ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:D372
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 235/2020)
26 Ιουλίου, 2021
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ALPHA BANK CYPRUS LIMITED ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ ΗΜΕΡ. 6.11.2020 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΑΡ. 379/2020 ΚΑΙ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΚΑΘ' ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ 1 - 30 ΣΥΜΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΗΣ ΤΗΣ ALPHA BANK CYPRUS LIMITED (ΓΙΑ ALPHA BANK CYPRUS LIΜΙTED, EMPORIKI BANK CYPRUS LIMITED ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.) (ΚΑΘ΄ ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ 12), ΚΑΤΟΠΙΝ ΑΙΤΗΣΗΣ ΧΩΡΙΣ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ, ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 45 ΚΑΙ 48 ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΑΡΕΜΠΟΔΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟ ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΝΟΜΩΝ ΤΟΥ 2007 ΕΩΣ 2019 (Ν. 188(Ι)/2007).
_ _ _ _ _ _
Π. Πολυβίου, για την Αιτήτρια.
Λ. Σίγαρ (κα), για τη Δημοκρατία.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Σε προηγούμενο στάδιο ικανοποιήθηκε αίτημα της Αιτήτριας προς παροχή άδειας του Δικαστηρίου για την καταχώρηση αίτησης διά κλήσεως προς έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, με σκοπό την ακύρωση διατάγματος αποκάλυψης ημερομηνίας 6.11.2020, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, το οποίο εκδόθηκε στα πλαίσια της Αίτησης Αρ. 379/2020.
Το διάταγμα αποκάλυψης αφορούσε στην αναζήτηση πληροφοριών εναντίον αριθμού τραπεζών, μεταξύ των οποίων και η Αιτήτρια, σε σχέση με την παράδοση στοιχείων και εγγράφων που κάλυπταν την «κλειστή περίοδο». Ως προβλέπεται στο διάταγμα, τα έγγραφα αφορούν σε αλληλογραφία, διατάγματα, πρακτικά, σημειώσεις, οδηγίες, διαδικασίες, ηλεκτρονικά δεδομένα και συναλλαγές. Ως «κλειστή περίοδος» προσδιορίζεται η περίοδος από 16-27.3.2013, κατά την οποία τα εποπτευόμενα τραπεζικά ιδρύματα παρέμειναν κλειστά ή απαγορεύθηκε η διενέργεια συναλλαγών μετά από σχετικά διατάγματα/εγκυκλίους/ οδηγίες του Υπουργείου Οικονομικών ή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου ή άλλης αρχής.
Η αίτηση για έκδοση του υπό συζήτηση διατάγματος αποκάλυψης στηριζόταν σε ένορκη δήλωση του Υπαστυνόμου Αζά, μέλους του Γραφείου Διερεύνησης Θεμάτων Οικονομίας και ΣΠΕ, του Τμήματος Καταπολέμησης Εγκλήματος του Αρχηγείου Αστυνομίας, που διερευνά τα αίτια της κατάρρευσης του τραπεζικού συστήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Εδραζόταν στα άρθρα 45 και 46 του περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου του 2007, Ν. 188(Ι)/2007 (ο Νόμος).
Οι λόγοι για τους οποίους δόθηκε η άδεια προς καταχώριση αίτησης διά κλήσεως είχαν ως ακολούθως:
«Εξετάζοντας το υπάρχον υλικό για σκοπούς μόνο συζητήσιμης υπόθεσης, θεωρώ πως εντοπίζονται νομικά και πραγματικά στοιχεία τέτοια που στοιχειοθετούν εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, όσο αφορά την πλήρωση των προϋποθέσεων των πιο πάνω άρθρων στην υπό κρίση περίπτωση σε συνάρτηση με τα δοθέντα ως δεδομένα στην ένορκη δήλωση Αζά, ειδικά ως προς τη διάπραξη αδικημάτων και τη σχέση των αιτητών με αυτά. Παρά το ότι σε αυτό το στάδιο δεν είναι δυνατή η εμβάθυνση στα δεδομένα της υπόθεσης, θα πρέπει να αναφέρω πως η παράθεση ενός μεγάλου καταλόγου διερευνομένων αδικημάτων με αρίθμηση νομοθεσίας και άρθρων δεν είναι από μόνη της ικανοποιητική. Πρέπει από τον ίδιο τον όρκο να προκύπτουν γεγονότα που να δεικνύουν τα διερευνόμενα αδικήματα. Περαιτέρω, με βάση τη δικογραφία της αίτησης, τίθεται θέμα στοιχειοθέτησης συζητήσιμης υπόθεσης ως προς και τα λοιπά εγειρόμενα από τους αιτητές ζητήματα. (Βλ. Εdrinotio πολ.εφ.363/12, 3.7.2015), ECLI:CY:AD:2015:D477. Σε απόλυτη συσχέτιση με τα πιο πάνω τίθεται βεβαίως ότι οι αιτητές δεν φαίνεται να έχουν άλλο κατάλληλο ένδικο μέσο στη διάθεση τους, ενόψει της πρόνοιας του άρθρου 72(2) του Νόμου του 2007. Εν πάση περιπτώσει, από τα τεθέντα, προκύπτει ότι συντρέχουν οι εξαιρετικές εκείνες περιστάσεις που θα έπρεπε να οδηγήσουν το Δικαστήριο στη χορήγηση της άδειας.»
Ακολούθησε η διά κλήσεως, υπό κρίση, αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari προς ακύρωση του προαναφερθέντος διατάγματος αποκάλυψης ημερομηνίας 6.11.2020. Προβάλλονται σειρά επιχειρημάτων, μεταξύ των οποίων, παραπλάνηση του εκδώσαντος το διάταγμα Δικαστηρίου και μη αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων, έλλειψη και υπέρβαση δικαιοδοσίας, αλλά και νομικό σφάλμα εμφανές από τα πρακτικά, με υποστύλωμα την έκδοση του επίδικου διατάγματος προς υποβοήθηση ποινικών ερευνών στην απουσία «εύλογης υποψίας» διάπραξης και για ανύπαρκτο ποινικό αδίκημα.
Το ζήτημα της επικαλούμενης ανυπαρξίας ποινικού αδικήματος, αποτέλεσε σημείο αναφοράς και αποφασιστικό παράγοντα κρίσης σε αριθμό υποθέσεων, που αφορούσαν επίσης σε διαδικασία έκδοσης προνομιακών ενταλμάτων, στη βάση των ιδίων γεγονότων, επί του ιδίου διατάγματος αποκάλυψης. Είναι οι Πολιτικές Αιτήσεις Αρ. 221/20, 227/20 και 229/20, όπου καταγράφονται με περισσή σαφήνεια τα γεγονότα και το νομικό υπόβαθρο που τις περιέβαλλε. Κρίθηκε ότι τυχόν παράβαση των διαλαμβανομένων στην επιστολή του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας, ημερομηνίας 16.3.2013, η οποία αποστάληκε στα τραπεζικά ιδρύματα στη βάση της εξουσίας που του παρέχει το εδάφιο (3) του άρθρου 48 του περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου, Ν. 138(Ι)/2002, δεν δημιουργούσε ποινικό αδίκημα και, κατά προέκταση, το κατώτερο Δικαστήριο, χωρίς τον προσδιορισμό αδικήματος, υπερέβη την εξουσία του εκδίδοντας το ρηθέν διάταγμα. Αντιθέτως, στην Πολιτική Αίτηση Αρ. 1/21, αποφασίστηκε ότι η παράβαση της ως άνω επιστολής συνιστούσε ποινικό αδίκημα.
Παρά την καταλυτική σημασία που ενέχει το ζήτημα του εντοπισμού ή μη ποινικού αδικήματος, δεσπόζουσα θέση στην υπό κρίση περίπτωση, υπό το φως των γεγονότων που την περιβάλλουν, προσλαμβάνει το κατά πόσον συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις έκδοσης διατάγματος αποκάλυψης και πιο συγκεκριμένα αν στοιχειοθετήθηκε η ύπαρξη «εύλογης υποψίας» ότι η Αιτήτρια διέπραξε αδίκημα.
Όπως είχε την ευκαιρία να τονίσει η Πλειοψηφία στην απόφαση Εndrinotio Ltd κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2015) 1 ΑΑΔ 1461, ECLI:CY:AD:2015:D477, 1488:
«Η έκδοση διατάγματος αυτής της μορφής, ήτοι διατάγματος αποκάλυψης πληροφοριών κατ΄ ακολουθία των προαναφερθέντων άρθρων 45 και 46 του Νόμου, δεν αποτελεί μια μηχανιστική διαδικασία. Το Δικαστήριο, σύμφωνα με τον ίδιο το Νόμο, θα πρέπει να πεισθεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 46(2) προκειμένου να ασκήσει την εξουσία του για παροχή του διατάγματος. Ως πρώτη προϋπόθεση καταγράφεται η κατάδειξη ύπαρξης εύλογης υποψίας διάπραξης καθορισμένου αδικήματος από συγκεκριμένο πρόσωπο. Περαιτέρω, σύμφωνα με το εδάφιο (δ) του άρθρου 46, θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί η ύπαρξη εύλογης αιτίας ότι είναι προς το δημόσιο συμφέρον να παρασχεθεί ή να αποκαλυφθεί η πληροφορία. Εύλογη αιτία που συνδέεται, σύμφωνα με την υποπαράγραφο (i) του εν λόγω εδαφίου, με την αντιστάθμιση του οφέλους το οποίο ενδέχεται να προκύψει για την έρευνα από την αποκάλυψη ή παροχή της εν λόγω πληροφορίας αλλά, κατ΄ ακολουθία της υποπαραγράφου (ii), και των συνθηκών κατοχής της εν λόγω πληροφορίας από τον κάτοχό της.»
Επί του ζητήματος αυτού, ανάλογη ήταν και η προσέγγιση της Μειοψηφίας, στην απόφαση της οποίας σημειώνεται ότι η εξουσία που παρέχεται από το άρθρο 45(1) του Νόμου προς έκδοση διατάγματος αποκάλυψης:
«. δεν ασκείται εν λευκώ. Το εκδίδον δικαστήριο, προκειμένου να εκδώσει ένα διάταγμα αποκάλυψης, πρέπει να ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν, σωρευτικά, οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 46(2) και αυτό, στη βάση κάποιας μαρτυρίας, η οποία τίθεται ενώπιόν του. Ο βαθμός δε, στον οποίο πρέπει να ικανοποιηθεί, προφανώς, δεν είναι ο ίδιος για όλες τις προϋποθέσεις. Αξιοσημείωτο, όμως, είναι, ειδικά, το κριτήριο που προβλέπεται σε σχέση με τις απαιτήσεις των παραγράφων (α) και (β), δηλαδή η ανάγκη για ύπαρξη εύλογης υποψίας. Ο όρος «υποψία», ορώμενος στο πλαίσιο των προνοιών του άρθρου 45(1), ανωτέρω, δε φαίνεται να προϋποθέτει την ανάγκη ύπαρξης οποιουδήποτε βαθμού βεβαιότητας, με βάση τη σχετική μαρτυρία. Στο πρώιμο στάδιο της έναρξης ή, ακόμα, και της διεξαγωγής της ανάκρισης, είναι αρκετό η σκέψη να μπορεί να κινηθεί στη σφαίρα της υπόνοιας, ακριβώς, ελλείψει οποιασδήποτε αποδεικτικής μαρτυρίας. Για την πιο πάνω διατύπωση, αντλήθηκε καθοδήγηση από την υπόθεση Hussien v. Chong Fook Kam [1970] A.C. 942 (P.C.), όπου, στη σελίδα 948, αναφέρεται:-
"Suspicion in its ordinary meaning is a state of conjecture or surmise where proof is lacking: 'I suspect but I cannot prove.' Suspicion arises at or near the starting-point of an investigation of which the obtaining of prima facie proof is the end."
Καθοδήγηση μπορεί, επίσης, να αντληθεί από την υπόθεση Συμιλλίδης ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (1997) 2 Α.Α.Δ. 160, στην οποία, σε σχέση με την ερμηνεία του όρου «υπόνοια», έχουν ειπωθεί τα εξής στη σελίδα 164:-
«Περί υπονοιών ο λόγος. ΄Ο,τι αποτιμάται, στο στάδιο της αίτησης για προσωποκράτηση, δεν είναι η αποδεικτική αξία των στοιχείων ή η δραστικότητά τους και αν αυτά συνθέτουν εκ πρώτης όψεως υπόθεση ενοχής. ΄Οπως καθορίζει η νομολογία, κριτήριο είναι το εύλογο της υπόνοιας για ανάμειξη του υπόπτου στο έγκλημα.»
Η ίδια ερμηνεία υιοθετήθηκε, αργότερα, στην υπόθεση Αγαθοκλέους ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 7, όπου, στη σελίδα 11, παρατίθεται το πιο πάνω απόσπασμα, (βλ., επίσης, Γενικός Εισαγγελέας ν. Θεοδώρου (2002) 2 Α.Α.Δ. 9, σελίδα 17).
Μαρτυρία, για να είναι ικανοποιητική και να δικαιολογεί την έκδοση διατάγματος αποκάλυψης, πέραν του ότι πρέπει να είναι σχετική, το περιεχόμενό της πρέπει να ικανοποιεί την κρίση του αντικειμενικού κριτή, που, εν προκειμένω, είναι ο εκδίδων δικαστής, με την έννοια ότι η υποψία πρέπει να είναι εύλογη, υπό το φως της. .»
Προκύπτει αβίαστα από τα πιο πάνω ότι η ύπαρξη της εύλογης υποψίας διάπραξης αδικήματος είναι, εκ του Νόμου, θεμελιακή προϋπόθεση, δικαιοδοτικής φύσης, για την έκδοση εντάλματος αποκάλυψης. Υπόβαθρο εντοπισμού της συνιστά το πλέγμα των γεγονότων που τίθενται στον υποστηρικτικό της αίτησης όρκο, εν προκειμένω στην ένορκη δήλωση του Υπαστυνόμου Αζά που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο. Στην ένορκη αυτή δήλωση, πολυσέλιδη και εκτεταμένη, δεν γίνεται καμιά αναφορά, ονομαστική ή άλλη, στην Αιτήτρια, ούτε προσδιορίζεται οποιαδήποτε εμπλοκή της σε ύποπτες συναλλαγές. Το σύνολο του μαρτυρικού υλικού που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο, αντικριζόμενο σφαιρικά, δεν στοιχειοθετούσε «εύλογη υποψία», δεν αιτιολογούσε την προσέγγιση του Δικαστηρίου ότι πληρούνταν όλες οι προϋποθέσεις των άρθρων 45 και 46 του Νόμου προς έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων, αλλά ούτε και την κρίση του ότι ήταν επαρκές προς κατάδειξη εύλογης υποψίας.
Παρεμβάλλεται, προς επίρρωση των πιο πάνω, ότι στις καθοριστικές επί του θέματος παραγράφους 22 και 23 της ένορκης δήλωσης Αζά, γίνεται ονομαστική αναφορά σε αριθμό τραπεζικών ιδρυμάτων, ως εμπλεκομένων σε ύποπτες συναλλαγές, χωρίς να περιλαμβάνεται σε αυτές η Αιτήτρια.
Στη βάση των πιο πάνω η αίτηση επιτυγχάνει. Εκδίδεται προνομιακό ένταλμα της φύσεως Certiorari και ακυρώνεται το διάταγμα αποκάλυψης ημερομηνίας 6.11.2020, στην έκταση που αφορά την Αιτήτρια. Τα έξοδα της αίτησης, όσο και αυτά της μονομερούς, καθοριζόμενα, συνολικά, στο ποσό των €2.000, επιδικάζονται υπέρ της Αιτήτριας και εις βάρος των Καθ' ων η αίτηση.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
/ΣΦ