ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:A335
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 133/2014)
20 Ιουλίου, 2021
[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ Δ/στές]
MEΤΑΞΥ:
LOVE BIRDS PET SHOP LTD
Εφεσείουσας
και
XXX GRIVA
Εφεσίβλητης
_________________________
Γ. Λουκαίδης για Ανδρέας Ποιητής & Σία ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.
Χρ. Χριστοδούλου για Μ. Ξ. Ιωάννου και Συνεργάτες, για την Εφεσίβλητη.
_________________________
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει ο Ι. Ιωαννίδης, Δ. και με αυτή συμφωνεί ο Τ.Θ. Οικονόμου, Δ. Διιστάμενη απόφαση θα δοθεί από τον Λ. Παρπαρίνο, Δ.
_______________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.: Ένας ψιττακός «Makaw» και αρκετοί κύνες ήταν στο επίκεντρο της μαρτυρίας που είχε προσαχθεί ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας στα πλαίσια εκδίκασης αγωγής με την οποία η Ενάγουσα Εταιρεία (Εφεσείουσα) μέσω του Διευθυντή της κ Πιττακού διεκδικούσε από την Εναγόμενη κα Griva (Εφεσίβλητη) το ποσό των €1.000.- ως οφειλόμενο υπόλοιπο από την πώληση ενός ψιττακού «Makaw».
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της Έκθεσης Απαίτησης, η Εφεσείουσα ασχολείται με εισαγωγές και πωλήσεις κατοικίδιων ζώων, πτηνών, τροφών και συναφών ειδών. Κατά ή περί τον Ιανουάριο του 2009 δυνάμει προφορικής συμφωνίας με την Εφεσίβλητη πώλησε και παρέδωσε σ΄ αυτήν ένα ψιττακό «Makaw» «αντί της συμφωνηθείσης ή και λογικής αμοιβής των €2.135». Ήταν περαιτέρω δικογραφημένη θέση της Εφεσείουσας, ότι η Εφεσίβλητη για την αγορά του συγκεκριμένου ψιττακού κατέβαλε σε διάφορες ημερομηνίες το συνολικό ποσό των €1.135.- με αποτέλεσμα να παραμένει χρεωστικό υπόλοιπο €1.000.-, το οποίο η τελευταία αρνείται να καταβάλει.
Η Εφεσίβλητη με το δικόγραφο της παραδέχθηκε την αγορά του «Makaw» από την Εφεσείουσα, αρνήθηκε όμως ότι αυτή έλαβε χώρα το 2009 αλλά, ως ανέφερε, η αγορά έλαβε χώρα το Δεκέμβριο του 2008. Όσον αφορά στο συμφωνηθέν τίμημα πώλησης του «Makaw», ήταν η θέση της ότι αυτό ανήρχετο σε €1.950.- και όχι σε €2.135.- και ότι το εξόφλησε. Ήταν περαιτέρω δικογραφημένη θέση της, ότι τον Ιανουάριο του 2009 αγόρασε από την Εφεσείουσα δύο κύνες, ένα «French Bulldog» και ένα «Labrador Retriever», για το συνολικό τίμημα των €1.300.- Δόθηκε το ποσό των €300.- ως προκαταβολή, ενώ συμφωνήθηκε ότι το υπόλοιπο ποσό θα το κατέβαλλε όταν η Εφεσείουσα θα της παρέδιδε τα «πιστοποιητικά καθαροαιμίας» των ζώων, αφού αυτά ήταν απαραίτητα για να λάβουν μέρος τα δύο ζωντανά σε διαγωνισμούς κυνών. Ήταν ρητός και/ή εξυπακουόμενος όρος της συμφωνίας, ότι το υπόλοιπο ποσό των €1.000.- για την αγορά των δύο κυνών «θα εξοφλείτο μόνο εάν και εφόσον εκδίδοντο τα ως άνω αναφερόμενα πιστοποιητικά, άνευ των οποίων η αγορά θα ήταν εκτός συμφωνίας αφενός, και αφετέρου η εναγόμενη δεν θα εδύνατο να κατέχει τα δέοντα στοιχεία και/ή πιστοποιητικά δια τους αγορασθέντες σκύλους και/ή δεν θα ηδύνατο να κάνει αναπαραγωγή των ρηθέντων σκύλων και/ή να μπορεί να πιστοποιήσει την γνησιότητα τους (πιστοποίηση ράτσας και/ή γενεαλογίας), ζητήματα ιδιαιτέρως σημαντικά και απολύτως αναγκαία».
Με ανταπαίτηση της αξίωσε αποζημιώσεις από την Εφεσείουσα αφού «χωρίς τα ρηθέντα πιστοποιητικά καθαροαιμίας δεν μπόρεσε μέχρι σήμερα να λάβει μέρος σε διαγωνισμούς με τους δύο σκύλλους που αγόρασε, και να χάσει έτσι σημαντικά ποσά στην εκπαίδευση και ειδική διατροφή αφού αυτός ήταν ο κύριος σκοπός όταν τους αγόραζε ενώ δεν κατέστη δυνατή ούτε η εγγραφή των σκύλων στο μητρώο του Κοινοφιλικού Ομίλου Κύπρου» (η περιγραφή του Ομίλου Κύπρου μεταφέρεται από το δικόγραφο στην απόφαση μας αυτολεξεί). Να σημειώσουμε πως στο μέσο της αντεξέτασης της Εφεσίβλητης, ο ευπαίδευτος συνήγορος της ζήτησε άδεια να αποσύρει την ανταπαίτηση, η οποία και απερρίφθη από το Πρωτόδικο Δικαστήριο.
Οι δύο μάρτυρες που κλήθηκαν και κατέθεσαν εκ μέρους της Εφεσείουσας, ισχυρίστηκαν ότι η πώληση του ψιττακού «Makaw» ήταν η τελευταία σύμβαση που είχε καταρτίσει η Εφεσείουσα με την Εφεσίβλητη. Να σημειώσουμε πως αυτός ο ισχυρισμός προβλήθηκε προφανώς για να υποστηρίξουν τη θέση τους ότι δεν υπήρχε οφειλή για άλλα ζωντανά που η Εφεσίβλητη αγόρασε προηγουμένως από την Εφεσείουσα, και κατ΄ επέκταση ότι το αξιούμενο με την αγωγή ποσό ήταν υπόλοιπο από την πώληση του «Makaw». Η Εφεσίβλητη με κατηγορηματικό τρόπο αρνήθηκε τους πιο πάνω ισχυρισμούς και με τη δική της προφορική μαρτυρία ισχυρίστηκε ότι μετά την αγορά του «Makaw» αγόρασε δύο κύνες από την Εφεσείουσα, ένα «French Bulldog» και ένα «Labrador Retriever». Επέμενε ότι αγόρασε τον «Makaw» στις 6.12.2008, και μάλιστα πριν από την αγορά των δύο κυνών, για να τον κάνει δώρο στον υιό της την ημέρα της ονομαστικής του εορτής. Θυμόταν ότι εκείνη την ημέρα, που ήταν Σάββατο, ζήτησε από τον Μ.Ε. 2 XXX Παύλου να αφήσει το κατάστημα (pet shop) ανοικτό λίγο πιο αργά για να περάσει η ίδια να παραλάβει τον «Makaw». Τα δύο πιο πάνω σκυλιά τα αγόρασε, ως ανέφερε, τον Ιανουάριο του 2009. Μάλιστα για την αγορά του «Labrador Retriever» ανέφερε πως αρχικά η ίδια ήθελε να αγοράσει ένα «English Mastiff» αλλά οι Μ.Κ. 1 και 2 της εισηγήθηκαν και την έπεισαν, να αγοράσει τον «Labrador Retriever» γιατί, όπως της ανέφεραν, θα μπορούσε λόγω του μεγέθους του να τον «κοντρολάρει» καλύτερα ο υιός της. Ήταν η θέση της ότι εξόφλησε το τίμημα πώλησης του «Makaw». Ωστόσο, παραδέχθηκε πως έχει οφειλή από την αγορά των δύο κυνών (που ήταν η τελευταία αγορά που έκανε), αλλά επειδή η Εφεσείουσα δεν είχε τιμήσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις αφού δεν της είχε παραδώσει τα πιστοποιητικά καθαροαιμίας, αρνείται να εξοφλήσει το τίμημα πώλησης των δύο κυνών.
Η αντεξέταση της κάλυψε μέχρι και τα τετραγωνικά μέτρα του οροφοδιαμερίσματος της (220 τ.μ.), τον αριθμό των υπνοδωματίων του οροφοδιαμερίσματος της (τέσσερα), τον όροφο του διαμερίσματος της (3ος), και αν εντός αυτού θα μπορούσαν να φιλοξενηθούν πέντε κύνες, ως η θέση της. Ως ήτο αναμενόμενο, ερωτήθηκε, αντεξεταζόμενη, και για τους διαγωνισμούς κυνών. Συγκεκριμένα ερωτήθηκε εάν στο παρελθόν η ίδια έλαβε μέρος σε τέτοιους διαγωνισμούς και με τι σκυλιά. Για να απαντήσει, ότι έλαβε αρκετές φορές μέρος σε τέτοιους διαγωνισμούς με σκύλο ράτσας «English Mastiff», με σκύλο ράτσας «Afghan Hound» και με σκύλο ράτσας «King Charles Cavalier».
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού είδε και άκουσε και τους τρεις μάρτυρες που είχαν καταθέσει ενώπιον του και λαμβάνοντας υπόψη τον τρόπο που απαντούσαν στις διάφορες ερωτήσεις που τους υποβάλλονταν, συμπεριλαμβανομένης και της εν γένει συμπεριφοράς τους στο εδώλιο του μάρτυρα, και με αναφορά στη Νομολογία που αφορά στην αξιολόγηση προφορικής μαρτυρίας, έκρινε αναξιόπιστους τους μάρτυρες που κλήθηκαν εκ μέρους της Εφεσείουσας και αξιόπιστη την Εφεσίβλητη. Έτσι απέρριψε την αγωγή όχι μόνο στη βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας στην οποία προέβη, αλλά και γιατί δεν προσκομίστηκε, ως καταγράφει, νομικά αποδεκτή μαρτυρία που να αποδεικνύει την αξίωση των €1000.- ως οφειλόμενο υπόλοιπο από την πώληση του ψιττακού. Το τελευταίο αυτό το ανέφερε και με αφορμή την ακόλουθη μαρτυρία του Μ.Ε. 2:
«Δεν ήταν έτσι που λειτουργούσαμε. Όπως είπα και πριν αγόραζε διάφορα πράγματα η κυρία xxx Griva, βγάλαμε συνολικό ποσό όσων αγόρασε και ας πούμε αν έβγαιναν για παράδειγμα λέω 4000 ερχόταν και μου έλεγε έλα 400, έλα 600 . Δεν λέγαμε αν είναι για παπαγάλο ή για σκύλο, λέγαμε το συνολικό ποσό που χρωστούσε. Έτσι δουλεύαμε. Ακόμα και ένα ενυδρείο με ψάρια που αγόρασε ερχόταν και μου έδινε δόση.»
Ως ελέχθη, η ανταπαίτηση απεσύρθη στο μέσο της αντεξέτασης της Εφεσίβλητης, που ήταν και η τελευταία μάρτυρας στην ακροαματική διαδικασία. Έχει ήδη σημειωθεί ότι με την ανταπαίτηση της η Εφεσίβλητη είχε εγείρει θέματα που αφορούσαν στους δύο κύνες που είχε αγοράσει από την Εφεσείουσα. Ήταν η δικογραφημένη θέση της ότι δεν της παραδόθηκαν τα πιστοποιητικά καθαροαιμίας, με αποτέλεσμα να υποστεί ζημιές για τις οποίες αξίωνε αποζημιώσεις. Ορθά λοιπόν το Πρωτόδικο Δικαστήριο επέτρεψε να προσαχθεί μαρτυρία σε σχέση με τα πιο πάνω. Ορθά επίσης το Πρωτόδικο Δικαστήριο έθεσε ενώπιον του το σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας όταν αξιολογούσε τους μάρτυρες που κλήθηκαν και κατέθεσαν ενώπιον του. Όμως, με δεδομένο ότι η ανταπαίτηση είχε αποσυρθεί και απορριφθεί, θα έπρεπε να είχε περιοριστεί στα επίδικα θέματα που τελικά παρέμειναν, που ήταν το ύψος του τιμήματος πώλησης του ψιττακού και κατά πόσο αυτό είχε εξοφληθεί ή όχι.
Η Εφεσείουσα με εννέα λόγους έφεσης προσβάλλει ως εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση.
Ο πρώτος λόγος έφεσης έχει ως εξής: «Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκαμε ελλιπή ή και λανθασμένη επιδίκαση των εξόδων ή και άσκησε την διακριτική του εξουσία ως προς τα έξοδα κατά τρόπο ελλιπή, λανθασμένο, ανισομερώς ή και αδίκως».
Ως ελέχθη, στο μέσο περίπου της αντεξέτασης της Εφεσίβλητης, ο ευπαίδευτος συνήγορος αυτής, ζήτησε άδεια να αποσύρει την ανταπαίτηση. Το Δικαστήριο απέρριψε την ανταπαίτηση λέγοντας τα ακόλουθα σε σχέση με τα έξοδα της ανταπαίτησης: «Τα έξοδα θα είναι στην πορεία και σε καμιά περίπτωση σε βάρος των Εναγόντων». Προκύπτει από τα πρακτικά πως ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσείουσας δεν ζήτησε τότε έξοδα αλλά ούτε και ζήτησε να εκδοθεί οποιαδήποτε άλλη διαταγή. Τουναντίον, σιωπηρά απεδέχθη αυτή την προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Στην αιτιολογία του πιο πάνω λόγου έφεσης, γίνεται αναφορά ότι το Δικαστήριο «ενώ επεφύλαξε το θέμα των εξόδων της ανταπαίτησης δεν έκανε καμία νύξη ή αναφορά ως προς το θέμα αυτό στην τελική του απόφαση ή αλλαχού». Βρίσκουμε πως δεν χρειαζόταν να κάνει οποιαδήποτε αναφορά στην τελική του απόφαση. Η απόφαση του ήταν ότι τα έξοδα της ανταπαίτησης θα ακολουθούσαν το αποτέλεσμα της αγωγής αλλά σε καμιά περίπτωση εναντίον των Εναγόντων. Με την απόρριψη της αγωγής, η Εφεσείουσα δεν καταδικάστηκε στα έξοδα της ανταπαίτησης. Αν δικαιωνόταν στην αγωγή, θα ελάμβανε και τα έξοδα της ανταπαίτησης. Όσον αφορά στα έξοδα της αγωγής, το Πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά ακολούθησε τον Κανόνα και καταδίκασε τον διάδικο που απέτυχε στα έξοδα.
Ο πρώτος λόγος έφεσης είναι αβάσιμος και απορρίπτεται.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης έχει ως εξής: «Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επέτρεψε την κατάθεση ως τεκμήριο εκ μέρους του Μ.Ε. 1, γραπτών σημειώσεων των εναγόντων σχετικά με τις αγορές κατοικιδίων ζώων από την εναγομένη και τις πληρωμές που έκαμε στη συνέχεια έναντι, με ενδιάμεση απόφαση του που ήταν λανθασμένη, αντίθετη με το νόμο ή και τη νομολογία ή και με αβάσιμη ή ανεπαρκή αιτιολογία».
Από τα πρακτικά της ακροαματικής διαδικασίας διαπιστώνουμε ότι ο Μ.Ε. 1 επεδίωξε να καταθέσει ένα έγγραφο που είχε συντάξει όχι ο ίδιος αλλά υπάλληλος της Εφεσείουσας, και συγκεκριμένα ο Μ.Ε. 2. Όπως ανέφερε ο Μ.Ε. 1, είχε στην κατοχή του το φωτοαντίγραφο, αφού δεν εντόπισε το πρωτότυπο έγγραφο. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του, στο εν λόγω έγγραφο υπήρχαν σημειώσεις του Μ.Ε. 2 σε σχέση με τα ζώα που αγόραζε η Εφεσίβλητη από την Εφεσείουσα και τα ποσά που κατέβαλλε έναντι του τιμήματος αυτών. Η Εφεσίβλητη έφερε ένσταση στην κατάθεση του εν λόγω εγγράφου. Το Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση του, αφού σημείωσε ότι η δικογραφημένη αξίωση της Εφεσείουσας ήταν υπόλοιπο από την πώληση ενός ψιττακού «Makaw», δεν επέτρεψε την κατάθεση του εν λόγω εγγράφου. Συμφωνούμε με την πιο πάνω προσέγγιση. Η αιτία της αγωγής ήταν υπόλοιπο από την πώληση ενός συγκεκριμένου ψιττακού, και η μαρτυρία θα έπρεπε να περιοριστεί προς απόδειξη του τιμήματος πώλησης και του κατ΄ ισχυρισμόν υπολοίπου από την εν λόγω πώληση. Εν πάση περιπτώσει, το έγγραφο απογυμνωμένο από οτιδήποτε άλλο, είχε θεωρούμε μηδαμινή αξία αφού ουσιαστικά με αυτό επιδιωκόταν η ενίσχυση των θέσεων της Εφεσείουσας (Μούρτζινος ν. «Galaxias» κ.α. (1992) 1(Β) ΑΑΔ, 612, Ορφανίδης Λαϊκή Υπεραγορά Λτδ ν. Δήμου Λάρνακας (2003) 2 ΑΑΔ, 56 και Antwerp Diamond Polisher Ltd κ.α. ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (2005) 1(Α) ΑΑΔ, 533). Να επαναλάβουμε πως δεν ήταν έγγραφο που έφερε την υπογραφή της Εφεσίβλητης, ούτε βεβαίως ήταν έγγραφο στη βάση του οποίου η τελευταία παραδεχόταν την ύπαρξη οποιασδήποτε οφειλής.
Τόσο ο δεύτερος λόγος έφεσης όσο και οι άλλοι που αφορούν στο συγκεκριμένο έγγραφο, είναι αβάσιμοι και απορρίπτονται.
Υπάρχουν λόγοι έφεσης που αφορούν στον τρόπο με τον οποίο το Πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία που είχε προσαχθεί ενώπιον του. Έχουμε μελετήσει πολύ προσεκτικά την πρωτόδικη απόφαση, και ειδικότερα το μέρος που αφορά στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, προσεγγίζοντας την απόφαση ως ενιαίο σύνολο. Δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα κριτήρια κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας (Πέτρου κ.α. ν. Αστυνομίας (1994) 2 ΑΑΔ, 76). Συνεπώς, δεν διαπιστώνουμε να υπάρχει λόγος που να δικαιολογεί την παρέμβαση μας σε σχέση με τον τρόπο που το Πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τους τρεις μάρτυρες για ανατροπή των ευρημάτων αξιοπιστίας και των γεγονότων στα οποία το Πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη (xxx Κουρουκλάρης ν. xxx Κωνσταντίνου, Πολιτική Έφεση αρ. 205/12, απόφαση ημερ. 6.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:A440).
Να σημειωθεί πως κατά την αντεξέταση της Εφεσίβλητης, όταν η τελευταία ισχυρίστηκε ότι «έπαθε γκάφα από τον κ Πιττακό», Μ.Ε. 1, ο οποίος δεν της παρέδωσε τα πιστοποιητικά καθαροαιμίας των δύο κυνών που αγόρασε, της υποβλήθηκε ότι «Την μεγάλη γκάφα είναι οι πελάτες μου που την έπαθαν που σου πούλησαν δύο σκύλους αξίας πάνω των €1500 περίπου και πήρες μειωμένη τιμή €1300 από τα οποία πλήρωσες μόνο €300». Από την πιο πάνω υποβολή προκύπτει, μέσω της αντεξέτασης, παραδοχή εκ μέρους της Εφεσείουσας ότι το αξιούμενο ποσό των €1000.- δεν αφορούσε σε υπόλοιπο τιμήματος πώλησης του «Makaw», ως ήταν η δικογραφημένη της θέση, αλλά σε υπόλοιπο τιμήματος πώλησης κυνών. Η υποβολή αυτή, δεν ήταν παραδοχή μέσω δικογράφων ή μέσω συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων για να απαλλαγεί διάδικος από την υποχρέωση απόδειξης συγκεκριμένων γεγονότων (Χρίστου ν. Khoreva (2001) 1(Γ) ΑΑΔ, 1874). Κατ΄ επέκταση, δεν ετίθετο εδώ θέμα απόσυρσης προηγούμενης παραδοχής. Έτσι η δήλωση του ευπαίδευτου δικηγόρου της Εφεσείουσας (ότι «αποσύρει») μετά την απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου στην πιο πάνω συγκεκριμένη υποβολή ότι δεν θα την επέτρεπε επειδή η μάρτυρας είχε απαντήσει, δεν ισοδυναμούσε με απόσυρση της θέσης της Εφεσείουσας στην ακροαματική διαδικασία ότι αξίωνε υπόλοιπο για πώληση κυνών και όχι ψιττακού. Άλλωστε τέτοια θέση είναι διάχυτη στην αντεξέταση της Εφεσίβλητης. Ενδεικτικά και μόνο αναφέρουμε πως σε άλλο μέρος της αντεξέτασης, της υποβλήθηκε ότι: «Η πραγματικότητα είναι ότι αγοράσατε διάφορα πράγματα από τους Ενάγοντες, έμεινε ένα υπόλοιπο €1000, αυτή είναι η δική μας θέση. Σας λέω ότι αυτή την ιστορία την κάνατε μετά για να αποφύγετε την πληρωμή των €1000. Και σας λέω επίσης ότι δεν είχε κανένα νόημα ούτε λογική να σας δώσει δύο σκύλους των €1300 και να πληρώσετε μόνο €300 και αν έρθουν τα πιστοποιητικά να δώσετε τα υπόλοιπα». Όλα τα πιο πάνω, όχι μόνο επιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό της Εφεσίβλητης ότι εξόφλησε το τίμημα πώλησης του ψιττακού, αλλά θα συνιστούσαν ανεξάρτητο λόγο για απόρριψη της αγωγής.
Υπάρχει λόγος έφεσης (πέμπτος λόγος) που αφορά στη θέση της Εφεσείουσας ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο «παρερμήνευσε τις αρχές της νομολογίας ή και του δικαίου των συμβάσεων ή και κατέληξε σε νομικά εσφαλμένη θέση». Ο συγκεκριμένος ο λόγος έφεσης αφορά στους δυο κύνες τους οποίους η Εφεσίβλητη αγόρασε από την Εφεσείουσα μετά την αγορά του ψιττακού. Στην αιτιολογία αυτού του λόγου έφεσης, γίνεται αναφορά ότι στη βάση των ευρημάτων του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, η Εφεσίβλητη θα έπρεπε «να επιστρέψει τους σκύλους πίσω στην Ενάγουσα ακυρώνοντας τη συμφωνία και όχι να αρνηθεί να καταβάλει το υπόλοιπο». Ο λόγος αυτός, όπως και κάποιοι άλλοι, αφορούν σε ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου για θέματα που δεν ήταν επίδικα. Είναι γνωστό πως τα επίδικα θέματα προσδιορίζονται από τη δικογραφία και η διερεύνηση από τα Πρωτόδικα Δικαστήρια θεμάτων άλλων από τα επίδικα, δεν διευρύνει αυτά (Βραχίμη ν. Κουλουμπρή (1992) 1(Β) ΑΑΔ, 836, Παφίτης κ.α. ν. Κουκουρή κ.α. (1992) 1(Β) ΑΑΔ, 1154, Νεοφύτου ν. Γερακιώτη (2010) 1(Α) ΑΑΔ, 25, και Παρλάτα ν. Δημητρίου (2014) 1(Β) ΑΑΔ, 994). Στην Κουλουμπρή (πιο πάνω) τονίστηκε πως όπως η δίκη έτσι και η έφεση, δεν μπορεί να προεκταθεί πέραν και έξω από τα επίδικα θέματα, όπως αυτά προσδιορίζονται από τη δικογραφία. Τα ίδια ισχύουν και εδώ σε σχέση με τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου τα οποία δεν καλύπτονται από τα δικόγραφα.
Υπό το φως των πιο πάνω, και αυτός ο λόγος έφεσης, όπως και οι άλλοι που αφορούν σε ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου για θέματα που δεν ήταν επίδικα, είναι αβάσιμοι και απορρίπτονται.
Με τον έκτο λόγο έφεσης η Εφεσείουσα ουσιαστικά παραπονείται πως κακώς το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέδωσε απόφαση εναντίον της Εφεσίβλητης με δεδομένη τη θέση της τελευταίας ότι δεν εξόφλησε το συμφωνηθέν τίμημα πώλησης των δύο κυνών. Όπως χαρακτηριστικά καταγράφεται στην αιτιολογία του έκτου λόγου έφεσης «Η αγορά ενός κατοικίδιου ζώου και η μη καταβολή του υπολοίπου της αξίας του δεν καθίσταται εκτός δικογράφων γιατί ήταν σκύλος και όχι παπαγάλος». Με κάθε σεβασμό δεν συμφωνούμε. Η Εφεσείουσα με το δικόγραφο της δεν είχε αξιώσει το ποσό των €1000 ως υπόλοιπο από την αγορά των δύο κυνών αλλά από την αγορά ενός συγκεκριμένου ψιττακού. Για την αγορά του ψιττακού η Εφεσίβλητη είχε προβάλει την υπεράσπιση της εξόφλησης του τιμήματος (στην οποία και δικαιώθηκε) ενώ για την αγορά των δύο κυνών είχε ισχυριστεί πως η Εφεσείουσα δεν τίμησε τις συμβατικές της υποχρεώσεις (δεν τις παρέδωσε τα πιστοποιητικά καθοροαιμίας των ζώων) και κατ΄ επέκταση η ίδια δεν είχε υποχρέωση να εξοφλήσει το υπόλοιπο του τιμήματος. Εν πάση περιπτώσει, το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν θα μπορούσε εδώ να δώσει θεραπείες που δεν καλύπτονταν από τις δικογραφημένες θέσεις της Εφεσείουσας.
Και ο έκτος λόγος έφεσης είναι αβάσιμος και απορρίπτεται.
Ο ένατος και τελευταίος λόγος έφεσης αφορά στη θέση της Εφεσείουσας ότι κακώς το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε την Εφεσίβλητη αξιόπιστη αφού είχε δικογραφήσει «μια καταφανώς αβάσιμη και εκ των υστέρων κατασκευασμένη ανταπαίτηση, την οποία και απέσυρε». Να σημειώσουμε ότι ουδέποτε αποφασίστηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η ανταπαίτηση ήταν «εκ των υστέρων κατασκευασμένη». Εν πάση περιπτώσει, θεωρούμε πως θα ήταν λάθος του Πρωτόδικου Δικαστηρίου εάν έκρινε αναξιόπιστη την Εφεσίβλητη επειδή αυτή ζήτησε και έλαβε την άδεια του Δικαστηρίου, να αποσύρει την ανταπαίτηση της. Ούτε βεβαίως αντεξετάστηκε σε σχέση με τους λόγους που απέσυρε την ανταπαίτηση.
Και αυτός ο λόγος έφεσης είναι αβάσιμος και απορρίπτεται.
Εν κατακλείδι, όλοι οι λόγοι έφεσης, το περιεχόμενο των οποίων έχουμε θέσει ενώπιον μας, είναι αβάσιμοι και απορρίπτονται.
Η έφεση απορρίπτεται με €2.000.- έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, προς όφελος της Εφεσίβλητης και εναντίον της Εφεσείουσας.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
/ΕΑΠ.
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 133/14
20 ΙΟΥΛΙΟΥ 2021
[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
LOVE BIRDS PET SHOP LTD
Εφεσειόντων/Εναγόντων
ΚΑΙ
XXX GRIVA
Εφεσίβλητης/Εναγομένης
--------------------
Γ. Λουκαΐδης για Ανδρέας Ποιητής & Σία ΔΕΠΕ για τους Εφεσείοντες
Χρ. Χριστοδούλου, για Μ.Ξ. Ιωάννου και Συνεργάτες, για την Εφεσίβλητη
-------------------------------------
ΑΠΟΦΑΣΗ ΜΕΙΟΨΗΦΙΑΣ
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ. Με το ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα η Εφεσείουσα/Ενάγουσα εταιρεία αξίωσε εναντίον της Εφεσίβλητης/Εναγομένης το ποσό των €1.000 ως υπόλοιπο λογαριασμού ή και τιμήματος εμπορευμάτων ή και σαν συμφωνηθέν υπόλοιπο. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της Έκθεσης Απαίτησης, η Ενάγουσα εταιρεία η οποία ασχολείται με εισαγωγές και πωλήσεις οικιακών ζώων, πτηνών, τροφών και συναφών ειδών, περί τον Ιανουάριο 2009, δυνάμει προφορικής συμφωνίας, πώλησε και παρέδωσε στην εναγόμενη ένα παπαγάλο "Μacaw" αντί της συμφωνηθείσας και/ή λογικής αμοιβής των €2.135. Έναντι του ποσού αυτού η Εφεσίβλητη κατέβαλε σε διάφορες ημερομηνίες το συνολικό ποσό των €1.135 και παρέμεινε το ποσό των €1.000 το οποίο η Εφεσίβλητη δεν πλήρωσε.
Η Εφεσίβλητη/Εναγόμενη με την Έκθεση Υπεράσπισης της αρνήθηκε ότι οφείλει οποιοδήποτε ποσό ισχυριζόμενη ότι η αγορά του παπαγάλου έγινε τον Δεκέμβριο 2008 έναντι του ποσού των €1.950, πληρώθηκε προκαταβολή €600 και στη συνέχεια το υπόλοιπο σε τρεις δόσεις. Περαιτέρω, με ανταπαίτηση της αξίωσε και γενικές αποζημιώσεις που ήταν το αποτέλεσμα της μη παράδοσης υπό της Εφεσείουσας των πιστοποιητικών καθαροαιμίας δύο σκύλων που αγόρασε από αυτόν τον Ιανουάριο 2009 και ως εκ τούτου ήταν ακατάλληλοι για τους σκοπούς για τους οποίους τους αγόρασε.
Κατά το χρόνο αντεξέτασης της Εναγομένης, κατόπιν αδείας του Δικαστηρίου, η Ανταπαίτηση απεσύρθη και ως αποτέλεσμα απορρίφθηκε. Παρέμεινε συναφώς προς κρίση η απαίτηση για το ποσό των €1.000 από την ισχυριζόμενη πώληση του παπαγάλου "Macaw". Το πρωτόδικο Δικαστήριο με αιτιολογημένη απόφαση του, απέρριψε την αγωγή με έξοδα εις βάρος της Εφεσείουσας.
Η Εφεσείουσα προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση με εννέα λόγους ως εσφαλμένη. Οι τρεις εξ αυτών, λόγοι έφεσης 4, 8 και 9 αφορούν την αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας, δύο με αριθμό 2 και 3 αφορούν την άρνηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιτρέψει την κατάθεση γραπτών σημειώσεων αναφορικά με τις δοσοληψίες των διαδίκων και την εν συνεχεία αρνητική αξιολόγηση ότι η μη παρουσίαση των σημειώσεων αυτών άφησε του ισχυρισμούς της Εφεσείουσας τελείως γυμνούς. Οι λόγοι έφεσης αρ. 5, 6 και 7 αφορούν παρερμηνεία υπό του Δικαστηρίου των Αρχών της Νομολογίας και/ή το Δίκαιο των Συμβάσεων και/ή ότι εσφαλμένα θεώρησε την μαρτυρία του Μ.Ε.1 ότι ήταν εκτός δικογράφων. Επίσης ότι διέπραξε το πρωτόδικο Δικαστήριο νομικό σφάλμα και/ή εφάρμοσε εσφαλμένα το νόμο και/ή νομολογία θεωρώντας ότι η προφορική μαρτυρία δεν ήταν αρκετή να αποδείξει την νομική βάση της αγωγής και/ή ότι απαιτείται γραπτή επιβεβαίωση και/ή ενίσχυση. Τέλος με τον πρώτο λόγο προσβάλλεται ως εσφαλμένη η επιδίκαση των εξόδων εις βάρος της Ενάγουσας.
Δυστυχώς διέλαθε από όλους ότι μετά την απόσυρση της Ανταπαίτησης τα επίδικα θέματα περιορίστηκαν μόνο στο ύψος της τιμής πώλησης του παπαγάλου, στον χρόνο πώλησης του και κατά πόσο εξοφλήθηκε. Η πώληση ήταν παραδεκτή ενώ η τιμή πώλησης ήταν €2.135 σύμφωνα με την Εφεσείουσα και €1.950 σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της Εφεσίβλητης. Η Εφεσείουσα ισχυρίζετο ότι η Εφεσίβλητη έναντι του τιμήματος πώλησης πλήρωσε σε διάφορες ημερομηνίες το ποσό των €1.135 και παρέμεινε οφειλόμενο το ποσό των €1.000 ενώ η Εφεσίβλητη ισχυρίζετο ότι έναντι του τιμήματος πώλησης των €1.950 πλήρωσε προκαταβολή €600 και στη συνέχεια αποπλήρωσε το υπόλοιπο σε τρεις δόσεις.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο σε μία αχρείαστη μεγάλη για τα δεδομένα της υπόθεσης απόφαση, αφού αξιολόγησε την μαρτυρία που προσεφέρθη για την Εφεσείουσα και την απέρριψε, εν συνεχεία αξιολόγησε την μαρτυρία της Εφεσίβλητης ως ακολούθως:
"Από την άλλη η Εναγόμενη προώθησε μια θέση η οποία παρέμεινε ακλόνητη κατά την αντεξέταση και υποστηρίχθηκε και από την μαρτυρία των δύο μαρτύρων της Ενάγουσας Εταιρείας. Παραδέχθηκε ότι οφείλει κάποιο ποσό αλλά ήταν η θέση της ότι ο λόγος που δεν το έχει καταβάλλει είναι γιατί δεν της παραχωρήθηκαν τα πιστοποιητικά καθαροαιμίας των δύο σκύλων που είχε αγοράσει τον Ιανουαρίου 2009. Η θέση της αυτή υποστηρίχθηκε από δύο στοιχεία: Πρώτον, από το γεγονός ότι το microchip είχε τοποθετηθεί στο σκύλο στις 18.12.08 και είχε θεωρηθεί ότι μπορούσε να ταξιδεύσει μετά τις 18.12.08, σύμφωνα με το Τεκμήριο 2, οπόταν με δεδομένο ότι οι σκύλοι είχαν ταξιδέψει μετά τις 18.12.08 η ίδια δεν θα μπορούσε να τους είχε αγοράσει το 2008 αφού ήταν και εκτεθειμένοι στο κατάστημα. Δεύτερον η ίδια συνέχιζε να πληρώνει δόσεις μέχρι και τον Μάρτιο, σύμφωνα με τον Μ.Ε.1 και τον Μ.Ε.2, μετά από το χρονικό περιθώριο εντός του οποίου θα της παραδίδονταν τα πιστοποιητικά.
Κατά την αντεξέταση διαφάνηκε επίσης ότι η Εναγόμενη γνώριζε πάρα πολλά πράγματα σε σχέση με τους σκύλους και την αναπαραγωγή τους και την συμμετοχή τους σε διαγωνισμούς. Έπεισε το Δικαστήριο ότι ήθελε καθαρόαιμους σκύλους για τους δικούς της λόγους καθώς επίσης και για το γεγονός ότι είχε αγοράσει τον παπαγάλο πριν από τους σκύλους."
Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη στα ακόλουθα και μοναδικά ευρήματα:
"Καταλήγω λοιπόν ότι τα γεγονότα είχαν εξελιχθεί ως ακολούθως: Η Εναγόμενη ήταν ζωόφιλη και λόγω ακριβώς αυτής της αγάπης της για τα ζώα επισκεπτόταν τακτικά το κατάστημα της Ενάγουσας Εταιρείας στην Λευκωσία και είχε αναπτύξει μια ιδιαίτερη φιλία με τον Μ.Ε.2, κ. xxx Παύλου. Για όλα τα προϊόντα που αγόραζε πλήρωνε με δόσεις. Επειδή ήθελε να εμπλακεί στην αναπαραγωγή και εκτροφή σκύλων ράτσας η ίδια είχε ζητήσει την συμβουλή του xxx Παύλου, Μ.Ε.2 και του κ. Πιττακού, Μ.Ε.1. Ακολουθώντας την συμβουλή του κ. Πιττακού είχε αγοράσει τον «French Bulldog» και τον «Labrador» και ανέμενε τα πιστοποιητικά καθαροαιμίας του που της είχε υποσχεθεί ο κ. Πιττακός. Πλήρωνε τις δόσεις της μέχρι τον Μάρτιο 2009 αλλά λόγω του ότι τα πιστοποιητικά αυτά δεν της προσκομίστηκαν αρνήθηκε να καταβάλλει το υπόλοιπο του λογαριασμού της, που η ίδια δεν το γνώριζε."
Όπως γίνεται αντιληπτό τα πιο πάνω ουδεμία σχέση έχουν με τα επίδικα θέματα αλλά αφορούν ισχυρισμούς σχετικά με την Ανταπαίτηση η οποία όμως αποσύρθηκε και δεν ευρίσκετο στο πεδίο αντιπαράθεσης των διαδίκων. Ακόμη και η αξιολόγηση της μαρτυρίας της Εφεσίβλητης έγινε από το Δικαστήριο επί τη βάσει των ισχυρισμών της αναφορικά με τους δύο αγορασθέντες υπ' αυτής σκύλους και τι ακολούθησε και όχι σε σχέση με τα επίδικα θέματα που παρέμειναν προς εξέταση.
Η απουσία σταθερής βάσης ως προς τα πρωτογενή ευρήματα καθιστά αδύνατη την επίλυση της διαφοράς. Ελλείπει το στέρεο βάθρο για τα πρωτογενή γεγονότα ώστε να είναι αδύνατη η επίλυση της διαφοράς. Το μέρος της απόφασης, τιτλοφορούμενο "νομική πτυχή", όπου το Δικαστήριο με διάφορες γενικές ερμηνείες, αναφορές και εκδοχές προσπαθεί να καταλήξει σε κρίση, δεν μπορούν να διασώσουν την κατάσταση των πραγμάτων.
Η έλλειψη αξιολόγησης της μαρτυρίας της Εναγομένης επί των επίδικων θεμάτων και η απουσία πρωτογενών ευρημάτων ως προς τα γεγονότα που αφορούσαν τα επίδικα θέματα καθιστούν αδύνατη την επίλυση της επίδικης διαφοράς. (Βλ. Καννάουρου κ.α. ν. Σταδιώτη (1990) 1 Α.Α.Δ. 35, Κυπριανού ν. Κυπριανού (1994) 1 Α.Α.Δ. 145, Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (1996) 1 Α.Α.Δ. 552, Robust Trading Co Ltd ν. xxx Λεωνίδα (1996) 1 Α.Α.Δ. 304, Τσιακλίδης ν. Ευαγγέλου κ.α. (2004) 1 Α.Α.Δ. 832, L. Papaphilippou Co Ltd v. Λουκά (2014) 1 Α.Α.Δ. 1193, ECLI:CY:AD:2014:A410, Κάτσου κ.α. ν. Global Capital Ltd P.E. 119/2011, ημερ. 12.12.2016, White Knight Holdings Ltd v. New World Investments Ltd Π.Ε. 454/2011 ημερ. 6.12.2019.) Πέραν όμως των πιο πάνω η απόφαση εν τη απουσία των πιο πάνω είναι και μη αιτιολογημένη σύμφωνα με τις επιτακτικές πρόνοιες του Συντάγματος, Άρθρο 30.2. Στην Pioneer Candy Ltd and Another n. Stelios Tryfon & Sons Ltd (1981) 1 C.L.R. 540 αναφέρεται:
"The authorities establish that for the requirement of due reasoning, there must be:-
(a) An analysis of the evidence adduced in the light of the issues as arising and defined by the pleadings;
(b) Concrete findings as the necessary prelude to the judgment of the Court; and,
(c) A clear judicial pronouncement indicating the outcome of the case. (Ioannidou v. Dikeos, (1969) 1 C.L.R. 235).
These elements are totally lacking in the present case, a fact evident from the judgment itself.
We are, therefore, driven to the conclusion that the judgment under appeal is not reasoned in the sense of Article 30.2 of the Constitution. In fact such judgment, as pronounced, does not amount to a sufficient judicial determination of the disputes between the parties."
Τα ίδια επαναλήφθησαν στην Dairy King Ltd v. Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας, Π.Ε. 272/10 ημερ. 21.7.2016, ECLI:CY:AD:2016:A376:
"Η λειτουργία της δικαστικής εξουσίας έξω ή κατά παράβαση του Άρθρου 30.2 καθιστά το έργο της δικαιοσύνης ατελέσφορο και την απόφαση άκυρη. (Βλ. Βίκτωρος ν. Χριστοδούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 512, Χριστόπουλος ν. Αστυνομία (2001) 2 Α.Α.Δ. 100)
Στην Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 255 το Ανώτατο Δικαστήριο αντιμετώπισε παράλειψη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να καθορίσει τη μαρτυρία η οποία απορρίφθηκε και την αντίστοιχη αβεβαιότητα ως προς τη βάση των ευρημάτων του Δικαστηρίου. Το ατελέσφορο της απόφασης, ως προς τα ευρήματα του Δικαστηρίου, την καθιστούσε, όπως έκρινε, ακροσφαλή. Ανάλογες είναι και οι επιπτώσεις από αντίστοιχες παραλείψεις και κενά στη θεώρηση της μαρτυρίας σε πολιτικές υποθέσεις.
Η υποχρέωση για την αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων αποτελεί αναπόσπαστη πτυχή της δικαστικής λειτουργίας και καθήκον που επιβάλλει το Σύνταγμα. Το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος προβλέπει ότι «.. οι αποφάσεις των Δικαστηρίων δέον να είναι αιτιολογημένες». Τα συστατικά στοιχεία αιτιολογημένης απόφασης προσδιορίζονται περιεκτικά στην Pioneer Candy Ltd v. Tryfon & Sons (1981) 1 C.L.R. 540 όπου στη σελ. 541 αναφέρεται:
"The authorities establish that for the requirement of due reasoning, there must be:
(a) An analysis of the evidence adduced in the light of the issues as arising and defined by the pleadings;
(b) Concrete findings as the necessary prelude to the judgment of the Court; and
(c) A clear judicial pronouncement indicating the outcome of the case. (Ioannidou v. Dikeos, (1969) 1 C.L.R. 235)."
Σε ελεύθερη μετάφραση:
«Το πρώτο είναι η ανάλυση της μαρτυρίας, υπό το φως των επίδικων θεμάτων, όπως αυτά προσδιορίζονται στα δικόγραφα. Το δεύτερο είναι τα στέρεα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προοίμιο στην απόφαση και το τρίτο είναι η ξεκάθαρη Δικαστική αναγγελία του αποτελέσματος της απόφασης.»
Στην Εταιρεία Παφίτης & Ιορδάνους Κοντράκτορς Λτδ κ.α. ν. Α.Ν. Στασής Eστέϊτς Κο. Λτδ (1998) 1 Α.Α.Δ. 916 το Εφετείο παραμέρισε πρωτόδικη απόφαση για το λόγο ότι δεν ήταν αιτιολογημένη και κατά συνέπεια αφίστατο των εχέγγυων της δίκαιης δίκης, τα οποία καθορίζει το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος. Ανάλογη υπήρξε η κατάληξη του Δικαστηρίου ως προς τις συνέπειες αναιτιολόγητης δικαστικής απόφασης στην xxx Γλυκύς ν. Δήμου Λεμεσού (1998) 1 Α.Α.Δ. 2319."
Παρενθετικά αναφέρω, με όλο το σεβασμό προς την απόφαση της πλειοψηφίας και αναφορικά με την παραδοχή του συνήγορου της Εφεσείουσας κατά την δίκη, ότι η παραδοχή αυτή, σύμφωνα με τα πρακτικά, απεσύρθη αμέσως μετά την υποβολή της και είναι συνεπώς χωρίς αξία. Στην Stargel Co Ltd v. Lutkin κ.α. Π.Ε. αρ. 407/11, ημερ. 21.6.2018, λέχθηκαν σχετικά:
"Η σημασία των δηλώσεων/παραδοχών κατά τη διάρκεια της ακρόασης από μέρους του δικηγόρου ενός εκ των διαδίκων, υπήρξε αντικείμενο εξέτασης στην υπόθεση Χρίστου ν. Khoreva (2001) 1 (Γ) ΑΑΔ 1874 όπου στις σελ. 1880 - 1882 αναφέρθησαν τα εξής:
Έχοντας, επομένως, υπόψη τα δικόγραφα θα ελέγαμε ότι ο εφεσείων θεωρείται ότι έκαμε παραδεκτό τον σχετικό ισχυρισμό. Πρέπει στο σημείο αυτό να υπενθυμίσουμε ότι η απόδειξη μέσω των δικογράφων ή των παραδοχών του αντιδίκου συνιστά ένα παραδεκτό τρόπο απόδειξης ισχυρισμών. Όπως υποδεικνύεται στον Phipson on Evidence, 10 εκ., παραγ. 16, στις πολιτικές υποθέσεις οι κανόνες απόδειξης μπορούν να χαλαρωθούν με τη συμφωνία των μερών. Έτσι τα μέρη μπορούν να προβούν σε παραδοχές με σκοπό την απαλλαγή από την τυπική απόδειξη κατά τη δίκη: ("In civil cases . the rules of evidence may be relaxed by consent of parties. Thus the parties may agree to make admissions for the purpose of dispensing with formal proof at the trial"). Οι παραδοχές με σκοπό την απαλλαγή από την τυπική απόδειξη μπορούν να γίνουν κυρίως μέσω των δικογράφων ή μέσω συμφωνίας πριν ή κατά τη δίκη, των διαδίκων ή των αντιπροσώπων τους (Phipson, πιο πάνω, παραγ. 42-43: "Admissions for the purpose of dispensing with proof at the trial may be made by the pleadings or default thereof or by agreement, or otherwise, before or at the trial by the parties or their agents").
Ωστόσο το θέμα δεν τελειώνει εδώ γιατί ο κ. Ποιητής έχει επικαλεσθεί κυρίως τη δήλωση η οποία έγινε ενώπιον του δικαστηρίου από τους δικηγόρους των μερών στην παρουσία των διαδίκων. Στους Halsbury΄s Laws of England, third ed., Vol. 15 υποδεικνύεται ότι στις πολιτικές υποθέσεις παραδοχές από δικηγόρο αν γίνουν στη διάρκεια της διαδικασίας αποτελούν μαρτυρία εναντίον του πελάτη του στην ίδια διαδικασία. Υποδεικνύεται, επίσης, ότι αν γίνουν για το ρητό σκοπό της απόδειξης κατά τη δίκη γενικά θα είναι συμπερασματικές εναντίον του πελάτη· άλλως ισοδυναμούν απλώς με εκ πρώτης όψεως απόδειξη των συνεπαγομένων γεγονότων.
Στους Halsbury΄s Laws of England, 4th ed., Vol. 3(1) το θέμα τίθεται ως εξής:
"522. Statements of counsel. Admissions made by counsel in court in the presence of the lay client or his solicitor or other representative must be taken to have been made with the authority of the client, and are binding on the client unless and until withdrawn. Such an admission may subsequently be withdrawn by the client, however, unless the other party has acted to his detriment on the faith of it, so that the circumstances give rise to an estoppel."
Σε μετάφραση:
«Δηλώσεις από δικηγόρους. Παραδοχές που γίνονται από δικηγόρους στο δικαστήριο στην παρουσία του πελάτη ή του solicitor του ή άλλου αντιπροσώπου πρέπει να εκλαμβάνονται ότι έγιναν με την εξουσιοδότηση του πελάτη και δεσμεύουν τον πελάτη μέχρις ότου αποσυρθούν. Ωστόσο τέτοια παραδοχή μπορεί μεταγενέστερα να αποσυρθεί από τον πελάτη εκτός αν ο άλλος διάδικος έχει ενεργήσει προς βλάβη του με βάση την παραδοχή έτσι ώστε οι περιστάσεις να εγείρουν κώλυμα.»
Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων, καθιστά χωρίς νόημα την εξέταση των λόγων ουσίας της Έφεσης. Το Άρθρο 25(3) του Ν.14/60 και η Δ.35 θ.8 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας παρέχουν στο Εφετείο ευρεία εξουσία να εκδίδει οποιαδήποτε διαταγή που θα έπρεπε να είχε εκδοθεί ή που η υπόθεση απαιτεί και αυτό ανεξάρτητα από τους λόγους έφεσης και προς όφελος ποιου ενεργεί. Το Εφετείο δύναται να επεμβαίνει σε σημείο της πρωτόδικης απόφασης που δεν προσεβλήθηκε είτε με την έφεση είτε με αντέφεση, για επίλυση των πραγματικών επίδικων ζητημάτων, προς το σκοπό ουσιαστικής απονομής της δικαιοσύνης. (Βλ. Holiday Tours Ltd v. Κούτα κ.α. (1993) 1 Α.Α.Δ. 766, Αβραάμ άλλως xxx Φασουλη κ.α. ν. Νικολάου κ.α. (1996) 1 Α.Α.Δ. 656, Κληρίδης κ.α. ν. Κρέντου (1996) 1 Α.Α.Δ. 432, Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 579, Andromachi Hotels Ltd v. Δημοκρατία (2001) 3 Α.Α.Δ. 1074, Δημητρίου κ.α. ν. Sidorenko (2011) 1 A.A.Δ. 1095, xxx Αναστασίου ν. Αναστασίου, Έφ. Αρ. 41/2018, ημερ. 22.4.2020.)
Υπό το φως των ανωτέρω θα παραμέριζα την πρωτόδικη απόφαση και θα διάτασσα την επανεκδίκαση της από άλλο Δικαστή κατά προτεραιότητα.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
/γκ