ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:A339
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 45/2021)
20 Ιουλίου 2021
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π., Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΔ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΜΟΝΟΜΕΡΗ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ xxx ΡΟΛΗ ΛΟΥΗ ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΓΙΑ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΩΝ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ MANDAMUS KAI PROHIBITION
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ-RULING ΤΗΣ ΕΝΤΙΜΗΣ ΔΙΚΑΣΤΟΥ ΤΟΥ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΚΑΣ ΜΑΡΙΑΣ-ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΚΑΙΖΕΡ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 25.9.2020 ΝΑ ΜΗΝ ΠΑΡΑΠΕΜΨΕΙ ΤΟ ΦΑΚΕΛΟ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 20/2008, ΣΤΟ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΕΙΟ ΤΟΥ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ, ΩΣΤΕ ΝΑ ΠΑΡΑΠΕΜΦΘΕΙ ΣΤΟΝ ΕΝΤΙΜΟ ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΟΥ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 7 ΚΑΙ 15(2) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟΥ Ν.23/90 ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 22(3) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1960 (14/1960)
_________
Η Εφεσείουσα παρουσιάζεται αυτοπροσώπως[1]
_________________
ΠΑΝΑΓΗ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την οποία απέρριψε αίτηση της Εφεσείουσας για άδεια για την καταχώριση αίτησης με κλήση για την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων.
Συνοψίζουμε τα ουσιώδη για την έφεση γεγονότα. Την 30.4.2013 εκδόθηκε από τον Πρόεδρο του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, στα πλαίσια αίτησης περιουσιακών διαφορών, εκ συμφώνου απόφαση υπέρ της Εφεσείουσας και εναντίον του συζύγου της, για το ποσό του €1.000.000, από το οποίο ποσό €200.000 θα καταβαλλόταν μέχρι την 31.12.2013 και το υπόλοιπο μέχρι 31.12.2014. Διατάχτηκε ακόμα η μεταβίβαση στο όνομα της Εφεσείουσας ενός οικοπέδου και εκδόθηκαν περαιτέρω διατάγματα προς ρύθμιση των περιουσιακών διαφορών των συζύγων.
Για σκοπούς εκτέλεσης της υπέρ της απόφασης, η Εφεσείουσα καταχώρισε την περίοδο Ιουνίου-Σεπτεμβρίου του 2020 στο Οικογενειακό Δικαστήριο τέσσερις αιτήσεις: για κατάσχεση του ποσού των €3.725,13 που βρισκόταν κατατεθειμένο σε τράπεζα, σε πίστη του συζύγου της, για την ακύρωση καταδολιευτικής μεταβίβασης περιουσίας, που ανήκε στο σύζυγο της, αξίας €469.000 δυνάμει του Μέρους ΙΧ του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.6, για την καταναγκαστική πώληση δύο άλλων ακινήτων του συζύγου της συνολικής αξίας €380.000 και για τη δέσμευση και πώληση μετοχών του συζύγου της σε διάφορες εταιρείες αξίας €123.000, δυνάμει του περί Επιβαρυντικών Διαταγμάτων Νόμου του 1992 (Ν.31(Ι)/1992).
Οι αιτήσεις τέθηκαν από τον Πρωτοκολλητή του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ενώπιον Δικαστή Οικογενειακού Δικαστηρίου (όχι Προέδρου).
Η Εφεσείουσα ήγειρε ζήτημα δικαιοδοσίας της Δικαστού του Οικογενειακού Δικαστηρίου, στη βάση ότι τα επίδικα θέματα ήταν πέραν του ποσού των €100.000 που, όπως υποστήριξε, ξεπερνούσαν την κλίμακα που η Δικαστής είχε αρμοδιότητα να εκδικάζει. Η Δικαστής του Οικογενειακού Δικαστηρίου με απόφαση της ημερ.25.9.2020 απέρριψε το αίτημα, στη βάση ότι οι περιουσιακές διαφορές μεταξύ συζύγων εκδικάζονται από Δικαστή του Οικογενειακού Δικαστηρίου ανεξάρτητα από το ύψος της επίδικης διαφοράς.
Ακολούθησε επιστολή ημερ.29.9.2020 της Εφεσείουσας προς τον Πρωτοκολλητή του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία του ζητούσε να θέσει το φάκελο ενώπιον Προέδρου του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Ο Πρωτοκολλητής απάντησε στην Εφεσείουσα με επιστολή του ημερ.30.8.2020 παραπέμποντας στην απόφαση της Δικαστού ημερ.25.9.2020.
Tο Οικογενειακό Δικαστήριο είχε βασίσει την απόφαση του στο άρθρο 3(1) του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου του 1990 (Ν.23/1990) όπως έχει τροποποιηθεί,[2] οι Νόμοι, το οποίο προνοεί ότι:
«3.-(1) Τα Οικογενειακά Δικαστήρια συγκροτούνται-
(α) Σε δίκη για διαζύγιο από τρεις δικαστές, όπως προβλέπεται στην υποπαράγραφο (α) της παραγράφου 2(Α) του Άρθρου 111 του Συντάγματος
(β) σε κάθε άλλη δίκη, από ένα μη κληρικό δικαστή του Οικογενειακού Δικαστηρίου:»
Έκρινε ότι ενώ σε αιτήσεις διαζυγίου η σύνθεση του Οικογενειακού Δικαστηρίου είναι τριμελής, με ένα Πρόεδρο Οικογενειακού Δικαστηρίου και δύο Δικαστές Οικογενειακού Δικαστηρίου, σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, ανεξάρτητα από τη φύση της αίτησης και το ύψος της επίδικης διαφοράς, της υπόθεσης επιλαμβάνεται ένας Δικαστής. Ενόψει της κατάληξης της αυτής, έκρινε αβάσιμη τη θέση περί έλλειψης δικαιοδοσίας της και έδωσε οδηγίες για την εκδίκαση των αιτήσεων ενώπιον της.
Η αδελφή Δικαστής που εξέτασε το αίτημα για άδεια, έχοντας προφανώς καταλήξει ότι είχε καταδειχτεί συζητήσιμη υπόθεση, αποφάνθηκε ότι η απόφαση της Δικαστού του Οικογενειακού Δικαστηρίου, σε σχέση με την ερμηνεία που απέδωσε στο άρθρο 3(1) των Νόμων, δεν ελεγχόταν με προνομιακό ένταλμα αλλά με έφεση. Διαπίστωσε ακόμα ότι δεν είχαν καταδειχθεί εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να υποδείκνυαν την ανάγκη χρήσης της διαδικασίας του προνομιακού εντάλματος αντί της έφεσης. Σημείωσε ακόμα ότι η ενέργεια του Πρωτοκολλητή να μην ανταποκριθεί στο αίτημα της Εφεσείουσας βασίστηκε στην απόφαση της Δικαστού του Οικογενειακού Δικαστηρίου με την οποία συνδεόταν άμεσα, χωρίς να αποτελεί ξεχωριστή απόφαση. Έτσι απέρριψε την αίτηση για άδεια.
Η απόφαση αυτή προσβάλλεται με ένα μόνο λόγο έφεσης, που όμως εγείρει περισσότερα από ένα ζητήματα.
Προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κατάληξη ότι «το πρακτικό ημερομηνίας 25/9/2020» αποτελούσε ενδιάμεση απόφαση. Περαιτέρω, προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κατάληξη ότι η Δικαστής του Οικογενειακού Δικαστηρίου ερμήνευσε ή αντιλήφθηκε λανθασμένα το άρθρο 3(1) των Νόμων, ενώ επρόκειτο ξεκάθαρα για σοβαρότατη νομική πλάνη η οποία ήταν καταφανής στο πρακτικό. Αυτό που στην πραγματικότητα ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν πως: «τυχόν λανθασμένη ερμηνεία νόμου ή λανθασμένη αντίληψη του Δικαστηρίου δεν ελέγχεται με προνομιακό ένταλμα».
Το άρθρο 3(1) των Νόμων, συνεχίζει η επιχειρηματολογία της Εφεσείουσας, βρίσκεται στο «Μέρος Δεύτερο - Δικαστήρια - Δικαστές - Γραμματεία», και αφορά στη σύνθεση και όχι στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου.
Είναι η θέση της Εφεσείουσας ότι η δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου καθορίζεται στο άρθρο 15 των Νόμων που βρίσκεται στο «Μέρος Τρίτο, Δικαιοδοσία-Δίκαιο, Πρακτική και δικονομία» το οποίο προνοεί ότι:
«15.-(1) Η δικαιοδοσία των Οικογενειακών Δικαστηρίων θα ασκείται σύμφωνα με τη δικονομία και πρακτική που καθορίζεται από οποιοδήποτε διαδικαστικό κανονισμό που εκδίδεται από το Ανώτατο Δικαστήριο.
(2) Μέχρι την έκδοση διαδικαστικού κανονισμού δυνάμει του εδαφίου (1), τα Οικογενειακά Δικαστήρια θα ακολουθούν, κατά το δυνατόν, τους διαδικαστικούς κανονισμούς, τη δικονομία και πρακτική που ακολουθείται κατά την εκδίκαση αστικών υποθέσεων.»
Είναι η περαιτέρω θέση της ότι το άρθρο 15 των Νόμων παραπέμπει και στις πρόνοιες του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/1960) όπως έχει τροποποιηθεί. Σχετικό, ανάφερε, είναι το άρθρο 22 του Ν.14/1960 που αφορά στην πολιτική δικαιοδοσία των Επαρχιακών Δικαστηρίων. Παρέπεμψε στα εδάφια (3) και (6) που προνοούν ότι:
«(3) Έκαστoς Αvώτερoς Επαρχιακός Δικαστής ή Επαρχιακός Δικαστής έχει αρμoδιότητα vα ακoύει και vα απoφασίζει για-
(α) Οπoιαδήπoτε αγωγή στηv oπoία τo αμφισβητoύμεvo πoσό ή η αξία της επίδικης διαφoράς δεv υπερβαίvει πρoκειμέvoυ περί Αvώτερoυ Επαρχιακoύ Δικαστή τις πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ (€500.000,00) και πρoκειμέvoυ περί Επαρχιακoύ Δικαστή τις εκατόν χιλιάδες ευρώ (€100.000,00).
..................................
(6) Κάθε Ανώτερος Επαρχιακός Δικαστής ή Επαρχιακός Δικαστής έχει αρμοδιότητα να ακούσει και να αποφασίζει για οποιαδήποτε αίτηση σε σχέση με εκτέλεση επί ακινήτων δυνάμει του Μέρους V του Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, ανεξάρτητα από την αξία του ακινήτου.»
Ως εκ τούτου, καταλήγει η Εφεσείουσα, Δικαστής Οικογενειακού Δικαστηρίου έχει, σε σχέση με το ύψος του ποσού την ίδια δικαιοδοσία που έχει Επαρχιακός Δικαστής. Καταδεικνυόταν συνεπώς εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και, εφόσον επρόκειτο για ζήτημα δικαιοδοσίας, συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις για να της παραχωρηθεί η σχετική άδεια.
Δεν συμφωνούμε με τη θέση της Εφεσείουσας ότι την 25.9.2020 το κατώτερο Δικαστήριο δεν εξέδωσε ενδιάμεση απόφαση. Η θέση της πως ό,τι υφίσταται είναι «πρακτικό ημερομηνίας 25.9.2020» δεν οδηγεί οπουδήποτε.
Οποτεδήποτε Δικαστήριο αποφαίνεται επί ζητήματος ή προβαίνει σε ρύθμιση της ενώπιον του διαδικασίας, ανάλογα με τη φύση του ζητήματος, αποφασίζει ή και διατάσσει. Οι αυθεντίες στις οποίες μας παρέπεμψαν οι δικηγόροι της Εφεσείουσας αναφέρονται σε κάτι άλλο, στη διάκριση μεταξύ αποφάσεων καθοριστικών και μη καθοριστικών για τα δικαιώματα των διαδίκων (Ιωσηφίδης κ.ά. ν. Συνδ. Πολεοδόμων Κύπρου κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 871, 875-7 και Seco Ltd v. Κεντρ. Συμβ. Προσφορών κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 85, 87). Και δεν έχει σημασία κατά πόσο είχε προηγηθεί ενδιάμεση αίτηση, γραπτές ή προφορικές αγορεύσεις και «γραπτή απόφαση», όπως επιχειρηματολογείται στην αγόρευση τους. Άλλωστε, εάν δεν επρόκειτο για απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου, η αίτηση για άδεια θα ήταν εκ προοιμίου απορριπτέα, αφού η διαδικασία των προνομιακών ενταλμάτων αφορά σε αποφάσεις, διατάγματα ή πράξεις (καν.3(2) και 5(1) του περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικός Κανονισμός του 2018). Καταλήγουμε ότι το πρακτικό της σχετικής ημερομηνίας εμπεριέχει την απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου.
Σε κάθε όμως περίπτωση, εάν διαπιστωνόταν συζητήσιμη υπόθεση, το ζήτημα ήταν τέτοιο, που θα χωρούσε έλεγχος μέσω προνομιακού εντάλματος (Συκοπετρίτης και Υιοί Λτδ (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 314 και Central Co-Operative Bank, 438).
Και συμφωνούμε ότι εάν η θέση της Εφεσείουσας ότι η καθ' ύλη αρμοδιότητα Δικαστή Οικογενειακού Δικαστηρίου, σε σχέση με το ύψος του ποσού του αντικειμένου, καθοριζόταν όπως στην περίπτωση Επαρχιακού Δικαστή ήταν ορθή, με τις περιπτώσεις όπου το ποσό υπερβαίνει τις €100.000, δηλαδή δικαιοδοσίας Προέδρου Επαρχιακού Δικαστηρίου και Ανώτερου Επαρχιακού Δικαστή, αποκλειστική δικαιοδοσία να είχε Πρόεδρος Οικογενειακού Δικαστηρίου, τότε στις περιστάσεις της υπόθεσης η Δικαστής που επιλήφθηκε των αιτήσεων δεν θα είχε δικαιοδοσία.
Στην Κιταλίδης ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ κ.ά. (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1759, 1763, επιβεβαιώθηκε ότι κάθε αίτηση για εκτέλεση απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου στα πλαίσια του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, είναι αυτοτελής και όχι ενδιάμεση, με αποτέλεσμα η δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου να μην διέπεται από το άρθρο 22(4)(β),[3] αλλά από το άρθρο 22(3)(α) του Ν.14/1960 (Pilavachi & Co Ltd v. International Chemical Co Ltd (1965) 1 C.L.R. 97, 115 και Central Co-Operative Bank v. CY.E.M.S. (1984) 1 C.L.R. 435, 443). Έτσι, η αίτηση με κλήση για την έκδοση διατάγματος κατασχέσεως εις χείρας τρίτου (άρθρα 73-81 του Κεφ. 6), αναφορικά με ποσό που υπερέβαινε τις £100.000,[4] που εκδικάστηκε από Επαρχιακό Δικαστή, παραμερίστηκε και διατάχθηκε η επανεκδίκαση της από Πρόεδρο Επαρχιακού Δικαστηρίου (βλ., ακόμη, Ψάλτης ν. Χ"Λόη (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1454, 1460 και Ιωακείμ κ.ά. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (Αρ.2) (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 986, 988-9, σε σχέση με αίτηση δυνάμει του περί Δολίων Μεταβιβάσεων (Ακύρωση) Νόμου, Κεφ.62).
Η επιχειρηματολογία των δικηγόρων της Εφεσείουσας επεκτάθηκε με αναφορά στο ιστορικό των τροποποιήσεων του άρθρου 3 των Νόμων. Με το Ν.33(Ι)/1996, η δικαιοδοσία που αφορούσε στις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων διαχωρίστηκε, έτσι ώστε εκεί όπου η διαφορά δεν υπερέβαινε τις £50.000 να εκδικάζεται από Δικαστή Οικογενειακού Δικαστηρίου και όπου υπερέβαινε τις £50.000 από Πρόεδρο και Δικαστή Οικογενειακού Δικαστηρίου με τουλάχιστον τετραετή υπηρεσία,[5] ενώ με το Ν.92(Ι)/1998, οι περιουσιακές διαφορές όπου η διαφορά υπερέβαινε τις £50.000 ανατέθηκαν προς εκδίκαση σε Πρόεδρο Οικογενειακού Δικαστηρίου.[6] Τέλος, με το Ν.58(Ι)/2000 το άρθρο 3(1) έλαβε τη μορφή που έχει σήμερα, επανήλθε δηλαδή η αρχική ρύθμιση.
Η επιμέρους επιχειρηματολογία με αναφορά στις τροποποιήσεις, κάθε άλλο παρά υποστηρίζει τη θέση της Εφεσείουσας. Αντίθετα. Η επιλογή νομοθετικής ρύθμισης του ζητήματος αυτοτελώς, χωρίς διασύνδεση με τη δικαιοδοσία των Επαρχιακών Δικαστών στη βάση του άρθρου 22 του Ν.14/1960 και η μετέπειτα κατάργηση των ρυθμίσεων αυτών με την τελευταία τροποποίηση, ενισχύει την αντίθετη άποψη.
Επιβεβαιώνεται ακόμα ότι το ζήτημα της δικαιοδοσίας είναι ζήτημα που ρυθμίζεται με νόμο και δεν θα μπορούσε να προκύπτει με την κατά το δυνατόν ακολουθία των διαδικαστικών κανονισμών, της δικονομίας ή της πρακτικής που ακολουθείται κατά την εκδίκαση αστικών υποθέσεων, όπως εισηγήθηκαν οι δικηγόροι της Εφεσείουσας επικαλούμενοι το άρθρο 15(2) των Νόμων.
Η θέση της Εφεσείουσας ότι η τελευταία τροποποίηση δεν έγινε για την κατάργηση της πρόνοιας της κλίμακας στις περιουσιακές διαφορές, αλλά μόνο γιατί κατά το Σύνταγμα[7] για κάθε άλλη δίκη εκτός διαζυγίου το Οικογενειακό Δικαστήριο θα πρέπει να συγκροτείται από ένα και μόνο Δικαστή (Μικρού ν. Κωνσταντινίδη (1998) 1(Δ) Α.Α.Δ. 1985, 1988-9), δεν είναι ορθή. Αυτό είχε ήδη επιτευχθεί με το Ν.92(Ι)/1998.
Ούτε η περαιτέρω επιχειρηματολογία της Εφεσείουσας ότι ο Πρόεδρος και οι Δικαστές των Οικογενειακών Δικαστηρίων έχουν την ίδια αντιμισθία και υπηρετούν με τους ίδιους όρους υπηρεσίας όπως Ανώτερος Επαρχιακός Δικαστής και Επαρχιακός Δικαστής αντίστοιχα (άρθρο 7 των Νόμων) προωθεί την επιχειρηματολογία της. Με αυτό το σκεπτικό, θα αναδυόταν ενδεχομένως κενό ως προς την αντίστοιχη δικαιοδοσία Προέδρου Επαρχιακού Δικαστηρίου.
Έχει σημασία να αναφερθούμε και στο εδάφιο (2) του άρθρου 3 των Νόμων το οποίο προνοεί ότι:
«(2) Σε περίπτωση που η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία δεν αποδέχεται ο διοριζόμενος από αυτή κληρικός Πρόεδρος του Οικογενειακού Δικαστηρίου να προεδρεύει και στις δίκες για τη λύση πολιτικών γάμων ή ο κληρικός Πρόεδρος αρνείται να προεδρεύει και στις δίκες για τη λύση πολιτικών γάμων, το Ανώτατο Δικαστήριο διορίζει και Πρόεδρο του Οικογενειακού Δικαστηρίου ο οποίος θα προεδρεύει σε δίκες για τη λύση πολιτικών γάμων.»
Προκύπτει ότι ο διορισμός «και» Προέδρου του Οικογενειακού Δικαστηρίου προνοείτο για την περίπτωση που η Εκκλησία δεν αποδεχόταν ή ο κληρικός Πρόεδρος αρνείτο να προεδρεύει στις δίκες διαζυγίου. Η Εκκλησία δεν διόρισε ποτέ κληρικό ως Πρόεδρο Οικογενειακού Δικαστηρίου, και δεν είχε ποτέ συμμετοχή όχι μόνο στη λύση πολιτικών γάμων, αλλά ούτε στη λύση θρησκευτικών γάμων από το Οικογενειακό Δικαστήριο. Διαφορετικά, τα Οικογενειακά Δικαστήρια δεν θα είχαν μη κληρικό Πρόεδρο[8] και σε κάθε άλλη δίκη, πέραν από δίκη διαζυγίου το Οικογενειακό Δικαστήριο θα συγκροτείτο από ένα Δικαστή Οικογενειακού Δικαστηρίου, που δεν θα ήταν Πρόεδρος Οικογενειακού Δικαστηρίου, αλλά ασφαλώς και θα μπορούσε να εκδικάζει υποθέσεις ανεξάρτητα από το ύψος του ποσού του αντικειμένου τους.
Καταλήγουμε ότι δεν υπήρχε εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και δεν ήταν περίπτωση που μπορούσε να χορηγηθεί άδεια για την καταχώριση αίτησης με κλήση για την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων.
Η έφεση απορρίπτεται.
Π. Παναγή, Π.
Κ. Σταματίου, Δ.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.
[1] Κατά τη συζήτηση της έφεσης, την Εφεσείουσα εκπροσωπούσαν οι Λ. Στυλιανού (κα) με Ξ. Σφήκα (κα) για LC Law Στυλιανού & Συνεργάτες ΔΕΠΕ.
[2] Σήμερα οι περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμοι του 1990 έως 2000.
[3] 22.(4)- Παρά τας διατάξεις oιoυδήπoτε άλλoυ vόμoυ και παρά τo ότι τo υπό αμφισβήτησιv πoσόv ή η αξία της επιδίκoυ διαφoράς υπερβαίvει τηv αvατιθεμέvηv εις αυτόv δικαιoδoσίαv, Αvώτερoς Επαρχιακός Δικαστής ή Επαρχιακός Δικαστής θα έχη εξoυσία-
.............
(β) vα εκδίδη oιovδήπoτε διάταγμα εv oιαδήπoτε αγωγή, μη διαγιγvώσκov τηv oυσίαv της αγωγής.
[4] Το άρθρο 22(3)(α) του Ν.14/1960 προνοούσε στους σχετικούς χρόνους ότι η δικαιοδοσία Επαρχιακού Δικαστή ήταν μέχρι £25.000.
[5] 3.-(1) Τα Οικογενειακά Δικαστήρια συγκροτούνται-
(α) ...
(β) σε δίκη για θέματα που πηγάζουν από τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων-
(i) Σε περίπτωση που η διαφορά δεν υπερβαίνει τις 50.000 λίρες, από ένα μη κληρικό δικαστή του Οικογενειακού Δικαστηρίου·
(ii) σε περίπτωση που η διαφορά υπερβαίνει τις 50.000 λίρες, από τον Πρόεδρο και ένα μη κληρικό δικαστή του Οικογενειακού Δικαστηρίου, ο οποίος έχει τουλάχιστον τετραετή υπηρεσία στο Οικογενειακό Δικαστήριο.
(γ) σε κάθε άλλη δίκη, από ένα μη κληρικό δικαστή του Οικογενειακού Δικαστηρίου:
[6] 3.-(1) Τα Οικογενειακά Δικαστήρια συγκροτούνται-
(α) ...
(β) σε κάθε άλλη δίκη, από ένα μη κληρικό δικαστή του Οικογενειακού Δικαστηρίου:
Νοείται ότι υποθέσεις περιουσιακών σχέσεων που αφορούν διαφορά πέραν των 50.000 λιρών εκδικάζονται από τον Πρόεδρο αυτού.
[7] 111.2.-Α. Παν ζήτημα των ανηκόντων εις την ελληνικήν ορθόδοξον Εκκλησίαν, σχέσιν έχον προς το διαζύγιον, τον χωρισμόν από κοίτης και τραπέζης ή την συνοίκησιν των συζύγων ή τας οικογενειακάς σχέσεις διαγιγνώσκεται υπό οικογενειακών δικαστηρίων έκαστον των οποίων σύγκειται:
(α) Εις την περί διαζυγίου δίκην εκ τριών δικαστών, ο είς των οποίων είναι αξιωματούχος κληρικός, νομομαθής διοριζόμενος υπό της ελληνικής ορθοδόξου Εκκλησίας και προεδρεύσει τούτου, οι δε έτεροι δύο επιλέγονται μεταξύ νομομαθών ανωτάτου επαγγελματικού και ηθικού επιπέδου ανηκόντων εις την ελληνικήν ορθόδοξον Εκκλησίαν, και διορίζονται υπό του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Εις ην περίπτωσιν το Ανώτατον Δικαστήριον διορίζει και τον Πρόεδρον του Δικαστηρίου.
(β) Εις πάσαν άλλην δίκην εξ' ενός δικαστού ως νόμος θέλει ορίσει.
[8] Βλ. σχετικά τα άρθρα των Νόμων:
«8. (2) Αν ο Πρόεδρος του Οικογενειακού Δικαστηρίου είναι κληρικός, θα δίνει αντί όρκου επίσημη διαβεβαίωση με περιεχόμενο ίδιο με αυτό του δικαστικού όρκου.» και
«9. (2) Αν ο Πρόεδρος του Οικογενειακού Δικαστηρίου είναι κληρικός, σε περίπτωση προσωρινής απουσίας ή ανικανότητας του, η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία θα διορίζει προσωρινό αντικαταστάτη. Αν η Εκκλησία παραλείψει να προβεί στο διορισμό αυτό σε εύλογο χρονικό διάστημα, το Ανώτατο Δικαστήριο θα διορίζει τον προσωρινό αντικαταστάτη.»