ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:D345
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ.148/21)
19 Ιουλίου, 2021
[Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ 1. xxx ΚΥΝΗΓΟΥ, 2. xxx ΟΜΗΡΟΥ, 3. xxx ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ, 4. ΑΒΑCUS SECRETARIAL LIMITED ΚΑΙ 5. ABACUS LIMITED AΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΓΙΑ ΑΔΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΑ/Ή ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ στις 30/06/2021 ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ 2073/2019 ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 32 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1960.
------------------
Κ. Ιωαννίδης με Γ. Κακούρη (κα), για τους Αιτητές.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Οι αιτητές με την παρούσα αίτηση ζητούν:
«α. Άδεια του Δικαστηρίου για καταχώρηση αίτησης με κλήση για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari που να μεταφέρει στο Ανώτατο Δικαστήριο για σκοπούς ακύρωσης της ενδιάμεσης απόφασης και/ή του διατάγματος που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την 30/06/2021 στα πλαίσια της αγωγής 2073/2019.
β. Όπως η ισχύς της πιο πάνω απόφασης και/ή του διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ανασταλεί μέχρι αποπεράτωσης της παρούσας διαδικασίας ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου και όπως δοθούν από το Ανώτατο Δικαστήριο όλες οι απαραίτητες οδηγίες.
γ. Όπως όλα τα διαβήματα και διαδικασίες επί της πιο πάνω απόφασης και/ή του διατάγματος ημερομηνίας 30/06/2021 ανασταλούν μέχρι νεώτερης απόφασης.
δ. Οποιαδήποτε άλλη συναφή προς το ένταλμα certiorari θεραπεία.»
Το ιστορικό που οδήγησε τους αιτητές στο Ανώτατο Δικαστήριο είναι, συνοπτικά, το ακόλουθο:
Την 2/8/2019 ο κ. Gabov ως ενάγοντας καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την αγωγή με αριθμό 2073/2019 εναντίον των αιτητών. Την ίδια ημερομηνία καταχώρισε και μονομερή αίτηση με την οποία, μεταξύ άλλων, αιτήθηκε αριθμό διαταγμάτων αποκάλυψης τύπου Norwich Pharmacal. Την 6/8/2019, ημερομηνία κατά την οποία η αίτηση ήταν ορισμένη για πρώτη φορά, το Δικαστήριο δεν εξέτασε την αίτηση στην απουσία των αιτητών, αλλά έδωσε οδηγίες όπως αυτή τους επιδοθεί ορίζοντας την για επίδοση στις 11/9/2019. Μετά την σχετική επίδοση, οι αιτητές εμφανίστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου στις 11/9/2019 και δήλωσαν την πρόθεση τους να καταχωρίσουν ένσταση στην αίτηση και το Δικαστήριο έδωσε σχετικές οδηγίες. Σημειώνουν οι αιτητές ότι ουδέποτε το Δικαστήριο εξέδωσε μονομερώς διάταγμα αναφορικά με την αίτηση. Στην συνέχεια και σε συμμόρφωση με τις οδηγίες του Δικαστηρίου, την 15/10/2019 οι αιτητές καταχώρισαν ένσταση κατά της επίδικης αίτησης. Την ίδια ημερομηνία, οι αιτητές καταχώρισαν ενδιάμεση αίτηση για ασφάλεια εξόδων, σε σχέση με την οποία στις 18/12/2019 εκδόθηκε εκ συμφώνου διάταγμα για παροχή ασφάλειας εξόδων ύψους €7.000 εκ μέρους του ενάγοντα. Την 26/5/2021 το Επαρχιακό Δικαστήριο, με άλλη σύνθεση από προηγουμένως, προχώρησε με την ακρόαση της αίτησης στη βάση γραπτών αγορεύσεων και επιφύλαξε την απόφαση του. Την 30/6/2021 εξέδωσε το επίδικο διάταγμα. Όπως ισχυρίζονται οι αιτητές, το Δικαστήριο φαίνεται να κατέστησε απόλυτο ανύπαρκτο διάταγμα. Η δε απόφαση να καταστήσει απόλυτο διάταγμα το οποίο ουδέποτε εκδόθηκε αποτελεί προφανή υπέρβαση εξουσίας και/ή προφανές νομικό σφάλμα που προκύπτει από την όψη του πρακτικού. Την 6/7/2021 συντάχθηκε από τον Πρωτοκολλητή το σχετικό διάταγμα από το οποίο επίσης προκύπτει ότι το Δικαστήριο κατέστησε απόλυτο ένα μη εκδοθέν διάταγμα.
Κατόπιν δε σχετικής άδειας αναφέρθηκε από τους αιτητές ενώπιον μου ότι νέο επανασυνταχθέν διάταγμα (που περιλάμβανε το διατακτικό μέρος) επιδόθηκε στην πλευρά των αιτητών στις 14.7.2021, το απόγευμα, μετά την καταχώριση της παρούσας αίτησης.
Κρίνω ότι, υπό τις περιστάσεις, οι αιτητές έχουν καταδείξει συζητήσιμη υπόθεση αφού το κατώτερο Δικαστήριο φαίνεται να τελούσε υπό πεπλανημένη αντίληψη ότι το διάταγμα τύπου Norwich είχε εκδοθεί μονομερώς και ότι δικάζει απλώς το κατά πόσον θα γινόταν απόλυτο. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά που η πλευρά των αιτητών έχει προσκομίσει κάτι τέτοιο δεν ισχύει.
Ως αποτέλεσμα της πεπλανημένης αντίληψης του, το κατώτερο Δικαστήριο στο τέλος, μετά την ανάλυση βεβαίως των σχετικών προϋποθέσεων για την έκδοση διαταγμάτων τύπου Norwich, ανέφερε ότι το καθιστά απόλυτο, ενώ σε άλλο σημείο ανέφερε ότι οι καθ΄ ων η αίτηση (δηλαδή οι παρόντες αιτητές) δεν μπορούν να επικαλούνται συγκεκριμένα επιχειρήματα «αφής στιγμής έχουν αντισταθεί σθεναρά στην παροχή των πληροφοριών ενώ το Δικαστήριο είχε εκδώσει το διάταγμα μονομερώς πριν δύο χρόνια, στις 18/12/2019». Κάτι που, όπως εξηγήθηκε, δεν ίσχυε. Επίσης από την παράθεση προηγούμενου πρακτικού φαίνεται να εξέλαβε ότι εκδόθηκε το επίδικο διάταγμα, ενώ το σχετικό παρατεθέν πρακτικό ημερ. 18/12/2019, αφορούσε την πιο πάνω αναφερθείσα αίτηση για ασφάλεια εξόδων και όχι την επίδικη αίτηση.
Από τα πιο πάνω καταδεικνύεται συνεπώς η ύπαρξη συζητήσιμης υπόθεσης εν όψει του ως άνω σφάλματος του κατώτερου Δικαστηρίου.
Εκτός όμως του θέματος της συζητήσιμης υπόθεσης, θα πρέπει περαιτέρω να πεισθώ ότι δεν υπάρχει άλλο ένδικο μέσο προς θεραπεία ή αν υπάρχει, συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις που καθιστούν την αιτούμενη θεραπεία απαραίτητη.
Ως προς αυτή την προϋπόθεση, οι αιτητές ισχυρίζονται πως πρόκειται για «τόσο εξόφθαλμη υπέρβαση της εξουσίας του κατώτερου Δικαστηρίου και τέτοιο προφανές νομικό σφάλμα που δικαιολογεί την έκδοση διατάγματος certiorari, παρά την ύπαρξη άλλου ένδικου μέσου». Ακόμη αναφέρουν πως «το διάταγμα» στρεφόμενο εναντίον τους είναι δραστικό και αφορά αποκάλυψη εγγράφων ή πληροφοριών εμπιστευτικής φύσεως και σε περίπτωση αποκάλυψης των εν λόγω στοιχείων, οι επιδράσεις ή οι συνέπειες μπορεί να είναι μη αναστρέψιμες. Επίσης ότι «η ανυπαρξία του διατάγματος το οποίο φαίνεται να κατέστη απόλυτο, δημιουργεί υπέρμετρη ασάφεια σε τυχόν υποχρεώσεις που ενδεχομένως να προκύπτουν από την απόφαση και/ή το διάταγμα ημ. 30/6/2021 με τρόπο που οι αιτητές να μην μπορούν να γνωρίζουν την έκταση του.»
Έχω ιδιαίτερα προβληματισθεί επ' αυτής της πτυχής. Σίγουρα στην προκειμένη περίπτωση προσφερόταν έτερο ένδικο μέσο, είτε αυτό της έφεσης, είτε ακόμα ως προκύπτον από το ίδιο το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου.[1]
Στην Base Metal Trading Ltd (2004) 1(Γ) ΑΑΔ 1535, λέχθηκε πως δεν έχει σημασία ο λόγος για τον οποίο προβάλλεται συζητήσιμη υπόθεση. Συνεπώς δεν έχει σημασία ότι οι αιτητές επικαλούνται σοβαρό σφάλμα. Πάλι είναι στους ώμους τους το βάρος να καταδείξουν εξαιρετικές περιστάσεις, μια έννοια που παρά την ευρύτητα της πρέπει να νοηθεί στο πλαίσιο τέτοιων επικαλούμενων γεγονότων που, εάν δεν αποδοθεί η θεραπεία, να δημιουργούν ανεπανόρθωτη βλάβη ή αδικία στον αιτούντα.
Αυτά που επικαλούνται οι αιτητές ως ενδεχόμενα να τους βλάψουν σε σχέση με την ανάγκη να συμμορφωθούν με το εν λόγω διάταγμα, μπορούν να αντιμετωπιστούν κυρίως με αίτηση αναστολής εκτέλεσης επί της έφεσης δυνάμει της Δ.35 θ.18, όπως επεσυνέβη στην Penderhill κ.ά ν. Κουκλίνα (2011) 1 ΑΑΔ 1921 και Πολ. Εφ. Αρ. 319/11 και 320/11, ημερ. 13.1.2014, που επίσης αφορούσε Norwich διάταγμα, του οποίου η ισχύς ανεστάληκε μέχρι την εκδίκαση της έφεσης. Ακόμη, η ανησυχία των αιτητών μπορεί να αντιμετωπιστεί, όπως ελέχθη στα πλαίσια ενεργοποίησης του άρθρου 32 ανωτέρω, το οποίο αποτέλεσε και την αρχική βάση της διαδικασίας στο Επαρχιακό Δικαστήριο.
Το γεγονός ότι η διαδικασία για έκδοση προνομιακού εντάλματος ως εκ της φύσης της είναι μια γρήγορη διαδικασία δεν την καθιστά το κατάλληλο ένδικο μέσο.
Με όλο το σεβασμό στις θέσεις των αιτητών, όπως προκύπτουν από την επιμελή αγόρευση τους - ειδικά επί αυτής της πτυχής - δεν με βρίσκει σύμφωνη η αντίληψη πως συντρέχουν εν προκειμένω τέτοιες περιστάσεις οι οποίες, μόνο με αυτή τη διαδικασία, θα μπορούσαν να μην οδηγήσουν σε ανεπανόρθωτη αδικία ή βλάβη. Δεν θεωρώ επίσης ότι η BABOYNNIKOVA, Πολ. Έφ. 222/20, ημερ. 11.3.2021, έχει επαναθεωρήσει ή αλλάξει την προσέγγιση που έχει χαραχθεί στην Base ανωτέρω. Θέτω το σχετικό απόσπασμα:
«Επομένως, δεδομένης της δυνατότητας καταχώρησης έφεσης και αναστολής ακόμα της απόφασης μέχρι την εκδίκαση της, θα πρέπει να διαπιστώσουμε κατά πόσο συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση εξαιρετικές περιστάσεις που να δικαιολογούν την επίκληση της προνομιακής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Αυτό εξαρτάται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, 49 και xxx Παπακόκκινου (1993) 1 Α.Α.Δ. 31, 36-7).
Στην xxx Παπακόκκινου γίνεται επίκληση της R. v. Chief Constable of Merseyside [1986] 1 All E.R. 257, όπου κρίθηκε πως ήταν τόσο σοβαρή η παρέκκλιση από τις προβλεπόμενες διαδικασίες ώστε να δικαιολογείται η άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου υπέρ της αναθεώρησης της απόφασης στα πλαίσια της δικαιοδοσίας για την έκδοση διατάγματος certiorari, παρά το διαθέσιμο άλλου ένδικου μέσου. Το κατώτερο Δικαστήριο είχε αρνηθεί να επιτρέψει στην αιτήτρια, ως διάδικο, να χειριστεί την υπόθεση της αυτοπροσώπως, ουσιαστικά απαγορεύοντας της να υποβάλει, με τον τρόπο που επιθυμούσε, τους ισχυρισμούς της ενώπιον του Δικαστηρίου, όπως είχε δικαίωμα δυνάμει του Άρθρου 30.3(β) του Συντάγματος. Κατ' επίκληση της Γρηγορίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1222, 1224, όπου τονίστηκαν οι επιπτώσεις από την αποστέρηση των δικαιωμάτων που εγγυάται το Άρθρο 30 του Συντάγματος, αποφασίστηκε ότι η φύση του θέματος που εγειρόταν και οι προεκτάσεις του, σε συνάρτηση και με τη θέση πως η αντίθεση της υπό αναθεώρηση ενδιάμεσης απόφασης προς τις νομικές διατάξεις που το διέπουν ήταν έκδηλη στο πρακτικό του Δικαστηρίου, δικαιολογούσαν την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου υπέρ της εξέτασης της ουσίας της αίτησης.
Καταλήγουμε ότι στην προκειμένη περίπτωση, η απόδοση προσωπικής ευθύνης στον Εφεσείοντα με τη διαδικασία που ακολουθήθηκε, εκ πρώτης όψεως εκτός του θεσμοθετημένου πλαισίου απόδοσης αστικής ευθύνης, που είναι η εκδίκαση αγωγής, διαδικασία που θα διασφάλιζε τα δικαιώματα του Εφεσείοντα ως διαδίκου, τεκμηριώνει, για σκοπούς του σταδίου αυτού της διαδικασίας, εξαιρετικές περιστάσεις. Στην έκταση αυτή επιτυγχάνει και ο δεύτερος λόγος έφεσης.»
Οι περιστάσεις της κρινόμενης περίπτωσης σαφώς διαφοροποιούνται αφού εν προκειμένω ήσαν ευχερή τα πιο πάνω ένδικα μέσα, εφόσον αφενός το λάθος του Επαρχιακού Δικαστηρίου συνετελέσθη μέσα στα πλαίσια της εκδίκασης ενδιάμεσης αίτησης (κατ' αντίθεση με τη BABOYNNIKOVA (ανωτέρω) στην οποία ο διαχειριστής εκρίθη υπόλογος αστικής ευθύνης, εκτός του πλαισίου αγωγής) και αφετέρου τα εγειρόμενα ζητήματα, ως εκ της φύσεως της διαδικασίας και του άρθρου 32, παραμένουν ζωντανά ώστε να είναι ανοικτή η επίτευξη θεραπείας όπως εξηγήθηκε. Περαιτέρω, θα έλεγα, ότι τουλάχιστον επί της έφεσης θα ήταν πιο ευχερές στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο να προσμετρήσει επί της ουσίας τη σημασία του ως άνω λάθους επί της συνολικής κρίσης του κατώτερου Δικαστηρίου.
Για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί, η αίτηση απορρίπτεται.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
/φκ
[1] 32(2) Οιovδήπoτε παρεμπίπτov διάταγμα, εκδoθέv συμφώvως τω εδαφίω (1), δύvαται vα εκδoθή υπό τoιoύτoυς όρoυς και πρoϋπoθέσεις ως τo δικαστήριov θεωρεί δίκαιov, και τo δικαστήριov δύvαται καθ' oιovδήπoτε χρόvov, επί απoδείξει ευλόγoυ αιτίας, vα ακυρώση ή τρoπoπoιήση oιovδήπoτε τoιoύτov διάταγμα.