ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Λιάτσος, Αντώνης Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Σωκράτους, Δώρα Μ. Ιωάννου, για τον Εφεσείοντα. Καμία εμφάνιση, για τον Εφεσίβλητο Αρ. 1. Κ. Ζαντήρα (κα) για Μ. Κυπριανού amp;amp;amp; Σία ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο Αρ. 2. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-07-14 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΤΩΝΙΟΥ v. ΠΕΖΙΚΗ κ.α., Πολιτική Εφεση Αρ. Ε146/2020, 14/7/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:A371

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Εφεση Αρ. Ε146/2020)

 

                                         14 Ιουλίου, 2021

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

xxx ΑΝΤΩΝΙΟΥ,

Εφεσείων,

ν.

 

1. xxx ΠΕΖΙΚΗ,

2. xxx xxx ΙΩΑΝΝΟΥ,

Εφεσιβλήτων.

_ _ _ _ _ _

Μ. Ιωάννου, για τον Εφεσείοντα.

Καμία εμφάνιση, για τον Εφεσίβλητο Αρ. 1.

Κ. Ζαντήρα (κα) για Μ. Κυπριανού & Σία ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο Αρ. 2.

_ _ _ _ _ _

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _


 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού στην αγωγή 469/09, ημερομηνίας 20.10.2020, με την οποία διατάχθηκε η απόρριψη της αγωγής αναφορικά με τον Εναγόμενο 2 - Εφεσίβλητο 2 (ο Εφεσίβλητος), αφού κρίθηκε ότι τυχόν εναντίον του αγώγιμο δικαίωμα είχε παραγραφεί.

 

Η παράθεση, συνοπτικά, του ιστορικού που καλύπτει την δικαστική διαδρομή της πιο πάνω αγωγής, θα συνδράμει στην ευκολότερη παρακολούθηση της απόφασής μας:

 

Η αγωγή ηγέρθηκε αρχικά μόνο εναντίον του Εφεσίβλητου 1 - Εναγόμενου 1 και είχε ως βάση αγωγής το αστικό αδίκημα της αμέλειας σε σχέση με χειρουργική επέμβαση στην οποία υπέβαλε τον Εφεσείοντα ο εν λόγω Εφεσίβλητος, ιατρός, την 12.11.2007. Η πρωτόδικη απόφαση του Δικαστηρίου εκδόθηκε, μετά από ακροαματική διαδικασία, στις 26.6.2012. Ακολούθησε έφεση, η οποία οδήγησε στην ανατροπή της και σε έκδοση διαταγής προς επανεκδίκαση της υπόθεσης. Όταν η αγωγή τέθηκε εκ νέου ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, καταχωρήθηκε από την πλευρά του Ενάγοντα μονομερής αίτηση προσθήκης διαδίκων, και δυνάμει διατάγματος του Δικαστηρίου, ημερομηνίας 18.12.2019, ο Εφεσίβλητος προστέθηκε ως Εναγόμενος 2 στη διαδικασία. Το τροποποιημένο κλητήριο ένταλμα και η τροποποιημένη έκθεση απαίτησης επιδόθηκαν στη συνέχεια στον Εφεσίβλητο, ο οποίος κατέθεσε στη συνέχεια μονομερή αίτηση προς έκδοση διατάγματος που να του επιτρέπει την καταχώρηση εμφάνισης υπό αίρεση και την καταχώρηση αίτησης παραμερισμού της αγωγής αναφορικά με το πρόσωπό του. Σχετικό διάταγμα εκδόθηκε την 31.1.2020 και, κατ΄ ακολουθίαν, την 28.2.2020, ο Εφεσίβλητος εισήγαγε την επίδικη αίτηση για παραμερισμό του κλητηρίου. Προσθέτουμε, προς συμπλήρωση του σκηνικού, ότι ο Εφεσίβλητος, επίσης ιατρός, είχε διενεργήσει επανορθωτική χειρουργική επέμβαση στον Εφεσείοντα την 8.1.2008 και είχε κληθεί από τον ίδιο τον Εφεσείοντα, ως εμπειρογνώμονας, να δώσει μαρτυρία στην προηγηθείσα πρωτόδικη ακροαματική διαδικασία, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η έκδοση της προαναφερθείσας απόφασης ημερομηνίας 26.6.2012, η οποία, ως ήδη λέχθηκε, ανατράπηκε κατ΄ έφεση.

 

Το Επαρχιακό Δικαστήριο, εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση, επικεντρώθηκε στο κατά πόσο η απαίτηση εναντίον του Εφεσίβλητου είχε παραγραφεί κατά την έκδοση του διατάγματος για προσθήκη του ως Εναγόμενου 2. Εξετάζοντας και αναλύοντας στη συνέχεια τις σχετικές πρόνοιες του περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμου, Ν. 66(Ι)/2012, σε συσχέτιση με τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 68 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφάλαιο 148 και στρέφοντας την προσοχή του στα γεγονότα που καλύπτουν την υπό κρίση περίπτωση, έκρινε ότι η ισχυριζόμενη ζημιά του Εφεσείοντα, απόρροια των δικογραφημένων θέσεών του περί ύπαρξης ιατρικής αμέλειας, προκλήθηκε την 8.1.2008, γεγονός που ήταν στην πλήρη γνώση του Εφεσείοντα. Κατά προέκταση, ήταν η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι «Το αστικό αδίκημα της αμέλειας δεν ήταν κρυφό από τον Ενάγοντα, αφού ο ίδιος ισχυρίζεται ότι βίωνε εξαρχής τις συνέπειες αυτού. Επεται πως εάν ο Ενάγοντας κατέβαλλε εύλογη φροντίδα και επιμέλεια θα μπορούσε να είχε ανακαλύψει την ύπαρξή του .. Επεται πως το αγώγιμο δικαίωμα κατά του Εναγόμενου αρ. 2 - Αιτητή είχε παραγραφεί κατά την μέρα έκδοσης του διατάγματος για προσθήκη αυτού. Εκδίδεται συναφώς διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο παραμερίζεται η υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή αναφορικά με το πρόσωπο του Εναγόμενου 2 - Αιτητή.».

 

Ενώπιόν μας, τέθηκαν προς εξέταση έντεκα λόγοι έφεσης, εκ των οποίων οι πρώτοι εννέα συμπλέκονται. Αφορούν στην προσέγγιση ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε σε συμπέρασμα πως το αγώγιμο δικαίωμα κατά του Εφεσίβλητου είχε παραγραφεί κατά την ημέρα έκδοσης του διατάγματος για προσθήκη του στο κλητήριο ένταλμα και ότι εσφαλμένα ακύρωσε το διάταγμα αυτό. Ο δέκατος λόγος έφεσης στρέφεται εναντίον της πρωτόδικης κρίσης ως προς την επιδίκαση των εξόδων εις βάρος του Εφεσείοντα και προς όφελος του Εφεσίβλητου και ο ενδέκατος στηρίζεται στη θέση ότι η εφεσιβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη.

 

Οι λόγοι έφεσης 1-9, συναφείς και επάλληλοι ως λέχθηκε, θα αναπτυχθούν σε μια ενότητα.

 

Όπως εντοπίζεται από την αιτιολογία που τους καλύπτει, αλλά και την ανάπτυξή τους ενώπιόν μας από τον ευπαίδευτο συνήγορο του Εφεσείοντα, το παράπονό του εστιάζεται στη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε σε εσφαλμένη νομολογιακή καθοδήγηση και, επί της ουσίας, έσφαλε στην κρίση του ότι οι σωματικές βλάβες για τις οποίες ο Εφεσείων αξιώνει αποζημίωση προέκυψαν στις 8.1.2008, αφού δεν έλαβε υπόψη του τις ιδιαιτερότητες της παρούσας υπόθεσης και δεν αναγνώρισε τη δυνατότητα επέκτασης του χρόνου παραγραφής σε περιπτώσεις μεταγενέστερης γνώσης ουσιωδών γεγονότων. Καθοριστική ημερομηνία, κατά την πλευρά του Εφεσείοντα, δεν ήταν η 8.1.2008, αλλά, ως κρίσιμος χρόνος θα έπρεπε να είχε εντοπισθεί η ημέρα κατά την οποία συμπληρώθηκε η βάση της αγωγής, εν προκειμένω ο χρόνος κατά τον οποίο όντως έλαβε γνώση της βλάβης ο Εφεσείοντας. Ήταν η ουσία των θέσεων του ευπαίδευτου συνήγορου ότι το όλο θέμα αφορά ζήτημα γεγονότων, επί των οποίων σχετική μαρτυρία υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, την οποία όμως αξιολόγησε εσφαλμένα και οδηγήθηκε σε ευρήματα αντίθετα με το ενώπιόν του μαρτυρικό υλικό. Τέθηκε, επιπρόσθετα, ότι ο Εφεσίβλητος απέκρυψε σκόπιμα γεγονότα σχετικά με τη βάση της αγωγής, ήτοι ως προς την πραγματική ιατρική εικόνα του Εφεσείοντα, στοιχείο που συνιστά δόλια συμπεριφορά και επιδρά στο χρόνο έναρξης της παραγραφής του αγώγιμου δικαιώματος.

 

Όπως ορθά εντόπισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, κρίσιμο δεδομένο προς κατάληξη ήταν το κατά πόσο η απαίτηση εναντίον του Εφεσίβλητου είχε παραγραφεί κατά το χρόνο έκδοσης του διατάγματος για προσθήκη του ως Εναγόμενου 2, ήτοι στις 18.12.2019.

 

Το άρθρο 6(2) του περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμου προβλέπει:

 

«(2) Αν η αξίωση στην αγωγή αφορά αποζημιώσεις για αμέλεια, οχληρία ή παράβαση θέσμιου καθήκοντος, καμιά αγωγή δεν εγείρεται μετά την πάροδο τριών ετών από την ημέρα κατά την οποία συμπληρώθηκε η βάση της αγωγής, εκτός αν το πρόσωπο που υπέστη την σωματική βλάβη έλαβε γνώση της βλάβης μεταγενέστερα, οπότε ο χρόνος παραγραφής αρχίζει από την ημέρα που έλαβε γνώση.»

 

 

 

 

Αντίστοιχα, διαλαμβάνονται τα ακόλουθα στο άρθρο 68 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, ως προς την παραγραφή τέτοιων αδικημάτων:

 

«68. Καμιά αγωγή δεv εγείρεται για αστικό αδίκημα, εκτός αv αυτή εγερθεί-

 

(α) εvτός τριών ετώv αμέσως μετά τηv πράξη ή παράλειψη για τηv oπoία εγέρθηκε η αγωγή, ή

 

(β) αv τo αστικό αδίκημα πρoκαλεί vέα ζημιά κατά εξακoλoύθηση από μέρα σε μέρα, εvτός τριών ετώv από τηv κατάπαυση αυτής, ή

 

(γ) αv η βάση της αγωγής δεv πρoκύπτει από τηv τέλεση oπoιασδήπoτε πράξης ή παράλειψης για τέλεση πράξης αλλά από τη ζημιά πoυ απoρρέει από τηv πράξη αυτή ή παράλειψη εvτός τωv τριών αμέσως επόμεvωv ετώv μετά πoυ o εvάγovτας υπέστη τη ζημιά, ή

 

(δ) αv τo αστικό αδίκημα δόλια απoκρύφτηκε από τov εvαγόμεvo, εvτός τριών ετώv από τηv αvακάλυψη τoυ από τov εvάγovτα, ή από τo χρόvo πoυ θα αvακαλύπτετo από αυτό αv κατέβαλλε εύλoγη φρovτίδα και επιμέλεια:

 

.....................................................................»

 

 

Θα πρέπει να σημειωθεί εξ αρχής ότι, ως αφετηρία για την εξέταση των επίδικων ζητημάτων που καλύπτουν το ζήτημα της παραγραφής, θεωρείται ο χρόνος καταχώρησης της υπό αναφορά αγωγής και όχι βεβαίως ο χρόνος που διατάχθηκε η επανεκδίκαση ή ο χρόνος κατά τον οποίο επιτράπηκε η τροποποίηση διά της εκδόσεως διατάγματος προσθήκης του Εφεσίβλητου ως Εναγόμενου 2. Εφόσον το σύνολο των γεγονότων είναι γνωστά στον προτιθέμενο Ενάγοντα, γεννάται αγώγιμο δικαίωμα και βάση αγωγής. Ως απόρροια δε των πιο πάνω νομοθετικών διατάξεων, η ύπαρξη δόλου ή περιστάσεων που ανακόπτουν την περίοδο παραγραφής ή η άγνοια ουσιαστικών γεγονότων, οδηγούν στην κρίση ότι δεν έχει συμπληρωθεί η βάση αγωγής.

 

Στην ενώπιόν μας περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έστρεψε την προσοχή του στο κατά πόσο το πλήρες φάσμα των πραγματικών γεγονότων ήταν γνωστό στον Εφεσείοντα ή κατά πόσο είχαν καταδειχθεί ιδιαίτερες περιστάσεις που δικαιολογούσαν την ανακοπή της περιόδου παραγραφής.

 

 

 

Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και η ανασκόπηση του ενώπιόν του μαρτυρικού υλικού, υπό το πρίσμα της νομικής διάστασης του θέματος, ήταν αψεγάδιαστη. Ορθά κρίθηκε ότι ο Εφεσείοντας είχε πλήρη γνώση των γεγονότων από τα αρχικά στάδια. Τα ιατρικά πιστοποιητικά επιβεβαίωναν, από την 21.1.2008, ότι ο Εφεσείοντας θα έχει μόνιμη μερική απώλεια της λειτουργίας των σφικτήρων του. Ο ίδιος στην ένορκη δήλωσή του, που ήταν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αναφέρει ότι ανέκαθεν εξέφραζε παράπονα στον Εφεσίβλητο ότι αντιμετωπίζει πόνους και πρόβλημα ακράτειας. Ήταν συνεπώς βάσιμη η προσέγγιση της ευπαίδευτης πρωτόδικου Δικαστή ότι «.. οι πράξεις και παραλείψεις που αποδίδει στον Αιτητή ο Ενάγοντας, αλλά και οι σωματικές βλάβες αναφορικά με τις οποίες αξιώνει αποζημίωση, προέκυψαν την 8.1.2008 όταν ο Ενάγοντας υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση από τον Αιτητή.».

 

Συνεπώς, ο Εφεσείοντας γνώριζε την 8.1.2008 τη ζημιά που υπέστη, την όλη κατάσταση της υγείας του και το σύνολο των κρίσιμων δεδομένων επί των οποίων θα εδραζόταν το αγώγιμο δικαίωμά του. Σε κάθε περίπτωση, υπό το φως της κατάστασης που βίωνε, ήταν σε θέση από τα αρχικά στάδια, αν κατέβαλλε εύλογη φροντίδα και επιμέλεια, να είχε πλήρη αντίληψη των ουσιαστικών για την υπόθεσή του γεγονότων, προς συμπλήρωση της βάσης αγωγής του.  Παρά ταύτα, παρέμεινε αδρανής για έντεκα περίπου χρόνια στη διεκδίκηση των όποιων δικαιωμάτων που επικαλείται εναντίον του Εφεσίβλητου.

 

Σε πλήρη συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι η κατάληξή μας ότι, το αγώγιμο δικαίωμα του Εφεσείοντα εις βάρος του Εφεσίβλητου, είχε ήδη παραγραφεί κατά την ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος προσθήκης του ως Εναγόμενου 2 και η επανεκδίκαση της αγωγής, μετά το ανατρεπτικό κατ΄ έφεση αποτέλεσμα, δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει ως δεύτερη ευκαιρία αναβίωσης αγώγιμου δικαιώματος.

 

 

 

Παρεμβάλλουμε, προς ολοκλήρωση της υπό εξέταση ομάδας λόγων έφεσης, ότι η εξέταση του ζητήματος της παραγραφής κατά προτεραιότητα, στα πλαίσια της καταχωρηθείσας αίτησης και πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, δεν ενείχε ο,τιδήποτε μεμπτό, μάλλον επιβάλλετο, δεδομένου του δικαιοδοτικού χαρακτήρα του όλου ζητήματος και της σοβαρότητας του θέματος, ως προς την περαιτέρω πορεία της αγωγής. Όπως λέχθηκε στην Νεοφύτου ν. Malak κ.ά., Π.Ε. 118/2012, ημερ. 21.6.2018, ECLI:CY:AD:2018:A297, με αναφορά στη Χατζηστυλλή ν. Papadema κ.ά. (2000) 1 ΑΑΔ 551: «Το ζήτημα της παραγραφής άπτεται αυτής ταύτης της εξουσίας ή της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου να επιληφθεί μιας υπόθεσης.»

 

Έκθετος σε απόρριψη είναι και ο δέκατος λόγος έφεσης, δεδομένης της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την επιτυχία της ενώπιόν του αίτησης προς παραμερισμό. Αποφασίσθηκε όπως τα έξοδα επιδικασθούν υπέρ του Εναγόμενου 2 - Εφεσίβλητου και εναντίον του Ενάγοντα - Εφεσείοντα και του Εναγόμενου 1, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή. Η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα ορθά ασκήθηκε, στη βάση του διαχρονικού κανόνα ότι αυτά, εκτός αν υπάρχει, αιτιολογημένα, ιδιαίτερος λόγος, ακολουθούν το αποτέλεσμα της διαδικασίας. Εννοείται βεβαίως, ότι η σχετική διαταγή του πρωτόδικου Δικαστηρίου αφορούσε ένα σύνολο (σετ) εξόδων προς όφελος του Εναγόμενου 2 - Εφεσίβλητου.

 

Ούτε ο ενδέκατος λόγος έφεσης έχει περιθώρια επιτυχίας. Η πρωτόδικη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη. Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής, αναλύοντας με επάρκεια τα κρίσιμα για την υπόθεση δεδομένα, υπό το φως του επίδικου θέματος που τέθηκε ενώπιόν της και σε αναφορά με τη νομική διάσταση που το κάλυπτε, οδηγήθηκε σε σαφή δικαστική κρίση, παρέχοντας κάθε δυνατότητα εξάσκησης ελέγχου ως προς την ορθότητά της.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση δεν έχει περιθώρια επιτυχίας και απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του Εφεσείοντα και υπέρ του Εφεσίβλητου, καθοριζόμενα στο ποσό των €2.500 πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει.

                                           

                                           

                                                      Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

                                                      Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

                                                      Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

 

 

 

 

ΣΦ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο