ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Hachem ν. Διευθ. Κεντρικών Φυλακών (1992) 1 ΑΑΔ 191
Δημητράκης ν. Χ'' Σάββα (1993) 1 ΑΑΔ 102
Altieri (Αρ.2) (1993) 1 ΑΑΔ 576
Mελάς Παναγιώτης Λιάκου (Aρ. 3) (1998) 1 ΑΑΔ 1199
Mechanov Valeri (Αρ. 2) (2001) 1 ΑΑΔ 1228
Katcho Mounir και Άλλος (2004) 1 ΑΑΔ 793
Shylenko Yevgen (2005) 1 ΑΑΔ 1111
Suray Yevgeniy και Άλλος (2011) 1 ΑΑΔ 453
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ME ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ TOY PALIEI , ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 221/2019, 26/11/2019, ECLI:CY:AD:2019:A485
Kotlyarenko Dmitry ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2009) 2 ΑΑΔ 269
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ κ.α. v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 217/2019, 218/2019, 1/2/2022, ECLI:CY:AD:2022:B37
ECLI:CY:AD:2021:D308
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Aίτηση Αρ. 16/2021)
12 Ιουλίου 2021
[Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν. 33/1964)
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΧΧΧ POLCHENKO, ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΜΕΣΟ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΥ ΣΤΙΣ ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΗΜΕΡ. 20.1.2021, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ HABEAS CORPUS
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ Ν.95/70 ΚΑΙ Ν.97/70 ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ, Η ΟΠΟΙΑ ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΝΑ ΕΧΕΙ ΥΠΟ ΚΡΑΤΗΣΗ ΤΟΝ ΑΙΤΗΤΗ ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 11 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 5 ΤΗΣ Ε.Σ.Δ.Α.
Ευάγγελος Πουργουρίδης, για τον Αιτητή.
Αντώνης Μελάς εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τη Δημοκρατία.
---------------------
A Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού με απόφαση του ημερ.20.1.2021 ενέκρινε αίτημα για την έκδοση στη Ρωσική Ομοσπονδία του Αιτητή για να δικαστεί για το αδίκημα της απάτης. Προς το σκοπό της έκδοσης του διέταξε και την κράτηση του.
Ο Αιτητής καταχώρισε Αίτηση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus Αd Subjiciendum, στη βάση του άρθρου 10 του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970 (Ν.97/1970) όπως έχει τροποποιηθεί, με το οποίο να κηρύσσεται η κράτηση του παράνομη και ενάντια στο Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Ε.Σ.Δ.Α.
Το Habeas Corpus είναι προνομιακή διαδικασία για τη διασφάλιση της ελευθερίας του πολίτη. Παρέχει αποτελεσματικό μέσο άμεσης απελευθέρωσης από παράνομη ή αδικαιολόγητη κράτηση (xxx Χ"Σάββα (1993) 1 Α.Α.Δ. 102, 106-7).
Το άρθρο 10(3) του Ν.97/1970 προβλέπει τις εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου όταν επιλαμβάνεται τέτοιας αίτησης. Όχι όμως κατά τρόπο εξαντλητικό, όπως στο ίδιο το λεκτικό του αναφέρεται. Προνοεί ότι:
«Τo Αvώτατov Δικαστήριov, επιλαμβαvόμεvov της τoιαύτης αιτήσεως, δύvαται, μη επηρεαζoμέvης oιασδήπoτε ετέρας δικαιoδoσίας αυτoύ, vα διατάξη τηv απoφυλάκισιv τoυ υπό έκδoσιv πρoσώπoυ, εφ' όσov ήθελε κρίvει ότι-
(α) λόγω της ασημάvτoυ φύσεως τoυ αδικήματoς, δι' o διώκεται ή κατεδικάσθη· ή
(β) λόγω της παρόδoυ μακρoύ χρόvoυ, αφ' oυ εγέvετo η διάπραξις τoυ αδικήματoς, ή, αvαλόγως της περιπτώσεως, αφ' oυ καταζητείται πρoς έκτισιv πoιvής μετά καταδίκηv αυτoύ· ή
(γ) λόγω τoυ ότι η κατ' αυτoύ κατηγoρία δεv εγέvετo καλή τη πίστει ή εv τω συμφέρovτι της δικαιoσύvης,
η απόδoσις αυτoύ θα απoτελεί, λαμβαvoμέvωv υπ' όψιv απασώv τωv περιστάσεωv, άδικov ή καταπιεστικόv μέτρov.»
H δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου όταν επιλαμβάνεται αίτησης για Habeas Corpus είναι περιορισμένη. Δεν έχει την ευχέρεια να ασκήσει όλες τις συνηθισμένες εξουσίες του. Δεν ενεργεί ως εφετείο πάνω σε θέματα γεγονότων και δεν μπορεί να αναθεωρήσει τα ευρήματα του Δικαστηρίου που επιλήφθηκε της έκδοσης ή να επέμβει στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας εφόσον κινήθηκε μέσα στα νόμιμα όριά της. Έχει όμως αρμοδιότητα να διαπιστώσει κατά πόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ικανοποιητική μαρτυρία ενώπιον του που δικαιολογούσε την έκδοση του εντάλματος ότι δηλαδή υπάρχει, από αντικειμενική θεώρηση, επαρκής μαρτυρία για την έκδοση (Katcho κ.ά (2004) 1(Β) A.A.Δ. 793, 797-8, Μελάς (Αρ.3) (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1199, 1205-6, Hachem ν. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. 191, 199-201 και Π. Αρτέμης «Προνομιακά Εντάλματα», σελ.82-7).
Ο Αιτητής εγείρει ζήτημα κακοπιστίας και αλλότριων κίνητρων πίσω από την ποινική του δίωξη στη Ρωσική Ομοσπονδία και το κατ' ακολουθία αίτημα για την έκδοση του στη χώρα αυτή για να δικαστεί. Το ζήτημα προωθεί ως θέμα που αφορά σφάλμα στην πρωτόδικη απόφαση. Είναι η θέση του ότι προς τούτο, αντεξέτασε τους μάρτυρες της Δημοκρατίας και πρόσφερε αξιόπιστη και αναντίλεκτη μαρτυρία, που στοιχειοθετούσε την κακοπιστία των ρωσικών αρχών και το Επαρχιακό Δικαστήριο ήταν υπόχρεο και όφειλε να εξετάσει το ζήτημα. Ταυτόχρονα όμως επικαλείται και την εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου να το εξετάσει και πρωτογενώς, δυνάμει του άρθρου 10(3)(γ) του Ν.97/1970 στη βάση και της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε κατά την Αίτηση.
Με την Αίτηση του, ο Αιτητής εγείρει ακόμα τρία ζητήματα: Καταλογίζει στο Επαρχιακό Δικαστήριο ότι πλανήθηκε και παρερμήνευσε τη θέση του σε σχέση με το ένταλμα σύλληψης ημερ.6.2.2019 και ότι δεν εξέτασε τη θέση του ότι το ενώπιον του Τεκμ.8 δεν συνιστούσε ένταλμα σύλληψης στην έννοια της Ε.Σ.Δ.Α. και του περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως Φυγοδίκων (Κυρωτικού) Νόμου του 1970 (Ν.95/1970). Ότι σε σχέση με το ζήτημα της διπλής εγκληματικότητας, κατέληξε σε αντινομικά ευρήματα σε σχέση με το κυπριακό ποινικό δίκαιο και τέλος, ότι «απέστηκε ανεπίτρεπτα από τη δικαιοδοτική εξουσιοδότηση του Υπουργού, ενώ προκειμένου να διατάξει την κράτηση του Αιτητή, κατέφυγε κατ' επανάληψη σε ανεπίτρεπτες και/ή αντινομικές εικασίες».
Πρώτα θα εξεταστεί το ζήτημα των προϋποθέσεων της νομοθεσίας για την έκδοση εκζητούμενου προσώπου. Σημειώνεται, εν προκειμένω ότι, ενώ ο Ν.97/1970 ρυθμίζει γενικά τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία για την έκδοση φυγόδικων, ο Ν.95/1970 καθορίζει τις προϋποθέσεις για την έκδοση φυγόδικων μεταξύ των χωρών που προσχώρησαν στην κυρωθείσα Σύμβαση, όπως στη προκειμένη περίπτωση η Ρωσική Ομοσπονδία.
Η αίτηση συμβαλλόμενου Κράτους για την έκδοση φυγόδικου από την Δημοκρατία, προϋποθέτει, στην περίπτωση που δεν αφορά σε καταδικαστική απόφαση, την προσαγωγή του πρωτόκολλου ή επίσημου αντίγραφου «είτε εντάλματος συλλήψεως ή ετέρας τινός πράξεως, εχούσης την αυτήν ισχύν».[1] Σε περιπτώσεις, όμως, επείγουσες μπορεί να διενεργηθεί προσωρινή («πρόσκαιρη») σύλληψη του καταζητούμενου, με αίτηση που, μεταξύ άλλων, «θα διαλαμβάνη την ύπαρξιν ενός των εν εδαφίω (α) της παραγράφου 2 του άρθρου 12 προβλεπομένων δικαιολογητικών και θα ανακοινώση την πρόθεση διαβιβάσεως αιτήσεως εκδόσεως.»[2]
Στην προκειμένη περίπτωση διαβιβάστηκε στη Δημοκρατία αίτηση για πρόσκαιρη σύλληψη του Αιτητή, στην οποία αναφερόταν ότι είχε εκδοθεί και εκκρεμούσε εναντίον του Αιτητή ένταλμα σύλληψης ημερ.6.2.2019. Σε αυτή τη βάση την 1.7.2019 εκδόθηκε από Πρόεδρο Επαρχιακού Δικαστηρίου προσωρινό ένταλμα σύλληψης εναντίον του Αιτητή, που εκτελέστηκε την 6.8.2019. Η αίτηση για την έκδοση του που ακολούθησε, προς ικανοποίηση των προϋποθέσεων του άρθρου 12(2)(α), εμπεριείχε έγγραφο ημερ.1.2.2019 και όχι 6.2.2019 που, κατά τον Αιτητή, δεν συνιστούσε καν ένταλμα σύλληψης ή άλλη πράξη που να έχει την ίδια ισχύ. Επομένως, συνεχίζει η επιχειρηματολογία του, υπήρχαν ελλιπή δικαιολογητικά και δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του Ν.95/1970.
Το έγγραφο ημερ.1.2.2019, υποστήριξε ο δικηγόρος του, εξουσιοδοτούσε την κράτηση του Αιτητή για περίοδο δύο μηνών και σκοπός του δεν ήταν η προσαγωγή του Αιτητή ενώπιον δικαστηρίου, όπως είναι η εγγενής φύση του εντάλματος σύλληψης. Δεν είναι, συνέχισε, η κάθε διαταγή η οποία συνεπάγεται τη στέρηση της ελευθερίας κάποιου, που συνιστά ένταλμα σύλληψης εναντίον του.
Επικαλέστηκε την Kotlyarenko v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 269, η οποία υποστηρίζει ότι η έκδοση του προσωρινού εντάλματος σύλληψης σηματοδοτεί την έναρξη της διαδικασίας έκδοσης, με αποτέλεσμα, όταν πάσχει η έκδοση του προσωρινού εντάλματος σύλληψης, η διαδικασία έκδοσης που ακολουθεί να είναι εξ υπαρχής άκυρη. Η επιχειρηματολογία του θα έχει σημασία εάν το έγγραφο ημερ.6.2.2019 του οποίου έγινε επίκληση για την προσωρινή σύλληψη δεν ήταν ένταλμα σύλληψης, ενώ το έγγραφο ημερ.1.2.2019 που συνόδευε το αίτημα έκδοσης ήταν. Στον αντίποδα ο εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα παρέπεμψε στην Altieri (Αρ.2) (1993) 1 Α.Α.Δ. 576, και την αναφορά ότι: «Το προσωρινό ένταλμα συλλήψεως που εκδόθηκε . σύμφωνα με την Κυπριακή Νομοθεσία, καμιά επιρροή δεν ασκεί σε οποιαδήποτε μετέπειτα διαδικασία εκδόσεως η οποία αρχίζει με την εξουσιοδότηση του Υπουργού». Επικαλέστηκε ακόμα την πιο πρόσφατη Paliei, Πολ. Έφ. Αρ. 221/2019, ημερ. 26.11.2019, ECLI:CY:AD:2019:A485, μεταγενέστερη της Kotlyarenko, όπου αναφέρθηκε ότι:
«...δεν μας βρίσκει σύμφωνους η θέση του συνηγόρου του αιτητή ότι η επίδικη διαδικασία ενεργοποιήθηκε με την έκδοση από την Interpol της ερυθράς αγγελίας και της κατ΄ ακολουθία αυτής έκδοσης και εκτέλεσης εναντίον του αιτητή του προσωρινού εντάλματος σύλληψης. Η έναρξη της διαδικασίας έκδοσης προϋποθέτει την αναφερόμενη στο Νόμο εξουσιοδότηση του Υπουργού, η οποία εκδίδεται «κατόπιν αιτήσεως εκδόσεως, υποβαλλόμενης υπό τίνος Κράτους συνάψαντος συνθήκη εκδόσεως μετά της Δημοκρατίας» (άρθρο 7 του Νόμου). Επομένως η ερυθρά αγγελία της Interpol και το προσωρινό ένταλμα σύλληψης που εκδόθηκε ως αποτέλεσμά της, δεν σηματοδότησε και έναρξη της διαδικασίας έκδοσης εφόσον η Interpol δεν είναι Κράτος, η δε εξουσιοδότηση του Υπουργού εκδόθηκε ως αποτέλεσμα της αίτησης των ουκρανικών αρχών και όχι κατόπιν αιτήσεως της Interpol η οποία έχει ως αποστολή τη συνεργασία των αστυνομικών αρχών των διαφόρων Κρατών για πάταξη του εγκλήματος διεθνώς.»
Ο δικηγόρος του Αιτητή κάλεσε το Δικαστήριο να αποστεί από την Paliei. Αυτό δεν είναι επιτρεπτό. H Paliei είναι εφετειακή απόφαση και δεσμευτική για το παρόν μονομελές Δικαστήριο. Σε κάθε περίπτωση, η αναφορά στην Kotlyarenko ότι η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου για έκδοση του φυγόδικου είχε ήδη αρχίσει από της εκδόσεως του προσωρινού εντάλματος σύλληψης, ήταν εκτός του λόγου της απόφασης (obiter dictum) εφόσον προσβαλλόμενο ήταν το διάταγμα κράτησης στα πλαίσια της αίτησης έκδοσης και όχι το προσωρινό ένταλμα σύλληψης που προηγήθηκε. Περαιτέρω, ό,τι η απόφαση ήθελε να υποδείξει, ήταν ότι τόσο το προσωρινό ένταλμα σύλληψης όταν χρειάζεται, όσο και το μεταγενέστερο διάταγμα κράτησης, εκδίδονται δυνάμει του Ν.97/1990 και εντάσσονται στην πολιτική δικαιοδοσία, εφόσον εκδίδονται στο πλαίσιο της ευρύτερης διαδικασίας για έκδοση. Όμως, το προσωρινό ένταλμα σύλληψης δεν είναι μέρος της καθαυτό διαδικασίας της έκδοσης, η έναρξη της οποίας σηματοδοτείται, όπως υποδεικνύεται με σαφήνεια, τόσο στη Altieri (Αρ.2) όσο και στην Paliei, με την έκδοση της εξουσιοδότησης του Υπουργού κατ' ακολουθία της αίτησης της αιτήτριας χώρας.
Κατά τη διαδικασία της ακρόασης της αίτησης έκδοσης παρουσιάστηκαν και τα δύο έγγραφα. Όπως το έθεσε η Δημοκρατία, το έγγραφο ημερ.6.2.2019 (Τεκμ.9) ήταν του ιδίου περιεχομένου όπως το έγγραφο ημερ.1.2.2019 (Τεκμ.8), διορθωμένο ως προς την καταγωγή του Αιτητή. Πρόδηλα στην αίτηση για πρόσκαιρη σύλληψη έγινε αναφορά στο διορθωμένο έγγραφο αντί στο πρώτο έγγραφο.
Επομένως, το Δικαστήριο θα προχωρήσει στην εξέταση του κατά πόσο το έγγραφο ημερ.1.2.2019 και όπως τροποποιήθηκε, συνιστά ένταλμα σύλληψης ή άλλη πράξη που να έχει την ίδια ισχύ.
Σημειώνεται ότι, η άλλη πράξη που έχει την ίδια ισχύ πρέπει να είναι κατ' ουσία ένταλμα σύλληψης, που όμως μπορεί να έχει άλλο τίτλο ή άλλη ονομασία (European Committee on Crime Problems (CDPC), Committee of Experts on the Operation of European Conventions in the Penal Field (PC-OC) ARREST in the context of the European Convention on Extradition, Strasbourg, 31 March 2000, [PC-OC/INF\Docs\22 E Extrad DH Warrants Arrest]). Επομένως, ό,τι πρέπει να αναζητηθεί στην υπό εξέταση πράξη, είναι κατά πόσο εμπεριέχει το εγγενή χαρακτηριστικό εντάλματος σύλληψης, που είναι η εξουσιοδότηση που παρέχει για τη σύλληψη του προσώπου που κατονομάζεται ή περιγράφεται σε αυτό.
Το Δικαστήριο έχει διέλθει με ιδιαίτερη προσοχή τα Τεκμ.8 και 9. Αμφότερα παρουσιάστηκαν στην ρωσική με μεταφράσεις στην αγγλική και ελληνική. Γίνεται χρήση και των δύο μεταφράσεων, ώστε να εξαχθεί όσο το δυνατό πιο πιστά το ακριβές νόημα τους. Το έγγραφο ημερ.1.2.2019 τιτλοφορείται «ΑΠΟΦΑΣΗ»/«RULING». Καταγράφεται ότι η διαδικασία αφορούσε στην εξέταση της απόφασης του ανακριτή του Τμήματος Διερεύνησης της Διεύθυνσης Ανακρίσεων του Υπουργείου Εσωτερικών της Ρωσικής Ομοσπονδίας «σχετικά με την έγερση ενώπιον του Δικαστηρίου αίτησης για την επιλογή του προληπτικού μέτρου υπό μορφή κράτησης»/«about the initiation of a court petition for a preventive measure in the form of detention» αναφορικά με τον Αιτητή. Στις τελευταίες δύο παραγράφους του κειμένου υπό τον τίτλο «ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ»/«DECREED» αναφέρεται ότι αποφασίστηκε: «Να επιλεγεί για τον [Αιτητή] το προληπτικό μέτρο υπό μορφή κράτησης στο Κέντρο Κράτησης αρ.1 της Γενικής Διεύθυνσης της Ομοσπονδιακής Σωφρονιστικής Υπηρεσίας της Ρωσίας στο Κράι Πριμόρσκι για το διάστημα 02 μηνών 00 ημερών σε περίπτωση έκδοσης του στο έδαφος της Ρωσικής Ομοσπονδίας από τη στιγμή της διέλευσης των κρατικών συνόρων της Ρωσικής Ομοσπονδίας ή από τη στιγμή του γεγονότος της κράτησης του στο έδαφος της Ρωσικής Ομοσπονδίας»/«To select with respect to the accused ... a preventive measure in the form of detention in the Federal state institution, pre-trial detention center of Russia in Primorsky Krai for a period of 02 months 00 days in case of his extradition to the territory of the Russian Federation, from the moment of crossing the state border of the Russian Federation or from the moment of his actual detention at the territory of the Russian Federation».
Το έγγραφο ημερ.6.2.2019 γίνεται αναφορά στην απόφαση ημερ.1.2.2019 και στο γεγονός ότι στις 5.2.2019 έγινε δήλωση από τον ανακριτή για τη διόρθωση λάθους στην απόφαση που αφορούσε στον τόπο καταγωγής του Αιτητή. Με τη νέα απόφαση τροποποιείται η απόφαση ημερ.1.2.2019.
Η απόφαση ημερ.1.2.2019, όπως έχει τροποποιηθεί με την απόφαση ημερ.6.2.2019, αποφασίζει ότι εφόσον ο Αιτητής εκδοθεί στη Ρωσική Ομοσπονδία θα κρατηθεί για περίοδο δύο μηνών.
Είναι υποβοηθητικό και το σκεπτικό του ρωσικού Δικαστηρίου που οδήγησε στην απόφαση αυτή. Γίνεται αναφορά στο άρθρο 97 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας της Ρωσικής Ομοσπονδίας και αναφέρεται ότι το Δικαστήριο μπορεί να επιλέξει ένα προληπτικό μέτρο στη μορφή κράτησης, εφόσον υπάρχουν επαρκείς λόγοι να πιστεύεται ότι ο κατηγορούμενος κρύβεται, αποφεύγοντας την προκαταρκτική διερεύνηση και δίκη, μπορεί να εμπλακεί σε εγκληματική δραστηριότητα, μπορεί να απειλήσει μετέχοντες στην ποινική διαδικασία, να καταστρέψει μαρτυρία ή διαφορετικά να παρεμποδίσει την προώθηση ποινικής υπόθεσης. Σύμφωνα με το άρθρο 108 του ιδίου νομοθετήματος η κράτηση ως προληπτικό μέτρο εφαρμόζεται στις περιπτώσεις αδικημάτων για τα οποία ο Ποινικός Κώδικας προνοεί ποινή φυλάκισης για τρία χρόνια ή περισσότερο.
Η θέση της Δημοκρατίας είναι ότι η έννοια της «σύλληψης» και της «κράτησης» δεν έχουν ιδιαίτερες διαφορές και ότι ήταν ζήτημα μετάφρασης του κειμένου της σχετικής διαταγής. Επικαλέστηκε νομολογία ότι δεν πρέπει να εμποδίζεται η εκπλήρωση των σκοπών της σύμβασης για ασήμαντους λόγους (Mechanov (Αρ. 2) (2001) 1 Α.Α.Δ. 1228, Suray κ.ά (2011) 1(Α) Α.Α.Δ. 453 και Shylenko (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 1111).
Δεν έχει συζητηθεί ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, αλλά ούτε και στα πλαίσια της υπό κρίση Αίτησης, κατά πόσο τα προληπτικά μέτρα που διέταξε το ρωσικό Δικαστήριο, είναι τα αναφερόμενα στο Ν.95/1970 ως μέτρα ασφάλειας, που ορίζονται στο άρθρο 25[3] του νόμου και περαιτέρω αναφέρονται στα άρθρα 1[4] και 2[5] (βλ. ακόμη το άρθρο 14). Ούτε βέβαια η πρωτόδικη διαδικασία προωθήθηκε σε αυτή τη βάση.
Κατά τη διαδικασία της έκδοσης δεν παρουσιάστηκε μαρτυρία διαφωτιστική ως προς τις πιο πάνω ή άλλες πρόνοιες του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Από το σκεπτικό της απόφασης του ρωσικού Δικαστηρίου προκύπτει πως η επίδικη διαταγή προσομοιάζει και μπορεί να θεωρηθεί ανάλογη της διαταγής προσωποκράτησης υπόπτου προσώπου, ενώ εμπεριέχει και στοιχεία της διαδικασίας για την κράτηση υπόδικου. Ούτε η μια ούτε η άλλη διαταγή δεν μπορεί να εξισωθεί με ένταλμα σύλληψης. Το γεγονός ότι η διαταγή εκδόθηκε, όπως προφανώς επιτρέπεται με το ρωσικό νόμο, στην απουσία του κατηγορούμενου δεν εξυπακούει ότι με αυτή εξουσιοδοτείται και η σύλληψη του κατηγορούμενου, ώστε να καταστεί εφικτή η εκτέλεση της διαταγής. Ακριβώς όπως μια ποινή φυλάκισης δεν εξυπακούει και εξουσιοδότηση για τη σύλληψη του καταδικασθέντα αν δεν πλαισιωθεί από την ανάλογη διαταγή. Η απόφαση φυλάκισης προνοείται ως ξεχωριστή περίπτωση που ικανοποιεί τις πρόνοιες του άρθρου 12(2)(α) του Ν.95/1997, ενώ ανάλογη μνεία δεν γίνεται για τη διαταγή προσωποκράτησης ή προφυλάκισης υποδίκου.
Γίνεται αναφορά στην απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου σε έγγραφο ημερ.13.12.2018 (Τεκμ.10) που αναφερόταν σε σύλληψη του Αιτητή, πλην όμως δεν ήταν υπογραμμένο από Δικαστή. Πρόδηλα πρόκειται για την απόφαση που αναφέρεται στο Τεκμ.8, δυνάμει της οποίας την 21.1.2019 ο Αιτητής κηρύχθηκε καταζητούμενος, πριν δηλαδή από την 6.2.2019 ή την 1.2.2019.
Η διαπίστωση ότι το έγγραφο ημερ.1.2.2019, όπως διορθώθηκε με το έγγραφο ημερ.6.2.2019, δεν συνιστά ένταλμα σύλληψης του Αιτητή σφραγίζει την επιτυχία της Αίτησης. Το Δικαστήριο θα προχωρήσει στην εξέταση και των υπόλοιπων ζητημάτων που εγείρονται στην αίτηση για σκοπούς πληρότητας.
Όσον αφορά το διαφορετικό αριθμό υπόθεσης που καταγράφεται στο Τεκμ.8, όπως σωστά διέγνωσε το Επαρχιακό Δικαστήριο, επρόκειτο περί τυπογραφικού λάθους που δεν επηρέαζε την υπόθεση, αφού μέσα από τα γεγονότα προέκυπτε πως επρόκειτο για την ίδια ακριβώς υπόθεση που περιγραφόταν στα σχετικά έγγραφα.
Σε σχέση με το ζήτημα της διπλής εγκληματικότητας, αυτό δεν αναπτύχθηκε κατά την αγόρευση του δικηγόρου του Αιτητή και θα πρέπει να θεωρείται ότι έχει εγκαταλειφθεί.
Σε σχέση με τη θέση ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο «απέστηκε ανεπίτρεπτα από τη δικαιοδοτική εξουσιοδότηση του Υπουργού», υποστηρίχτηκε ότι δεν υπήρχε διαύγεια ως προς τα γεγονότα, αφού ορισμένα έγγραφα παρέπεμπαν σε πράξεις που έγιναν τα χρόνια 2015-2016, ενώ άλλα τα χρόνια 2014-2017, και η εξουσιοδότηση του Υπουργού αναφερόταν στην πρώτη περίοδο, περιορίζοντας κατ' αυτό τον τρόπο τη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου, από το εύρος της οποίας του καταλογίζεται ότι ξέφυγε.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε αναντιστοιχεία μεταξύ της εξουσιοδότησης του Υπουργού και της Έκθεσης Γεγονότων, εφόσον η ίδια η εξουσιοδότηση παράπεμπε στην Έκθεση Γεγονότων, προσέγγιση που συνάδει με το πνεύμα με το οποίο τέτοια ζητήματα πρέπει να αντιμετωπίζονται.
Σε σχέση με το ζήτημα της κακοπιστίας, ο Αιτητής με προμετωπίδα το άρθρο 18 της Ε.Σ.Δ.Α., που αναφέρει ότι: «Οι επιτρεπόμενοι κατά τας διατάξεις της παρούσης Συμβάσεως περιορισμοί των ειρημένων δικαιωμάτων και ελευθεριών δεν επιτρέπεται να εφαρμοσθούν ειμή προς τον σκοπόν δια τον οποίον καθιερώθησαν», διατείνεται ότι η ποινική του δίωξη χρησιμοποιείται καταχρηστικά, ώστε να επιτευχθεί η φυλάκιση του κάτω από απάνθρωπες συνθήκες και να ασκηθεί έτσι εναντίον του αθέμιτη πίεση, ώστε να αποπληρώσει ο ίδιος προσωπικά τα δάνεια προς την κρατική τράπεζα.
Η καταλογιζόμενη στον Αιτητή απάτη, για την οποία διώκεται στη Ρωσική Ομοσπονδία, αφορά στην παρουσίαση ψευδών στοιχείων προς τράπεζα με σκοπό την εξασφάλιση δανείων και στη συνέχεια, μετά την εξασφάλιση τους, ενέργειες με στόχο τη δόλια «πτώχευση» της δανειολήπτριας εταιρείας, θυγατρική εταιρείας της οποίας ήταν πρόεδρος, ώστε να καταδολιευτούν οι πιστωτές της. Όπως καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση, αυτό που αποδίδεται στον Αιτητή είναι ότι:
«. ενεργώντας εκ προθέσεως με σκοπό την παράνομη λήψη δανείου από την ανοιχτή εταιρεία μετοχών Sberbank of Russia OKSC (η τράπεζα) κάτω από απροσδιόριστες συνθήκες, οργάνωσε τα άγνωστα πρόσωπα από τους υπαλλήλους της μητρικής και τ[ης] θυγατρικής για να παρουσιάσουν ψευδή στοιχεία σχετικά με την οικονομική κατάσταση της μητρικής στην λογιστική οικονομική έκθεση της εταιρείας ημερομηνίας 10 Απριλίου 2015, με τα οποία διαστρέβλωσε τους οικονομικούς δείκτες, απέκρυψε την οικονομική ανεπάρκεια της εταιρείας και την αδυναμία της να εκπληρώσει τις χρηματικές υποχρεώσεις, προσπάθησε να αποδείξει το υποτιθέμενο κέρδος και τα οποία σύμφωνα με αποτελέσματα λογιστικού ελέγχου που διενεργήθηκε στις 6 Ιουλίου 2018 δεν αντιστοιχούσαν στην πραγματικότητα, διότι τα έσοδα της θυγατρικής για το έτος 2014 υπερεκτιμήθηκαν κατά 804.240.858 Ρούβλια και τα έσοδα της θυγατρικής για το πρώτο τρίμηνο του 2015 υπερεκτιμήθηκαν κατά 360 εκατομμύρια ρούβλια.»
Κατά την ακρόαση της αίτησης παρουσιάστηκε, όπως προειπώθηκε, μαρτυρία σε σχέση με το ζήτημα της κακοπιστίας, κατόπιν άδειας που εξασφαλίστηκε με τρείς ενδιάμεσες αποφάσεις, δύο σε αιτήσεις του Αιτητή και μιας σε αίτηση της Δημοκρατίας.
Παρουσιάστηκε επιστολή ημερ. 2.2.2021 της δικηγόρου του Αιτητή στη Ρωσία, που επιθεώρησε το φάκελο της δικογραφίας σχετικά με την αίτηση που είχε καταχωριστεί για την επιβολή του προληπτικού μέτρου της κράτησης του Αιτητή και που διαπίστωσε ότι σε αυτόν δεν υπήρχαν οι κατ' ισχυρισμό ψευδείς λογαριασμοί ημερ.10.4.2015 αλλά ούτε και η κατ' ισχυρισμό λογιστική έκθεση ημερ.6.7.2018, επί των οποίων στηριζόταν, σχεδόν αποκλειστικά, όπως το θέτει ο Αιτητής, το αίτημα για την έκδοση του. Στη συνέχεια επιτράπηκε και παρουσιάστηκε μέρος εγγράφου ημερ.1.3.2021 των ρωσικών αρχών που επιβεβαίωνε ότι η δικογραφία που επιθεωρήθηκε από την δικηγόρο του Αιτητή ήταν η δικογραφία της αίτησης για επιβολή του προληπτικού μέτρου της κράτησης του Αιτητή και ότι πράγματι σε αυτήν δεν περιλαμβάνονταν τα δύο αναφερόμενα έγγραφα. Στο έγγραφο αναφερόταν ότι στα πλαίσια τέτοιας αίτησης δεν είναι απαραίτητη η προσκόμιση όλου του μαρτυρικού υλικού, αφού σκοπός της διαδικασίας είναι κατά πόσο θα επιβληθεί το μέτρο της κράτησης του κατηγορούμενου προσώπου και όχι η ενοχή του. Τέλος, παρουσιάστηκαν τέσσερεις μαρτυρικές καταθέσεις που είχαν κατατεθεί στην ίδια διαδικασία. Κατά τον Αιτητή, οι τέσσερεις καταθέσεις συνιστούν μαρτυρία άμεσα σχετική με το ζήτημα, γιατί, όπως εξηγεί, κανένας από τους μάρτυρες δεν εισηγείται ότι ο Αιτητής σχετίζεται καθ' οιονδήποτε τρόπο είτε με τη σύνταξη των οικονομικών καταστάσεων της χρεώστριας εταιρείας, είτε με τις πράξεις που κατ' ισχυρισμό επέφεραν την «πτώχευση» της.
Υπόβαλε ανάφερε ο Αιτητής την θέση περί κακοπιστίας στους μάρτυρες της Δημοκρατίας κατά την διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου και δεν προσφέρθηκε αντικρουστική μαρτυρία. Ο Αιτητής επικαλέστηκε τη δική του εκδοχή ως προς τα γεγονότα και υπέδειξε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν τον έκρινε αναξιόπιστο. Επομένως, επιχειρηματολόγησε ο δικηγόρος του, η αποδοχή της εκδοχής του, θα έπρεπε να οδηγήσει το Επαρχιακό Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι η δίωξη του και το αίτημα για την έκδοση του προωθούνταν κακόπιστα.
Το βάρος απόδειξης είναι στους ώμους του εκζητούμενου να καταδείξει πειστικά («convincingly show») ότι το αίτημα για την έκδοση του γίνεται με αλλότρια κίνητρα. Και το βάρος απόδειξης είναι ψηλό (Khodorkovskiy and Lebedev v. Russia, Appl. Nos.11082/06 and 13772/05, 25.10.2013). Η διαφορετική εκδοχή του εκζητούμενου ως προς τα γεγονότα, παρά το ότι μπορεί να ληφθεί υπόψη όταν εξετάζεται ζήτημα κακοπιστίας, δεν τεκμηριώνει, χωρίς άλλο, κακή πίστη. Η μαρτυρία πρέπει να είναι ισχυρή και να περιβάλλεται από συγκεκριμένα στοιχεία που να οδηγούν στην διαπίστωση κακοπιστίας. Η υποβολή προς τους μάρτυρες κατά τη διαδικασία εκδίκασης του αιτήματος έκδοσης, ότι η δίωξη του εκζητούμενου διενεργείται κακόπιστα, δεν μεταθέτει το βάρος απόδειξης για το ζήτημα. Κάτι τέτοιο θα επέβαλλε την προσκόμιση ενδεχομένως μεγάλου μέρους της πρωτογενούς μαρτυρίας για την αντίκρουση της μαρτυρίας του εκζητούμενου, μετατρέποντας τη διαδικασία έκδοσης σε «δίκη» για τα αδικήματα για τα οποία διώκεται στην αιτήτρια χώρα ο εκζητούμενος.
Σε σχέση με την διαδικασία που κατέληξε στην «Απόφαση» ημερ.1.2.2019, διαφάνηκε ότι στα πλαίσια τέτοιας διαδικασίας δεν είναι απαραίτητη η προσκόμιση όλου του μαρτυρικού υλικού, αφού σκοπός της διαδικασίας είναι κατά πόσο θα επιβληθεί το μέτρο της κράτησης του κατηγορούμενου προσώπου. Συνεπώς ότι στην διαδικασία εκείνη η μαρτυρία που παρουσιάστηκε μπορεί να παρουσιάζεται ελλιπής σε σχέση με την τεκμηρίωση της εμπλοκής του Αιτητή, δεν αναδεικνύει, χωρίς άλλο, ότι υπάρχει κακοπιστία και η επιμέρους θέση του Αιτητή απορρίπτεται.
Η κατάληξη ότι το έγγραφο ημερ.1.2.2019, όπως διορθώθηκε με το έγγραφο ημερ.6.2.2019, δεν συνιστά ένταλμα σύλληψης του Αιτητή, οδηγεί στη διαπίστωση ότι δεν υπήρξε συμμόρφωση με το άρθρο 12(2)(α) του περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως Φυγοδίκων (Κυρωτικού) Νόμου του 1970 (Ν.95/1970) και κατ' ακολουθία ότι η διαδικασία έκδοσης άκυρη.
Η αίτηση εγκρίνεται. Ο Αιτητής να αφεθεί ελεύθερος.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
[1] Άρθρο 12(2)(α) του περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως Φυγοδίκων (Κυρωτικού) Νόμου του 1970 (Ν.95/1970).
[2] Άρθρο 16(1) και (2) του Ν.95/1970.
[3] ΟΡΙΣΜΟΣ ΜΕΤΡΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ:
Εν τη έννοια της παρούσης Συμβάσεως, η φράσις «μέτρα ασφαλείας» δηλοί παν μέτρον στερητικόν της ελευθερίας, όπερ ήθελε ληφθή διά δικαστικής αποφάσεως υπό ποινικού δικαστηρίου επιπροσθέτως ή αντί ποινής φυλακίσεως.
[4] ΥΠΟΧΡΕΩΣΙΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ:
Τα Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουσι την υποχρέωσιν αμοιβαίας αποδόσεως, συμφώνως προς τους κανόνας και υπό τους όρους τους καθοριζόμενους εν τοις επομένοις άρθροις, ατόμων καταδιωκομένων διά παραβάσεις ή καταζητουμένων επι τω σκοπώ εκτίσεως ποινής ή κατ' εφαρμογήν μέτρου ασφαλείας, υπό των δικαστικών Αρχών του αιτούντος Μέρους.
[5] ΠΡΑΞΕΙΣ ΔΙ' ΑΣ ΧΩΡΕΙ ΕΚΔΟΣΙΣ:
1. Έκδοσις ενεργείται διά πράξεις κολασίμους υπό των Νόμων του αιτούντος Μέρους και του Μέρους παρ' ου αιτείται ή εκδοσις, αΐτινες τιμωρούνται διά ποινής στερήσεως της ελευθερίας ή διά μέτρου ασφαλείας, ανωτάτου ορίου ενός τουλάχιστον έτους ή αυστηρότερος ποινής. Όσάκις έλαβε χωράν καταδίκη εις ποινήν φυλακίσεως ή επεβλήθη μέτρον ασφαλείας εις το έδαφος του αιτούντος Μέρους, η άπαγγελθείσα κύρωσις δέον να είναι διαρκείας τεσσάρων μηνών κατ' ελάχιστον όριον.
2. Εάν ή αίτησις εκδόσεως άφορα περισσοτέρας διακεκριμένας πράξεις, έκαστη των οποίων τιμωρείται υπό του Νόμου του αιτούντος Μέρους, και του Μέρους παρ' ου αιτείται ή έκδοσις, διά ποινής στερήσεως της ελευθερίας ή μέτρου ασφαλείας στερητικού της ελευθερίας, εκ των οποίων όμως τινές δεν πληρούσι τους όρους, τους σχετικούς με το όριον της ποινής, το καλούμενον μέρος θα έχη την ευχέρειαν χορηγήσεως της εκδόσεως και διά τας τελευταίας ταύτας πράξεις.