ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2021:A356
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙA ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 320/2020
26 Ιουλίου, 2021
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π., K. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.(1)(4) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν. 33/64)
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018 (5/2018)
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ XXX RISCHKO ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΤΗΣ ΟΙΚΙΑΣ ΑΡΙΘΜΟΣ XXX ΣΤΗΝ ΟΔΟ XXX XXX ΣΤΟ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ XXX ΒΕΑCH VILLAS ΣΤΟ ΠΑΡΑΛΙΜΝΙ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ ΣΤΙΣ 14.09.2020 ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΤΗΚΕ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΜΕΡΑ
--------------------
Μαρίνος Αρμεύτης, για τον Εφεσείοντα.
--------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την Π. Παναγή, Π.
-------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΗ, Π.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου, στις 14.9.2020 και ώρα 1.45 π.μ. εξέδωσε ένταλμα έρευνας της οικίας στην οποία διέμενε ο εφεσείων και ένα άλλο πρόσωπο (στο εξής «CP»), στη βάση ένορκης δήλωσης Αστυφύλακα, του Αστυνομικού Σταθμού Αραδίππου, (στο εξής «ο Αστυφύλακας»), στα πλαίσια διερευνώμενης υπόθεσης ναρκωτικών. Η ένορκη δήλωση αναφερόταν σε πληροφορία από πρόσωπο το οποίο επισκέφθηκε την εν λόγω οικία «πριν από λίγο», σύμφωνα με την οποία στο τραπεζάκι του σαλονιού υπήρχαν νάιλον σακουλάκια με κάνναβη και ένα κουτί με άσπρη σκόνη η οποία πιθανό να ήταν κοκαΐνη, αφού τα εν λόγω πρόσωπα παρότρυναν τον πληροφοριοδότη να αγοράσει κάνναβη και κοκαΐνη σε πάρα πολύ καλή τιμή. Επίσης, «καθ' όλη τη διάρκεια» τα πρόσωπα αυτά ετοίμαζαν χειροποίητα τσιγάρα με κάνναβη τα οποία τοποθετούσαν σε χάρτινο κουτί.
Αργότερα την ίδια μέρα, το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου εξέδωσε ένταλμα σύλληψης του εφεσείοντα και του άλλου προσώπου, στη βάση ένορκης δήλωσης Λοχία της Υ.ΚΑ.Ν. (στο εξής «ο Λοχίας»). Σύμφωνα με αυτή την ένορκη δήλωση, στις 13.9.2020 δόθηκε πληροφορία στην Υ.ΚΑ.Ν. ότι οι ένοικοι της εν λόγω οικίας, δηλαδή ο εφεσείων και η CP, παράνομα απέκρυπταν κάνναβη και κοκαΐνη. Αργότερα την ίδια μέρα, περί ώρα 23:35, δόθηκε επίσης πληροφορία από τον Αστυνομικό Σταθμό Παραλιμνίου για την ίδια οικία, ότι πιθανό εκεί να αποκρύπτονται ναρκωτικές ουσίες. Ακολούθως, στις 14.9.2020 και ώρα 00:15, μέλη της Υ.ΚΑ.Ν Αμμοχώστου επισκέφθηκαν την εν λόγω οικία με σκοπό τη διερεύνηση των πληροφοριών. Την ίδια μέρα, δυνάμει του προαναφερόμενου εντάλματος έρευνας, διενεργήθηκε έρευνα της οικίας από Μέλη της Υ.ΚΑ.Ν. στην παρουσία του κοινοτάρχη Παραλιμνίου. Ο εφεσείων και η CP πληροφορήθηκαν επανειλημμένα, τηλεφωνικώς, από τον ιδιοκτήτη της οικίας για την παρουσία της Αστυνομίας στο μέρος με σκοπό τη διεξαγωγή έρευνας της οικίας «και αυτοί αρνούνταν να το πράξουν». Κατά την έρευνα εντοπίστηκαν, μεταξύ άλλων, κάνναβη και κοκαΐνη.
Με μονομερή αίτηση που καταχώρισε στο Ανώτατο Δικαστήριο, ο εφεσείων επεδίωξε τη χορήγηση σε αυτόν άδειας από το Ανώτατο Δικαστήριο για την καταχώρηση αίτησης δια κλήσεως με απώτερο σκοπό την ακύρωση ή και τον παραμερισμό του εντάλματος έρευνας με ένταλμα certiorari. Δεν αμφισβητείτο από τον εφεσείοντα ότι η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου ήταν ικανοποιητική προς τεκμηρίωση των προϋποθέσεων έκδοσης του εντάλματος έρευνας δυνάμει των άρθρων 27 και 28 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155. Υποστήριξε, όμως, ότι υπήρξε ψευδορκία καθώς και απόκρυψη ουσιαστικών στοιχείων κατά το στάδιο υποβολής του αιτήματος της Αστυνομίας για έκδοση του εντάλματος έρευνας. Συγκεκριμένα, συγκρίνοντας τις δύο ένορκες δηλώσεις, του Αστυφύλακα και του Λοχία, φαινόταν, κατά τον εφεσείοντα, ότι η μαρτυρία βάσει της οποίας εκδόθηκε το ένταλμα έρευνας, δεν προέκυψε «πριν από λίγο», όπως αναφερόταν στην ένορκη δήλωση του Αστυφύλακα και πως ο τελευταίος δεν αποκάλυψε στο Δικαστήριο ότι (1) υπήρχαν δύο πληροφορίες αναφορικά με τη συγκεκριμένη οικία και υπό διερεύνηση αδικήματα˙ (2) από η ώρα 00:15, τουλάχιστον, δεν υπήρχε οποιοσδήποτε εντός της οικίας˙ και (3) παρών, εκτός της οικίας, ήταν ο ιδιοκτήτης της, ο οποίος τηλεφωνούσε στους ενοίκους για να τους πληροφορήσει για την πρόθεση της Αστυνομίας να διεξάγει έρευνα και ότι αυτοί αρνούνταν. Επίσης, κατά τον εφεσείοντα, προκύπτει από το πρακτικό του εντάλματος έρευνας ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο ενήργησε μηχανικά καθότι ενώ οι «ύποπτοι» ήταν ο ίδιος και η CP, κατά την έκδοση του εντάλματος, αυτό αναφέρθηκε σε «ύποπτο» αντί «ύποπτους».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση με το ακόλουθο σκεπτικό:
«Με όλο τον σεβασμό στην προσπάθεια του ευπαίδευτου συνηγόρου, τα όσα επικαλέστηκε δεν στοιχειοθετούν τις θέσεις του. Δεν βρισκόμαστε ενώπιον περίπτωσης όπου έχει καταδειχθεί ζήτημα ψευδορκίας, ως αδιαμφισβήτητο γεγονός, ή μη αποκάλυψης ουσιωδών πληροφοριών. Απλώς υπάρχει αντίθετη εκδοχή και μια διαφορετική αντίληψη των γεγονότων από την πλευρά του Αιτητή. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν θα ήταν επιτρεπτή, στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, η αξιολόγηση αντίθετων εκδοχών και η κατάληξη σε ανάλογα ευρήματα (Προνομιακά Εντάλματα, Πέτρου Αρτέμη, σελ. 130-136, R. v. Ashford (Kent) Justices, Ex-parte Richley [1955] 3 All E.R. 604). Η Αστυνομία είχε στα χέρια της πληροφορία, σε χρόνο προηγούμενο της αναζήτησης εντάλματος έρευνας και έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου τα σημαντικά δεδομένα προς στήριξη του αιτήματός της. Το κατά πόσο τελικά τα στοιχεία που είχε στα χέρια της ήταν ικανοποιητικά προς έκδοση εντάλματος, ήταν ζήτημα κρίσης που ασκήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, η οποία κινήθηκε, όπως αναφέρθηκε, στα ορθά πλαίσια.
Σε ό,τι αφορά την θέση ότι υπήρχε καταφανές σφάλμα στο πρακτικό, στηρίχθηκε στο γεγονός ότι το δικαστήριο αναφέρθηκε, κατά την έκδοση του εντάλματος έρευνας, σε «ύποπτο», αντί σε «ύποπτους». Αυτό όμως δεν συνιστά σφάλμα στα πλαίσια που θα επέτρεπε παροχή άδειας. Τα γεγονότα ήταν ενώπιον του Δικαστηρίου και, μέσα από αυτά, όπως είναι και η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Αιτητή, υπήρχαν όλα τα στοιχεία που δικαιολογούσαν την έκδοση εντάλματος έρευνας. Υπό αυτές τις συνθήκες, η αναφορά σε «ύποπτο», αντί «ύποπτους», δεν διαφοροποιούσε το όλο θέμα, υπό την έννοια που τέθηκε από τον Αιτητή, ότι δηλαδή το Δικαστήριο ενήργησε «μηχανικά».
Οι αποφάσεις που παρουσίασε ο ευπαίδευτος συνήγορος προς στήριξη του αιτήματός του αναφέρονται, ακριβώς, στις περιπτώσεις όπου τεκμηριώνεται ξεκάθαρα το ζήτημα της ψευδορκίας ή της απόκρυψης σημαντικών στοιχείων, κατά τρόπο που να δικαιολογείτο η παροχή άδειας προς καταχώρηση αίτησης διά κλήσεως προς έκδοση προνομιακού εντάλματος.»
Ο εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση με τρεις λόγους έφεσης, αμφισβητώντας την ορθότητα της σε όλη της την έκταση. Παραπέμποντας στο περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων που συνόδευαν τα αιτήματα της Αστυνομίας για εντάλματα έρευνας και σύλληψης αντίστοιχα, εισηγείται, με αναφορά στο ζήτημα της ψευδορκίας, ότι δεν υπήρχε εκ μέρους του «αντίθετη εκδοχή» όπως θεώρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρά μόνο η εκδοχή που παρουσίασε η ίδια η Αστυνομία, ούτε εκ των πραγμάτων μπορεί να υπάρξει «διαφορετική αντίληψη των γεγονότων». Επομένως, μόνη εκδοχή είναι ότι ο Αστυφύλακας δεν έλεγε την αλήθεια όταν στις 14.9.2020 και ώρα 01:40 ορκιζόταν ότι πρόσωπο επισκέφθηκε την οικία του εφεσείοντα «πριν από λίγο». Ταυτόχρονα θεωρεί ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε πως η Αστυνομία «έθεσε τα σημαντικά δεδομένα ενώπιον του Δικαστηρίου» αφού, όπως εξάγεται αβίαστα από την ένορκη δήλωση του Λοχία, υπήρχαν σημαντικά αδιαμφισβήτητα γεγονότα τα οποία δεν αποκαλύφθηκαν στο εκδώσαν το ένταλμα έρευνας Δικαστήριο, επαναλαμβάνοντας τα όσα σχετικά προώθησε πρωτοδίκως. Εσφαλμένο θεωρεί και το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρχε καταφανές σφάλμα στο πρακτικό επαναλαμβάνοντας, και σε αυτή την περίπτωση, τα όσα προώθησε πρωτοδίκως περί μηχανικής προσέγγισης εκ μέρους του εκδώσαντος το ένταλμα Δικαστηρίου, θέση η οποία αναπτύχθηκε ιδιαίτερα από τον συνήγορο του εφεσείοντα κατά την ακρόαση της έφεσης.
Το Άρθρο 16.1 του Συντάγματος διασφαλίζει το απαραβίαστο της κατοικίας. Μόνο στις περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο Άρθρο 16.2 είναι δυνατή η είσοδος ή έρευνα σε κατοικία, μεταξύ άλλων, "... ειμή ότε και όπως ο νόμος ορίζει και κατόπιν δικαστικού εντάλματος δεόντως ητιολογημένου ...". Ο αιτών το ένταλμα αστυφύλακας έχει καθήκον να προβεί σε πλήρη αποκάλυψη των ουσιωδών στοιχείων και γεγονότων. Παράλειψη αποκάλυψης θεωρείται ότι αφαιρεί το νόμιμο της έκδοσης του εντάλματος. Η δε εξασφάλιση δικαστικής απόφασης με απάτη ή ψευδορκία συνιστά λόγο ενεργοποίησης της εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου για έκδοση εντάλματος certiorari.
Εν προκειμένω, όπως σημειώθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο και προκύπτει από την ένορκη δήλωση του Αστυφύλακα, η Αστυνομία είχε στα χέρια της πληροφορία, την οποία έλαβε πριν αιτηθεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο του εντάλματος έρευνας, σύμφωνα με την οποία ο πληροφοριοδότης επισκέφθηκε την οικία του εφεσείοντα και της CP «πριν από λίγο». Δηλαδή, ο ομνύων Αστυφύλακας, δεν είχε ιδία γνώση των όσων αναφέρονταν στην ένορκη δήλωσή του που υποστήριζε το αίτημα για ένταλμα έρευνας, συμπεριλαμβανομένης της ώρας της επίσκεψης του πληροφοριοδότη στην οικία του εφεσείοντα, ώστε να μπορεί να γίνεται λόγος για ψευδορκία. Τα όσα προβάλλονται δε από τον εφεσείοντα περί μη αποκάλυψης, είναι συμπεράσματα βάσει της αναφοράς στην ένορκη δήλωση του Αστυφύλακα ως προς το χρόνο της επίσκεψης του πληροφοριοδότη στην οικία του εφεσείοντα, δηλαδή «πριν από λίγο» και ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν επρόκειτο για περίπτωση μη αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων.
Η αναφορά του Επαρχιακού Δικαστηρίου σε «ύποπτο» αντί «ύποπτους», συνιστούσε σφάλμα, όχι όμως τέτοιο που θα επέτρεπε την παροχή άδειας, όπως ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η μαρτυρία του Αστυφύλακα δεν αναφερόταν στον εφεσείοντα ή τη CP ονομαστικά, παρά μόνο και στους δύο μαζί ως οι «πιο πάνω» αποδίδοντάς τους τις ίδιες ενέργειες χωρίς οποιαδήποτε ονομαστική ή άλλη διάκριση. Τούτου δοθέντος, είναι φανερό ότι η αναφορά του Επαρχιακού Δικαστηρίου σε «ύποπτο» επρόκειτο για λεκτικό σφάλμα και όχι σφάλμα ουσίας. Ύποπτοι ήταν και οι δύο συγκεκριμένοι ένοικοι της οικίας και αναφερόμενο το Δικαστήριο σε «ύποπτο» εννοούσε και τους δύο. Βέβαια, η σύνδεση οποιουδήποτε από τους δύο ενοίκους με τα υπό διερεύνηση αδικήματα θα επαρκούσε για σκοπούς έκδοσης του εντάλματος. Όπως ορθά σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο: «Τα γεγονότα ήταν ενώπιον του Δικαστηρίου και, μέσα από αυτά, όπως είναι και η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Αιτητή, υπήρχαν όλα τα στοιχεία που δικαιολογούσαν την έκδοση εντάλματος έρευνας. Υπό αυτές τις συνθήκες, η αναφορά σε «ύποπτο», αντί «ύποπτους», δεν διαφοροποιούσε το όλο θέμα.».
Δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος για παρέμβασή μας προς ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Η έφεση απορρίπτεται.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ, Δ.
/ΣΓεωργίου