ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:D223
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ.76/2021)
7 Ιουνίου 2021
(Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.)
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (N. 33/1964)
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ H.A. ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ HABEAS CORPUS
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟ 14/60, ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΩΝ ΤΟΥ 1964 ΜΕΧΡΙ 1991, ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΟ ΧΑΡΤΗ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ Ε.Ε., ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟ, ΤΗΝ ΟΔΗΓΙΑ 2013/33/ΕΕ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ ΔΙΕΘΝΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ-
1) ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
2) ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΥΠΟ ΚΡΑΤΗΣΗ ΤΟΝ H.A. ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 11 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΤOY AΡΘΡΟΥ 5(1) ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6 ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ Ε.Ε., ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9ΣΤ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 8 ΚΑΙ 9 ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2013/33/ΕΕ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ ΔΙΕΘΝΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ
------------
N. Χαραλαμπίδου (κα), για τον Αιτητή.
Π. Χαραλάμπους (κα) με Α. Δημητρίου, για την Καθ΄ης η Αίτηση.
-----------
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Ο Αιτητής αιτείται την έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus Ad Subjiciendum με το οποίο να κηρύσσεται η διάρκεια της κράτησης του ως παράνομη. Είναι η δεύτερη φορά που ο Αιτητής επικαλείται την εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την έκδοση τέτοιου προνομιακού εντάλματος.
Ο Αιτητής είναι υπήκοος Συρίας. Έχοντας εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής και διαμονής του, τη Συρία, μετέβηκε στην Τουρκία και από εκεί την 13.11.2019 στις κατεχόμενες περιοχές. Από εκεί πεζός εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές και εντοπίστηκε στο χωριό Περιστερώνα της επαρχίας Λευκωσίας. Την 14.11.2019 υπόβαλε αίτηση για διεθνή προστασία.
Αυθημερόν εκδόθηκε εναντίον του διάταγμα κράτησης για λόγους εθνικής ασφάλειας, δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν.6(Ι)/2000) και από τότε κρατείται, μετά τις πρώτες ημέρες, στο Χώρο Κράτησης Απαγορευμένων Μεταναστών στη Μενόγεια. To διάταγμα εκδόθηκε στη βάση πληροφορίας από ομοεθνή του, το όνομα του οποίου αποκαλύπτεται στην ένσταση που καταχώρισε η Δημοκρατία, ο οποίος ανέφερε ότι ο Αιτητής ενδεχόμενα βρισκόταν στην Κύπρο και πως είναι μέλος της τρομοκρατικής οργάνωσης «Αλ Νούσρα».
Ο Αιτητής πρόσβαλε τη νομιμότητα της κράτησης του με προσφυγή που καταχώρησε την 9.1.2020 στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, Δ.Δ.Δ.Π. (Δ.Κ.2/2020), που απορρίφθηκε με απόφαση ημερ.9.6.2020.
Την 16.6.2020 η Υπηρεσία Ασύλου τον αναγνώρισε ως δικαιούχο συμπληρωματικής προστασίας, αλλά με την ίδια απόφαση τον απέκλεισε από το καθεστώς αυτό, κατ' επίκληση του άρθρου 5(2)(δ) του Ν.6(Ι)/2000, στη βάση ότι συνιστά κίνδυνο για την κυπριακή κοινωνία και την ασφάλεια της Δημοκρατίας. Εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ο Αιτητής καταχώρησε την 21.8.2020 προσφυγή στο Δ.Δ.Δ.Π. (1007/2020) που εκκρεμεί. Είναι ορισμένη για διευκρινήσεις την 24.5.2021, όμως, μέχρι και την ημερομηνία καταχώρισης της ένστασης στην παρούσα, ο Αιτητής δεν είχε καταχωρήσει την γραπτή του αγόρευση, προκαλώντας, κατά τη Δημοκρατία, καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της διαδικασίας.
Την 25.9.2020 καταχώρισε την πρώτη του αίτηση για Habeas Corpus (Πολ. Αίτ. Αρ.128/2020, ECLI:CY:AD:2020:D378) που απορρίφθηκε με απόφαση ημερ.4.11.2020.
Κατά την ακρόαση της αίτησης, προς υποστήριξη της ένστασης της, η Δημοκρατία παρουσίασε δύο δέσμες εγγράφων. Η πρώτη, Τεκμ.1, αποκαλύφθηκε στην πλευρά του Αιτητή, καθ' όσον όμως αφορά την δεύτερη, Τεκμ.2, η Δημοκρατία ζήτησε όπως μη αποκαλυφθεί, επικαλούμενη τον απόρρητο χαρακτήρα των εγγράφων που εμπεριέχει. Η πλευρά του Αιτητή έχει αντίθετη άποψη και επικαλούμενη την ανάγκη για διαφάνεια και ισότητα των όπλων κατά τη διαδικασία, ζήτησε να εφοδιαστεί με αντίγραφα του συνόλου των εγγράφων. Με την παρέμβαση του Δικαστηρίου, μετά από μια πρώτη εξέταση της δεύτερης δέσμης, η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα αποφάσισε όπως αποκαλύψει και μέρος αυτής προς την πλευρά του Αιτητή, ενώ άλλο μέρος της ανάφερε πως δεν είναι έγγραφα ουσιαστικά για την υπόθεση και ότι δεν θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη. Παρέμειναν δύο μόνο έγγραφα τα οποία θεωρεί σχετικά, για την αποκάλυψη των οποίων εμμένει η πλευρά του Αιτητή.
Ο κανόνας είναι ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάζει μια πλευρά σε οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία πρέπει να αποκαλύπτονται στους αντιδίκους της. Στο αντιπαραθετικό σύστημα, η αποστέρηση από μια πλευρά υλικού που παρουσιάζει η άλλη αποτελεί την εξαίρεση, που μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο όπου συντρέχουν οι αυστηρές προϋποθέσεις που μπορεί να το επιτρέπουν.
Η δικηγόρος του Αιτητή παρέπεμψε στην απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη ΖΖ, C-300/11, ημερ.4.6.2013, που αφορούσε στο δικαστικό έλεγχο απόφασης αρμόδιας αρχής που λήφθηκε στη βάση στοιχείων στα οποία περιλαμβάνονταν και στοιχεία που δεν είχαν αποκαλυφθεί στον προσφεύγοντα. Οι ίδιες αρχές θα πρέπει να εφαρμόζονται κατ' αναλογία και σε διαδικασίες όπως η παρούσα. Αναφέρθηκε ότι (παρ.55):
«σύμφωνα με την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, η οποία συγκαταλέγεται μεταξύ των προβλεπόμενων από το άρθρο 47 του Χάρτη δικαιωμάτων άμυνας, οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να λαμβάνουν γνώση των εγγράφων ή των παρατηρήσεων που υποβάλλονται στο δικαστήριο για να επηρεάσουν την απόφασή του και να εκφέρουν σχετικώς τη γνώμη τους».
Ακόμα ότι (παρ.56):
«Θα παραβιαζόταν το θεμελιώδες δικαίωμα για πλήρη και αποτελεσματική δικαστική προστασία σε περίπτωση θεμελιώσεως δικαστικής αποφάσεως σε πραγματικά περιστατικά και έγγραφα των οποίων οι διάδικοι ή ένας εξ αυτών δεν μπόρεσαν να λάβουν γνώση και επί των οποίων δεν είχαν, συνεπώς, τη δυνατότητα να τοποθετηθούν».
Είναι, ωστόσο, δυνατό να κατακρατηθούν στοιχεία. Αναφέρεται (παρ.57) ότι:
«Εντούτοις, αν εθνική αρχή αποκλείσει, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, την κοινοποίηση στον ενδιαφερόμενο της «ακριβούς και πλήρους αιτιολογίας» αποφάσεως που ελήφθη . επικαλούμενη λόγους αναγόμενους στην ασφάλεια του κράτους, το αρμόδιο δικαστήριο του οικείου κράτους μέλους οφείλει να έχει στη διάθεσή του και να εφαρμόσει μεθόδους και δικονομικούς κανόνες που να συμβιβάζουν, αφενός, την εύλογη ανάγκη ασφάλειας των πηγών πληροφόρησης που ελήφθησαν υπόψη κατά την έκδοση τέτοιου είδους αποφάσεως και, αφετέρου, την ανάγκη διασφαλίσεως επαρκούς προστασίας των διαδικαστικών δικαιωμάτων του διαδίκου, όπως το δικαίωμα ακροάσεως καθώς και την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως».
Το βάρος απόδειξης ότι η μη αποκάλυψη των στοιχείων δικαιολογείται έχει η αρμόδια εθνική αρχή. Αναφέρεται (παρ.61) ότι:
«στην αρμόδια εθνική αρχή εναπόκειται να αποδείξει, κατά τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες, ότι η ασφάλεια του κράτους θα διέτρεχε πράγματι κίνδυνο από την κοινοποίηση στον ενδιαφερόμενο της «ακριβούς και πλήρους αιτιολογίας» αποφάσεως . καθώς και των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων . . Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει τεκμήριο υπέρ της υπάρξεως και του βάσιμου των λόγων που επικαλείται μια δημόσια αρχή».
Ως προς τη διεργασία, αναφέρεται ότι (παρ.62):
«το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο πρέπει να εξετάζει κατά τρόπο ανεξάρτητο το σύνολο των νομικών και των πραγματικών στοιχείων που επικαλείται η αρμόδια εθνική αρχή και πρέπει να αξιολογεί, σύμφωνα με τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες, αν η ασφάλεια του κράτους αποκλείει τέτοιου είδους κοινοποίηση».
Το πρώτο έγγραφο είναι τετρασέλιδη επιστολή ημερ.3.2.2020, του Τμήματος Καταπολέμησης Εγκλήματος, Τμήμα Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων (Επιχειρήσεις) της Αστυνομίας, συνταγμένη από Λοχία του Τμήματος και που απευθύνεται σε υψηλόβαθμους αξιωματικούς της Δύναμης. Το δεύτερο είναι δισέλιδη επιστολή ημερ.8.4.2021, του Τμήματος Καταπολέμησης Εγκλήματος, συνταγμένη από Αξιωματικό του Τμήματος, που απευθύνεται στο Διοικητή της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΚΥΠ).
Όπως ανάφερε η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα, οι λόγοι εθνικής ασφάλειας που δικαιολογούν τη μη αποκάλυψη των δύο εγγράφων στην πλευρά του Αιτητή, αφορούν στον τρόπο διερεύνησης και στην κατάληξη των Αστυνομικών Αρχών.
Το Δικαστήριο έχει διέλθει με μεγάλη προσοχή τα δύο έγγραφα. Σημειώνεται ότι δεν συνιστούν πρωτογενή έγγραφα ως προς τα στοιχεία που καταγράφονται, αλλά έγγραφα με τα οποία οι συντάκτες ενημερώνουν για την περίπτωση του Αιτητή τα πρόσωπα προς τα οποία οι επιστολές απευθύνονται. Αντιπαραβάλλοντας το περιεχόμενο των δύο επιστολών με το περιεχόμενο των εγγράφων που έχουν παραδοθεί στην πλευρά του Αιτητή, διαπιστώνεται ότι οι επιστολές αυτές δεν εμπεριέχουν ουσιαστικές πληροφορίες που δεν έχουν αποκαλυφθεί ήδη με τα έγγραφα που έχουν παραδοθεί και που η αποστέρηση τους από τον Αιτητή θα μπορούσε να του προκαλέσει δυσχέρεια στην προώθηση της αίτησης του ή να τον θέσει σε μειονεκτική θέση.
Στην έκταση που από το περιεχόμενο τους διαγράφεται η μεθοδολογία και ο τρόπος χειρισμού από μέρους των Αρχών του Κράτους, μπορεί να θεωρηθούν απόρρητες. Στην έκταση που το περιεχόμενο τους δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί απόρρητο, αυτό έχει ήδη αποκαλυφθεί και δεν θα εξυπηρετούσε σε οτιδήποτε να διαταχθεί η αποκάλυψη μέρους τους.
Είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι οι δύο επιστολές εμπεριέχουν απόρρητες πληροφορίες σχετικές με την ασφάλεια του κράτους και δικαιολογείται η μη αποκάλυψη του περιεχομένου τους στην πλευρά του Αιτητή.
Το σχετικό αίτημα του Αιτητή απορρίπτεται.
Χ. Μαλαχτός, Δ.