ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Μαλαχτός, Χάρης Ο Αιτητής-Εφεσίβλητος, εμφανίζεται προσωπικά. Κ. Γεωργίου (κα) για Κάλια Γεωργίου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Καθ΄ων η Αίτηση-Εφεσείοντες. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-07-20 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο Εκδόσεις «ΑΡΚΤΙΝΟΣ Λτδ» κ.α. v. Αγγελίδη, Πολιτική Έφεση 315/2013, 20/7/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:A338

 

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση 315/2013)

 

 

20 Ιουλίου 2021

 

 

[Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΥ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΥ, ΔΔ]

 

 

         1. Εκδόσεις «ΑΡΚΤΙΝΟΣ Λτδ»

2. xxx Κωνσταντίνου

 

Εφεσειόντων

και

 

 

xxx xxx Αγγελίδη

 

Εφεσίβλητου

 

Και στην Αντέφεση

 

 

xxx xxx Αγγελίδη

 

Εφεσείοντα

 

και

 

1.   Εκδόσεις «ΑΡΚΤΙΝΟΣ Λτδ»

                   2. xxx Παπαδόπουλου 

                                 3. xxx Κωνσταντίνου

     4. xxx Διονυσίου

 

Εφεσίβλητων

 

 

------------

 

Αίτηση ημερ. 26.3.2021

 

-----------

 

Ο Αιτητής-Εφεσίβλητος, εμφανίζεται προσωπικά.

Κ. Γεωργίου (κα) για Κάλια Γεωργίου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Καθ΄ων η Αίτηση-Εφεσείοντες.

-------------

 

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.

-------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:   Ο Αιτητής διεκδίκησε αποζημιώσεις για δυσφήμιση σε σχέση με πέντε δημοσιεύματα της εφημερίδας «Πολίτης», που δημοσιεύτηκαν την περίοδο Νοεμβρίου 2009 - Μαρτίου 2010 και το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφασίζοντας ότι τα τέσσερα από αυτά ήταν δυσφημιστικά, επιδίκασε υπέρ του και εναντίον δύο εκ των Εναγόμενων, οι Εφεσείοντες, αποζημιώσεις.

 

Την 3.12.2020 εκδόθηκε απόφαση από το Εφετείο με την οποία επιτράπηκε μερικώς η έφεση των Εφεσείοντων και απορρίφθηκε η αντέφεση του Αιτητή.  Κρίθηκε πως μόνο ένα από τα δημοσιεύματα ήταν δυσφημιστικό για τον Αιτητή και η αποζημίωση του μειώθηκε.  Εκδόθηκαν και σχετικές διαταγές για τα έξοδα.

 

Μετά την έκδοση της εφετειακής απόφασης, ο Αιτητής απέστειλε επιστολή ημερ.15.12.2020 προς τον Πρόεδρο και τους άλλους δύο Δικαστές του Εφετείου διαμαρτυρόμενος, υποδεικνύοντας πως στην απόφαση του Εφετείου υπήρχε σφάλμα σε σχέση με τα πραγματικά γεγονότα.

 

Αναφερόταν στην απόφαση ότι:

 

«Ο Ενάγοντας ήταν εκ των δικηγόρων τόσο στη Βαρνάβα  όσο και στην Καρεφυλλίδη, τρίτος, όπως αναφέρει και δεν ήταν αυτός που είχε το χειρισμό των υποθέσεων.  Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία.  Ήταν και μεταξύ των δικηγόρων των αιτητών στις 49 προσφυγές που απορρίφθηκαν μαζικά.  Την 4.12.2009 ο Ενάγοντας καταχώρησε στο ΕΔΑΔ προσφυγή εκ μέρους της Εκκλησίας της Κύπρου για την παραβίαση του δικαιώματος ιδιοκτησίας της στις κατεχόμενες περιοχές και την παραβίαση του δικαιώματος της ελευθερίας της άσκησης της θρησκείας στους θρησκευτικούς χώρους που βρίσκονται στις κατεχόμενες περιοχές.»

 

 

 

Η Βαρνάβα και η Καρεφυλλίδη ήταν υποθέσεις που εκδικάστηκαν από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ΕΔΑΔ.

 

Η όντως εσφαλμένη αναφορά στην απόφαση, ότι δηλαδή ο Αιτητής «ήταν εκ των δικηγόρων τόσο στη Βαρνάβα  όσο και στην Καρεφυλλίδη, τρίτος, όπως αναφέρει και δεν ήταν αυτός που είχε το χειρισμό των υποθέσεων», είχε προέλθει από λανθασμένη αντίληψη και μεταφορά στο κείμενο της των όσων αναφέρονταν στις παρ.11 και 12 της τροποποιημένης Έκθεσης Απαίτησης του Αιτητή στην πρωτόδικη διαδικασία.  Στην παρ.11 αναφερόταν ότι «στην υπόθεση Βαρνάβα κατά Τουρκίας δικηγόρος του Αιτητή ήταν τρίτος δικηγόρος και αυτή δεν έτυχε χειρισμού από τον ενάγοντα με οποιαδήποτε ιδιότητα», ενώ στην παρ.12 αναφερόταν ότι «Δικηγόρος του Αιτητή στην υπόθεση Καρεφυλλίδη υπήρξε τρίτος δικηγόρος και αυτή δεν έτυχε χειρισμού από τον Ενάγοντα με οποιαδήποτε ιδιότητα».

 

Είχε εκληφθεί ότι ο Αιτητής εμφανιζόταν ως τρίτος δικηγόρος («υπήρξε τρίτος δικηγόρος») και ότι δεν είχε τον χειρισμό που προφανώς είχαν οι πρώτοι δύο δικηγόροι.  Αυτό όμως που πραγματικά ισχυριζόταν ο Αιτητής ήταν ότι ο δικηγόρος του αιτητή στην υπόθεση ήταν άλλος δικηγόρος, αυτό εννοούσε αναφέροντας «τρίτος». 

 

Το Εφετείο κάλεσε τον Αιτητή, τους Εφεσείοντες και τους υπόλοιπους Εναγόμενους, που εμφανίστηκαν ενώπιον του την 25.2.2021 και προς αποκατάσταση των πραγματικών περιστάσεων προέβηκε σε διόρθωση της απόφασης αντικαθιστώντας την ανακριβή φράση με την φράση: «δεν ήταν εκ των δικηγόρων στη Βαρνάβα  ή στην Καρεφυλλίδη, αλλά άλλος τρίτος, όπως αναφέρει, δικηγόρος και δεν ήταν αυτός που είχε το χειρισμό των υποθέσεων».

 

Είναι αναπόφευκτο να σημειώσουμε εκ προοιμίου ότι η ίδια η απόφαση αναφέρει ότι δεν είχε σημασία κατά πόσο ο Αιτητής ήταν, όπως είχε εκ παραδρομής αναφερθεί, δικηγόρος σε οιαδήποτε από τις υποθέσεις που είχαν προηγηθεί ενώπιον του ΕΔΑΔ.  Γι' αυτό και υπήρχε η δυνατότητα να διορθωθεί η απόφαση ώστε να καταγράφεται η πραγματικότητα ότι ο Αιτητής δεν ήταν δικηγόρος σε οιαδήποτε από τις συγκεκριμένες υποθέσεις.  Εάν η αναφορά ότι ο Αιτητής ήταν εκ των δικηγόρων στη μια ή την άλλη υπόθεση, είχε την όποια σημασία, έστω και την παραμικρή, ασφαλώς και θα ήταν ότι πιο αντινομικό και απαράδεκτο να παρέμβουμε στο κείμενο και ουσιαστικά σε ό,τι θα αποτελούσε μέρος της αιτιολογίας της απόφασης μας.

 

Με την υπό κρίση Αίτηση ο Αιτητής ζητά διάταγμα (α) που να παραμερίζει ή ακυρώνει την εφετειακή απόφαση «λόγω προφανούς παραβίασης της δίκαιης δίκης που επήλθε με προφανή εσφαλμένη αποτύπωση πρωτογενούς κρίσης έξω και/ή αντίθετα προς τα πραγματικά στοιχεία και/ή αντίθετα προς τα πραγματικά γεγονότα ή δεδομένα και/ή τους ισχυρισμούς που είχαν τεθεί, πρωτόδικα και κρίθηκαν τότε ορθά».  Αναφέρεται στο αιτητικό ότι η απόφαση του Εφετείου «περιέχει άνευ νόμιμης αιτίας ανατροπή και/ή συνετέλεσε στο να ανατραπεί η Πρωτόδικη ορθή συλλογιστική και κρίση».  Ζητείται, ακόμα, διάταγμα (β) «που να τροποποιεί και/ή να προσθέτει και/ή να διευκρινίζει την ήδη εκδοθείσα, από 3.12.2020, απόφαση επί της οποίας δεν επετράπη υποβολή προφορικών απόψεων, ώστε να είναι σύμφωνη προς τα πραγματικά γεγονότα, κατά άσκηση του δικαιώματος για δίκαιη δίκη και του φυσικού δικαιώματος να ακουστεί ο διάδικος».  Συμπληρώνεται το αιτητικό με τη φράση «Ανάγκη για να εκπληρωθεί η έννοια της πλήρους και ορθής απονομής της δικαιοσύνης κατά δίκαιη δίκη».  Το τρίτο αιτητικό (γ) είναι όπως κριθεί «ότι δεν χωρούσε χωρίς δικαίωμα ακρόασης να υπάρχει η «λύση» της 25.2.2021 που κατέδειξε ότι η απόφαση 3.12.2020 είχε ήδη μολυνθεί, με μη πραγματικά δεδομένα, όταν η Νομολογία επιτρέπει υποβολή τέτοιου αιτήματος άτυπα και όταν δεν υποβλήθηκε απλά παράπονο αλλά αναφορά για λάθος που οδήγησε σε ανατροπή νόμιμης Πρωτόδικης απόφασης για αποζημιώσεις που έπρεπε να τύχει δίκαιης δίκης».

 

Η Αίτηση υποστηρίζεται με ένορκη δήλωση του Αιτητή η οποία επικεντρώνεται στο αιτητικό (γ) και υποστηρίζει ότι κατά την 25.2.2021 ο Αιτητής στερήθηκε του δικαιώματος να αναπτύξει όλη την υπόθεση του πρόωρα, με τρόπο που συγκρούεται με το Σύνταγμα και το νόμο.  Αναφέρει ότι το αίτημα του ημερ.15.12.2020 ήταν, με τον τρόπο που υποβλήθηκε, σύμφωνο προς τη νομολογία και δεν ήταν απλό παράπονο που απέβλεπε, χωρίς δικαίωμα ακρόασης, «σε έκφραση λύπης για ταλαιπωρία ως καταγράφεται στο Πρακτικό ημερομηνίας 25.2.2021».  Απαιτείτο, αναφέρει, να προηγηθεί ακρόαση και πλήρη τήρηση όλων των αρχών της δίκαιης δίκης και της φυσικής δικαιοσύνης.

 

Οι Εφεσείοντες και οι υπόλοιποι Εναγόμενοι καταχώρισαν Ένσταση, προβάλλοντας ότι ο Αιτητής εμποδίζεται να προωθεί την αίτηση του στη βάση ότι το ίδιο ζήτημα είχε εγείρει με την επιστολή του ημερ.15.12.2020, της οποίας το Εφετείο επιλήφθηκε την 25.2.2021.  Επομένως, συνεχίζουν, η υπό κρίση Αίτηση προωθείται καταχρηστικά και είναι άνευ αντικειμένου και κατά παράβαση των διαδικασιών του Δικαστηρίου.

 

Εγείρουν ακόμα ζήτημα ότι ο Αιτητής εμποδίζεται να προωθεί την Αίτηση του γιατί ο ίδιος ή και το γραφείο Α.Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε. έχουν επικαλεστεί την απόφαση της 3.12.2020, στα πλαίσια άλλης πολιτικής έφεσης, ως δεσμευτική νομολογία.  Αναφέρουν ακόμα ότι η Αίτηση είναι καταχρηστική και κατά παράβαση της αρχής της τελεσιδικίας εφόσον στην Κύπρο δεν υπάρχει τρίτος βαθμός δικαιοσύνης.  Αρνούνται ότι ο Αιτητής έχει στερηθεί δίκαιης δίκης ή ότι έχουν παραβιαστεί οποιαδήποτε δικαιώματα του.  Τέλος ισχυρίζονται ότι ο Αιτητής χρησιμοποιεί ως πρόσχημα την παρούσα διαδικασία, αρνούμενος να επιστρέψει το ποσό που του είχε καταβληθεί δυνάμει της πρωτόδικης απόφασης και που οφείλει, μετά την έφεση, να επιστρέψει.  Η υποστηρικτική της ένστασης τους ένορκη δήλωση ουσιαστικά περιορίζεται στο τελευταίο πιο πάνω ζήτημα.

 

Οι ενστάσεις των Εφεσειόντων και των υπόλοιπων Εναγόμενων ότι ο Αιτητής εμποδίζεται να προωθεί την Αίτηση του, δεν έχουν έρεισμα.  Η επίκληση της απόφασης ημερ.3.12.2020 από τη δικηγορική εταιρεία Α.Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ δεν δημιουργεί κώλυμα στον Αιτητή στην προώθηση της Αίτησης του.  Κάθε εφετειακή απόφαση συνιστά δεσμευτική νομολογία και το γεγονός της επίκλησης της από οιονδήποτε δεν νοείται να παραβλάπτει τα όποια δικαιώματα του, πόσο μάλλον από δικηγόρο αγορεύοντας εκ μέρους και κατ' εντολή πελάτη του.

 

Ως προς τη δεύτερη ένσταση, ότι δηλαδή τα ζητήματα που εγείρονται με την Αίτηση είχαν εγερθεί και με την επιστολή του Αιτητή ημερ.15.12.2020 και είχαν ουσιαστικά εξεταστεί και απορριφθεί στη βάση ότι το Εφετείο θεώρησε ότι δεν υπήρχε λόγος ενασχόλησης με το μέρος εκείνο της επιστολής που αφορούσε αίτημα για ακύρωση ή παραμερισμό της απόφασης, διαφωνούμε κάθετα.  Καταλήγει το πρακτικό του Εφετείου της 25.2.2021, μετά την αναφορά για την διόρθωση της απόφασης, ότι: «Κατά τα λοιπά δεν θα υπεισέλθουμε στο περιεχόμενο της επιστολής, ούτε βεβαίως είναι και της παρούσας να εξετάσουμε αν υπάρχει περιθώριο οποιασδήποτε ενέργειας».  Είναι πρόδηλο ότι το Εφετείο περιορίστηκε στη διόρθωση της απόφασης, αφήνοντας ανοιχτό το ζήτημα της προώθησης οιουδήποτε ζητήματος από τον Αιτητή, ρυθμίζοντας κατ΄ αυτό τον τρόπο την ενώπιον του διαδικασία.

 

Αυτό απαντά και στο παράπονο του Αιτητή ότι δεν είχε την ευκαιρία να ακουστεί για τα περαιτέρω ζητήματα που εγείρονταν με την επιστολή του, χωρίς αυτό να σημαίνει πως κατά την 25.2.2021 το Δικαστήριο τον απέτρεψε καθ' οιονδήποτε τρόπο από του να απευθυνθεί σε αυτό.  Όταν τα ζητήματα ηγέρθηκαν στο Εφετείο με την υπό κρίση Αίτηση, ο Αιτητής, όπως και οι Εφεσείοντες και οι υπόλοιποι Εναγόμενοι, είχαν κάθε δυνατότητα να ακουστούν και απευθύνθηκαν ελεύθερα προς το Δικαστήριο.

 

Κατά τη συζήτηση της Αίτησης, ο Αιτητής, πέραν της αναφοράς στο αναγνωρισμένο σφάλμα, επεκτάθηκε και σε άλλες πτυχές της απόφασης, εμμένοντας, παρά και τις υποδείξεις μας, να επικαλείται, κατά την εκτίμηση του, σφάλματα που είχαν αποτέλεσμα, όπως ο ίδιος το αντιλήφθηκε, να μην έχει δίκαια δίκη.  Επικαλέστηκε τη νομολογία που αφορά στις περιπτώσεις διαπίστωσης παραβίασης των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης που επιτρέπει στα πλαίσια των εξουσιών του Δικαστηρίου, το επανάνοιγμα της έφεσης (Δημοκρατία ν. Πουλλή (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 1060, Αδάμου κ.ά. ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Αναθ. Έφ. Αρ.54/2014 κ.ά., ημερ.15.10.2015 και Cyprus Popular Bank Public Co. Ltd v. Πιτσιλλίδης, Πολ. Έφ. Αρ.245/2018, ημερ.17.7.2020).

 

Εμφανής προσπάθεια του ήταν να εντάξει την υπόθεση του στις περιπτώσεις εκείνες όπου υπάρχει παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, ώστε να επιτύχει κάποια εξέλιξη που θα επέτρεπε την επανεκδίκαση της έφεσης του. 

 

Κρίνουμε σκόπιμο να παρεμβάλουμε στο σημείο αυτό απόσπασμα από την απόφαση μας στην Πιτσιλλίδης στο οποίο αποκρυσταλλώνεται πότε μπορεί να παραμεριστεί μια εφετειακή απόφαση στη βάση ότι παραβιάστηκαν οι κανόνες φυσικής δικαιοσύνης:

 

«Έχει κατ΄ επανάληψη λεχθεί και αποτελεί πλήρως αποκρυσταλλωμένη αρχή ότι στην Κύπρο, όπου δεν υπάρχει τρίτος βαθμός δικαιοσύνης, δεν παρέχεται εξουσία αναθεώρησης, επανεκδίκασης ή επανακρόασης, με σκοπό τον παραμερισμό ή τη διόρθωση της, οποιαδήποτε απόφασης του Εφετείου περιλαμβανομένης της απόφασης για την απόρριψη έφεσης, όπως ρητώς ελέχθη στην Ελεγκτική Υπηρεσία Συνεργατικών Εταιρειών ν. Παπαγεωργίου κ.α. (2000) 3 ΑΑΔ 151, 156.  Αντίθετα, αναγνωρίστηκε ως θεμελιακή αρχή η ανάγκη για διασφάλιση της τελεσιδικίας (Orphanides vMichaelides (1968) 1 CLR 295).  Ο σεβασμός της τελεσιδικίας εμπεριέχεται στην έννοια του δικαιώματος για δίκαιη δίκη (Kehaya and Others vBulgariaApplNo. 47797/99 and 68698/2001, 12.4.2006).

 

Έχουν όμως αναγνωριστεί[1] περιορισμένα περιθώρια παραμερισμού μιας τελεσίδικης απόφασης στις εξαιρετικές εκείνες περιπτώσεις όπου ενεργοποιούνται οι συμφυείς εξουσίες του δικαστηρίου ως  «δικαστηρίου της δικαιοσύνης» (court of law).  Τούτο προϋποθέτει πως η διεξαχθείσα δίκη είναι άκυρη λόγω παράβασης των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης. Σε τέτοια περίπτωση το δικαστήριο δεν λειτουργεί προς αναθεώρηση προηγούμενης απόφασης του, αλλά αναγνωρίζει και διακηρύττει ότι η προηγούμενη απόφαση του είναι άκυρη και προχωρεί στην ακύρωση της ως χρέος προς την αποκατάσταση της δικαιοσύνης (ex debito justitiae).  Χαρακτηριστικό παράδειγμα παραμερισμού απόφασης ως άκυρης υπ΄ αυτή την έννοια, παρά την τελεσιδικία, παρέχει η υπόθεση Δημοκρατία ν. Πουλλή (2001) 3 ΑΑΔ 1060 στην οποία παραμερίστηκε απόφαση της Ολομέλειας επειδή η αναθεωρητική έφεση δεν είχε επιδοθεί σε ενδιαφερόμενο πρόσωπο, με αποτέλεσμα τούτο να μην ακουστεί στην ακρόαση της. 

Πρόκειται για εξουσία που ασκείται με φειδώ, όταν η περίπτωση κρίνεται κατάλληλη (appropriate)  (Αναφορικά με την Αίτηση Κλεάνθους, Πολ. Αιτ. 145/15, ημερ. 22.12.2016, ECLI:CY:AD:2016:D578), εφόσον οι εγγενείς εξουσίες του δικαστηρίου δεν διευρύνουν τη δικαιοδοσία του, αλλά εξυπακούονται από τη φύση του ως δικαστήριο της δικαιοσύνης, χάριν της αποτελεσματικής άσκησης των δικαιοδοσιών του και προς αποτροπή κατάχρησης των ενώπιον του διαδικασιών (Χαραλαμπίδης ν. xxx (Χαραλαμπίδου) (1997) 1 ΑΑΔ 724).

Υπ΄ αυτό το πρίσμα δεν έγινε ποτέ δεκτή η διόρθωση ή ο παραμερισμός απόφασης για κατ΄ ισχυρισμόν λάθη στη θεώρηση του νόμου ή στα γεγονότα σε εφετειακές αποφάσεις[2] παρά μόνο, ως άνω, στις περιπτώσεις που το λάθος είναι τέτοιας φύσεως ώστε η διεξαχθείσα δίκη να καθίσταται αδιαμφισβήτητα άκυρη.

 

[1] Πέραν της προβλεπόμενης περίπτωσης διόρθωσης γραφικού λάθους που προκύπτει από τυχαίο σφάλμα ή παράλειψη (Δ.25 κ.6 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών κανονισμών («slip rule»)).

[2] Αγαθοκλέους ν. ΕΔΑΞΥΛ Ξυλουργικές Επιχειρήσεις (1997) 1 ΑΑΔ 302, Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 339, Παπακόκκινου κ.α. ν. Δήμου Πάφου (Αρ.2) (1999) 1 ΑΑΔ 1772, Ρόπας ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 226, Βογαζιάνος κ.α. ν. Τράπεζας Κύπρου (Αρ2) (2011) 1 ΑΑΔ 1577, Κτηνοτροφική Επιχείρηση Π.Σ.Μ. Πέτρου Λτδ ν. Γενικού Εισαγγελέα (2012) 1 ΑΑΔ 2023, Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Αιτ. 15/19, 23.10.2019 Ντ. Ν. ν. ΝΝ, Έφεση Αρ. 3/05 και 9/05, 14.4.2020.»

 

 

Η βάση του Αιτητή ήταν ότι το Εφετείο αποφάνθηκε ότι ήταν εκ των δικηγόρων στην Βαρνάβα   και την Καρεφυλλίδη , χωρίς να του δοθεί η ευκαιρία να ακουστεί.  Η θέση του εδράζεται σε εσφαλμένο υπόβαθρο.  Το Εφετείο δεν είχε να αποφασίσει κατά πόσο ο Αιτητής ήταν εκ των δικηγόρων στις υποθέσεις ή όχι και αποφάνθηκε χωρίς να τον ακούσει.  Είχε εκληφθεί ότι επρόκειτο για θέση του Αιτητή («όπως αναφέρει») και καταγράφηκε ως τέτοια.    

 

Επομένως, η θέση του ότι κατά την ακρόαση της Έφεσης υπήρξε παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης, στη βάση ότι λήφθηκε απόφαση για ζήτημα που τον αφορούσε χωρίς να ακουστεί, δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.  Καμιά παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης δεν διαπιστώνεται να έγινε κατά τη διαδικασία της έφεσης που οδήγησε στην απόφαση της 3.12.2020.

 

Αλλά ούτε και το παράπονο του Αιτητή ότι είχε στερηθεί δίκαιης δίκης ή ότι είχαν παραβιαστεί οποιαδήποτε άλλα δικαιώματά του ευσταθεί.

 

Με την αγόρευση του αποκρυσταλλώθηκε πως ότι εν κατακλείδι αιτείται είναι τον παραμερισμό της εφετειακής απόφασης και την ακρόαση της έφεσης εκ νέου από Εφετείο με σύνθεση στην οποία να μην περιλαμβάνονται οι Δικαστές που εξέδωσαν την απόφαση ημερ.3.12.2020.  Και αυτό στη βάση ότι το σφάλμα οδήγησε, ως σκέψη του Δικαστηρίου, σε άδικη απόφαση και ότι δεν απονεμήθηκε με την έφεση δικαιοσύνη.  Υποστήριξε ότι ουδείς γνωρίζει ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα της έφεσης και της αντέφεσης χωρίς το σφάλμα και πως η σχετική αναφορά αξιοποιήθηκε ως γεγονός και αποτέλεσε βάση που μόλυνε όλο το συλλογισμό του Εφετείου που ακολούθησε.

 

Οι αιτιάσεις του καταρρίπτονται από το περιεχόμενο της ίδιας της απόφασης ημερ.3.12.2020.  Η Έφεση και η Αντέφεση κρίθηκαν στη βάση ότι τα επίδικα δημοσιεύματα ασχολούνταν με τη στρατηγική επιλογή της μαζικής προώθησης υποθέσεων στο ΕΔΑΔ και είναι αυτή την επιλογή, που ο Αιτητής προωθούσε, που έπλητταν. Δεν αφορούσαν στις ικανότητες του ως δικηγόρου και δεν είχε καμία σημασία αν προηγουμένως είχε χειριστεί άλλες υποθέσεις του είδους στο ΕΔΑΔ.

 

Τα αποσπάσματα από την απόφαση που ακολουθούν είναι ενδεικτικά.  Στη σελ.11:

 

«Δεν ήταν βέβαια η θέση όσων, στην Κύπρο, δεν συμφωνούσαν με την προσέγγιση του Ενάγοντα ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν με το μέρος τους το δίκαιο, νομικό και ηθικό.  Αντίθετα και αυτό τίθετο προς ενίσχυση της επιχειρηματολογίας τους, ότι καθ' όλα δίκαιες υποθέσεις δεν οδήγησαν σε επιτυχή αποτελέσματα  γιατί, υπό το βάρος του φόρτου εργασίας που οι μαζικές καταχωρήσεις δημιούργησαν, το ΕΔΑΔ αναζήτησε τρόπο παράκαμψης της εξέτασης της ουσίας τους και τις απέρριψε με το δικαιολογητικό ότι οι παραπονούμενοι όφειλαν προτού προσφύγουν στο ΕΔΑΔ και ήταν συνεπώς προϋπόθεση για το παραδεχτό της προσφυγής τους, να αναζητήσουν θεραπεία στην Επιτροπή Αποζημιώσεων που συστάθηκε στα κατεχόμενα.»

 

 

Στη σελ.14, σε σχέση με το δεύτερο δημοσίευμα:

 

 

«Το δημοσίευμα δεν αναφερόταν σε χειρισμούς ενώπιον του ΕΔΑΔ, δηλαδή στον τρόπο παρουσίασης και τεκμηρίωσης της υπόθεσης και στην προβολή πειστικών επιχειρημάτων, παρά μόνο στην επιλογή της καταχώρισης πολλών υποθέσεων.  Ξεκάθαρα δεν ήταν το χειρισμό οιασδήποτε υπόθεσης αφ' εαυτής που έκρινε το δημοσίευμα, ούτε αμφισβητήθηκε ότι η κάθε υπόθεση δικαιωματικά μπορούσε να προωθηθεί στη βάση των δίκαιων αιτημάτων των προσφεύγοντων, θεμελιωμένων σε νομικά και ηθικά κριτήρια, αλλά τη στρατηγική  επιλογή της προώθησης πολλών υποθέσεων.  Στρατηγική που επιλέγηκε με πολιτικά κριτήρια για την εξασφάλιση πολιτικού πλεονεκτήματος και όχι στη βάση νομικών κριτηρίων για τα οποία ουδείς αμφέβαλλε.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε εσφαλμένα το κεφαλαιώδες αυτό ζήτημα, όπως επιβεβαιώνεται στο μέρος της απόφασης όπου καθόρισε τις αποζημιώσεις, λαμβάνοντας υπόψη ότι είχαν αφεθεί έντονες αιχμές για τις επαγγελματικές ικανότητες του Ενάγοντα ως δικηγόρου

 

 

 

Στη σελ.19, σε σχέση με το τρίτο και τέταρτο δημοσίευμα:

 

 

«Στο τρίτο και τέταρτο δημοσίευμα δεν υπάρχουν καθόλου αναφορές σε σχέση με το επιμέρους ζήτημα (ανικανότητα και αδέξιοι χειρισμοί) και το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το περιεχόμενο των δημοσιευμάτων αυτών, στην έκταση που αναφέρονταν στο «θρίαμβο» του Ενάγοντα στο ΕΔΑΔ, ήταν δυσφημιστικό για το πρόσωπο του βρίσκουμε αδικαιολόγητο.  Ούτε υποβίβαζε τις επαγγελματικές του ικανότητες, ούτε τον παρουσίαζε ως ανίκανο δικηγόρο, αλλά ούτε ότι έστησε μαζί με άλλους «βιομηχανία» προσφυγών με πρωταρχικό του σκοπό το οικονομικό όφελος, όπως ήταν τα επιμέρους ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου

 

 

 

Στη σελ.23, σε σχέση με το πέμπτο δημοσίευμα:

 

 

«Το δημοσίευμα αυτό περιορίζεται στη γενική θέση του Ενάγοντα στο κυπριακό, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά στην όποια συμμετοχή του σε υποθέσεις που προωθήθηκαν ενώπιον του ΕΔΑΔ.  Δεν αποδίδει στον Ενάγοντα και σε κανένα άλλο ευτελή ή αλλότρια κίνητρα, οικονομικά ή άλλα για την προσέγγιση του, αλλά στοχεύει στο να υποδείξει, όπως είναι η θέση του συντάχτη του, ότι οι προσεγγίσεις αυτές δεν μπορούν να οδηγήσουν πουθενά

 

 

 

Στη σελ.28, σε σχέση με τις αποζημιώσεις:

 

 

«Παραμένει το ζήτημα των αποζημιώσεων.  Τα δεδομένα στη βάση των οποίων το πρωτόδικο Δικαστήριο υπολόγισε τις αποζημιώσεις έχουν διαφοροποιηθεί άρδην.  Είχε ληφθεί υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι είχε θιγεί η υπόληψη και η φήμη του Ενάγοντα τόσο ως νομικού όσο και ως πολιτικού εφόσον αφήνονταν έντονες αιχμές τόσο για τις επαγγελματικές του ικανότητες ως δικηγόρου, όσο και για τα κίνητρα του πίσω από τις πολιτικές του θέσεις.  Μόνο το τελευταίο ευσταθούσε και που τον αφορούσε ως πολιτικό που, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε, θα έπρεπε να έχει μεγαλύτερη αντοχή στη δημόσια κριτική

 

 

 

Σαφέστατα ο χειρισμός της όποιας υπόθεσης δεν ήταν το αντικείμενο των δημοσιευμάτων και αυτή ήταν η διαπίστωση του Εφετείου.  Είναι η στρατηγική επιλογή της καταχώρισης αγωγών μαζικά, αφότου εκδηλώθηκε η διάθεση του ΕΔΑΔ, που ήταν το σημείο αναφοράς στην υπόθεση.

 

Τα αιτήματα του Αιτητή δεν βρίσκουν έρεισμα στη σχετική νομολογία και δεν μπορούν να ικανοποιηθούν.

 

Η Αίτηση απορρίπτεται. 

 

Δεδομένου ότι η όλη διαδικασία είχε ως έναυσμα το σφάλμα στην απόφαση του Δικαστηρίου, κρίνουμε ορθό να μην προβούμε σε διαταγή ως προς τα έξοδα της Αίτησης και η κάθε πλευρά να επωμιστεί τα δικά της.

 

 

 

 

Α.Ρ. Λιάτσος, Δ.

 

 

                                                          Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

 

                                                          Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο