ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Μαλαχτός, Χάρης Θεοδώρα Παπακυριακού (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Αιτητή. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-07-20 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI KAI/Ή MANDAMUS v. ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ, Πολιτική Aίτηση Αρ. 150/2021, 20/7/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:D337

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  ΚΥΠΡΟΥ       

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Aίτηση Αρ. 150/2021)

 

20 Ιουλίου 2021

 

[Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, Ν.33/1964

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI KAIMANDAMUS

 

KAI

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΗΜΕΡ.04/06/2021 ΓΙΑ ΤΗ ΜΗ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ xxx ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ

 

--------------

 

Θεοδώρα Παπακυριακού (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Αιτητή.

 

------------

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:   Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ζητά άδεια για την καταχώριση αίτησης με κλήση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για ακύρωση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, το κατώτερο Δικαστήριο, ημερ.4.6.2021, «για τη μη έκδοση εντάλματος σύλληψης» εναντίον του xxx Αλεξανδρή και προνομιακού εντάλματος Mandamus με το οποίο να διατάσσεται το κατώτερο Δικαστήριο «όπως επιληφθεί της Αίτησης για έκδοση εντάλματος σύλληψης σύμφωνα με τον Νόμο».

 

Τα ουσιώδη γεγονότα είναι τα ακόλουθα:  Το ΤΑΕ Λάρνακας διερευνούσε υπόθεση εξαπάτησης, μέσω διαδικτύου, του παραπονούμενου, από τη Λάρνακα, ο οποίος κατέβαλε το ποσό των €12.400, δήθεν για την αγορά τρακτέρ από την Ελλάδα, μεταφέροντας το ποσό αυτό με έμβασμα σε συγκεκριμένο τραπεζικό λογαριασμό στην Ελλάδα όπως του είχε υποδειχτεί.  Ο λογαριασμός ανήκε στον ύποπτο που διαμένει μόνιμα στην Ελλάδα και που μέσα σε τρείς ημέρες απέσυρε με διάφορους τρόπους το ποσό των €12.390 από το λογαριασμό του.

 

Η Αστυνομία επιδίωξε την έκδοση εντάλματος σύλληψης του, αλλά το κατώτερο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα, καταγράφοντας σε σχετικό πρακτικό, μεταξύ άλλων, ότι:

 

«2. λαμβάνοντας υπόψη μου τις διευκρινίσεις που ζήτησα και έλαβα από την Αστ. Δαγκλή, η οποία δήλωσε ότι το αιτούμενο ένταλμα αφορά Έλληνα υπήκοο και κάτοικο Ελλάδας και έχοντας ως δεδομένο ότι η έκδοση του εντάλματος σύλληψης ζητείται προκειμένου να εκτελεστεί εκτός των ορίων της Κυπριακής Δημοκρατίας και σε μη κύ[π]ριο πολίτη,

..................................

4. λαμβάνοντας υπόψη μου ότι το ένταλμα σύλληψης ως έχει τεθεί ενώπιον μου, αναφέρεται και συναρτάται με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 18 του Περί Ποινικής Δικονομίας Κεφ.155.  Ως το άρθρο 21 του Κεφ.155, κάθε τέτοιο ένταλμα εκτελείται σε «οποιοδήποτε τόπο στη Δημοκρατία».  Τέτοια προϋπόθεση δεν ικανοποιείται στην υπό εξέταση περίπτωση καθώς ο αναφερόμενος ως ύποπτος έχει χώρο διαμονής εκτός της Δημοκρατίας,

 

5. ενώ το αίτημα της Αστυνομίας ως έχει τεθεί ενώπιον μου και σύμφωνα με τον όρκο, συσχετίζεται με τον Περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων Μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμο του 2004 (Ν.133(Ι)/2004), η διαδικασία που ακολουθεί η Αστυνομία δεν είναι σύμφωνη με τις πρόνοιες του εν λόγω Νόμου και ειδικότερα, αλλά όχι αποκλειστικά, με τα άρθρα 7(2) και του Πρώτου Παραρτήματος.

..................................

8. έχοντας κατά νου τις πρόνοιες του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν.14/1960 και το ότι η εξουσία κάθε Δικαστή περιορίζεται εντός της Δημοκρατίας,

 

ΔΕΝ ικανοποιούμαι για την ύπαρξη ανάγκης της έκδοσης του εντάλματος.»

 

 

 

Ο Αιτητής αντικρίζει με διαφορετικό φακό την υπόθεση.  Διαπράχθηκαν, αναφέρει, αδικήματα στο έδαφος της Δημοκρατίας και με ψευδείς παραστάσεις αποσπάστηκε παράνομα από τον παραπονούμενο το συγκεκριμένο ποσό από τον τραπεζικό του λογαριασμό.  Το ένταλμα σύλληψης που ζητήθηκε θα εξυπηρετούσε στη σύλληψη του υπόπτου, εάν αυτός προσπαθούσε να εισέλθει στη Δημοκρατία αλλά και για να τροχοδρομηθεί η έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εναντίον του.  Η έκδοση ημεδαπού εντάλματος σύλληψης είναι, υποστήριξε, απαραίτητη προϋπόθεση για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.  Επικαλέστηκε προς τούτο την Απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης και τις Διαδικασίες Παράδοσης μεταξύ των Κρατών Μελών, 2002/584/ΔΕΥ.  Σε καμιά περίπτωση, συνεχίζει, δεν είχε ζητηθεί η έκδοση του εντάλματος σύλληψης προκειμένου αυτό να εκτελεστεί εκτός της Δημοκρατίας εναντίον μη κύπριου πολίτη. 

 

Είναι πρόδηλο ότι οι διευκρινήσεις που δόθηκαν στο κατώτερο Δικαστήριο κατά την παρουσίαση της αίτησης της Αστυνομίας επίδρασαν στην κρίση του κατώτερου Δικαστηρίου.  Αυτό αποκαλύπτεται από το σχετικό πρακτικό και τα όσα αναφέρονται στην ίδια την απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου.  Το κατώτερο Δικαστήριο δεν είχε την ευκαιρία να ακούσει την επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε στην παρούσα διαδικασία.

 

Σε κάθε περίπτωση, της ουσίας της απόφασης προέχει η εξέταση του ζητήματος κατά πόσο η Αίτηση είναι αλυσιτελής.  Το ζήτημα εγέρθηκε από το Δικαστήριο και ρωτήθηκε η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα κατά πόσο υπάρχει προηγούμενο ακύρωσης με προνομιακό ένταλμα απόφασης με την οποία Δικαστής απέρριψε αίτηση για έκδοση εντάλματος σύλληψης.  Έγινε παραπομπή σε δύο περιπτώσεις όπου καταχωρίστηκε αίτηση για ακύρωση με προνομιακό ένταλμα απορριπτικής απόφασης κατώτερου Δικαστηρίου. 

 

Η Γενικός Εισαγγελέας (Αρ.2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 126, αφορούσε απόρριψη αιτήματος για την έκδοση αλλοδαπού.  Ζητήθηκε ένταλμα Certiorari που να ακυρώνει την απόφαση και ένταλμα Mandamus που να διατάσσει το κατώτερο Δικαστήριο να συνεχίσει να επιλαμβάνεται της αίτησης για έκδοση.  Η αίτηση απορρίφθηκε στη βάση ότι η απόφαση αφορούσε ζήτημα πραγματικό, κατά πόσο το σχετικό ένταλμα σύλληψης ικανοποιούσε τις πρόνοιες της σχετικής νομοθεσίας. 

 

Πιο συναφής ήταν η  Γενικός Εισαγγελέας (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 130, που αφορούσε αίτηση για άδεια καταχώρισης αίτησης Certiorari για την ακύρωση της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε αίτημα της Διευθύντριας Τελωνείου για έκδοση εντάλματος σύλληψης προσώπου για παράβαση του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου του 2004 (Ν.94(Ι)/2004).  Δεν δόθηκε άδεια, με την υπόθεση να κρίνεται  επί της ουσίας της, ότι δηλαδή η Διευθύντρια Τελωνείων δεν είχε εξουσία να ζητήσει την έκδοση εντάλματος σύλληψης, όπως είχε αποφανθεί και το κατώτερο Δικαστήριο.  Δεν συζητήθηκε το εγειρόμενο στην παρούσα ζήτημα. 

 

Σε καμιά από τις υποθέσεις που αναφέρθηκαν δεν ακυρώθηκε η απορριπτική απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου.  Το μόνο επιχείρημα που θα μπορούσε να προβληθεί στη βάση τους, είναι ότι συζητήθηκαν επί της ουσίας τους χωρίς αναφορά στο κατά πόσο η επίκληση της προνομιακής δικαιοδοσίας με αναφορά σε απορριπτική απόφαση ήταν ατελέσφορη.

 

Η κατ' αρχή διαπίστωση είναι ότι το κατώτερο Δικαστήριο επιλήφθηκε της αίτησης της Αστυνομίας.  Δεν αρνήθηκε να επιτελέσει το καθήκον του.  Υπόβαλε προς την Αστυνομία διευκρινιστικές ερωτήσεις και απορρίπτοντας την αίτηση παρέπεμψε σε πρακτικό (αποσπάσματα από το οποίο παρατέθηκαν πιο πάνω) με το οποίο  αιτιολογεί την κατάληξη του.  Επομένως δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα έκδοσης προνομιακού εντάλματος Mandamus με το οποίο να διατάσσεται το κατώτερο Δικαστήριο όπως επιληφθεί της αίτησης της Αστυνομίας, αφού της έχει ήδη επιληφθεί και αποφασίσει.  (Βλ. σε αντιδιαστολή την Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (Αρ.2) (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1677, όπου το κατώτερο Δικαστήριο δεν επιλήφθηκε καθόλου της ουσίας, αλλά δεν εκδόθηκε ένταλμα Mandamus, ώστε να υποχρεωθεί να επιληφθεί της αίτησης επί της ουσίας της, γιατί τέτοιο ένταλμα δεν ζητείτο στο αιτητικό της αίτησης για παραχώρηση άδειας). 

 

Εάν αυτό το οποίο επιδιώκει ο Αιτητής με την αναφορά: «όπως επιληφθεί της Αίτησης για έκδοση εντάλματος σύλληψης σύμφωνα με τον Νόμο», είναι να διαταχτεί το κατώτερο Δικαστήριο να επιληφθεί εκ νέου της αίτησης, εφαρμόζοντας το νόμο όπως η πλευρά του Αιτητή προσεγγίζει το σχετικό νομικό πλαίσιο, αυτό δεν μπορεί να γίνει.  Όταν το Ανώτατο Δικαστήριο επιλαμβάνεται αίτησης για άδεια ή για προνομιακό ένταλμα δεν έχει τις εξουσίες που περιβάλλουν το εφετείο δυνάμει του άρθρου 25(3) των περί Δικαστηρίων Νόμων.[1]  Δεν μπορεί να διατάξει την επανεκδίκαση της υπόθεσης.  Επομένως, στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, δεν μπορεί να χορηγηθεί άδεια για την καταχώρηση αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Mandamus.

 

Δοθείσης αυτής της κατάληξης, προδιαγράφεται ότι η ακύρωση της απορριπτικής απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου, που είναι ο απώτερος σκοπός της άδειας και της αίτησης που θα ακολουθήσει εφόσον η άδεια χορηγηθεί, δεν μπορεί να επιφέρει το επιθυμητό για τον Αιτητή αποτέλεσμα που είναι η έκδοση του εντάλματος σύλληψης εναντίον του συγκεκριμένου προσώπου ή οποιοδήποτε αποτέλεσμα.  Επομένως η διαδικασία είναι ατελέσφορη.  

 

Η προνομιακή δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την έκδοση εντάλματος Certiorari είναι ακυρωτική.  Υπό προϋποθέσεις, ακυρώνεται η απόφαση που λήφθηκε και στην ουσία εξαλείφεται το αποτέλεσμα της.  Στην προκειμένη περίπτωση η απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου δεν είχε επιφέρει οποιοδήποτε αποτέλεσμα και δεν υπάρχει οτιδήποτε για να εξαλειφθεί με την ακυρωτική διαδικασία.

 

Η Αίτηση απορρίπτεται.

 

 

                                                                   Χ. Μαλαχτός, Δ.



[1] 25-(3) Παρά πάσαv διάταξιv τoυ περί Πoιvικής Δικovoμίας Νόμoυ ή oιoυδήπoτε άλλoυ vόμoυ ή διαδικαστικoύ καvovισμoύ και επιπρoσθέτως oιωvδήπoτε υπό τoύτωv χoρηγoυμέvωv εξoυσιώv, τo Αvώτατov Δικαστήριov, κατά τηv ακρόασιv και διάγvωσιv oιασδήπoτε εφέσεως, είτε εv πoλιτική είτε εv πoιvική υπoθέσει δεv θα δεσμεύεται υπό oιασδήπoτε απoφάσεως περί πραγματικώv γεγovότωv τoυ εκδικάσαvτoς δικαστηρίoυ και θα έχη εξoυσίαv vα αvαθεωρή τας πρoσαχθείσας απoδείξεις, vα συvάγη τα ίδια αυτoύ συμπεράσματα, vα ακoύη και δέχεται περαιτέρω απoδεικτικά μέσα και, όπoυ αι περιστάσεις της υπoθέσεως απαιτoύσιv oύτω, vα επαvακρoάται oιωvδήπoτε μαρτύρωv ήδη ακoυσθέvτωv υπό τoυ εκδικάσαvτoς δικαστηρίoυ, και  δύvαται vα δώση oιαvδήπoτε απόφασιv ή vα εκδώση oιovδήπoτε διάταγμα τo oπoίov αι περιστάσεις της υπoθέσεως δικαιoλoγoύv, συμπεριλαμβαvoμέvoυ και διατάγματoς περί επαvακρoάσεως της υπoθέσεως υπό τoυ εκδικάσαvτoς αυτήv ή άλλoυ αρμoδίoυ δικαστηρίoυ ως θα διέτασσε τo Αvώτατov Δικαστήριov.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο