ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2021:D275
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 78/2021)
25 Ιουνίου, 2021
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ XXX XXX TOWNSEND, ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI,
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 29/12/2020, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ, ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΚΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΤΟΥ Α/ΑΣΤΥΦ. XXX ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ, ΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑ ΤΗΣ ΟΙΚΙΑΣ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ, ΣΤΗΝ ΟΔΟ XXX, XXX ΚΑΙ ΣΤΟ ΟΧΗΜΑ ΤΟΥ ΜΕ ΑΡ. ΕΓΓΡΑΦΗΣ KXXXX7, ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦΑΛΑΙΟ 155, ΑΡΘΡΑ 27 ΚΑΙ 28
_ _ _ _ _ _
Κ. Κεραυνός, για τον Αιτητή.
Π. Βαρνάβας, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του
Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Μετά που δόθηκε σχετική άδεια ο αιτητής καταχώρησε την υπό κρίση αίτηση, με την οποία αξιώνει την έκδοση εντάλματος certiorari, προς ακύρωση του εντάλματος έρευνας της οικίας και του οχήματός του, που εκδόθηκε στις 29.12.2020.
Τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται η αίτηση έχουν καταγραφεί στην απόφαση για άδεια και τα επαναλαμβάνω για σκοπούς της παρούσας:
«.ο αιτητής κατοικεί μόνιμα στο XXX, σε οικία που ανήκει στον ίδιο και τη σύζυγό του. Απέναντι υπάρχει οικία, στην οποία διαμένουν οι XXX και XXX Παπαγεωργίου, με τους οποίους υπάρχει μία προβληματική σχέση, για την οποία είναι ενήμεροι στον Αστυνομικό Σταθμό Παραλιμνίου, συνεπεία εκατέρωθεν παραπόνων.
Στα πλαίσια αυτών των διαφορών, στις 27.11.2020, μετά που η Γ.Π. κατηγόρησε δημοσίως τον αιτητή ότι δηλητηρίασε τις γάτες της, επέδωσε στον σύζυγό της επιστολή μέσω του δικηγόρου του, με ιδιώτη επιδότη, με την οποία τους καλούσε να μην επαναλαμβάνουν τέτοιου είδους δυσφημιστικούς ισχυρισμούς εναντίον του και πως, σε αντίθετη περίπτωση, θα λάμβανε όλα τα νόμιμα μέτρα εναντίον τους (Τεκμ. Β). Επιπρόσθετα, τους καλούσε να χρησιμοποιούν το δικαίωμα διάβασης μόνο για σκοπούς διάβασης και τους κάλεσε να καθαρίζουν τα περιττώματα των κατοικίδιών τους όταν χρησιμοποιούν το εν λόγω πέρασμα.
Μετά την παραλαβή της εν λόγω επιστολής από το σύζυγο της Γ.Π., εκτελέστηκε ένταλμα έρευνας εναντίον της κατοικίας και του οχήματος του αιτητή. Σύμφωνα με το περιεχόμενο του εντάλματος έρευνας, που εκδόθηκε στη βάση ένορκης καταγγελίας του Αστ. XXX Παρασκευά, του Αστυνομικού Σταθμού Παραλιμνίου, υπάρχουν εύλογες υπόνοιες να πιστεύεται ότι στην κατοικία και στο όχημα του αιτητή «αποκρύβεται σκεύασμα το οποίο ενδέχεται να περιέχει δηλητηριώδη ουσία καθώς επίσης υπάρχει και κλειστό σύστημα παρακολούθησης (CCTV)» τα οποία σχετίζονται με τα διερευνόμενα αδικήματα της βλάβης σε ζώα, κατά παράβαση του άρθρου 323, του Κεφ. 154, και περιαγωγής ζώων σε κατάσταση επέλευσης φρικτού θανάτου, κατά παράβαση των Άρθρων 5(2)(α) και 27(1) του Νόμου 46(Ι)/1994.
Στον όρκο του Αστ. XXX XXX Παρασκευά αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Καταγγέλθηκε στον Αστ. Σταθμό Παραλιμνίου από την XXX Παπαγεωργίου, ΔΤ. XXX, από XXX XXX XXX ότι με τους πιο πάνω γείτονες της έχουν κάποιες διαφορές που έχουν να κάμουν με την διατήρηση ζώων που έχει η ίδια στο σπίτι της. Όπως αυτή αναφέρει αρκετές φορές ο [Λ.Σ.] την απείλησε ότι θα δηλητηριάσει τα ζώα της, ενώ ο XXX Townsend εξέφρασε αρκετές φορές την δυσαρέσκεια του ως προς το γεγονός της διατήρησης των ζώων στην κατοικία της, προφορικά αλλά και μέσω επιστολής όπου σε αυτή αναφέρει ότι δεν επιθυμεί τα ζώα της μεταξύ άλλων και οι γάτοι της να προσεγγίζουν την οικία του. Επιπρόσθετα ο δρόμος-πέρασμα που οδηγεί στην οικία της περνά και έξω από την οικία του Townsend ο οποίος θεωρεί ότι το πέρασμα αυτό του ανήκει πράγμα που δεν ισχύει με αποτέλεσμα να δημιουργείται έχθρα μεταξύ τους. Στην κατοικία της η Παπαγεωργίου είχε γύρω στους είκοσι δύο γάτους από τους οποίους, λόγων των δηλητηριάσεων της απέμειναν μόνο εννέα. Στις 26/12/20 και περίπου η ώρα 16.00 βγήκε από την οικία της όπου στο πίσω μέρος της αυλής της αντιλήφθηκε τρία από τα γατάκια της να είναι στο έδαφος και να ξεψυχούν. Ακολούθως το ένα από αυτά είχε χάσει την ζωή του ενώ τα άλλα δύο λίγο αργότερα.
Επίσης η Παπαγεωργίου αναφέρει ότι στις 27/12/20 και ώρα 14.30 περίπου βρήκε ακόμη ένα γατάκι στον κήπο της οικίας της να ξεψυχάει ενώ στις 28/12/20 και ώρα 07.00 περίπου, βρήκε ακόμη ένα γατάκι στον κήπο της οικίας της το οποίο ήταν νεκρό. Το ζωντανό το οποίο βρήκε στις 27/12/20 το έχει ήδη μεταφέρει στον κτηνίατρο για περίθαλψη. Η ίδια υποψιάζεται ότι τα γατάκια της δηλητηριάστηκαν από τους πιο πάνω ή τον ένα από αυτούς και δε υποψιάζεται οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο. Επίσης αναφέρει ότι στην οικία του Townsend υπάρχει κλειστό σύστημα παρακολούθησης το οποίο μπορεί να κατέγραψε κινήσεις του/των υπόπτων κατά τον επίδικο χρόνο. Τα νεκρά γατάκια παραδόθηκαν από την ίδια στον Αστ. Σταθμό xxx όπου έχουν ήδη μεταφερθεί στο κτηνιατρείο για νεκροτομή. Σύμφωνα με την Παπαγεωργίου δεν εντοπίστηκαν υπολείμματα τροφής τα οποία ενδέχεται να έφαγαν οι γάτοι και να δηλητηριάστηκαν.
Προς εντοπισμό και κατάσχεση του σκευάσματος το οποίο ενδέχεται να περιέχει δηλητηριώδη ουσία με την οποία δηλητηριάστηκαν οι γάτοι καθώς και κατάσχεσης του κλειστού συστήματος παρακολούθησης αιτείται από το Σεβαστό σας Δικαστήριο η έκδοση ενταλμάτων έρευνας της οικίας, υποστατικών και οχημάτων των υπόπτων 1 & 2 στο Παραλίμνι στις αναφερόμενες διευθύνσεις, παρακαλώ.»»
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι το επίδικο ένταλμα εκδόθηκε κατ΄αντίθεση των επιταγών των άρθρων 27 και 28 του Κεφ. 155 και του Άρθρου 16 του Συντάγματος. Τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου ήταν γενικά και αόριστα και ανεπαρκή για να δημιουργηθεί εύλογη υποψία ότι τα αναζητούμενα αντικείμενα συνδέονται και βρίσκονται στο τόπο για τον οποίο ζητήθηκε η έρευνα και το Δικαστήριο δεν φαίνεται να προέβη το ίδιο σε εκτίμηση του υλικού που τέθηκε ενώπιόν του, παρά μόνο δέχθηκε τη θέση της αστυνομίας ως rubber stamp. Δεν στοιχειοθετείται εύλογη αιτία συναρτημένη προς τα αντικείμενα για τα οποία επιδιώχθηκε η ανεύρεση και παραλαβή και δεν υπάρχει καμία αναγκαιότητα έρευνας με το διάταγμα να έχει εκδοθεί κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας και της αναγκαιότητα. Ο τρόπος παρουσίασης των γεγονότων, σύμφωνα με τον αιτητή, ήταν μεμπτός. Η αστυνομία στηρίχθηκε στη δήλωση της παραπονούμενης ότι υπήρχε έχθρα μεταξύ της και του αιτητή, χωρίς να διασταυρώσει τα λεγόμενά της για να διασφαλίσει ότι η υποψία επί της οποίας βασίστηκε το ένταλμα δεν ήταν κακόβουλη ή εκδικητική. Προς τούτο, κατατέθηκε η επιστολή που απέστειλε ο αιτητής στην παραπονούμενη όπου διαπιστώνεται, κατά την εισήγηση, ότι επρόκειτο για κακόβουλους και εκδικητικούς ισχυρισμούς που εξυπηρετούν αλλότρια κίνητρα.
Οι καθ΄ων η αίτηση καταχώρησαν ένσταση, με την οποία ουσιαστικά υποστηρίζουν τη νομιμότητα του εντάλματος το οποίο, κατά την εισήγηση, ικανοποιούσε τις σχετικές προϋποθέσεις του Νόμου και του Συντάγματος. Υπήρχε επαρκής σύνδεση των αιτουμένων με το διάταγμα αντικειμένων με τον τόπο για τον οποίο εκδόθηκε και δεν υπήρχε ανάγκη καθορισμού το δηλητηρίου το οποίο ήταν υπό αναζήτηση. Ούτε ανάγκη για παρουσίαση της επιστολής που είχε αποστείλει ο αιτητής στην παραπονούμενη, η οποία επιβεβαιώνει την έχθρα που υπήρχε μεταξύ τους.
Στην ένορκη δήλωση του Αστ. 26 που συνοδεύει την ένσταση αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι εάν θα έπρεπε να γίνουν τοξικολογικές εξετάσεις προ της έκδοσης του εντάλματος, τότε μέχρι την εκτέλεσή του ο αιτητής θα είχε απαλλαγεί από τις ζητούμενες ουσίες και το ένταλμα έρευνας θα ήταν άνευ αντικειμένου. Σημείωσε, περαιτέρω, ότι μέχρι σήμερα δεν έχουν ληφθεί τα αποτελέσματα των τοξικολογικών εξετάσεων από τη νεκροψία των γάτων, ούτε εντοπίστηκαν υπολείμματα τροφής στο χώρο που θα μπορούσαν να σταλούν για εξετάσεις. Αναφορικά με την ύπαρξη εύλογης αιτίας να πιστεύεται ότι το εν λόγω σκεύασμα θα εντοπιζόταν στην οικία ή στο αυτοκίνητο του αιτητή, αυτό, σύμφωνα με την θέση του, «προκύπτει καθ΄όλα εύλογα, και ως θέμα κοινής λογικής, αφού δηλητηριώδης για ζώα ουσίες, βρίσκονται και σε φυτοφάρμακα και εντομοκτόνα τα οποία έχει ο κόσμος είτε στο σπίτι είτε στο αυτοκίνητο του».
Το Άρθρο 16.1 του Συντάγματος διασφαλίζει το απαραβίαστο της κατοικίας. Στη δεύτερη παράγραφο του Άρθρου 16 καθορίζονται οι περιπτώσεις όπου είναι δυνατή η είσοδος ή έρευνα σε κατοικία, δηλαδή «ειμή ότε και όπως ο νόμος ορίζη και κατόπιν δικαστικού εντάλματος δεόντως ητιολογημένου.».
Το άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 δίδει την εξουσία σε δικαστή να εκδώσει ένταλμα έρευνας εφόσον ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις που τίθενται σε αυτό.
«27. Όταν δικαστής ικανοποιείται με ένορκη έγγραφη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει-
(α) οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχτηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχτηκε ή
(β) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος ή
(γ) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος, ο δικαστής δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο να εκδώσει ένταλμα (το οποίο αναφέρεται στο νόμο αυτό ως "ένταλμα έρευνας"), που εξουσιοδοτεί το πρόσωπο που κατονομάζεται σε αυτό-
(ι) να ερευνήσει τον τόπο αυτό προς ανεύρεση οποιουδήποτε τέτοιου πράγματος και να κατάσχει και μεταφέρει αυτό ενώπιον του Δικαστηρίου από το οποίο εκδόθηκε το ένταλμα έρευνας ή ενώπιον άλλου Δικαστηρίου για να τύχει αυτό μεταχείρισης σύμφωνα με το νόμο και
(ιι) να συλλάβει και να προσαγάγει ενώπιον Δικαστή τον κάτοχο της οικίας ή του τόπου όπου βρέθηκε το πράγμα ή οποιοδήποτε πρόσωπο εντός ή πέριξ της οικίας αυτής ή του τόπου το οποίο κατέχει τέτοιο πράγμα, αν ο Δικαστής κρίνει σκόπιμο να διατάξει με αυτό τον τρόπο στο ένταλμα.»
Κάθε τέτοιο ένταλμα, δυνάμει του άρθρου 28, «φέρει την υπογραφή του δικαστή που το εκδίδει, την ημερομηνία και ώρα εκδόσεως, καθώς επίσης και βεβαίωση του δικαστή ότι έχει ικανοποιηθεί λογικά για την ύπαρξη της ανάγκης εκδόσεως του εντάλματος».
Το άρθρο 27 συνδέει το αντικείμενο το οποίο εύλογα πιστεύεται ότι συνδέεται με ποινικό αδίκημα με τον τόπο για τον οποίο ζητείται το ένταλμα και όχι γενικά με το πρόσωπο του υπόπτου (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση της Εταιρείας ΟΠΑΠ Κύπρου Λτδ, Πολ. Έφεση Αρ. 133/2018, ημερομηνίας 17.12.2018). Ο δικαστής που εξετάζει ένα τέτοιο αίτημα θα πρέπει να ικανοποιηθεί, με βάση τα γεγονότα που περιέχονται στην ένορκη δήλωση που το υποστηρίζει, και να αιτιολογήσει δεόντως την έκδοση του εντάλματος έρευνας, ικανοποιούμενος από τη μαρτυρία που παρουσιάζεται ενώπιόν του, ότι η υποψία είναι εύλογη (βλ. Αναφορικά με την αίτηση του xxx Σιακαλλή (Αρ. 1), πιο πάνω).
Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Εταιρείας ΟΠΑΠ Κύπρου Λτδ, πιο πάνω, «το κριτήριο κατά το αναθεωρητικό στάδιο περιορίζεται στο ερώτημα κατά πόσο ο εκδώσας το ένταλμα δικαστής θα μπορούσε να ικανοποιηθεί στη βάση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον για την ύπαρξη εύλογων λόγων να πιστεύεται ότι τα αναζητούμενα θα εντοπίζονταν στα υποστατικά των οποίων επιδιωκόταν η έρευνα και θα παρείχαν βοήθεια στη στοιχειοθέτηση αδικήματος».
Στην ίδια απόφαση αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:
«Η ύπαρξη «εύλογης αιτίας να πιστεύεται» αποτελεί προϋπόθεση δικαιοδοτικής φύσης. Το αντικείμενο το οποίο εύλογα πιστεύεται ότι συνδέεται με ποινικό αδίκημα, συνδέεται επιτακτικά από το άρθρο 27 με τον τόπο για τον οποίο ζητείται το ένταλμα και όχι γενικά με το πρόσωπο του υπόπτου. Επίσης, όπως ορθά υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, σε σχέση με το εδάφιο (β) του άρθρου 27, πρέπει να υπάρχει, διασύνδεση της μαρτυρίας με τα υπό διερεύνηση αδικήματα. Σύμφωνα δε με τη νομολογία, το εύλογο ή μη της υποψίας ως προς τη διάπραξη αδικήματος μπορεί να εξεταστεί στο πλαίσιο κρίσης, αναφορικά με την ύπαρξη της εύλογης αιτίας που θεμελιώνει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου προς έκδοση εντάλματος έρευνας για ανεύρεση και κατάσχεση των πραγμάτων προς τα οποία αυτή συναρτάται, (βλ. Αναφορικά με την αίτηση του Συνδέσμου για την Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα (1997) 1 ΑΑΔ 1014).
Περαιτέρω, η πρόνοια «θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος» στο εδάφιο (β) του άρθρου 27 απαιτεί τη σύνδεση ή τη συσχέτιση του αντικειμένου που θα αναζητηθεί με το υπό διερεύνηση αδίκημα. Το κρίσιμο ερώτημα, ως έχει αναφερθεί, είναι κατά πόσο υπάρχει ικανό υλικό στον όρκο στη βάση του οποίου ο δικαστής στον οποίο υποβάλλεται αίτημα έκδοσης εντάλματος έρευνας, μπορεί να ικανοποιηθεί για την ύπαρξη εύλογων λόγων να πιστεύεται πως αυτό που θα αναζητηθεί θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη του ποινικού αδικήματος που αναφέρεται στον όρκο, (βλ. την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αυστραλίας George v Rockett [1990] 170 C.L.R. 104, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστραλίας εξέτασε τον αντίστοιχο όρο «will afford evidence as to the commission of any offence»). Στην υπόθεση R. V. Gillis 1 C.C.C. (3d) 545 λέχθηκε σε σχέση με την αντίστοιχη καναδέζικη πρόνοια:
«The objects or documents sought under the search warrant must be described with sufficient precision, not only with respect to their category, but also with respect to their relation to the offence for which they are to provide evidence»
(Η υπογράμμιση είναι δική μας)
(Βλ. και Re Worral 48 D.L.R. (2d) 673).
Η μη σύνδεση ή συσχέτιση του αντικειμένου με το αδίκημα, ως ανωτέρω, αποβαίνει μοιραία για την τύχη του αιτήματος.»
Στην παρούσα περίπτωση, τα όσα αναφέρονται στον όρκο του αστυφύλακα περί εύλογης αιτίας ουσιαστικά αντανακλούν επανάληψη της πεποίθησης της καταγγέλλουσας, παρά να καταδεικνύουν αντικειμενικά εύλογη αιτία. Δεν είναι επίσης χωρίς σημασία το γεγονός ότι ακόμα και μέχρι σήμερα δεν έχουν διενεργηθεί τοξικολογικές εξετάσεις που θα αποδείκνυαν την αιτία θανάτου των γάτων. Το τι επιζητείτο με το ένταλμα έρευνας καθορίζεται στο διάταγμα ως «σκεύασμα το οποίο ενδέχεται να περιέχει δηλητηριώδη ουσία καθώς επίσης υπάρχει και κλειστό σύστημα παρακολούθησης τα οποία σχετίζονται με τα αδικήματα». Όπως δε αναφέρεται στην ένορκη δήλωση του Αστ. 26, «δηλητηριώδης για ζώα ουσίες, βρίσκονται και σε φυτοφάρμακα και εντομοκτόνα τα οποία έχει ο κόσμος είτε στο σπίτι είτε στο αυτοκίνητο του». Είναι προφανές ότι τα αναζητούμενα σκευάσματα περιγράφονται με αοριστία και γενικότητα, κάτι που δεν συνάδει με την ανάγκη για περιγραφή που πρέπει να δίδεται με αρκετή ακρίβεια «sufficient precision», σύμφωνα με την πιο πάνω νομολογία. Η ασάφεια που χαρακτηρίζει την περιγραφή των αντικειμένων δεν επιτρέπει τη συσχέτισή τους με τα αδικήματα. Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω, θεωρώ ότι το εκδοθέν ένταλμα δεν συνάδει με τις επιταγές της σχετικής νομοθεσίας.
Η αίτηση επιτυγχάνει. Εκδίδεται ένταλμα της φύσης certiorari και ακυρώνεται το εκδοθέν ένταλμα έρευνας, ημερομηνίας 29.12.2020. Τα έξοδα να είναι εις βάρος του καθ΄ου η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Κ. Σταματίου,
Δ.
/ΧΤΘ