτητικά Ε, Ζ και Η, επιδοθεί στους εφεσίβλητους 3 και 4. Με το αιτητικό Ε ζητείτο η έκδοση διατάγματος με το οποίο να απαγορεύεται στον εφεσίβλητο 3 η διάθεση ή μεταφορά ποσού χρημάτων, από συγκεκριμένους τραπεζικούς λογαριασμούς. Τα αιτητικά Ζ και Η, όμοια, μεταξύ τους, ήταν επικουρικού χαρακτήρα και στρέφονταν κατά των εφεσιβλήτων 3 και 4 αντίστοιχα. Με αυτά επιδιωκόταν η έκδοση διαταγμάτων για ένορκη αποκάλυψη περιουσιακών στοιχείων τους.
Με την αγωγή, η εφεσείουσα, εταιρεία η οποία ιδρύθηκε σύμφωνα με τους νόμους και κανονισμούς του Μπελίζ, αξίωνε εναντίον των εφεσίβλητων 3, 4 και άλλων προσώπων, αποζημιώσεις, στη βάση ισχυριζόμενου αθέμιτου πλουτισμού καθώς επίσης διαφόρων άλλων διαζευκτικών αιτιών. Διαζευκτικά, ζητούσε επίσης διάταγμα για τη μεταφορά στην ίδια του ποσού των €360.029,41, το οποίο, ως ισχυριζόταν, κατείχετο για λογαριασμό της από την εφεσίβλητη 2 εταιρεία, επίσης εγγεγραμμένη στο Μπελίζ.
Ως προς τα γεγονότα που οδήγησαν στην επίδικη διαφορά, προβλήθηκε στην ένορκη δήλωση εκ μέρους της εφεσείουσας ότι ο εφεσίβλητος 3 φερόταν να είναι ο πραγματικός ιδιοκτήτης της εφεσίβλητης 2 και της εφεσίβλητης 1, εταιρείας. Και οι δύο προαναφερθείσες εταιρείες ήταν συνδεδεμένες μεταξύ τους και λειτουργούσαν κάτω από τον Όμιλο Bonalbo («ο Όμιλος»), υπό την ιδιοκτησία και υπό τον έλεγχο του εφεσίβλητου 3. Σύμφωνα με την εφεσείουσα, ο εφεσίβλητος 4 ήταν αξιωματούχος του Ομίλου και το πρόσωπο το οποίο είχε απευθείας επικοινωνία με τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο της εφεσείουσας, ονόματι Moshe.
Η εφεσείουσα είχε αποταθεί στον Όμιλο για να της δημιουργήσει τον εταιρικό σχεδιασμό της διαμέσου των εταιρειών που ανήκαν σε αυτόν. Θα χρησιμοποιούσε, επί πληρωμή, τις διοικητικές και εταιρικές υπηρεσίες του Ομίλου και του εφεσίβλητου 3, χρησιμοποιώντας λογαριασμό που ανήκε σε εταιρεία του Ομίλου ως τραπεζικό λογαριασμό της. Η τελευταία, θα κατείχε τα χρήματα στο λογαριασμό ως εμπιστευματοδόχος της εφεσείουσας. Σύμφωνα με ουσιώδη όρο της συμφωνίας εμπιστεύματος μεταξύ της εφεσείουσας και του Ομίλου, η εφεσείουσα θα χρησιμοποιούσε τα ποσά του λογαριασμού όπως η ίδια επιθυμούσε, δίδοντας σχετικές οδηγίες προς τον Όμιλο μέσω των εφεσιβλήτων 3 και 4, οι οποίες να εκτελούνταν άμεσα.
Μετά από οδηγίες που έλαβε από τον εφεσίβλητο 4, η εφεσείουσα χρησιμοποιούσε λογαριασμό που ανήκε στην εφεσίβλητη 2 («ο λογαριασμός»), στον οποίο κατατέθηκε, αρχικά, ποσό ύψους €810.000, που είχε δοθεί στην εφεσείουσα από κάποια εταιρεία Bondon Trading Ltd ("Bondon") δυνάμει μεταξύ τους συμφωνίας για αποδέσμευση της Bondon και των συνεργατών της από υποχρεώσεις τους προς την εφεσείουσα. Κατόπιν οδηγιών του Moshe, μεταφέρονταν, κατά καιρούς, διάφορα χρηματικά ποσά από τον λογαριασμό αυτό ώστε στις 3.4.2014, να παρουσιαζόταν στο λογαριασμό πιστωτικό υπόλοιπο ύψους €422.894,41. Ακολούθως, στις 17.4.2014, ο Moshe έδωσε οδηγίες στον εφεσίβλητο 4 να μεταφέρει ποσό ύψους €344.000 από το λογαριασμό στην εταιρεία Athina Online («Athina») της οποίας ο Moshe ήταν ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος. Παρόλο που ο εφεσίβλητος διαβεβαίωσε τον Moshe ότι οι οδηγίες του είχαν εκτελεστεί και στο λογαριασμό της εφεσείουσας παρέμεινε πιστωτικό υπόλοιπο ύψους €58.289,41, αυτές δεν εκτελέστηκαν. Μετά από οχλήσεις του Moshe, ο εφεσίβλητος 4 τον ενημέρωσε ότι η Τράπεζα ζητούσε να πληροφορηθεί για την προέλευση των χρημάτων και να της δοθούν τα υποστηρικτικά έγγραφα για την μεταφορά τους από την Bondon. Τόσο οι συμφωνίες που είχε συνάψει η εφεσείουσα με την Bondon, όσο και το τιμολόγιο που αφορούσε στην προαναφερόμενη μεταφορά, κατείχοντο από τον Όμιλο. Στις 28.4.2014 ο εφεσίβλητος 4 πληροφόρησε τον Moshe ότι δεν εμπλεκόταν πλέον στη διαχείριση των εταιρειών του και να απευθύνει οποιαδήποτε μελλοντική αλληλογραφία στον εφεσίβλητο 3, ο οποίος θα διαχειριζόταν προσωπικά όλα τα θέματα του.
Παρά τα συνεχή αιτήματα της εφεσείουσας προς τους εφεσίβλητους 3 και 4 να της αποστείλουν τραπεζική βεβαίωση ότι τα χρήματά της ήταν κατατεθειμένα στο λογαριασμό της εφεσίβλητης 2, και την αλληλογραφία με την τράπεζα για τα δικαιολογητικά και υποστηρικτικά έγγραφα που ζητούσε η τελευταία, δεν της δόθηκαν οποιαδήποτε στοιχεία. Ως εκ τούτου, οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι ήταν θύμα απάτης από τους εφεσίβλητους.
Οι εφεσίβλητοι 3 και 4 καταχώρισαν ένσταση στην αίτηση και το προσωρινό διάταγμα με 23 λόγους, υποστηριζόμενη από ένορκη δήλωση του εφεσίβλητου 3, στην οποία παρέθετε τη δική του εκδοχή και ισχυρισμούς. Δεν χρειάζεται να γίνει λεπτομερή αναφορά στους ισχυρισμούς των εφεσιβλήτων, αφού ό,τι τελικά απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν η θέση των εφεσιβλήτων 3 και 4 περί μη αποκάλυψης από την εφεσείουσα ουσιωδών γεγονότων, όπως τέθηκε το θέμα στις παραγράφους 22 και 24 της ένορκης δήλωσης του εφεσίβλητου 3, οι οποίες παρατίθενται στη συνέχεια (στο βαθμό που χρειάζεται για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης):
«22.Τα πραγματικά περιστατικά στα οποία η ενάγουσα δεν έχει κάνει πλήρη αποκάλυψη και τα οποία από όσα συμβουλεύομαι από τους δικηγόρους των εναγομένων και πιστεύω είναι καταλυτικά για την υπόθεση της ενάγουσας έχουν ως ακολούθως:
i. Η Athina είχε δοσοληψίες με την Red Zucchini Ventures Ltd, εταιρεία εγγεγραμμένη στο Belize συνεπεία των οποίων η Athina είχε χρεωστικό υπόλοιπο €299.308,53.
ii. Ταυτόχρονα η ενάγουσα είχε δοσοληψίες με την εναγόμενη 2 συνεπεία των οποίων η εναγόμενη 2 κατέστη χρεώστης της Athina Online NV κατά €344.000,00.
iii. Τόσον η Athina όσο και η ενάγουσα ανήκουν και/ή ελέγχονται από τον Moshe.
iv. Στις 12/5/14 μετά από σχετική διαδικασία στο Belize η Red Zucchini Ventures Ltd και η εναγόμενη 2 συγχωνεύθηκαν. Παρουσιάζω και σημειώνω ως Τεκμήριο 10 σχετικό πιστοποιητικό συγχώνευσης η οποία έγινε πριν την καταχώριση της εν τω τίτλω αγωγής.
v. Ως αποτέλεσμα της συγχώνευσης (που πραγματοποιήθηκε με απορρόφηση των εργασιών της εναγόμενης 2) το σχήμα που προέκυψε νόμιμα προέβη σε συμψηφισμό των δύο απαιτήσεων και το αποτέλεσμα είναι ότι η Athina είναι τώρα πιστωμένη με το συνολικό ποσό των €44.691,47. Το εν λόγω ποσό μπορεί να καταβληθεί στην ενάγουσα ή στην Athina άμεσα μόλις αρθούν τα περιοριστικά διατάγματα. Πέραν του ποσού των €44.691,47 παραμένει και υπόλοιπο ύψους €16.029,41 το οποίο οφείλεται από την εναγόμενη 2 προς την Ενάγουσα και το οποίο επίσης μπορεί να καταβληθεί στην ενάγουσα άμεσα μόλις αρθούν τα περιοριστικά διατάγματα.
[..]
24. . Αν το δικαστήριο γνώριζε για τη συγχώνευση των Red Zucchini Ventures Ltd και εναγόμενης 2 και αν η ενάγουσα απεκάλυπτε ότι η ενάγουσα και η Athina ανήκουν στον Moshe και ότι ο τελευταίος με αυτή την αγωγή προσπαθεί να μην πληρώσει τα όσα χρωστά η Athina αλλά να εισπράξει τα όσα οφείλονταν στην ενάγουσα χωρίς το συμψηφισμό τότε, όπως συμβουλεύομαι από τους δικηγόρους των εναγομένων, το δικαστήριο δεν θα κατέληγε ότι η ενάγουσα υπάρχει πιθανότητα να δικαιούται σε θεραπεία.»
Το Δικαστήριο σημείωσε, επίσης, ότι η προβολή γεγονότων από τους εφεσίβλητους, αντίθετων με τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας έπρεπε, λόγω και της δραστικότητας τους, να είχαν αντιμετωπιστεί από την εφεσείουσα. Ωστόσο, μετά την απόρριψη της αίτησης της για αντεξέταση του εφεσίβλητου 3, η εφεσείουσα δεν ζήτησε άδεια για την καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης. Αποδίδοντας στην εφεσείουσα μη αποκάλυψη ή/και παραπλάνηση, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα:
«Στην απουσία αιτήματος για συμπληρωματική, απαντητική προς τους εν λόγω ισχυρισμούς, ένορκη δήλωση (που θα ήταν το ορθό διάβημα υπό τας περιστάσεις), οι εν λόγω ισχυρισμοί του εναγόμενου 3, οι οποίοι άπτονται της βάσης αγωγής, δεν μπορεί παρά να γίνουν αποδεκτοί στο πλαίσιο πάντοτε των απαραιτήτων για σκοπούς της παρούσας ευρημάτων.
Καθίσταται εμφανές ότι, έχοντας αποδεχτεί για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας τους ως άνω ισχυρισμούς του εναγόμενου 3, δεδομένης επίσης της όλης εικόνας γεγονότων με αλληλοεπίδραση προσώπων και εταιρειών, αναπόφευκτα ο τρόπος με τον οποίο τίθενται τα γεγονότα εκ μέρους των αιτητών για εξασφάλιση των υπό κρίση διαταγμάτων δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί, κατά το ελάχιστο, παραπλανητικός. Επαναλαμβάνω, προς άρση οποιασδήποτε παρανόησης των ανωτέρω, ότι σε αυτό το στάδιο δεν εξετάζεται η ουσία της υπόθεσης, ούτε τα ως άνω ευρήματα μου έχουν σκοπό να αποφασίσουν την ουσία της διαφοράς. Είμαι της άποψης όμως ότι τέτοιο γεγονός (συμψηφισμός απαιτήσεων διαφόρων εταιρειών) θα έπρεπε να αποκαλυφθεί. Σημειώνω επίσης ότι, στο πλαίσιο αυτό, δεν τίθεται θέμα εξέτασης του νομικού ερείσματος τέτοιας ενέργειας αφού κάτι τέτοιο δεν είναι το ζητούμενο. Με τις αξιώσεις των εναγόντων, ως τίθενται, ένα τέτοιο γεγονός είναι σαφώς ουσιώδες ως προς τα θέματα που εξετάζονται αφού άπτεται και επηρεάζει άμεσα τη βάση αγωγής.»
(Η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου).
Συνακόλουθα, το Δικαστήριο έκρινε ότι το εκδοθέν διάταγμα ήταν ακυρώσιμο, γεγονός που επηρέαζε άμεσα και κατά ανάλογο τρόπο τα υπόλοιπα αιτούμενα διατάγματα. Πρόσθεσε δε, ότι «τα ως άνω» επηρέαζαν αρνητικά την αίτηση στην ολότητά της με αναφορά στη δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32 του Ν.14/60.
Η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης προσβάλλεται με τρεις λόγους έφεσης, αφού τέταρτος λόγος αποσύρθηκε κατά την ακρόαση. Στον πυρήνα των πρώτων δύο λόγων έφεσης είναι η ανωτέρω υπογραμμισμένη αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου για τα συνεπακόλουθα της απουσίας αιτήματος εκ μέρους της εφεσείουσας για συμπληρωματική απαντητική προς τους ισχυρισμούς του εφεσίβλητου 3 ένορκη δήλωση. Η εφεσείουσα παραπονείται ότι το Δικαστήριο δεν εξήγησε τι αποδέχτηκε από τους ισχυρισμούς που προβάλλονται στην παράγραφο 22 της ένορκης δήλωσης του εφεσίβλητου 3 και τη σημασία και τη σχέση τους με τα επίδικα ζητήματα, ενώ ταυτόχρονα εισηγείται ότι οι ισχυρισμοί του είναι παντελώς αόριστοι και ατεκμηρίωτοι. Θεωρεί, επίσης, ότι τα στοιχεία που προσκομίστηκαν στο πλαίσιο της ένορκης δήλωσης που υποστήριζε την αίτησή της, μεταξύ των οποίων και αλληλογραφία μεταξύ της ιδίας και του εφεσίβλητου 3 ή των εκπροσώπων τους, θα έπρεπε να οδηγήσουν το πρωτόδικο Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι οι ισχυρισμοί του εφεσίβλητου 3 ήταν αναληθείς. Υποστηρίζει, επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και αναιτιολόγητα έκρινε πως η ίδια όφειλε να καταχωρήσει αίτηση για άδεια καταχώρισης συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, θέση η οποία εδράζεται στην απόρριψη αίτησης της ημερομηνίας 15.9.2014 για αντεξέταση του εφεσίβλητου 3, σε σχέση, μεταξύ άλλων, με την παράγραφο 22 της ένορκης δήλωσης του. Παραπέμπει ειδικά στο ακόλουθο σκεπτικό του Δικαστηρίου στην απορριπτική του απόφαση ημερομηνίας 28.11.2014, εισηγούμενη πως η προσέγγιση του Δικαστηρίου είναι αντίθετη με αυτή που υιοθέτησε στην εκκαλούμενη απόφαση του:
«Με τα δεδομένα ως έχουν, εάν θεωρηθεί ότι στην ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης για έκδοση των προσωρινών διαταγμάτων, υφίστανται τα στοιχεία εκείνα που αποκαλύπτουν την ικανοποίηση των σχετικών προϋποθέσεων, και η αιτούμενη αντεξέταση σκοπεί στο να διαψευστεί ο ενόρκως δηλών περαιτέρω στους δικούς του ισχυρισμούς, εμφανώς τέτοια αντεξέταση θα ήταν αχρείαστη.
[..]
Ούτε ασφαλώς, δεσμεύεται το Δικαστήριο να αποδεχθεί μαρτυρία για μόνο το λόγο ότι δεν έτυχε αντεξέτασης σε συγκεκριμένα σημεία της. Διαφαίνεται ότι ενώπιον του Δικαστηρίου βρίσκεται το απαραίτητο μαρτυρικό υλικό που επέλεξαν να θέσουν οι πλευρές και που επιτρέπει στο Δικαστήριο να καταλήξει στα συμπεράσματα του σε σχέση με τα θέματα που αφορούν την κυρίως αίτηση.»
Η αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων, εκείνων δηλαδή που μπορεί να επιδράσουν στη δικαστική κρίση, συναρτάται με την καλή πίστη η οποία πρέπει να υπάρχει σε κάθε περίπτωση που επιζητείται θεραπεία σύμφωνα με το δίκαιο της επιείκειας, στην απουσία του αντιδίκου. Το κριτήριο του τι συνιστά ουσιώδες γεγονός είναι αντικειμενικό.
Όπως έχει αναφερθεί, η εξειδίκευση της μη αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων κατά τους εφεσίβλητους, εξαντλείται με την παράθεση στοιχείων στην παράγραφο 22 της ένορκης δήλωσης η οποία υποστηρίζει την ένσταση. Προσεκτική μελέτη του υλικού που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αποκαλύπτει ότι δεν πρόκειται για μη αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων κοινώς αποδεκτών από τις δύο πλευρές ή με αντικειμενικό έρεισμα, αλλά περί εντελώς διαφορετικής εκδοχής στη βάση συγχώνευσης της εφεσίβλητης 2 με την Red Zucchini Ventures Ltd και του επακόλουθου συμψηφισμού των απαιτήσεων της τελευταίας και της εφεσείουσας, η οποία δεν μπορούσε να εξεταστεί στο στάδιο της αίτησης με τη διαπίστωση σχετικών γεγονότων, κάτι που μπορεί να γίνει κατά το στάδιο της ακρόασης της ουσίας της αγωγής. Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα όφειλε να καταχωρήσει συμπληρωματική ένορκη δήλωση προς απάντηση των ισχυρισμών της παραγράφου 22, ανωτέρω, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Κουππά ν Πούλλας Τσαδιώτης Λίμιτεδ κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ.312/2010, ημερ. 17.7.2014:
«Σ' ότι δε αφορά τη δυνατότητα που παρέχεται από τη Δ.48 θ.4(2) για συμπληρωματική ένορκη δήλωση, δεν πρέπει να λησμονείται ότι η δυνατότητα αυτή παρέχεται υπό την προϋπόθεση τεκμηρίωσης «καλού λόγου» και δεν βλέπουμε πως η αντίκρουση ισχυρισμών που προβάλλονται για ακύρωση διατάγματος που χορηγήθηκε μονομερώς θα μπορούσε να τεκμηριώσει «καλό λόγο».
Υπενθυμίζουμε και την πάγια θέση της νομολογία, ότι σε διαδικασία εκδίκασης αίτησης για προσωρινό διάταγμα, το Δικαστήριο πρέπει να αποφεύγει να καταλήγει σε συμπεράσματα αναφορικά με το πραγματικό και νομικό καθεστώς της υπόθεσης, κάτι που αποφασίζεται κατά το στάδιο της δίκης (βλ. Γρηγορίου κ.ά ν Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 ΑΑΔ 248, Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263 και Μιχαηλίδης ν. Παπάκυριακου (2004) 1 ΑΑΔ 209). Πρόκειται για αρχή η οποία πρέπει να τηρείται με ευλάβεια κατά το ενδιάμεσο αυτό στάδιο. Το Δικαστήριο «όχι μόνο πρέπει να αποφεύγει να καταλήξει στα προαναφερθέντα συμπεράσματα αλλά και να μην αφήνει να αιωρείται η σκιά ότι έχει αποφασίσει την ουσία της υπόθεσης ή κάποια ουσιώδη πτυχή της», (Milton Investment Co Ltd κ. ά v Dryden Group Ltd (2014) 1 ΑΑΔ 731, ECLI:CY:AD:2014:A220).
Θεωρούμε ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν εσφαλμένη και δεν βρίσκεται σε ευθυγράμμιση με την επί του προκειμένου νομολογία. Έπεται πως οι λόγοι έφεσης 1 και 2 επιτυγχάνουν.
Υπό το φως της κατάληξής του, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε το ζήτημα της συνδρομής των προϋποθέσεων για την έκδοση των ζητούμενων με την αίτηση διαταγμάτων, θεωρώντας ότι «τα ως άνω επηρεάζουν αρνητικά την αίτηση στην ολότητα της με αναφορά στη δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32 του Ν. 14/60». Με τον 3ο και τελευταίο λόγο έφεσης, η εφεσείουσα υποστηρίζει ότι πληρούνταν όλες οι προϋποθέσεις για την έκδοση των αιτούμενων με την αίτηση προσωρινών διαταγμάτων, επιδιώκοντας ουσιαστικά την επαναφορά του ακυρωθέντος διατάγματος και την έγκριση της αίτησης ως προς τα υπόλοιπα αιτητικά της. Δεδομένης της αμφισβήτησης των ισχυρισμών της εφεσείουσας με την ένσταση των εφεσιβλήτων, αυτό συνεπάγεται κρίση αναφορικά με την ικανοποίηση των προϋποθέσεων έκδοσης των διαταγμάτων, κάτι που εν προκειμένω δεν υπάρχει πρωτοδίκως. Τίθεται δε το ερώτημα κατά πόσο η παρούσα είναι κατάλληλη περίπτωση να εξεταστεί το ζήτημα από το Εφετείο στη βάση του άρθρου 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/1960.
Οδηγός για το κατά πόσο μια τέτοια υπόθεση θα πρέπει να αποφασιστεί από το Εφετείο ή θα πρέπει να παραπεμφθεί στο πρωτόδικο Δικαστήριο είναι το συμφέρον της δικαιοσύνης. Εν προκειμένω, εξέταση από το Εφετείο των ζητημάτων για τα οποία δεν υπάρχει πρωτογενή κρίση, θα στερήσει από τους διάδικους το δικαίωμα θεώρησης των θεμάτων αυτών σε δύο στάδια. Λέχθηκε προς τούτο στην υπόθεση Μαυρονικόλα κ.ά. ν Φοινιώτη κ.ά (1997) 1 ΑΑΔ 1659:
«Αντικείμενο της έφεσης είναι η θεώρηση της ορθότητας της απόφασης η οποία εκκαλείται υπό το πρίσμα των λόγων της έφεσης. Με την έφεση καθιερώνεται δεύτερο στάδιο θεώρησης των επίδικων θεμάτων που απασχόλησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο. Γι' αυτό η έφεση έχει ως επίμετρο την επανεκδίκαση (Δ.35 θ.3 - Χριστοφίδη ν. Κοτζαναστάση, Πολ. Έφεση 8099, ημερ.30.9.1993).»
(Βλ. επίσης Trafalgar Developments Ltd κ.ά ν. Uralchem Holdings P.L.G. κ.ά, Πολ. Εφεση Αρ. 331/2017, ημερ. 21 Φεβρουαρίου 2019, ECLI:CY:AD:2019:A49).
Για τους πιο πάνω λόγους, θεωρούμε ότι το συμφέρον της δικαιοσύνης υπαγορεύει την παραπομπή της υπόθεσης στο πρωτόδικο Δικαστήριο για να αποφασίσει τα υπόλοιπα θέματα που εγείρονται.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ της εφεσείουσας, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Διατάσσεται η επανεκδίκαση της αίτησης, κατά προτεραιότητα, ενώπιον άλλου Δικαστή. Το διάταγμα που εκδόθηκε μονομερώς επαναφέρεται προς αναθεώρηση και τα υπόλοιπα αιτητικά της αίτησης παραμένουν προς εκδίκαση. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της επανεκδίκασης.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
/ΣΓεωργίου