ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:A324
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ. Ε40/2013
20 Ιουλίου, 2021
[Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Ν. ΣΑΝΤΗΣ, ΔΔ]
1. xxx BULLOCK KAI ΑΛΛΩΝ 29 ΩΣ Ο ΕΠΙΣΥΝΗΜΜΕΝΟΣ Ως ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ
Εφεσείοντες/Εναγομένοι
Αρ. 1, 3-5 και 7-15
ΚΑΙ
1. GORSOAN LIMITED
2. GAZPROMBANK OJSC
Εφεσίβλητοι /Ενάγοντες
----------------------
Aχιλλέας Δημητριάδης μαζί με Πάμπο Πογιατζή για Λέλλο Δημητριάδη και Γιώργος Χριστοδούλου και Χαρά Χαραλαμπίδου (κα) για Λ. Παπαφιλίππου & Σία ΔΕΠΕ, Για τους Εφεσείοντες
Χρυσόστομος Νικολάου μαζί με Μάγια Αθανάτου (κα) για Πατρίκιο Παύλου , Για τους Εφεσίβλητους
--------------------
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Α. Πούγιουρου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ: Στα πλαίσια της διαδικασίας της Αγωγής Αρ. 3573/2012 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού οι Ενάγοντες 1 και 2 εξασφάλισαν με μονομερή αίτηση την έκδοση διαταγμάτων εναντίον των εναγομένων 1-15 παγοποίησης των περιουσιακών τους στοιχείων ανά το παγκόσμιο καθώς και αποκάλυψης εγγράφων της περιουσίας τους.
Σ' ό,τι αφορά τους Εναγόμενους 16-30 είχαν δοθεί οδηγίες όπως τους επιδοθεί η αίτηση για τα διατάγματα τύπου Norwich Pharmacal που τους αφορούσαν. Η αίτηση αποσύρθηκε εναντίον των Εναγομένων 20-22 ενώ το εκδοθέν μονομερές διάταγμα εναντίον του Εναγομένου 2 κατέστη απόλυτο λόγω μη εμφάνισης του τελευταίου. Αποσύρθηκε επίσης η Αγωγή εναντίον του Εναγόμενου 6. Στη συνέχεια η ακρόαση της αίτησης προχώρησε σ' όσον αφορά τους υπόλοιπους εναγόμενους με την καταχώρηση γραπτών αγορεύσεων.
Με την Αγωγή τους οι Ενάγοντες ζητούσαν εναντίον των Εναγομένων 1-15 το ποσό των Δολλαρίων Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής U.S.$20.967.324 ή διαζευκτικά €16.947.384 ως αποζημιώσεις για δόλο, απάτη, συνομωσία για διάπραξη απάτης, πρόκληση ζημιάς με παράνομα μέσα, παράνομη επέμβαση κ.ά. ενώ εναντίον των Εναγομένων 16-30 διατάγματα για α) ένορκη αποκάλυψη πληροφοριών και/ή β) παράδοση εγγράφων σχετικών με τους Εναγομένους 1-15, τους συνεργούς τους περιλαμβανομένων των xxx Kotlyarenco και xxx Nosov και τους δικαιούχους, διευθυντές και αξιωματούχους των Εναγομένων 1-15 μαζί με τους συναδικοπραγήσαντες τους, πλέον τόκους.
Eξετάζοντας την αίτηση στα πλαίσια του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν. 14/60), το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού έκρινε ότι πληρούντο οι προϋποθέσεις του άρθρου ενώ το ισοζύγιο της ευχέρειας έκλινε προς τη διατήρηση του status quo, με την απόφαση του ημερομηνίας 6/3/2013 προέβη σε οριστικοποίηση των διαταγμάτων παγοποίησης και αποκάλυψης περιουσίας άνω των €10.000. Εξέδωσε δε διατάγματα τύπου Norwich Pharmacal εναντίον των Εναγομένων 16-19 και 23-27 με την επιφύλαξη ότι η υποχρέωση περιορίζετο σε έγγραφα και πληροφορίες «που ευρίσκονται στην κατοχή τους σήμερα» όπως και εναντίον του εναγόμενου 28 και των Τραπεζών δηλ. των 29 και 30.
Την πρωτόδικη κατάληξη σ' ό,τι αφορά την οριστικοποίηση των εναντίον τους εκδοθέντων μονομερώς διαταγμάτων αμφισβήτησαν οι εφεσείοντες /εναγόμενοι 1, 3-5 και 7-15 με επτά λόγους έφεσης τους οποίους υποστήριξαν μέσω των περιγραμμάτων αγόρευσης των ευπαιδεύτων δικηγόρων τους. Οι λόγοι έφεσης, οι οποίοι είναι συναφείς, στρέφονται κυρίως κατά της διαπίστωσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ικανοποιούντο οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 αλλά και κατά άλλων επί μέρους διαπιστώσεων, όπως ότι δεν υπήρξε απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων από πλευράς εφεσιβλήτων, ότι δεν αμφισβητούντο τα γεγονότα που περιλαμβάνοντο στην Ένορκη Δήλωση του Sirotkin κ.ά. Οι εφεσείοντες προβάλλουν επίσης θέμα λανθασμένης αξιολόγησης από πλευράς του Δικαστηρίου του ενώπιον του μαρτυρικού υλικού.
Κατά την προφορική τους αγόρευση οι δικηγόροι των εφεσειόντων έδωσαν έμφαση στους λόγους έφεσης 2 και 3 που βάλλουν κατά των διαπιστώσεων του Δικαστηρίου ότι η αίτηση συνήδε με τους περί Πολιτικής Δικονομίας Κανονισμούς και ότι πληρούντο οι βασικές προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Νόμου 14/60 για έκδοση παρεμπιπτόντων διαταγμάτων, αντίστοιχα.
Η εισήγηση περί παρατυπίας της αίτησης που αφορά ο λόγος έφεσης 2 υπήρξε ένας από τους λόγους ένστασης πρωτόδικα και περιορίζετο στο ότι δεν υπήρχε στην αίτηση επαρκής προσδιορισμός όπως και σαφής επίκληση των νομικών διατάξεων που αναφέροντο στα αστικά αδικήματα, προς στοιχειοθέτηση των πρώτων δύο προϋποθέσεων του άρθρου 32 του Νόμου 14/60. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά σε νομολογία (βλ. Μιχαηλίδης ν. Πουργουρίδης (2001) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1263, Αίτηση Χάρη Φεσσά (1990) 1 Α.Α.Δ. 704) αντιμετώπισε ως εξής το θέμα:
«Έχοντας υπόψη το περιεχόμενο της νομικής βάσης της αίτησης υπό το φως της νομολογίας που παρέθεσα πιο πάνω, κρίνω ότι αυτός ο λόγος ένστασης θα πρέπει να απορριφθεί. Στην αίτηση περιλαμβάνονται οι νομοθετικές πρόνοιες του ουσιαστικού και δικαιοδοτικού καθώς και δικονομικού πλαισίου που προσδίδει στο Δικαστήριο εξουσία να εκδώσει τα επίδικα διατάγματα. Λεπτομερής παράθεση των νομικών προνοιών επί των οποίων βασίζεται το αγώγιμο δικαίωμα δεν είναι απαραίτητη. Άλλωστε στα πλαίσια τέτοιου είδους αιτήσεων δεν εξετάζεται σε λεπτομέρεια το νομικό καθεστώς της αγωγής κάτι που θα γίνει από το Δικαστήριο κατά την εκδίκαση της αγωγής.»
Οι εισηγήσεις που προβάλλουν οι εφεσείοντες προς υποστήριξη του λόγου έφεσης 3, ότι δηλαδή δεν ικανοποιούντο στην παρούσα περίπτωση οι προϋποθέσεις του άρθρου 32, ιδιαίτερα εκείνων της συζητήσιμης υπόθεσης και ορατής πιθανότητας επιτυχίας, στηρίζονται ουσιαστικά σε δύο πυλώνες, οι οποίοι όμως συμπλέκονται. Ο πρώτος ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την εξέταση της αίτησης έκρινε ότι τύγχανε εφαρμογής το τεκμήριο ότι το αλλοδαπό δίκαιο είναι το ίδιο με το Κυπριακό, διαπίστωση που, κατά την εισήγηση τους, οδήγησε στην λανθασμένη εφαρμογή του Κυπριακού Δικαίου. Ο δεύτερος ότι λανθασμένα έκρινε ότι ήταν δύσκολος στο στάδιο αυτό ο καθορισμός του εφαρμοστέου δικαίου.
Ειδικότερα εισηγούνται ότι στη βάση του άρθρου 4.1 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 της Ευρωπαϊκής Βουλής και του Συμβουλίου («Ρώμη ΙΙ») (ο Κανονισμός 864/2007) και σε Αγγλική νομολογία (βλ. Erste Group Bank AG, London Branch v. JSC, ΄VMZ Red October & Ors (2015) EWCA Civ 379, 2015 WL 1 651331 και FM Capital Partners Ltd v. Marino and others (2018) EWHC 1768 (Comm) το δίκαιο που εφαρμόζετο στην παρούσα περίπτωση, που αφορά σε επίλυση εξωσυμβατικών διαφορών, είναι το δίκαιο της χώρας επέλευσης της ζημιάς, δηλαδή το Ρωσικό, εφόσον στη βάση των γεγονότων της Ένορκης Δήλωσης που συνόδευε την αίτηση, η ζημιά φέρεται να επήλθε στη Ρωσία. Η δε κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι λόγω μη προσκόμισης από πλευράς εφεσιβλήτων/εναγομένων οποιασδήποτε μαρτυρίας ως προς το Ρωσικό Δίκαιο και πώς αυτό διαφοροποιείτο από το Κυπριακό για το ζήτημα των αδικοπραξιών, τύγχανε εφαρμογής το τεκμήριο ότι ο ξένος νόμος είναι ο ίδιος με τον Κυπριακό, είναι λανθασμένη. Προς τούτο εισηγούνται ότι η αρχή που εφάρμοσε το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είναι απόλυτη ενόψει της σύγχρονης τάσης της Αγγλικής νομολογίας να θεωρεί δεδομένη την εφαρμογή του Κανονισμού 864/2007, μετά που έπαψε να ισχύει ο κανόνας της αυτόματης εφαρμογής του Αγγλικού Δικαίου να δημιουργεί τεκμήριο. Παραπέμποντας σε αποσπάσματα της Ένορκης Δήλωσης του Sirotkin, που συνόδευε την αίτηση, υπαλλήλου της Ενάγουσας 2, ενδεικτικά, κατά την εισήγηση των εφεσειόντων, της μαζικής επίκλησης του Ρωσικού Δικαίου, που αναφέρονται σε ουσιαστικά γεγονότα των αστικών αδικημάτων και διαδικασιών που έλαβαν χώραν στη Ρωσία, μπορούσε να καθοριστεί το εφαρμοστέο δίκαιο που ήταν το Ρωσικό, για το οποίο όμως δεν προσφέρθηκε καμιά μαρτυρία.
Κατ' αρχάς θα πρέπει να λεχθεί ότι συνιστά διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως παρουσιάζοντο με την Ένορκη Δήλωση του Sirotkin, δεν αμφισβητούντο από την άλλη πλευρά, περιορίζοντας την αμφισβήτηση στην εμπλοκή των διαφόρων εναγομένων και στη δυνατότητα των Εναγόντων να αξιώνουν ενώπιον του Κυπριακού Δικαστηρίου τις αιτούμενες θεραπείες. Σημειώνεται ότι και αυτή η διαπίστωση προσβάλλεται με την έφεση ως λανθασμένη. Δεν θα μας απασχολήσει το θέμα, για τους λόγους που θα διαφανούν στη συνέχεια.
Στο σημείο αυτό κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτούσιο το απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση για να διαφανεί το σκεπτικό του Δικαστηρίου απόρριψης της συγκεκριμένης εισήγησης των εφεσιβλήτων ότι δηλαδή η υπό κρίση περίπτωση δεν ήταν κατάλληλη για εφαρμογή του τεκμηρίου της αυτόματης εφαρμογής του Κυπριακού Δικαίου:
«Σε ό,τι αφορά το εφαρμοστέο δίκαιο οι καθ' ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι οι αιτητές δεν προσκόμισαν μαρτυρία του Ρωσικού δικαίου ο οποίος είναι εφαρμοστέος για τις ισχυριζόμενες αιτίες αγωγής. Βέβαια όπως ορθά επισημαίνεται στη γραπτή αγόρευση των αιτητών ο λόγος αυτός δεν προβάλλεται πουθενά στην ένσταση. Οι συνήγοροι των αιτητών εισηγούνται στην αγόρευση τους ότι δεν είναι καθαρό από τώρα ποιο είναι το εφαρμοστέο δίκαιο και καμία από τις δύο πλευρές δεν έχει προσκομίσει μαρτυρία για το αλλοδαπό δίκαιο. Συνεπώς έχοντας υπόψη το ενδιάμεσο στάδιο που βρισκόμαστε θα πρέπει να εφαρμοστεί το τεκμήριο ότι το αλλοδαπό δίκαιο είναι το ίδιο με το κυπριακό.
Το θέμα αυτό εγείρεται με γενικότητα στην ΕΔ Κληρίδη χωρίς βέβαια να γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στο Ρωσικό δίκαιο. Η παρούσα αγωγή αφορά διάφορες ισχυριζόμενες αδικοπραξίες π.χ. απάτη, συνομωσία, πρόκληση παράβασης σύμβασης κ.λ.π. οι οποίες κατ΄ ισχυρισμόν έλαβαν χώρα σε διάφορα κράτη. Συνακόλουθα θα ήταν δύσκολο να καθοριστεί σε αυτό το στάδιο το εφαρμοστέο δίκαιο. Είναι επίσης ορθό ότι στην απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στο ξένο δίκαιο και μέχρι να δοθεί μαρτυρία προς απόδειξη του αντιθέτου ο ξένος νόμος τεκμαίρεται ότι είναι ο ίδιος με τον κυπριακό (βλ. Georgiades v. Kaminaras (1958) 23 C.L.R. 276, Vlachos v. Dorothea (1980) 1 C.L.R. 113, Standard Fruit Company v. Gold Seal Shipping (1997) 1 Α.Α.Δ σελ. 489, Williams and Glyn's Bank v. Του Πλοίου Μαρία (1992) 1 C.L.R. 309). Οι καθ΄ ων η αίτηση δεν έχουν προσκομίσει οποιαδήποτε μαρτυρία για το Ρωσικό δίκαιο και πως αυτό διαφοροποιείται από το κυπριακό ως προς τις αδικοπραξίες έτσι ώστε να έχει οποιαδήποτε βαρύτητα ο ισχυρισμός αυτός.»
Με την κατάληξη του αυτή το Δικαστήριο στη βάση του ενώπιον του μαρτυρικού υλικού έκρινε ότι πληρούντο οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Νόμου 14/60 και προχώρησε στην εξέταση της τρίτης προϋπόθεσης και των υπόλοιπων ζητημάτων που εγείροντο.
Από την άλλη, ο δικηγόρος των εφεσειόντων υποστήριξε πλήρως την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης σε όλες της τις πτυχές, προβάλλοντας επιπρόσθετα την ίδια εισήγηση που ήγειρε και πρωτόδικα, ότι δηλαδή η μη απόδειξη από πλευράς Αιτητών του Ρωσικού Δικαίου δεν συνιστούσε λόγο ένστασης για να μπορούσε να εξεταστεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Εξετάσαμε τις εκατέρωθεν εισηγήσεις υπό το φως της νομολογίας και των γεγονότων της υπόθεσης, όπως διαγράφοντο από τις μακροσκελείς Ένορκες Δηλώσεις και τον μεγάλο όγκο των τεκμηρίων που επισυνάπτοντο σ' αυτές.
Υπό το φως της έμφασης που δόθηκε από πλευράς των εφεσειόντων στους λόγους έφεσης 2 και 3 κρίνουμε σκόπιμο να δοθεί προτεραιότητα στην εξέταση των συγκεκριμένων λόγων, ξεκινώντας από τον 3ον εφόσον το αποτέλεσμα σε σχέση με αυτό πιθανόν να κρίνει και την τύχη της έφεσης.
Σημειώνεται ότι οι εφεσείοντες εντάσσουν το ζήτημα εφαρμογής του Ρωσικού Δικαίου στην παρούσα υπόθεση, στα πλαίσια ικανοποίησης των προϋποθέσεων του άρθρου 32 του Νόμου 14/60, που αφορά στην έκδοση παρεμπιπτόντων διαταγμάτων. Η ίδια θέση, προβλήθηκε και πρωτόδικα από πλευράς εφεσειόντων όχι ως ξεχωριστός λόγος ένστασης, αλλά στα πλαίσια του πρώτου λόγου ένστασης που αφορούσε στη μη ικανοποίηση των πρώτων δύο προϋποθέσεων του άρθρου 32. Ειδική αναφορά γίνεται επίσης και στην Ένορκη Δήλωση που συνόδευε την ένσταση. Συνεπώς η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο συγκεκριμένος ισχυρισμός των εφεσειόντων ως προς την εφαρμογή του Ρωσικού Δικαίου δεν προβάλλετο πουθενά στην ένσταση, δεν μας βρίσκει σύμφωνους.
Ανατρέχοντας στην πρωτόδικη απόφαση δεν μας διαφεύγει ότι ενώ το Δικαστήριο κατά την εξέταση της σχετικής εισήγησης έκρινε ότι ήταν δύσκολο να καθοριστεί, στο στάδιο που ηγέρθηκε, το εφαρμοστέο δίκαιο, εφόσον οι αδικοπραξίες διαπράχθηκαν σε διάφορα κράτη, ωστόσο προχώρησε στη
συνέχεια στην εφαρμογή του τεκμηρίου της αυτόματης εφαρμογής του Κυπριακού Δικαίου, υπό το φως της απουσίας μαρτυρίας ως προς τις πρόνοιες του Ρωσικού Δικαίου.
Σύμφωνα με το άρθρο 4.1 του Κανονισμού 864/2007 αποφασιστικός παράγοντας για τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου σε περιπτώσεις εξωσυμβατικών διαφορών είναι ο τόπος επέλευσης της ζημιάς. Παραθέτουμε αυτούσιο το άρθρο:
«1. Unless otherwise provided for in this Regulation, the law applicable to a non-contractual obligation arising out of a tort/delict shall be the law of the country in which the damage occurs irrespective of the country in which the event giving rise to the damage occurred and irrespective of the country or countries in which the indirect consequences of that event occur.»
Ο Κανονισμός 864/2007 εφαρμόζεται σε απαιτήσεις για ζημιά που επεσυνέβη μετά τις 11/1/2009, όπως αποφασίστηκε στην υπόθεση του Αγγλικού Εφετείου VTB Capital Plc v Nutritek International Corp & Ors (2012) EWC A Civ 808:
«145. Τhe Council Regulation 864/2007/EC of 31 July 2007 on the law applicable to non-contractual obligations (known as "Rome II"), only applies to claims relating to damage which occurred after 11 January 2009. That point was determined by the Court of Justice of the European Union in Homawoo v GMF Assurances SA (Case C-412/100) judgment given on 17 November 2011.»
Το άρθρο 4.1 του Κανονισμού 864/2007 έτυχε ανάλυσης σε αριθμό αποφάσεων του Αγγλικού Εφετείου και νομικών συγγραμμάτων. Στην υπόθεση Erste Group Bank AG, London Branch (ανωτέρω) στην οποίαν έδωσαν έμφαση στην προφορική αγόρευση τους οι δικηγόροι των εφεσειόντων, το Αγγλικό Εφετείο, ανατρέποντας την πρωτόδικη απόφαση, αποφάσισε τα εξής:
«91 [....] But the purpose of Rome II is to identify a single applicable law rather than a choice: see Recitals (6) and (14). It is for that reason that Article 4.1 excludes the place where "the event giving rise to the damage occurred", if different from the place where the damage itself occurred, and also excludes the place where any indirect consequences of the event giving rise to the damage occur.»
............................
96. It follows that, in our view, even if the judge was right to identify the loss suffered by the Bank as the result of the conspiracy as the damage to its right to repayment under the Loan Agreement and Guarantee, that loss was primarily, directly and immediately suffered in New York, as the place of payment under those two contracts [..]"
Επίσης στην υπόθεση FM Capital Partners v. Marino and Others (2018) EWHC, 1768 (Comm) αποφασίστηκε από το Εμπορικό Δικαστήριο, εφαρμόζοντας το άρθρο 4.1 του Κανονισμού 864/2007, ότι η Αγγλία ήταν η χώρα όπου επεσυνέβη η ζημιά, δεδομένου ότι ήταν η χώρα στην οποία έπρεπε να ληφθούν οι προμήθειες και δεν λήφθηκαν.
Στην υπό κρίση περίπτωση ανατρέχοντας στην Ένορκη Δήλωση του Sirotkin που συνόδευε την αίτηση και στα τεκμήρια που επισυνάπτοντο, εντοπίζονται αρκετά στοιχεία που κατατείνουν, για σκοπούς εξέτασης και μόνο της αίτησης, στο ότι η ζημιά των εφεσιβλήτων επεσυνέβη στη Ρωσία και μάλιστα μετά τις 11/1/2009 με τη μη πληρωμή των ομολόγων και/ή τοκομεριδίων στην Ρωσία σε ρούβλια. Συγκεκριμένα η ΜΟΙΑ, εταιρεία που ανήκε στην Κυβέρνηση της Περιφέρειας Μόσχας, προχώρησε σε τέσσερις πληρωμές τοκομεριδίων με αφετηρία τις 8/3/2007 καθώς και μέρος του κεφαλαίου. Η δε επόμενη πληρωμή τοκομεριδίου είχε προγραμματιστεί για τις 7/3/2009 και η επόμενη πληρωμή κεφαλαίου για τις 6/9/2009. Ωστόσο προέκυψε αδυναμία πληρωμής στις 7/3/2009 και έκτοτε δεν πραγματοποιήθηκε καμιά πληρωμή. Το ίδιο φέρεται να έγινε και με την ΜΟΙΤΚ, επίσης εταιρεία της Κυβέρνησης της Περιφέρειας Μόσχας, όπου η επόμενη και τελική πληρωμή τοκομεριδίου και κεφαλαίου είχε προγραμματιστεί για τις 26/9/2009 αλλά υπήρξε αδυναμία πληρωμής και έκτοτε δεν έγινε καμιά πληρωμή. Εντοπίζονται επίσης στην Ένορκη Δήλωση αρκετές αναφορές σε συγκεκριμένα άρθρα του Ποινικού Κώδικα και του Αστικού Κώδικα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, σε Καταστατικό της ΜΟΙΤΚ, σε αποφάσεις της Κυβέρνησης της Περιφέρειας Μόσχας, στο Ρωσικό Νόμο περί Πτώχευσης και σε άλλες Ρωσικές νομοθεσίες, αποφάσεις και διαδικασίες που έλαβαν χώραν στη Ρωσία καθώς και διάφορες δικαστικές έρευνες.
Υπό το φως των πιο πάνω η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατά την εξέταση των προϋποθέσεων του άρθρου 32 του Νόμου 14/60, ότι δεν μπορούσε να καθοριστεί το εφαρμοστέο δίκαιο εφόσον οι αδικοπραξίες διαπράχθηκαν σε διάφορα κράτη, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Καθοριστικό στοιχείο για το εφαρμοστέο στην παρούσα περίπτωση δίκαιο δεν ήταν ο τόπος διάπραξης των αδικοπραξιών αλλά ο τόπος επέλευσης της ζημιάς, σύμφωνα με το άρθρο 4.1 του Κανονισμού 864/2007 και η Ένορκη Δήλωση του Sirotkin, που συνόδευε την αίτηση, περιείχε ικανοποιητικά στοιχεία προσδιορισμού του τόπου αυτού.
Ως προς το στάδιο που εγείρεται το θέμα του εφαρμοστέου δικαίου δεν βρίσκουμε οτιδήποτε το μεμπτό, στη βάση των αποφασισθέντων στην υπόθεση Erste Group Bank AG (ανωτέρω) που αφορούσε σε αίτηση, κατά το αρχικό στάδιο της διαδικασίας, για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας και δεν θεωρήθηκε πρόωρο η εξέταση του θέματος του εφαρμοστέου δικαίου.
Οι εφεσείοντες αμφισβητούν επίσης την εφαρμογή από πλευράς πρωτόδικου Δικαστηρίου του τεκμηρίου της αυτόματης εφαρμογής του Κυπριακού Δικαίου, υποδεικνύοντας, με αναφορά σε νομολογία, ότι το τεκμήριο αυτό έπαψε να εφαρμόζεται.
Στο σύγγραμμα Dicey, Morris and Collins on The Conflict of Laws, 14η Έκδοση, στην παράγραφο 9 - 002 τονίζεται ότι ο γενικός κανόνας της αυτόματης εφαρμογής του Αγγλικού Δικαίου έπαψε να αποτελεί τεκμήριο. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:
«..... It is also said to follow that if the parties elect not to prove the content of foreign law, a case will be decided by the application of English Domestic Law as though the case were a wholy domestic one, and this is generally true.
But in recent years there have been increasing signs that this cannot invariably follow, and in cases where it would be wholly artificial to apply rules of English law to an issue governed by foreign law, a court may simply regard a party who has pleaded but who has failed to prove foreign law with sufficient specificity as will allow an English court simply to apply it, as having failed to establish his case without regard to the corresponding principle of English domestic law.»
Όπως αποφασίστηκε περαιτέρω στην υπόθεση Shaker v. Al Bedrawi and Others (2002) 4 All E. R. 835, το τεκμήριο αυτό δεν είναι απόλυτο:
"64. According to Dicey & Morris, op. cit, para 9-025, where a party adduces no evidence or insufficient evidence of foreign law, the court applies English law and there is only one true exception to this principle, that is in a trial for bigamy where the first marriage was contracted abroad. In the opinion of Dicey & Morris, it is not clear that there is a further exception where the question is purely one of statute law. However, it is apparent that there are other exceptions apart from those which Dicey & Morris cites. For instance, the court does not apply English law to a foreign transaction to which it would not otherwise be applicable simply because a party fails to prove the applicable foreign law in a situation where English law creates some special institution: see the obiter dictum of Roskill L.J in Osterreichische Landerbank v S' Elite Ltd. [1981] 1 QB 565, 569 (fraudulent preference). Nor does the principle apply in prosecutions generally in respect of acts committed abroad where the acts in question may be lawful under the law of the place of performance. Nor need the principle be applied in proceedings for summary judgment National Shipping Corporation v. Arab [1971] 2 Lloyd's Law Rep. 363. In certain circumstances, the court does not apply the principle where it is asked to construe a document governed by foreign law. These authorities show that the principle is not applied inflexibly."
Στην πρόσφατη υπόθεση AIG Financial Products Corp & Others v. Tobias Gruber and 22 others (2020) EWCA Civ 31, τονίστηκαν επιπρόσθετα τα εξής στην παράγραφο 93 της απόφασης, ως προς τον τρόπο που θα πρέπει να αντιμετωπίζεται από το Δικαστήριο η παράλειψη προσκόμισης μαρτυρίας για το ξένο δίκαιο από το διάδικο που το επικαλείται:
«... I was referred to Foreign Law in English Courts, by Richard Fentiman, at pages 60-64 and 143-153, from which the following proposition can, accurately, in my judgment, be garnered:
i) There is no adequate support in the decided authorities for the principle that English law should govern by default, where foreign law is relied on by a party, who declines to, or is unable, to prove it.
ii) It would be wrong to allow the presumption to be used by a party where he pleads or wishes to rely on foreign law but declines to prove it. That would reward a person who alleges foreign law without proving it. The presumption is aimed at the situation where foreign law is neither pleaded nor proved and the parties and the court are to be taken as content to proceed on the basis of the presumption, since no one has sought to establish that there is any relevant difference.
iii) If the failure to prove foreign law by a party is the result of a tactical decision, after seeking to rely on it, reliance by that party may amount to an abuse of process, depending on the circumstances».
Είναι νομολογιακά γνωστό ότι τα Κυπριακά Δικαστήρια εκλαμβάνουν τον ξένο νόμο ως απλό πραγματικό γεγονός. Το μέσο γνώσης του αλλοδαπού δικαίου είναι βασικά οι γνώμες των νομομαθών (βλ. Bank of Scotland v. Geodrill Ltd κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 753).
Στην πρόσφατη υπόθεση Trafalgar Developments Ltd κ.ά. ν. Uralchem Holdings P.L.G., Πολιτική Έφεση Αρ. 331/2017, ημερομηνίας 21/2/2019, ECLI:CY:AD:2019:A49 με αναφορά στην Royal Bank of Scotland Plc (ανωτέρω) αποφασίστηκε ότι στην απουσία μαρτυρίας εμπειρογνώμοντα ως προς το εταιρικό δίκαιο που ίσχυε στην Ιρλανδία, που αφορούσε η περίπτωση, το Δικαστήριο στην Κύπρο θεωρεί ότι το δίκαιο είναι το ίδιο με το Κυπριακό. Όμως στην υπόθεση Trafalgar δεν απασχόλησε το Ανώτατο Δικαστήριο η εφαρμογή του άρθρου 4.1 του Κανονισμού 864/2007 εξού και η απόφαση διακρίνεται από την παρούσα.
Στην προκειμένη περίπτωση δεν προσκομίστηκε από καμιά πλευρά οποιαδήποτε αποδεκτή μαρτυρία ως προς το Ρωσικό Δίκαιο, που καλύπτει τις κατ' ισχυρισμό αδικοπραξίες, που προκάλεσαν την ισχυριζόμενη ή οποιαδήποτε ζημιά.
Όπως έχει καθιερωθεί επίσης από τη νομολογία, κατά την εκδίκαση αίτησης για προσωρινά διατάγματα το Δικαστήριο πρέπει να αποφεύγει να καταλήγει σε συμπεράσματα σε σχέση με την πλήρη εξέταση του πραγματικού και νομικού καθεστώτος της υπόθεσης, κάτι που γίνεται κατά την εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης (βλ. Milton Investment Co Ltd κ.ά. ν. Dryden Group Ltd (2014), ECLI:CY:AD:2014:A220 1 A.A.Δ. 731, Τ.Α. Micrologic Computer Consultants Ltd v. Microsoft Corporation (2002) 1 (Α) A.A.Δ. 1802 και Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita Aluminium Co Ltd κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 2015).
Στην παρούσα υπόθεση όμως, εφόσον οι εφεσίβλητοι στηρίζουν τις αξιώσεις τους σε αδικοπραξίες με την επίκληση προνοιών του Ρωσικού Δικαίου, όφειλαν να προσκομίσουν σχετική μαρτυρία και όχι να αναμένουν να εφαρμοστεί το τεκμήριο της αυτόματης εφαρμογής του Κυπριακού Δικαίου που, εν πάση περιπτώσει, στη βάση της πιο πάνω νομολογίας δεν εφαρμόζετο στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης υπό το φως της εφαρμογής του άρθρου 4.1 του Κανονισμού 864/2007 (βλ. AIG Financial Products (ανωτέρω)).
Το εφαρμοστέο δίκαιο ήταν μια από τις παραμέτρους εξέτασης των προϋποθέσεων του άρθρου 32 και μάλιστα θεμελιακής σημασίας, εφόσον θα καταδείκνυε κατά πόσο η συμπεριφορά των εφεσειόντων που τους αποδίδετο, στοιχειοθετούσε τις κατ' ισχυρισμό αδικοπραξίες. Το Δικαστήριο, ως εκ της παράλειψης προσκόμισης μαρτυρίας για το Ρωσικό Δίκαιο ιδιαίτερα από τους εφεσείοντες, θεωρώντας ότι μόνο έτσι θα αποκτούσε βαρύτητα η θέση που πρόβαλαν, έκρινε ότι τεκμαίρετο ότι ο ξένος Νόμος είναι ο ίδιος με τον Κυπριακό, που εφαρμόζετο στην παρούσα περίπτωση, παραπέμποντας σε νομολογία, κυρίως σε πρωτόδικες αποφάσεις δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου (βλ. Vlachos v. Dorothea Shipping Co Ltd κ.ά (1980) 1 Α.Α.Δ. 113 και Standard Fr. Co. Ltd κ.ά. v. Gold Seal Sh. Co. Ltd (1997) 1 A.A.Δ. 464, Williams and Glyn's Bank v. Του Πλοίου Μαρία (1992) 1 Α.Α.Δ. 309). Δεν συμφωνούμε με την προσέγγιση αυτή του Δικαστηρίου.
Οι εφεσίβλητοι είχαν το βάρος να ικανοποιήσουν το Δικαστήριο ότι συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Νόμου 14/60 για να πετύχουν την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων. Συνεπώς αυτό που προείχε ήταν να καταδειχθεί η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση και ορατής πιθανότητας επιτυχίας της Αγωγής, με την προσαγωγή μαρτυρίας από πλευράς τους. Βρίσκουμε δε ότι, εφόσον εφαρμοστέο δίκαιο ήταν το Ρωσικό, ήταν αναγκαία η προσαγωγή μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων ως προς το ισχύον Ρωσικό Δίκαιο για απόδειξη των δύο πρώτων προϋποθέσεων του άρθρου 32, που στην παρούσα περίπτωση οι εφεσίβλητοι παρέλειψαν να προσκομίσουν, επιλέγοντας την εφαρμογή του τεκμηρίου.
Ως εκ των διαπιστώσεων μας αυτών η πρωτόδικη κρίση καθίσταται τρωτή ώστε να κρίνεται αναγκαία η παρέμβαση μας.
Ο λόγος έφεσης 3 επιτυγχάνει. Ενόψει της κατάληξης μας αυτής η εξέταση των υπόλοιπων λόγων έφεσης και των άλλων θεμάτων που εγείρονται παρέλκει.
Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται σ' ό,τι αφορά τους εφεσείοντες. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας και κατ' έφεση επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσιβλήτων όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
/Α.Λ.Ο.