ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:A278
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. E37/2021)
22 Ιουνίου, 2021
[ΠΑΝΑΓΗ, Π., ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
1. ΦΟΙΒΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Ν. ΠΙΡΙΛΙΔΗΣ &
ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ,
2. ΔΡ. ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ,
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι 1 και 2,
ν.
1. xxx ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
2. xxx ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
3. xxx xxx ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.
________________________
Νεόφυτος Πιριλίδης, μαζί με Σ. Θεοφάνους, για N. Pirilides & Associates LLC, για τους Εφεσείοντες.
Χλόη Λοϊζίδου, για Χρήστο Πουργουρίδη, για τους Εφεσίβλητους.
________________________
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση, αμφισβητείται η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, με την οποία αποφασίστηκε ότι αυτό έχει κατά τόπο δικαιοδοσία να εκδικάσει την αγωγή αρ. 2505/2013, (η αγωγή). Με την αγωγή, οι ενάγοντες, εφεσίβλητοι, απαιτούν από τους εναγομένους, εφεσείοντες, την πληρωμή συγκεκριμένου ποσού, το οποίο θεωρούν ότι κατέβαλαν προς αυτούς, χωρίς να το οφείλουν, ως δικηγορικά έξοδα, σε σχέση με αγωγή που είχε ολοκληρωθεί προ καιρού. Σημειώνεται πως οι εφεσείοντες είναι δικηγόροι και είχαν εκπροσωπήσει τους εφεσίβλητους στην εν λόγω ολοκληρωθείσα αγωγή ενώπιον του προαναφερθέντος Επαρχιακού Δικαστηρίου, (το Δικαστήριο).
Σε κάποιο στάδιο, πριν από την έναρξη της ακρόασης της αγωγής, οι εφεσείοντες καταχώρισαν αίτηση, διά της οποίας έθεσαν θέμα ότι το Δικαστήριο δεν είχε κατά τόπο δικαιοδοσία να προβεί στην εκδίκασή της. Η αίτηση εξετάστηκε και απορρίφθηκε. Στο παρόν στάδιο προδικασίας της έφεσης, οι εφεσίβλητοι προβάλλουν τη θέση ότι η υπό κρίση απόφαση δεν είναι εφέσιμη. Επικαλούνται, προς τούτο, την πρόνοια στο άρθρο 25(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/1960), (ο «Νόμος»), η οποία προστέθηκε σε αυτό με τον ομώνυμο τροποποιητικό Νόμο 109(Ι)/2017 και προβλέπει ότι, σε έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, υπόκεινται: «ενδιάμεσες αποφάσεις απόλυτα καθοριστικές ως προς το αποτέλεσμά τους για τα δικαιώματα των διαδίκων: ...». Επομένως, στη βάση της εν λόγω πρόνοιας, εξετάζεται πότε μια πρωτόδικη ενδιάμεση απόφαση υπόκειται σε έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Η πιο πάνω πρόνοια τέθηκε στο Νόμο, προς το σκοπό περιορισμού των εφέσεων επί ενδιάμεσων αποφάσεων, όταν το αποτέλεσμά τους δεν είναι απόλυτα καθοριστικό για τα δικαιώματα των διαδίκων, όλων ή οποιουδήποτε εξ αυτών. Το κριτήριο του «απόλυτα καθοριστικού», με αναφορά στα δικαιώματα, ειδικά, του επιχειρούντος την έφεση διαδίκου, σαφώς, είναι διαφορετικό από το κριτήριο του «προδήλως αβασίμου» και ουδόλως σχετίζεται με αυτό, όπως δε σχετίζεται και με τα λοιπά κριτήρια που ορίζει το ΄Αρθρο 163.2(β) του Συντάγματος, στη βάση των οποίων το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να εκδικάσει μια έφεση συνοπτικά. Η διαδικασία, προς τούτο, επίκληση της οποίας δεν έγινε, εν προκειμένω, προβλέπεται στον Κ. 10(ι) του περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996.
΄Οσον αφορά το κριτήριο του Νόμου, «απόλυτα καθοριστικό», ενυπάρχει σε αυτό μια έκδηλη αδυναμία, η οποία συνίσταται στη σύμφυτη δυσκολία προσδιορισμού, σε κάθε περίπτωση, του τι είναι, και σε ποιο βαθμό, καθοριστικό για τα δικαιώματα των διαδίκων, πριν από την τελική απόφαση επί της ουσίας της υπό κρίση έφεσης. Εν πάση περιπτώσει, τούτο διατυπώθηκε στη βάση που υιοθέτησε, σχετικά, η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με πλέον καθοριστική την απόφαση της πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Χαρούς ν. Χαρούς (2003) 1 Α.Α.Δ. 1530. Ως έχει η νομολογία που ακολούθησε τη θεσμοθέτησή του, αυτό εφαρμόζεται κατά περίπτωση, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της κάθε υπόθεσης και των διαφαινομένων δικαιωμάτων, κατά το υπό κρίση στάδιο, του επηρεαζόμενου από την ενδιάμεση απόφαση διαδίκου, (βλ. Content Union S.A. v. CJSC "TV Company Stream" κ.ά. Πολιτικές Εφέσεις Αρ. Ε96/2018 και Ε97/2018, 21.10.19, ECLI:CY:AD:2019:A434).
Το θέμα της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου τίθεται μια υπόθεση προς εκδίκαση, είναι πρωταρχικής σημασίας. Η ύπαρξή της αποτελεί προϋπόθεση, προκειμένου αυτό να επιληφθεί της υπόθεσης. Η απουσία δικαιοδοσίας επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας. ΄Εχει, συνεπώς, χαρακτηριστεί θέμα δημοσίας τάξεως. Μπορεί δε να εγερθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, πρωτόδικα και κατ' έφεση, καθώς και από το ίδιο το δικαστήριο, (βλ. Central Co-Operative Bank v. CY.E.M.S. (1984) 1 C.L.R. 435, Παναγιώτου ν. Χ"Κυριάκου (1991) 1 Α.Α.Δ. 362, Θεοχάρους ν. Παστελλή (1993) 1 Α.Α.Δ. 240 και Λάντου κ.ά. ν. Συμεού κ.ά. (2014) 1 Α.Α.Δ. 572, ECLI:CY:AD:2014:A171). ΄Οπως λέχθηκε στην υπόθεση Κουκούνη κ.ά. ν. Νικολάου κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 1766, στη σελίδα 1770, ειδικά, σε σχέση με το είδος της δικαιοδοσίας που απασχόλησε πρωτοδίκως: «Η κατά τόπον αρμοδιότητα του δικαστηρίου αποτελεί προϋπόθεση έγκυρης ανάληψης δικαιοδοσίας που, καθώς είναι αυτονόητο, αφορά ζήτημα που άπτεται του κύρους της διαδικασίας. ΄Επεται ότι το θέμα μπορεί να εγερθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας ακόμα και αυτεπάγγελτα από το ίδιο το δικαστήριο.»
Με βάση τα πιο πάνω, ένα δικαστήριο, για να είναι επιτρεπτό να προβεί στην εκδίκαση μιας υπόθεσης που τίθεται ενώπιόν του, πρέπει να έχει την οριζόμενη από το Νόμο δικαιοδοτική εξουσία. ΄Οταν τούτο τίθεται υπό αμφισβήτηση από τους διαδίκους, οφείλει να το αποφασίσει πριν προχωρήσει περαιτέρω. Η απόφασή του, σχετικά, είναι απόλυτα καθοριστική για την υπόθεση, οποιαδήποτε και αν είναι η κατεύθυνσή της· ακόμα και στην περίπτωση που διαπιστώνεται ότι αυτό έχει δικαιοδοσία να προβεί στην εκδίκασή της. ΄Οπως λέχθηκε στην υπόθεση Κούρου ν. Κόνου (2014) 1 Α.Α.Δ. 2192, ECLI:CY:AD:2014:A764, στη σελίδα 2202, «... ενδείκνυται το ζήτημα της έλλειψης κατά τόπο ή καθ' ύλην δικαιοδοσίας να εγείρεται και να εξετάζεται το συντομότερο δυνατόν ώστε να μην προχωρά η διαδικασία χωρίς αρμοδιότητα.»
Το θέμα δεν τελειώνει με την πρωτόδικη ενδιάμεση απόφαση, όταν ο διάδικος που έχει αντίθετη άποψη καταχωρίσει εναντίον της έφεση. Σε τέτοια περίπτωση, είναι ορθό όπως το Εφετείο, υπό το φως και της καθοδήγησης στην τελευταία πιο πάνω υπόθεση, αποφασίσει επί του συγκεκριμένου ζητήματος χωρίς χρονοτριβή, ώστε να υπάρχει τελική απόφαση επί τούτου, ειδικά, αν το Επαρχιακό Δικαστήριο έχει αποφασίσει ότι αυτό έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει την υπόθεση. Στην τελευταία περίπτωση, αν δεν αποφασιστεί το ζήτημα, η υπόθεση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου θα προχωρήσει προς εκδίκαση, υπό το καθεστώς της αβεβαιότητας που δημιουργεί η αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας του, με ορατό το ενδεχόμενο το ζήτημα να εγερθεί, και πάλι, αυτήν τη φορά, με έφεση μετά το πέρας της πρωτόδικης διαδικασίας. Παρεμπιπτόντως, σημειώνεται πως αν, στο στάδιο εκείνο, η έφεση επιτύχει και η πρωτόδικη απόφαση παραμεριστεί στη βάση ότι το εκδικάσαν δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία, σίγουρα, μέχρι τότε, θα έχουν προκληθεί αχρείαστα έξοδα και θα έχει σπαταληθεί πολύτιμος χρόνος όλων όσοι έχουν εμπλακεί στη διεκπεραίωση της υπόθεσης.
Με βάση την προαναφερθείσα νομολογία, πλέον σημαντικό, λοιπόν, είναι η αναγκαιότητα διαπίστωσης, όπου τούτο προκύπτει, ότι το δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει την υπόθεση που τίθεται ενώπιόν του. Αυτό, ως θέμα δημοσίας τάξεως, οπωσδήποτε, αφίσταται των δικαιωμάτων των διαδίκων. Πρέπει δε, ακριβώς για το λόγο τούτο, να αποφασίζεται το ενωρίτερον δυνατό, προς διασφάλιση, στη συνέχεια, του κύρους της διεξαγομένης διαδικασίας. Ως τέτοιο, το εν λόγω θέμα, σαφώς, εκφεύγει του κριτηρίου του Νόμου.
Στην υπόθεση Ζερβός ν. Βαμίκο Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 1292, είχε εγερθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου θέμα κατά τόπο δικαιοδοσίας, το οποίο αυτό αποφάσισε υπέρ της ενάγουσας. Καταχωρίστηκε έφεση κατά της πιο πάνω ενδιάμεσης απόφασης, η οποία απορρίφθηκε, στη βάση ότι «..., κανένα από τα ουσιαστικά δικαιώματα του εφεσείοντα δεν έχει κριθεί άμεσα με την ενδιάμεση αυτή απόφαση. Το θέμα προφανώς θα αποφασιστεί με την τελική απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που αν δεν είναι ευνοϊκή για τον εφεσείοντα-εναγόμενο, είναι τότε που θα έχουν διαγνωσθεί τα δικαιώματά του και η απόφαση του Δικαστηρίου θα υπόκειται σε έφεση.», (σελίδες 1295 έως 1296). Η πιο πάνω υπόθεση προτάθηκε από την πλευρά των εφεσιβλήτων, προκειμένου αυτή να εισηγηθεί ότι ίδια πρέπει να είναι η κατάληξη και της παρούσας έφεσης. Εμφανώς, στην περίπτωση εκείνη, το Εφετείο δεν είχε κληθεί να εξετάσει τις παραμέτρους που παρατίθενται πιο πάνω. Ως εκ τούτου, δικαιολογείται η μη εφαρμογή της στην παρούσα υπόθεση. Είναι, όμως, οπωσδήποτε, ορθή η επισήμανση σε αυτήν ότι είναι με την τελική απόφαση του δικαστηρίου που διαγιγνώσκονται τα δικαιώματα των διαδίκων.
Εν πάση περιπτώσει, ιδωμένη η υπό εξέταση πτυχή και υπό το πρίσμα του κριτηρίου του Νόμου, εξέλιξη όπως αυτή που αναφέρεται πιο πάνω, δηλαδή αποδοχής κατ' έφεση της θέσης ότι το εκδικάζον δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία, οπωσδήποτε, δε θα είναι προς το συμφέρον του επιτυχόντος στην έφεση διαδίκου. Για την ακρίβεια, δε θα είναι προς το συμφέρον οποιουδήποτε συντελεστή στη διαδικασία. Αντιθέτως, είναι απόλυτα καθοριστικό για τα διακυβευόμενα δικαιώματα κάθε διαδίκου, η υπόθεσή του να εκδικάζεται από το κατά νόμο αρμόδιο δικαστήριο, ως θέμα ορθής απονομής της Δικαιοσύνης, εξαρχής. Τούτο υποστηρίζει και η προτροπή του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι θέματα δικαιοδοσίας πρέπει να επιλύονται οριστικά το συντομότερο δυνατό, εφόσον το επιτρέπουν οι περιστάσεις της υπόθεσης. Η πορεία αυτή, προφανέστατα, είναι προς το συμφέρον της Δικαιοσύνης.
Επομένως, η υπό έφεση πρωτόδικη απόφαση κρίνεται εφέσιμη.
Π. Παναγή, Π.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
Α. Πούγιουρου, Δ.
/ΜΠ