ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Παρπαρίνος, Λεωνίδας Σταματίου, Κατερίνα Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Α. Χατζησέργης για Α. Χατζησέργης ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες. Ν. Γεωργίου για Καλλής amp;amp;amp; Καλλής ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο 2. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-07-26 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΜΟΔΕΣΤΟΥ κ.α. v. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 339/2013, 26/7/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:A364

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 339/2013)

 

26 Ιουλίου, 2021

                                                        

[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

1. XXX ΜΟΔΕΣΤΟΥ,

2. XXX ΜΟΔΕΣΤΟΥ,

 

Εφεσείοντες/Ενάγοντες,

 

ΚΑΙ

 

1. XXX ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

2. XXX ΧΡΙΣΤΟΦΗ,

 

Εφεσίβλητοι/Εναγόμενοι.

_ _ _ _ _ _

 

Α. Χατζησέργης για Α. Χατζησέργης ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες.

Β. Καρακασίδου (κα) για Ευστάθιο Κ. Ευσταθίου ΔΕΠΕ, για τον

 Εφεσίβλητο 1.

Ν. Γεωργίου για Καλλής & Καλλής ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο 2.

 

_ _ _ _ _ _

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από την Σταματίου, Δ.

­­­

_ _ _ _ _ _

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣTAMATIOY, Δ.: Οι εφεσείοντες είναι σύζυγοι και κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν κάτοχοι του εκδοθέντος και πλήρως καταβληθέντος κεφαλαίου της εταιρείας Ηλεκτραγορά Χριστάκη Μοδέστου & Σία Λτδ, που αποτελείτο από 20.000 συνήθεις μετοχές προς ΛΚ1 η κάθε μια.

 

Με αγωγή που καταχώρησαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, οι εφεσείοντες-ενάγοντες αξίωσαν εναντίον του κάθε εφεσίβλητου-εναγομένου ποσό ΛΚ50.000, ως αποζημιώσεις για ζημιές που υπέστησαν, λόγω παράβασης γραπτής συμφωνίας που έγινε περί τις 24.12.1999, λόγω παράλειψης των εφεσιβλήτων να τους καταβάλουν το αξιούμενο ποσό, το οποίο αποτελούσε υπόλοιπο της αναλογίας του τιμήματος πώλησης και μεταβίβασης επ΄ ονόματι εκάστου των εναγομένων, ποσοστού 15% του εκδοθέντος και πλήρως καταβληθέντος μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας Ηλεκτραγορά Χριστάκης Μοδέστου & Σία Λτδ, η οποία μετονομάστηκε σε Modestou Sound and Vision Public Company Ltd, πλέον νόμιμο τόκο, ως περιορίστηκε η αξίωση των εφεσειόντων κατά την ακροαματική διαδικασία. Η αγωγή απορρίφθηκε με απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και προσβάλλεται με την υπό κρίση έφεση.

 

Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, η αξίωση βασίζεται σε γραπτή συμφωνία η οποία υπεγράφη στις 24.12.1999 μεταξύ των εφεσειόντων, αφενός, και των εφεσιβλήτων, καθώς και του XXX Αλωνεύτη, αφετέρου, με την οποία οι τελευταίοι συμφώνησαν να αγοράσουν από τους εφεσείοντες ποσοστό 30% του εκδοθέντος και πλήρως καταβληθέντος μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας Ηλεκτραγορά Χριστάκης Μοδέστου & Σία Λτδ, (στο εξής η «εταιρεία»), όπως αυτό θα διαμορφώνετο μετά τη συμπλήρωση των ενεργειών που αναφέρονται στην παράγραφο 5 της συμφωνίας, αντί του συμφωνηθέντος συνολικού ποσού των ΛΚ400.000, από το οποίο θα έπρεπε να καταβληθεί μέχρι τις 30.12.1999 ποσό ΛΚ300.000 και στις 28.2.2000 ποσό ΛΚ100.000. Σε κάποιο μεταγενέστερο στάδιο, μετά την υπογραφή της συμφωνίας, ο xxx Αλωνεύτης αποχώρησε και οι εφεσίβλητοι ανέλαβαν τα δικαιώματα και υποχρεώσεις του εν λόγω προσώπου, κάτι που έγινε αποδεκτό από τους εφεσείοντες. Ως αποτέλεσμα, ο xxx Αλωνεύτης δεν αποτελούσε μέρος της συμφωνίας και οι μετοχές θα μεταβιβάζοντο στους εφεσίβλητους, οι οποίοι θα κατέβαλλαν το ποσό των ΛΚ200.000 έκαστος. Κατά την υπογραφή της συμφωνίας, το εκδοθέν και πλήρως καταβληθέν κεφάλαιό της ήταν ΛΚ20.000 και αποτελείτο από 20.000 συνήθεις μετοχές προς ΛΚ1 η κάθε μια, από τις οποίες ο εφεσείων 1 κατείχε 12.000 μετοχές και η εφεσείουσα 2, 8.000 μετοχές. Με αναφορά στους ρητούς όρους της συμφωνίας, οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι εκπλήρωσαν όλες τις υποχρεώσεις τους που πήγαζαν από αυτή και μεταβίβασαν και ενέγραψαν επ΄ ονόματι των εφεσιβλήτων ή τρίτων προσώπων που αυτοί υπέδειξαν, ποσοστό 30% του συνολικού μετοχικού κεφαλαίου της εν λόγω εταιρείας. Οι εφεσίβλητοι κατέβαλαν στους εφεσείοντες ποσό ΛΚ300.000, παρέλειψαν όμως να καταβάλουν το υπόλοιπο ποσό των ΛΚ100.000 προς εξόφληση του τιμήματος των μετοχών κατά παράβαση της συμφωνίας, ποσό το οποίο αξίωσαν με την αγωγή τους.

 

Ο εφεσίβλητος 1 με το δικόγραφό του παραδέχεται μόνο την ύπαρξη της συμφωνίας, όχι όμως τα όσα ακολούθησαν. Ισχυρίζεται ότι το ποσό των ΛΚ200.000 κατεβλήθη προς τους εφεσείοντες ως ακολούθως:

 

(α) ποσό ΛΚ150.000 κατεβλήθη στις 31.12.1999 κατόπιν προφορικών οδηγιών των εφεσειόντων στην εταιρεία Marketrends Capital Market Ltd, η οποία κατά τον ουσιώδη χρόνο ενεργούσε ως εξουσιοδοτούμενος αντιπρόσωπος και/ή σύμβουλος δημοσιοποίησης της ιδιωτικής εταιρείας Modestou Sound & Vision Ltd.

 

(β) ποσό ΛΚ50.000 κατεβλήθη δια του συμψηφισμού του ποσού των ΛΚ50.000, το οποίο οφείλετο από την εταιρεία Modestou Sound & Vision Ltd προς τον εφεσίβλητο 1 ομοίως προς την εταιρεία Marketrends Capital Market Ltd. Αποτελεί περαιτέρω ισχυρισμό του εφεσίβλητου 1 ότι η Marketrends Capital Market Ltd και/ή μέσω του Διευθυντή της εφεσίβλητου 2 ενεργούσε ως εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος και/ή ως σύμβουλος των εφεσειόντων και/ή ως καταπιστευματοδόχος, η δε οποιαδήποτε πληρωμή προς αυτήν την εταιρεία συμφωνήθηκε όπως αποτελεί πληρωμή προς τους εφεσείοντες. Ο εφεσείων 1, περί το 2000, ενεργώντας προσωπικά και/ή μέσω της εταιρείας Modestou Sound & Vision Ltd, πώλησε σε τρίτους μετοχές που κατείχε και/ή δικαιούτο στην εν λόγω εταιρεία, από δε το προϊόν πώλησης ποσό ΛΚ20.000 συμφωνήθηκε όπως καταβληθεί στον εφεσίβλητο, αφαιρουμένου του ποσού των ΛΚ12.050, το οποίο αντιπροσώπευε την αξία εμπορευμάτων τα οποία αγόρασε ο εφεσίβλητος 1 από την εταιρεία, με αποτέλεσμα να παραμένει οφειλόμενο ποσό ΛΚ7.950, το οποίο ανταπαίτησε. Το ζήτημα της ανταπαίτησης δε θα μας απασχολήσει περαιτέρω, καθότι δεν αποτελεί αντικείμενο της έφεσης.

 

Ο εφεσίβλητος 2 στη υπεράσπισή του, πέραν της προδικαστικής ένστασης ότι οι εφεσείοντες δεν δικαιούνται να εγείρουν την αγωγή εφόσον παρήλθαν έξι χρόνια από την κατ΄ ισχυρισμό παράβαση συμβατικής υποχρέωσης, παραδέχεται ουσιαστικά μόνο την ύπαρξη της συμφωνίας και ισχυρίζεται ότι οι εφεσείοντες δεν εκπλήρωσαν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις, ούτε τήρησαν τους όρους της συμφωνίας. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι ανέλαβε εξ ολοκλήρου τη δημοσιοποίηση της εταιρείας με επιτυχία μέσω της εταιρείας Marketrends Capital Market Ltd, που ανήκει στον Όμιλο Εταιρειών Marketrends. Ισχυρίζεται, επίσης, ότι οι εφεσείοντες απεμπόλησαν οποιαδήποτε δικαιώματά τους από τη συμφωνία, λόγω της συμπεριφοράς και της αδράνειάς τους και κωλύονται από το να ισχυρίζονται παράβαση συμφωνίας και να ζητούν το ποσό των ΛΚ50.000.

 

Για σκοπούς κατανόησης των γεγονότων της υπόθεσης, θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε σε συντομία τους σημαντικότερους όρους της γραπτής συμφωνίας ημερομηνίας 24.12.1999.

 

Η συμφωνία συνήφθη μεταξύ των εφεσειόντων, «υπό την ιδιότητά των σαν κατόχων ολόκληρου του εκδοθέντος κεφαλαίου και σαν μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Ηλεκτραγοράς Χριστάκη Μοδέστου & Σία Λτδ», ως πωλητών και των xxx  Αλωνεύτη και εφεσιβλήτων, ως αγοραστών. Στο προοίμιο της συμφωνίας αναφέρεται η επιθυμία των πωλητών και αγοραστών για την περαιτέρω ανάπτυξη από κοινού των εργασιών της εταιρείας και η επιθυμία των αγοραστών να αποκτήσουν ποσοστό 30% στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας. Οι αγοραστές, με βάση τον όρο 1, συμφωνούν να αγοράσουν και οι πωλητές να πωλήσουν το 30% του εκδοθέντος και πλήρως καταβληθέντος μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας, όπως θα έχει διαμορφωθεί μετά τη συμπλήρωση των ενεργειών που αναφέρονται στην παράγραφο 5 αυτής.

 

Η παράγραφος 5 της συμφωνίας προέβλεπε ως ακολούθως:

 

«5. Μετοχική δομή

 

5.1 Το ήδη εκδοθέν και πλήρως καταβλημένο κεφάλαιο είναι £20 000 και αποτελείται από 20 000 συνήθεις μετοχές προς £1 η καθεμιά.

 

5.2 Μέρος από τα κέρδη μετά τη φορολογία των ετών 1998 και 1999 θα κεφαλαιοποιηθεί με τη έκδοση 280.000 νέων μετοχών στους Πωλητές.

 

5.3 Θα εκδοθούν στους Πωλητές 150 000 νέες μετοχές προς £1 η καθεμιά πληρωτέες σε μετρητά.

 

5.4 Μετά τη συμπλήρωση των 5.2 και 5.3 πιο πάνω, ποσοστό 30%, του συνολικού εκδοθέντος κεφαλαίου, δηλαδή 135 000 μετοχές προς £1 η καθεμιά,  θα μεταβιβαστεί στους Αγοραστές.

 

5.5 οι Πωλητές και οι Αγοραστές δικαιούνται να μεταβιβάσουν μέρος των μετοχών που θα κατέχουν με την Ολοκλήρωση της Συμφωνίας σε μέλη της οικογένειας τους και/ή σε εταιρείες που ελέγχονται από αυτούς.

 

Η μετοχική δομή της Εταιρείας θα διαμορφωθεί ως ακολούθως:

 

                                                                                         %

Οικογένεια Μοδέστου                                               70

Αγοραστές                                                                30

                                                                                         ----

                                                                                         100

                                                                                         ===»

 

Το τίμημα για τη μεταβίβαση ήταν ΛΚ400.000 καταβλητέο ως ακολούθως: Μέχρι τις 30.12.1999 ποσό ΛΚ300.000 και στις 28.2.2000 ποσό ΛΚ100.000. Ως προς την ολοκλήρωση της συμφωνίας σχετικός είναι ο όρος 8, ο οποίος προνοεί ως ακολούθως:

 

«Ολοκλήρωση

 

Η ολοκλήρωση θα λάβει χώρα την 7 Ιανουαρίου 2000 στα γραφεία της Εταιρείας και κατά αυτή θα συμβούν τα ακόλουθα:

 

Ι    Θα γίνουν οι μεταβιβάσεις και μεταφορές των μετοχών ή αν έχουν ήδη γίνει θα διαπιστωθεί η διενέργεια τους.

 

ΙΙ   Θα γίνουν οι κατάλληλες εγγραφές στο Μητρώο Μελών της Εταιρείας και θα εκδοθούν πιστοποιητικά μετοχών σύμφωνα με την παράγραφο 5.

 

ΙΙΙ Το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας θα συγκροτηθεί σύμφωνα με την παράγραφο 6.»

 

Προς υποστήριξη της εκδοχής των εφεσειόντων κατέθεσε ο xxx Μοδέστου, ΜΕ1, υιός των εφεσειόντων και παρών στις συναντήσεις και διαβουλεύσεις που εγίνοντο για την παρούσα υπόθεση, ο Γ. Κορφιώτης, ΜΕ2, δικηγόρος ο οποίος είχε βοηθήσει στην ετοιμασία του ενημερωτικού δελτίου της εταιρείας, υποβάλλοντας και τα απαιτούμενα έγγραφα στον Έφορο Εταιρειών στο στάδιο της δημοσιοποίησής της και ο ενάγων 1 (ΜΕ3). Εκ μέρους των εφεσιβλήτων προσφέρθηκε μαρτυρία του εφεσίβλητου 1, ενώ ο εφεσίβλητος 2 δεν πρόσφερε οποιαδήποτε μαρτυρία.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως η όποια απαίτηση για παράβαση της συμφωνίας σε σχέση με την εξόφληση του συμφωνηθέντος τιμήματος δεν μπορούσε να εγερθεί από τους εφεσείοντες υπό την προσωπική τους ιδιότητα, αλλά εκ μέρους της εταιρείας, την οποία αυτοί εκπροσωπούσαν κατά τη σύναψη της συμφωνίας. Ακόμη όμως και σε περίπτωση που ήθελε θεωρηθεί ότι οι εφεσείοντες θα μπορούσαν να διεκδικήσουν προσωπικά τυχόν οφειλόμενο τίμημα από τους εφεσίβλητους, η μαρτυρία κατέδειξε ότι το αξιούμενο ποσό των ΛΚ100.000 είχε καταβληθεί στην εταιρεία Marketrends Financial Services Ltd, που διαχειρίζετο τα χρήματα των μετόχων της υπό δημοσιοποίηση εταιρείας, με δύο επιταγές για το ποσό των ΛΚ50.000 εκάστη, οι οποίες είχαν εκδοθεί από τον εφεσείοντα 1 για λογαριασμό των εφεσιβλήτων 1 και 2, λόγω πώλησης των μετοχών τους, κάτι που έγινε εντός του έτους 2000. Το Δικαστήριο αναφέρθηκε, επίσης, στο ότι δεν προσήχθη μαρτυρία εκ μέρους του εφεσίβλητου 2.  Θεώρησε, όμως, πως από το σύνολο της προσφερθείσας μαρτυρίας μπορούσε να προβεί σε ευρήματα που αφορούν την υλοποίηση της συμφωνίας και η έλλειψη μαρτυρίας εκ μέρους του εφεσίβλητου 2 έκρινε ότι δεν οδηγεί σε μεταβολή τους. Συνακόλουθα, απέρριψε την αγωγή.

 

Η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης προσβάλλεται με πέντε λόγους έφεσης. Συγκεκριμένα, προβάλλεται πως, εσφαλμένα και κατά παράδοξο τρόπο, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι: (1) η συμφωνία ημερομηνίας 24.12.1999 συνήφθη από τους εφεσείοντες όχι υπό την προσωπική τους ιδιότητα, αλλά υπό την ιδιότητά τους ως κατόχων του μετοχικού κεφαλαίου και ως μελών του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, (2) τα θέματα που σχετίζοντο με την υλοποίηση της συμφωνίας, σε συνάρτηση με τη δημοσιοποίηση της εταιρείας, για τα οποία προσφέρθηκε η μαρτυρία των ΜΕ1 και ΜΕ3 εκ μέρους των εφεσειόντων, χωρίς ένσταση, δεν περιλαμβάνονται στην έκθεση απαίτησης και το Δικαστήριο δε θα έπρεπε να τα εξετάσει, (3) η όποια απαίτηση για παράβαση της συμφωνίας δεν μπορούσε να εγερθεί από τους εφεσείοντες υπό την προσωπική τους ιδιότητα, αλλά εκ μέρους της εταιρείας, την οποία αυτοί εκπροσωπούσαν κατά τη σύναψη της συμφωνίας, και (4) η μαρτυρία κατέδειξε ότι το αξιούμενο ποσό των ΛΚ100.000 είχε καταβληθεί στην εταιρεία Marketrends Financial Services Ltd. (5) Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αξιολόγησε το Τεκμ. 12, που είναι καταστάσεις λογαριασμών των εταιρειών Marketrends (Capital Market) Ltd και Marketrends Financial Services Ltd, που αφορούσαν την εταιρεία και έτσι λανθασμένα έκρινε ότι μπορούσε να προβεί σε ευρήματα που αφορούν την πορεία της υλοποίησης της συμφωνίας, παρά την έλλειψη μαρτυρίας εκ μέρους του εφεσίβλητου 2.

 

Ο πρώτος και ο τρίτος λόγος έφεσης θα εξεταστούν μαζί λόγω της συνάφειάς τους.

 

Παραθέτουμε τα δύο αποσπάσματα της πρωτόδικης απόφασης επί των οποίων εδράζονται:

«Επισημαίνεται περαιτέρω ότι, από την ίδια τη συμφωνία- Τεκμήριο 3 φαίνεται ότι αυτή συνήφθη μεταξύ αφενός των εναγόντων ως πωλητών, όχι όμως υπό την προσωπική τους ιδιότητα αλλά υπό την ιδιότητα τους ως κατόχων του μετοχικού κεφαλαίου και ως μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας ΗΛΕΚΤΡΑΓΟΡΑ ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΜΟΔΕΣΤΟΥ & ΣΙΑ ΛΤΔ και αφετέρου των εναγομένων 1 και 2 -ως τροποποιήθηκε η συμφωνία μετά την αποχώρηση του τρίτου συμβαλλόμενου αγοραστή- ως αγοραστών, υπό την προσωπική τους ιδιότητα, για την πώληση και αγορά αντίστοιχα ποσοστού 30% του εκδοθέντος και πλήρως καταβληθέντος μετοχικού κεφαλαίου της εν λόγω εταιρείας, ύψους £20.000 κατά τον χρόνο της σύναψης της συμφωνίας, όπως αυτό θα διαμορφώνετο μετά την συμπλήρωση των ενεργειών της παραγράφου 5 της συμφωνίας, αντί του συμφωνηθέντος συνολικού ποσού των £400.000, που εξ αυτού θα έπρεπε να είχε καταβληθεί μέχρι τις 30.12.1999 ποσό £300.000 και στις 28.2.2000 ποσό £100.000.»

 

.............

 

«Από τα πιο πάνω είναι πρόδηλο, κατά την αντίληψη μου, ότι η όποια απαίτηση για παράβαση της συμφωνίας σε σχέση με την εξόφληση του συμφωνηθέντος τιμήματος δεν μπορούσε να εγερθεί από τους ενάγοντες, υπό την προσωπική τους ιδιότητα, αλλά εκ μέρους της εταιρείας την οποία αυτοί εκπροσωπούσαν κατά τη σύναψη της συμφωνίας, όπως ορθά τέθηκε το θέμα και στην γραπτή αγόρευση του συνηγόρου του εναγόμενου 2.  Όπως προβάλλει και από το Τεκμήριο 9, η πληρωμή μέρους του συμφωνηθέντος τιμήματος εκ ποσού £100.000 εκ μέρους του εναγόμενου 2 με την επιταγή ημερομηνίας 27.12.1999 είχε γίνει προς την ΗΛΕΚΤΡΑΓΟΡΑ ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΜΟΔΕΣΤΟΥ και όχι προσωπικά προς τους ενάγοντες. Ανυποστήρικτη άλλωστε έμεινε και η αναφορά του ΜΕ1 σε πληρωμή μέρους του συμφωνηθέντος τιμήματος ύψους £150.000 με επιταγές που είχαν εκδοθεί επ' ονόματι του ενάγοντος 1 εκ μέρους του εναγόμενου 2, εφόσον αντίγραφα τέτοιων επιταγών δεν κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, παρόλο ότι, ως ο ΜΕ1 ανέφερε, ήταν στην κατοχή του.»

 

 

Στη συμφωνία Τεκμ. 3, εκεί όπου προσδιορίζονται τα μέρη, αναφέρεται στους εφεσείοντες «υπό την ιδιότητά των σαν κατόχων ολόκληρου του εκδοθέντος κεφαλαίου και σαν μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Ηλεκτραγοράς Χριστάκη Μοδέστου & Σία Λτδ». Η συμφωνία υπογράφεται από τους εφεσείοντες, χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε σφραγίδα της εταιρείας ή αναφορά σ΄ αυτήν, ούτε προβάλλεται με την υπεράσπιση οιουδήποτε εκ των εφεσιβλήτων ζήτημα δυνατότητας των εφεσειόντων να εγείρουν την αγωγή.

 

Το εγειρόμενο ζήτημα απαιτεί ερμηνεία της επίδικης σύμβασης. Στην υπόθεση Λίλλης ν. Ξενή (2009) 1 ΑΑΔ 217 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σχετικά με την ερμηνεία συμβάσεων:

 

«Κάθε όρος μιας σύμβασης δεν θα πρέπει να διαβάζεται απομονωμένος από το όλο πνεύμα της συμφωνίας και της πρόθεσης των συμβαλλομένων. Η ερμηνεία που δίδεται σε μια σύμβαση πρέπει να είναι λογική και να οδηγεί στην πραγμάτωση του σκοπού και της πρόθεσης των συμβαλλομένων, όπως αυτή συνάγεται από το κείμενο εξεταζόμενο ως ένα σύνολο, χωρίς να απομονώνεται οποιαδήποτε φράση.»

 

Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από το κείμενο της σύμβασης εξεταζόμενο ως σύνολο, στόχος της σύμβασης ήταν όπως οι εφεσείοντες πωλήσουν μέρος του μετοχικού κεφαλαίου που κατείχαν στην εταιρεία στους αντισυμβαλλόμενούς τους, όπως αυτό θα διαμορφωθεί μετά τη διενέργεια των πράξεων που καθορίζονται στον όρο 5 της σύμβασης, πιο πάνω, αντί συμφωνημένου τιμήματος αγοράς ύψους ΛΚ400.000.

 

Επρόκειτο για μίαν οικογενειακή ιδιωτική εταιρεία με μετοχικό κεφάλαιο ΛΚ20.000 και με βάση τον όρο 5 θα κεφαλαιοποιείτο μέρος των κερδών μετά τη φορολογία των ετών 1998 και 1999 με την έκδοση μετοχών προς τους πωλητές, ως αναφέρεται στον εν λόγω όρο. Η μεταβίβαση του 30% του συνολικού εκδοθέντος κεφαλαίου θα γινόταν μετά τη συμπλήρωση των διαλαμβανομένων στις παραγράφους 5.2 και 5.3 της συμφωνίας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας τη μαρτυρία που προσφέρθηκε εκ μέρους των εφεσειόντων, ανέφερε τα ακόλουθα:

 

«Αξιολογώντας αρχικά την μαρτυρία που προσφέρθηκε εκ μέρους των εναγόντων, έχοντας κατά νου το σύνολο της προσφερθείσας μαρτυρίας στην υπόθεση, θεωρώ ότι όσα υποστήριξαν οι ΜΕ1 και ΜΕ3, και επεξήγησε ο ΜΕ2, ως προς την πορεία δημοσιοποίησης της εταιρείας ΗΛΕΚΤΡΑΓΟΡΑ ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΜΟΔΕΣΤΟΥ & ΣΙΑ ΛΤΔ, αλλά και καταδεικνύονται από τα Τεκμήρια 1, 2, 4, 6-8, 11 και 13 -15, είναι αναμφισβήτητα. Παρέμεινε, επίσης, αναμφισβήτητος ο ρόλος της εταιρείας Marketrends (Capital Market) Ltd ως σύμβουλος δημοσιοποίησης της υπό αναφορά εταιρείας, η οποία μετονομάστηκε από τις 17.3.2000 σε Modestou Sound & Vision Ltd.  Όπως προβάλλει από την ίδια τη συμφωνία, σκοπός της ήταν η από κοινού ανάπτυξη των εργασιών της υπό αναφορά εταιρείας μέσω της μετατροπής της σε δημόσια εταιρεία που θα εισήγετο στο ΧΑΚ. Αυτός ήταν και ο λόγος ανάμιξης της εταιρείας Marketrends, όπως τελικά αποδέχθηκαν οι ΜΕ1 και ΜΕ3, αλλά και προβάλλει από την αναμφισβήτητη μαρτυρία του ΜΕ2. Κρίνεται ωστόσο ότι οι ΜΕ1 και ΜΕ3, παρόλο ότι αναφέρθηκαν με ειλικρίνεια στα γεγονότα που οδήγησαν στη σύναψη της συμφωνίας-Τεκμήριο 3 και στην υλοποίηση της στη συνέχεια, με τους εναπομείναντες αγοραστές του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας ΗΛΕΚΤΡΑΓΟΡΑ ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΜΟΔΕΣΤΟΥ & ΣΙΑ ΛΤΔ, απέφυγαν επιμελώς να δεχθούν ότι η πληρωμή του αξιούμενου με την αγωγή ποσού έγινε ως υποστήριξε ο εναγόμενος 1.

 

Βεβαίως τα θέματα που σχετίζονται με την υλοποίηση της συμφωνίας σε συνάρτηση με τη δημοσιοποίηση της εταιρείας Modestou Sound & Vision Ltd για τα οποία προσφέρθηκε η μαρτυρία των ΜΕ1 και ΜΕ3 εκ μέρους των εναγόντων, χωρίς ένσταση εκ μέρους των αντιδίκων τους, ουδόλως περιλαμβάνονται στην έκθεση απαίτησης και το Δικαστήριο δεν θα έπρεπε να τα εξετάσει (βλ., μεταξύ άλλων, Αυστριακές Αερογραμμές ν. Γενικών Ασφαλειών (1991) 1 Α.Α.Δ. 764 και Βαριάνου ν. Βορκά (2010) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1541). Πέραν αυτού, από όσα υποστήριξαν οι ΜΕ1 και ΜΕ3 αλλά και όσα περιλαμβάνονται στο ενημερωτικό δελτίο-Τεκμήριο 4 της εταιρείας Modestou Sound & Vision Ltd, σύμφωνα και με την αναμφισβήτητη μαρτυρία του ΜΕ2, προκύπτει ότι η συμφωνία τροποποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό με την πάροδο του χρόνου και τελικά ουδεμία μεταβίβαση μετοχών έγινε προσωπικά από τους ενάγοντες προς τους εναγόμενους, όχι μόνο μέσα στα συμφωνηθέντα χρονικά πλαίσια αλλά ούτε και μεταγενέστερα. Οι όποιες παραχωρήσεις μετοχών της εταιρείας Modestou Sound & Vision Ltd στους εναγόμενους 1 και 2 και σε πρόσωπα που αυτοί υπέδειξαν, έγιναν μέσα στα πλαίσια ανακατανομής του μετοχικού κεφαλαίου με αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης της εταιρείας κατά τη διαδικασία δημοσιοποίησης της.»

 

 

 

Θεωρούμε ότι αυτό που προέβλεπε η συμφωνία ήταν όπως οι εφεσίβλητοι αποκτήσουν το 30% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας, όπως αυτό θα διαμορφώνετο μετά από την εκπλήρωση των όρων 5.2 και 5.3 της συμφωνίας. Το κατά πόσο έγινε μεταβίβαση των μετοχών από τους ίδιους τους εφεσείοντες ή παραχώρηση από την εταιρεία με τη συνδρομή των εφεσειόντων δε διαφοροποιούσε τα πράγματα. Δεν έγινε οποιαδήποτε συμφωνία με την εταιρεία, αλλά με τους εφεσείοντες και είναι αυτοί που είχαν το δικαίωμα να αξιώσουν το αξιούμενο ποσό. Ως εκ τούτου, η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η όποια απαίτηση για παράβαση της συμφωνίας σε σχέση με την εξόφληση του συμφωνηθέντος τιμήματος δεν μπορούσε να εγερθεί από τους εφεσείοντες είναι λανθασμένη.

Περαιτέρω, σημειώνουμε πως, εν πάση περιπτώσει, το μέσο για την αμφισβήτηση της οντότητας του ενάγοντα είναι αίτηση για διαγραφή της αγωγής, όπως αποφασίστηκε στην υπόθεση Lioufis & Co Ltd v. Ανδρονίκου κ.ά (1996) 1 ΑΑΔ 773[1].

 

Ως εκ των ανωτέρω, οι λόγοι έφεσης 1 και 3 επιτυγχάνουν.

 

Όλοι οι άλλοι λόγοι συναρτώνται είτε άμεσα είτε έμμεσα με την αξιολόγηση της μαρτυρίας και του τρόπου με τον οποίο το Δικαστήριο εξήγαγε τα συναφή συμπεράσματά του.

 

Το Δικαστήριο, εξέτασε την αξίωση, σε περίπτωση που ήθελε θεωρηθεί ότι οι εφεσείοντες θα μπορούσαν να διεκδικήσουν προσωπικά τυχόν οφειλόμενο τίμημα από τους εφεσίβλητους. Ανέφερε, συναφώς, τα ακόλουθα:

 

«Ωστόσο, ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι θα μπορούσαν οι ενάγοντες να διεκδικήσουν προσωπικά τυχόν οφειλόμενο τίμημα από τους εναγόμενους, η μαρτυρία κατέδειξε ότι το αξιούμενο ποσό των £100.000, είχε καταβληθεί στην εταιρεία Marketrends Financial Services Ltd, που διαχειρίζετο τα χρήματα των μετόχων της υπό δημοσιοποίηση εταιρείας, με δύο επιταγές για το ποσό των £50.000 εκάστη, οι οποίες είχαν εκδοθεί από τον ενάγοντα 1 για λογαριασμό των εναγομένων 1 και 2 (βλ. Τεκμήριο 10) λόγω πώλησης των μετοχών τους, η οποία έγινε εντός του έτους 2000 για να μη μειωθεί το ποσοστό της οικογένειας Μοδέστου στην εταιρεία κάτω από το 55%, σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία του εναγόμενου 1. Όσα αντίθετα υποστηρίχθηκαν από τους ΜΕ1 και ΜΕ3, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτά αλλά και δεν προκύπτουν με σαφήνεια από το Τεκμήριο 12, το οποίο κατετέθη στο Δικαστήριο από τον ΜΕ1 χωρίς καμία επεξήγηση του περιεχομένου του. Δεν αγνοείται ότι δεν προσήχθη οποιαδήποτε μαρτυρία εκ μέρους του εναγόμενου 2, ειδικότερα προς υποστήριξη της θέσης του ότι η συμφωνία δεν ολοκληρώθηκε. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Μαυρομιχάλη κ.α. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 530, η δικογραφία επενεργεί στον προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων και δεν συνιστά μαρτυρία ούτε αποδεικτικό υλικό για την απόδειξη των εκατέρωθεν ισχυρισμών.  Ωστόσο από το σύνολο της προσφερθείσας μαρτυρίας το Δικαστήριο μπορούσε να προβεί σε ευρήματα που αφορούν την πορεία υλοποίησης της συμφωνίας και η έλλειψη μαρτυρίας εκ μέρους του εναγόμενου 2 δεν οδηγεί σε μεταβολή τους.»

 

Κατέληξε δε ως ακολούθως:

 

«Ενόψει των πιο πάνω και με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου κρίνεται ότι οι ενάγοντες δεν έχουν αποδείξει την αξίωση τους εναντίον των εναγομένων, στο μέτρο του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, όπως απαιτείται στις πολιτικές υποθέσεις. Ως εκ τούτου η αγωγή απορρίπτεται με έξοδα, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, εναντίον των εναγόντων και υπέρ των εναγομένων 1 και 2.»

 

Προβλήθηκε από τον εφεσίβλητο 2 ότι τα όσα αποφασίστηκαν πιο πάνω ήταν «εκ του περισσού» και, ως τέτοια, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο έφεσης. Προς τούτο, παρέπεμψαν στις υποθέσεις Παπά ν. Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 713, Δημοκρατία ν. Εταιρείας A. Polydorou & Son Ltd (2007) 3 ΑΑΔ 363 και Paphos Stone Estates Ltd ν. Χριστοδουλίδη κ.ά. (2000) 1 ΑΑΔ 2110.

 

Δεν συμφωνούμε με αυτή την προσέγγιση. Εφόσον έχει ανατραπεί η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το ζήτημα του προσώπου που νομιμοποιείτο να εγείρει την αγωγή, τότε το έτερο συμπέρασμα του Δικαστηρίου, ως προς την καταβολή του τιμήματος, μπορεί να εξεταστεί στα πλαίσια της έφεσης. Μόνο σε περίπτωση κατά την οποία απορρίπτετο το πρώτο ζήτημα δεν θα απαιτείτο η εξέταση του δεύτερου. Η νομολογία στην οποία μας έχει παραπέμψει η πλευρά του εφεσίβλητου 2 αφορούσε σε τέτοιες περιπτώσεις.  

 

Από το πιο πάνω απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης προκύπτει ότι το Δικαστήριο έκρινε πως από τη μαρτυρία καταδείχθηκε η καταβολή του ποσού των ΛΚ100.000 που αξιώνετο με την αγωγή. Όμως, αυτό αποτελεί διαφορετική θεώρηση της υπόθεσης από τα προβλεπόμενα στη δικογραφία. Συγκεκριμένα ο εφεσίβλητος 2 δεν ισχυρίστηκε στο δικόγραφο του την πληρωμή του υπόλοιπου ποσού των ΛΚ50.000 που του αναλογούσε. Αυτό που προβάλλεται ως υπεράσπιση είναι ουσιαστικά ότι η συμφωνία μεταξύ των μερών δεν είχε ολοκληρωθεί, κάτι διαφορετικό από την καταβολή του ποσού που αξιώνεται με την αγωγή. Το Δικαστήριο αποδέχθηκε ως ειλικρινή τη μαρτυρία των εφεσειόντων ως προς τα γεγονότα που οδήγησαν στη σύναψη της συμφωνίας και στην υλοποίηση της στη συνέχεια, όμως έκρινε ότι τα θέματα που σχετίζονται με την υλοποίηση της συμφωνίας για τα οποία προσφέρθηκε η μαρτυρία των ΜΕ1 και ΜΕ3 χωρίς ένσταση δεν περιλαμβάνονταν στην έκθεση απαίτησης και το Δικαστήριο δε θα έπρεπε να τα εξετάσει. Παρά ταύτα το Δικαστήριο προχώρησε αναφέροντας ότι ακόμη και αν είναι επιτρεπτό να εξαχθούν ευρήματα από τη μαρτυρία που προσέφεραν οι εφεσείοντες δεν θα ήταν διατεθειμένο να αποδεχθεί τη μαρτυρία των ΜΕ1 και ΜΕ3 ως προς την μη πληρωμή του υπόλοιπου ποσού των ΛΚ100.000, αναφέροντας τα ακόλουθα:

 

«Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν είναι επιτρεπτό να εξαχθούν ευρήματα από τη μαρτυρία που προσέφεραν οι ενάγοντες λόγω των ισχυρισμών που οι εναγόμενοι περιέλαβαν στις υπερασπίσεις τους σε συνάρτηση με τα δικόγραφα απάντησης των εναγόντων, δεν θα ήμουν διατεθειμένη να αποδεχθώ τη μαρτυρία των ΜΕ1 και ΜΕ3 ως προς το θέμα μη πλήρωσης του υπολοίπου ποσού των £100.000 εκ μέρους των εναγομένων, απορρίπτοντας τη μαρτυρία του εναγόμενου 1 για το θέμα αυτό. Ο εναγόμενος 1 επέδειξε θετική στάση δίδοντας τη μαρτυρία του αλλά και όσα κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου, τα είχε φέρει σε γνώση του εναγόντος 1 από τον Ιανουάριο του 2003 με την επιστολή του - Τεκμήριο 5, η οποία σημειωτέον ότι κατατέθηκε ως Τεκμήριο από την πλευρά των εναγόντων. Οι ισχυρισμοί του εναγόμενου 1 πέραν του ότι έχουν λογική συνέπεια υποστηρίζονται και από το περιεχόμενο του ενημερωτικού δελτίου - Τεκμηρίου 4 αλλά και δεν ανατράπηκαν από τους ΜΕ1 και ΜΕ3 με τρόπου που να αναδεικνύονται ως αναληθείς.»

 

Διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο περιέπεσε σε σοβαρά σφάλματα ως προς τον τρόπο που προσέγγισε τη μαρτυρία και αξιολόγησε τους μάρτυρες. Αποδέχθηκε τη μαρτυρία των ΜΕ1 και 3 ως ειλικρινή ως προς τα γεγονότα που οδήγησαν στη σύναψη της συμφωνίας και την υλοποίηση της και δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία τους ως προς το θέμα της μη πληρωμής του ποσού των ΛΚ100.000 που αποτελούσε το κύριο στοιχείο της απαίτησης. Παραβλέποντας όμως ότι δεν υπήρξε δικογραφημένος ισχυρισμός από τον εφεσίβλητο 2 ότι κατέβαλε το ποσό των ΛΚ50.000 που του αναλογούσε. Συνολικά κρινόμενη η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν έγινε στη βάση των δικογραφημένων θέσεων με αποτέλεσμα εν τέλει να υπάρχει σύγχυση ως προς το τι αποδέχθηκε και τι όχι. Εξ άλλου όλα τα γεγονότα είχαν μια χρονική και πραγματική αλληλουχία και δεν εξηγήθηκε σε ποια βάση υπήρξε διαφοροποίηση αποδοχής ή μη αποδοχής.

 

 

Με τον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία και κατέληξε στα ευρήματά του, είναι φανερό ότι εξέτασε την υπόθεση σε διαφορετική βάση από αυτήν που προβλήθηκε με τη δικογραφία (βλ. Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία Λτδ ν. Καλαμαρά (1993) 1 ΑΑΔ 1059). Πέραν αυτού ήδη σημειώθηκαν τα αντιφατικά συμπεράσματα του Δικαστηρίου επι της μαρτυρίας. Ως εκ τούτου η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν έγινε στο ορθό πλαίσιο και δεν θα μπορούσε αυτό να γίνει από το εφετείο στα πλαίσια της έφεσης. Συνακόλουθα, παρά το ότι δεν είναι επιθυμητό λόγω του διαρρεύσαντος χρόνου να διαταχθεί επανεκδίκαση, δεν υπάρχει άλλη οδός.

 

Η έφεση επιτυγχάνει. Διατάσσεται επανεκδίκαση της υπόθεσης το συντομότερο δυνατό για όλα τα ζητήματα πλην των θεμάτων που εξετάστηκαν στα πλαίσια των λόγων έφεσης 1 και  3. Τα πρωτόδικα έξοδα ακυρώνονται και θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της επανεκδίκασης. Επιδικάζονται τα έξοδα της έφεσης υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσιβλήτων 1 και 2, €1.500 έκαστος, πλέον ΦΠΑ.

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

/ΧΤΘ

 

 

 

 

 

 

 



[1] «Το μέσο για την αμφισβήτηση της οντότητας του ενάγοντα είναι αίτηση για τη διαγραφή της αγωγής. Η θέση αυτή ευρίσκει έρεισμα στην απόφαση Russian Commercial and Industrial Bank v. Comptoir D; Escompte de Multhouse [1925] A.C. 112 (HL). Στην υπόθεση εκείνη κρίθηκε ότι η αμφισβήτηση εξουσίας του ενάγοντα να κινήσει αγωγή εξ ονόματος της ενάγουσας εταιρείας δεν μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο αντιδικίας, με την έγερση του θέματος στην Υπεράσπιση. Η θεραπεία έγκειται στη λήψη μέτρων, σε αρχικό στάδιο της διαδικασίας, για τη διαγραφή του ενάγοντα και τον τερματισμό της διαδικασίας. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που αμφισβητείται η ύπαρξη του ενάγοντα - (βλ. The Annual Practice 1958, σελ. 574 και 575).»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο