ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παρπαρίνος, Λεωνίδας Σταματίου, Κατερίνα Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Λ. Βραχίμης, για την Εφεσείουσα. CY DOD Κύπρος Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο 2021-07-26 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο Ο.Π. v. Χ.Ζ. κ.α., ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 27/2017, 26/7/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:DOD:2021:21

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 27/2017)

26 Ιουλίου, 2021

                                                        

[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

Ο.Π.,

          Εφεσείουσα,

ΚΑΙ

1.   Χ.Ζ.,

2.   XXX XXX XXX LTD,

Εφεσίβλητοι.

_ _ _ _ _ _

Λ. Βραχίμης, για την Εφεσείουσα.

Αντ. Γεωργίου για Φ. Χρ. Κληρίδη & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον

 Εφεσίβλητο.

_ _ _ _ _ _

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Σταματίου, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο η εφεσείουσα - αιτήτρια ζήτησε όπως της αποδοθεί η συνεισφορά της στην αύξηση της περιουσίας του εφεσίβλητου 1 - καθ΄ου η αίτηση 1, που απέκτησε κατά τη διάρκεια του γάμου τους ή πριν από το γάμο με την προοπτική του, καθώς και της περιουσίας που είναι εγγεγραμμένη στην εφεσίβλητη 2 - καθ΄ ής η αίτηση 2 εταιρεία. Οι εφεσίβλητοι αμφισβήτησαν την αξίωση της εφεσείουσας και προέβαλαν ανταπαίτηση.

 

Το Δικαστήριο, αφού παρέθεσε σε συντομία την προσαχθείσα μαρτυρία και την αξιολόγησε, κατέληξε ότι η εφεσείουσα δεν απέδειξε την αξία της περιουσίας των εφεσίβλητων κατά το χρόνο της διάστασης, έτσι ώστε να διαπιστωθεί η συνεισφορά της στην αύξηση της περιουσίας του εφεσίβλητου 1 και απέρριψε την αξίωση. Αναφορικά με την ανταπαίτηση εξέδωσε αναγνωριστική απόφαση, με την οποία αναγνωρίζεται ότι η εφεσείουσα και ο εφεσίβλητος 1 είναι ιδιοκτήτες κατά ½ μερίδιο σε δύο ακίνητα στο Πλατύ Αγλαντζιάς, τα οποία είναι εγγεγραμμένα στο όνομά τους. Περαιτέρω, εκδόθηκε διαταγή για να καταστούν και οι δύο οφειλέτες του δανείου που έγινε για την αγορά των εν λόγω ακινήτων. Οι υπόλοιπες θεραπείες που αξιώνονταν με την ανταπαίτηση απορρίφθηκαν.

 

Η εφεσείουσα αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου, με δώδεκα λόγους έφεσης, ως ακολούθως:

 

«ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την αξίωση της εφεσείουσας σε σχέση με τα οικόπεδα στο Πλατύ Αγλαντζιάς και εσφαλμένα παρέλειψε να υπολογίσει στη συνεισφορά της εφεσείουσας σε σχέση με το ακίνητο τη διαφορά της αξίας του ακινήτου που ανερχόταν σε 900.000 € και του δανείου που εξόφλησαν οι διάδικοι που ανέρχτόαν στο ποσό των 496.000 € καθώς και το γεγονός ότι το δάνειο με το οποίο εξοφλήθηκε το μεγαλύτερο μέρος του ποσού αυτού είχε μεταβιβαστεί στο όνομα της εφεσείουσας.

 

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα παρέλειψε να προβεί σε εύρημα ως προς την αξία των οικοπέδων στο Πλατύ Αγλαντζιάς κατά το χρόνο μεταβίβασης τους στην εφεείουσα και εσφαλμένα παρέλειψε να δεχτεί ως την αξία αυτή τη σχετική εκτίμηση που κατάθεσε ο εφεσίβλητος και αναφερόταν στην αξία των ακινήτων κατά το χρόνο αυτό.

 

ΤΡΙΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

 

Για τους λόγους που αναφέρονται στον πρώτο και δεύτερο λόγο έφεσης, το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχτηκε την Ανταπαίτηση του εφεσίβλητου σε σχέση με τα ακίνητα στο Πλατύ Αγλαντζιάς και εφόσον γίνει αποδεκτός ο πρώτος λόγος έφεσης η απόφαση στην Ανταπαίτηση θα πρέπει να παραμεριστεί στο σύνολο της μαζί με τη διαταγή ως προς τα έξοδα.

 

ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα παρέλειψε να προβεί σε ευρήματα ως προς την υπόλοιπη μαρτυρία στην υπόθεση περιλαμβανομένης και της μαρτυρίας ως προς την άμεση ή έμμεση συνεισφορά της εφεσείουσας στην απόκτηση των διαφόρων επίδικων περιουσιακών στοιχείων.

 

ΠΕΜΠΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και χωρίς επαρκή αιτιολογία παρέλειψε να αποδεχτεί τις εκτιμήσεις που κατάθεσε η εφεσείουσα ως προς την αξία του διαμερίσματος στη Λευκωσία και του διαμερίσματος στην Πάφο.

 

ΕΚΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα παρέλειψε να αποδεχτεί την εκτίμηση της εφεσείουσας ως προς την αξία των οικοπέδων στην Αγλαντζιά.

 

ΕΒΔΟΜΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

 

Το Δικαστήριο εσφαλμένα και χωρίς επαρκή αιτιολογία απέρριψε την εκτίμηση στην οποία η εφεσείουσα είχε προβεί ως προς την αξία της εταιρείας του εφεσίβλητου.

 

ΟΓΔΟΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

 

Με δεδομένο ότι δεν υπήρξε ένσταση ως προς την εμπειρογνωμοσύνη της εφεσείουσας ως chartered accountant να υπολογίσει την αξία της εταιρείας το Δικαστήριο δεν μπορούσε να αμφισβητήσει την εμπειρογνωμοσύνη της αυτή με δική του πρωτοβουλία στην απόφαση του.

 

ΕΝΑΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα παρέλειψε να προβεί σε ευρήματα κατά πόσο ο εφεσίβλητος διατηρούσε χρήματα σε τραπεζική θυρίδα τα οποία προέκυπταν από τα κέρδη της εταιρείας και να δεχτεί τον υπολογισμό της εφεσείουσας ως προς το ύψος των καταθέσεων αυτών.

 

ΔΕΚΑΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

 

Σε κάθε περίπτωση το Πρωτόδικο Δικαστήριο από τη στιγμή που έκανε εύρημα ότι ο καθ΄ου η αίτηση διατηρούσε κατά τη διάσταση καταθέσεις της τάξης των 55.000 € σε προσωπικό λογαριασμό και άλλες 37.000 € περίπου σε κοινούς λογαριασμούς με την εφεσείουσα, ακόμα και αν οι άλλοι λόγοι έφεσης δεν γίνονταν δεκτοί, εσφαλμένα αποφάσισε ότι δεν αποδείχτηκε αύξηση περιουσίας από μέρους του εφεσίβλητου κατά το χρόνο του γάμου των διαδίκων, δηλαδή απόκτηση καθαρής περιουσίας κατά τη διάρκεια του γάμου, στη βάση της οποίας μπορούσε να διεκδικήσει η εφεσείουσα τη συνεισφορά της.

 

ΕΝΔΕΚΑΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

 

Σε κάθε περίπτωση από τη στιγμή που ήταν αναντίλεκτο ότι ο εφεσίβλητος διατηρούσε συγκεκριμένες καταθέσεις και ήταν ιδιοκτήτης του ενός δευτέρου μεριδίου των οικοπέδων στην Αγλαντζιά το Δικαστήριο όφειλε να υπολογίσει τη συνεισφορά της εφεσείουσας σε σχέση με τα συγκεκριμένα αυτά στοιχεία και να της αποδώσει υπό τη μορφή χρηματικής αποζημίωσης σε σχέση με τις καταθέσεις και αυτούσιας απόδοσης περιουσίας σε σχέση με τα δυο οικόπεδα.

 

ΔΩΔΕΚΑΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι γενικά τα θέματα που αφορούσαν την παροχή των οικογενειακών εταιρειών της εφεσείουσας προς τον εφεσίβλητο ή την πληρωμή του εφεσίβλητου για τις υπηρεσίες στα κέντρα αισθητικής αποτελούσαν αντικείμενο αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο και δεν αφορούσε την επίλυση των περιουσιακών διαφορών.»

 

Σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα της υπόθεσης, η εφεσείουσα και ο εφεσίβλητος 1 έδωσαν αμοιβαία υπόσχεση γάμου και ξεκίνησαν να συζούν με την προοπτική του γάμου τον Σεπτέμβριο του 2006. Τέλεσαν το γάμο τους στις 3.5.2008, απέκτησαν μία θυγατέρα στις 27.1.2009 και τελούν σε διάσταση από τις 19.5.2010. Διέμεναν καθ΄ όλη τη διάρκεια της κοινής διαμονής τους σε διαμέρισμα της οικογενειακής εταιρείας της εφεσείουσας, xxx xxx Holdings Ltd.

 

Ο εφεσίβλητος 1 είναι πλαστικός χειρουργός, ενώ η εφεσείουσα, η οποία σπούδασε νομικά και, ακολούθως, απέκτησε τον επαγγελματικό τίτλο chartered accountant, αρχικά εργαζόταν στην εταιρεία του πατέρα της και, από το Σεπτέμβριο 2009, είναι Διευθύντρια του Συνεργατικού xxx xxx xxx Λτδ.

 

Η απαίτηση της εφεσείουσας, σύμφωνα με το δικόγραφό της, είναι ως ακολούθως:

 

«(Α) Απόδοση στην Αιτήτρια του μέρους εκείνου της αύξησης της περιουσίας του Καθ΄ου η αίτηση 1 η οποία αποκτήθηκε πριν από το γάμο των διαδίκων και προέρχεται από τη συμβολή της Αιτήτριας.

 

(Β) Δήλωση και/ή απόφαση και/ή διάταγμα του Δικαστηρίου που να αποδίδει στην Αιτήτρια το ½ και/ή οποιοδήποτε άλλο μερίδιο το Δικαστήριο κρίνει ορθό και δίκαιο, από την αύξηση της περιουσίας του Καθ΄ου η Αίτηση 1 η οποία αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου των διαδίκων δυνάμει συνεισφοράς και/ή συμβολής της Αιτήτριας και/ή λόγω καταπιστεύματος (trust) και/ή άλλως πως.

 

(Γ) Περαιτέρω και/ή διαζευκτικά, απόφαση και/ή διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάζει τη μεταβίβαση στην Αιτήτρια του ½ και/ή οποιουδήποτε άλλου μεριδίου το Δικαστήριο κρίνει ορθό και/ή δίκαιο των περιουσιακών στοιχείων του Καθ΄ου η Αίτηση 1 τα οποία αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια του γάμου των διαδίκων, δυνάμει της συνεισφοράς και/ή συμβολής της Αιτήτριας, και/ή λόγω καταπιστεύματος (trust) και/ή άλλως πως.

 

(Δ) Περαιτέρω και/ή διαζευκτικά, απόφαση και/ή διάταγμα του Δικαστηρίου που να επιδικάζει στην Αιτήτρια χρηματικό ποσό που να αντιπροσωπεύει την αξία του ½ και/ή οποιουδήποτε άλλο μερίδιο το Δικαστήριο κρίνει ορθό και/ή δίκαιο των περιουσιακών στοιχείων του Καθ΄ου η Αίτηση 1 τα οποία αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια του γάμου των διαδίκων δυνάμει της συνεισφοράς και/ή συμβολής της Αιτήτριας, και/ή δυνάμει καταπιστεύματος (trust) και/ή άλλως πως.

 

(Ε) Περαιτέρω και/ή διαζευκτικά, απόφαση και/ή διάταγμα του Δικαστηρίου που να επιδικάζει στην Αιτήτρια χρηματικό ποσό ύψους €7.000.000 δυνάμει της συνεισφοράς και/ή συμβολής της Αιτήτριας, και/ή δυνάμει καταπιστεύματος (trust) και/ή άλλως πως.

 

(ΣΤ) Περαιτέρω και/ή διαζευκτικά, απόφαση και/ή διάταγμα του Δικαστηρίου που να αποδίδει στην αιτήτρια το ½ και/ή οποιοδήποτε άλλο μερίδιο το Δικαστήριο κρίνει ορθό και/ή δίκαιο, της αξίας της εταιρείας. Η xxx Plastic Surgery Ltd και/ή διάταγμα με το οποίο να διατάσσεται ο Καθ΄ου η αίτηση να μεταβιβάσει στην αιτήτρια 2500 μετοχές της εν λόγω εταιρείας και/ή το 50% των μετοχών που έχει την εν λόγω εταιρεία, δυνάμει της συνεισφοράς και/ή συμβολής της Αιτήτριας, και/ή δυνάμει καταπιστεύματος (trust) και/ή άλλως πως.

 

(Ζ) Περαιτέρω και/ή διαζευκτικά, απόφαση και/ή διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάσσει τον Καθ΄ου η Αίτηση να μεταβιβάσει στην Αιτήτρια το μερίδιο επί των ακινήτων που έχει στο όνομά του στο Πλατύ Αγλαντζιάς, α) αρ. Εγγραφής 2/6xx9, Φ.21, Σχ. 6xx1 και/ή β) αρ. Εγγραφής 2/2xx6, Φ.21, Σχ.ΕxxΕ1 (στο εξής «τα ακίνητα στο Πλατύ»).

 

(Η) Περαιτέρω και/ή διαζευκτικά, απόφαση και/ή διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάζει την Καθ΄ης η αίτηση 2, να μεταβιβάσει στην Αιτήτρια 2500 μετοχές της και/ή το 50% των μετοχών και/ή οποιουδήποτε άλλου μεριδίου το Δικαστήριο κρίνει ορθό και/ή δίκαιο των μετοχών  και/ή περιουσιακών στοιχείων της καθ΄ης η Αίτηση 2, δυνάμει της συνεισφοράς και/ή συμβολής της Αιτήτριας, και/ή λόγω καταπιστεύματος (trust) και/ή άλλως πως.

 

(Θ) Περαιτέρω και/ή διαζευκτικά, απόφαση και/ή διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάζει την Καθ΄ης η αίτηση 2, να μεταβιβάσει στην Αιτήτρια το ½ μερίδιο των εξής ακινήτων, που βρίσκονται στην ιδιοκτησία της, δυνάμει της συνεισφοράς και/ή συμβολής της Αιτήτριας, και/ή λόγω καταπιστεύματος (trust) και/ή άλλως πως:

 

Ι    Διαμέρισμα επί της οδού xxx xxx αρ. xx, Διαμ. 202, στο κτίριο xxx xxx στη Λευκωσία.

 

ΙΙ   Διαμέρισμα επί της οδού xxx xx, 2ος όροφος, στην Πάφο.

 

(Ι) Περαιτέρω και/ή διαζευκτικά, απόφαση και/ή διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάζει την Καθ΄ης η αίτηση 2, να καταβάλει στην Αιτήτρια χρηματικό ποσό ύψους 7.000.000 και/ή οποιοδήποτε άλλο ποσό το Δικαστήριο κρίνει ορθό και/ή δίκαιο υπό τις περιστάσεις, δυνάμει της συνεισφοράς και/ή συμβολής της αιτήτριας και/ή λόγω καταπιστεύματος (trust) και/ή άλλως πως.»

 

Οι εφεσίβλητοι, από την άλλη, αμφισβήτησαν την απαίτηση και προέβαλαν ανταπαίτηση, ως ακολούθως:

 

«Α. Δήλωση ότι τα ακίνητα στην Αγλαντζιά με αριθμό εγγραφής 2/6xx9 και 2/2xx6, Τεμ. 5xx0 και 2xx9 αντίστοιχα του Φυλ. Σχ. 21.6xxx.1, Τμήμα Β ανήκουν εξ ημισείας στην Αιτήτρια και στον Καθ΄ου η Αίτηση 1 και το Διαμέρισμα εν Λονδίνο στο όνομα της Αιτήτριας, ανά 2/3 και 1/3 στον Καθ΄ου η Αίτηση 1.

 

Β. Απόφαση για €73.838,24 προς όφελος του Καθ΄ου η Αίτηση 1 ως ανωτέρω. Πλέον τόκο προς 5.5% από καταχώρησης της παρούσης ή/και όπως το Δικαστήριο ήθελε εγκρίνει.»

 

Αποτέλεσε θέση της εφεσείουσας ότι ο εφεσίβλητος, από την αρχή της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας, βοηθήθηκε από την ίδια και τον πατέρα της, ο οποίος δραστηριοποιείται, μεταξύ άλλων, στον τομέα εισαγωγής ιατρικού και παραϊατρικού εξοπλισμού, φαρμακευτικών και συναφών προϊόντων και εξοπλισμού προϊόντων, που αφορούν την αισθητική ιατρική.  Είναι, επίσης, ιδιοκτήτης της εταιρείας xxx xxx xxx Ltd, που, κατά τον ουσιώδη χρόνο, διαχειριζόταν αλυσίδα ινστιτούτων αισθητικής με μεγάλη πελατεία και κύκλο εργασιών. Προς τούτο, αναφέρθηκε στη μαρτυρία της σε τι συνίστατο η βοήθεια που δόθηκε στον εφεσίβλητο 1 στην οποία περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, και η βοήθεια που του δόθηκε, έτσι ώστε να ενταχθεί στον κοινωνικό και φιλικό κύκλο της στη Λευκωσία και Λεμεσό και να αποκτήσει διασυνδέσεις, που τον βοήθησαν στη δημιουργία της φήμης και του ονόματός του. Περαιτέρω, τον ενίσχυσαν οικονομικά, του παρείχαν δωρεάν ιατρικό εξοπλισμό και αναλώσιμα, καθώς και στη διοργάνωση τριών σεμιναρίων.

 

Το Δεκέμβριο του 2007 δημιουργήθηκε η εφεσίβλητη 2 εταιρεία, της οποίας μέτοχοι ήταν κατά 50% οι δύο διάδικοι. Η εταιρεία αγόρασε γραφείο στη Λευκωσία και διαμέρισμα στην Πάφο και η προκαταβολή δόθηκε από κοινό λογαριασμό των διαδίκων. Ο πατέρας της εφεσείουσας μεσολάβησε για την αγορά του ιατρείου και η ίδια βοήθησε στο σχεδιασμό και επίπλωσή του. Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι της ασκήθηκε ψυχική πίεση για να μεταβιβάσει τις μετοχές που κατείχε στην εταιρεία στον εφεσίβλητο 1. Περί την 15.7.2009 μεταβιβάστηκαν στους διαδίκους από ½ στον καθένα δύο ακίνητα στην Αγλαντζιά, τα οποία η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι δικαιούται στη μεταβίβαση του μεριδίου του εφεσίβλητου 1 στο όνομά της. Σύμφωνα με την εκδοχή της εφεσείουσας ο εφεσίβλητος 1 εισέπραξε πέραν των €1.500.000 από την επαγγελματική του ενασχόληση, από το οποίο εξοικονόμησε ποσό €749,875.

 

Οι λόγοι έφεσης 1, 2, 3 και 11 είναι συναφείς, έχουν αναπτυχθεί ενιαία από τις δύο πλευρές και άπτονται της αξίωσης για τα δύο οικόπεδα στην Αγλαντζιά, για τα οποία εκδόθηκε απόφαση στην ανταπαίτηση.

   

Αποτελεί κεντρικό θέμα στην έφεση, σύμφωνα με την εισήγηση του κ. Βραχίμη, το κατά πόσο πρέπει να αποδειχθεί η αξία ενός περιουσιακού στοιχείου που απέκτησε ένας διάδικος για να θεωρηθεί ότι αποτελεί μέρος της αύξησης της περιουσίας του.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος, με παραπομπή στα άρθρα 2 και 14 του Νόμου, εισηγήθηκε πως ένας διάδικος ο οποίος, κατά την έναρξη της συμβίωσης, δεν έχει καθόλου περιουσία, όπως εν προκειμένω, και κατά το τέλος της συμβίωσης είναι ιδιοκτήτης ορισμένων ακινήτων και δεν έχει προσωπικά χρέη, τότε τα ακίνητα αυτά συνιστούν την αύξηση της περιουσίας του για σκοπούς του άρθρου 14.  Το Δικαστήριο, σύμφωνα με την εισήγηση, όφειλε να εξετάσει τη συνεισφορά της εφεσείουσας και να της αποδώσει αυτούσια τη συνεισφορά της στα οικόπεδα, που συνεπαγόταν τη μεταβίβαση στην ίδια αυτούσιου του μεριδίου των ακινήτων που αντιστοιχούσε στη δική της συνεισφορά. Για το σκοπό αυτό απαιτείτο το Δικαστήριο να γνωρίζει το ποσοστό της συνεισφοράς που καθορίζεται στις τιμές απόκτησης του ακινήτου και όχι στην αξία που είχε το ακίνητο κατά τη διάσταση. Το Δικαστήριο θα μπορούσε, είτε να προχωρήσει σε χρηματική απόδοση της συνεισφοράς, είτε σε αυτούσια απόδοση με τη μεταβίβαση της περιουσίας. Προς τούτο συνηγορεί, κατά την εισήγηση, το άρθρο 14 και το άρθρο 14Ε του Νόμου. Παρέπεμψε δε στην Ελληνική Νομοθεσία που είναι πανομοιότυπη με την Κυπριακή και σε απόσπασμα από το σύγγραμμα «Οικογενειακό Δίκαιο» του Απόστολου Σ. Γεωργιάδη, σελ. 214, όπου αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«Ως προς το είδος της αξίωσης πρέπει να σημειωθεί ότι αυτή είναι καταρχήν χρηματική, αλλά δεν αποκλείεται, ενόψει και της ΑΚ 297 εδ. β΄, και αυτούσια απόδοση του ανάλογου μέρους των αποικτημάτων εφόσον το ζητήσει ο δικαιύχος ή κάνει ανάλογη προσφορά ο υπόχρεος (εάν π.χ. η περιουσιακή αύξηση συνίσταται αποκλειστικά σε ένα ακίνητο ή σε ομοειδή κινητά που μπορούν να διαιρεθούν, όπως οι μετοχές). Μάλιστα, εάν ο ενάγων ζητήσει μόνο την αυτούσια απόδοση, το δικαστήριο δεν μπορεί να επιδικάσει σε χρήμα την αξία της αντίστοιχης συμβολής (ΑΚ 1400, ΚΠολΔ 559 αρ. 1).»

 

Αντίθετη επί του προκειμένου η θέση των εφεσιβλήτων, οι οποίοι υποστήριξαν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.

 

Ο περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (Ν.232/91), στο άρθρο 2 καθορίζει ότι  "συνεισφορά" «σημαίνει την οποιασδήποτε μορφής συνεισφορά των συζύγων στην απόκτηση ή τη δημιουργία περιουσίας και περιλαμβάνει τη φροντίδα της οικογενειακής εστίας και των μελών της οικογένειας.»

 

Το άρθρο 14 του Νόμου, επί του οποίου εδράζεται η υπόθεση, προνοεί τα ακόλουθα:

 

«14.-(1) Σε περίπτωση που ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί, ή σε περίπτωση διάστασης των συζύγων, και η περιουσία του ενός συζύγου έχει αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσο συνέβαλε με οποιοδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να εγείρει αγωγή στο Δικαστήριο και να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή.

(2) Η συνεισφορά του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη συνεισφορά.

(3) Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν:

(α) Από δωρεά, κληρονομιά, κληροδοσία ή άλλη χαριστική αιτία

(β) με διάθεση περιουσίας που αποκτήθηκε με τις αναφερόμενες στην παράγραφο (α) αιτίες.»

 

Το άρθρο 14Ε του Νόμου, επί του οποίου, επίσης, εδράζεται η αίτηση, προνοεί τα ακόλουθα:

 

«14Ε. Το Δικαστήριο έχει την εξουσία να εκδίδει διατάγματα για μεταβίβαση στον αιτητή περιουσίας του καθ' ου η αίτηση που συνιστά αντικείμενο της διαδικασίας που ακολουθείται δυνάμει του παρόντος Νόμου.»

 

 

Στην υπόθεση Ορφανίδης ν. Ορφανίδη (1998) 1 ΑΑΔ 179 τέθηκαν οι αρχές για την επίλυση περιουσιακών διαφορών μεταξύ συζύγων:

 

«.αφετηρία για την επίλυση διαφορών αυτής της φύσης αποτελεί η διαπίστωση των περιουσιακών στοιχείων των συζύγων κατά το χρόνο του γάμου. Σε δεύτερο στάδιο, έρχεται η διαπίστωση της αύξησης, (αν υπάρχει), και σε τρίτο η προέλευση της αύξησης και η συνάρτησή της με τη συνεισφορά του ετέρου των συζύγων στην πραγμάτωσή της.

...

 Η αύξηση της περιουσίας είναι στοιχείο σχετικό. Συναρτάται, αφενός, με την αξία της περιουσίας και αφετέρου, με τις οικονομικές υποχρεώσεις του ιδιοκτήτη. Το αντικείμενο του μερισμού είναι η αύξηση της περιουσίας, όχι αυτή τούτη η περιουσία. Βέβαια, στο βαθμό που η αύξηση συσχετίζεται με συγκεκριμένο ακίνητο, και ο έτερος των συζύγων δικαιούται μεριδίου στην αύξηση, μπορεί να διαταχθεί η εγγραφή του ως ιδιοκτήτη για το αναλογούν σ' αυτόν μερίδιο (ποσοστό) ιδιοκτησίας.»

 

Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε, και δεν αμφισβητείται με την παρούσα έφεση, ότι η αρχική κινητή  και ακίνητη περιουσία του εφεσίβλητου 1 ήταν μηδενική.

 

Αξιολογώντας στη συνέχεια τη μαρτυρία ως προς την αξία της περιουσίας των εφεσίβλητων, κατά το χρόνο της διάστασης, κατέληξε, για τους λόγους που εξήγησε, ότι αυτή δεν ήταν ικανοποιητική για απόδειξη της αξίας της περιουσίας, τόσο του εφεσίβλητου 1, όσο και της εφεσίβλητης 2 εταιρείας, κατά το χρόνο της διάστασης. Ως εκ τούτου, έκρινε ότι η εφεσείουσα δεν απέδειξε τη συνολική περιουσία των εφεσίβλητων, ώστε να εξευρεθεί η συνολική αύξηση της περιουσίας του εφεσίβλητου 1 και να διαπιστωθεί η συνεισφορά της. Όπως ανέφερε, χαρακτηριστικά, η εφεσείουσα «θεώρησε ως θέμα πρωταρχικής σημασίας τη συνεισφορά της στην αύξηση της περιουσίας των καθ΄ ων η αίτηση, παραβλέποντας ότι θέμα πρωταρχικής σημασίας ήταν να αποδείξει την αύξηση της περιουσίας των καθ΄ ων η αίτηση και ακολούθως τη συνεισφορά της στην αύξηση αυτή.».

 

Στην υπόθεση Παπαϊωάννου ν. Παπαϊωάννου (2000) 1 ΑΑΔ 656, απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας σε δύο νομικά ερωτήματα εξετάστηκαν, μεταξύ άλλων, τα άρθρα 14 και 14Α του Νόμου.  Παραθέτουμε απόσπασμα από την απόφαση της πλειοψηφίας, που είναι σχετική με τα εγειρόμενα με την παρούσα ζητήματα:

«.Κάθε ένας από τους συζύγους μπορεί να είναι ο απόλυτος κύριος οποιασδήποτε περιουσίας, όποτε και αν αυτή αποκτήθηκε, όπως κάθε άλλος άνθρωπος. Ακόμα και κατ΄εφαρμογήν του δικαίου της επιείκειας σε σχέση με τα εμπιστεύματα. Η συνεισφορά, ενδεχομένως και με τη μορφή υπηρεσιών που προσφέρονται στο σπίτι, είναι δυνατό, τηρουμένων και των υπολοίπων προϋποθέσεων κατά το δίκαιο της επιείκειας, να οδηγήσουν στην κτήση της κυριότητας σε περιουσιακά στοιχεία διαρκούντος του γάμου, όπως σε κάθε άλλη περίπτωση.  Αναφερθήκαμε στην αρχή στην υπόθεση Ορφανίδης. Αφορούσε σε αγωγή για απόδοση μεριδίου στην αύξηση της περιουσίας με βάση το άρθρο 14 και στο πλαίσιο των θεμάτων που απασχόλησαν συσχετίστηκε ο Νόμος προς το δίκαιο της επιείκειας.  Δεν είχαν εκεί εγερθεί ζητήματα όπως αυτά που μας απασχολούν εδώ αλλά τονίστηκε πως στον τομέα που καλύπτει το άρθρο 14 δεν έχουν θέση οι αρχές του αγγλικού δικαίου. Εξηγήθηκαν οι διαφορές και επισημάνθηκε, όπως σημειώσαμε, πως "αντικείμενο του διαχωρισμού δεν είναι, όπως στο αγγλικό δίκαιο, το περιουσιακό στοιχείο αφ΄εαυτού, αλλά η αύξηση της περιουσίας των συζύγων μετά το γάμο". Σημειώνουμε και τα ακόλουθα από την απόφαση που εξέδωσε ο Πικής Π.:

 

"Το αντικείμενο του μερισμού είναι η αύξηση της περιουσίας, όχι αυτή τούτη η περιουσία.  Βέβαια, στο βαθμό που η αύξηση συσχετίζεται με συγκεκριμένο ακίνητο, και ο έτερος των συζύγων δικαιούται μεριδίου στην αύξηση, μπορεί να διαταχθεί η εγγραφή του ως ιδιοκτήτη για το αναλογούν σε αυτόν μερίδιο (ποσοστό) ιδιοκτησίας".

 

 Η όποια συνεισφορά, όπως αυτή ορίζεται στο Νόμο, δεν βαρύνει το περιουσιακό στοιχείο κατά την απόκτηση ή τη διατήρηση της κυριότητας σ΄αυτό διαρκούντος του γάμου.  Στο πλαίσιο του νόμου, από αυτή την άποψη, είναι παράγων ουδέτερος.  Ο καθένας από τους συζύγους μπορεί να ασκεί το δικαίωμα της κυριότητας που έχει πάνω στο κάθε περιουσιακό στοιχείο, όποια και αν ήταν η συνεισφορά του άλλου με την έννοια του νόμου.  Αντίστροφα, το όποιο περιουσιακό στοιχείο του καθενός από τους συζύγους υπόκειται στις διατάξεις σε σχέση με την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων εναντίον τους.  Ενεργοποιείται ο νόμος όταν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί ή σε περίπτωση διάστασης των συζύγων.  Παρέχεται τότε, σε εκάτερο των συζύγων, δικαίωμα "να εγείρει αγωγή στο Δικαστήριο και να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή".  Δεν αναβαθμίζεται ούτε μεταλλάσσεται με τον τρόπο αυτό η συνεισφορά σε "περιουσία", όπως ήταν η εισήγηση.  Δεν διαφοροποιείται η όποια έννοια της.  Μια είναι η έννοια της από την αρχή ως το τέλος αλλά αυτή η έννοια αποκτά σημασία όταν ενεργοποιείται ο Νόμος.  Η σημασία της "συνεισφοράς" στο πλαίσιο του νόμου, έγκειται στην εξάρτηση από αυτή του μέρους της όποιας αύξησης οφείλεται σ΄αυτή. Αποτελεί την προϋπόθεση για την γέννηση δικαιώματος και τον παράγοντα για τον καθορισμό της έκτασής του. Τεκμαίρεται βέβαια ότι σε κάθε γάμο υπάρχει τέτοια συνεισφορά και ότι αυτή ανέρχεται στο 1/3 της αύξησης αλλά το τεκμήριο είναι μαχητό και, πάντως, η θέσπισή του δεν είναι στοιχείο προσδιοριστικό της φύσης της ή της επενέργειάς της.

 

Με δοσμένη την όποια συνεισφορά, κατά το τεκμήριο ή την όποια μαρτυρία, δημιουργείται δικαίωμα για απαίτηση, αξίωση όπως χαρακτηρίζεται στη συνέχεια. Η ύπαρξη συνεισφοράς δεν αγγίζει την ιδιοκτησία σε οποιοδήποτε επιμέρους περιουσιακό στοιχείο. Με άλλα λόγια, δεν απολήγει στη δημιουργία και αντιστοίχως στην αφαίρεση εμπράγματου δικαιώματος. Εκείνο που δημιουργείται είναι ενοχική αξίωση, μάλιστα προσωποπαγής. Δεν καθίσταται κύριος κανενός περιουσιακού στοιχείου ο σύζυγος που συνεισφέρει με την έννοια του νόμου. Αποκτά δικαίωμα για αξίωση μέρους της αύξησης η οποία και υπόκειται πλέον στις διατάξεις του άρθρου 15. ..

 

Το άρθρο 14Ε που προστέθηκε με το Ν. 25(Ι)/98 παρέχει στο Δικαστήριο

 

"την εξουσία να εκδίδει διατάγματα για μεταβίβαση στον αιτητή περιουσίας του καθ΄ου η αίτηση που συνιστά αντικείμενο της διαδικασίας που ακολουθείται δυνάμει του παρόντος Νόμου."

 

 Δεν πρέπει να μας παραπλανήσει η διατύπωση. ΄Οταν αναφέρεται σε περιουσία που "συνιστά το αντικείμενο της διαδικασίας" σαφώς δεν εννοεί πως η διαδικασία αφορά στην κυριότητα την ίδια οποιασδήποτε περιουσίας. Υπάρχει και περιουσία που δεν μπορεί να υπολογιστεί στο πλαίσιο του νόμου. [βλ. συναφώς το άρθρο 14(3)]. Το διάταγμα για μεταβίβαση τέτοιας περιουσίας δεν εκδίδεται για απόδοση περιουσιακού στοιχείου που ανήκει στον αξιούντα. Αποτελεί πρόσθετη δυνατότητα, άλλη από εκείνη για επιδίκαση ποσού, προς ικανοποίηση της ενοχικής αξίωσης που θεμελιώνεται. Δεν αναιρεί το άρθρο 14Ε ούτε βέβαια και οι πρόνοιες των άρθρων 14Γ και 14Δ που στοχεύουν στη διατήρηση των περιουσιακών στοιχείων, στην αλλοίωση της φύσης του δικαιώματος που αναγνωρίζεται και της δικαιοδοσίας που δημιουργείται.

 

Βρίσκουμε ενίσχυση αυτής της προσέγγισής μας στα δυο συγγράμματα που αναφέραμε στην αρχή. [βλ. επίσης Ι.Σ. Σπυριδάκη, Εγχειρίδιο Αστικού Δικαίου, Τόμος Τέταρτος, Οικογενειακό Δίκαιο, ΄Εκδοση 1983, σελ. 114 κ.επ. και Δεληγιάννη Κουτσουρίδη, Οικογενειακό Δίκαιο, Το Νέο Σύστημα Ρύθμισης των Συζυγικών Σχέσεων, έκδοση 1984, σελ. 119 κ.επ.]. ´Εχουμε ήδη παραθέσει εκτεταμένο απόσπασμα από τους Γεωργιάδη - Σταθόπουλο στο οποίο γίνεται αναφορά σε αμοιβή ή σε απόδοση ανταλλάγματος ανάλογου με τις υπηρεσίες ή θυσίες ή άλλες παροχές. Στη σελ. 291 συζητείται η φύση της αξίωσης. Ρητά χαρακτηρίζεται ως ενοχική και όχι εμπράγματη. Περαιτέρω, ως προσωποπαγής. Και αυτά, υφισταμένης και εκεί της δυνατότητας αυτούσιας απόδοσης περιουσιακού στοιχείου ή ποσού χρημάτων. [βλ. σελ. 305 και 306]. Από το σύνολο της ανάλυσης, είναι ιδιαιτέρως σημαντικά τα πιο κάτω, από τις σελίδες 291 και 292.

 

"Αξίωση ενοχική: Η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα είναι ενοχική (1400 § 1: '...δικαιούται να απαιτήσει...") Δανειστής είναι ο ένας σύζυγος και οφειλέτης ο άλλος (βλ. και παρακ. αρ. 24). Η αβεβαιότητα ως προς το τελικό ύψος της αξίωσης λόγω της πιθανής συνεχούς αυξομείωσης των αποκτημάτων και της επίσης συχνά κυμαινόμενης συμβολής σ΄αυτά (αβεβαιότητα που προκύπτει από την ανάγκη ανταπόκρισης της τελικής αξίωσης στην πραγματική συμβολή του ενός στο σχηματισμό της μεταβαλλόμενης περιουσίας του άλλου) οδήγησε το νομοθέτη στο να μην επιβάλει εμπράγματη συμμετοχή του ενός συζύγου στην περιουσία του άλλου. Οι εμπράγματες σχέσεις απαιτούν κατά το δυνατόν κάθε στιγμή (και κατά τη διάρκεια του γάμου) σαφήνεια, δημοσιότητα και σταθερότητα ως προς το ποσοστό συμμετοχής στην περιουσία του άλλου. Για την ενίσχυση όμως του ενοχικού αυτού δικαιώματος πρόβλεψε ο νομοθέτης τη δυνατότητα εμπράγματης ή άλλης εξασφάλισής του, άρα και της από αυτό αξίωσης (ΑΚ 1402, βλ. παρακ. αρ. 41 επ.).

 

2. Αξίωση προσωποπαγής: Με την ΑΚ 1401 ο νομοθέτης ενισχύει τον προσωπικό χαρακτήρα της ενοχικής αξίωσης του δικαιούχου συζύγου, μετατρέποντάς την σε προσωποπαγή: Ο δικαιούχος σύζυγος και μόνο, όχι οι κληρονόμοι του ή τυχόν εκδοχείς, προστατεύεται, έχοντας το δικαίωμα να ζητήσει το αντίκρυσμα της δικής του προσωπικής συμβολής.  Η συμβολή και υποστήριξη μεταξύ συζύγων, και όταν ξεπερνά (όπως εδώ - βλ. παρακ. αρ. 26) τα όρια των ΑΚ 1386, 1389, κρίνεται από το νομοθέτη ως προσωπικό τους θέμα, που δεν νομιμοποιούνται να το επικαλεσθούν τρίτοι, ακόμη και κληρονόμοι, και να αντλήσουν οφέλη από αυτό.  ΄Ετσι αν ο γάμος λυθεί με θάνατο, ο επιζών μεν σύζυγος θα εξακολουθήσει να προστατεύται για την προσωπική του συμβολή στην τυχόν επαύξηση της περιουσίας του θανόντος συζύγου. Θα έχει δηλαδή το δικαίωμα συμμετοχής σ΄αυτή και θα μπορεί να το ασκήσει και κατά των κληρονόμων του συζύγου του. Η υποχρέωση λοιπόν από την ΑΚ 1400 κληρονομείται (ΑΚ 1710 και αντιδιαστολή από ΑΚ 1400 εδ. 1). Το δικαίωμα όμως του αποβιώσαντος συζύγου από την ΑΚ 1400, που θα γεννιόταν με το θανατό του (με τη λύση δηλαδή του γάμου - ΑΚ 1400 § 1 εδ,1), δεν γεννιέται ποτέ, δηλαδή το δικαίωμα δεν γεννιέται στο πρόσωπο των κληρονόμων του (ΑΚ 1401 εδ. 1)). Ούτε στην περίπτωση της συναποβίωσης (βλ. και ΑΚ 38) γεννιέται δικαίωμα από την ΑΚ 1400."

 ΄Ομοια είναι και η ανάλυση του Γ. Κουμάντου (ανωτέρω). Στη σελ. 197 εξηγεί πρώτα πώς

 

"αυτή η αύξηση της περιουσίας, ό,τι δηλαδή αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου, ανήκει σ΄εκείνον το σύζυγο που το απέκτησε, εφόσον ισχύει το σύστημα της περιουσιακής αυτοτέλειας".

 

 

Ακολουθούν τα πιο κάτω στη σελίδα 204:

 

 

"Η απαίτηση λειτουργεί ενοχικά.  Κανένα εμπράγματο δικαίωμα του ενός συζύγου δεν βαραίνει την περιουσία του άλλου, ούτε κατά τη διάρκεια του γάμου ούτε κατόπιν, εκτός βέβαια αν έχει εγγραφεί υποθήκη κατά το άρθρο 1262 περιπτ. 4 του Α.Κ. (αλλα βλ. παρακάτω παρατ. 3.7.3.3.1 για τις δυσκολίες εφαρμογής αυτής της διάταξης). Επομένως και κανένας περιορισμός δεν επιβάλλεται στον κάθε σύζυγο σχετικά με τη διαχείριση της περιουσίας του. Εξ άλλου θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η απαίτηση είναι καταρχήν χρηματική:  ο σύζυγος με τη μικρότερη αύξηση πρέπει να αποτιμήσει τη διαφορά στην αύξηση των δύο περιουσιών και θα αξιώσει την καταβολή του ποσοστού που έχει να λάβει (κατά το τεκμήριο ή ύστερα από απόδειξη μεγαλύτερης συμβολής) σε χρήμα. Αυτό επιβάλλεται για λόγους απλότητας: η ποικιλία των αντικειμένων που μπορεί να δημιουργεί την περιουσιακή αύξηση θα έκανε πολύ περίπλοκη την αξίωση μεταβίβασης και την περαιτέρω αξιοποίηση ποσοστού κυριότητας στο καθένα από τα αντικείμενα αυτά. Εξάλλου η λύση ανταποκρίνεται και στις απαιτήσεις της χρηματικής οικονομίας που εκφράζεται και στο άρθρο 297 εδ. α΄. Βεβαίως τίποτε δεν αποκλείει, ο οφειλέτης ή και ο δανειστής να ζητήσει και το δικαστήριο, εκτιμώντας τις ειδικές περιστάσεις, να δεχτεί, αντί για την καταβολή χρηματικού ποσού, να μεταβιβαστεί ποσοστό συγκυριότητας ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος (αναλογία δικαίου από το άρθρ. 297 εδ. β΄του Α.Κ).»»

 

 

 

Εφαρμόζοντας τα όσα προκύπτουν από την πιο πάνω ανάλυση στην παρούσα, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα έχει δικαίωμα αξίωσης στην αύξηση της περιουσίας του εφεσίβλητου 1, σύμφωνα με τη συνεισφορά που θα αποδείξει. Δεν έχει, όμως, εμπράγματο δικαίωμα επί της ίδιας της περιουσίας. Το γεγονός ότι θα μπορούσε να δεχτεί, σε περίπτωση που αποδείκνυε τη συνεισφορά της στην αύξηση της περιουσίας, τη μεταβίβαση μέρους της περιουσίας, αντί την καταβολή χρηματικού ποσού, δεν αναιρεί τη φύση της αξίωσης που είναι ενοχική και προσωποπαγής.

 

Ως εκ των ανωτέρω, δεν ήταν αναγκαίο για το Δικαστήριο να αποφασίσει επί της συνεισφοράς της εφεσείουσας, εφόσον έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε η αξία της αύξησης της περιουσίας του εφεσίβλητου 1 κατά το χρόνο της διάστασης. Βεβαίως, παραμένει να εξεταστεί κατά πόσον η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της μαρτυρίας που δόθηκε ως προς αυτό το ζήτημα είναι ορθή.

 

Ο εφεσείων, με τον πέμπτο και έκτο λόγο έφεσης, προσβάλλει την απόρριψη των τριών εκτιμήσεων που κατέθεσε η εφεσείουσα ως προς την αξία των δύο οικοπέδων στην Αγλαντζιά, καθώς και των δύο διαμερισμάτων στην Πάφο και τη Λευκωσία.

 

Αποτελεί θέση της εφεσείουσας ότι η παράλειψη του εφεσίβλητου να ζητήσει όπως κλητευθεί ο εκτιμητής που ετοίμασε τις εκτιμήσεις των πιο πάνω ακινήτων εκ μέρους της  με στόχο να αντεξεταστεί, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι εκτιμήσεις που κατέθεσε ο εφεσίβλητος 1 αφορούσαν ημερομηνίες, είτε προγενέστερες, είτε μεταγενέστερες της διάστασης,  σήμαινε ότι οι εκτιμήσεις της εφεσείουσας παρέμειναν αναντίλεκτες.

 

Παράλληλα, προσβάλλεται και η απόρριψη της εκτίμησης που ετοιμάστηκε για τα δύο οικόπεδα, στη βάση ότι σ΄ αυτήν δεν αναφερόταν ότι αφορούσε το χρόνο της διάστασης, καθώς και ότι είχε γίνει για σκοπούς χρηματοδότησης. Σύμφωνα με την εισήγηση, η εκτίμηση που ζητήθηκε από την τράπεζα ήταν ανεξάρτητη και όχι μόνο δεν μείωνε το κύρος της, επειδή δεν ζητήθηκε από την εφεσείουσα, αλλά προσέδιδε ακόμα περισσότερη αξιοπιστία, αφού ο εκτιμητής ήταν ανεξάρτητος και η εκτίμηση δεν είχε ετοιμαστεί για τη συγκεκριμένη ακρόαση. Αναφορικά δε με το γεγονός ότι στην εκτίμηση δεν αναφερόταν η ημερομηνία στην οποίαν αυτή αφορούσε, η εισήγηση της εφεσείουσας είναι πως στην πρώτη σελίδα γίνεται αναφορά σε ημερομηνία Ιουνίου 2010, δηλαδή την περίοδο της διάστασης και, προφανώς, οι αξίες ήταν αυτές που ίσχυαν όταν έγινε η εκτίμηση και όχι άλλης ημερομηνίας, με δεδομένο ότι αυτές απευθύνονταν προς την τράπεζα.

 

Παραθέτουμε αυτούσια την αξιολόγηση που έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφορικά με τη μαρτυρία που προσφέρθηκε από πλευράς εφεσείουσας ως προς τα πιο πάνω ακίνητα:

 

«1/2 μερίδιο των δύο ακινήτων στο Πλατύ Αγλαντζιάς.

    

Η αιτήτρια κατέθεσε έκθεση εκτίμησης των εν λόγω ακινήτων χωρίς να αναφέρεται σ΄ αυτή ότι ο χρόνος που αφορά η εκτίμηση είναι ο χρόνος της διάστασης (Τεκμήριο 109).

 

     Πέραν τούτου, στην εκτίμηση που κατέθεσε αναγράφεται ως σημείωση «Η εκτίμηση αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί για σκοπούς δανειοδότησης μόνο», γεγονός που κλονίζει το περιεχόμενο του εγγράφου και την αποδεικτική αξία του στην παρούσα διαδικασία.

 

     Περαιτέρω ο καθ΄ου η αίτηση κατέθεσε ως τεκμήριο έκθεση εκτίμησης, στην οποία αναφέρεται διαφορετικό ποσό εκτίμησης της αξίας των ακινήτων, χωρίς όμως να αναφέρεται ο χρόνος που αφορά η εκτίμηση (Τεκμήριο 214).

 

Λαμβάνω υπόψη ότι ο εκτιμητής του εγγράφου που κατέθεσε η αιτήτρια δεν κλήθηκε από την αιτήτρια ως μάρτυρας στο Δικαστήριο, ούτε και δόθηκε οποιαδήποτε εξήγηση ότι δεν ήταν εύλογο και εφικτό να παρουσιαστεί ως μάρτυρας.

 

Δεν ικανοποιήθηκα ότι η αιτήτρια απέδειξε την αξία των ακινήτων κατά το χρόνο της διάστασης. Για την αξιολόγηση της βαρύτητας που δίνεται σε εξ ακοής μαρτυρία σχετικά είναι τα άρθρα 23 και 27 του περί Απόδειξης Νόμου, Κεφάλαιο 9.

 

Ο καθ΄ου η αίτηση ανέφερε στη μαρτυρία του ότι η αιτήτρια δεν είναι δυνατόν να έχει απαίτηση για το μερίδιο του αυτό αναφέροντας «Η δε συμφωνία ήταν και παραμένει ότι το ακίνητο θα εξοφλήσουμε εξ ημισείας ως τα εγγραφέντα υπό ονόματι μας μερίδια».»

 

«Διαμέρισμα στη Λευκωσία αξίας €680.000.

 

     Η αιτήτρια κατέθεσε έκθεση εκτίμησης για την αξία του εν λόγω ακινήτου (Τεκμήριο 73). Ο καθ΄ου η αίτηση κατέθεσε και ο ίδιος έκθεση εκτίμησης, στην οποία καθορίζεται η αξία του ακινήτου €335.000, χωρίς όμως να αναφέρεται ο χρόνος που αφορά η εκτίμηση (Τεκμήριο 205).

 

     Ο εκτιμητής δεν κλήθηκε από την πλευρά της αιτήτριας ως μάρτυρας στο Δικαστήριο, ούτε δόθηκε οποιαδήποτε εξήγηση ότι δεν ήταν εύλογο και εφικτό να παρουσιαστεί ως μάρτυρας. Ισχύουν όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω για την αξιολόγηση της βαρύτητας που δίνεται σε εξ ακοής μαρτυρία. Η μαρτυρία που προσκόμισε η αιτήτρια με την κατάθεση της έκθεσης εκτίμησης ως τεκμήριο έμεινε μετέωρη και απορρίπτεται.»

 

«Διαμέρισμα στην Πάφο αξίας €140.000.

 

     Η αιτήτρια κατέθεσε και για το ακίνητο αυτό έκθεση εκτίμησης για την αξία του (Τεκμήριο 101). Ο καθ΄ου η αίτηση κατέθεσε και ο  ίδιος έκθεση εκτίμησης, στην οποία καθορίζεται η αξία του ακινήτου €120.000, χωρίς όμως να αναφέρεται ο χρόνος που αφορά η εκτίμηση (Τεκμήριο 216).

 

     Ισχύουν όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω για το διαμέρισμα στη Λευκωσία. Συνεπώς η μαρτυρία που προσκόμισε η αιτήτρια με την κατάθεση της έκθεσης εκτίμησης ως τεκμήριο έμεινε μετέωρη και απορρίπτεται.»

(Ο τονισμός είναι του Δικαστηρίου)

 

Οι εκτιμήσεις των ακινήτων ετοιμάστηκαν από εκτιμητή ακινήτων και κατατέθηκαν από την ίδια την εφεσείουσα, η οποία δεν είναι εμπειρογνώμονας, χωρίς να δοθεί οποιαδήποτε εξήγηση περί τούτου. Η ορθότητα των εν λόγω εκτιμήσεων αμφισβητήθηκε από την πλευρά του εφεσίβλητου, τόσο με την παρουσίαση δικών του εκτιμήσεων, όσο και μέσω αντεξέτασης. 

 

Όπως ορθά υπεδείχθη από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσιβλήτων, η υποχρέωση ενός εμπειρογνώμονα είναι να προμηθεύσει το Δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για αξιολόγηση της ορθότητας των συμπερασμάτων του, ώστε να μπορεί να σχηματίσει ιδίαν ανεξάρτητη γνώμη. Εφόσον η αποδεικτική αξία της εκτίμησης που κατατέθηκε από την εφεσείουσα ήταν μηδενική και, μάλιστα, δόθηκε και διαφορετική εκτίμηση από πλευράς εφεσιβλήτων, δε θα μπορούσε το Δικαστήριο να σχηματίσει ίδιαν ανεξάρτητη γνώμη ως προς την αξία των ακινήτων. Η υπόθεση Λευκόνοικο Χρηματιστηριακή Λτδ ν. Χριστοδούλου Πολ. Έφ. Αρ. 6/2011, ημερομηνίας 15.7.2016, ECLI:CY:AD:2016:A364, στην οποία παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας, διαφοροποιείται και δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση. Ούτε απαιτείται η εξέταση των υπολοίπων αιτιάσεων που τέθηκαν από την εφεσείουσα.

 

Συνακόλουθα, οι λόγοι έφεσης 5 και 6 απορρίπτονται.

 

Οι λόγοι έφεσης 7 και 8 αφορούν την απόρριψη της μαρτυρίας της εφεσείουσας ως προς την αξία της εφεσίβλητης 2.

 

Παραθέτουμε αυτούσια την αξιολόγηση της μαρτυρίας που αφορούσε τον υπολογισμό της αξίας της εταιρείας από την ίδια την εφεσείουσα, η οποία ήταν chartered accountant:

 

«3             Η αιτήτρια ανέφερε τον τρόπο υπολογισμού της αξίας της εταιρείας χρησιμοποιώντας «τη μέθοδο των προεξοφλημένων ταμειακών ροών». Καθώς και ότι υπολογίστηκε το εν λόγω ποσό «με βάση το όνομα, τη φήμη, την πελατεία και τον κύκλο εργασιών της εταιρείας». Κατέθεσε ως τεκμήριο «λογιστική κατάσταση» που ετοίμασε η ίδια (Τεκμήριο 101).

 

Η μαρτυρία της αιτήτριας δεν είναι αιτιολογημένη και πειστική και από αυτή δεν μπορούν να διαπιστωθούν βάσιμα και ασφαλή συμπεράσματα. Η «λογιστική κατάσταση» ετοιμάστηκε από την αιτήτρια που κατέχει τον επαγγελματικό τίτλο του  chartered accountant, χωρίς όμως να πείσει το Δικαστήριο ότι έχει την εμπειρία ανάλογων εκτιμήσεων. Πέραν τούτου, η μαρτυρία της δεν διακατεχόταν από επιστημονική τεκμηρίωση ώστε να γίνει κατανοητή με επεξηγήσεις και παραδείγματα ως προς την κατάληξη της στο ποσό της εκτίμησης. Η απλή κατάθεση της «λογιστικής κατάστασης» που ετοίμασε ως chartered accountant, ενόψει των ανωτέρω παραλείψεων που ανέφερα, δεν τεκμηρίωσε την κατάληξη της. Πέραν τούτου, υπολόγισε, όπως ανέφερε στην παράγραφο 193 της γραπτής δήλωσης της, τον κύκλο εργασιών της εταιρείας «περί €720.00 για ολόκληρο το 2010». Επισημαίνεται ότι ο ουσιώδης χρόνος της αξίας της εταιρείας είναι ο χρόνος της διάστασης, στις 19.5.2010, και όχι ολόκληρο το έτος 2010.

 

Πέραν των ανωτέρω, η μαρτυρία της κλονίστηκε από τη μαρτυρία του Δ.Κ. (Μ.Υ.5), λογιστή του καθ΄ου  η αίτηση από τον Ιούνιο 2010. Ανέφερε στη μαρτυρία του κατά την κυρίως εξέταση του ότι στο ποσό των εταιρικών εισοδημάτων που ανέφερε η αιτήτρια δεν εφαρμόστηκε η επίπτωση του Φ.Π.Α. και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το καθαρό κέρδος θα έπρεπε να ήταν λιγότερο. Η μαρτυρία του αυτή δεν κλονίστηκε από την αντεξέταση του.

 

Ενόψει των ανωτέρω, καταλήγω ότι η αιτήτρια δεν απέδειξε την αξία της περιουσίας της εταιρείας και την αξία της εταιρείας κατά το χρόνο της διάστασης. Συνεπώς δεν μπορεί να εξακριβωθεί η αύξηση της περιουσίας της εταιρείας και η αύξηση της αξίας της εταιρείας. Για το λόγο αυτό δεν υπάρχει λόγος να εξεταστεί η συνεισφορά της αιτήτριας.

 

Καταλήγω ότι η αιτήτρια δεν απέδειξε τη συνολική περιουσία του καθ΄ου η αίτηση κατά το χρόνο της διάστασης, ώστε να εξευρεθεί η συνολική αύξηση της περιουσίας του και να διαπιστωθεί η συνεισφορά της αιτήτριας στην αύξηση. Παρόλη την κατάληξη μου, αναφέρω ότι η αιτήτρια είπε αντεξεταζόμενη ότι είχε έμμεση συνεισφορά αναφέροντας ότι δεν είχε άμεση συνεισφορά.»

 

Υπενθυμίζουμε, επί του προκειμένου, την αρχή της νομολογίας ως προς τη δυνατότητα επέμβασης του Εφετείου στην αξιολόγηση της μαρτυρίας. Οι αρχές αυτές επαναλήφθηκαν πρόσφατα στην υπόθεση Αντρέου ν. Τσίρου, Έφεση Αρ. 26/2017, ημερομηνίας 28.7.2020, ως ακολούθως:

 

Είναι γνωστή η νομολογία ότι το Ανώτατο Δικαστήριο κατ' έφεση δεν επεμβαίνει κατά κανόνα στην αξιολόγηση και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρατηρήσει και να εξετάσει τη μαρτυρία ενώπιον του στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, με όλα τα συνακόλουθα ευεργετήματα (βλ. Μάρκαρη ν. Παρασκευά (20120 1(Β) ΑΑΔ 1493). Αυτό γίνεται όταν το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την αξιοπιστία των μαρτύρων, αντικειμενικά κρίνοντας, δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά, αντιστρατεύονται την κοινή λογική, δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν διαπιστώνονται αντιφάσεις ουσιαστικής μορφής (βλ. xxx Φανάρας ν.  Κυπριανίδη, Πολ. Έφεση 136/10, ημερ. 24/4/15, ECLI:CY:AD:2015:A287 και xxx Αντωνίου ν. Α. Panayides Contracting Ltd, Πολ. Έφεση 259/11, ημερ. 4/10/17), ECLI:CY:AD:2017:A333

 

 

Έχουμε εξετάσει τη μαρτυρία και τις εισηγήσεις της εφεσείουσας υπό το φως των αρχών που διέπουν το θέμα και δεν κρίνουμε ότι υπάρχει πεδίο παρέμβασής μας. Συνακόλουθα οι λόγοι έφεσης 7 και 8 απορρίπτονται.

 

Έχοντας καταλήξει ως ανωτέρω, οι λόγοι έφεσης 4 και 12 είναι απορριπτέοι. Το ζήτημα της συνεισφοράς εξετάζεται μόνο μετά που θα αποφασιστεί η αύξηση της αξίας της περιουσίας.

 

Στο περίγραμμα αγόρευσης της εφεσείουσας αναφέρεται πως οι λόγοι έφεσης 10 και 11 δεν θα προωθηθούν, όμως αυτοί που δεν προωθήθηκαν είναι οι λόγοι έφεσης 9 και 10 οι οποίοι και απορρίπτονται.

 

Η έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

 

 

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο